Jump to content

The strange story of the notorious Captain Giddeon Hellson


MadnJim

Recommended Posts


Όνομα Συγγραφέα: MadnJim

Είδος: Περιπέτεια φαντασίας, μάλλον...

Βία; Ναι, λίγη

Σεξ; Όχι

Αριθμός Λέξεων: Περίπου 3100

Αυτοτελής; Ναι

Σχόλια: Περιπλανιόμουν στο αρχείο μου και χάζευα τις πιο παλιές μου ιστορίες, και θυμήθηκα αυτήν εδώ από μια εποχή που ότι είχα αρχίσει να δοκιμάζω διάφορα πράγματα στο γράψιμο. Είναι μια πειρατική περιπέτεια, που προσπάθησα να την δώσω ολόκληρη σαν αφήγηση ενός αυτόπτη μάρτυρα των όσων έγιναν. Από τότε έχουν αλλάξει πολλά, αλλά η συγκεκριμένη ιστορία συνεχίζει να μου αρέσει και τώρα που την διάβασα πάλι μετά από τόσα χρόνια. Ελπίζω να σας αρέσει κι εσάς... :)


~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

THE STRANGE STORY OF THE NOTORIΟUS CAPTAIN GIDDEON HELLSON

 

Μontego Bay port, Jamaica, 1716

                                Green Parrot tavern

 

          Αχαχαχα, αυτό είναι αστείο αλήθεια! Θες να μάθεις για τον κάπτεν Χέλσον! Τον κάπτεν Γκίντεον Χέλσον!! Χαχαχαχα!!... Πες σ' αυτό το βρωμόσκυλο τον ταβερνιάρη να φέρει μια μποτίλια από το καλό ρούμι και θα σου πω, ααα, θα σου πω λέω μα το γένι του Μόργκαν όλη την αλήθεια αφού θέλεις να τη μάθεις. Αλλά δεν ξέρω αν θα πιστέψεις όσα ακούσεις ξένε, δεν ξέρω λέω! 

          Ήταν εποχές που κι εγώ ήμουν νέος σαν κι εσένα, ναιαι, παλικάρι σκέτο! Εδώ γεννήθηκα ξέρεις, δίπλα στη θάλασσα, αλμύρα ήταν η πρώτη μου ανάσα. Από μικρός μπάρκαρα με τον κάπτεν Χέλσον, αμούστακο παιδαρέλι ακόμα. Αυτός μ' έμαθε να διαβάζω ξέρεις, τη βέργα που έφαγα μέχρι να βάλω νου δεν θα την ξεχάσω κι ας περάσουν άλλα πενήντα χρόνια. Όπως δε θα ξεχάσω κι εκείνη τη μέρα που με πήρε μαζί του σ' εκείνο το καταραμένο το νησί στο πέλαγος των Βερμούδων, κι άλλους τέσσερις ναύτες παλικάρια ίσαμε κει πάνω. Και τον δεύτερο, τον Μπιγκ Τζον Σίλβερμαν, που τρεις ναύτες δεν τον βάζαν κάτω, αρκεί να ήταν καλό το ρούμι! Όχι, δε θα ξεχάσω λέω, και να 'θελα δηλαδή..

          Αααχ πως καίει το άτιμο, ανοίγει την ψυχή! Βάλε ακόμα ένα, βάλε λέω! Τι έλεγα; Α ναι, εκείνη τη μέρα, πριν πενήντα χρόνια σα σήμερα, το 1666.. Ναιαι, θυμάμαι σαν να'ταν χτες. Ρίξαμε άγκυρα στ' ανοιχτά το προηγούμενο απόγευμα. Το καράβι δεν ήταν στα καλά του, μας είχε πετύχει Σπανιόλικη γαλέρα δυο μέρες πριν και οι κανονιές πήγαν κι ήρθαν με το τσουβάλι! Με το τσουβάλι λέω, ακούς; Σφύριζαν οι μπάλες πάνω από τα κεφάλια μας ώσπου νύχτωσε και χαθήκαμε στο σκοτάδι. Αλλά χωρίς το πίσω κατάρτι, και τα πανιά πιο τρύπια κι απ' το παντελόνι που φοράω! Εφτά χάσαμε στη μάχη, κι όλοι καλοί ναύτες, πειρατές απ' τους λίγους! Τους ρίξαμε στη θάλασσα το πρωί, μόλις βγήκε ο ήλιος. Δεν κάνει να τους ρίχνεις νύχτα, δε βρίσκουνε τον πάτο και ξαναγυρνάνε! Ναιαι, ξαναγυρνάνε λέω. Κατάρα! Βάλε κι άλλο.

