Jump to content

Τέλος


MadnJim
Φάντασμα
Message added by Φάντασμα,

Νικήτρια ιστορία στο Write off #78

Recommended Posts


Όνομα Συγγραφέα: MadnJim

Είδος: Tρόμος ( ; )

Βία; Κατά μία έννοια ναι

Σεξ; Όχι

Αριθμός Λέξεων: 3271 με τίτλο και υπογραφή εκτός της εισαγωγής, 3615 ολόκληρη

Αυτοτελής; Ναι

Σχόλια: Για το Write-Off #78


~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

ΤΕΛΟΣ

 

          Συνήλθε απότομα από ένα ισχυρό τράνταγμα. Ήταν ξαπλωμένος στα μαλακά και, καθώς ανακτούσε σιγά-σιγά τις αισθήσεις του, έφτασε στα ρουθούνια του μια έντονη, μεταλλική οσμή που θα ήταν ιδιαίτερα γλυκιά αν δεν ήταν ανακατεμένη με τη μυρωδιά περιττωμάτων. Ανακάθισε και κάλυψε τη μύτη του με το χέρι. Ανοιγόκλεισε τα μάτια, προσπαθώντας να διακρίνει πού βρισκόταν. Τα πάντα ήταν σκοτεινά κι αέρας έμπαινε από τα σπασμένα παράθυρα φυσώντας απαλά, μεταφέροντας νιφάδες χιονιού στο εσωτερικό του χώρου. Με έκπληξη, συνειδητοποίησε πως επρόκειτο για ένα τρένο. Η σιωπή ήταν εκκωφαντική και σκουρόχρωμοι λεκέδες διακρίνονταν στο πολυτελές ύφασμα των καθισμάτων και το γυαλισμένο ξύλο που κάλυπτε τα τοιχώματα και το δάπεδο. Σηκώθηκε κι η απότομη κίνηση του έφερε ζάλη. Τρέκλισε μέχρι την πόρτα, παλεύοντας να βάλει σε τάξη το μπερδεμένο του μυαλό και να θυμηθεί τι είχε συμβεί και πώς είχε καταλήξει σ' ένα τρένο. Το θέαμα που αντίκρισε φτάνοντας στο κατώφλι, όμως, τον έκανε να ξεχάσει οτιδήποτε άλλο. Ο διάδρομος που απλωνόταν μπροστά του φωτιζόταν αμυδρά από δύο φώτα που τρεμόπαιζαν -τα υπόλοιπα είχαν σπάσει ή ξηλωθεί- κι ήταν σπαρμένος με πτώματα, πεταμένα το ένα πάνω στο άλλο, με τα μέλη τους λυγισμένα σε αφύσικες γωνίες ή και τελείως αποκολλημένα από τους κορμούς στους οποίους ανήκαν. Έμοιαζαν να έχουν συρθεί βίαια εκεί απ' τα κρεβάτια τους, καθώς οι περισσότεροι νεκροί ήταν ντυμένοι με πιτζάμες και νυχτικιές ή εντελώς γυμνοί κι η ζωή δεν έδειχνε να έχει χαριστεί σε κανέναν: γέροι, νέοι, άντρες, γυναίκες, παιδιά, ακόμη και μωρά διακρίνονταν στο σωρό. 

          Πανικόβλητος, κοίταξε γύρω του ψάχνοντας οποιαδήποτε υποψία κίνησης που θα μαρτυρούσε ότι οι υπεύθυνοι αυτής της κτηνωδίας βρίσκονταν ακόμη εκεί και δάγκωσε με δύναμη τη γλώσσα του για να μην ουρλιάξει. Γύρισε πίσω κι άρχισε να ψάχνει πυρετωδώς το μικρό κουπέ για τα πράγματά του. Έπρεπε να βρει το κινητό του, να καλέσει κάποιον, κάποιος έπρεπε να έρθει να τον βοηθήσει. Άνοιξε τη βαλίτσα κάτω από την κουκέτα όπου είχε ξυπνήσει μα συνειδητοποίησε πως τίποτε από τα πράγματα εκεί μέσα δεν του ανήκε.

          «Είναι κανείς εδώ;...» ακούστηκε μια τρεμάμενη φωνή από κάπου στο βάθος του διαδρόμου.

          Τινάχτηκε ξαφνιασμένος και γύρισε προς το μέρος της φωνής. Από ένστικτο ζάρωσε, δίπλωσε το κορμί του σαν για να κρυφτεί, και κράτησε μέχρι και την ανάσα του χωρίς να το καταλάβει.

          «Δεν είναι κανένας άλλος εδώ;...» ξανακούστηκε η φωνή.

          Φοβισμένη, γυναικεία, συνοδεύτηκε από μερικούς λυγμούς και κάνα δυο επιφωνήματα τρόμου. Ξεμύτησε προσεκτικά από το κουπέ και κοίταξε με τρόπο στον διάδρομο. Είχε δίκιο, ήταν μία νεαρή γυναίκα, γύρω στα εικοσιπέντε, το πολύ εικοσιεφτά χρονών. Παραπατούσε ανάμεσα στα άψυχα κορμιά και τα κομμένα μέλη, ντυμένη μόνο με μία σχεδόν διάφανη κοντή νυχτικιά. Τα μακρυά καστανά μαλλιά της ήταν ανάκατα και λερωμένα με αίμα. Κοίταζε με γουρλωμένα μάτια γύρω της, που και που έφερνε τη γροθιά της στο στόμα της για να πνίξει κάποια κραυγή.

          «Εδώ...» της είπε, κι αμέσως απόρησε με τον ήχο της ίδιας του της φωνής.

          Της κούνησε το χέρι κι εκείνη τον εντόπισε και στα μάτια της φάνηκε μια αμυδρή λάμψη ελπίδας. Έτρεξε σκουντουφλώντας προς το μέρος του. Την έπιασε από το χέρι και την τράβηξε μέσα στο κουπέ.

          «Ήσυχα...» της είπε, «κάθισε και μην κάνεις θόρυβο...»

          «Που-που είμαστε, τι είναι εδώ, πως βρέθηκα εδώ;...» τον βομβάρδισε με τις ερωτήσεις της μόλις στριμώχτηκε στη γωνία του μακρόστενου καθίσματος.

          «Δεν ξέρω...» της απάντησε κι έσκυψε το κεφάλι.

          Το φως από τον διάδρομο χάθηκε στιγμιαία σαν κάτι να πέρασε και να τους έριξε την σκιά του. Τσιτώθηκαν αμέσως κι οι δυο.

          «Τι ήταν αυτό;...» μουρμούρισε η άγνωστη κοπέλα.

          «Σσστ, δεν ξέρω, σώπα...» της είπε αυστηρά και κούνησε το χέρι του σε ένα αυθόρμητο νεύμα να σταματήσει.

          Έμειναν για λίγο στην απόλυτη ησυχία προσπαθώντας να συλλάβουν το παραμικρό που θα τους έδινε κάποια πληροφορία.

          «Είμαι ο Γιώργος...» είπε αυτός κάποια στιγμή σπάζοντας την σιωπή.

          «Ε; Εί-είμαι η Άννα...» του απάντησε και προσπάθησε να του χαμογελάσει, αν και το αποτέλεσμα ήταν μάλλον μια γκριμάτσα που σε άλλες συνθήκες θα τον έκαναν να γελάσει.

          Κάθισε πάλι στο κάθισμα απέναντί της και την κοίταξε προσεκτικά. Το κρύο τον περόνιαζε μέχρι το κόκαλο, και συνειδητοποίησε ότι ήταν με το μποξεράκι του.

          «Έχεις καμιά ιδέα τι στο καλό συμβαίνει εδώ Άννα;...» την ρώτησε σιγανά με το μεγαλύτερο μέρος της προσοχής του στραμμένο ακόμα στον διάδρομο.

          Ρούφηξε την μύτη της και σκούπισε ασυναίσθητα τα δάκρυα από τα μάτια της. Έδειχνε πιο ήρεμη τώρα, αλλά ο τρόμος δεν είχε φύγει από το πρόσωπό της.

