Διγέλαδος Posted May 25, 2015 Share Posted May 25, 2015 (edited) Όνομα Συγγραφέα:ΆλεξΕίδος: ΤρόμοςΒία; το κάτι τηςΣεξ; ΌχιΑριθμός Λέξεων: 3.092Αυτοτελής; ΝαιΣχόλια: Για τον 39ο διαγωνισμό σύντομης ιστορίας, κατηγορία: τρόμος, θέμα: τεχνολογία.Αρχείο: τραβηξε με στο πράσινο.doc Είχα προσληφθεί ως φωτογράφος της πόλης. Δεν ήξερα καν ότι υπήρχε τέτοιο επάγγελμα. Και ούτε ήξερα να παίρνω φωτογραφίες. Έψαχνα απεγνωσμένα μια δουλειά κι αυτή η ξεχασμένη πόλη ήταν έτοιμη να μου προσφέρει τη διέξοδο από την πείνα. Μπροστά μου είχα το παλιό εστιατόριο της πόλης. Το στομάχι μου δεν με άφησε να το σκεφτώ δυο φορές σφίγγοντας στην τσέπη μου την προκαταβολή που μου είχε στείλει ο δήμαρχος. Η φυλλώδης τέντα φίλτραρε το φως του ήλιου αφήνοντας την πράσινη σκιά της να ζωγραφίσει την τζαμαρία. Το κουδούνι πάνω από την πόρτα ανακοίνωσε την είσοδο μου με έναν ήχο κυμβάλων. Οι λίγοι πελάτες στην άλλη γωνία δεν έστρεψαν, όπως θα περίμενα, τα πρόσωπά τους μακριά από τα υποσχόμενα πιάτα τους για να με εξετάσουν. Το γρατζούνισμα των πιρουνιών τους ήταν η μουσική που ακουγόταν στον χώρο. Λαδερές τηγανητές πατάτες και ομελέτες ξύπνησαν τα ρουθούνια μου. Ήρθα στο σωστό μέρος. Σύρθηκα στον πρώτο καναπέ που βρέθηκε μπροστά μου και αφέθηκα στην πράσινη δερμάτινη αγκαλιά του. Τοποθέτησα τη βαριά κάμερα πάνω στο τραπέζι και τέντωσα τους ώμους μου λες και το βάρος που κουβαλούσα ήταν μεγαλύτερο από το πραγματικό. Η σερβιτόρα ήρθε να με εξυπηρετήσει. Η κυλινδρική λάμπα φθορίου, που κρεμόταν από το ταβάνι, έκαναν τα ξανθιά μαλλιά της να φαίνονται λαχανί κάνοντας τα να ταιριάζουν με τα ρούχα της. Όταν κοίταξα τα μάτια της βρήκα τον εαυτό μου να πνίγεται μέσα σε δυο δίδυμες τουρκουάζ λίμνες. «Ήρθατε για το φεστιβάλ;» Ήμουν έτοιμος να τη ρωτήσω πως το ήξερε αλλά την είδα να δείχνει την κάμερα. «Ναι, η κάμερα στην πραγματικότητα είναι του παππού μου. Το μόνο κειμήλιο της οικογένειας μου.» Την στερέωσα στο ένα χέρι μου και έβγαλα το καπάκι της με το άλλο. «Μπορώ;» σήκωσα την κάμερα. «Αμέ», χαμογέλασε με χαρά και έστρωσε τα μαλλιά της. Είχα μάθει τις οδηγίες του κιτρινισμένου εγχειριδίου απ’ έξω. Πρώτο βήμα: Γυρίζετε το δακτύλιο εστίασης μέχρι η εικόνα στο σκόπευτρο να είναι ευκρινής. Ήταν δύσκολο να χωρέσω την ανυπομονησία της μέσα στο κάδρο της εικόνας. «Έχεις κάποιο όνειρο;» την ρώτησα. Δεύτερο βήμα: Επιλέξτε το διάφραγμα που θέλετε να χρησιμοποιήσετε και προσαρμόστε την ταχύτητα του κλείστρου ελέγχοντας τη βελόνα στο σκόπευτρο. Δεν πρέπει να είναι κάτω ή πάνω από το μεσαίο σημείο. «Να φύγω μακριά από εδώ», τα ματιά της ατένιζαν τον ορίζοντα μέσα από το τζάμι ενώ τα χέρια μου έτρεμαν καθώς προσπαθούσα να βρω το κουμπί. Τρίτο βήμα: Kαδράρετε και τραβήξτε. «Τι σας σταματάει;» ένα κλικ ακούστηκε από την κάμερα. «Μακάρι να ήταν τόσο εύκολο», έσκυψε κοντά μου για να μου ψιθυρίσει, δεν μπορούσα να αποφύγω να δω τα άλλα κάλλη της. «Όλοι είμαστε δεμένοι με αυτήν πόλη», ίσιωσε την πλάτη της και με ρώτησε τι θα ήθελα να μου φέρει. Μόλις ζήτησα τη σπεσιαλιτέ του εστιατορίου κάποιος μουρμούρισε το όνομα της. Πήγε στην άλλη άκρη που βρίσκονταν οι ηλικιωμένοι θαμώνες. Ήδη στα τραπέζια πρέπει να ψιθύριζαν για μένα γιατί τώρα τα βλέμματα τους ήταν καρφωμένα πάνω μου. Μόλις απάντησε τα ερωτήματά τους άρχισαν να τρέχουν προς εμένα. Όσο γρήγορα δηλαδή ένας γέρος θα μπορούσε να τρέξει. Άρχισα πρώτα να διακρίνω τις σκούρες ρυτίδες τους και μετά τα υπόλοιπα χαρακτηριστικά τους. Είχαν λαχανιάσει. «Είσαι ο φωτογράφος; Καιρός ήταν!» δεν μου έδωσαν χρόνο να απαντήσω, «Τι περιμένεις; Πάρε μας μερικές φωτογραφίες!» Η κάμερα περίμενε τις οδηγίες μου. Πρώτο βήμα: Γυρίστε το δακτύλιο εστίασης μέχρι η εικόνα στο σκόπευτρο να είναι ευκρινής. «Πώς και δεν είχατε ήδη ένα φωτογράφο;» Δεύτερο βήμα: Επιλέγετε το διάφραγμα που θέλετε να χρησιμοποιήσετε και προσαρμόστε την ταχύτητα του κλείστρου ελέγχοντας τη βελόνα στο σκόπευτρο. Δεν πρέπει να είναι κάτω ή πάω από το μεσαίο σημείο. «Νεολαία, πάντα βιάζονται να πάρουν απαντήσεις σε ερωτήσεις που δεν έχουν σημασία πια», Τρίτο βήμα: Καδράρετε και τραβήξτε. Πρέπει να τα θαλάσσωσα με την εστίαση, αλλά ήμουν αρκετά εκνευρισμένος για να νοιαστώ. Τη στιγμή που τους επιβεβαίωσα ότι τους πήρα φωτογραφία έφυγαν αφήνοντας χώρο στην σερβιτόρα να έρθει με ένα αχνιστό πιάτο. Από το στόμα μου έτρεχαν σάλια. Έπεσα με τα μούτρα στην ομελέτα ξεχνώντας να ρίξω αλάτι και πιπέρι. Κάρφωνα με το πιρούνι όσες περισσότερες πατάτες γινόταν μαζί. Η σερβιτόρα ικανοποιημένη από την όρεξη μου με ρώτησε αν ήθελα κάτι άλλο. Τη ρώτησα αν γίνεται να μου δώσει τις οδηγίες για το δημαρχείο. Έπρεπε να μιλήσω στον δήμαρχο για τις περαιτέρω λεπτομέρειες της δουλειάς μου. «Χμμ, άκου τι θα γίνει, σχολάω σε λίγο, αν μπορείς περίμενε με έξω και θα σε πάω εγώ». Τελικά τα πράγματα πηγαίνουν καλύτερα απ’ ότι ήλπιζα. Της χαμογέλασα ευχαριστώντας την. Τέλειωσα το φαγητό χωρίς να προλάβω να καταλάβω τη γεύση του και άφησα τα λεφτά στο τραπέζι. Ο ήλιος εγκατέλειπε τον ουρανό, αλλά το σούρουπο φωτιζόταν από τα πρασινωπά φώτα στους δρόμους. Κάτι με απασχολούσε με το περιβάλλον. Προσπαθούσα να δω κάποιο άλλο χρώμα πέρα από οποιαδήποτε απόχρωση του πράσινου και δεν μπορούσα. Ένα ζευγάρι διέκοψε τις σκέψεις μου. Και οι δυο τους πρέπει να είχαν καστανά σκούρα μαλλιά, αλλά εγώ έβλεπα μια απόχρωση που έφερνε σε σάπιο μήλο. Ο ψηλός νεαρός περνούσε αρκετά σε μπόι την κοπέλα του κι έτσι όπως την κρατούσε με τα χέρια του πιστεύω ότι αν τα σήκωνε θα αιωρούταν λίγο πάνω από το δρόμο. «Εσύ είσαι ο φωτογράφος, έτσι δεν είναι;» Φαίνονταν τόσο ενθουσιασμένοι που δεν μπορούσα να πω όχι. Έτσι κι αλλιώς η μεγάλη κάμερα κρεμόταν από τον λαιμό μου σαν λάβαρο. Ένευσα καταφατικά. «Τότε πρέπει να μας πάρεις μια φωτογραφία!» το κορίτσι τράβηξε το αγόρι της από τον αγκώνα και έσφιξε το σώμα της δίπλα του. Σήκωσα την κάμερα με τα χέρια όπως θα σήκωνα ένα μεγάλο μωρό. «Μην ξεχάσεις να τραβήξεις από κοντά τα πρόσωπά μας!» «Εννοείται», είπα. Πρώτο βήμα: Γυρίστε το δακτύλιο εστίασης μέχρι η εικόνα στο σκόπευτρο να είναι ευκρινής. «Για ποιο πράγμα είναι το φεστιβάλ» «Να του πούμε;» κοίταξε τον φίλο της για επιβεβαίωση. Δεύτερο βήμα: Επιλέγετε το διάφραγμα που θέλετε να χρησιμοποιήσετε και προσαρμόστε την ταχύτητα του κλείστρου ελέγχοντας τη βελόνα στο σκόπευτρο. Δεν πρέπει να είναι κάτω ή πάω από το μεσαίο σημείο. «Γιορτάζουμε την αλλαγή» «Αλλαγή;» «Ναι, σίγουρα χρειάζεται μια ανανέωση αυτό το μέρος, έτσι δεν είναι αγάπη μου;» ρώτησε ξεφυσώντας από τα ρουθούνια της. Τρίτο βήμα: Καδράρετε και τραβήξτε. Δεν ήμουν αρκετά προσεκτικός για να τραβήξω την καλύτερη φωτογραφία. Με άγχωναν. Το γρηγορότερο που θα με άφηναν στην ησυχία μου, το καλύτερο. Αν είχα παλτό μαζί μου θα έκρυβα την κάμερα μέσα του, αλλά ο καιρός ήταν ζεστός. Και τώρα έρχονταν και άλλοι να με χαιρετήσουν. Απ΄ ότι φαίνεται είχα γίνει το αξιοθέατο της πόλης. «Μην ξεχάσεις και μένα!», μου φώναζε ένας μεσήλικας με τη φουσκωμένη κοιλιά του σηκώνοντας το χέρι ψηλά, «Θέλω και μένα με τραβήξεις μια!», μου υπενθύμιζε μια άλλη κυρία με ένα σκελετό γυαλιών που κάλυπτε ένα μεγάλο μέρος του προσώπου της θυμίζοντας μύγα. Μου ζητούσαν να τους φωτογραφήσω λες και η ζωή τους εξαρτιόταν από αυτό. Όταν όμως τελείωνα