          Ρίξαμε άγκυρα και περιμέναμε να ξημερώσει η άλλη μέρα,να 'χουμε ώρες μπροστά μας να ψάξουμε. Χαράματα στο πρώτο φως με τη διαταγή του καπετάνιου κατεβάσαμε τη βάρκα στο νερό και σε λίγο πατούσαμε στην αμμουδιά. Όμορφο νησί, καταπράσινο, σαν τον Παράδεισο. Λίγη άμμο κοντά στη θάλασσα, και μετά δέντρα να γεμίζει η ματιά σου! Ο κάπτεν Χέλσον κίνησε μπροστά, πίσω του ο Μπιγκ Τζον, και ξοπίσω τους ακολουθούσαμε εμείς, με τις αξίνες και τα φτυάρια, και τα λοστάρια. Τελευταίος πήγαινα εγώ, ούτε δεκαπάντε χρονώ δεν ήμουν τότε, και κοίταζα τριγύρω μ' ορθάνοιχτα τα μάτια. Δεν είχα ματαδεί τέτοια ομορφιά! Μόνο η θάλασσα είναι ομορφότερη, τ' ακούς ξένε; Μόνο η θάλασσα λέω. Μπήκαμε στη ζούγκλα ότι είχε βγει ο ήλιος. Η δροσιά έσταζε ακόμα από τις φυλλωσιές, τόσες πολλές στάλες που θαρρείς και ψιχάλιζε ο ουρανός. Αλλά όχι, ο ουρανός ήταν πεντακάθαρος εκείνη τη μέρα, ούτε συννεφάκι δεν είχε!

          Σα να τον βλέπω μπροστά μου τον θυμάμαι να κάνει στην άκρη τις φτέρες και να περνάει με το βήμα του σίγουρο λες και περπατούσε στους δρόμους της Αβάνας ή του Κίνγκστον! Τον θαύμαζα τον καπετάνιο, όλοι τον θαυμάζαμε και τον σεβόμασταν, κι εγώ που ήμουν παιδί ακόμα τον έβλεπα σαν ανίκητο θεό των πειρατών! Ψηλός, γεροδεμένος, με το φαρδύ μαύρο του καπέλο και τα μακρυά του μαλλιά, το κάλυμμα στο αριστερό του μάτι ενθύμιο από μια ναυμαχία με τους Εγγλέζους, το πάντα καλοξυρισμένο ψημένο από τον ήλιο και την αλμύρα πρόσωπό του! Ήταν παλικάρι ο καπετάνιος, παλικάρι λέω! Τον αγαπούσαν οι γυναίκες σε κάθε λιμάνι που πιάναμε, από τη Φλόριντα μέχρι το Μαρακαΐμπο και το Καράκας! Και το τσούρμο πάνω στο καράβι του, στο Γκόλντεν Άροου, έδινε τη ζωή του χωρίς δεύτερη σκέψη γι' αυτόν. Η μαύρη σημαία του όταν υψώνονταν έκανε τους αντιπάλους του να ριγούν από το φόβο, και ήταν επικηρυγμένος κι από τους Εγγλέζους, κι από τους Σπανιόλους, κι από τους Φράγκους. Ααα, όλοι ονειρεύονταν πως νικούσαν κι έπιαναν τον κάπτεν Γκίντεον Χέλσον, κι αρκετοί προσπάθησαν ξένε! Ξέρεις που είναι τώρα όλοι αυτοί; Χαχαχα, στον πάτο της θάλασσας παρέα με τα ψάρια! Χαχαχα, με τα ψάρια λέω!

