elgalla Posted June 22, 2015 Share Posted June 22, 2015 Όνομα Συγγραφέα: Αταλάντη ΕυριπίδουΕίδος: ΤρόμοςΒία; ΌχιΑριθμός Λέξεων: 3.434Αυτοτελής; ΝαιΣχόλια: Αυτή η ιστορία είναι βασισμένη στο διήγημα του Σπύρου (MadnJim) για τον 39ο διαγωνισμό σύντομης ιστορίας, κατηγορία τρόμος, με θέμα: Τεχνολογία. Σαν disclaimer, θα ήθελα να πω ότι σε καμία περίπτωση δεν έγραψα τη συγκεκριμένη ιστορία για να "κάνω μάθημα" στο Σπύρο, απλά μετά από συζήτηση με τον ίδιο στο thread της ιστορίας του μου φάνηκε πως θα ήταν ενδιαφέρουσα και προκλητική άσκηση η προσπάθεια απόδοσης found footage στο χαρτί. Τον ευχαριστώ πραγματικά πάρα πολύ που μου έδωσε και το "σπρώξιμο" να το δοκιμάσω και την έγκριση να το ανεβάσω και, φυσικά, αφιερώνω το διήγημα σ' αυτόν. Θα το εκτιμούσα πολύ αν οποιαδήποτε σύγκριση μεταξύ των δύο διηγημάτων έλειπε από τα σχόλια, καθώς πιστεύω πως κάτι τέτοιο θα αδικούσε και τα δύο. Το συμπέρασμα που έβγαλα από την άσκηση αυτή ήταν ότι το εν λόγω εγχείρημα ήταν τρομερά δύσκολο, ακριβώς όπως με είχε προειδοποιήσει ο MadnJim.Αρχείο: Υπόθεση Αυγερινού.doc Ο Λαέρτης ετοίμαζε τα θέματα για την επερχόμενη εξεταστική όταν η πόρτα του γραφείου του άνοιξε απότομα κι ο φίλος και συνάδελφός του, Κώστας Λαμπαδίτης, όρμησε μέσα εμφανώς ταραγμένος. «Άσε ό,τι κάνεις, έχω κάτι να σου δείξω» είπε ξέπνοα, κραδαίνοντας την κάμερά του. Ήταν μια συσκευή που είχε ξαναδεί στο παρελθόν· ασημόχρωμη και τόσο μικρή που χώραγε σε μια παλάμη, όμως με ισχυρό φακό υψηλής ανάλυσης. Ήταν ένα έξοδο που ο Κώστας είχε αναγκαστεί να καλύψει από την τσέπη του μιας και η χρηματοδότηση που έδινε το Πανεπιστήμιο στο Τμήμα Κοινωνιολογίας ήταν μηδαμινή. Όχι πως τα πράγματα για μας τους ψυχολόγους είναι καλύτερα, σκέφτηκε ο Λαέρτης, ο οποίος πολλές φορές είχε αναγκαστεί να δανειστεί τη συγκεκριμένη κάμερα. Όλα τα λεφτά πέφτουν στο Τμήμα Οικονομικών και στη Διοίκηση Επιχειρήσεων κι εμάς μας δίνουν κάτι ψίχουλα που ούτε για να τυπώσουμε δέκα σελίδες σημειώσεις δεν φτάνουν. «Καλημέρα και σε σένα» είπε, παρακολουθώντας πάνω απ’ τα γυαλιά του τον Κώστα να κατευθύνεται προς τη μικρή, παλιά τηλεόραση που υπήρχε στερεωμένη στον απέναντι τοίχο. Ο Λαέρτης την είχε φέρει στο γραφείο όταν η γυναίκα του είχε φύγει απ’ το σπίτι κι ο ίδιος είχε αναγκαστεί να μετακομίσει σε μικρότερο. Ήταν η πρώτη τους τηλεόραση, αυτή που είχαν όταν είχαν αποφασίσει να μείνουν μαζί, φοιτητές ακόμη. «Ε;» απάντησε αφηρημένα ο Κώστας. «Καλημέρα; Καλά, κάτσε να δεις αυτό, πρώτα, και μετά τα ξαναλέμε», μουρμούρισε ψάχνοντας τις ρυθμίσεις της τηλεόρασης. Ήταν η πρώτη φορά που ο