          «Δ-δεν ξέρω..» είπε τελικά μετά από δυο τρία λεπτά σκέψης.

          Ο Γιώργος σηκώθηκε και πήγε στην πόρτα. Έσκυψε προσεκτικά και κοίταξε έξω στον διάδρομο. Του φάνηκε πως είδε κίνηση, αλλά δεν μπόρεσε να σιγουρευτεί, ήταν κάτι σαν μια σκιά μέσα στις σκιές. Γύρισε στο κουπέ και πήγε στο παράθυρο. Έξω δεν υπήρχε τίποτα άλλο εκτός από χιόνι και σκοτάδι μέχρι εκεί που μπορούσε να δει. Τίποτα άλλο, ούτε καν ένα δέντρο, ή μια καμπύλη του εδάφους. Μόνο επίπεδο και χιονισμένο τοπίο μέσα στην μαυρίλα της νύχτας.

          Γύρισε προς το μέρος της και την παρατήρησε για λίγο κάνοντάς την να σκύψει το βλέμμα της χωρίς να το θέλει.

          «Θυμάσαι που ήσουν πριν βρεθείς εδώ Άννα;...» την ρώτησε τελικά σκεφτικός.

          Ο ίδιος δεν θυμόταν. Έστιβε το μυαλό του να θυμηθεί αλλά δεν μπορούσε, η μνήμη του άρχιζε μόλις άνοιγε τα μάτια του εδώ, σ' αυτό το κουπέ. Μόνο μια εικόνα γυρνούσε θαμπά στις άκρες του μυαλού του, φωτιά μέσα στη νύχτα και συντρίμμια, και δυνατός κρότος, και θάνατος χωρίς έλεος.

          «Όχι...» απάντησε αυτή ψιθυριστά και έσκυψε το κεφάλι της στα χέρια της.

          Είχε αρχίσει πάλι να κλαίει, το ταρακούνημα της πλάτης της και οι πνιχτοί λυγμοί της το μαρτυρούσαν. Ο Γιώργος αναστέναξε και στράφηκε πάλι προς την πόρτα.

          Έπρεπε να βρει κάτι να ρίξει πάνω του, το κρύο ήταν τσουχτερό. Περπάτησε ανάμεσα στα σώματα προσπαθώντας να κρατήσει όσο μπορούσε την ψυχραιμία του. Ένιωθε τον φόβο να τον πλημμυρίζει, μα για κάποιον λόγο κατάφερνε να κρατηθεί. Το θέαμα του γύριζε το στομάχι, και η μυρωδιά του έτσουζε την μύτη. Κόντευε να φτάσει στο τέλος του βαγονιού όταν ένας ξαφνικός ήχος σαν σίδερο που σέρνεται βίαια πάνω σε λαμαρίνα τον έκανε να παγώσει στο βήμα του. Πίσω του άκουσε την τρομαγμένη κραυγή της Άννας. Μια σκιά έπεσε στιγμιαία πάνω του καλύπτοντας τα φώτα και τον έκανε να γυρίσει σαστισμένος σίγουρος πως κάτι ήταν πίσω του. Δεν υπήρχε τίποτα άλλο εκτός από τα άψυχα πτώματα.

          «Γιώργο;...» άκουσε την Άννα να τον φωνάζει διστακτικά.

          Ήθελε να της πει πάλι να σωπάσει, ίσως και να την έκανε αυτός να σωπάσει αν χρειαζόταν, αλλά κρατήθηκε. Κι αμέσως μετά απόρησε με τη σκέψη του. Ήταν απλώς τρομαγμένη, και πως θα μπορούσε να μην ήταν; Κι ο ίδιος εξάλλου κόντευε να τα κάνει πάνω του. Αλλά να την σωπάσει; Δεν ήταν βίαιος άνθρωπος, ήταν σίγουρος γι' αυτό. Ή μήπως ήταν και είχε χαθεί κι αυτό μαζί με όλες τις υπόλοιπες μνήμες του;

          Κούνησε το κεφάλι του απότομα για να διώξει τις σκέψεις και συγκεντρώθηκε. Πήγε στην πόρτα του βαγονιού και κοίταξε από το μικρό παράθυρο. Ένας γδούπος πίσω του τον έκανε να γυρίσει, μόνο για να δει την Άννα να έχει πέσει μπερδεμένη στα διαμελισμένα κορμιά. Πήγε κοντά της και την βοήθησε να σταθεί πάλι στα πόδια της. Κατάλαβε πως δεν θα άντεχε για πολύ ακόμα, ήταν θέμα λεπτών να καταρρεύσει εντελώς στα χέρια του.

          «Μπορείς να σταθείς;...» την ρώτησε σιγανά.

          Του απάντησε κουνώντας θετικά το κεφάλι της. Δοκίμασε να της χαμογελάσει για να της δώσει λίγη δύναμη, αλλά δεν ήταν καθόλου εύκολο. Ένιωθε τον φόβο να μεγαλώνει, να γιγαντώνεται μέσα του όλο και περισσότερο. Ούτε κι αυτός θα άντεχε για πολύ ακόμα. Της γύρισε την πλάτη και πήγε πάλι στην πόρτα του βαγονιού. Κοίταξε έξω περιμένοντας να δει τον ενδιάμεσο χώρο που μεσολαβούσε πριν το επόμενο βαγόνι, αλλά έκπληκτος ανακάλυψε πως δεν υπήρχε τίποτα! Έπιασε την λαβή της πόρτας για να την ανοίξει, αλλά έδειχνε φρακαρισμένη. Έβαλε δύναμη, σφίχτηκε, έριξε όλο του το βάρος στην προσπάθειά του, και τελικά τα κατάφερε. Αλλά παραπάτησε, και για μερικές στιγμές αιωρήθηκε ο μισός έξω από το βαγόνι, με τον παγωμένο αέρα να τον χτυπάει στο πρόσωπο. Πρόλαβε να δει το απόλυτο σκοτάδι, την μαυρίλα, το κενό που έχασκε ένα βήμα πιο πέρα πριν νιώσει το χέρι της Άννας να τον αρπάζει από την μέση για να τον συγκρατήσει.

          Μπήκε πάλι στο βαγόνι κι έκλεισε την πόρτα. Ίσα που ένιωθε πια τα δάχτυλά του από το κρύο. Κοίταξε γύρω του, το μόνο που υπήρχε ήταν πτώματα, και αίμα. Πολύ αίμα. Έσφιξε τα δόντια και έσκυψε πάνω από το κορμί ενός άντρα που φαινόταν περίπου στην ηλικία του. Φορούσε πιτζάμες. Με άτσαλες κινήσεις τον έγδυσε και φόρεσε τα ρούχα. Δεν ήταν πολλά, αλλά σίγουρα καλύτερα από το να είναι γυμνός. Η Άννα τον παρακολουθούσε σιωπηλή. Την κοίταξε, και αναστενάζοντας έσκυψε πάνω από μία γυναίκα και της έβγαλε την νυχτικιά της. Την έδωσε στην Άννα κι αυτή την φόρεσε βιαστικά και τυλίχτηκε όσο μπορούσε με το λεπτό ύφασμα.

          Έστρεψε την προσοχή του στις αποσκευές. Άρχισε να ανοίγει βαλίτσες και σακίδια προσπαθώντας να βρει οτιδήποτε θα του έδινε κάποιο στοιχείο, κάτι που θα τον βοηθούσε να καταλάβει τι συμβαίνει, ή πως βρέθηκε εκεί. Ανακάτευε ρούχα που κανονικά θα έπρεπε να τα είχε προτιμήσει αντί της ελαφριάς πιτζάμας, και απλά τα πέταγε νευρικά στην άκρη χωρίς να τους δώσει την παραμικρή σημασία. Είχε απορροφηθεί στην έρευνά του όταν άκουσε απ' έξω στην οροφή του βαγονιού πατήματα. Βιαστικά βήματα, ανάλαφρα και γρήγορα, αλλά όχι σαν κάποιος να τρέχει. Σήκωσε το βλέμμα του και κοίταξε το ταβάνι ακολουθώντας με τα μάτια του τον ήχο, όταν ένα δυνατό ουρλιαχτό τον έκανε να πεταχτεί και να πέσει πίσω σκοντάφτοντας σε κάποιο πτώμα. Η Άννα χώθηκε ανάμεσα στα καθίσματα και ζάρωσε μέχρι που έγινε σχεδόν κουβάρι.