          Ναι, ναι, συγχώρα μου το γέρικο νου ξένε, γέμιζε εσύ το ποτήρι μου και κάνε υπομονή, και θα μάθεις αυτά που θες. Αλλά αν ρωτάς γι' αυτό που νομίζω πρέπει να σε προειδοποιήσω πως ότι κι αν υπήρχε σ' εκείνο το νησί δεν ήταν θησαυρός. Όοοχι, όχι θησαυρός λέω.

          Μέχρι να ανέβει ψηλά ο ήλιος είχαμε χωθεί για καλά στο πυκνό δάσος. Μας οδηγούσε με την πυξίδα του στο χέρι συνέχεια προς το βορρά, προς το κέντρο του νησιού. Το μεσημέρι φτάσαμε σ' ένα μικρό ξέφωτο, εκεί μας περίμενε το πρώτο σημάδι ότι είμασταν σε καλό δρόμο. Δύο  ψηλοί χοντροί πάσσαλοι έστεκαν φυτεμένοι ο ένας δίπλα στον άλλο σα να φτιάχναν μια είσοδο. Πάνω τους είχαν σκαλίσματα από αλλόκοτα πρόσωπα, θεοί και δαιμόνια που φύλαγαν ότι κι αν περίμενε πιο πέρα, και  τρόμαζαν όποιον ήθελε να διαβεί την πύλη τους. Οι ναύτες σταυροκοπήθηκαν κι άρχισαν να προσεύχονται στην Παρθένα φοβισμένοι, και μουρμούριζαν πως ο τόπος ήταν δεμένος με βαριά κατάρα! Ως κι ο Μπιγκ Τζον έκανε το σταυρό του, κι έβλεπες στη σκληρή ματιά του πως μέσα του ένιωσε τον φόβο να τον δαγκώνει! Ο καπετάνιος όμως τα κοίταξε ανέκφραστος για λίγα λεπτά, και μετά μας έκανε νόημα να τον ακολουθήσουμε και πέρασε ανάμεσά τους.

          Ένα στενό μονοπάτι ξεχώριζε στο παχύ χορτάρι μέσα στα δέντρα. Το περπατήσαμε για κάνα δυο ώρες πάντα ο ένας πίσω από τον άλλον, και φτάσαμε σε μια σπηλιά. Απ' έξω είχε πάλι τις ίδιες φάτσες να μας κοιτούν με τα παγωμένα μάτια τους, αυτή τη φορά πελεκημένες πάνω στο βράχο. Ένας μικρός κύκλος μπροστά στη σπηλιά, καμιά τριανταριά οργιές θα ήταν, δεν είχε καθόλου χορτάρι. Μόνο χώμα! Σ' όλο το δάσος ως τότε ακούγονταν πουλιά να τραγουδούν, εδώ όμως ή ησυχία σε ξεκούφαινε, σε ξεκούφαινε λέω! Οι ναύτες δεν ήθελαν να μπουν μέσα, αλλά δεν θα παράκουαν τον καπετάνιο. Κόψαμε κλαδιά, τυλίξαμε πανιά στην άκρη και τ' ανάψαμε, και με τους δαυλούς στα χέρια τον ακολουθήσαμε μέσα στο βράχο. Δεν είχαμε ιδέα για τι ψάχναμε, το ήξερε ο καπετάνιος κι αυτό ήταν αρκετό για όλους μας.

          Η σπηλιά ήταν αρκετά ψηλή για να περπατάμε άνετα όρθιοι, και φιδογύριζε αρκετά μέσα στη γη. Περπατούσαμε αργά, και που και που βρίσκαμε τα σκαλίσματα στους τοίχους να φαίνονται σα ζωντανά έτσι που τρεμόπαιζαν οι φλόγες των δαυλών μας. Σταματήσαμε μπροστά σε μια παμπάλαιη πόρτα από σίδερο και ξύλο που μας έφραζε το δρόμο. Έγραφε κάτι πάνω, κι ο καπετάνιος μου είπε να του το διαβάσω. Τότε κατάλαβα τι με ήθελε μαζί του, γιατί τα τελευταία πέντε χρόνια που με είχε κοντά του επέμενε τόσο να μάθω να διαβάζω και να μελετάω όλη την ώρα. Ήταν η αρχαία γλώσσα των Μάγιας, και έλεγε πως μόνο οι άξιοι θα πατούσαν πίσω απ' αυτήν την πόρτα. Τα παλικάρια έπιασαν τους λοστούς και γρήγορα άνοιξαν τα βαριά θυρόφυλλα. 