Λαέρτης έβλεπε το φίλο του σε τέτοια κατάσταση. Ήταν αναμαλλιασμένος, το πουκάμισό του τσαλακωμένο κι έμοιαζε άυπνος. «Τι συμβαίνει;» τον ρώτησε κλείνοντας τα βιβλία που είχε μπροστά του κι αφήνοντας στην άκρη τις σημειώσεις για τα θέματα. «Καλύτερα να το δεις μόνος σου, αν το δεις κι εσύ πάει να πει πως δεν είμαι τρελός» είπε ο Κώστας και πάτησε το πλήκτρο αναπαραγωγής. Στην τηλεόραση εμφανίστηκαν αρχικά μερικά κουνημένα πλάνα του σπιτιού του Κώστα και, μετά, η εικόνα άλλαξε κι έδειξε ένα εξωτερικό πλάνο από ένα παλιό, εμφανώς εγκαταλελειμμένο αρχοντικό. Ο Λαέρτης το αναγνώρισε αμέσως· ήταν το σπίτι στο Φάληρο, όπου αυτός κι ο Κώστας είχαν αποφασίσει να πραγματοποιήσουν ένα κοινωνιοψυχολογικό πείραμα βασισμένο στη μελέτη του Σόλομον Ας για την επιρροή της πλειοψηφίας. Οι παλιές, καλτ ταινίες τρόμου ήταν ένα πάθος που μοιράζονταν οι δυο τους κι είχαν αποφασίσει να το εντάξουν στην έρευνά τους, εξετάζοντας κατά πόσο ορθολογιστές άνθρωποι θα μπορούσαν να πειστούν για την ύπαρξη του μεταφυσικού αν βρίσκονταν σε ένα κατάλληλο περιβάλλον και σε μια κατάσταση όπου η πλειοψηφία -οι μιλημένοι ηθοποιοί που θα είχαν επιστρατεύσει για το σκοπό αυτό, δηλαδή- θα δήλωνε πως πίστευε σε αυτό. «Αυτό δεν είναι...» άρχισε να λέει, αλλά ο Κώστας τον έκοψε μ’ ένα ανυπόμονο νεύμα. «Ναι, αυτό είναι. Μη μιλάς τώρα και κοίτα». Ο Λαέρτης τον παρατήρησε για λίγο απορημένος αλλά, βλέποντας πως ο φίλος του δεν είχε σκοπό να τον διαφωτίσει περισσότερο, αναστέναξε κι έστρεψε πάλι την προσοχή του στην οθόνη. «Βρισκόμαστε μπροστά στην οικία Αυγερινού, στο Νέο Φάληρο, όπου πραγματοποιήθηκε η σφαγή του ’66 που συντάραξε το πανελλήνιο» ακούστηκε η φωνή του Κώστα . «Κανείς δεν ξέρει με βεβαιότητα τι ήταν αυτό που έσπρωξε τον ιδιοκτήτη και μοναδικό κληρονόμο μιας τεράστιας περιουσίας, το βιομήχανο, Φώτη Αυγερινό, να δολοφονήσει στυγνά τους καλεσμένους του. Οι δικηγόροι του υποστήριξαν πως υπεύθυνη για το μακελειό ήταν η ηλικιωμένη οικονόμος, η οποία μετά έδωσε τέρμα στη ζωή της. Παρόλα αυτά, ο Φώτης Αυγερινός βρίσκεται μέχρι και σήμερα έγκλειστος στις φυλακές Κορυδαλλού.» Το αρχοντικό ήταν εντυπωσιακό, παρόλο που ο χρόνος κι η ερήμωση είχαν αφήσει ανεξίτηλα τα σημάδια τους πάνω του. Στα σημεία που δεν καλύπτονταν από κισσό ή μούχλα, διακρινόταν η ανοιχτόχρωμη, γκρίζα πέτρα από την οποία είχε κατασκευαστεί. Τα περισσότερα κεραμίδια είχαν σπάσει ή πέσει, αφήνοντας μεγάλες τρύπες στην οροφή. Η μπογιά στα κλειστά πατζούρια είχε ξεφλουδίσει, ενώ το ξύλο είχε σαπίσει. Το κομμάτι της αυλής που φαινόταν ανάμεσα από τα σκουριασμένα κάγκελα