τη φωτογράφηση ξαναγίνονταν χαρούμενοι και κάπως ανακουφισμένοι. Και μου έλεγαν πόσο λατρεύουν αυτό το φεστιβάλ. «Εντάξει, φτάνει, πήρατε αυτό που θέλατε, πηγαίνετε», ήταν η σερβιτόρα που τους έδιωχνε, η σωτήρας μου. «Θα σ’ αρέσει πολύ το φεστιβάλ, και μας βοηθάς πολύ!» φώναξαν οι υπόλοιποι καθώς έφευγαν, πριν προλάβω να τους ρωτήσω τι εννοούν η σύμμαχος μου μού έδωσε το χέρι της. «Λοιπόν; Πάμε;» Έσφιξα τα λεπτά και μακριά δάχτυλα της. Κοιτούσε προς τη μεριά που θα ήταν λογικά το δημαρχείο. Ξαφνικά το φώς από τις λάμπες αναβόσβησε και το πράσινο αντικαταστάθηκε από το κόκκινο. Μου έσφιξε κι αυτή με δύναμη τα δικά μου δάχτυλα. Τα μαλλιά της τώρα έγιναν κοκκινωπά. Ήταν λες και η πόλη άλλαξε πρόσωπο. Κράτησε όμως για λίγο. Το πράσινο ξανά κυριάρχησε στην παλέτα της πόλης. Η σερβιτόρα έστρεψε το πρόσωπό της πίσω σε μένα και με κοίταξε με ανήσυχο βλέμμα. «Ξεκίνησε!» «Τι;» «Η διαδοχή, πάμε πιο γρήγορα!» Δεν καταλάβαινα τι εννοούσε, αλλά η βιασύνη της με παρέσυρε μαζί της χωρίς να μπορώ να την σταματήσω. Πριν φτάσουμε μου ερχόταν η ευχάριστη μυρωδιά τριανταφυλλιών. Μου έφτιαξε τη διάθεση, αλλά καθώς πλησιάζαμε την πλατεία, όπου ήταν φυτεμένα γύρω της, το αλλόκοτα χρώματα τους όπως ενός πίνακα νεκρής φύσης μου την πήραν πίσω. Στην ημικύκλια πλατεία δέσποζε ένα ψηλό κτίριο. Οι τοίχοι του είχαν ένα λαδί χρώμα και τα κλειστά πατζούρια στις δυο σειρές από παράθυρα είχαν χρώμα χακί. Μια ουρά από ανθρώπους περίμεναν απ’ έξω από την κεντρική είσοδο. Αντί όμως η ουρά να πηγαίνει μέσα ήταν σαν να οδηγούσε προς τα έξω αφού όλοι κοιτούσαν προς το τέλος της. Απέναντι υπήρχε μια σειρά από εξέδρες με σκαλάκια μπροστά από τη κάθε μια. Πάνω σε κάθε εξέδρα υπήρχαν τραπέζια κολλημένα μεταξύ τους. Προσπέρασα τις εξέδρες και βρέθηκα κι εγώ στο τέλος της ουράς. «Ήρθε!», ένας πατέρας μιας τετραμελούς οικογένειας φώναξε να με προϋπαντήσει. «Είναι η σειρά μας! Πάρε μας φωτογραφία!» Ο πατέρας αγκάλιαζε κρατούσε την κόρη του από τους ώμους της και η χαμογελαστή γυναίκα του είχε περάσει τα δυο χέρια της γύρω από το λαιμό του γιού τους. Μειδίασα και έβγαλα το καπάκι της κάμερας: «Τι περιμένετε εδώ;» «Εκτός από σένα;» Βήμα 1ο: Γυρίστε το δακτύλιο εστίασης μέχρι η εικόνα να είναι όπως να ‘ναι. «Εμένα;» «Ναι, για να μας πάρεις φωτογραφία. Πρέπει να μας φωτογραφήσεις όλους.» Βήμα 2ο: Επιλέγετε το διάφραγμα που θέλετε να χρησιμοποιήσετε και προσαρμόστε την ταχύτητα του κλείστρου ελέγχοντας τη βελόνα στο σκόπευτρο. Η βελόνα μπορεί να είναι είτε κάτω από το σημείο είτε από πάνω. «Μπαμπά, πότε θα γίνει η γιορτή; Κουράστηκα» «Τώρα κορούλα μου, περίμενε πρώτα να μας πάρει μια φωτογραφία ο κύριος, εντάξει;» Βήμα 3ο: Να χωρέσω τουλάχιστον τους μισούς στο κάδρο. Και κλικ. Γύρισα να αντικρύσω το ενθαρρυντικό βλέμμα της σερβιτόρας. «Όταν τελειώσεις, θέλω να τόσα πράγματα να σε ρωτήσω», ήθελα να πάρω κουράγιο αλλά είχα ξεκινήσει να κουράζομαι καθώς πήγαινα από έναν στον άλλον. Δεν με ένοιαζε να πάρω τις καλύτερες φωτογραφίες. Θα τους φωτογράφιζα όλους στα γρήγορα, θα ανέβαινα πάνω στον δήμαρχο, θα παρέδιδα το αρνητικό, και θα έπαιρνα τα υπόλοιπα χρήματα. Το πράσινο φως αναβόσβησε όσο κοιτούσα μέσα από την κάμερα με το κόκκινο φως να επικρατεί για λίγο το πρόσωπο που προσπαθούσα να τραβήξω θόλωσε σαν να εξαφανίστηκαν οι λεπτομέρειες του, όπως τα μάτια και η μύτη, αλλά μάλλον θα έφταιγε ο φακός και η έλλειψη συγκέντρωσης. Όταν έβγαλα το μάτι μου από το κλείστρο είχαν γίνει ήδη όλα πράσινα. Τα μάτια και τα βαμμένα από μούχλα χείλη ήταν πάλι στο πρόσωπο του τελευταίου μοντέλου μου. «Γιατί τα χρώματα αλλάζουν; Τι συμβαίνει» ρώτησα γενικά, μην περιμένοντας κάποια απάντηση. «Θα σου απαντήσει ο δήμαρχος, καλύτερα να πας τώρα» μου είπε δίπλα στο αυτί μου η συνοδός μου πιάνοντας με από τη μέση. «Θα σε περιμένω αργότερα στο εστιατόριο, εντάξει;» και μου έσκασε ένα φιλί στο μάγουλο. Η διάρκεια του άφησε χώρο για περισσότερες προσδοκίες. Πήρα μια μεγάλη εισπνοή κι ανέβηκα τις μαρμάρινες σκάλες μέχρι που έφτασα σε δυο δρύινες πόρτες. Τα κλειστά πατζούρια δεν άφηναν κάποιο φως να ξεδιαλύνει το σκοτάδι στο εσωτερικό του δωματίου πέρα από το γραφείο. Αυτό φωτιζόταν από ένα σμαραγδένιο πορτατίφ. «Α! Ο φωτογράφος, τελείωσες με τη φωτογράφιση, ελπίζω;», ένας γραβατωμένος κύριος ήρθε πιο κοντά στο λιγοστό φως. Είχε λίγα μαλλιά γύρω από τη λεία επιφάνεια του κεφαλιού του και ένα παχύ μουστάκι πάνω από το στόμα του. Σηκώθηκε από τη δερμάτινη καρέκλα πίσω από την έδρα του. Η στάση του σώματός του έδειχνε να του ανήκει όλο το δωμάτιο. «Τι γίνεται εδώ;» τον ρώτησα. «Θα καταλάβεις σύντομα. Δεν έχουμε πολύ χρόνο.» «Εσάς; Να μη σας φωτογραφήσω;» Το φως του πορτατίφ αναβόσβησε και από σμαραγδένιο έγινε κόκκινο λες και το υλικό του τώρα ήταν φτιαγμένο από ρουμπίνι. Το βλέμμα του δήμαρχου καρφώθηκε στο κόκκινο φως. «Ήρθε η ώρα για την αλλαγή! Θα με διαδεχθεί ένας άλλος δήμαρχος. Δεν θα χρειαστούν πια τις υπηρεσίες μου.» «Και η αλλαγή αυτή ξεκινά με την αλλαγή των χρωμάτων;» «Ακριβώς, τώρα το φιλμ», τείνει το χέρι του και ανοίγω το καπάκι της κάμερας για να του το δώσω. Μόλις το πήρε άνοιξε μια πόρτα που ήταν κρυμμένη στη σκιά. «Άφησα την επιταγή στο γραφείο. Μπορείς να κατέβεις πάλι στην πλατεία μέχρι να επεξεργαστεί το φιλμ. Τα αποτελέσματα θα τα τοποθετήσουμε στις εξέδρες που είδες για όλο τον κόσμο», πήγα να πω κάτι για τις φωτογραφίες, αλλά είχε ήδη φύγει. Βγήκα από την ίδια πλευρά που ήρθα και η ίδια ουρά από ανθρώπους συνέχιζε να περιμένει από έξω. Έβλεπα τις πλάτες τους καθώς όλοι ήταν γυρισμένοι προς το κέντρο της πλατείας όπου βρίσκονταν και οι εξέδρες. Τώρα το κόκκινο χρώμα κυριαρχούσε μαζί με μια αίσθηση εγρήγορσης. Δεν ήθελα να περιμένω μαζί τους μέχρι να δουν τις φωτογραφίες κι άρχισα να προσπερνώ έναν-έναν τους κατοίκους. Πήγα να χαμογελάσω ευγενικά στον πρώτο, αλλά όταν τον κοίταξα δεν μπορούσα να διακρίνω κάποιο πρόσωπο! Έλειπαν τα μάτια, η μύτη, το στόμα. Όλα. Αυτό που είχα δει για λίγα δευτερόλεπτα μέσα από την κάμερα πριν μπω στο δημαρχείο. Ίσως ο συγκεκριμένος έχει κάποιο ανατομικό θέμα, σκέφτηκα. Έχει υποστεί ένα σοβαρό τραύμα όπως κάψιμο. Έβαλα το χέρι μου στον ώμο του επόμενου και τον γύρισα προς εμένα. Το πρόσωπό του πάλι δεν είχε κανένα χαρακτηριστικό. Πήγα μπροστά από τον τρίτο. Το κεφάλι του ήταν σαν μια λευκή σελίδα, ή καλύτερα κόκκινη, σε σχήμα ωοειδές. Άρχισα να τρέχω εξετάζοντας έναν-έναν. Όλοι ήταν χωρίς πρόσωπο. Η οικογένεια. Ναι, ήμουν σίγουρος ότι τα ενοχλητικά πιτσιρίκια θα ήταν μια χαρά. Έτρεξα στο τέλος της ουράς. Τα παιδάκια δεν είχαν πια όμως στόματα να ουρλιάξουν, ούτε μάτια για να κλάψουν. Τα χεράκια τους έδειξαν προς τις εξέδρες. Τώρα τα τραπέζια πάνω τους φαίνονταν να έχουν κάτι, που δεν μπορούσα να δω καθαρά, λόγω του ύψους. Η ουρά άρχισε να ζωντανεύει. Το αγοράκι κρατώντας από το χέρι την αδερφή του βημάτισε προς τα σκαλάκια της πρώτης εξέδρας. Έκανα δυο βήματα πίσω. Οι γονείς τους πήγαν στα επόμενα σκαλιά και ανέβηκαν στην εξέδρα με τον ίδιο ακριβώς βηματισμό. Τα παιδιά τους είχαν ανέβει και προχωρούσαν στο επόμενο τραπέζι. Μέχρι τότε είχε ανέβει και η δεύτερη κυρία και στάθηκε στο διπλανό τραπέζι. Τα πόδια μου τα ένιωθα σαν να ήταν κολλημένα μέσα σε τσιμέντο. Σιγά-σιγά όλοι