          «Τι ήταν αυτό;...» μούγκρισε ο Γιώργος ενώ σηκωνόταν γλιστρώντας στα αίματα.

          Την κοίταξε να κλαίει με τα μάτια της τόσο γουρλωμένα που θαρρείς θα πετάγονταν από τις κόγχες τους. Έβρισε μέσα από τα δόντια του και έψαξε με το βλέμμα του τριγύρω για κάτι που θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει σαν όπλο. Βρήκε ένα μπαστούνι δίπλα από το σώμα ενός ηλικιωμένου, και το πήρε. Τα φώτα τρεμόπαιξαν αλλά τελικά έμειναν αναμμένα. Στεκόταν ακίνητος και προσπαθούσε να ακούσει το παραμικρό. Ο αέρας έμπαινε από τα σπασμένα παράθυρα και άφηνε νιφάδες χιονιού στα μαλλιά του.

          «Μπες στο κουπέ...» είπε σιγανά στην Άννα χωρίς να γυρίσει προς το μέρος της.

          Η ησυχία τον φόβιζε περισσότερο, τον έκανε να περιμένει ανά πάσα στιγμή να συμβεί κάτι. Την ακολούθησε πισωπατώντας, ενώ κοιτούσε γύρω του σε πλήρη επιφυλακή. Ήταν στην πόρτα όταν άκουσε τον ανατριχιαστικό ήχο και το ουρλιαχτό της. Γύρισε και πρόλαβε να δει μια σκιά να χάνεται έξω από το παράθυρο, ενώ η Άννα βρισκόταν πεσμένη στο πάτωμα. Το ένα χέρι της έλειπε, ξεκολλημένο από τον ώμο, και το άιμα της απλωνόταν και πότιζε την παχιά μοκέτα. Έσκυψε πάνω της, ήταν ακόμα ζωντανή, αλλά χωρίς αισθήσεις. Δεν θα ήταν για πολύ. Στο μυαλό του ήρθαν εικόνες από ταινίες, να δένουν τα κομμένα μέλη με ζώνες για να σταματήσει το αίμα, ακόμα και να τα καίνε, ή να τα βουτάνε σε καυτή πίσσα. Άρπαξε ένα σακίδιο και έβγαλε με άγαρμπες κινήσεις το λουρί του. Προσπάθησε να το δέσει σφιχτά στον διαλυμένο της ώμο, αλλά δεν εξείχε αρκετό μέλος για να τα καταφέρει. Το πέταξε στην άκρη και έβγαλε σπασμωδικά την μπλούζα της πιτζάμας που φορούσε. Το έκανε κουβάρι και το πίεσε στην πληγή.

          Δεν μπορούσε να κάνει τίποτα γι' αυτήν και το ήξερε. Ένιωσε στα μάγουλά του τα δάκρυά του και κατάλαβε ότι έκλαιγε. Ένιωθε ανήμπορος. Ένιωθε την τρέλα να τον περιγελάει λίγο πιο πέρα, να του βγάζει κοροϊδευτικά τη γλώσσα ξέροντας πως είναι έτσι κι αλλιώς δικός της. Η Άννα πέθανε μόλις το περισσότερο αίμα της στράγγιξε πάνω στην μοκέτα του πατώματος. Πέταξε το ματωμένο ρούχο σε μια γωνιά και τραβήχτηκε πίσω μέχρι που η πλάτη του ακούμπησε στο κάθισμα, εκεί κάθισε και αφέθηκε στους λυγμούς που τον έπνιγαν. Ήθελε να φωνάξει, ήθελε να σηκωθεί και να χτυπήσει με τα χέρια του τα μεταλλικά τοιχώματα με την καλογυαλισμένη πολυτελή ξύλινη επένδυση που τώρα ήταν γεμάτη λεκέδες από αίμα. Τον έπνιγε η μυρωδιά του αίματος, αυτή η γλυκερή βαριά μυρωδιά, σαν να ακουμπάς σίδερο στη γλώσσα σου και να το γεύεσαι μέχρι να γυρίσει ανάποδα το στομάχι σου.

          Όταν τα φώτα κρύφτηκαν πάλι για μια στιγμή και η σκιά πέρασε από πάνω του άκουσε τον εαυτό του να γελάει. Γέλαγε δυνατά, σχεδόν υστερικά. Σηκώθηκε και πήρε το μπαστούνι στα χέρια του. Βγήκε στον διάδρομο αποφασισμένος να αντιμετωπίσει ότι κι αν ήταν αυτό που περιφερόταν. Αυτή τη φορά πήγε προς την άλλη πλευρά του διαδρόμου, στην άλλη πόρτα του βαγονιού. Κοίταξε έξω από το παράθυρο και είδε το ίδιο σκοτάδι, το ίδιο κενό όπως και πριν στην άλλη πόρτα. Δεν καταλάβαινε. Από τα πλαϊνά παράθυρα τουλάχιστον έβλεπε για λίγα μέτρα χιόνι, άσπρο και καθαρό, άσπιλο, να χάνεται στη νύχτα. Άφησε το κορμί του να καθίσει κάτω, και πετάχτηκε πάλι καθώς ένιωσε τον πισινό του να βουλιάζει στην κοιλιά ενός νεκρού άντρα χωρίς πόδια. Κάθισε λίγο πιο δίπλα.

          Μπορούσε να θυμηθεί πολλά πράγματα, όπως τις σκηνές από τις ταινίες που προσπάθησε να κάνει πράξη νωρίτερα για να βοηθήσει την Άννα, αλλά τίποτα από τη δική του ζωή. Μόνο το όνομά του, αλλά κι αυτό απλώς υπήρχε εκεί, ανάμεσα σε σπίτια γκρεμισμένα που καιγόταν μέσα στη νύχτα. Και απελπισμένες φωνές γεμάτες πόνο. Δεν μπορούσε να το συνδυάσει με τίποτα άλλο. Παραιτήθηκε από την προσπάθεια, κι άρχισε να σκέφτεται τον χώρο που βρέθηκε. Ήταν ένα βαγόνι τρένου, αυτό ήταν ολοφάνερο. Τι ήταν όμως όλα αυτά τα πτώματα; Γιατί ήταν όλα σαν κάποιος να τα τράβηξε από το κρεβάτι τους; Και γιατί αυτός ήταν ζωντανός; Αυτός και η Άννα. Αλλά τώρα μόνο αυτός. Τι σκότωσε τόσο φριχτά όλους τους υπόλοιπους και γιατί άφησε μόνο αυτούς απείραχτους; Τι σκότωσε την Άννα; Η σκιά! Είχε προλάβει να δει μια σκιά να φεύγει έξω από το παράθυρο. Θυμήθηκε τα βήματα στην οροφή, και το ουρλιαχτό, και τον ανατριχιαστικό εκείνο ήχο σαν σίδερο πάνω σε σίδερο. Δεν καταλάβαινε τίποτα. Έσκυψε το κεφάλι του στα χέρια του κι έκλεισε σφιχτά τα μάτια του μέχρι που χιλιάδες πυγολαμπίδες άρχισαν να χορεύουν μπροστά του.