          Το φως από τους δαυλούς μας φώτισαν μια μεγάλη αίθουσα σκαμμένη ποιός ξέρει από ποιους και πόσους καιρούς πριν. Ο καπετάνιος έκανε νόημα σ' έναν ναύτη κι εκείνος μπήκε τρέμοντας μέσα. Στο τρίτο βήμα του ακούστηκε ένας ήχος που στην ησυχία μας φάνηκε σα κανονιά, αλλά ήταν μόνο ένα κλικ σαν αυτό που κάνει εκείνο το ρολόι πίσω σου στον τοίχο όταν δείχνει ότι γέμισε η ώρα και ξεκινάει να βγει ο κούκος να το φωνάξει σε όλους. Κάτι πέρασε γρήγορο σαν αστραπή πάνω από το ναύτη, μια σκιά είδαμε μόνο, τόσο μεγάλη ήταν η ταχύτητά του. Αυτός στάθηκε για μια στιγμή ακίνητος, και μετά το κορμί του άνοιξε στα δυο κομμένο απ' το κεφάλι ως τ' αχαμνά του, και τα κομμάτια του σωριάστηκαν αργά σαν άδεια σακιά στο πέτρινο πάτωμα. Τρόμος μας γέμισε και πισωπατήσαμε αμέσως, όλοι εκτός από τον καπετάνιο που έμεινε εκεί στην πόρτα και κοίταζε σοβαρός γύρω γύρω μέσα στην αίθουσα.

          Πέντε αγάλματα έστεκαν στη σειρά και στις δυο πλευρές της αίθουσας. Το ένα είχε κεφάλι αετού, το δεύτερο λιοντάρι, το τρίτο ήταν φίδι με τη γλώσσα του να κρέμεται διχαλωτή, το τέταρτο κατσίκα, και το πέμπτο και τελευταίο ταύρος. Πέντε από τη μια, πέντε κι από την άλλη λέω, τα θυμάμαι ως τώρα να 'τανε. Πρόσεξε τώρα τι έξυπνος που ήταν ο κάπτεν Χέλσον ξένε. Πέταξε το δαυλό του στο πάτωμα και το φώτισε. Ήταν όλο πλάκες, και είχαν όλες πάνω τους τα πέντε ζώα, αλλά μπερδεμένα. Μόλις το είδε χαμογέλασε και μπήκε πατώντας με προσοχή σε μια πλάκα που είχε αετό. Το επόμενο βήμα του ήταν σε μια πλάκα λίγο πιο δίπλα, που είχε λιοντάρι. Μ' ένα μικρό πήδημα πάτησε σε μια με φίδι, μετά στην κατσίκα, και μετά στον ταύρο, και έφτασε στο κέντρο όπου ήταν λίγα πέτρινα σκαλιά κι ένας μακρύς σαν τραπέζι βωμός με φαγωμένες τις γωνιές του από το χρόνο. Όλοι κρατούσαμε την ανάσα μας όσο πήδαγε από πλάκα σε πλάκα, αλλά τίποτα δεν έγινε. Είχε καταλάβει την παγίδα, και μόλις πάτησε στα σκαλιά την έλυσε, ένας μηχανισμός ακούστηκε να δουλεύει τα παλιά γρανάζια του τρίζοντας, και όλες οι πλάκες σα να πατήθηκαν έκαναν κάτω κι έμειναν εκεί. Μας έκανε νόημα και μπήκαμε μέσα με τις καρδιές μας να χτυπούν τόσο δυνατά που θαρρείς και τις άκουγες σαν τα ταμπούρλα των ιθαγενών στις ζούγκλες της Βενεζουέλας στο νότο.