έπαιρναν θέσεις μπροστά από τα τραπέζια. Με μια κίνηση όλοι έβαλαν τα χέρια τους στα τραπέζια και σήκωσαν αυτά που είχαν φτιάξει από τις φωτογραφίες μου. Ήταν πρόσωπα. Και τα φόρεσαν πάνω τους σαν μάσκες. Έπειτα κοίταξαν ο ένας τον άλλον και μετά εμένα. Τα καινούρια πρόσωπά τους κάτι είχαν. Δεν μπορούσα να δω καθαρά λόγω του σκοταδιού και της απόστασης. Κατέβηκε κάποια που θύμιζε μια γυναίκα που φωτογράφισα χωρίς να προσέχω το διάφραγμα για το φωτισμό. Το πρόσωπό της ήταν τόσο σκούρο που δεν ξεχώριζε το στόμα και η μύτη. Τα μόνα που φαίνονταν ήταν τα ασπράδια των ματιών της και οι κόρες τους που με κοιτούσαν επίμονα. Ήθελε να μου φωνάξει, αλλά δεν είχε σχισμή για το στόμα της. Τώρα κατέβαιναν τα παιδιά μαζί με τους γονείς τους. Το πρόσωπα του αγοριού και του κοριτσιού, είχαν αναμιχθεί. Είχα κουνήσει τόσο πολύ τις φωτογραφίες; Σαν να είχε το κορίτσι ένα μισό στόμα δικό της και ένα μισό στόμα του αδερφού της και αντίστοιχα ο αδερφός της ένα μάτι δικό του, ένα μάτι δικό της. Ενώ του πατέρα, που δεν είχε μπει όλος στο κάδρο της κάμερα, το δεξί του μάτι μαζί με εκείνη τη γωνία του προσώπου, έλειπε. Σαν να ήταν καλυμμένη με το κόκκινο περιβάλλον που ήταν γύρω μας. Ενώ το πρόσωπο της μητέρας είχε αναμιχτεί με τα κοσμήματα που φορούσε. Σαν να έβγαιναν μικρές άλικες μπάλες από κάτω από το στόμα της. «Τι έκανες;», μου φώναξαν. Έπρεπε να φύγω από εδώ. Θα πήγαινα στο εστιατόριο και θα έπαιρνα τη σερβιτόρα μαζί μου. Το κεφάλι μου ήταν συνέχεια γυρισμένο πίσω μου. Όταν η απόσταση μεταξύ αυτών που με κυνηγούσαν και μένα άρχισε να μεγαλώνει σταμάτησα για να πάρω λίγες ανάσες. «Εσύ εκεί!» Σκυμμένος κοίταξα κάτω δυο ζευγάρια από πόδια. Το ένα ζευγάρι παπούτσια ήταν γυναικεία, και τα άλλα αντρικά. Από τη φωνή κατάλαβα ότι ήταν η ενοχλητική κοπέλα που είχα συναντήσει στις αρχές με το αγόρι της. Όπως τέντωνα την πλάτη μου είδα ότι τα σώματά τους ενώνονταν με έναν τρόπο παράξενο. Τα ρούχα τους είχαν αφομοιωθεί σε ένα πράγμα και το κεφάλι της έβγαινε από το στήθος του άνδρα με τα θολά της μάτια να κοιτάζουν εμένα. Ο νεαρός δεν άντεχε το σώμα της μέσα στο δικό του. Το δικό του θολό και κουνημένο κεφάλι είχε πέσει σκυμμένο αγγίζοντας με το σαγόνι του τα μαλλιά της. «Γιατί μας το έκανες αυτό;» Δεν ήξερα τι να της απαντήσω. Το μόνο που ήθελα ήταν να βρω τη σύμμαχό μου σε αυτόν τον εφιάλτη. Έτρεξα προς το εστιατόριο ελπίζοντας ότι θα τη βρω μέσα. Το κόκκινο φως που έπεφτε ανάμεσα από τα φύλλα της τέντας πάνω στη τζαμαρία έκαναν να φαίνεται ότι είχε πάρει φωτιά. Άνοιξα την πόρτα και μπήκα μέσα για να την ψάξω. Ο γνώριμος πια ήχος των κυμβάλων ειδοποίησαν όποια βασανισμένη ύπαρξη υπήρχε ότι η πηγή των προβλημάτων τους είναι εδώ. Άκουσα κάποια να κλαίει. Την είδα πάνω από τον πάγκο με το κεφάλι στα χέρια της. Την πλησίασα και χάιδεψα τα μαλλιά της. «Ήρθα να σε πάρω από εδώ», της ψιθύρισα κι αυτή σήκωσε το κεφάλι της. Τα δάκρυα της είχαν πασαλείψει τη μάσκαρά της γύρω από τα τέσσερα μάτια της. «Πώς να γίνεται να έρθω; Κοίτα με», είπαν τα δυο στόματά της. Βημάτισα προς τα πίσω, ρίχνοντας μια καρέκλα πίσω μου. Τα δυο ζεύγη βλεφαρίδων της είχαν σχηματίσει βέλη πάνω από τα μάτια της που έκαιγαν από τη λάβα μέσα τους. Άνοιξε το πορτάκι του πάγκου. «Γιατί το άφησες να γίνει αυτό;» «Συγνώμη», έσπρωξα το τραπέζι πίσω μου και προχώρησα κάποια βήματα πίσω μου μέχρι εκεί που ήταν θεωρητικά η πόρτα. Οι λάμπες φθορίου έκαναν τα μαλλιά να φαίνονται σαν σιντριβάνι από αίμα. Και τώρα με πλησίαζε για να χύσει και το δικό μου αίμα. Το χέρι μου ψηλαφούσε τον τοίχο από πίσω μου μέχρι να βρει την πόρτα. Άγγιξα το πόμολο και το έστριψα για να βγω. «Να τος!», με είχαν βρει οι υπόλοιποι. Τέρατα με παραμορφωμένα πρόσωπα εμπόδιζαν την έξοδό μου. Πήγα να ανοίξω πίσω μου πάλι την πόρτα, αλλά βγήκε από εκεί η σερβιτόρα. Είχε βάλει τα χέρια της σταυρωτά πάνω στο στήθος της. Με είχαν περικυκλώσει. «Αφήστε με να φύγω», τα χέρια τους άρχισαν να με ψαχουλεύουν. Έψαχνα κάποιο κενό ανάμεσά τους, αλλά ο κλοιός που είχαν φτιάξει ήταν ασφυκτικός. Τραβούσαν τα χέρια μου για να με φέρουν κοντά τους. Τα δάχτυλα τους έφτασαν στο πρόσωπό μου. «Δεν το ήθελα!» Έμπηξαν τα νύχια τους μέσα στο μέτωπό μου. Ο πόνος διαπέρασε όλο το σώμα μου σαν ηλεκτρικό ρεύμα. Πήγα να βγάλω μια κραυγή και μια παλάμη σφράγισε το στόμα μου. Όχι, το δέρμα μου! Το αποκολλούσαν γύρω από το μάτια μου! Ο πόνος, δεν αντέχω άλλο. Edited May 25, 2015 by Διγέλαδος 5 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
elgalla Posted May 26, 2015 Share Posted May 26, 2015 Τη θυμάμαι την αρχή της ιστορίας που την είχες γράψει στα αγγλικά. Με τίποτα δεν φανταζόμουν πως θα κατέληγε εκεί. Γενικά, πρέπει να σου πω ότι ξεκινάς να χτίζεις την πλοκή σου ωραία, όμως, ειλικρινά, στο σημείο όπου η πόλη αλλάζει χρώμα άρχισα να χάνομαι. Αλλάζει η πόλη χρώμα κι οι κάτοικοι θέλαν κάποιον να φωτογραφίσει τα πρόσωπά τους για να τα φορέσουν, όμως επειδή ο δικός μας είναι άχρηστος φωτογράφος τους τα κάνει όλα χάλια; Δεν ξέρω, πραγματικά με έχασες κι ίσως κρίνω άδικα την ιστορία, αλλά έμεινα με μια αίσθηση τεράστιας απορίας όταν τέλειωσα την ανάγνωση. Επίσης, φαίνεται πολύ (μα πάρα πολύ όμως) ότι έχει πέσει μετάφραση από τα αγγλικά (δεν νομίζω ότι έχω ακούσει ποτέ κανέναν να λέει «παίρνω φωτογραφία» αντί «τραβάω φωτογραφία», ας πούμε). Καλή επιτυχία! Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Disco_Volante Posted May 27, 2015 Share Posted May 27, 2015 Θα πρέπει να ομολογήσω ότι κάπου χάθηκα εκεί με την αλλαγή των χρωμάτων αλλά αυτό δε με εμπόδισε καθόλου από το να απολαύσω την ιστορία σου. Έχει σωστό ρυθμό και ρέει πολύ εύκολα δίχως να κουράζει τον αναγνώστη. Το θέμα με τις μάσκες-φωτογραφίες το βρήκα πολύ πρωτότυπο και ενδιαφέρον και δένει τέλεια με το θέμα του διαγωνισμού. Γενικά η ιστορία σου μου άρεσε πάρα πολύ. Μπράβο! Καλή επιτυχία! Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
gismofbi Posted May 28, 2015 Share Posted May 28, 2015 Σουρεαλιστική ιστορία, κινηματογραφική περιγραφή, καθαρός τρόμος που με έπιασε. Η ιδέα με τις φωτογραφιες-προσωπα με ξεπέρασε. Ωραίος. Οι απορίες μου είναι: 1) τι παιζει με τα χρωματα και τις αλλαγές. Δεν κατάλαβα πως επηρεάζει την πλοκή της ιστοριας και μου φάνηκε πως και να έλλειπε το αποτέλεσμα θα ηταν το ίδιο 2)τι παιζει με τον δήμαρχο και τη διαδοχή; Η πόλη αλλάζει χρωμα όταν ερθει ο καιρός να αλλάξει δήμαρχο; Είναι κάτι φτιαχτο ή απλα παραφυσικό φαινόμενο ας πούμε; Ποια η σκοπιμοτητα του; Κατα τα άλλα την απόλαυσα και ομολογω πως μια ανατριχιλα στο σβέρκο την ένιωσα. Καλη επιτυχία. 1 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Nihilio Posted May 28, 2015 Share Posted May 28, 2015 Η αρχή της ιστορίας με εντυπωσίασε, καταπληκτική γραφή γεμάτη με ατμόσφαιρα, με σωστό ρυθμό και ωραίες εκφράσεις. Δυστυχώς από τη μέση και μετά όμως η γραφή χαλάει λίγο και αυτό μου έκανε εντύπωση, μου φάνηκε ότι το πρώτο μέρος ήταν πολύ πιο δουλεμένο. Στα θετικά μου άρεσε η ατμόσφαιρα (μου θύμισε Αμερική της δεκαετίας του 50, αλλά δεν ξέρω αν κάνω λάθος) και το ύφος. Χλιαρό μου φάνηκε το εύρημα. Ενώ είναι έξυπνο καθεαυτό, η υλοποίησή του με χάλασε κυρίως για τις λογικές τρύπες που έχει δηλαδή δοβαρά, αν ήταν να βγάλουν τα πρόσωπά τους από φωτογραφίες θα εμπιστεύονταν έναν τυχαίο που το έπαιζε φωτογράφος; Που κυκλοφορούσε στην πόλη με τη φωτογραφική του παππού του ενώ υποφώσκει η αίσθηση παρωδίας και όχι τρόμου κατά την κορύφωση. Κρατάω όμως το πόσο έχεις βελτιωθεί εδώ συγγραφικά σε σχέση με παλαιότερα κείμενά σου και αυτό αξίζει ένα μεγάλο μπράβο Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