          Όταν τα άνοιξε χρειάστηκε να περάσουν λίγα δευτερόλεπτα μέχρι να καθαρίσει η όρασή του και να προσαρμοστεί πάλι στο μισοσκόταδο. Τότε την είδε. Η σκιά ήταν στην άλλη άκρη του βαγονιού, σαν όρθιος αλλά ελαφρώς γερμένος μπροστά άντρας με τα χέρια του να κρέμονται στα πλευρά του. Τσιτώθηκε κι ανοιγόκλεισε τα μάτια του σαστισμένος. Η σκιά είχε έρθει πιο κοντά τώρα, σχεδόν στη μέση του βαγονιού. Πετάχτηκε όρθιος και όρμησε στο κουπέ. Η πόρτα του ήταν σπασμένη και δεν έκλεινε. Ο ήχος του μετάλλου πάνω σε μέταλλο ακούστηκε πάλι, αυτή τη φορά μαζί με ένα βογκητό. Η σκιά ήταν έξω ακριβώς από το μικρό δωματιάκι. Ο Γιώργος στράφηκε πανικόβλητος στο παράθυρο, αρπάχτηκε από το πλαίσιο και βγήκε έξω από το τρένο. Κρεμάστηκε από τα πλαϊνά του βαγονιού χωρίς να αγγίξει το χιόνι. Με τον τρόμο να του δίνει τη δύναμη που χρειαζόταν κατάφερε να ανέβει στην οροφή και κοίταξε γύρω του. Μόνο σκοτάδι υπήρχε. Και τσουχτερό κρύο.

          Έτρεξε στη μια άκρη και πήδησε στο μικρό κατώφλι έξω από την πόρτα του βαγονιού. Άκουσε στην οροφή τα βιαστικά βήματα να έρχονται προς το μέρος του. Χωρίς άλλη επιλογή τράβηξε και άνοιξε την πόρτα, και μπήκε πάλι μέσα στον γεμάτο πτώματα διάδρομο. Την έκλεισε με δύναμη, και διέσχισε το βαγόνι σκουντουφλώντας στα νεκρά κορμιά. Γλίστρησε κάπου κι έπεσε με το κεφάλι ανάμεσα στα γυμνά και παγωμένα στήθη μιας όμορφης έφηβης που τον κοιτούσε με τα γυάλινα μάτια της. Λείπανε και τα δύο χέρια της. Άφησε μια κραυγή και πετάχτηκε πάλι όρθιος. Τα φώτα τρεμόπαιξαν. Κοίταξε γεμάτος τρόμο πάνω από τον ώμο του, και αυτή τη φορά διέκρινε καθαρά την γαμψή μύτη στην φιγούρα της σκιάς. Την είδε να έρχεται προς το μέρος του. Κινούνταν παράξενα, αλλόκοτα, σαν να γλιστρούσε αλλά στην πραγματικότητα έκανε πολλά γρήγορα μικρά βήματα, σαν να είχε δεμένα τα πόδια στους αστραγάλους. Σταμάτησε λιγότερο από τρία μέτρα πιο πέρα και στάθηκε ακίνητη να τον κοιτάζει. Ο Γιώργος ένιωσε την καρδιά του να κοντεύει να σπάσει. Τότε η σκιά έγειρε πίσω και ούρλιαξε, ένα δυνατό ουρλιαχτό που όμοιό του δεν είχε ξανακούσει ποτέ του. Ούρλιαξε κι αυτός χωρίς να το θέλει, και τινάχτηκε προς το κοντινότερο παράθυρο. Πήδηξε έξω στο χιόνι κι έτρεξε ξυπόλητος και σχεδόν γυμνός μακρυά από το βαγόνι μέσα στο σκοτάδι.

          Όταν λαχάνιασε στάθηκε και έσκυψε μπροστά ακουμπώντας τα χέρια του στα γόνατά του, νιώθοντας το αίμα του να του σφυροκοπάει τα μηνίγγια. Μόλις κατάφερε να ηρεμήσει λίγο σήκωσε το κεφάλι του και προσπάθησε να δει που βρισκόταν. Απόλυτο σκοτάδι τον τύλιγε, και μόνο μακρυά πίσω του αχνοφαινόταν το φως από το βαγόνι του τρένου. Έτρεμε ολόκληρος. Αγκάλιασε τον εαυτό του από μια ενστικτώδικη επιθυμία να νιώσει λίγη ζέστη, και ξεκίνησε να προχωρά σκυφτός στην αντίθετη κατεύθυνση. Σύντομα είδε μια μικρή λάμψη κάπου μπροστά του. Αναθάρρησε, και με νέα δύναμη γεννημένη από την ελπίδα συνέχισε να περπατάει πιο γρήγορα μέσα στο παχύ χιόνι. Και η λάμψη έγινε αχνό φως, κι όσο πλησίαζε δυνάμωνε. Και τελικά έγινε όσο χρειαζόταν δυνατό για να αναγνωρίσει το βαγόνι απ' όπου είχε ξεκινήσει.

          Κάθισε μέσα στο χιόνι και κοίταξε αμίλητος το μακρόστενο μεταλλικό κουφάρι. Έκλαψε πάλι για λίγο. Μετά σηκώθηκε και πήγε κοντά, και σκαρφάλωσε στωικά από ένα σπασμένο παράθυρο στο εσωτερικό του. Δεν δοκίμασε καν να κάνει έστω το γύρο του, να δει αν υπάρχει κάτι άλλο. Για κάποιον λόγο γνώριζε ήδη πως θα ήταν μάταιο.

          Η σκιά τον περίμενε. Την είδε να στέκει ακίνητη στην μία άκρη του βαγονιού και να τον παρακολουθεί μέχρι που σύρθηκε πάλι μέσα στον ματωμένο διάδρομο ανάμεσα στα πτώματα. Σηκώθηκε όρθιος και για λίγη ώρα έμεινε κι αυτός ακίνητος απέναντί της, να την κοιτάζει που τον κοίταζε. Κάποια στιγμή της γύρισε αποφασιστικά την πλάτη και πήγε προς την άλλη άκρη του βαγονιού. Άκουσε πίσω του τα βήματα, κι έφτασε την άλλη πόρτα του βαγονιού με την σκιά να τον ακολουθεί .

          Βγήκε τόσο απότομα που παραλίγο να χάσει την ισορροπία του και να πέσει από το κατώφλι του βαγονιού στο κατάμαυρο κενό. Κατάφερε να κρατηθεί κι έκλεισε την πόρτα ελπίζοντας πως αυτό θα κρατούσε τη σκιά μακρυά του. Κόλλησε την πλάτη του στον τοίχο του βαγονιού και προσπάθησε να ελέγξει την ανάσα του. Προσπάθησε να σκεφτεί. Κοίταξε με τρόπο στο εσωτερικό του βαγονιού. Η σκιά ήταν άφαντη. Κάθισε στις φτέρνες του με τον αέρα να τον γδέρνει με παγωμένα μαχαίρια. Έπρεπε να διατηρήσει τα λογικά του. Έκλεισε τα μάτια του και πήρε μερικές βαθιές αναπνοές. Μετά προσπάθησε πάλι να αναλύσει τα δεδομένα που είχε. Ένα βαγόνι τρένου, μισοδιαλυμένο και γεμάτο πτώματα. Δύο μόλις φώτα να σχίζουν το απόλυτο σκοτάδι και να αντανακλούν λίγα μέτρα στο χιόνι στο πλάι. Κενό και μαυρίλα στις δύο άκρες. Και κάποιος, κάτι, μια σκιά που τον κυνηγούσε. Ή μήπως όχι; Συνειδητοποίησε πως ότι κι αν ήταν αυτή η σκιά θα μπορούσε να τον έχει αρπάξει πολλές φορές μέχρι τότε, αλλά για κάποιον λόγο δεν το έκανε. Γιατί; Γιατί αυτόν τον άφηνε ζωντανό; Σήκωσε το κεφάλι του και για πρώτη φορά κοίταξε τον ουρανό.

          «Γιατίίίίίί...» φώναξε με όλη του τη δύναμη ώσπου τον πόνεσε ο λαιμός του.

