heiron Posted May 16, 2015 Share Posted May 16, 2015 (edited) Ο Τζον Κρόουλι έχει τιμηθεί με το Βραβείο Λογοτεχνίας της Αμερικανικής Ακαδημίας Τεχνών και Γραμμάτων. Ζει στους λόφους πάνω από τον ποταμό Κονέτικατ στη βόρεια Μασαχουσέτη, με τη σύζυγο και τις δίδυμες κόρες του. Είναι ο συγγραφέας των μυθιστορημάτων "Daemonomania", "Love & Sleep", "Aegypt", "Little, Big", "The Deep", "Beasts", "Engine Summer" και "The Translator", καθώς και της συλλογής διηγημάτων "Novelties & Souvenirs". (πηγή: βιβλιοnet) Στα Ελληνικά κυκλοφορεί το βιβλίο του "Το μυθιστόρημα του λόρδου Μπάιρον" από τη Bell/Χαρλένικ. Please, scroll down for English. Μέχρι τώρα, το μόνο βιβλίο σας που μεταφράστηκε στα Ελληνικά είναι το «Το μυθιστόρημα του λόρδου Μπάιρον: Η χώρα του δειλινού». Είναι εν μέρει γραμμένο με μορφή επιστολών και εν μέρει «μεταλογοτεχνία». Πώς σας ήρθε αυτή η ιδέα; Δεν θα στεκόταν η ιστορία του Αλί ως ένα μυθιστόρημα του John Crowley; Είναι τα μυθιστορήματα με μορφή επιστολών βιώσιμα στον 21ο αιώνα; Πάντα αγαπούσα τον Λόρδο Μπάιρον – είναι ένα ιστορικό πρόσωπο που νιώθω πως μπορώ να τον γνωρίσω πραγματικά, σαν ένα άτομο κι όχι σαν ένα σύνολο ιδιοτήτων ή πράξεων. Πιστεύω αυτό συμβαίνει εξαιτίας του τεράστιου όγκου επιστολών του, τόσο ειλικρινών όσο και εγωιστικών, αστείων και λυπηρών, μπερδεμένου αλλά και ξεκάθαρου μυαλού, σοφών και ανόητων. Στα τέλη της δεκαετίας 1960 έγραψα ένα προσχέδιο ενός σεναρίου (ή πιθανό να ήταν σενάριο – παρέμεινε ανολοκλήρωτο) σχετικά με τα τελευταία χρόνια του Μπάιρον στην Ιταλία, βασισμένο κατά ένα μέρος στις επιστολές του. Πάντα πίστευα ότι το ποιητικό έργο του Μπάιρον – εκτός από το Δον Ζουάν – είναι μάλλον εσφαλμένο και βεβιασμένο, αν και θαυμάσιο σε κάποια μέρη του, και πως η πεζογραφία θα ήταν το ιδανικό μέσο για αυτόν. Δεν το είχε συνειδητοποιήσει αυτό ο ίδιος, κι έτσι έπρεπε να γράψω εγώ το μυθιστόρημα για αυτόν. Μέρος αυτού του μυθιστορήματος διαδραματίζεται στην Αλβανία και υπάρχει και μια μικρή αναφορά στην Ελλάδα ενώ υπάρχουν πολλές αναφορές σχετικά με τη ζωή του λόρδου Μπάιρον και της κόρης του. Και βέβαια υπάρχει η Αγγλία του 19ου αιώνα. Κάνετε εκτενή έρευνα για τα μυθιστορήματά σας; Πως αυτή διαφέρει από την έρευνα που κάνετε για ένα ντοκιμαντέρ; Η έρευνα για ένα ντοκιμαντέρ είναι συχνά έρευνα ανάμεσα σε διαθέσιμα πλάνα και φωτογραφίες (τα ντοκιμαντέρ που κάνω είναι κυρίως ιστορικά) και συνομιλίες με ιστορικούς που μπορεί να εμφανιστούν στο φιλμ. Έρευνα για ένα μυθιστόρημα είναι η αναζήτηση για σημαντικές λεπτομέρειες και ζωηρές στιγμές και ενδιαφέρουσες σκέψεις που μπορούν να ανακυκλωθούν σαν το «περιβάλλον» μιας μυθοπλασίας. Κάτι ωραίο που βρήκα για το μυθιστόρημα του Μπάιρον ήταν πως επιστολές που στέλνονταν τη δεκαετία του 1820 πληρώνονταν όχι από τον αποστολέα αλλά από τον παραλήπτη- ένα σύστημα που έλαβε τέλος όταν έγινε ξεκάθαρο πως είναι υπερβολικά εύκολο για τους υποψήφιους παραλήπτες να ρίξουν μια ματιά στον φάκελο και να αποφασίσουν ότι δεν ήθελαν το γράμμα. Ένα μεγαλύτερο θέμα που διερεύνησα (στις σύγχρονες περιπτώσεις του) ήταν το Αλβανικό έθιμο που επιτρέπει γυναίκες που αρνούνται να παντρευτούνε να ζήσουν σαν άντρες. Μπορείτε να μας πείτε τα αγαπημένα σας βιβλία και συγγραφείς και πως (αν και εφόσον) σας επηρέασαν; Είναι δύσκολο να ξέρω τι σημαίνει «επιρροή» σε αυτό το πλαίσιο. Νομίζω έχω επηρεαστεί εξίσου