WILLIAM Posted May 28, 2015 Share Posted May 28, 2015 Πετυχαίνεις την αίσθηση του τρόμου και απέδωσες πολυ καλά τη φρικαλεότητα που προκάλσαν οι αστοχίες του φωτογράφου μας. Αλλά λείπει μια εξήγηση για το τι συνέβει, τι είναι αυτή η αλλαγή και ίσως και γιατί άφησαν την επιλογή του φωτογράφου να γίνει τόσο πρόχειρα και την τελευταία στιγμή. Μια καλή ιστορία ωστόσο και συγχαρητήρια για αυτή. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Eugenia Rose Posted May 28, 2015 Share Posted May 28, 2015 Για να δω τι έχω να πω γι' αυτή την ιστορία. Α, ναι δεν μου άρεσε καθόλου Λοιπόν για να σοβαρευτούμε, η γραφή σου είναι όλο και καλύτερη και η ιδέα σου ήταν πολύ τρομακτική και ειδικά για μένα. Σου έχω πει ποτέ ότι είχα πάθει πλάκα με ένα επεισόδιο παλιά κινουμένων σχεδίων που οι κακοί έκλεβαν τα πρόσωπα του κοσμάκη; ΜπρρρρAnyway μπορείς για να το κάνεις να έχει καλύτερη βάση να τον βάλεις ότι προσποιείται με πλαστά στοιχεία και φωτογραφίες τον επαγγελματία φωτογράφο, ακόμα και τον ίδιο τον παππού του μιας και η πόλη μοιάζει να μην έχει χρόνο ουσιαστικά. Κατά τα άλλα πολύ άχρηστος φωτογράφος και του γύρισε μπούμερανγκ και το τέλος άστα να πάνε από τρόμο! Καλή επιτυχία! Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
MadnJim Posted May 29, 2015 Share Posted May 29, 2015 Εξαιρετική ιδέα, δύσκολη στην απόδοση. Με ανατρίχιασε πολύ στο τέλος η συνειδητοποίηση ότι τους είχε καταδικάσει όλους να είναι πια τέρατα. Με εκνεύρισε απίστευτα ο χαρακτήρας του πρωταγωνιστή, είναι αυτοί οι αχώνευτοι άχρηστοι καιροσκόποι τύποι που θεωρούν τους εαυτούς τους μάγκες και όλους τους άλλους τα κορόιδα τους. Κλασικό λαμόγιο που αντί να εκτιμήσει ότι κάποιος του έδωσε μια ευκαιρία, έβγαλε όλη την αδιαφορία του και απλά δεν έκανε τη δουλειά που ανέλαβε. Σιχαίνομαι πραγματικά αυτούς που αναλαμβάνουν κάτι και δεν το κάνουν. Η ένστασή μου έχει να κάνει με την συνεχή επανάληψη των βημάτων χρήσης της φωτογραφικής μηχανής, έγινε λίγο βαρετή μετά από λίγο και δεν είδα και κάποιο λόγο για να υπάρχει. Ωραία ροή, στρωτή γραφή, λίγο βιαστική από τη μέση και μετά με κάποια λαθάκια εδώ κι εκεί που λέρωναν το όμορφο σύνολο. Από τις ιστορίες που απόλαυσα, σ' ευχαριστώ! Βλέπεις το Wayward Pines; Η πόλη σου μου το θύμισε πολύ. Καλή επιτυχία! Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Guest /george/ Posted May 31, 2015 Share Posted May 31, 2015 Άλλη μια ωραία ιστορία! Πέρασα καλά και τρόμαξα. Άρα νομίζω ότι πέτυχε το σκοπό της. Στο τέλος βέβαια έμεινα με κάποιες απορίες. Τι είναι ακριβώς αυτή η αλλαγή με τα χρώματα και γιατί συμβαίνει; Αφού είναι μια τόσο σοβαρή διαδικασία που αφορά άμεσα τους κατοίκους της πόλης γιατί την εμπιστεύονται σε έναν άπειρο άτομο με απαρχαιωμένη μηχανή; Θα μου πεις, και με το δίκιο σου βέβαια, κάτι πρέπει να πάει στραβά για να υπάρχει ιστορία! Και πάλι όμως νομίζω ότι θα μπορούσες να δέσεις καλύτερα την πλοκή χωρίς να υπάρχουν αυτά τα κενά. Ίσως μετά το διαγωνισμό να αποφασίσεις να ασχοληθείς λίγο ακόμα με την ιστορία σου και να την πας σε άλλο επίπεδο, εκεί που πραγματικά της αξίζει. Καλή επιτυχία! Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Mesmer Posted June 1, 2015 Share Posted June 1, 2015 Ωραία και σουρεαλιστική ιδέα. Και η απόδοσή της με τον ενθουσιασμένο κόσμο και μετά η αλλαγή σε απόγνωση όταν φόρεσαν τις κουνημένες φωτογραφίες είναι πολύ καλή. Όπως ανάφεραν κι άλλοι πριν από μένα, η ιστορία αφήνει αρκετές απορίες. Τι είναι αυτή η αλλαγή του χρώματος; Αν αυτή η δουλειά είναι τόσο σημαντική, γιατί προσλαμβάνουν έναν άσχετο φωτογράφο; Έχει να κάνει κάτι ο δήμαρχος με αυτό; Αν ναι, θα ήθελα να το ξέρω. Γιατί ενώ όλοι δείχνουν να περιμένουν με προσμονή την αλλαγή, πρέπει να φορέσουν τα πρόσωπα του προηγούμενο χρώματος; Νιώθω ότι υπάρχουν αρκετοί συμβολισμοί πίσω από αυτά, οι οποίοι δεν γίνονται εμφανείς. Επίσης, η επανάληψη των οδηγιών της φωτογραφικής είναι λίγο υπερβολική. Κυρίως επειδή τα κομμάτια είναι μεγαλούτσικα κι ο αναγνώστης μπορεί εύκολα να τα πηδήξει. Λόγω και της προσωπικότητας του ήρωα, θα μπορούσε να τις ανάγει σε κάτι πιο απλό, όπως «Οπλίστε, σημαδέψτε, τραβήξτε», που θα μπορούσες να το χρησιμοποιήσεις περισσότερες φορές και ταιριάζει στο υπεροπτικό/ειρωνικό στιλάκι του. Καλή επιτυχία! Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Cassandra Gotha Posted June 5, 2015 Share Posted June 5, 2015 (edited) Η ιδέα είναι καλή, αλλά στην εκτέλεση δεν τα κατάφερες. Σπαταλάς πολύ χώρο στο να γυρίζει από 'δω κι από 'κει τραβώντας βαριεστημένος φωτογραφίες. Θα μπορούσες να τα δείξεις όλα αυτά (την παράξενη μανία τους να βγουν φωτογραφία, το ότι δεν ήταν φωτογράφος και τα έκανε μαντάρα) με πολύ λιγότερα λόγια. Έτσι θα είχες χώρο να χτίσεις ατμόσφαιρα, ώστε να πετύχεις τον σκοπό σου και να μας δώσεις τη δυσάρεστη αίσθηση του τέλους. Κάποια πράγματα που σημείωσα ενώ διάβαζα: 1. "Ναι, η κάμερα στην πραγματικότητα είναι του παππού μου." Γιατί το λέει αυτό; Δεν κολλάει στη συζήτηση. 2. Γιατί έκαναν έτσι για να βγουν φωτογραφία; Σαν να μην είχαν ξαναδεί κάμερα στη ζωή τους. 3. Είμαστε προς το τέλος της πέμπτης σελίδας, και η μόνη νύξη ότι κάτι δεν πάει καλά είναι αυτό το σχόλιο.«Γιατί τα χρώματα αλλάζουν; Τι συμβαίνει» ρώτησα γενικά, μην περιμένοντας κάποια απάντηση. Δεν μας έχεις βάλει μέχρι τώρα σε μια ατμόσφαιρα τρόμου και είναι αργά για να το πετύχεις. Μέχρι τώρα παρακολουθούμε τον δήθεν φωτογράφο (αυτό δεν το κατάλαβα ακόμα, θέλω να πω, γιατί πήγε εκεί και κάνει ό,τι κάνει αφού δεν είναι φωτογράφος; ) να βγάζει ανθρώπους που τον τραβολογάνε λες και δεν έχουν ξαναδεί κάμερα στη ζωή τους. edit: Να συμπληρώσω ότι η ίδια η ιδέα, αν και μου άρεσε, ήθελε λίγο ξεμπλέξιμο. Το μεγάλο πρόβλημα είναι γιατί δεν τραβούσαν μόνοι τους φωτογραφίες. Στο αρχείο σου έχω σημειώσει λάθη εκφραστικά, ορθογραφικά, τυπογραφικά, γραμματικά. Το κείμενο έχει πάρα πολλά τέτοια λάθη, αλλά σημείωσα τα πιο χοντρά. τραβηξε με στο πράσινο.doc Edited June 5, 2015 by Cassandra Gotha Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Natasha Posted June 7, 2015 Share Posted June 7, 2015 (edited) Νομίζω ότι είναι το καλύτερο κείμενό σου που έχω διαβάσει. Η ιδέα ήταν καλή! Η παρατήρησή μου περί πλοκής είναι: Αν κάνεις τον πρωταγωνιστή επαγγελματία φωτογράφο έχεις να κερδίσεις σε πειστικότητα. Βέβαια, μετά έχεις το πρόβλημα ότι ένας καλός φωτογράφος θα έπαιρνε καλές φωτογραφίες. Γνώμη μου: βάλτον να έχει μεθύσει. Τα χρώματα που αλλάζουν θα τα πάρει χαλαρά όπως τον δείχνεις να τα παίρνει, αλλά θα είναι επειδή κατηγορεί το μεθύσι του. Συγκεκρίμένα σχόλια για την εκτέλεση: Μπροστά μου είχα το παλιό εστιατόριο της πόλης. Το της πόλης δε χρειάζεται. Το στομάχι μου δεν με άφησε να το σκεφτώ δυο φορές σφίγγοντας στην τσέπη μου την προκαταβολή που μου είχε στείλει ο δήμαρχος. Το σφίγγοντας κάντο κι έσφιξα. Τοποθέτησα