arjunk Posted April 16, 2015 Share Posted April 16, 2015 (edited) Όνομα Συγγραφέα: Άρης ΠΕίδος: ΦαντασίαΒία; ΝαιΣεξ; ΌχιΑριθμός Λέξεων: 4.100Αυτοτελής; ΝαιΣχόλια: Αποτελεί την εξέλιξη του Φωτιά και Νερό, της συμμετοχής μου για το 77ο Write Off! Ευχαριστώ τους συμμετέχοντες και την Cassandra Gotha για την έμπνευση.Αρχείο: Σπείρα.docx Ο Κύκλος της Ζωής Ο χρόνος προχωράει σε κύκλους. Περιστρέφεται γύρω από ένα κοινό σημείο, με αρχή τη γέννηση και τέλος το θάνατο. Τίποτα δεν μπορεί να ξεφύγει από αυτή τη μοίρα. Ο κάθε κύκλος είναι διαφορετικός, σκεβρωμένος από την πάλη των στοιχείων που χαράζουν την πορεία του: Άνεμος, Γη, Φωτιά και Νερό. Η κίνησή τους είναι ο χορός της ζωής. - Απόσπασμα από τη Βίβλο της Ίριθ, Θεά της Σπείρας Ο Φελίπε ήπιε μια γουλιά απ’ τον καφέ του. Ένιωσε τη ζεστασιά του ροφήματος να απλώνεται μέσα του. Κοίταξε μελαγχολικά έξω απ’ το παράθυρο, τη βροχή να πέφτει. Αναστέναξε. Κάτι τέτοιες ώρες, μισούσε τη βροχή. Θα μπορούσε να είναι έξω, στην κοιλάδα, κάνοντας τις ανασκαφές του, αλλά ο καιρός είχε αναγκάσει τις εργασίες να σταματήσουν. Έριξε μια ματιά στα άλλα τραπέζια της καφετέριας. Οι περισσότεροι ήταν μέλη της ανασκαφής. Έδειχναν να καλοπερνούν, να ευχαριστούν την αναπάντεχη νεροποντή για το διάλειμμα που τους είχε χαρίσει. Όμως για τον Φελίπε, του οποίου η καριέρα εξαρτιόταν από τα ευρήματα αυτής της αποστολής, τα πράγματα δεν ήταν τόσο απλά. Το κλίμα ήταν ήδη περίεργο, πίσω στο πανεπιστήμιο. Πολλοί απ’ τους συναδέλφους του είχαν μιλήσει ανοιχτά για την άποψή τους περί των θεωριών του. Καλύτερα να σου βγει το μάτι… σκέφτηκε. Ακόμα και η σύζυγος του, η ίδια του η γυναίκα, που δεν είχε την παραμικρή ιδέα για αρχαίους πολιτισμούς, μέχρι κι’ αυτή τον είχε αποπάρει: «Δεν υποτίθεται πως είσαι επιστήμονας; Από πού έρχονται όλες αυτές οι ιστορίες για μυστικούς, προϊστορικούς πολιτισμούς; Το ξέρω ότι ακούγεται συναρπαστικό, αλλά τί πολιτισμός θα μπορούσε να έχει υπάρξει πριν τον ανθρώπινο; Αν, δηλαδή, δεν ήταν άνθρωποι… τι ήταν; Μου θυμίζεις το ανίψι μου, που πιστεύει ότι καταγόμαστε όλοι απ’ τον Άρη. Αυτός, βέβαια, θα κλείσει τα 12 το καλοκαίρι.» Δεν τον πίστευε κανείς. Στην πραγματικότητα, ούτε ο Φελίπε θα πίστευε κάτι τέτοιο, αν το άκουγε – αλλά δε μπορούσε να αντιτεθεί στα γεγονότα: ο ίδιος είχε φέρει στο φως την Πιέδρα ντε λα Σερπέντε, την Πέτρα του Όφη, όπως είχε ονομαστεί από τον τοπικό τύπο. Επρόκειτο για ένα μεγάλο σμαράγδι, με μία σχισμή από κίτρινα στοιχεία στο κέντρο του, σχηματίζοντας έτσι την ομοιότητα με μάτι φιδιού. Για τον Φελίπε, ήταν ξεκάθαρα κάποιο αρχαίο κειμήλιο, ένα σμιλευμένο ορυκτό, ένα κόσμημα… μόνο που το είχε βρει σε λάθος στρώμα του εδάφους. Ο βραζιλιάνος παλαιοντολόγος ειδικευόταν στους δεινόσαυρους. Τα ευρήματά του ήταν απολιθωμένα κόκκαλα. Το επίπεδο στο οποίο έκανε τις ανασκαφές του ήταν πολύ παλαιότερο από αυτό, στο οποίο έζησαν ποτέ οι άνθρωποι - αλλά να ένα κόσμημα, μαρτυρία τέχνης και πολιτισμού, σε βάθος που το καθιστούσε τουλάχιστον ένα εκατομμύριο έτη πίσω. Είχε γίνει μεγάλος ντόρος. Θυμήθηκε πόσο περήφανος ένιωθε για να την ανακάλυψή του. Την επόμενη, οι τίτλοι των εφημερίδων διάβαζαν: Τοπικός Ήρωας Επιστρέφει στο Χωριό του, Κάνει την Ανακάλυψη του Αιώνα. Είχε κάνει φωτογραφήσεις, είχε δώσει το χέρι με τον δήμαρχο… αλλά, με το πέρασμα του χρόνου, το νέο πάλιωσε, και η επιστημονική κοινότητα είχε αρχίσει την αντεπίθεσή της. Άτομα που