          Μόνο σκοτάδι κι εκεί. Ούτε ένα αστέρι, ούτε ένα τόσο δα φωτεινό σημαδάκι. Τίποτα. Άκουσε τα βήματα στην οροφή, μα δεν σηκώθηκε. Άφησε τη σκιά να κατέβει δίπλα του. Ούτε που γύρισε να την κοιτάξει. Απλά άρχισε να γελάει. Να γελάει και να κλαίει ταυτόχρονα νιώθοντας την τρέλα να ετοιμάζεται να κάνει σπίτι της το μυαλό του. Η σκιά κάθισε δίπλα του στο κατώφλι του βαγονιού, και άπλωσε το σκοτεινό χέρι της στον ώμο του. Ένιωσε την παγωνιά πιο δυνατή από αυτή που έφερνε ο αέρας, και αυτή τη φορά στράφηκε προς το μέρος της. Είδε το πρόσωπο, σαν σκοτάδι μέσα στη νύχτα, τα άψυχα μάτια να τον καρφώνουν μέχρι την ψυχή του. Το άλλο χέρι της σηκώθηκε και του έδειξε την άβυσσο που ανοιγόταν μετά το κατώφλι. Σαν να του έδειχνε τον δρόμο. Σαν να του έλεγε πως εκεί πρέπει να πάει. Γέλασε πάλι, πιο δυνατά αυτή τη φορά. Η σκιά έγειρε πίσω το κεφάλι της και ούρλιαξε. Ούρλιαξε κι αυτός, και συνέχισε να ουρλιάζει για όσο άντεχαν τα πνευμόνια του.

Μετά σηκώθηκε και γελώντας έκανε το βήμα που θα τον έπαιρνε μακρυά από το τρένο. Κι έπεσε, βυθίστηκε στο κενό, στο σκοτάδι, στην άβυσσο του τίποτα.

 

          Συνήρθε απότομα. Άνοιξε τα μάτια του και είδε γύρω του συντρίμμια και σκόνη, και φωτιά. Ένα κομμάτι από το ταβάνι είχε πέσει πάνω του και τον σκέπαζε βαρύ μέχρι το στήθος του εμποδίζοντας την αναπνοή του. Γύρισε το κεφάλι του στο πλάι και είδε τη γυναίκα του την Άννα να τον κοιτάζει με γυάλινα νεκρά μάτια, πλακωμένη από τσιμέντο και σίδερο, με το ένα χέρι της να έχει αποκολληθεί από το κορμί της ακριβώς στον ώμο και να βρίσκεται πεσμένο λίγο πιο πέρα, εκεί που ήταν πιο πριν ο τοίχος της κρεβατοκάμαράς τους. Ένα βαγόνι από το τρένο που εκτροχιάστηκε και σάρωσε την μικρή συνοικία δίπλα στις ράγες είχε σταματήσει αμέσως μετά το δικό του σπίτι αφού πρώτα το διέλυσε. Δύο φώτα ήταν ακόμα αναμμένα μέσα στον διάδρομό του. Χιόνιζε, και η νύχτα ήταν κρύα, αλλά ήσυχη τώρα πια. Ο θάνατος είχε περάσει και είχε θερίσει χωρίς έλεος όσους έβρισκε το ανεξέλεγκτο τρένο στην τρελή πορεία του να κοιμούνται ανυποψίαστοι στα κρεβάτια τους.

          Η σκιά ορθώθηκε μπροστά του ανάμεσα στα χαλάσματα και του άπλωσε το χέρι. Ο Γιώργος γέλασε, και αμέσως πνίγηκε από το αίμα του και έβηξε μερικές φορές πριν απλώσει το δικό του χέρι και δεχτεί να του δείξει το δρόμο. Δεν θα πόναγε άλλο, δεν φοβόταν πια, ο όλεθρος είχε τελειώσει. Απλά αφέθηκε να κάνει το βήμα στο σκοτάδι, στο δικό του τέλος.

          Κι ο αέρας συνέχισε αδιάφορος να αποθέτει νιφάδες χιονιού στα μαλλιά του...-

                                                              By MadnJim   

Edited by MadnJim
  • Like 5
Link to comment
Share on other sites

Λοιπόν, Σπύρο, βλέπω ότι με κάθε ιστορία που γράφεις βελτιώνεσαι όλο και περισσότερο και μπράβο σου γι' αυτό. Σου πάει ο τρόμος, μάλλον περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο είδος σε έχω διαβάσει να γράφεις. Έχεις κάτι τελικά ν, κάτι τόνους, κάτι κόμματα, λάθη επιμέλειας γενικά, όμως μου άρεσε πολύ η ιστορία σου. Χρησιμοποίησες ωραία την εισαγωγή και έμεινες ως το τέλος στο πνεύμα της. Οι πρωταγωνιστές σου με πείθουν με τις αντιδράσεις τους και οι περιγραφές σου είναι άκρως ατμοσφαιρικές. Θα προτιμούσα να μην ήταν όλα στο μυαλό του, είναι τόσο πολυφορεμένο που έχει καταντήσει κλισέ πλέον, όμως μου άρεσε που το σύνδεσες με το τρένο που εκτροχιάστηκε και το αντρόγυνο. Πολύ καλή ιστορία και άρτια, όμως, μπράβο σου. Καλή τύχη στο write-off.

  • Like 2
Link to comment
Share on other sites

Φίλε Σπύρο η ισοτρία σου μου άρεσε πάρα πολύ!

 

Ειδικά όλες σου οι περιγραφές είναι πολύ δυνατές και σε βάζουν αμέσως στο ανάλογο σκηνικό.

 

Δεν ξέρω κάτά πόσο ένα τρένο (ακόμα και υπερταχεία) μπορεί να διαλύσει τσιμεντένιες κατασκευές.

 

Τελικά η σκία ήταν ο θάνατος και όλο το υπόλοιπο το είχε φανταστεί;

 

Όσο διάβαζα τόσο μου άρεσε αλλά στο τέλος μου τα χάλασες λίγο! Περίμενα κάτι πιο μεγάλο. Κυρίως να μην είχε αποδειχθεί όνειρο όλο το προηγούμενο!

 

Η ιδέα είναι καλή και μπορεί να δώσει και άλλες ιστορίες. Σκέφτηκες το τρένο να δέχεται επίεθση από άγνωστα σαρκοβόρα πλάσματα;

  • Like 2
Link to comment
Share on other sites

Χαίρομαι πολύ που σας άρεσε! Δεν ήμουν σίγουρος ότι είχα πετύχει την ατμόσφαιρα, και τόσες φορές που τη διάβασα έχασα πια κάθε feeling που μπορεί να μου έβγαζε. :)

 

Να πω μόνο πως δεν ήταν ακριβώς όνειρο αυτό που "είδε", αλλά κάτι σαν Limbo που πέρασε για λίγο ενώ ήταν ακόμα ζωντανός. Δεν το φαντάστηκε λοιπόν, το έζησε κατά κάποιον μεταφυσικό τρόπο, και προσπάθησα να το αφήσω να φανεί εμφανίζοντας τη σκιά και στον πραγματικό κόσμο εκεί που αργοπέθαινε καταπλακωμένος. Η δε σκιά είναι το πνεύμα που μαζεύει τους νεκρούς πριν την μετάβαση στον άλλο κόσμο, κι επειδή ο Γιώργος είναι ακόμα ζωντανός δεν τον προσθέτει στον σωρό των πτωμάτων αλλά του δείχνει -χωρίς να τον πειράξει- να βγει έξω πέφτοντας στην άβυσσο, ώστε να επιστρέψει στην πραγματικότητα -να συνέρθει- και να πεθάνει. Ή τουλάχιστον κάπως έτσι... :)

 

Σκέφτηκα πολλά Βαγγέλη μετά που έγραψα αυτή -ήταν κι εμένα η πρώτη ιδέα τελικά που υπερίσχυσε-, μεταξύ αυτών και διάφορα αλλόκοτα πλάσματα, αλλά τα απέρριπτα όλα γιατί δεν μπορούσα να δικαιολογήσω το γιατί ήταν όλα τα πτώματα με πιτζάμες ή γυμνά, σαν να τραβήχτηκαν βίαια από το κρεβάτι τους, κι από κάθε ηλικία ή φύλο. Ίσως να είχε κολλήσει η σκέψη μου στην πρώτη ιδέα, στην μαζική ξαφνική καταστροφή.