τη βαριά κάμερα πάνω στο τραπέζι και τέντωσα τους ώμους μου λες και το βάρος που κουβαλούσα ήταν μεγαλύτερο από το πραγματικό. Αφού εξηγείς ότι είναι βαριά, το κομμάτι από το λες και... πραγματικό δε σου χρειάζεται. Η κυλινδρική λάμπα φθορίου, που κρεμόταν από το ταβάνι, έκαναν τα ξανθιά μαλλιά της να φαίνονται λαχανί κάνοντας τα να ταιριάζουν με τα ρούχα της. Το έκαναν να γίνει έκανε, και το κάνοντας να γίνει κάτι άλλο, γιατί είναι επανάληψη. Πχ: Η κυλινδρική λάμπα φθορίου, που κρεμόταν από το ταβάνι, έκανε τα ξανθιά μαλλιά της να φαίνονται λαχανί. Ταίριαζαν έτσι με τα ρούχα της. Όταν κοίταξα τα μάτια της βρήκα τον εαυτό μου να πνίγεται μέσα σε δυο δίδυμες τουρκουάζ λίμνες. Είναι μάλλον θέμα γούστου αλλά το βρίσκω κλισέ. «Ναι, η κάμερα στην πραγματικότητα είναι του παππού μου. Το μόνο κειμήλιο της οικογένειας μου.» Μετά το ναι δε σου χρειάζεται κάτι. «Έχεις κάποιο όνειρο;» την ρώτησα. Περίεργη ερώτηση. Θα την έκανε ένας άγνωστος, ακόμη κι αν της την έπεφτε; Μπορεί να ρωτήσει: Σου αρέσει να ζεις εδώ; Ώστε εκείνη να απαντήσει: Το σιχαίνομαι. Ονειρεύομαι να φύγω. «Να φύγω μακριά από εδώ», τα ματιά της ατένιζαν τον ορίζοντα μέσα από το τζάμι ενώ τα χέρια μου έτρεμαν καθώς προσπαθούσα να βρω το κουμπί. Τα χέρια του σε νηφάλια κατάσταση δε θα έτρεμαν. Αν τον βάλεις όντως να είναι μεθυσμένος, το κρατάς. «Τι σας σταματάει;» ένα κλικ ακούστηκε από την κάμερα. Το σας να γίνει σε. «Μακάρι να ήταν τόσο εύκολο», έσκυψε κοντά μου για να μου ψιθυρίσει, δεν μπορούσα να αποφύγω να δω τα άλλα κάλλη της. Σπάσε την πρόταση ανάμεσα στο ψιθυρισει και το δεν. (Αυτό σε σχέση με τις τυρκουάζ λίμνες είναι πολύ περισσότερο του γούστου μου). «Όλοι είμαστε δεμένοι με αυτήν πόλη», ίσιωσε την πλάτη της και με ρώτησε τι θα ήθελα να μου φέρει. Σπάσε την πρόταση μετά το κλείσιμο των εισαγωγικών. Μόλις ζήτησα τη σπεσιαλιτέ του εστιατορίου κάποιος μουρμούρισε το όνομα της. Δεν ξέρει ο τύπος το όνομά της. Πες «κάποιος την φώναξε». Ο ψηλός νεαρός περνούσε αρκετά σε μπόι την κοπέλα του κι έτσι όπως την κρατούσε με τα χέρια του πιστεύω ότι αν τα σήκωνε θα αιωρούταν λίγο πάνω από το δρόμο. Μπλεγμένη πρόταση. Αν θες κάντην: Ο ψηλός νεαρός περνούσε αρκετά σε μπόι την κοπέλα του κι έτσι όπως την κρατούσε με τα μεγάλα χέρια του πιστεύω ότι θα μπορούσε να τη σηκώσει ολόκληρη αν ήθελε. «Ναι, σίγουρα χρειάζεται μια ανανέωση αυτό το μέρος, έτσι δεν είναι αγάπη μου;» ρώτησε ξεφυσώντας από τα ρουθούνια της. Το ξεφυσώντας από τα ρουθούνια της δεν μπορώ να το εικονοποιήσω, αν δε σου χρειάζεται βγάλτο. Το γρηγορότερο που θα με άφηναν στην ησυχία μου, το καλύτερο. Μήπως να γίνει έτσι: Όσο πιο γρήγορα ξέμπλεκα από δαύτους, τόσο το καλύτερο. Μου ζητούσαν να τους φωτογραφήσω λες και η ζωή τους εξαρτιόταν από αυτό. Το κομμάτι μετά το λες και είναι αγγλισμός. Μπορεί να γίνει λες και ήταν ζήτημα ζωής και θανάτου. Το πράσινο φως αναβόσβησε όσο κοιτούσα μέσα από την κάμερα με το κόκκινο φως να επικρατεί για λίγο το πρόσωπο που προσπαθούσα να τραβήξω θόλωσε σαν να εξαφανίστηκαν οι λεπτομέρειες του, όπως τα μάτια και η μύτη, αλλά μάλλον θα έφταιγε ο φακός και η έλλειψη συγκέντρωσης. Ανάμεσα στο για λίγο και το πρόσωπο βάλε τελεία. Η διάρκεια του άφησε χώρο για περισσότερες προσδοκίες. Πολύ καλό! Ήθελε να μου φωνάξει, αλλά δεν είχε σχισμή για το στόμα της. Πριν το ήθελε, πρόσθεσε ένα κατάλαβα ότι. Θα πήγαινα στο εστιατόριο και θα έπαιρνα τη σερβιτόρα μαζί μου. Λόγω του παράξενου της πόλης και λόγω του ότι τη σερβιτόρα την ξέρει ελάχιστα, δε θα έγραφα προσωπικά ότι θα την έπαιρνε μαζί της. Αυτή τη γνώμη έχω και για το «Το μόνο που ήθελα ήταν να βρω τη σύμμαχό μου σε αυτόν τον εφιάλτη» που γράφεις αργότερα. Το κεφάλι μου ήταν συνέχεια γυρισμένο πίσω μου. Μπορεί να γίνει: Κοιτούσα διαρκώς πίσω από τον ώμο μου. Τα δάκρυα της είχαν πασαλείψει τη μάσκαρά της γύρω από τα τέσσερα μάτια της. Πολύ καλό! Τα δυο ζεύγη βλεφαρίδων της είχαν σχηματίσει βέλη πάνω από τα μάτια της που έκαιγαν από τη λάβα μέσα τους. Αυτό δεν το κατάλαβα. Ο πόνος, δεν αντέχω άλλο. Δεν είμαι σίγουρη για αυτό. Μήπως να το έκανες απλά «δεν αντέχω άλλο»; Edited June 7, 2015 by Natasha 1 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Tiessa Posted June 7, 2015 Share Posted June 7, 2015 Η ιδέα μού άρεσε εξαιρετικά, και καθώς η παραμόρφωση είναι για μένα μια από τις βασικές αιτίες που φοβάμαι τον τρόμο, εδώ κατάφερες και την ατμόσφαιρα και το αποτέλεσμα να τα κάνεις πάρα πολύ τρομακτικά, με όλα αυτά τα τέρατα μέσα στο κόκκινο φως. Αυτό το άχρονο της μικρής πόλης και το ανεξήγητο της διαδοχής και της αλλαγής των χρωμάτων, θα μπορούσε να είναι και ένα επεισόδιο από το Twilight Zone. Ο τρόπος που συρρέει ο κόσμος για να φωτογραφηθεί, αυτό μου βγάζει στην επιφάνεια. Θα μπορούσε μάλιστα να μην είναι καν διαδοχή του δημάρχου, να είναι ένα περιοδικό φαινόμενο πάνω στο οποίο πέφτει ο πρωταγωνιστής. Τώρα ως προς το γιατί δεν είχαν άλλον φωτογράφο, ίσως να είχε πάθει πρόσφατα κανένα ατύχημα. Αν το πεις αυτό λίγο διακριτικά στην αρχή και μετά παίξεις και λίγο με τη δική του έλλειψη ικανότητας -ή αναφέρεις κάποια πράγματα για την τεχνολογία της εποχής και την ανυπαρξία μηχανών- θα λύσεις πάρα πολλά θεματάκια. ΟΚ, η ιστορία θέλει λίγη δουλειά, αλλά στην ιδέα, 1 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Old man & SiFi Posted June 12, 2015 Share Posted June 12, 2015 (edited) Διαβάζοντάς το κράτησα κάποιες σημειώσεις αλλά διαβάζοντας τα σχόλια μετά, τις έσβησα αφού τις παρατηρήσεις μου τις είχαν κάνει άλλοι. Ας πω ότι η ιδέα και η γραφή μου άρεσε. Περιληπτικά, συμφωνώ με το ότι οι πολλές επαναλήψεις για τις λήψεις μου φάνηκαν περιττές και ότι η επιλογή του (άσχετου) φωτογράφου για μια τόσο σοβαρή δουλειά δεν εξηγείται. Σαν ερασιτέχνης φωτογράφος έχω μια άλλη πρόταση: Ο φωτογράφος είναι επαγγελματίας αλλά κάποια στιγμή του πέφτει η μηχανή και σπάει ο φακός. Το αναφέρει στον δήμαρχο αλλά εκείνος επιμένει, δεν υπάρχει χρόνος να βρεθεί άλλη μηχανή ή φακός. Έτσι οι παραμορφώσεις μπορεί να γίνουν πιο σουρεαλιστικές, και πιο αληθοφανείς μιας και το κακό νετάρισμα ή το κούνημα δεν εξηγεί όλα τα αποτελέσματα που περιγράφεις. Υ.Γ. Οι λάμπες φθορίου όντως δίνουν πράσινο χρώμα αλλά μόνο στην φωτογραφία που τραβήχτηκε με φιλμ γιά φως ημέρα, με το μάτι δεν είναι ορατό. Edited June 12, 2015 by Old man & SiFi 1 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Ιρμάντα Posted June 13, 2015 Share Posted June 13, 2015 Σας έχω πει πόσο μου αρέσει να μπαίνει η ιστορία ως ανάρτηση, ώστε να μπορώ να την διαβάζω από το κινητό; (άσχετο) Φίλε Αλέξανδρε aka Διγέλαδε, γεια! Η ιστορία σου είχε πραγματικά πολύ ωραία κεντρική ιδέα. 1.Η πρώτη παράγραφος κάπως μου κλώτσησε. Όμως, σε κάποιο σχόλιο πήρε το μάτι μου ότι είχε πρωτογραφτεί στα αγγλικά, δεν ξέρω. Ίσως για αυτό. Πάντως ο μέσος αναγνώστης δεν πολυνοιάζεται αν αυτό που γράψαμε ήταν αγγλικό ή αν μεταφράστηκε ή πόση δουλειά ρίξαμε στην τελική στο γραπτό μας, ενδιαφέρεται μονάχα για το αποτέλεσμα. Η ανώνυμη πόλη, η φτιαξιά των σκηνικών, του εστιατορίου για παράδειγμα μυρίζει αμερικανική επαρχία. 