δεν έχουν πατήσει ποτέ το πόδι τους στo Βάλε Κουέβας, δεν έχουν αγγίξει το σμαράγδι, δεν το είχαν βγάλει απ’ τη γη, δίπλα από σμιλευμένες πέτρες… άτομα σαν κι’ αυτά εξέδιδαν έρευνες για το πώς ένα τέτοιο σμαράγδι μπορεί να σχηματιστεί από φυσικά αίτια και πόσο σατανικές είναι οι συμπτώσεις σε αυτή την περίπτωση ώστε να ξεγελάσουν ένα ενθουσιώδη ανασκαφέα. Ο Φελίπε τους ήξερε αυτούς τους ανθρώπους. Ένα μάτσο γελοία καθηγητάκια, που ζούσαν στα πλαίσια του ακαδημαϊκού τους κόσμου. Δεν τους ενδιέφερε αν τα λεγόμενά τους είναι αληθή, αρκεί να τους πρόσδιδαν κύρος. Είχε έρθει συχνά αντιμέτωπος με αυτούς στην προσπάθειά του να πάρει χρηματοδότηση για μια νέα αποστολή. Ήταν εύκολο να βρει τις τρύπες στην λογική τους, οπότε και το πανεπιστήμιο είχε αναγκαστεί να του παραχωρήσει τα απαραίτητα, στο τέλος. Και να ’τος τώρα, για μια ακόμη φορά, στο παλιό του χωριό, εκεί που έθαβε και ‘ανακάλυπτε’ πλαστικούς δεινοσαύρους σα μικρό παιδί, να ψάχνει το δικό του Άγιο Δισκοπότηρο, το δικό του Μόμπυ Ντικ, που αντί για το πόδι του είχε φάει την υπόληψη. Έξω, η μπόρα συνεχιζόταν. Να μπορούσα μόνο να ταξιδέψω στο χρόνο, σκέφτηκε ο Φελίπε. Να συναντήσω τους πρώτους ανθρώπους που εγκαταστάθηκαν στην κοιλάδα, να τους ρωτήσω: υπήρχε κάποιος εδώ, πριν από εσάς; ----- Ο Άρτεσεν καρτερούσε, με όλη τη δύναμη της ψυχής του, μια βροχερή μέρα. Καρτερούσε μία μέρα ξεκούρασης, όπου θα ένιωθε ασφαλής έστω για λίγο από τη μαγεία του Ιξέρνυχου. Μια καταιγίδα, επιθετική, βαριά, με το νερό να πέφτει σαν καταρράκτης από τα μαύρα σύννεφα. Θα περπατούσε στη βροχή σηκώνοντας τα χέρια του ψηλά, πανηγυρίζοντας για τη δύναμη του ουρανού ενάντια στις επίγειες κακίες και βρωμιές. Εκείνη τη μέρα δεν θα φοβόταν, δεν θα ζύγιαζε το κάθε του βήμα σαν αρπακτικό πίσω από θάμνους. Όχι, δεν ήταν αυτός το αρπακτικό. Αλλά έπρεπε να το πάρει απόφαση ότι ο ρόλος του θηράματος δεν τον είχε βγάλει πουθενά ως τώρα. Χασμουρήθηκε. Είχε κοιμηθεί σχεδόν όλη τη νύχτα, αλλά ήταν ένας ύπνος ανήσυχος, γεμάτος όνειρα και φωνές. Τίναξε το κεφάλι αποφασιστικά. Τώρα ήταν ξύπνιος, οι φωνές έπρεπε να σωπάσουν. Χούφτωσε δυνατά το σπαθί του, ήταν καινούργιο και δεν το είχε οικειοποιηθεί ακόμα, σύρθηκε ως το άνοιγμα της σπηλιάς και κοίταξε έξω. Στο πρώτο φως της αυγής ο ασυννέφιαστος ουρανός δήλωνε ότι το κυνήγι συνεχιζόταν, ότι δεν είχε έρθει ακόμα η μέρα της ξεκούρασης. Ο Άρτεσεν άφησε το νυχτερινό του κατάλυμα μ' ένα σάλτο στον απέναντι βράχο, χωρίς σκέψη, χωρίς να κοιτάξει πίσω. Κοκάλωσε στη θέση του, όμως, γιατί ο ανατριχιαστικός αέρας, σαν να τον περίμενε, σύρθηκε στην πλάτη του και τον γράπωσε από τον αυχένα. Ένιωσε τα νύχια του Ιξέρνυχου να μπήγονται στο δέρμα του, να ανεβαίνουν από τον αυχένα στο κεφάλι, να σκαλίζουν το μυαλό του. “Δεν μπορείς να ξεφύγειςςς”, σφύριζε ο αέρας, κι ο Άρτεσεν παραλίγο να πέσει από τον βράχο. Τίναξε το σώμα του μπροστά και στράφηκε προς τον άνεμο. «Φτάνει!» φώναξε, ξεγυμνώνοντας το σπαθί του. Ο αέρας έφυγε πάλι, αφήνοντάς τον μόνο απέναντι στον ήλιο που ανέτειλε πίσω από το βουνό. «Φτάνει», είπε ξανά, σιγανά, στον εαυτό του. Έτριζε τα δόντια. Είχε πραγματικά τελειώσει με τον ρόλο του θηράματος. Πήδησε από το βράχο που στεκόταν. Κοίταξε γύρω του, την ερημιά. Κάποτε η κοιλάδα έσφυζε με ζωή… μέχρι να εμφανιστεί Αυτός. Μια μέρα κατέβηκε απ’ το βουνό και έσπειρε το χάος και το θάνατο. Ξεγύμνωσε τη γη και κατασπάραξε τα αδέλφια του. Οι