της εξώπορτας είχε καταληφθεί από ζιζάνια και ρίζες που είχαν σπάσει τα πρασινισμένα πλακάκια κι οι μεγάλοι φοίνικες δεξιά κι αριστερά του μονοπατιού είχαν από καιρό πεθάνει. «Ανατριχιαστικό μέρος» σχολίασε μια γυναικεία φωνή που έμοιαζε με της Μαργαρίτας, μιας από τους διδακτορικούς του Λαέρτη. Δεν έχει άδικο, σκέφτηκε, εξετάζοντας καλύτερα την εικόνα στην οθόνη. Το σπίτι έμοιαζε να γέρνει ανεπαίσθητα προς τα κάτω, σαν κατσουφιασμένο πρόσωπο. Το πλάνο στράφηκε προς τα δεξιά και στην οθόνη εμφανίστηκαν η Μαργαρίτα κι ο Γιάννης, ένας νεότερος σε ηλικία φοιτητής του Κώστα, ο οποίος βρισκόταν μόλις στο πρώτο εξάμηνο του μεταπτυχιακού του όμως, σύμφωνα με τα λεγόμενα του φίλου του, ήταν πολλά υποσχόμενος. «Τι ήρθαμε να κάνουμε εδώ;» ρώτησε η Μαργαρίτα. «Νιώθω λίγο λες και παριστάνουμε τους κυνηγούς φαντασμάτων, έτσι που μας τραβάτε με την κάμερα, Κύριε Λαμπαδίτη». Ο Λαέρτης δεν είχε προσέξει ποτέ στο παρελθόν πώς κοίταζε τον Κώστα η φοιτήτριά του. Τον γουστάρει, σκέφτηκε και στράφηκε προς το φίλο του, έτοιμος να πει κάτι, όταν από την οθόνη ακούστηκε η δική του φωνή, αυστηρή κι ελαφρώς εκνευρισμένη: «Πρέπει να δούμε το χώρο για να βρούμε πού πρέπει να τοποθετηθούν οι κάμερες και τα μικρόφωνα. Επίσης, πρέπει να ελέγξουμε σε τι κατάσταση βρίσκονται τα έπιπλα κι αν θα χρειαστεί να φέρουμε δικά μας. Κι ας ελπίζουμε πως δεν το ’χουν κάνει στέκι τίποτα τοξικομανείς το μέρος». «Κώστα;» ρώτησε αβέβαια. «Τι είδους αστείο είναι αυτό; Αυτή είναι η φωνή μου, τι... πώς το έκανες; Κι η Μαργαρίτα; Πώς δέχτηκε να συμμετάσχει σε κάτι τέτοιο;» Αλλά ο Κώστας παρέμεινε σιωπηλός και του έδειξε, απλά, με το δάχτυλο την τηλεόραση. «Είμαστε έτοιμοι;» μπήκε στο πλάνο ο Στέφανος, ο βοηθός έρευνας του Λαέρτη. Η οθόνη μαύρισε στιγμιαία και, το επόμενο δευτερόλεπτο, το πλάνο άλλαξε. Στην τηλεόραση φάνηκε ένα σκοτεινό, μακρόστενο χωλ. Δέσμες φωτός εμφανίστηκαν, ξαφνικά, επιτρέποντας στην κάμερα να καταγράψει περισσότερες λεπτομέρειες. Το άλλοτε βαθυκόκκινο χαλί είχε μαζέψει ένα παχύ στρώμα σκόνης και βρώμας, ενώ στις γωνίες υπήρχαν ιστοί από αράχνες και ψόφιες κατσαρίδες. Οι πίνακες στους τοίχους ήταν τόσο διαβρωμένοι που ήταν αδύνατο να καταλάβει κανείς τι ή ποιον απεικόνιζαν. Στις δύο πλευρές του διαδρόμου, ο Λαέρτης μπορούσε να διακρίνει πόρτες και, στο βάθος, μια σκάλα. «Θα πρέπει να φέρουμε γεννήτρια» ακούστηκε ο Στέφανος. «Ας προχωρήσουμε» είπε ο Κώστας και το χέρι του κάλυψε για λίγο τα πάντα, καθώς ψαχούλευε κάτι στην κάμερα. Η πρώτη πόρτα που άνοιξαν –ένα ντελικάτο χέρι, της Μαργαρίτας- αντιστοιχούσε σε μια μεγάλη