2. Έχασα τη μπάλα από τη στιγμή που αλλάζανε χρώματα. Χώρια που θα ήθελα και μία εξήγηση ψιλά- χαμηλά γιατί συμβαίνει αυτό. Το αγόρι δηλαδή προσελήφθη για να απαθανατίσει τα πρόσωπα των κατοίκων που τι θα συνέβαινε, αν δεν φωτογραφίζονταν; Θα έμεναν κενά πρόσωπα λόγω της αλλαγής των χρωμάτων; 3. Το τυπικό ερώτημα. ΠΟΙΟΣ διηγείται την ιστορία. Πρώτο πρόσωπο, γκαφατζής φωτογράφος αναλαμβάνει να φωτογραφίσει την αλλόκοτη πόλη και καταλήγει να παραμορφώσει ανεπανόρθωτα πάσα μούρη και προφίλ. Λογικά τα τέρατα που γέννησε η προπολεμική κάμερά του τον κυνηγάνε να τον γδάρουν /φάνε/σουβλίσουν/οτιδήποτε. Ποιος διηγείται λοιπόν την ιστορία; Πώς; Θα ξαναπώ, για να μην απογοητευτείς ότι η κεντρική ιδέα είναι από τις καλύτερες του τρομοδιαγωνισμού. Θέλει όμως δουλίτσα αρκετή. Συγχαρητήρια και καλή σου επιτυχία! Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Oceanborn Posted June 14, 2015 Share Posted June 14, 2015 (edited) Το δυνατό κομμάτι της ιστορίας είναι η ιδέα στην οποία βασίζεται. Η εικόνα των ανθρώπων δίχως πρόσωπα αποτελεί ένα φρικαλέο μοτίβο που συναντάμε περισσότερο στα εικαστικά οπότε άνετα ο κεντρικός ήρωας θα μπορούσε να είναι και... ζωγράφος. Μιας και επέλεξες να τον κάνεις ζωγράφο ωστόσο, θα συμφωνήσω με την Natasha παραπάνω και θα πω ότι ίσως έπρεπε να τον θέσεις σε μία κατάσταση επαγγελματικού ατοπήματος αλλά επ'ουδενί λόγω ερασιτεχνίας. Από την άλλη βέβαια, θα μπορούσε κανείς να εμμείνει στο ότι πρόκειται για μία μικρή επαρχιακή πόλη, οπότε δεν αναζητά κάποιον επαγγελματία και άρα τον εμπιστεύτηκαν. Αναφορικά με την ασάφεια που αναφέρεται παραπάνω δεν θα συμφωνήσω αφού το κείμενο αποτελεί κατά βάση δείγμα σουρεαλισμού. Πρέπει να μην είναι ξεκάθαρο, αυτή είναι η δουλειά του και όσο προχωράει το κείμενο και επηρεάζεται ο ψυχισμός του κεντρικού ήρωα, η γλώσσα ακολουθεί. Επιπλέον μου άρεσαν οι παρεμβάσεις, έμοιαζαν σαν εσωτερικές οδηγίες και προσθέτουν μία ζωηρή πινελιά στην αφήγηση. Έχω και αρνητικά να σου γράψω βέβαια. Προσωπικά, ο ήρωας σου δε μου δημιούργησε κανένα συναίσθημα. Ούτε θετικό, ούτε αρνητικό. Ήταν απλά αδιάφορος, έρμαιο των καταστάσεων. Δεν αισθάνθηκα να τον κατανοώ, να τον αντιπαθώ ή να συμπάσχω. Ήταν ένας στεγνός ρόλος. Δεν γνωρίζω τι στόχο είχες βέβαια, μπορεί φερ' ειπείν να ήθελες να εστιάσεις στην ιδέα αυτή καθαυτή αλλά σε κάθε περίπτωση θεώρησα σκόπιμο να στο πω. Τέλος, θα συμφωνήσω με αυτό που ανέφερε παραπάνω ο αγαπητός Nihilio, ενώ ξεκινάς με πολύ δυνατές περιγραφές, ξεκάθαρο δείγμα βελτίωσης όσο προχωράς την προσέχεις όλο και λιγότερο. Καλή επιτυχία. Edited June 14, 2015 by Oceanborn Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Morfeas Posted June 15, 2015 Share Posted June 15, 2015 Άλεξ, η ιστορία σου είχε ωραία ατμόσφαιρα, κλειστοφοβική (αν και συνέβαινε σε ανοιχτό χώρο), με ωραία αξιοποίηση τόσο του θέματος (από τις πιο έξυπνες κατά τη γνώμη μου στον διαγωνισμό) όσο και του είδους. Η γραφή ήταν καλή, με μικρά προβλήματα που εύκολα λύνονται. Το βασικότερο πρόβλημα είναι το σημείο που πρωτοπεριγράφεις τα πράσινα/κόκκινα φώτα και δεν γίνεται καθόλου ξεκάθαρο τι συνέβη (πού τα βλέπει; μετά μένουν τα χρώματα στην ατμόσφαιρα;). Εκεί είναι πολύ ασαφές κι ειδικά εκεί δεν πρέπει να είναι. Και όλο το μπέρδεμα με τα χρώματα να το προσέξεις σε ενδεχόμενη διόρθωση, δεν γίνεται καθαρό ποτέ (αν στο μυαλό σου το είχες τελείως κινηματογραφικό, στυλ περίεργα φίλτρα στην κάμερα, στο χαρτί δεν δουλεύει αυτό, χρειάζεται διαφορετικό τρόπο προσέγγισης (του εφέ εννοώ, με αλλαγή και του ύφους ίσως)). Επίσης δεν μου άρεσε το κλείσιμο, κι η ίδια η φράση (μου φάνηκε σαν ξεπέταγμα) και δεν ένιωσα εκεί αγωνία που θα έπρεπε. Με είχες βάλει μέσα στο mood κι εκεί που μπορούσες να με κάνεις ό,τι ήθελες το ’κλεισες βιαστικά. Στο σχολιάζω επειδή και στο διήγημα του FFL με είχε ξενερώσει η φράση με την οποία έκλεινες. Οπότε σου εφιστώ την προσοχή στις τελευταίες σου φράσεις (να αποφεύγεις τα κλισέ είτε τα πιο δραματικά είτε τα κωμικότερα). Γενικά μετά την αλλαγή των χρωμάτων ήταν πιο βιαστικό απ' όσο θα ήθελα (και η ατμόσφαιρα έχασε πόντους) Μου άρεσε το πώς περιέγραφες τις ελαττωματικές φωτογραφίες, καθώς κι όλα όσα οδήγησαν σ’ αυτό – και το καταλαβαίνουμε μόνο μετά την ανατροπή. Μου άρεσε η ιδέα της Νατάσας για το μεθύσι: όντως θα σου έλυνε τα περισσότερα προβλήματα αληθοφάνειας που έχουν εντοπιστεί. Κι η ιδέα του Γέρου και του Σήφη είναι καλή. Δες τες. Πάντως είναι η καλύτερή σου ιστορία που έχω διαβάσει και μου άρεσε πολύ η ιδέα (τη βρήκα ειλικρινά πολύ έξυπνη και πρωτότυπη) – δούλεψέ τη (σοβαρά στο λέω, μην την αφήσεις έτσι)! Μένω με καλή γεύση. Μπράβο! Καλή επιτυχία! τραβηξε με στο πράσινο - Διγέλαδος - Morfeas.doc Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Γιώργος77 Posted June 16, 2015 Share Posted June 16, 2015 άλλα κάλλη της, φυλλώδης τέντα, σερβιτόρα ικανοποιημένη από την όρεξη μου, το γρηγορότερο που θα με άφηναν στην ησυχία μου, το καλύτερο (the sooner, the better), μου την πήραν πίσω (την διάθεση), η στάση του σώματός του έδειχνε να του ανήκει όλο το δωμάτιο, η πηγή των προβλημάτων τους, . Αυτές οι αδόκιμες φράσεις με ενοχλούν κάπως και μειώνουν λίγο την απόλαυση του να διαβάζεις αυτόν τον Εφιάλτη του Φωτογράφου. Πρωτότυπη ιδέα και μια ονειρική ατμόσφαιρα που με συγκινεί. Περιμένω με ενδιαφέρον τους εφιάλτες του μάστορα, του χασάπη, του γιατρού, του οικονομολόγου…. Καλή επιτυχία !!! Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Nienor Posted June 16, 2015 Share Posted June 16, 2015 Για μένα αυτή εδώ δεν είναι μόνο η καλύτερη ιδέα του διαγωνισμού, έχει και μια από τις ομορφότερες ατμόσφαιρες που έχεις καταφέρει να δημιουργήσεις ποτέ. Γουέλ, όχι ομορφότερες, καταλαβαίνεις τι εννοώ, γιατί καθόλου όμορφη δεν είναι. Έχω συναίσθηση του τι δουλειά έχεις ρίξει για αυτό και έχω δυο μεγάλα μπράβο για σένα και γλύκες Οκ, δεν καταφέρνεις να τη δέσεις τέλεια ώστε να καλύψεις (κι όχι να εξηγήσεις, μην μπεις καν σε αυτή τη διαδικασία) όλες τις απορίες, θέλει φτιάξιμο αλλά με προσοχή, υπάρχουνε ακόμα αδόκιμες λέξεις τις οποίες τις βρήκα τις περισσότερες σημειωμένες από πάνω (νομίζω πως μόνο την ημικυκλική πλατεία δεν πήρε το μάτι μου --> δε θα έπρεπε να είναι ημικύκλεια) αλλά συμβαίνει σε πολύ μικρότερο βαθμό και πλέον έχει φτάσει σε επίπεδο που να διορθώνονται στην επιμέλεια. Τρομομεζούρα: Μπρρρ... (Ω! Ναι, εγώ εδώ τρόμαξα) Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Διγέλαδος Posted June 17, 2015 Author Share Posted June 17, 2015 (edited) Αλλάζει η πόλη χρώμα κι οι κάτοικοι θέλαν κάποιον να φωτογραφίσει τα πρόσωπά τους για να τα φορέσουν, όμως επειδή ο δικός μας είναι άχρηστος φωτογράφος τους τα κάνει όλα χάλια; Ακριβώς! (δεν νομίζω ότι έχω ακούσει ποτέ κανέναν να λέει «παίρνω φωτογραφία» αντί «τραβάω φωτογραφία», ας πούμε). Ούτε καν το φαντάστηκα ότι αυτή είναι αγγλική μετάφραση και δεν έπρεπε να το χρησιμοποιούμε. Η πλάκα έχει ότι λέω περισσότερο "παίρνω φωτογραφία" παρά "τραβάω φωτογραφία" στην καθημερινότητα. (Χρησιμοποιούσα και τα δυο για να μην επαναλαμβάνω συνέχεια την ίδια έκφραση. ) 1) τι παιζει με τα χρωματα και τις αλλαγές. Δεν κατάλαβα πως επηρεάζει την πλοκή της ιστοριας και μου φάνηκε πως και να έλλειπε το αποτέλεσμα θα ηταν το ίδιο Αν προσέξεις σε διάφορα σημεία που αλλάζει το χρώμα χάνουν το πρόσωπό τους οι χαρακτήρες. Τα πρόσωπα εξαφανίζονται με την αλλαγή του χρώματος επειδή άνηκαν στο προηγούμενο χρώμα. Κάθε χρώμα χρειάζεται το "δικό του" πρόσωπο κατά μια έννοια. 