γενναίοι της φυλής του έπεσαν πρώτοι, καθώς το μένος του τρομερού Ιξέρνυχου τους κατάπιε μονομιάς. Ο ίδιος είχε ξεφύγει κρυμμένος κάτω απ’ τα πτώματα των υπολοίπων. Ο Άρτεσεν κραύγασε, τόσο στην ανάμνηση του μακελειού, όσο και της δειλίας του. Προσπάθησε να αδειάσει το μυαλό του, να ηρεμίσει την καρδιά του. Όπως του είχε μάθει ο Ώροκ, ο γέρο-πολεμιστής του χωριού, έκλεισε τα μάτια του και επικεντρώθηκε στην ανάσα του. Αλλά οι σκέψεις του έτρεχαν. Πρώτα στον Ώροκ, το σοφό. Μετά στους γονείς του, τους φίλους του… ένιωθε δάκρυα να μαζεύονται πίσω απ’ τα μάτια του. Τέλος, σκέφτηκε τον Ιξέρνυχο. Αυτό το απαίσιο πλάσμα, αρχαίο θεριό, που μπορούσε με ένα χτύπημα της σαύριας ουράς του να ισοπεδώσει τα χτίσματα των ανθρώπων σαν να είναι στοιβαγμένα κόκαλα. Θυμήθηκε τα κοφτερά, αιματοβαμμένα δόντια του, τις απόκοσμες κραυγές του… αλλά, καθαρότερα απ’ όλα, θυμήθηκε τα μάτια του. Κίτρινα, λαμπερά, με μία σχισμή σα του φιδιού, κτηνώδη και ξένα - αλλά με τη καθαρότητα και σοφία αμέτρητων χρόνων να καραδοκούν στο βάθος τους. Τα δάκρυα εξατμίστηκαν μες’ τη ζέση του ξαφνικού του θυμού. Άλλαξε χέρι στο ξίφος του μερικές φορές, το ζύγισε. Άρχισε να περπατά με γοργό ρυθμό προς το παλιό του χωριό, μια σειρά σπηλαίων σμιλευμένα στον τοίχο ενός γκρεμού. Ο Ιξέρνυχος είχε κάνει φωλιά το ναό τους – ένα τεράστιο εσωτερικό θόλο, σκαμμένο στην πλαγιά του βουνού, κειμήλιο της Παλιάς Εποχής. Γνώριζε πως θα ερχόταν αντιμέτωπος με το θάνατο. Παρ’ όλα αυτά, ένιωθε ήρεμος, σα να είχε στερέψει από φόβο. Ο σκοπός του τον γέμιζε με θέληση. Άρχισε να τρέχει. Σταμάτησε. Βρισκόταν στην είσοδο του ναού. Έσκισε τον αέρα μερικές φορές με το σπαθί του. Πλησίασε τις πύλες… ξαφνικά, κοντοστάθηκε. Καθισμένη στο χώμα, με την πλάτη σε έναν πέτρινο πυλώνα, ήταν μια γριά. Φαινόταν να κοιμάται. Παραξενεύτηκε, αλλά το μυαλό του βρισκόταν αλλού. Έσπρωξε τις ξύλινες πόρτες και μπήκε στο εσωτερικό. Ο ναός ήταν καλοδιατηρημένος, χωρίς ίχνη καταστροφής. Παντού γύρω βάσταζαν κυκλώπεια αγάλματα διάφορων μορφών, άλλων ανθρώπινων, άλλων περίεργων και ακατανόμαστων πλασμάτων. Στο κέντρο δέσποζε το μεγαλύτερο και πιο εντυπωσιακό άγαλμα απ’ όλα – μια γυμνή γυναίκα, παγωμένη στη στιγμή μιας περιστροφής γύρω από τον εαυτό της, με τα μάτια της, λαμπερά σμαράγδια, καρφωμένα πάνω στον κεντρικό βωμό που βρισκόταν μπροστά της. Ο Άρτεσεν ευχαρίστησε τ’ αστέρια του: ο Ιξέρνυχος κοιμόταν πάνω στο βωμό, σ’ ένα σωρό στοιβαγμένα υφάσματα και μαξιλάρια. Ήταν περίεργο θέαμα, να βλέπεις το κτήνος που έχει κατασπαράξει το χωριό σου να κοιμάται ειρηνικά σαν ένας μεσήλικος άνδρας, ντυμένος σε χρυσά μετάξια και στολισμένος με πετράδια και χρυσαφικά. Ο Άρτεσεν τον είχε ξαναδεί μ’ αυτή τη μορφή. Δεν ήξερε ποιά ήταν η πραγματική του εμφάνιση. Το μόνο για το οποίο ήταν σίγουρος, ήταν πως το θηρίο δεν ήταν οφθαλμαπάτη. Ετοίμασε το όπλο του. Πλησίασε, όσο πιο αθόρυβα μπορούσε. Βρέθηκε από πάνω του. Τις αισθήσεις του έπνιγε μια αφόρητη μυρωδιά από θειάφι. Τα κατάφερα, σκέφτηκε. Επιτέλους, δικαιοσύνη. Σήκωσε το σπαθί του. Σημάδεψε το κεφάλι. Μερικά πράγματα συνέβησαν ταυτόχρονα: Τα μάτια του Ιξέρνυχου ήταν ορθάνοιχτα. Τη στιγμή που ο Άρτεσεν άρχισε να κατεβάζει το ξίφος του, κατάλαβε πως ποτέ δεν ήταν κλειστά. Μια νεαρή κοπέλα εμφανίστηκε δίπλα του και έπιασε το χέρι του. Ο ναός μετατράπηκε στο εσωτερικό μίας άγνωστης, αδειανές παράγκας. Η εν κινήσει λεπίδα βρήκε αέρα και τράβηξε