          Πάνω στο βωμό είχε τρία ζευγάρια σχέδια σκαλισμένα και ξεχώριζαν από την γκρίζα πέτρα επειδή ήταν βαμμένα με μια κίτρινη μπογιά που μύριζε θειάφι. Ήταν δυο ήλιοι, δυο φεγγάρια, και δυο αστέρια. Μια επιγραφή ήταν από κάτω και τη διάβασα όπως και την προηγούμενη στην πόρτα. Μόνο το φως θα διώξει το σκοτάδι και θα φωτίσει το δρόμο, έλεγε! Ο καπετάνιος με άκουγε προσεκτικά ενώ του μετέφραζα, κι έμεινε σκεφτικός για λίγο κοιτώντας τα κιτρινωπά σχέδια. Έστιβα το μυαλό μου, αλλά δεν καταλάβαινα τι μπορούσε να εννοεί η επιγραφή. Δίπλα μου ο Μπιγκ Τζον έβγαλε ένα μικρό φλασκί και κατέβασε δυο τρεις δυνατές γουλιές ρούμι να κόψει λίγο την τρεμούλα του, ενώ οι άλλοι τρεις ναύτες σχεδόν είχαν διπλωθεί στα δυο από το φόβο τους, και κοίταζαν συνέχεια τριγύρω μην και τους ορμήσει κάτι όπως και στον άλλον όταν μπήκαμε μέσα και τα κομμάτια του κείτονταν πίσω μας στο πάτωμα.

          Στέγνωσα ξένε, δε μου ξαναγέμισες το ποτήρι! Ξέρω, ξέρω, σ' έχει απορροφήσει η ιστορία μου, και αναρωτιέμαι αν μ' ακούς με τόση προσοχή επειδή έχουν ενδιαφέρον αυτά που σου λέω, ή μήπως ψάχνεις για οδηγίες; Ότι κι αν είναι δεν με πειράζει, όχι δε με πειράζει λέω. Έτσι κι αλλιώς όταν τελειώσω θα έχεις τρομάξει αρκετά ώστε να παρατήσεις όποιες ιδέες έχεις. Βάλε λοιπόν κι άλλο ρούμι, κι εγώ θα σου πω τι έγινε παρακάτω.

          Ο καπετάνιος που λες το σκεφτόταν με σμιγμένα τα φρύδια. Ξαφνικά πήρε το δαυλό του Μπιγκ Τζον και ακούμπησε τη φλόγα πάνω στον έναν ήλιο. Αμέσως η κίτρινη ουσία πήρε φωτιά, και αόρατα γρανάζια άρχισαν να γυρνούν κάτω από το βωμό. Γέλασε άγρια, και άναψε και τον άλλον ήλιο, και τότε ο βαρύς πέτρινος βωμός άρχισε να κινήται αργά και να αποκαλύπτει ένα σκοτεινό πέρασμα από κάτω του! Μια σκάλα κατηφόριζε τη στενή τρύπα. Μπήκε πρώτος με το δαυλό μπροστά του για να φωτίζει τα σκαλοπάτια. Παχιοί ιστοί από αράχνες έκοβαν το δρόμο, αλλά καίγονταν αμέσως κι έπεφταν στα πέτρινα σκαλιά μόλις τα άγγιζε η φλόγα. Κατεβήκαμε πολλές οργιές, και στρίψαμε δυο τρεις φορές όπως μας πήγαινε η σκάλα πριν φτάσουμε στον πάτο όπου άλλη μια αίθουσα μας περίμενε σκοτεινή. 