2)τι παιζει με τον δήμαρχο και τη διαδοχή; Η πόλη αλλάζει χρωμα όταν ερθει ο καιρός να αλλάξει δήμαρχο; Είναι κάτι φτιαχτο ή απλα παραφυσικό φαινόμενο ας πούμε; Ποια η σκοπιμοτητα του; Και τα δυο μαζί. Ο δήμαρχος και η αλλαγή του χρώματος είναι συνδεδεμένα μεταξύ τους. Το ενα χρειάζεται το άλλο. Το αν είναι κάτι φτιαχτό ή παραφυσικό δεν πρόλαβε να το ανακαλύψει ο χαρακτήρας. Αλλά για να είναι εντός θέματος θα πούμε "παραφυσικό". Πάντως από πίσω υπάρχει ένας δικός μου συμβολισμός. Τι εκπροσωπεί ένας δήμαρχος; Τι συμβολίζουν τα "προσωπεία"; Πώς αλλάζει κάτι από ένα διαφορετικό "φωτισμό"/χρώμα; (Κανονικά δεν πρέπει να τα εξηγώ αυτά, αλλά να σας αφήσω να τα νιώσετε αν τα νιώσετε (χωρίς να χρειάζεται να καταλαβαίνετε) δηλαδή δοβαρά, αν ήταν να βγάλουν τα πρόσωπά τους από φωτογραφίες θα εμπιστεύονταν έναν τυχαίο που το έπαιζε φωτογράφος; Που κυκλοφορούσε στην πόλη με τη φωτογραφική του παππού του Όπως έγραψες πιο πάνω ήταν σαν η πόλη να ήταν σε μια δική της χρονική δίνη. Δεν μπορούν να συγκρίνουν εύκολα με το σύγχρονο κόσμο. (Ο δήμαρχος είχε βάλει την αγγελία). Και οκ η κάμερα δεν ήταν πανάρχαια. Αυτό που χρειαζόταν να πω είναι ότι ο φωτογράφος είχε δώσει τα "παραποιημένα χαρτιά" του παππού του στον δήμαρχο για να τον δεχτούν ως επαγγελματία. Θα το προσθέσω. ενώ υποφώσκει η αίσθηση παρωδίας και όχι τρόμου κατά την κορύφωση. δεν είναι τυχαίο. Αλλά προσπάθησα να υπάρξει μια ισορροπία. Αλλά λείπει μια εξήγηση για το τι συνέβει, τι είναι αυτή η αλλαγή και ίσως και γιατί άφησαν την επιλογή του φωτογράφου να γίνει τόσο πρόχειρα και την τελευταία στιγμή. Τα πρώτα δυο απαντώ πιο πάνω. Η τελευταία στιγμή είναι γιατί δεν θα ήθελαν οι κάτοικοι να φωτογραφιστούν 5 μέρες πιο πριν. Δεν θα έδειχναν οι φωτογραφίες την τελευταία τελευταία "εικόνα τους". Επίσης όλο αυτό είχε γίνει πια σαν μια γιορτή. Δηλαδή είχε γίνει παράδοση να είναι αφιερωμένη η τελευταία μέρα πριν την αλλαγή για τη φωτογράφιση. Anyway μπορείς για να το κάνεις να έχει καλύτερη βάση να τον βάλεις ότι προσποιείται με πλαστά στοιχεία και φωτογραφίες τον επαγγελματία φωτογράφο, ακόμα και τον ίδιο τον παππού του μιας και η πόλη μοιάζει να μην έχει χρόνο ουσιαστικά. Πολύ καλή ιδέα! Η ένστασή μου έχει να κάνει με την συνεχή επανάληψη των βημάτων χρήσης της φωτογραφικής μηχανής, έγινε λίγο βαρετή μετά από λίγο και δεν είδα και κάποιο λόγο για να υπάρχει. Βλέπεις το Wayward Pines; Η πόλη σου μου το θύμισε πολύ. Τα βήματα χρήσης είναι κάτι σαν ένα ρεφρέν. Ή καλύτερα σαν το χορό ενός δράματος. Επίσης στην τελευταία επανάληψη αλλάζει δραματικά και δείχνει τη συναισθηματική κατάσταση του ήρωα. Θα δω όμως αν γίνεται να τα κάνα μικρότερα. Το Wayard Pines δεν το είχα δει πριν το γράψω. Μόλις το πρότεινες πήγα και το είδα. Όντως είναι ακριβώς αυτή η ατμόσφαιρα που ήθελα να περιγράψω! Στο τέλος βέβαια έμεινα με κάποιες απορίες. Τι είναι ακριβώς αυτή η αλλαγή με τα χρώματα και γιατί συμβαίνει; Αφού είναι μια τόσο σοβαρή διαδικασία που αφορά άμεσα τους κατοίκους της πόλης γιατί την εμπιστεύονται σε έναν άπειρο άτομο με απαρχαιωμένη μηχανή; Απαντάω πιο πάνω. Θα προσπαθήσω να το φτιάξω! Τι είναι αυτή η αλλαγή του χρώματος; Αν αυτή η δουλειά είναι τόσο σημαντική, γιατί προσλαμβάνουν έναν άσχετο φωτογράφο; Έχει να κάνει κάτι ο δήμαρχος με αυτό; Αν ναι, θα ήθελα να το ξέρω. Γιατί ενώ όλοι δείχνουν να περιμένουν με προσμονή την αλλαγή, πρέπει να φορέσουν τα πρόσωπα του προηγούμενο χρώματος; Νιώθω ότι υπάρχουν αρκετοί συμβολισμοί πίσω από αυτά, οι οποίοι δεν γίνονται εμφανείς. Επίσης, η επανάληψη των οδηγιών της φωτογραφικής είναι λίγο υπερβολική. Κυρίως επειδή τα κομμάτια είναι μεγαλούτσικα κι ο αναγνώστης μπορεί εύκολα να τα πηδήξει. Λόγω και της προσωπικότητας του ήρωα, θα μπορούσε να τις ανάγει σε κάτι πιο απλό, όπως «Οπλίστε, σημαδέψτε, τραβήξτε», που θα μπορούσες να το χρησιμοποιήσεις περισσότερες φορές και ταιριάζει στο υπεροπτικό/ειρωνικό στιλάκι του. Απαντάω και πάνω. Υπάρχουν πολλοί συμβολισμοί, αλλά μερικές φορές δεν πρέπει να γίνονται εμφανείς κατά τη γνώμη μου. Άστο να κάτσει μέσα σου να δεις τι σου προκαλεί. Θα δοκιμάσω να κάνω πιο μικρά τα βήματα αν και θέλω να δείξω στην τελευταία επανάληψη την κούραση του χαρακτήρα... Η ιδέα είναι καλή, αλλά στην εκτέλεση δεν τα κατάφερες. Σπαταλάς πολύ χώρο στο να γυρίζει από 'δω κι από 'κει τραβώντας βαριεστημένος φωτογραφίες. Θα μπορούσες να τα δείξεις όλα αυτά (την παράξενη μανία τους να βγουν φωτογραφία, το ότι δεν ήταν φωτογράφος και τα έκανε μαντάρα) με πολύ λιγότερα λόγια. Έτσι θα είχες χώρο να χτίσεις ατμόσφαιρα, ώστε να πετύχεις τον σκοπό σου και να μας δώσεις τη δυσάρεστη αίσθηση του τέλους. Ο περισσότερος τρόμος είναι στη σύγκριση των προσώπων. Αν δεν τραβούσε φωτογραφίες και έδειχνε πως ήταν πριν πως μετά θα μπορούσα να συγκρίνω τα παραμορφωμένα πρόσωπα; Κάποια πράγματα που σημείωσα ενώ διάβαζα: 1. "Ναι, η κάμερα στην πραγματικότητα είναι του παππού μου." Γιατί το λέει αυτό; Δεν κολλάει στη συζήτηση. 2. Γιατί έκαναν έτσι για να βγουν φωτογραφία; Σαν να μην είχαν ξαναδεί κάμερα στη ζωή τους. 3. Είμαστε προς το τέλος της πέμπτης σελίδας, και η μόνη νύξη ότι κάτι δεν πάει καλά είναι αυτό το σχόλιο.«Γιατί τα χρώματα αλλάζουν; Τι συμβαίνει» ρώτησα γενικά, μην περιμένοντας κάποια απάντηση. Δεν μας έχεις βάλει μέχρι τώρα σε μια ατμόσφαιρα τρόμου και είναι αργά για να το πετύχεις. Μέχρι τώρα παρακολουθούμε τον δήθεν φωτογράφο (αυτό δεν το κατάλαβα ακόμα, θέλω να πω, γιατί πήγε εκεί και κάνει ό,τι κάνει αφού δεν είναι φωτογράφος; ) να βγάζει ανθρώπους που τον τραβολογάνε λες και δεν έχουν ξαναδεί κάμερα στη ζωή τους. 1. Για να δικαιολογήσει την "παλιά" όψη της κάμερας. Περιγράφω ότι είναι βαριά και μεγάλη πριν. 2. Γιατί αν δεν τους έβγαζε φωτογραφία. Θα έμεναν χωρίς πρόσωπο! Δεν κάνουν έτσι γιατί βλέπουν την ίδια την κάμερα. Κάνουν έτσι γιατί βλέπουν το φωτογράφο που θα τους φωτογραφίσει πριν την αλλαγή. 3. Και η περιγραφή του πράσινου χρώματος σε όλα τα αντικείμενα; Δεν ήταν παράξενη; Το ότι είπε ψιθυριστά η σερβιτόρα ότι δεν μπορούσε να φύγει γιατί ήταν "δεμένη" με την πόλη; Δεν ήταν παράξενο; Το ότι όλοι έτρεχαν στο φωτογράφο; Δεν ήταν παράξενο; Ο φωτογράφος πήγε εκεί γιατί πεινούσε. (Το αναφέρω στην αρχή και όλοι ξέρουμε για τα μεγέθη της ανεργίας.) Δεν ήξερε ότι θα τον τραβολογάνε έτσι. edit: Να συμπληρώσω ότι η ίδια η ιδέα, αν και μου άρεσε, ήθελε λίγο ξεμπλέξιμο. Το μεγάλο πρόβλημα είναι γιατί δεν τραβούσαν μόνοι τους φωτογραφίες. Στο αρχείο σου έχω σημειώσει λάθη εκφραστικά, ορθογραφικά, τυπογραφικά, γραμματικά. Το κείμενο έχει πάρα πολλά τέτοια λάθη, αλλά σημείωσα τα πιο χοντρά. Γιατί "άνηκαν" σε αυτό το "χρώμα". Έπρεπε να είναι κάποιος έξω από εκεί. Σε ευχαριστώ πάρα πάρα πολύ για το διορθωμένο κείμενο. Παρόλο που σε απογοήτευσα με το κείμενο θα το λάβω αυτό ως κάτι που είδες ότι μπορεί να φτιαχτεί. Θα το αξιοποιήσω Νομίζω ότι είναι το καλύτερο κείμενό σου που έχω διαβάσει. Η ιδέα ήταν καλή! Η παρατήρησή μου περί πλοκής είναι: Αν κάνεις τον πρωταγωνιστή επαγγελματία φωτογράφο έχεις να κερδίσεις σε πειστικότητα. Βέβαια, μετά