  • Like 3
Link to comment
Share on other sites

Σπύρο, μου άρεσε η ιστορία σου. Εκμεταλλεύτηκες πολύ καλά την εισαγωγή, μας έδωσες μια άκρως ενδιαφέρουσα και ατμοσφαιρική ιστορία. Η γεύση τής ερήμωσης και της εγκατάλειψης έντονη, το ύφος σου δικαίωσε απόλυτα αυτό που είχες στο μυαλό σου. Πολύ μου άρεσε αυτό το σκοτεινό μεταίχμιο,  η γέφυρα μεταξύ ζωής και θανάτου, όπου βρέθηκε ο ήρωας.

Στην αρχή είχα την εντύπωση ότι η σκιά ήταν κομμάτι τού Γιώργου, το σκοτάδι της προσωπικότητάς του και ότι τελικά αυτός ήταν ο υπαίτιος για όλο αυτό το μακελειό. Διαψεύστηκα και χαίρομαι γι' αυτό. Πάντα μου αρέσουν οι εκπλήξεις στα αναγνώσματά μου.

Ωραία ιστορία... well done.

  • Like 1
Link to comment
Share on other sites

Να 'σαι καλά Γιάννη, σ' ευχαριστώ για τα καλά σου λόγια. Χαίρομαι που πέρασες καλά διαβάζοντας την ιστορία μου, και που το τέλος ήταν κάτι που δεν είχες φανταστεί ως τότε.:)

Link to comment
Share on other sites

Σπύρο, μακράν ό,τι καλύτερο έχω διαβάσει από εσένα! :)

Βελτιώνεσαι διαρκώς και μπράβο σου!

Μου άρεσε πολύ η γραφή σου (νομίζω ότι είναι ωριμότερη από ποτέ), ατμοσφαιρικότατη και με ωραίες εικόνες.

Εμένα μου άρεσε πολύ και η εξήγηση που έδωσες στο τέλος. Αν και όσο πλησίαζα προς το τέλος, σκεφτόμουν "Μην το κάνει όνειρο, μην το χαλάσει μ' αυτόν τον τρόπο", εν τέλει όταν ήρθε για εμένα έδεσε πολύ όμορφα με τα υπόλοιπα (το τρένο, ακόμα κι η ίδια η εικόνα στο κρεβάτι).

 

Πράγματα για βελτίωση:

Δεν μου άρεσε ο τίτλος. Θα προτιμούσα κάτι άλλο, είμαι σίγουρος ότι δεν θα έχεις θέμα να σκεφτείς κάτι πιο ενδιαφέρον ή αντιπροσωπευτικό.

Λεπτομερειούλα: κουνώντας θετικά το κεφάλι της->κουνώντας καταφατικά το κεφάλι της (μου φαίνεται πιο σωστό)

Το σημείο που δίνει στην Άννα το νυχτικό μου φάνηκε κάπως. Αφού φορούσε ήδη νυχτικό εκείνη. Θα προτιμούσα να τις έδινε αντρικές πιτζάμες, πόσο να την προστάτευε το νυχτικό από το κρύο; (btw ανατριχιαστικό όταν μετά το τέλος συνειδητοποιείς ότι τις τελευταίες τους στιγμές τις έζησαν χωρίς να αναγνωρίζουν ο ένας τον άλλον)

 

Αυτά βέβαια είναι ψείρισμα: η ιστορία για αυτό που θέλει να κάνει (δηλαδή να τρομάξει και να είναι συνεπής με τον εαυτό της), το κάνει και με το παραπάνω.

Συμφωνώ με την elgalla ότι σου πηγαίνει πολύ ο τρόμος και περιμένω με ενδιαφέρον τη συμμετοχή σου στον τρομοδιαγωνισμό :)

Μπράβο!

  • Like 1
Link to comment
Share on other sites

 

Το σημείο που δίνει στην Άννα το νυχτικό μου φάνηκε κάπως. Αφού φορούσε ήδη νυχτικό εκείνη. Θα προτιμούσα να τις έδινε αντρικές πιτζάμες, πόσο να την προστάτευε το νυχτικό από το κρύο;

Το πρόσεξες, ε; :) Ρόμπα εννοούσα, αυτό είχα στο μυαλό μου, γι' αυτό και έγραψα πως τυλίχτηκε μ' αυτό όσο μπορούσε. Είναι αυτό το περίεργο που ενώ έχω διαβάσει μπορεί και πάνω από δέκα φορές την ιστορία δεν έβλεπα ότι έγραφα "νυχτικό" και όχι "ρόμπα". Αυτό κι άλλη μια λεπτομέρεια που δεν θα σας την μαρτυρήσω βεβαίως βεβαίως ( :p ) τα είδα να αναβοσβήνουν σαν νέον αφού ανέβασα την ιστορία, και δεν θα ήταν καθόλου ωραίο να έκανα edit εκ των υστέρων. Στο αρχείο μου έχουν φυσικά διορθωθεί ήδη. :)

Χαίρομαι πολύ που σου άρεσε Νικόλα, και που κατάφερε να σε ανατριχιάσει. Σ' ευχαριστώ για τα καλά σου λόγια... :)

  • Like 1
Link to comment
Share on other sites

Σπύρο, είναι αν δεν κάνω λάθος η πρώτη σου ιστορία που διαβάζω, και πιστεύω πως έχεις την δυνατότητα να προσφέρεις ωραίες ιστορίες στον χώρο. Έχεις τοποθετήσει σωστα την ιστορία σου και ο βηματισμός της είναι καλού επιπέδου. Πέρα απο ορθογραφικά-γραμματικά και συντακτικά που διορθώνονται με διάβασμα και επιμέλεια, αυτό που πρέπει να έχεις στο νου σου είναι και η μουσικότητα του κειμένου. Πάρα πολλές φορές, και συνεχόμενα, οι προτάσεις σου ξεκινούν με το ρήμα. Κοφτές και στεγνές. Δεν είναι κακό αυτό, αντιθέτως είναι πολύ χρήσιμες στη γραφή, όχι όμως όταν είναι η πλειοψηφία σε ένα κείμενο. Mix it up. Βλέποντας προς το τέλος όταν φεύγεις απο το παραπάνω (αυτό που εγώ σκέφτομαι σαν μια κάμερα που κοιτάει τον χαρακτήρα χωρίς αφηγητή) και προσθέτεις σκέψεις και συναισθήματα, το αποτέλεσμα είναι θετικό.

Σίγουρα θα έχω τον νου μου όταν βλέπω ιστορία τρόμου σου στη βιβλιοθήκη πάντως. Καλή συνέχεια και καλή επιτυχία στο writeoff!

  • Like 1
Link to comment
Share on other sites

Μπρρρ, μου σήκωσες την τρίχα κάγκελο! 

Σαν εφιάλτης από τον οποίο δεν μπορείς να ξυπνήσεις! Σαν τις εμπειρίες κάποιων που είναι κλινικά νεκροί και βλέπουν άλλα πράγματα πέρα από τον κόσμο αλλά εδώ αντίστροφα, πεθαίνει αλλά δεν το ξέρει και ο θάνατος τον ενημερώνει!

Ήταν ωραία ιστορία και πετυχαίνει την ανατριχίλα του τρόμου.

Συνέχισε την καλή δουλειά.