από συγγραφείς τους οποίους δεν θα τους αποκαλούσα αγαπημένους μου όσο και από αυτούς που θα τους αποκαλούσα έτσι. Μερικές φορές οι μηχανισμοί μυθοπλασίας, τα story arcs, οι μέθοδοι δημιουργίας φανταστικών κόσμων, είναι πιο ξεκάθαρα εμφανείς (και εύκολο να προσαρμοστούν στα μέτρα σου) σε δευτεροκλασάτη γραφή παρά σε ανώτερη μυθοπλασία. Έμαθα ορισμένους τρόπους αφήγησης περιορισμένου τρίτου προσώπου από τα μυθιστορήματα του David Stacton αρκετά καλά ώστε το πρώτο μου μυθιστόρημα (The Deep) γράφτηκε με τις ίδιες μεθόδους, μολονότι μόλις πρόσφατα ξαναδιάβασα ένα μυθιστόρημα του David Stacton και συνειδητοποίησα τη σύνδεση. Συγγραφείς που θαυμάζω πιο πολύ (Ναμπόκοφ, Τζόυς, Μπόρχες, Μαρκέζ) δεν μπορώ να διανοηθώ να του μιμούμαι – είναι κυριολεκτικά αμίμητοι. Το μόνο που παίρνεις από τέτοιους συγγραφείς είναι η αίσθηση του τι είναι πιθανό στη μυθοπλασία – κάτι που θα ήταν μια πολύ σπουδαία μορφή επιρροής, αν και μπορεί να μην την αναγνωρίσει κανείς αναγνώστης. Το Our Mutual Friend (του Ντίκενς) είναι για μένα σχεδόν ένα εγχειρίδιο για κάθε πιθανή τεχνική μυθοπλασίας καθώς και ένα από τα σπουδαία μυθιστορήματα στην Αγγλική γλώσσα. Αμφιβάλλω αν οποιοσδήποτε θα έβλεπε αυτή τη συγκεκριμένη επιρροή στο έργο μου. Και μολονότι θαυμάζω με σθένος τον Stevenson, δεν μπορώ να βρω κάτι που να μπορώ να κλέψω από το τέλειο μυθιστόρημά του Το νησί των θησαυρών. Τα περισσότερα από τα μυθιστορήματά σας είναι στη διαχωριστική γραμμή του φάντασυ ενώ είναι επίσης μάλλον λογοτεχνικά και “mainstream”. Πού ακριβώς βρίσκεται αυτή η συνοριακή γραμμή, αν και εφόσον υπάρχει; Ποια πλευρά θα διαλέγατε αν ήταν επιλογή σας; Δεν θεωρώ πως υπάρχει σύνορο. Υπάρχει ένα φάσμα, ίσως: στο ένα άκρο έντονα μιμητική λογοτεχνία που διαδραματίζεται σε αναγνωρίσιμους κόσμους, χωρίς απίθανες πλοκές ή συμπτώσεις ή χάπι εντ. Στο άλλο άκρο το ειλικρινές φανταστικό, που διαδραματίζεται σε μη πραγματικούς κόσμους, ακολουθεί νόμους μυθοπλασίας, επιτρέπει γερή δόση απίθανης σύμπτωσης, ομοζυγωτικά δίδυμα, μάχες με τέρατα, μαγικά ταξίδια, εραστές που είχαν χωριστεί μέχρι τις τελευταίες σελίδες, κτλ. Σε μια άλλη γραμμή του φάσματος υπάρχει η νατουραλιστική ή στάνταρντ ρεαλιστική γραφή και η επαναστατική παράξενη και «πειραματική» γραφή - και το γεγονός ότι τα περισσότερα βιβλία φάντασυ είναι γραμμένα σε πολύ στάνταρντ ρεαλιστικό στυλ, ενώ πολλά ρεαλιστικά μη φανταστική έργα είναι γραμμένα σε περιπετειώδες, παράδοξο, μη ρεαλιστικό τρόπο, από τη Getrude Stein και τον James Goyce μέχρι τον Paul Auster και τον Barry Danielewski. Έχετε προταθεί (και κερδίσατε) για διάφορα βραβεία ανάμεσα στα οποία και το βραβείο Hugo. Ποια είναι η γνώμη σας για το πρόσφατο περιστατικό με τα Sap Puppies και γενικά για τα βραβεία; Δεν γνώριζα τίποτα σχετικά με το θέμα Sad Puppies μέχρι να γίνει μεγάλος ντόρος. Μου φαίνεται πως αυτοί που το υποκίνησαν, όπως ο Vox Day, είναι τρομακτικά φιλόδοξοι στους στόχους τους να αλλάξουν τον κόσμο, να επαναφέρουν παλιές αντιλήψεις, να τρέψουν σε φυγή φεμινίστριες και ομοφυλόφιλους – και η πλατφόρμα που έχουν διαλέξει είναι ένα μάλλον άγνωστο (για το ευρύ κοινό) βραβείο επιστημονικής φαντασίας. (Το οποίο παρεμπιπτόντως δεν έχω κερδίσει) Ο τεχνικός όρος για αυτό το είδος της κακής αντιστοίχισης μεταξύ των τεράστιων ή ανέφικτων ιδανικών και του παράλογου μικρού βραβείου είναι η ωραία Ελληνική λέξη «βάθος». Η