έχεις το πρόβλημα ότι ένας καλός φωτογράφος θα έπαιρνε καλές φωτογραφίες. Γνώμη μου: βάλτον να έχει μεθύσει. Τα χρώματα που αλλάζουν θα τα πάρει χαλαρά όπως τον δείχνεις να τα παίρνει, αλλά θα είναι επειδή κατηγορεί το μεθύσι του. [/size][/font][/color] Ξέρεις ποιο είναι το θέμα με αυτή την ιδέα; Είναι ότι ήδη είναι κάπως λίγο απίστευτο το σκηνικό και με το αν είναι μεθυσμένος φοβάμαι ότι θα το κάνω πιο απίστευτο και έτσι ο φόβος/τρόμος θα είναι λιγότερος. Επίσης θέλω να είναι σίγουρος ότι του συμβαίνουν αυτά. Να έχει πλήρη συνείδηση των λαθών του (και όταν τα κάνει). Σε ευχαριστώ πάρα πολύ για τις διορθώσεις! Η ιδέα μού άρεσε εξαιρετικά, και καθώς Θα μπορούσε μάλιστα να μην είναι καν διαδοχή του δημάρχου, να είναι ένα περιοδικό φαινόμενο πάνω στο οποίο πέφτει ο πρωταγωνιστής. Ακριβώς. Είναι ένα περιοδικό φαινόμενο. Ο φωτογράφος είναι επαγγελματίας αλλά κάποια στιγμή του πέφτει η μηχανή και σπάει ο φακός. Το αναφέρει στον δήμαρχο αλλά εκείνος επιμένει, δεν υπάρχει χρόνος να βρεθεί άλλη μηχανή ή φακός. Έτσι οι παραμορφώσεις μπορεί να γίνουν πιο σουρεαλιστικές, και πιο αληθοφανείς μιας και το κακό νετάρισμα ή το κούνημα δεν εξηγεί όλα τα αποτελέσματα που περιγράφεις. Υ.Γ. Οι λάμπες φθορίου όντως δίνουν πράσινο χρώμα αλλά μόνο στην φωτογραφία που τραβήχτηκε με φιλμ γιά φως ημέρα, με το μάτι δεν είναι ορατό. Πολύ καλή ιδέα! Ευχαριστώ! Αν όμως οι λάμπες φθορίου είναι πράσινες έτσι κι αλλιώς; 2. Έχασα τη μπάλα από τη στιγμή που αλλάζανε χρώματα. Χώρια που θα ήθελα και μία εξήγηση ψιλά- χαμηλά γιατί συμβαίνει αυτό. Το αγόρι δηλαδή προσελήφθη για να απαθανατίσει τα πρόσωπα των κατοίκων που τι θα συνέβαινε, αν δεν φωτογραφίζονταν; Θα έμεναν κενά πρόσωπα λόγω της αλλαγής των χρωμάτων; 3. Το τυπικό ερώτημα. ΠΟΙΟΣ διηγείται την ιστορία. Πρώτο πρόσωπο, γκαφατζής φωτογράφος αναλαμβάνει να φωτογραφίσει την αλλόκοτη πόλη και καταλήγει να παραμορφώσει ανεπανόρθωτα πάσα μούρη και προφίλ. Λογικά τα τέρατα που γέννησε η προπολεμική κάμερά του τον κυνηγάνε να τον γδάρουν /φάνε/σουβλίσουν/οτιδήποτε. Ποιος διηγείται λοιπόν την ιστορία; Πώς; 2. Ακριβώς 3. Από αυτό που λες καταλαβαίνω ότι δεν θα έπρεπε να είναι στον αόριστο η διήγηση; Αλλά στον ενεστώτα; Παράξενο γιατί σε μυθιστορήματα/διηγήματα όταν είναι σε πρώτο πρόσωπο η διήγηση είναι στον αόριστο και σπανιότερα στον ενεστώτα. Παρόλο που ο ήρωας έχει πεθάνει. Όμως αν το έγραφα στον ενεστώτα δεν θα ήταν πιο παράξενη η αφήγηση; Επίσης, ποιος είπε ότι δεν ζει ακόμα ; (Μου έδωσες ιδέα να γράψω και συνέχεια). Οπότε σου εφιστώ την προσοχή στις τελευταίες σου φράσεις (να αποφεύγεις τα κλισέ είτε τα πιο δραματικά είτε τα κωμικότερα). Γενικά μετά την αλλαγή των χρωμάτων ήταν πιο βιαστικό απ' όσο θα ήθελα (και η ατμόσφαιρα έχασε πόντους) Θα το προσέξω ευχαριστώ. Κι ευχαριστώ για τις διορθώσεις! και γλύκες :friends: Edited June 17, 2015 by Διγέλαδος 8 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Ιρμάντα Posted June 17, 2015 Share Posted June 17, 2015 2. Έχασα τη μπάλα από τη στιγμή που αλλάζανε χρώματα. Χώρια που θα ήθελα και μία εξήγηση ψιλά- χαμηλά γιατί συμβαίνει αυτό. Το αγόρι δηλαδή προσελήφθη για να απαθανατίσει τα πρόσωπα των κατοίκων που τι θα συνέβαινε, αν δεν φωτογραφίζονταν; Θα έμεναν κενά πρόσωπα λόγω της αλλαγής των χρωμάτων; 3. Το τυπικό ερώτημα. ΠΟΙΟΣ διηγείται την ιστορία. Πρώτο πρόσωπο, γκαφατζής φωτογράφος αναλαμβάνει να φωτογραφίσει την αλλόκοτη πόλη και καταλήγει να παραμορφώσει ανεπανόρθωτα πάσα μούρη και προφίλ. Λογικά τα τέρατα που γέννησε η προπολεμική κάμερά του τον κυνηγάνε να τον γδάρουν /φάνε/σουβλίσουν/οτιδήποτε. Ποιος διηγείται λοιπόν την ιστορία; Πώς; 2. Ακριβώς 3. Από αυτό που λες καταλαβαίνω ότι δεν θα έπρεπε να είναι στον αόριστο η διήγηση; Αλλά στον ενεστώτα; Παράξενο γιατί σε μυθιστορήματα/διηγήματα όταν είναι σε πρώτο πρόσωπο η διήγηση είναι στον αόριστο και σπανιότερα στον ενεστώτα. Παρόλο που ο ήρωας έχει πεθάνει. Όμως αν το έγραφα στον ενεστώτα δεν θα ήταν πιο παράξενη η αφήγηση; Επίσης, ποιος είπε ότι δεν ζει ακόμα ; (Μου έδωσες ιδέα να γράψω και συνέχεια). Υπάρχει αντίληψη ή σχολή ή -δεν ξέρω, και η Αταλάντη κάτι τέτοιο έγραψε στα δικά της σχόλια, ότι στην πρωτοπρόσωπη αφήγηση δεν σημαίνει απαραίτητα ότι ο ήρωας αφηγείται αλλά ότι είμαστε μέσα στο μυαλό του. Εμένα βέβαια η πρωτοπρόσωπη αφήγηση, όταν στο τέλος ο ήρωας εξαφανίζεται /χάνεται/ σκοτώνεται γενικώς μου κλωτσάει. Δεν εννοώ τίποτα για χρόνους αφήγησης. Εννοώ ακριβώς αυτό που ρωτάω, αν πέθανε, όπως λες, ποιός αφηγείται; Αλλά φαντάζομαι θα τον νεκραναστήσεις, εφόσον σου έδωσα ιδέα...... :diablo: 1 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Διγέλαδος Posted June 17, 2015 Author Share Posted June 17, 2015 Αλλά φαντάζομαι θα τον νεκραναστήσεις, εφόσον σου έδωσα ιδέα...... :diablo: 1 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
GeorgeDamtsios Posted June 19, 2015 Share Posted June 19, 2015 Φίλε Άλεξ δεν έχω γενικώς να προσθέσω και τίποτα που δεν έχει ειπωθεί, αλλά παρόλα αυτά θα σου πω και 'γω την άποψη μου! Σαν ιδέα, ήταν από τις εξυπνότερες του διαγωνισμού. Πρωτότυπη, επίσης, αφού ομολογώ ότι κάτι τέτοιο δεν έχει τύχει να το διαβάσω ξανά. Από εκεί και πέρα νομίζω ότι στην εξέλιξη της πλοκής κάπου από τη μέση και μετά ο ρυθμός χάνεται λιγάκι. Ή ίσως απλώς να μην κλιμακώνεται όσο θα έπρεπε. Κάπου δηλαδή ένιωθα τον πρωταγωνιστή σου να διαπιστώνει, να διαπιστώνει και να… διαπιστώνει περίεργες καταστάσεις δίχως να το νιώθει ο ίδιος όσο θα έπρεπε. Θα πω όμως ότι κάτι τέτοιο δεν κόστισε τραγικά στην ιστορία σου, απλώς την έκανε να μην κρύβει στο τέλος εκείνο το πολύ μεγάλο… ουάου που πίστεψα ότι θα ξεστόμιζα όσο ακόμη βρισκόμουν στην αρχή της και υποψιαζόμουν ότι θα έχω να κάνω με μια από τις κορυφαίες των ιστοριών. Στα πολύ θετικά επίσης βάλε και το ότι γέμισα με εικόνες όσο τη διάβαζα. Κάτι που σημαίνει πολλά. Και ένα από αυτά είναι ότι… χρόνου έχοντος, σύντομα θα διαβάσω και άλλα δικά σου κείμενα! 1 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Man_from_Earth Posted June 20, 2015 Share Posted June 20, 2015 ενδιαφέρουσα και πρωτότυπη ιστορία. μου άρεσε το ονειρικό συναίσθημα που δημιούργησες. Εξ αρχής αντιλήφθηκα την ιστορία σου ακριβώς όπως τα όνειρα που δεν αναζητούμε εξηγήσεις για τίποτε και τα ποιο απίθανα πράγματα φαντάζουν φυσιολογικά. Με αυτή την έννοια το κενο της μη εξήγησης για τα χρώματα το οποίο άφησες καλύφθηκε απο την απάντηση 'μα είναι όνειρο, τι θες τώρα'. Ομορφο εφέ. 1 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Διγέλαδος Posted June 21, 2015 Author Share Posted June 21, 2015 Ευχαριστω Goerge ενδιαφέρουσα και πρωτότυπη ιστορία. μου άρεσε το ονειρικό συναίσθημα που δημιούργησες. Εξ αρχής αντιλήφθηκα την ιστορία σου ακριβώς όπως τα όνειρα που δεν αναζητούμε εξηγήσεις για τίποτε και τα ποιο απίθανα πράγματα φαντάζουν φυσιολογικά. Με αυτή την έννοια το κενο της μη εξήγησης για τα χρώματα το οποίο άφησες καλύφθηκε απο την απάντηση 'μα είναι όνειρο, τι θες τώρα'. Ομορφο εφέ. Αυτό ακριβώς! Και μάλιστα η ιστορία βασίστηκε σε όνειρο που είχα! Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Recommended Posts
Join the conversation
You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.