κουζίνα. Τα πάντα ήταν ντυμένα με σκόνη, ενώ τα πλακάκια γύρω από το νεροχύτη ήταν γεμάτα μαυροπράσινη μούχλα. Αντικριστά από την κουζίνα βρισκόταν η τραπεζαρία, το δωμάτιο στο οποίο είχαν δολοφονηθεί οι καλεσμένοι του Αυγερινού. Στον ένα τοίχο δέσποζε μια σερβάντα γεμάτη πορσελάνινα σερβίτσια, ενώ στον άλλο υπήρχε ένας καθρέφτης στο ύψος ενός ψηλού άντρα. Η κάμερα ζούμαρε στο μεγάλο, βαρύ τραπέζι με τις περίτεχνα σκαλισμένες, ξύλινες καρέκλες πεσμένες και σπασμένες ολόγυρά του. Σκούροι λεκέδες φαίνονταν ακόμη στους τοίχους και το χαλί. Το επόμενο δωμάτιο στο οποίο μπήκαν ήταν η βιβλιοθήκη. Ράφια από σκούρο ξύλο, γεμάτα βιβλία με πρασινισμένες σελίδες που είχαν κολλήσει μεταξύ τόσο τόσο που θα έλεγε κανείς πως έφτιαχναν ένα τείχος από χαρτί κάλυπταν τους τοίχους, ενώ στο κέντρο του χώρου έστεκε μόνο ένα γραφείο, στο οποίο υπήρχε μια γραφομηχανή μ’ ένα κιτρινισμένο φύλλο χαρτιού ακόμη επάνω της. «Κώστα;» ακούστηκε ο Λαέρτης της τηλεόρασης και, όπως και την πρώτη φορά, ο ήχος της ίδιας του της φωνής του φάνηκε αλλόκοτος. Ένιωσε τις τρίχες στα χέρια του να σηκώνονται. Η κάμερα γύρισε προς την πόρτα, αλλά ένας έντονος, επίμονος ήχος θα πρέπει να τράβηξε την προσοχή του Κώστα που την κρατούσε, διότι στράφηκε πάλι αμέσως προς το εσωτερικό της βιβλιοθήκης. Για λίγο, η εικόνα απλά κουνιόταν, όταν όμως σταθεροποιήθηκε, ο Λαέρτης είδε ξεκάθαρα τα πλήκτρα της γραφομηχανής να ανεβοκατεβαίνουν μόνα τους, ενώ η δεσμίδα φωτός που μάλλον ήταν ο φακός του Κώστα φανέρωσε μια παραμορφωμένη, ανθρωπόμορφη σκιά στη βιβλιοθήκη. Μια σκιά που έμοιαζε σκυμμένη πάνω από τη γραφομηχανή, με τα σκοτεινά της δάχτυλα να κινούνται πάνω σε σκοτεινά πλήκτρα. Η εικόνα άρχισε πάλι να κουνιέται, μέχρι που έφτασε πολύ κοντά στη γραφομηχανή. Στο χαρτί υπήρχε γραμμένη μόνο μια φράση: ήρθε η ώρα. Η κάμερα απομακρύνθηκε γοργά και, δευτερόλεπτα μετά, εστίασε σ’ ένα πολύ γνώριμο πρόσωπο. Ήταν ένα πρόσωπο που ο Λαέρτης έβλεπε κάθε πρωί στον καθρέφτη. Ασυναίσθητα, άρπαξε τα μπράτσα της καρέκλας του και μισοσηκώθηκε, κοιτώντας μία το φίλο του, μία την οθόνη. Φως γέμισε για λίγο την εικόνα καθώς ο άλλος Λαέρτης έστρεφε το φακό του προς την κάμερα. «Κώστα; Τι έπαθες; Είσαι κάτασπρος!» είπε ο άντρας που φόραγε το πρόσωπό του και τη φωνή του. Ο πραγματικός Κώστας, αυτός στο γραφείο του, ήταν επίσης χλωμός. «Τ... τίποτα» ψέλλισαν οι δύο Κώστηδες ταυτόχρονα. Ο Λαέρτης τσίμπησε με δύναμη τον πήχη του χεριού του. Δεν μπορεί, σκέφτηκε. Όνειρο είναι. Δεν γίνεται. Στην οθόνη εμφανίστηκε ένα μεγάλο καθιστικό με ξεφτισμένους, μπαρόκ καναπέδες, φαγωμένους