σειρά Aegypt Cycle χρειάστηκε 20 χρόνια για να ολοκληρωθεί, με κάθε βιβλίο να βγαίνει περίπου κάθε επτά χρόνια. Ποιοι είναι οι λόγοι που ωθούν αλλά και οι μέθοδοι που χρησιμοποιούν συγγραφείς για να ολοκληρώσουν κάποιες σειρές δεκαετίες μετά το ξεκίνημά τους; Και τι έχετε να πείτε στους αναγνώστες που γίνονται ολοένα και πιο ανυπόμονοι (όπως στην περίπτωση του Άσματος της φωτιάς και του Πάγου του Μάρτιν) σχετικά με αυτό; Ανυπόμονοι για το πόσο διαρκεί η αναμονή; Ή ανυπόμονοι σχετικά με την εξέλιξη της ίδιας της ιστορίας; Έχω πολύ λιγότερους αναγνώστες από τον Τζορτζ Μάρτιν και αυτοί οι αναγνώστες (όσον αφορά τα βιβλία Aegypt) δεν ήταν πολύ παθιασμένοι και διψασμένοι να μάθουν τι θα γίνει στη συνέχεια. Ένας μικρός αριθμός αναγνωστών θα έπιανε τους παλιότερους τόμους που είχε διαβάσει και θα τον διάβαζε ξανά όταν θα έβγαινε ένας νέος τόμος. Που αυτό είναι το είδος του αναγνώστη κάθε συγγραφέας – ή κάθε συγγραφέας του είδους που είμαι εγώ, που απολαμβάνει τις λογοτεχνικές φιλοδοξίες όπως αυτές που έχω εγώ – θέλει να προσελκύσει πάνω από όλα. Όσον αφορά το γιατί πήρε τόσο πολύ για να ολοκληρωθεί – ανάμεσα στο ξεκίνημα της σειράς και την ολοκλήρωσή της παντρεύτηκα, απόκτησα παιδιά (δίδυμα!), είδα το επάγγελμά μου σε τέλμα (συγγραφή ντοκιμαντέρ) και απέκτησα ένα άλλο (διδασκαλία). Έγραψα επίσης ένα άλλο μυθιστόρημα κάπου εκεί ανάμεσα (The Translator). Δεν είμαι γρήγορος συγγραφέας ακόμη και στα καλύτερά μου, και η σειρά παρουσίασε μυθοπλαστικές και φιλοσοφικές δυσκολίες που απαίτησαν πολλή σκέψη, η περισσότερη από την οποία αποδείχτηκε άνευ αξίας. Ποια είναι η καθημερινή σας ρουτίνα; Ποια ώρα της ημέρας επιλέγετε για να γράψετε; Ακούτε κάποιο είδος μουσικής ενώ γράφετε; Πιστεύω ότι γράφω καλύτερα τα πρωινά, αλλά όταν έχω καλό ρυθμό μπορώ να γράψω οποιαδήποτε ώρα. Έχω το χάρισμα (ή την κατάρα) της βαθιάς επιλεκτικής προσοχής, που σημαίνει ότι μπορώ να συγκεντρωθώ σε ένα πράγμα και να αγνοήσω άλλα πράγματα που απαιτούν την προσοχή μου, κι έτσι δεν με πειράζει τι τρέχει γύρω μου. Μπορώ να ακούω μουσική (κλασική) αλλά ουσιαστικά όταν γράφω εντατικά, δεν μπορώ να την ακούσω. Όταν ζούσα στη Νέα Υόρκη συνήθιζα να γράφω σε φτηνά εστιατόρια που οι Νεοϋορκέζοι αποκαλούν coffee shops – κάποτε πολλά από αυτά τα είχαν και τα λειτουργούσαν Έλληνες μετανάστες. Έγραφα τα απογεύματα όταν κανένας δεν είχε πρόβλημα που καθόμουν για ώρες με μόνο μια κούπα καφέ. Άνθρωποι ερχόταν κι έφευγαν, συζητούσαν, έδιναν παραγγελίες, κτλ. Ήταν ένα ευχάριστο βουητό δραστηριότητας, ιδανικό για να συμπληρώσει την ακουστική του χώρου και να μην αποσπάσει την προσοχή μου. Έχετε διδάξει στο Yale αλλά και στο Clarion West Writers’ Workshop. Ποια είναι η καλύτερη συμβουλή που θα δίνατε σε επίδοξους συγγραφείς γενικά και σε συγγραφείς φανταστικής λογοτεχνίας συγκεκριμένα; Το ίδιο που θα έδινα σε συγγραφείς κάθε είδους λογοτεχνίας: να διαβάζουν βιβλία και ιστορίες από όσο το δυνατό περισσότερους και ποικίλους συγγραφείς, παλιούς και νεότερους. Να διαβάζεις σαν συγγραφέας: όχι για τις συγκινήσεις και τις αποκαλύψεις και τον ενθουσιασμό, όχι για να θαυμάσεις ή να σιχαθείς, αλλά σαν να παρακολουθείς μια μηχανή που κατασκευάζει πραγματικότητες: πώς λειτουργεί; Γιατί αυτή η οπτική γωνία, αυτή η στιγμή εκκίνησης, αυτό το φλάσμπακ, αυτό το σκηνικό; Δεν είναι λάθος αυτό, ή μήπως παρέλειψα κάτι; Γιατί