          Ο αέρας μύριζε κλεισούρα από αιώνες. Από αιώνες λέω, ναιαι! Εδώ το πάτωμα ήταν χώμα, και οι τοίχοι άγριοι, σημάδι ότι ήταν φυσικό σπήλαιο. Τριγύρω τοποθετημένα σε κόγχες έστεκαν πέτρινα αγάλματα, ψηλά ίσαμε δυο άντρες ο ένας πάνω στον άλλο. Είχαν από τέσσερα χέρια, και στο καθένα κρατούσαν κι ένα κυρτό σπαθί σαν αυτά που έχουν στο Αλγέρι, αλλά πιο στενά και πιο κοντά. Τα πρόσωπά τους έμοιαζαν μ' εκείνα που είχαμε δει έξω, στους πασσάλους και στο έμπα της σπηλιάς, άγρια και τρομακτικά σαν να ήταν έτοιμα να σε φάνε με τα μυτερά τους δόντια. Στο κέντρο πάνω σε ένα μαύρο γυαλιστερό βράχο με αλλόκοτα φαγωμένα σκαλίσματα βρισκόταν ένα παράξενο στρογγυλό αντικείμενο ίσα μ' ένα πεπόνι σαν αυτά που πουλάνε στους πάγκους μπροστά στο λιμάνι, από κάποιο μέταλλο που δεν το γνώριζα παρά τα βιβλία που είχα διαβάσει. Ήταν κιτρινωπό σαν από χρυσάφι, και παράξενες γραμμές το έτρεχαν και σπινθηροβολούσαν λες και αόρατες φλόγες απλώνονταν στις αυλακιές τους. Μια λάμψη το περιτριγύριζε, και δεν οφείλονταν στους δαυλούς μας. Θυμάμαι πως είχα ανατριχιάσει ολόκληρος όσο το κοίταζα με ανοιχτό το στόμα! Πίσω του ακριβώς, μέσα σε ένα μεγάλο πλαίσιο από το ίδιο μαύρο πέτρωμα ήταν μια λεία επιφάνεια σαν από γυαλί, μόνο που ήταν σκοτεινή και δεν μπορούσαμε να δούμε πίσω της.

          Ο καπετάνιος μας έκανε νόημα να σταθούμε και πλησίασε το αντικείμενο. Πρώτα το κοίταξε προσεκτικά γύρω γύρω, ναιαι, προσεκτικά λέω. Μετά άπλωσε το χέρι του και τέντωσε την παλάμη του ακριβώς από πάνω, μέσα στη λάμψη του. Αυτή η λάμψη απλώθηκε αμέσως και τον τύλιξε ολόκληρο κάνοντάς τον να φεγγοβολάει όπως τα χέλια στις Βερμούδες, αν ξέρεις για ποια λέω! Κρατούσαμε ως και τις ανάσες μας, τόσο μας είχε απορροφήσει ότι βλέπαμε μπροστά μας. Το έπιασε ξαφνικά και το σήκωσε θριαμβευτικά ψηλά. Χαμογέλαγε λοξά, σαν τρελός ένα πράμα!

          Ακτίνες ξεχύθηκαν από το αντικείμενο στο χώρο φωτίζοντάς τον ολόκληρο με ένα κιτρινωπό φως που σχεδόν μας τύφλωσε. Κατέληξαν στα αγάλματα, που όσο κι αν σου ακουστεί απίστευτο ζωντάνεψαν! Τα πέτρινα πόδια τους άρχισαν να κινούνται, ενώ τα χέρια τους κράδαιναν τα κοντά σπαθιά τους απειλητικά. Έκανα πίσω προς τη σκάλα, και κρύφτηκα στη γωνία, ενώ ο δεύτερος κι οι τρεις ναύτες τραβούσαν τα δικά τους χατζάρια και τις μπιστόλες. Οι κρότοι των πυροβολισμών ακούστηκαν σαν κεραυνοί, και τα μάτια μου έτσουξαν και δάκρυσαν από το καμένο μπαρούτι, είδα όμως ότι τα βόλια δεν κάναν τίποτα περισσότερο στα ζωντανεμένα αγάλματα από το να τινάξουν κομμάτια πέτρας από πάνω τους εκεί που τα χτυπούσαν.

          Ο κάπτεν Χέλσον έστεκε ακίνητος σαν να τον κρατούσε δεμένο γερά η λάμψη απέναντι από τη γυαλιστερή επιφάνεια που τώρα φωτίζονταν κι αυτή κίτρινη όπως όλα μέσα στη σάλα. Στο πρόσωπό του φαίνονταν καθαρά ότι προσπαθούσε να σπάσει τη μαγεία, και το μοναδικό του μάτι πέταγε φωτιές από τον θυμό που τον γέμιζε. Ναιαι, δε φοβόταν ο καπετάνιος, μόνο θύμωνε πολύ, και τότε οι άλλοι φοβούνταν αυτόν, αυτόν λέω!