και γεμάτους ακαθαρσίες από ποντίκια. Ο Στέφανος, η Μαργαρίτα κι ο Γιάννης περιεργάζονταν τα έπιπλα, όμως δεν ήταν μόνοι τους στο χώρο. Πίσω ακριβώς από τη Μαργαρίτα, στεκόταν μια ηλικιωμένη γυναίκα με απαρχαιωμένα ρούχα και ποδιά. Το ανοιχτογάλανο βλέμμα της ήταν καρφωμένο στο φακό και, με το δείκτη του αριστερού της χεριού έδειξε προς τα κάτω. «Πρέπει να καθαρίσουμε το μέρος, δεν μπορούμε να φέρουμε ανθρώπους εδώ μέσα» είπε η Μαργαρίτα με σιχαμάρα, αγνοώντας εντελώς τη γριά. «Ποια είστε;» ακούστηκε η φωνή του Κώστα. Η Μαργαρίτα κι ο Γιάννης στράφηκαν προς το μέρος του, κοιτώντας τον με φανερή απορία, ενώ ο Λαέρτης της οθόνης συνομιλούσε χαμηλόφωνα με το Στέφανο. «Είπατε κάτι, κύριε Λαμπαδίτη;» ρώτησε η Μαργαρίτα με νάζι. Ο Λάερτης αναθεώρησε την προηγούμενη σκέψη του· η μικρή δεν τον γούσταρε απλά, τον είχε πηδήξει. Η στάση του σώματός της κι ο τόνος της φωνής της τα έλεγαν όλα. «Απευθυνόμουν στην κυρία» απάντησε ο Κώστας κι ένα αντρικό χέρι εμφανίστηκε στο πλάνο, δείχνοντας τη γυναίκα με την ποδιά. Οι δύο φοιτητές γύρισαν τα κεφάλια τους προς τα εκεί κι έπειτα ο Γιάννης έβαλε τα γέλια. «Καλό, πολύ καλό, κύριε καθηγητά» είπε, κουνώντας επιδοκιμαστικά το κεφάλι του. «Αν οι ηθοποιοί που θα χρησιμοποιήσουμε για το πείραμα είναι όλοι τόσο καλοί όσο εσείς, σας το υπογράφω από τώρα ότι όλες μας οι ερευνητικές υποθέσεις θα επαληθευτούν». Ο Λαέρτης συνειδητοποίησε πως το στόμα του είχε στεγνώσει. «Γιατί δεν τους λες κάτι;» ψιθύρισε, γυρνώντας να κοιτάξει τον Κώστα δίπλα του κι έχοντας πλήρη επίγνωση του πόσο παράλογα ακούγονταν τα λόγια του. Είναι όνειρο, επέμεινε η φωνή στο πίσω μέρος του μυαλού του. Αλλά το στόμα του συνέχισε να σχηματίζει λέξεις. «Γιατί δεν τους λες για τη σκιά στη βιβλιοθήκη και για τη γριά; Γιατί δεν τους δείχνεις;» Ο Κώστας τον κοίταξε με βουρκωμένα μάτια. «Δεν ξέρω». Την προσοχή του Λαέρτη τράβηξε ένας θόρυβος. «Τι ήταν αυτό;» είπε ο Γιάννης στην οθόνη. «Κάποιο ποντίκι σίγουρα» απάντησε αδιάφορα ο Στέφανος. «Απ’ την τραπεζαρία ακούστηκε» μπήκε στην κουβέντα κι η Μαργαρίτα. «Ας πάμε να δούμε, μπορεί να κυκλοφορούν τίποτα πρεζόνια, όπως είπε κι ο κύριος καθηγητής». Ο Γιάννης κι ο Στέφανος κούνησαν καταφατικά τα κεφάλια τους κι η πεντάδα κατευθύνθηκε προς το άλλο δωμάτιο. Πέρα από μερικές κουνημένες δεσμίδες φωτός και τον ήχο των βημάτων τους, η κάμερα δεν κατέγραψε τίποτε αξιοπερίεργο. Με το που μπήκαν στην τραπεζαρία, όμως, στο πλάνο φάνηκαν ένας άντρας και μια γυναίκα. Ο Λαέρτης δεν τους αναγνώρισε και τα ρούχα τους, όπως και το χτένισμα της γυναίκας, έμοιαζαν να έχουν βγει από