αυτά τα δύο βιβλία, που είναι τόσο παρόμοια, είναι τόσο διαφορετικά; Ποια είναι η γνώμη σας για τη σύγχρονη λογοτεχνία ουτοπίας; Είναι η δυστοπία ο μόνος τρόπος για να έχουμε μια ενδιαφέρουσα ιστορία; Ή είναι απλά πιο δημοφιλές αυτό στη σημερινή νεολαία; Πιστεύω τα μυθιστορήματα δυστοπίας ασκούν μια ιδιαίτερη έλξη στους νέους, πέρα από τον απλό ενθουσιασμό της μάχης και την νίκη απέναντι σε μια απαίσια απειλητική δύναμη που είναι χειρότερη από τους γονείς σου. Το να πιστεύεις ότι ζεις σε μια δυστοπία σημαίνει ότι δεν οφείλεις καμία υποταγή στην κοινωνία, τους κανόνες της, τις αξίες της, το παρελθόν της ή το μέλλον της. Υποταγή μπορεί να υπάρξει μόνο ως προς την ουτοπία – την ολοκληρωτική επαναστατική αναδιάρθρωση της κοινωνίας από την κορυφή ως της βάση της. Έτσι απλά δεν το δέχεσαι. Και βλέπεις αυτές τις επιλογές ή μη-επιλογές να αντανακλούνται και να υποστηρίζονται στη λογοτεχνία δυστοπίας. Νομίζω ότι ΕΙΝΑΙ δύσκολο να γράψεις μια ενδιαφέρουσα και συναρπαστική ουτοπία – για τον ίδιο λόγο που η Simone Weil διατύπωσε πριν από καιρό: «Το φανταστικό κακό είναι ρομαντικό και ποικίλο, το πραγματικό κακό είναι ζοφερό, μονότονο, στείρο, βαρετό. Το φανταστικό καλό είναι βαρετό, το πραγματικό καλό είναι πάντοτε νέο, θαυμάσιο, μεθυστικό.» Ο Ριχάρδος ο Γ πάντα θα είναι πιο ενδιαφέρων χαρακτήρας από την Πολυάννα. Το καλύτερο μυθιστόρημα ουτοπίας που ξέρω είναι το Pacific Edge του Kim Stanley Robinson, γιατί οι χαρακτήρες είναι αληθινοί και σε αγγίζουν και όλα γίνονται σε μικρή έκταση. Θα ήθελα να δοκιμάσω να γράψω κι εγώ ένα, αλλά πιθανότατα ποτέ δεν θα το κάνω. Τι γράφετε αυτές τις μέρες; Θα δούμε ποτέ άλλο βιβλίο σας στα Ελληνικά; Το μόνο που έχετε να κάνετε είναι να βρείτε έναν εκδότη στα Ελληνικά που θα ήταν πρόθυμος να αγοράσει τα Ελληνικά δικαιώματα για ένα βιβλίο μου – όλοι είναι καλοδεχούμενοι, και τα δικαιώματα για τα βιβλία μου είναι πολύ φτηνότερα από ότι, για παράδειγμα, του Στίβεν Κινγκ. Εφόσον το έργο μου στα Αγγλικά εξαρτάται από μεταφράσεις για να διαβαστεί από μη Αγγλόφωνα άτομα με ενδιαφέρει πολύ το θέμα. (αν και προσωπικά δεν ξέρω άλλη γλώσσα παρά μόνο Αγγλικά) Οι Έλληνες αναγνώστες θα μπορούσαν κάλλιστα να βρούνε ενδιαφέρον το μυθιστόρημά μου The Translator, το οποίο κέρδισε το Ιταλικό βραβείο Premio Flaiano πριν από μερικά χρόνια. Έχω φτιάξει μια νέα εκδοχή – όχι μια νέα μετάφραση – ενός αλχημικού ρομάντσου του 17ου αιώνα με την ονομασία The Chemical Wedding, το οποίο βγαίνει από το Small Beer Press φέτος. Αυτόν τον καιρό τελειώνω ένα μυθιστόρημα που θα είναι πολύ περισσότερο στο φάσμα του φανταστικού από ότι το τελευταίο βιβλίο ή το βιβλίο του Μπάιρον – ίσως αυτό να είναι ενδιαφέρον στην Ελλάδα. Αλλά καλύτερα να μην πω κάτι σχετικά με αυτό τώρα. So far, your only book translated in Greek is “Lord Byron’s novel: The Evening land”. It’s partly an epistolary novel and partly “metafiction”. How did you come up with that idea? Wouldn’t Ali’s story stand alone as a John Crowley novel? Is epistolary novel alive in the 21st century? I have always loved Lord Byron – he’s a historical person whom I feel I can really know, as a person and not as a set of qualities or actions. I think this is because of his huge body of letters, both frank and egotistic, funny and sad, confused and clear-headed, wise and foolish. In the late 1960s I wrote a draft of a play (or maybe it would have been a screenplay – it remained unfinished) about Byron’s last years in Italy, based in part on his letters. I always believed that Byron’s poetic oeuvre – except for Don Juan—is rather false and forced, though wonderful in places, and that prose fiction would have been the better medium for him. He hadn’t learned that himself, so I had to write his novel for him. Part of this novel takes place in Albania and there’s a short mention of Greece while there are also many references to the lives of Lord Byron and his daughter. And of course, there’s 19th century England. Do you research a lot for your novels? How is that different from the research you’re doing for a documentary? Research for a documentary is often research into available footage and photographs (the documentaries I do are mostly historical) and talking to historians who may appear in the film. Research for a novel is the search for significant details and vivid moments and inspiring thoughts that can be recycled as the “surround” of a fiction. A nice thing I found for the Byron novel was that letters mailed in the 1820s were paid for not by the sender but by the recipient – a system that ended when it became apparent that it was too easy for intended recipients to get a glimpse of the envelope and decide they didn’t want the letter. A larger matter that I researched (in its modern manifestations) was the Albanian custom of permitting women who refused to marry to live as men. Could you tell us your favorite books and writers and how have they (if indeed they have) influenced you? It’s hard to know what “influence” would mean in context. I think I have been influenced as much by writers whom I would not call my favorites as by those I would. Sometimes fictional devices, story arcs, ways of making fictional worlds, are more clearly apparent (and adoptable) in second-rank writing than in the supreme fictions. I learned certain modes of third-person-limited narration from the novels of David Stacton well enough that my first novel (The Deep) was written in the same modes, though only recently did I re-read a David Stacton novel and realize the connection. Writers I have most admired (Nabokov, Joyce, Borges, Marquez) I can’t imagine imitating – they are strictly speaking inimitable. All you receive from such writers is a sense of what is possible in fiction – which would be a very important form of influence, though no reader might recognize it. Our Mutual Friend (Dickens) is to me almost a handbook of all possible fiction techniques as well as being one of the great novels in the English language; I doubt anyone would see his particular influence in my work. And though I intensely admire Stevenson, I don’t seem to find anything I can steal from that perfect novel Treasure Island. Most of your novels are borderline fantasy while also being quite literary and “mainstream”. Where is the distinctive line of the border if there is one at all? Which side would you pick if it was your choice? I don’t consider there to be a border. There is a spectrum, maybe: at one end highly mimetic fiction set in recognizable worlds, without unlikely plots or coincidences or happy endings. At the other end frank fantasy, set in unreal worlds, following the laws of fiction, permitting plenty