τον Άρτεσεν μαζί της στο πάτωμα. «Ανόητε ξιφομάχε,» άκουσε μια γυναικεία φωνή, «τί ήλπιζες να πετύχεις;» Ο νεαρός πολεμιστής στάθηκε γρήγορα στα πόδια του και γύρισε να αντικρύσει τη πηγή του δηκτικού αυτού σχολίου. Είδε μία νέα κοπέλα, σίγουρα όχι μεγαλύτερη απ’ αυτόν, με καθαρό πρόσωπο και ένα ζευγάρι διαπεραστικά, γαλάζια μάτια. Το μαλλί της, ίσιο, μαύρο και μεταξένιο, ήταν μαζεμένο σε μία μακριά αλογοουρά που έφτανε ως τους μηρούς της. Ήταν ντυμένη με ένα σφιχτό, γαλανόλευκο ύφασμα και στολισμένη με διάφορα χρυσαφικά στο λαιμό και τους καρπούς της. Κροτάλισαν καθώς σταύρωσε τα χέρια της. Απ’ έξω ακουγόταν ο ήχος της βροχής. Ο Άρτεσεν ένιωθε ανήμπορα μπερδεμένος. Το μόνο που μπορούσε να κάνει, ήταν να συνεχίσει να κοιτάει αυτό το πανέμορφο πλάσμα που βρισκόταν μπροστά του. Εκείνη τον πλησίασε. Άγγιξε το ξίφος του. «Ένα απλό σπαθί…» είπε. «Καλοφτιαγμένο, σίγουρα. Αλλά δε μπορεί να σχίσει το δέρμα ενός Αρχαίου.» Ξαφνικά ο Άρτεσεν βρήκε τι ένιωθε μέσα σ’ αυτή την αλλόκοτη κατάσταση: εκνευρισμό. «Αυτό το ξίφος είναι το αποκορύφωμα της Τέχνης του λαού μου. Χάρη στον τρόπο με τον οποίο είναι φτιαγμένο, περασμένο από γενιά σε γενιά, κατακτήσαμε ολόκληρη την κοιλάδα, πολλά χρόνια πριν. Ποια είσαι εσύ που -- » «Και την κοιλάδα σας κατέκτησε ένας Αρχαίος. Τί έκανε η Τέχνη σας για εσάς τότε;» Σιωπή. Αυτή η παράξενη γυναίκα φαινόταν να ξέρει τι είχε πάθει το χωριό του και ο λαός του. «Όταν λες ‘Αρχαίος’…» είπε, «εννοείς τον Ιξέρνυχο;» «Ιξέρνυχο;» έριξε το κεφάλι της πίσω και γέλασε. «Έτσι, λοιπόν, τον φωνάζετε σ’ αυτά τα μέρη. Ναι, αυτόν εννοώ.» «Σου φαίνεται αστείο;» «Απλά διαφορετικό. Σε μένα είναι γνωστός σαν Ράλο.» «Έχεις δώσει ανθρώπινο όνομα σ’ αυτό το κτήνος;» «Στα μάτια μου εσύ είσαι περισσότερο κτήνος απ’ ότι είναι αυτός.» Με μία γρήγορη κίνηση, ο νέος έφερε το σπαθί του στο λαιμό της. «Τον είδα να κατασπαράζει την οικογένειά μου. Τους φίλους μου, το λαό μου…» «Κατέβασε το όπλο σου, Άρτεσεν.» «Πώς ξέρεις τ’ όνομά μου; Ποια είσαι; Είσαι κι εσύ…» «Εσύ μου είπες το όνομά σου, Άρτεσεν. Τη στιγμή που με κοίταξες στα μάτια. Μου τα είπες όλα: ποιος είσαι, από πού έρχεσαι, προς τα που οδεύεις.» Εκείνος τη μελέτησε. Μπορούσε, πράγματι, να διακρίνει κάτι στο βλέμμα της, ένα βάθος… αλλά όχι όπως του Ιξέρνυχου. Ήταν μια δροσιά, μία λίμνη, στον πυθμένα της οποίας καραδοκούσε κάτι μυστικό. «Με λένε Ίλια.» Εκείνος κατέβασε το ξίφος του. «Καλύτερα έτσι. Μη ξεχνάς πως έχεις εμένα να ευχαριστείς για τη ζωή σου. Αν δε σ’ έσωζα τελευταία στιγμή, τώρα θα ήσουν με τους υπόλοιπους του λαού σου.» Ο Άρτεσεν κοίταξε το πάτωμα. «Ίσως να ήταν καλύτερα έτσι.» Η Ίλια δε μίλησε. Αυτός αναστέναξε. «Νόμιζα πως στάθηκα τυχερός. Πως τον έπιασα στον ύπνο. Αλλά εκείνος έπαιζε μαζί μου.» Πήγε να σταθεί μπροστά από ένα παράθυρο. «Βρέχει καταρρακτωδώς… πού βρισκόμαστε;» «Όχι μακριά απ’ το Ναό της Ίριθ. Είμαστε στα συντρίμμια ενός διπλανού οικισμού.» «Αποκλείεται. Ο ουρανός της κοιλάδας ήταν πεντακάθαρος πριν από λίγο.» Εκείνη χαμογέλασε. «Έχεις παρατηρήσει πως ο Αρχαίος δε βγαίνει ποτέ από τη φωλιά του όσο βρέχει;» Ο Άρτεσεν έγνεψε. «Στις φλέβες του κυλάει το αίμα όντων από άλλες εποχές. Εποχές φωτιάς και σιδήρου. Για να επιζήσει μέχρι τώρα, πρέπει να θυσίασε μέρος της ψυχής του. Ακόμα και μια στιγμιαία νεροποντή πρέπει να είναι ενοχλητική γι’ αυτόν.» «Απομεινάρι της Παλιάς Εποχής…» έκανε αυτός. «Γιατί δεν ακολουθεί τους