  • Like 1
Link to comment
Share on other sites

Με κάνετε πολύ χαρούμενο, πραγματικά! Όσο κι αν ακουστεί κάπως, δεν περίμενα ότι είχα πετύχει τόσο την ατμόσφαιρα που ήθελα! Σας ευχαριστώ πολύ παιδιά... :)

 

Κωνσταντίνε η συμβουλή σου μου είναι υπερπολύτιμη. Βλέπεις γράφω όπως μου βγαίνει, εντελώς ερασιτεχνικά, χωρίς καμία απολύτως ουσιαστική ενασχόληση με εργαστήρια κλπ επειδή εδώ στα Γιάννενα απλά δεν έχουμε. Η όποια εξέλιξή μου οφείλεται εδώ σ' εσάς, στο sff, στα σχόλιά σας που έμαθα να τα επεξεργάζομαι και να προσπαθώ να τα αξιοποιώ, και στα πολύ χρήσιμα τόπικ του φόρουμ περί συγγραφής, έχω μάθει πάρα πολλά και σας ευχαριστώ όλους γι' αυτό.

Χαίρομαι που στο εξής θα σε έχω αναγνώστη, ελπίζω να ευχαριστιέσαι τον χρόνο σου κάθε φορά... :)

 

William φίλε μου, μ' αυτήν τη φράση πέτυχες ακριβώς ότι ήθελα να δώσω με την ιστορία μου: "πεθαίνει αλλά δεν το ξέρει και ο θάνατος τον ενημερώνει!". Να 'σαι καλά φίλε.... :)

Link to comment
Share on other sites

Μου άρεσε η υπόθεση της ιστορίας! Συνέδεσες ωραία το τραίνο με το limbo που περνάει ο ήρωας και μου άρεσε που η Άννα ήταν γυναίκα του.

 

Πιστεύω από τις σημειώσεις μου θα φανεί πόσο προσεκτικά σε διάβασα :D

 

Έχω κάνει κάποιες σημειώσεις επιμέλειας και τις βάζω εδώ σε σπόιλερ.

  "κράτησε μέχρι και την ανάσα του χωρίς να το καταλάβει". Tο "μέχρι και" δηλώνει οτι κρατάει το χ, το ψ και τέλος και την ανάσα του. Kαταλαβαίνω ότι το λες για έμφαση αλλά δεν χρειάζεται.

 
"Είχε δίκιο, ήταν μία νεαρή γυναίκα, γύρω στα εικοσιπέντε, το πολύ εικοσιεφτά χρονών". Nεαρή γυναίκα φτάνει.
 
"«Εδώ...» της είπε, κι αμέσως απόρησε με τον ήχο της ίδιας του της φωνής". Γιατί απόρησε;
 
"Τσιτώθηκαν αμέσως κι οι δυο". Αντί για τσιτώθηκαν, πες ξαφνιάστηκαν ή κάτι αντιστοιχο. Το λες και αργοτερα "τσιτώθηκε" καλύτερα να το αντικαταστήσεις.
 
"Ρούφηξε την μύτη της και σκούπισε ασυναίσθητα τα δάκρυα από τα μάτια της". Λόγω οπτικής γωνίας δεν ξέρουμε αν τα σκούπισε ασυναίσθητα ή επίτηδες. Η αφήγηση κάνει φόκους στον Γιώργο, οι προθέσεις της Άννας είναι αόρατες, μόνο οι πράξεις της φαίνονται. Γι' αυτό και λες πολύ σωστά "Έδειχνε πιο ήρεμη τώρα, αλλά ο τρόμος δεν είχε φύγει από το πρόσωπό της" κι όχι ήταν πιο ήρεμη τώρα.
 
" «Δ-δεν ξέρω..» είπε τελικά μετά από δυο τρία λεπτά σκέψης". Δύο τρία λεπτά είναι πάρα πολλά. Δοκίμασε το με κάποιον φίλο όταν μιλάτε, η σιωπή ποτέ δεν κρατάει πάνω από τριάντα δευτερόλεπτα. Συγγραφικά πάντως, μη το διευκρινήσεις. "Είπε αφού το σκέφτηκε λίγο" είναι μια χαρά.
 
"Γύρισε προς το μέρος της και την παρατήρησε για λίγο κάνοντάς την να σκύψει το βλέμμα της χωρίς να το θέλει". Ποιος δεν το ήθελε, αυτή ή αυτός; Είναι σημαντικό; Αν όχι, βγάλτο.
 
Ο διάλογος δεν χρειάζεται ονόματα. Είναι ο Γιώργος και η Άννα. Άσε μόνο το πρώτο "Γιώργο" που λέει η Άννα όταν τον φωνάζει, γιατί χρειάζεται. 
 
"ήταν θέμα λεπτών να καταρρεύσει εντελώς στα χέρια του." Κάντο ήταν θέμα χρόνου.
 
"αλλά έκπληκτος ανακάλυψε πως δεν υπήρχε τίποτα!" Γενικά τα θαυμαστικά με το σταγονόμετρο. Το "έκπληκτος" εδώ θα ήταν καλύτερα να έλειπε. 
 
" αλλά έδειχνε φρακαρισμένη". Κάντο "αλλά είχε φρακάρει". Μου έχουν πει ότι παθητικές μετοχές καλύτερα να τις αποφεύγουμε.
 
"Βιαστικά βήματα, ανάλαφρα και γρήγορα, αλλά όχι σαν κάποιος να τρέχει" Το τελευταίο κομμάτι μπερδεύει. Ας το απλό: βιαστικά, ανάλαφρα βήματα ακούστηκαν.
 
"Η σκιά ήταν στην άλλη άκρη του βαγονιού, σαν όρθιος αλλά ελαφρώς γερμένος μπροστά άντρας με τα χέρια του να κρέμονται στα πλευρά του. " Σχηματίζοντας την εικόνα ενός όρθιου άντρα είναι απλούστερο.

 
Φράσεις που μου άρεσαν ιδιαίτερα:
"Πρόλαβε να δει το απόλυτο σκοτάδι, την μαυρίλα, το κενό που έχασκε ένα βήμα πιο πέρα πριν νιώσει το χέρι της Άννας να τον αρπάζει από την μέση για να τον συγκρατήσει."
"Μόνο το όνομά του, αλλά κι αυτό απλώς υπήρχε εκεί, ανάμεσα σε σπίτια γκρεμισμένα που καιγόταν μέσα στη νύχτα. Και απελπισμένες φωνές γεμάτες πόνο. " 
"Κάθισε μέσα στο χιόνι και κοίταξε αμίλητος το μακρόστενο μεταλλικό κουφάρι."
 
Πολύ ωραία, συνέχισε την καλή δουλειά!  :hi: 
  • Like 1
Link to comment
Share on other sites

Natasha, σ' ευχαριστώ για την ιδιαίτερη προσοχή που έδειξες στην ιστορία μου. Χαίρομαι πολύ που σου άρεσε. Άργησα να σου απαντήσω γιατί θέλησα να τσεκάρω πρώτα τις επισημάνσεις σου. Όλες πολύ χρήσιμες, να 'σαι καλά...:)

Να πω πως εντόπισες την άλλη λεπτομέρεια που έλεγα παραπάνω πως είδα εκ των υστέρων: {"«Εδώ...» της είπε, κι αμέσως απόρησε με τον ήχο της ίδιας του της φωνής". Γιατί απόρησε;} Ακριβώς! Γιατί απόρησε; Έγραφα κάτι εκεί, μετά το έσβησα για να το κάνω αλλιώς, και... το ξέχασα. Απόρησε γιατί άκουσε τον εαυτό του βραχνό, πνιγμένο, επειδή στην πραγματικότητα ήταν πλακωμένος μέσα στα χαλάσματα και δυσκολευόταν να αναπνεύσει. Δεν το εξηγώ όμως στην ιστορία, παράλειψή μου. :secret:

Link to comment
Share on other sites

  1. Ωραία, και εσύ με προδιαθέτεις ότι ο μακελάρης θα είναι αυτός. Να δούμε.
  2. Καλέ να φορέσουνε κάτι πιο χοντρό! Θα πουντιάσουν! Νομίζω η Άννα φορούσε ήδη μια νυχτικιά;
  3. Α το κατάλαβε και μόνος του. Για τα ρούχα.
  4. Εννοείς, δεν θα ήταν για πολύ χωρίς αισθήσεις, ή ζωντανή; Μάλλον το δεύτερο εννοείς αλλά δεν καλοφαίνεται.
  5. Ωραία η παρομοίωση με το αίμα και το σίδερο.
  6. Αλλά όχι εξίσου ωραίο το σχήμα λόγου, η τρέλα να κάνει σπίτι της το μυαλό του.
  7. Α καλό. Είναι όλοι πεθαμένοι., πρόκειται για το μεταβατικό στάδιο. Καλό.
  8. Διακρίνω παρόμοια λάθη με την άλλη ιστορία, λάθη βιασύνης. Αλλά έχεις ατμόσφαιρα και νομίζω ότι βελτιώνεσαι με την πάροδο του χρόνου, φίλε Σπύρο. Θα ήθελα να ξαναδιάβαζα τη συγκεκριμένη ιστορία ρετουσαρισμένη. Ευχαριστούμε πάντως!