of wild coincidence, identical twins, battles with monsters, magic journeys, lovers divided until the last pages, etc. On another line of this spectrum, there is naturalistic or standard-realistic writing and ground-breaking weird and “experimental” writing – and the fact is that most fantasy novels are written in very standard realistic style, where many realistic non-fantastical works are written in adventurous, strange, non-realistic ways, from Gertrude Stein and James Joyce to Paul Auster and Barry Danielewski. You’ve been nominated for (and actually got) several awards among which the Hugo award. What’s your opinion about the recent Sad Puppies incident and about awards in general? I knew nothing about the Sad Puppies controversy until quite late in the game. It seems to me that the instigators, like Vox Day, are vastly ambitious in their aims to change the world, restore older standards, route the feminists and gays – and the platform they have chosen is a rather obscure (to the great world) SF prize. (Which BTW I have never won.) The technical term for this kind of mismatch between huge if unrealizable ideals and absurd little prizes is the beautiful Greek word bathos. The Aegypt Cycle was a series that needed 20 years to be completed, each book coming out about every 7 years. What are the reasons but also the methods writers complete some series decades after they started? And what do you have to say to the readers that become increasingly (as in the case of Martin’s A Song of Ice and Fire) impatient about it? Impatient about how long the wait has gone on? Or impatient with the course of the story itself? I have far fewer readers than George Martin and those readers (for the Aegypt novels) were not very passionate and eager to find out how it was going to turn out. A small number would pick up the early volumes they had already read and read them again when a new volume appeared. Which is the sort of reader any writer – or any writer of the kind that I am, who cherishes literary ambitions such as I have – wants above all to attract. As to why it took so long to finish – between the beginning of the series and the completion I got married, had children (twins!), saw my occupation dry up (documentary film writing) and gained another one (teaching). I also wrote another novel in there somewhere (The Translator). I am not a fast writer at the best of times, and the series posed fictional and philosophical difficulties that demanded a lot of thought, most if which proved valueless. What’s your daily routine? What time of the day do you choose to write? Are you listening to some kind of music when writing? I think of myself as doing my best writing in the mornings, but when I am on a strong roll I can write anytime. I have the gift (or curse) of profound selective attention, which means I can focus on one thing and ignore other demands on my attention, so I don’t much mind what’s around me. I can listen to music (classical) but in fact when I am really writing intensely, I can’t hear it. When I lived in New York used to write in the inexpensive restaurants that New Yorkers call “coffee shops” – it used to be that many of them were owned and run by Greek immigrants. I’d write in the afternoons when nobody minded my sitting for hours with a cup of