προγόνους του; Τι δουλειά έχει στην κοιλάδα μας;» Η Ίλια φάνηκε να σκέφτεται τις επόμενες λέξεις της. «Προσπαθεί απλά να επιζήσει, Άρτεσεν. Με το μόνο τρόπο που ξέρει. Εσύ ο ίδιος, ανόητε πολεμιστή, εσύ δεν περηφανεύτηκες πριν από λίγο για το μακελειό που προκάλεσε ο λαός σου, πριν εγκατασταθεί στην κοιλάδα; Δε μπορώ να σου ζητήσω να μην τον μισείς... όπως δε μπορείς να ζητήσεις το ίδιο από τα άγρια ζώα, που κυνηγάς για να τραφείς.» Εκείνος δεν είπε τίποτα. Κοιτούσε, μόνο, τη βροχή. «Θες να πεις, πως εσύ το κάνεις αυτό;» «Ο Ράλο είναι μαγικό ον. Κι εγώ, δεν είμαι τόσο διαφορετική απ’ αυτόν.» «Κάνεις λάθος. Στα μάτια του Ιξέρνυχου έχω δει το θάνατο. Στα δικά σου, βλέπω ζωή.» Η Ίλια χαμογέλασε. Ο Άρτεσεν νόμισε πως είδε μια σπίθα έκπληξης στο βλέμμα της. «Αν αυτός είναι ο ήλιος, εγώ είμαι η σελήνη.» Έβγαλε έναν κρίκο από τα χέρια της και άρχισε να τον παίζει στα δάχτυλα. «Όταν εμφανίστηκες, αποφάσισα να περιμένω, να δω τί θα κάνεις. Έκανα λάθος. Ακόμα περισσότερο, όταν σε έσωσα. Τώρα ο Αρχαίος γνωρίζει την παρουσία μου. Έχασα το στοιχείο του αιφνιδιασμού.» «Δηλαδή, κι εσύ -- » «Σιωπή. Εξαιτίας σου, η δουλειά μου έγινε δυσκολότερη. Σχεδίαζα να τον τραβήξω έξω και να τον παγιδεύσω στη βροχή μου. Τώρα θα είναι πιο προσεκτικός.» Πλησίασε τον Άρτεσεν. Σήκωσε το σπαθί του και πέρασε τον κρίκο στη λεπίδα του. «Για να δικαιολογήσεις τη ζωή σου, πρέπει να μου φανείς χρήσιμος.» ---- «Πέπε, σου έχω καλά νέα.» Ο Φελίπε γύρισε να κοιτάξει τον Πέδρο, το βοηθό του σε αυτή την αποστολή, να τον πλησιάζει μ’ ένα χαμόγελο. «Βρήκαμε τίποτα;» «Όχι ακριβώς. Αλλά ανακαλύψαμε έναν υπόγειο θόλο.» «Τεχνητό;» «Δεν είμαστε σίγουροι. Είναι αρκετά περίεργη η περίπτωση. Στην ουσία πρόκειται για μια σφαίρα απολιθωμένου μάγματος.» Ο Φελίπε πετάχτηκε όρθιος. «Είπες, απολιθωμένο μάγμα;» «Ακριβώς. Ό,τι υπάρχει εκεί κάτω θα είναι τέλεια διατηρημένο, από τότε που πλημμύρισε το μέρος με λάβα. Τώρα είμαστε έτοιμοι να το ανοίξουμε.» Ο παλαιοντολόγος δεν μπορούσε παρά ν’ αρχίσει να γελά. «Απολιθωμένο μάγμα… το όνειρο κάθε αρχαιολόγου… δε στα ‘λεγα Πέδρο; Και δε με πίστευες; Θα γράψουμε ιστορία, αγόρι μου!» Ο Πέδρο γέλαγε κι αυτός. «Για ηρέμισε λίγο, Πέπε… δε βρήκαμε τίποτα ακόμη. Οι πιθανότητες να βρούμε κάτι μέσα στο μάγμα είναι μηδαμινές. Μάλλον πρόκειται για κάποιο αλλόκοτο γεωλογικό φαινόμενο. Απλά σκέφτηκα πως θα ‘θελες να το ξέρεις.» Ο Φελίπε δεν τον άκουγε. Είχε βάλει το πανωφόρι του και βάδιζε, γρήγορα, προς την καινούρια του ανακάλυψη. Το μυαλό του ήταν γεμάτο από βραβεία και συνεντεύξεις. Έφτασε στο σημείο. Κοίταξε γύρω τους εργάτες, που ετοίμαζαν τα απαραίτητα εργαλεία. Έβγαλε από την τσέπη του ένα τσιγάρο και το έφερε στα χείλη του. Ξαφνικά, κάτι έπιασε την προσοχή του: ένα μικρό κοριτσάκι, όχι πάνω από 5, καθόταν κοντά στις ανασκαφές και παρακολουθούσε με φανερό ενδιαφέρον τα δρώμενα. Στα χέρια του κρατούσε ένα λούτρινο δεινοσαυράκι. Ο παλαιοντολόγος χαμογέλασε. Ίσως, μια μέρα, ανακαλύψεις κι’ εσύ έναν πραγματικό δεινόσαυρο. Το κοριτσάκι φάνηκε να τον προσέχει, καθώς σήκωσε το βλέμμα της προς αυτόν. Είχε έντονα, γαλάζια μάτια. Για μια στιγμή ο Φελίπε ένιωσε άβολα, σαν τα μάτια της να τον διαπερνούν, να εισχωρούν στο μυαλό του και τον διαβάζουν σαν ανοιχτό βιβλίο. Κούνησε το κεφάλι του. Περίεργο κοριτσάκι, σκέφτηκε. Που να ‘ναι οι γονείς του; ---- Η Ίλια στεκόταν μπροστά απ’ το ναό-φωλιά του Ιξέρνυχου. Με μια περίεργη, βαριά