          Τα σπαθιά άρχισαν να χτυπάνε μεταξύ τους πετώντας σπίθες, αλλά ήταν μια μάχη άνιση. Οι πέτρινοι φρουροί, γιατί φρουροί ήτανε ετούτα τα αγάλματα, ήταν περισσότεροι, και πιο δυνατοί, και με τα τέσσερα χέρια τους όρμαγαν τέσσερις φορές περισσότερο απ' όσο οι  ναύτες κι ο Μπιγκ Τζον. Αυτός έμεινε και τελευταίος, όταν οι άλλοι τρεις έπεσαν πελεκημένοι ο δεύτερος αμύνονταν απέναντι σε δυο φρουρούς βρίζοντας και φωνάζοντας κατάρες με την πλάτη κολλημένη στο τοίχο. Ααα, ήταν δυνατός ο Μπιγκ Τζον, και πειρατής από τους λίγους. Ήξερε να χειρίζεται καλά το σπαθί, κι αν οι φρουροί ήταν από σάρκα θα τους είχε σίγουρα ξαπλώσει τρυπημένους πέρα για πέρα. Αλλά δεν ήταν, όχι δεν ήταν λέω. Μια σπαθιά του έκοψε το χέρι που κρατούσε το σπαθί του, και το είδα να πέφτει στο χώμα λίγο πιο πέρα από τη γωνία που κρυβόμουν. Στ' ορκίζομαι ξένε, σπαρταρούσε κι έσφιγγε το λεπίδι λες και είχε δική του θέληση! Άλλη μια σπαθιά του άνοιξε  το κορμί και τα σωθικά του χύθηκαν στο πάτωμα. Έπεσε στα γόνατα με το ίδιο του το αίμα να τον πνίγει, και τότε μια τελευταία σπαθιά του πέταξε το κεφάλι από τους ώμους του και το έστειλε να κυλήσει μέχρι τα πόδια του καπετάνιου. Το κορμί του έπεσε αργά μπρούμυτα κι έμεινε ακίνητο εκεί, για πάντα. Για πάντα λέω!

          Γύρισα την προσοχή μου στον κάπτεν Χέλσον. Οι φρουροί τον κύκλωσαν αλλά δεν του επιτέθηκαν. Τότε τον άκουσα που μου φώναξε με τη βραχνή φωνή του “φύγε Τζίμι, τρέχα παιδί μου και γλύτωσε..” , μια στιγμή πριν τον πιάσουν και του πάρουν το στρόγγυλο αντικείμενο από το χέρι. Είδα να τον σπρώχνουν προς την γυαλιστερή επιφάνεια, και μια δυνατή λάμψη με τύφλωσε και μ' έκανε να κλείσω για μια στιγμή τα μάτια μου. Όταν τ' άνοιξα είδα αυτό που μ' έκανε να βγάλω φτερά στα πόδια μου και να σκαρφαλώσω δυο δυο τα σκαλοπάτια μέχρι που ξέπνοος βγήκα εντελώς έξω από τη σπηλιά και χώθηκα σαν παλαβός στο δάσος.

          Ο ήλιος κόντευε να δύσει όταν έφτασα στην παραλία. Έσπρωξα τη βάρκα στο νερό και άρχισα να κάνω κουπί μ' όλη μου τη δύναμη. Με τράβηξαν πάνω στο Γκόλντεν Άροου και με ρώτησαν να τους πω τι έγινε, που είναι οι άλλοι, που είναι ο καπετάνιος. Ήμουν τόσο λαχταρισμένος που έτρεμα σα σαρδέλα, και μόνο μουγκρητά βγαίναν από το στόμα μου καθώς έκλαιγα με δυνατούς λυγμούς.