coffee. People came and went, chatted, ordered, etc. It was a pleasant burble of activity, just right to fill up the aural space and make no claim on attention (of my kind). You’ve taught writing at Yale as well as Clarion West Writers' Workshop. What’s the best advice you’d give to aspiring writers in general and writers of fantasy and science fiction in particular? Same as I’d give to writers of any kind of fiction: read books and stories by as many and as varied a bunch of writers, new and old, as you can. Read like a writer: not for the thrills and the revelations and the sensations, not to admire or despise, but as though watching a machine for creating realities: how does it work? Why this point of view, this starting moment, this flashback, this setting? Isn’t this a mistake, or am I missing something? Why are these two books, which are so similar, so different? What’s your view about the modern utopian fiction? Is dystopia the only way to have an interesting story? Or it’s just more popular among today’s young adults? I think dystopian novels have a particular draw for young people, beyond the simple excitement of fighting and defeating a horrible menacing power that’s worse than your parents. Believing that you live in a dystopia means that you owe no allegiance to the society, its rules, its values, its past or future; the only allegiance can be to the utopia – the total revolutionary remake of society from top to bottom. So you just opt out. And you see these choices or non-choices reflected and supported in dystopian fiction. I think it IS hard to write an interesting and thrilling utopia – for the simple reason that Simone Weil enunciated long ago: “Imaginary evil is romantic and varied; real evil is gloomy, monotonous, barren, boring. Imaginary good is boring; real good is always new, marvelous, intoxicating.” Richard III will always be a more interesting character than Pollyanna. The best Utopian novel I know of is Kim Stanley Robinson’s Pacific Edge, because the character are real and affecting and the scope is small. I’d like to try one myself, but likely I never will. What are you writing these days? Will we ever see another book of yours in Greek? All you need is to find a publisher in Greek who would like to buy the Greek rights to a book of mine – everyone is welcome, and rights to my books are much cheaper than, say, Stephen King’s. Since my work in English depends on translations to be read by non-English-fluent persons I am very interested in the subject (though I know no language myself but English). Greek readers may well be interested in my novel The Translator, which won the Italian Premio Flaianno some years ago. I have created a new version – not a new translation – of a 17th c. alchemical romance called The Chemical Wedding, coming out from Small Beer Press this year. I am presently finishing a novel that will be much further out on the fantasy spectrum than my last book or the Byron novel were – maybe that will be of interest in Greece. But I’d rather not say anything about it now. Edited May 3, 2020 by Spark Μειώθηκε λίγο η απόσταση μεταξύ των ερωτήσεων και των απαντήσεων. 3 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Recommended Posts
Join the conversation
You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.