προφορά, φώναξε: «Ρα-Λο! Ρα-Λο!» Οι πύλες του ναού άνοιξαν. Πίσω τους, ακίνητος, καθόταν ο Αρχαίος, στην ανθρώπινη μορφή του. Είχε το φιδίσιο βλέμμα του καρφωμένο πάνω στην κοπέλα. Μίλησε, και η φωνή του ήταν βαθιά και δυνατή. Τα λόγια του ήταν σε κάποια ξένη γλώσσα. Εκείνη απάντησε αντίστοιχα. Ο Άρτεσεν τα άκουγε όλα αυτά κρυμμένος πίσω από ένα μισογκρεμισμένο τοίχο, κάμποσα μέτρα πιο πέρα. Αναρωτήθηκε τί μπορεί να έλεγαν. Ζύγισε το σπαθί του. Πλέον, ήταν σίγουρος: από τότε που η Ίλια πέρασε πάνω του τον κρίκο, ήταν πιο ελαφρύ. Μπορούσε να το χειριστεί με μεγαλύτερη ευκολία. Σκέφτηκε μήπως ξεπροβάλλει, μήπως τρέξει κατευθείαν πάνω στον Ιξέρνυχο και του τρυπήσει την καρδιά πριν έχει το χρόνο ν’ αντιδράσει. Διακινδύνευσε ένα βλέμμα. Αντίκρισε την πλάτη της Ίλια, καθώς αυτή έμπαινε στο ναό. Οι πύλες έκλεισαν πίσω της. Μένουμε στο σχέδιο, λοιπόν, σκέφτηκε. Έβγαλε από τη ζώνη του ένα κομμάτι γαλάζιο ύφασμα, που είχε εκεί δεμένο. Το άπλωσε στο έδαφος. Έβαλε το κεφάλι του κοντά… μπορούσε να ακούσει τη συζήτηση στο εσωτερικό του ναού. Μιλούσαν στην ίδια αλλόκοτη, τραγουδιστή γλώσσα. Σταύρωσε τα πόδια του και βάλθηκε ν’ ακούει. ---- «Αρκετά με τις τυπικότητες.» Ο αρχαίος Ράλο χαμογέλασε. «Δεν περίμενα να ξανακούσω το επίσημο κάλεσμα σε μονομαχία. Ομολογώ πως είσαι μια ευχάριστη έκπληξη μέσα σε μια θάλασσα μονοτονίας.» «Οι καιροί έχουν αλλάξει.» παρατήρησε η Ίλια. Γέλασε δυνατά. «Παρ’ όλα αυτά, πρέπει να πω πως χάρηκα που είχα την ευκαιρία να ξαναμιλήσω την Αληθινή Γλώσσα. Νόμιζα ότι την είχα ξεχάσει.» Ο Ράλο έμεινε για λίγο σιωπηλός, μελετώντας τη. «Γιατί κηρύττεις πόλεμο; Τι έχεις να κερδίσεις από το θάνατό μου;» «Έχεις αποκτήσει αρκετούς εχθρούς στο νέο κόσμο, Ράλο. Θα πληρωθώ αδρά για την εξόντωσή σου.» Τώρα ήταν η σειρά του Αρχαίου να γελάσει. «Ώστε έχεις ξεπέσει τόσο… σε ενδιαφέρει να αποκτήσεις την εύνοια αυτών των ανόητων, αδύναμων πλασμάτων.» «Όσο ανόητα και αδύναμα και να είναι, αυτή είναι η δικιά τους εποχή. Είσαι προσκολλημένος στο παρελθόν, Ράλο. Προσπαθείς να αγνοήσεις τη σκιά που απλώνεται πάνω απ’ τη Γαία, αλλά δε μπορείς.» Του γύρισε την πλάτη και κοίταξε ψηλά. «Έχω δει το μέλλον τους. Μπορεί ακόμα να μη σου γεμίζουν το μάτι, αλλά μια μέρα θα επιτελούν θαύματα που δε μπορούμε να διανοηθούμε εγώ κι’ εσύ.» «Όσο πιο ψηλός είναι ένας πύργος από κούφιες πέτρες, τόσο πιο εύκολα πέφτει στη δύναμη του αέρα.» «Ράλο!» αναφώνησε η Ίλια, «Δεν ήξερα πως είσαι ποιητής!» Ο Αρχαίος χίμηξε πάνω της. Τα λεπτά του χαρακτηριστικά και το στολισμένο του κορμί είχαν αντικατασταθεί από δόντια και λέπια. Η Ίλια πήδησε από πάνω του, περπάτησε στην πλάτη του και προσγειώθηκε ανάλαφρα πίσω του. Έβγαλε έναν κρίκο απ’ το χέρι της και τον πέταξε προς αυτόν. Ο κρίκος έξυσε το μάγουλο του Αρχαίου, καθώς εκείνος γυρνούσε. Στην επαφή με τα λέπια του, το χρυσό του κοσμήματος μετατράπηκε σε νερό. Άφησε ένα σημάδι πάνω του, σαν ουλή από λεπίδα. «Ανόητη νύμφη!» βρυχήθηκε το κτήνος. «Είσαι στο καζάνι μου, τώρα!» Από τα βάθη του στομαχιού του, το θηρίο ανέδωσε φωτιά και λιωμένο μέταλλο, πλημυρίζοντας το ναό. Εκείνη κατέφυγε στην κορυφή ενός αγάλματος. Δε θα άντεχε πολύ σ’ αυτή την κόλαση. Έπρεπε να κάνει την κίνησή της, γρήγορα. «Έχω ταξιδέψει πολύ, Ράλο,» του φώναξε, «έχω δει τον κόσμο. Είσαι ο τελευταίος του είδους σου.» Έκανε μια μικρή παύση, γεμάτη νόημα. «Άσε με να σε στείλω να συναντήσεις τους προγόνους