          Γιατί τον είδα πριν γυρίσω να φύγω τρέχοντας με την ψυχή στο στόμα, με την ψυχή στο στόμα λέω! Είδα τον καπετάνιο, τον περιβόητο σ' όλη την Καραϊβική κάπτεν Γκίντεον Χέλσον, τον ατρόμητο πειρατή που στο άκουσμα και μόνο του ονόματός του έτρεμαν οι εχθροί του, και τρέμουν ακόμα και σήμερα ξένε, ναιαι, ακόμα και σήμερα λέω! Τον είδα μέσα στην γυαλιστερή επιφάνεια, να χτυπάει με τα δυο του χέρια από μέσα, να κλωτσάει και να βρίζει με αφρούς να πετάγονται από το στόμα του. Και μπορώ να σε βεβαιώσω ξένε ότι ακόμα και τότε το μάτι του δεν είχε φόβο, μόνο θυμό και οργή για τη φυλακή του. Γιατί ήξερε καλά όπως ξέρω κι εγώ τώρα πως φυλακή ήταν η τιμωρία του. Και θα έμενε εκεί για πάντα, τιμωρημένος να βλέπει αυτό που θέλησε να κλέψει για όλη την αιωνιότητα, για πάντα λέω!

          Μη βάζεις άλλο στο ποτήρι μου ξένε, το γέρικο στομάχι μου δεν αντέχει όπως κάποτε. Αυτή ήταν η ιστορία μου, η ιστορία του περιβόητου κάπτεν Γκίντεον Χέλσον που τον έτρεμε όλη η Καραϊβική, όλη η Καραϊβική λέω! Μπαρκάρισα με πολλούς καπετάνιους από τότε, κι έκανα κι εγώ πολλά στη ζωή μου σαν πειρατής, αλλά σαν εκείνον δεν γνώρισα άλλον. Κι ακόμα και τώρα στο λέω ξένε, πολλές φορές τον βλέπω στα όνειρά μου παγιδευμένο πίσω από τη γυαλιστερή επιφάνεια να προσπαθεί μάταια να ξεφύγει, και πετάγομαι μούσκεμα στον ιδρώτα λες και βούτηξα στη θάλασσα. Ακόμα τον ακούω να μου φωνάζει να φύγω να γλυτώσω, γιατί ήξερε τι τον περίμενε, ναι, ήξερε λέω..

          Τελικά νομίζω ότι θα πιω ακόμη ένα ξένε κι ας οργιστεί το στομάχι μου και με κρατήσει ξύπνιο απόψε. Εξάλλου δεν είμαι σίγουρος ότι θέλω να κοιμηθώ μετά από την κουβέντα μας. Την κουβέντα μας λέω...-

                                                                                                         By MADnJIM 

Edited by MadnJim
  • Like 1
Link to comment
Share on other sites

Λοιπόν φίλε αυτή η ιστορία δεν είχε τις ανατροπές που μας έχεις συνηθίσει αλλά έχω έναν άλλο έπαινο να σου κάνω. Με έστειλε πίσω στα παιδικά μου χρόνια όταν διάβαζα το Νησί των Θησαυρών του Στήβενσον. Είναι μια ωραία πειρατική ιστορία μέσα στο στυλ και της ιστορίας αλλά και της αφήγησης του είδους. Ίσως θα έπρεπε να περιορίσεις λίγο τις εμφατικές επαναλήψεις του πειρατή που αφηγείται αλλά κατά τ' άλλα μια ωραία ιστορία και ευχαριστούμε που τη μοιράστηκες μαζί μας.

  • Like 1
Link to comment
Share on other sites

Να 'σαι καλά φίλε μου, χαίρομαι πολύ που σε ταξίδεψε!:)

Link to comment
Share on other sites

Join the conversation

You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.

Guest
Reply to this topic...

×   Pasted as rich text.   Paste as plain text instead

  Only 75 emoji are allowed.

×   Your link has been automatically embedded.   Display as a link instead

×   Your previous content has been restored.   Clear editor

×   You cannot paste images directly. Upload or insert images from URL.

Loading...
×
×
  • Create New...

Important Information

You agree to the Terms of Use, Privacy Policy and Guidelines. We have placed cookies on your device to help make this website better. You can adjust your cookie settings, otherwise we'll assume you're okay to continue..