 

Άντε, πάω να ψηφίσω. Το μηχανάκι δεν θα δεχτεί δύο ψήφους από ένα μέλος (έδωσες άλλη χροιά στη λέξη μέλος, Σπύρο) οπότε αναγκαστικά θα διαλέξω.....

  • Like 1
Link to comment
Share on other sites

Πόσο μου αρέσει Ειρήνη που σχολιάζεις διαβάζοντας!:)

Να 'σαι καλά, χαίρομαι που (απ' ότι κατάλαβα δηλαδή) πέρασες καλά διαβάζοντας. Για να την ξαναπειράξω την ιστορία δεν νομίζω, έχοντας διορθώσει ήδη τις δύο λεπτομέρειες που λέγαμε πιο πάνω νομίζω πως έφτασε στην τελική της μορφή. Έχει μπει πια στο χρονοντούλαπο, και πάμε για την επόμενη...:)

Link to comment
Share on other sites

Δεν θα διαφωνήσω με τους προηγούμενους, άρεσε και σε μένα ο τρόπος με τον οποίο χειρίστηκες την εισαγωγή. Σκληρές εικόνες, ωραίες περιγραφές, πειστικοί σε αντιδράσεις ήρωες. Οι ατμόσφαιρα είναι σκοτεινή και μυστηριώδης, και διατηρείται έτσι από την αρχή μέχρι το τέλος.

 

Κι εμένα με χάλασε κάπως η εναλλαγή από το limbo στην πραγματικότητα. Γνώμη μου, αφού είναι στο limbo, άφησέ τον στο limbo και δώσε μας στοιχεία για να μάθουμε το λόγο που βρίσκεται εκεί. Αλλιώς αποδυναμώνεις λιγάκι όλο αυτό που έχεις φτιάξει.

 

Η Νατάσα έκανε μερικές πολύ καλές παρατηρήσεις για το πώς αποδώσεις καλύτερα τις αντιδράσεις των ηρώων σου. Είναι οι μικρές λεπτομέρειες που μπορούν να βελτιώσουν και να κάνουν τη διαφορά σε δυο εξίσου καλές ιστορίες.

 

Υπερβολική και λάθος χρήση των αποσιωπητικών. Δεν χρειάζεται να τα βάζεις σε κάθε διάλογο. Αν το παρακάνεις χάνουν τη σημασία τους.

 

Καλή επιτυχία!

  • Like 1
Link to comment
Share on other sites

Αρκετά δυνατό στη γραφή, αποδίδει επιτυχημένα την ένταση και κρατά την αγωνία, από την αρχή μέχρι το τέλος χωρίς στιγμή διαλλείματος.  

 

Μια  ιστορία που κέρδισε το ενδιαφέρον μου, σε απόλυτη συνάφεια με την δοθείσα εισαγωγή, και με ομαλή, εξαιρετικά δεμένη συνέχεια και τελείωμα.

 

Πολύ καλό, σ’ ευχαριστώ Σπύρο.

  • Like 1
Link to comment
Share on other sites

  • 1 month later...
Guest /george/

Όπως βλέπεις έχω πάρει τις ισορίες σου με τη σειρά! Από την αρχή με κατέβαλε ένα αίσθημα τρόμου και αυτό αυξανόταν προοδσευτικά καθώς προσωρούσε η ανάγνωση. Με άλλα λόγια όλη η ατμόσφαιρα λειτούργησε πολύ θετικά μαζί με τις ρεαλιστικές περιγραφές. Στο τέλος όμως θα πρέπει να γκρινιάξω και λίγο. Γιατί όλο αυτό να είναι όνειρο;;; Αδυαντώ να πιστέψω ότι δε μπορούσες να σκεφτείς κάτι διαφορετικό έτσι ώστε να μην τα χαλάει όλα το όνειρο. Όπως λέει και ο τίτλος το τέλος, κατά τη γνώμη μου, θέλει λίγη δουλειά. Παίδεψέ το λίγο ακόμα και είμαι σίγουρος ότι κάτι καλύτερο θα σκεφτείς!

  • Like 1
Link to comment
Share on other sites

Όπως βλέπεις έχω πάρει τις ισορίες σου με τη σειρά! Από την αρχή με κατέβαλε ένα αίσθημα τρόμου και αυτό αυξανόταν προοδσευτικά καθώς προσωρούσε η ανάγνωση. Με άλλα λόγια όλη η ατμόσφαιρα λειτούργησε πολύ θετικά μαζί με τις ρεαλιστικές περιγραφές. Στο τέλος όμως θα πρέπει να γκρινιάξω και λίγο. Γιατί όλο αυτό να είναι όνειρο;;; Αδυαντώ να πιστέψω ότι δε μπορούσες να σκεφτείς κάτι διαφορετικό έτσι ώστε να μην τα χαλάει όλα το όνειρο. Όπως λέει και ο τίτλος το τέλος, κατά τη γνώμη μου, θέλει λίγη δουλειά. Παίδεψέ το λίγο ακόμα και είμαι σίγουρος ότι κάτι καλύτερο θα σκεφτείς!

Καταρχήν σ' ευχαριστώ πολύ που αφιερώνεις χρόνο σ' αυτά που γράφω. :)

 

Δεν ήταν όνειρο. Ο πρωταγωνιστής είναι τραυματισμένος βαριά, εγκλωβισμένος, και όλο αυτό συνέβη στο μεταίχμιο, στο Limbo. Δεν είναι όνειρο αλλά μια ταλάντευση μεταξύ ζωής και θανάτου. Η "σκιά" είναι ο Συλλέκτης Ψυχών που επειδή είναι ακόμα ζωντανός τον προτρέπει να πηδήξει στο κενό προκειμένου να συνέρθει για να πεθάνει. Όπως πολύ πετυχημένα σχολίασε φίλος πιο πάνω, είναι ο θάνατος που τον ενημερώνει ότι έχει πεθάνει.

 

EDIT: Αν και τώρα που πέρασε λίγος καιρός και το ξαναβλέπω νομίζω πως καταλαβαίνω γιατί το βλέπετε ως όνειρο.

Edited by MadnJim
Link to comment
Share on other sites

  • 1 year later...

Λοιπόν!Αυτή η ιστορία σου Σπύρο ήταν εξαιρετική! Ανατριχιασα βραδιατικα και μου θύμισε silent hill! Μπρρρ...

  • Like 1
Link to comment
Share on other sites

  • Φάντασμα featured this topic

Join the conversation

You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.

Guest
Reply to this topic...

×   Pasted as rich text.   Paste as plain text instead

  Only 75 emoji are allowed.

×   Your link has been automatically embedded.   Display as a link instead

×   Your previous content has been restored.   Clear editor

×   You cannot paste images directly. Upload or insert images from URL.

Loading...
×
×
  • Create New...

Important Information

You agree to the Terms of Use, Privacy Policy and Guidelines. We have placed cookies on your device to help make this website better. You can adjust your cookie settings, otherwise we'll assume you're okay to continue..