σου.» Το θηρίο όρμησε. Με μία γρήγορη κίνηση, η Ίλια ξετύλιξε από πάνω της τον χιτώνα που φορούσε. Αυτή τη φορά, αντί να πηδήσει πάνω απ’ τον εχθρό της, γλίστρησε από κάτω. Άπλωσε το ύφασμα στο στήθος του. Φώναξε με όλη της τη δύναμη: «Άρτεσεν!» Την ίδια στιγμή, από τις δίπλες του υφάσματος ξεπρόβαλε η άκρη μιας λεπίδας. Διαπέρασε τη χοντρή σάρκα του Ιξέρνυχου. Το τέρας κραύγασε από πόνο, ταρακουνήθηκε βίαια. Η Ίλια τινάχτηκε μακριά του και προσγειώθηκε πάνω σ’ ένα πέτρινο τραπέζι. Καθώς ο χιτώνας έπεφτε, το ξίφος του Άρτεσεν συνέχισε να αναδύεται, να χώνεται μεσ’ την καρδιά του Αρχαίου μέχρι που έφτασε στη λαβή με τον κρίκο. Κρατώντας τη γερά, ξεπρόβαλε πρώτα το χέρι, μετά το κεφάλι και, τέλος, η ολοκληρωμένη φιγούρα του νεαρού μαχητή. Η Ίλια χαμογέλασε. Έκλεισε τα μάτια και είπε κάποια λόγια. Αμέσως μετά απ’ αυτό, πήδησε προς τις πύλες και βγήκε από το ναό. Ο Άρτεσεν ένιωσε το βάρος του σπαθιού του να εξαφανίζεται. Η λεπίδα του ξίφους του είχε μετατραπεί σε νερό και είχε εισχωρήσει στα έγκατα του τέρατος. Ο Ιξέρνυχος σφάδασε απ’ τον πόνο και κραύγασε κάποια ακατανόητα πράγματα. «Κανείς δε σε καταλαβαίνει, πλέον, Αρχαίε.» Το μάγμα είχε λιώσει μεγάλο μέρος των θεμελίων του εσωτερικού θόλου. Ο ναός γύρω τους κατέρρεε. Ο Άρτεσεν έκλεισε τα μάτια και, για μια στιγμή, θυμήθηκε τις μέρες ξεγνοιασιάς στην καταπράσινη και ηλιόλουστη κοιλάδα του. «Έρχομαι…» ψιθύρισε. Ξαφνικά δύο χέρια τον τράβηξαν προς τα πίσω. Έπεσε πάνω στο κορμί της Ίλια. Έμειναν και οι δύο ξαπλωμένοι, ακουμπισμένοι στον γκρεμισμένο τοίχο έξω απ’ το Ναό της Ίριθ. Πέρασαν μερικές στιγμές, οπότε και οι δύο ανακτούσαν τις δυνάμεις τους, βαριανασαίνοντας. Τέλος, η κοπέλα σηκώθηκε. Τυλίχτηκε με το ύφασμα που ήταν αφημένο στο έδαφος. Μίλησε στον Άρτεσεν χωρίς να γυρίσει. «Συγγνώμη για το σπαθί σου. Ξέρω πως σήμαινε πολλά για σένα.» Ο πολεμιστής γέλασε. Συνέχισε να γελά, όλο και πιο δυνατά. Δάκρυα κυλούσαν από τα μάτια του. Στο τέλος ο ήχος που έβγαζε δεν ήταν ούτε γέλιο, ούτε κλάμα, παρά μία άναρθρη κραυγή, γεμάτη από τον πόνο των ημερών που φοβόταν για τη ζωή του. «Δεν έπρεπε να με τραβήξεις. Δεν έχω κάτι παραπάνω να κάνω σ’ αυτόν τον κόσμο.» «Μη μιλάς έτσι. Όσο ζεις, μπορείς να κάνεις κάτι για την κατάστασή σου.» «Δεν μπορώ να φέρω ζωή στους νεκρούς.» Εκείνη γύρισε να τον αντικρύσει. Ο νέος είδε ένα γνώριμο ζευγάρι διαπεραστικών, γαλάζιων ματιών να τον κοιτάνε μέσα από ένα γέρικο πρόσωπο. «Μπορείς, πλέον, να επαναπαυτείς, μικρέ μου Άρτεσεν. Το ξόρκι του Αρχαίου έχει σηκωθεί από πάνω σου. Δεν είσαι πλέον καθηλωμένος στην κοιλάδα του, αιώνια κυνηγημένος από τα φαντάσματα της φυλής σου.» Κοίταξε τον ουρανό. Ο ήλιος βρισκόταν στο ζενίθ. «Είσαι απολύτως σίγουρος… πως το κτήνος κατασπάραξε όλους σου τους φίλους…;» Εκείνος ήταν σιωπηλός, ενώ επεξεργαζόταν τα όσα του έλεγε. Ξαφνικά, πετάχτηκε στα πόδια του. «Τί θες να πεις;» «Ποιος νομίζεις πως με πλήρωσε για αυτή τη δουλειά;» ----- Ο Φελίπε στεκόταν, σκεπτικός, μπροστά στο τεράστιο σκελετό που είχε ξεθάψει η ομάδα του. Επρόκειτο για κάποιο καινούριο είδος δεινοσαύρου. Τα κόκκαλα είχαν διατηρηθεί στην ολότητά τους και, χάρη στο μάγμα, είχαν διασωθεί μέχρι και κάποια δείγματα ιστού. Τελικά, ο Φελίπε είχε γράψει ιστορία… για εντελώς διαφορετικούς λόγους απ’ αυτούς που περίμενε. «Μάλλον οι σαύρες με κυνηγάνε όπου κι’ αν πάω…» μουρμούρισε στον εαυτό του. Άκουσε από πίσω του ένα παιδικό γέλιο. Γύρισε