άλλη εποχή. Στέκονταν δεξιά κι αριστερά από τον καθρέφτη, δείχνοντας κι αυτοί προς τα κάτω. «Λαέρτη...» ήρθε από την οθόνη η αβέβαιη φωνή του Κώστα. Ένα γυναικείο ουρλιαχτό τον διέκοψε, ακολουθούμενο από ένα βαρύ γδούπο. Η κάμερα κουνήθηκε βίαια, προτού φανεί στο πλάνο το κομμένο κεφάλι του Στέφανου. Τα χαρακτηριστικά του προσώπου του φανέρωναν έκπληξη και, δίπλα στην έντρομη Μαργαρίτα, το αποκεφαλισμένο σώμα του νεαρού έπεσε στο πάτωμα. «Στέφανε;» φώναξε ο Γιάννης. Δεν φαινόταν στην τηλεόραση, όμως ακουγόταν τρομοκρατημένος. «Όχι, γαμώ το, Στέφανε; Τι στον πούτσο! Στέφανε; Γαμώ το, όχι, όχι, ρε πούστη, όχι, Στέφανε!» «Τι στο...» ακούστηκε να λέει ο άλλος Λαέρτης κι η φωνή του έτρεμε ελαφρά. «Μαργαρίτα; Ποιος... ποιος είναι εδώ μαζί μας; Τι είδες; Ποιος χτύπησε το Στέφανο;» Σαν τα γόνατά της να μην την κρατούσαν, η κοπέλα κατέρρευσε. Το λεπτό κορμί της τρανταζόταν από άηχους λυγμούς ενώ, πίσω της, η ίδια παραμορφωμένη, ανθρωπόμορφη σκιά που είχε εμφανιστεί στη βιβλιοθήκη άπλωσε ένα κοκκαλιάρικο χέρι από σκοτάδι κι έδειξε κάτω. «Η σκιά» ψέλλισε ο Κώστας. «Η σκιά τον σκ... του έκανε κακό». Δεν θέλουν να το πουν, σκέφτηκε ο πραγματικός Λαέρτης μουδιασμένα. Δεν θελουν να πουν σκότωσε ή πέθανε, δεν τολμάνε. Ο Λαέρτης της οθόνης σήκωσε με το ζόρι τη Μαργαρίτα και την τράβηξε προς τα έξω. «Ποια σκιά; Πάμε να φύγουμε, τι κάθεστε;» φώναξε κοιτώντας προς την κάμερα, πίσω από την οποία μάλλον βρίσκονταν ο Γιάννης κι ο Κώστας. «Και πάρτε κάποιος την αστυνομία, κυκλοφορεί ένας δολοφόνος εδώ μέσα!» Ο Γιάννης εξακολουθούσε να βρίζει και να φωνάζει το όνομα του Στέφανου, ενώ η Μαργαρίτα συνέχιζε να κλαίει. Η κάμερα κουνήθηκε απότομα. «Δεν έχω σήμα» είπε ο Κώστας. Ο άλλος Λαέρτης έβαλε ένα χέρι στην μπροστινή τσέπη του παντελονιού του κι έβγαλε το δικό του κινητό. Ο φακός κατέγραψε τα μάτια του να γουρλώνουν. «Ούτε εγώ. Γιάννη, πάρε αυτό», έδειξε το σπασμένο πόδι μιας καρέκλας «και κοίτα προς τη σκάλα, μήπως και κρύφτηκε πάνω. Άμα τον δεις να έρχεται χτύπα τον. Κώστα, άσε την κάμερα, πρέπει να βγούμε από 'δω μέσα. Μαργαρίτα, μπορείς να περπατήσεις, κορίτσι μου;» Ο ήρεμος τόνος του Λαέρτη θα πρέπει να τους έπεισε, διότι ξεκίνησαν πράγματι να κατευθύνονται όλοι μαζί προς την έξοδο. Η κάμερα, όμως, κατέγραφε ακόμη. Βγαίνοντας στο χωλ, η ηλικιωμένη γυναίκα που είχε εμφανιστεί νωρίτερα στο σαλόνι στεκόταν στη σκάλα και περίμενε, δείχνοντας προς τα κάτω. «Σκατά!» ακούστηκε η φωνή του Λαέρτη της οθόνης και, για πρώτη φορά, ο πραγματικός Λαέρτης κατάλαβε πως ο άλλος του εαυτός φοβόταν. «Η πόρτα δεν ανοίγει!» «Νομίζω... νομίζω