για να δει το κοριτσάκι που είχε δει να στέκεται δίπλα στην αποστολή, νωρίτερα, να κρατάει την ίδια κούκλα. Του χαμογέλασε πλατιά. «Κύριε, σε ποιον μιλάς;» «Σε κανέναν, κοριτσάκι μου…» Έσκυψε να έρθει στο ύψος της. «Τι κάνεις εδώ; Πού είναι οι γονείς σου;» Εκείνη απλά τον κοιτούσε. Ο Φελίπε άρχισε να νιώθει λίγο άβολα. Αποφάσισε ν’ αλλάξει θέμα. «Σου αρέσουν οι δεινόσαυροι;» «Ναι.» «Λοιπόν, κι’ εμένα. Γι’ αυτό κάθομαι και τους ψάχνω. Να, αυτόν, εγώ τον βρήκα.» Το κοριτσάκι κοίταξε τον πελώριο σωρό από κόκκαλα. «Δε μου φαίνεται και τόσο δύσκολο να τον βρεις.» Ο Φελίπε γέλασε. Κάθισαν για λίγο και οι δύο να κοιτάνε τον σκελετό. «Δεν είσαι από εδώ γύρω, έτσι;» είπε ο Φελίπε. «Εγώ κατάγομαι από ‘δω και δεν ξέρω κανέναν με τέτοια μάτια.» «Όχι, δεν είμαι από εδώ.» «Από πού είσαι;» Το κοριτσάκι σήκωσε το χέρι της και έδειξε προς τον ουρανό. «Είσαι απ’ τον ουρανό;» Το κοριτσάκι έγνεψε. «Μη μου πεις πως είσαι άγγελος!» Το κοριτσάκι έγνεψε. «Α, είναι η πρώτη φορά που συναντάω άγγελο. Είμαι πολύ τυχερός.» Γύρισε να την κοιτάξει. Αυτή κοιτούσε τα κόκκαλα. «Δεν θα ‘πρεπε να είσαι στον παράδεισο; Τι κάνεις στη Γη, με εμάς τους θνητούς;» «Επισκέπτομαι καμιά φορά. Να δω πως πάνε τα πράγματα.» Ο Φελίπε χαμογέλασε. Τι έξυπνο παιδάκι, σκέφτηκε. «Το πρόσωπό σου…» είπε το κοριτσάκι. «Μμ;» έκανε ερωτηματικά ο Φελίπε. «Μου θυμίζει ένα φίλο μου.» «Αλήθεια;» «Ναι.» «Καλό σου φίλο;» «Ναι.» «Είναι εδώ, μαζί σου;» Το κοριτσάκι κοίταξε το πάτωμα. «Όχι.» «…Μήπως σου λείπει ο φίλος σου;» Ξαφνικά, τον κάρφωσε με τα μάτια της. Ένιωσε πάλι πως το βλέμμα της τον τρυπούσε, τον διαπερνούσε και κοιτούσε πίσω του, κάτι πολύ μεγαλύτερο απ’ αυτόν. Ίσως δεν έπρεπε να της κάνω αυτή την ερώτηση, σκέφτηκε αυτός. Γύρισε να κοιτάξει για λίγο τα κόκκαλα. Όταν ξαναγύρισε το κεφάλι του, το κοριτσάκι είχε εξαφανιστεί. Edited April 16, 2015 by arjunk 1 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
MadnJim Posted April 17, 2015 Share Posted April 17, 2015 (edited) Άρη έχεις κάτι πολύ ωραίο εδώ. Στη θέση σου θα το "έσπαγα" σε κεφάλαια, θα τους έδινα σε κάθε ένα ξεχωριστά μεγαλύτερη έκταση και λεπτομέρεια, και προπαντός θα το συνέχιζα, τύπου ο σκελετός του Ιξέρνυχου να ξεκινούσε με την βοήθεια ίσως της Ίλιας να αναπλάθει τους ιστούς του, και θα το κατέληγα σε μια σύγχρονη επανάληψη της ιστορίας του Άρτεσεν. Ένας δράκος στο σήμερα, perfect! Έτσι πιστεύω πως θα εξυπηρετούσε και τον τίτλο ακόμα περισσότερο. Όπως και να 'χει, έχεις πολύ καλό υλικό στα χέρια σου, μην το αφήσεις να μείνει στην αρχή του μόνο... Υ.Γ.: Θα κατάλαβες φαντάζομαι πως μου άρεσε πολύ περισσότερο τώρα, έτσι δεν είναι;... Edited April 17, 2015 by MadnJim 1 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Nihilio Posted May 3, 2015 Share Posted May 3, 2015 Ωραίο παιχνιδι μεταξύ παροντος-fantasy παρελθόντος. Αυτό που δε μου άρεσε ηταν το ποσο κόφτη και αποσπασματική ηταν η αφήγηση, με τις αλλαγές παραγράφων με το παραμικρό. Οι χαρακτήρες είναι αρχετυπικοι και στιβαροι, αλλα ένιωσα οτι καπου χρειάζονται ενα τσακ περισσοτερο χαρακτηρα (στο χωριό μου το λένε characterization) για να κανουν τη διάφορα. Ο στοιχειακος χαρακτήρας πάντως των δυο πλασμάτων μου φάνηκε πολύ ενδιαφέρον εύρημα, όπως και το πως όλα δενουν 1 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Recommended Posts
Join the conversation
You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.