πως υπάρχει κι άλλη έξοδος. Από το κελάρι» είπε αβέβαια ο Κώστας. «Πρέπει να πάμε προς τα κάτω». «Είσαι τρελός;» ρώτησε δύσπιστα ο Λαέρτης κι ο φακός γύρισε πάνω του. «Κι αν νομίζεις λάθος; Θα παγιδευτούμε! Όχι, καλύτερα να δοκιμάσουμε να σπάσουμε κάποιο από τα παράθυρα. Αυτά στην τραπεζαρία είναι αρκετά μεγ...» Δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει την πρότασή του γιατί μια σκιά φάνηκε να περνάει από μέσα του και να σκίζει το κορμί του απ’ το λαιμό μέχρι τη βουβωνική χώρα. Το πρόσωπο της Μαργαρίτας, πιτσιλισμένο με αίμα και κομμάτια φαιάς ουσίας ήταν παγωμένο σε μια έκφραση πανικού κι οι κόρες των ματιών της είχαν γίνει δυο μικροσκοπικές βούλες. Η εικόνα κουνήθηκε γοργά κι ίσα που πρόλαβε να καταγράψει τη σκιά να σπρώχνει τον ίσκιο του Γιάννη και τον ίδιο το Γιάννη να εκτοξεύεται στις σκάλες. Ένα ανατριχιαστικό «κρακ» έπεισε το Λαέρτη που παρακολουθούσε άναυδος ότι ο νεαρός δεν είχε καλύτερη τύχη από τον ίδιο ή το Στέφανο. «Γ... Γιάννη;» κλαψούρισε η Μαργαρίτα κι έκανε ένα δειλό βήμα μπροστά. Ο Λαέρτης παρατήρησε πως γύρω από τους κόμπους των δαχτύλων της το δέρμα ήταν κοκκινισμένο και λίγο ματωμένο, σαν να τα είχε δαγκώσει με δύναμη. Ο Γιάννης ούτε απάντησε ούτε έδειξε το παραμικρό σημάδι κίνησης. «Είναι νεκρός;» ρώτησε η κοπέλα με φωνή που έτρεμε. Η κάμερα κουνήθηκε. «Δεν ξέρω» είπε ο Κώστας. «Πάμε να δούμε, ίσως απλά να είναι αναίσθητος». Προχώρησαν με βασανιστικά αργό ρυθμό προς τη σκάλα. Οι δυο δέσμες φωτός που έπεσαν στον τοίχο πλάι της, άφησαν να φανεί μια μικρή πόρτα που, μέχρι εκείνη τη στιγμή, τους είχε ξεφύγει. Ο Λαέρτης δυσκολευόταν να αναπνεύσει και άνοιξε τα πρώτα κουμπιά του πουκαμίσου του. Αν όλο αυτό ήταν όνειρο, τότε ήταν το χειρότερο όνειρο που είχε δει ποτέ του. Έφτασαν κοντά στο σώμα του Γιάννη και το χέρι του Κώστα απλώθηκε στο λαιμό του νεαρού. Έμεινε εκεί για λίγο κι έπειτα τραβήχτηκε. Η Μαργαρίτα κοίταξε προς το φακό και, προφανώς, ό,τι κι αν είδε στο πρόσωπο του Κώστα ήταν αρκετό για να καταλάβει πως ο Γιάννης δεν θα σηκωνόταν ποτέ ξανά. «Κάτι υπάρχει εδώ, μαζί μας» είπε ο Κώστας. «Το ξέρω πως θα ακουστεί τρελο, όμως, δεν ήταν άνθρωπος... αυτό που τους έβλαψε... δεν ήταν άνθρωπος. Η κάμερα τα κατέγραψε όλα. Υπάρχει μια... σκιά που θέλει το κακό μας. Αλλά υπάρχουν κι άλλα πράγματα. Φαντάσματα, νομίζω. Οι ψυχές αυτών που σκότωσε ο Αυγερινός. Θέλουν να πάμε στο υπόγειο. Μου φαίνεται πως προσπαθούν να μας βοηθήσουν». Η Μαργαρίτα ένευσε καταφατικά με βλέμμα χαμένο, μα ένα κακό προαίσθημα κυρίευσε το Λαέρτη με το που άκουσε αυτά τα λόγια. Έριξε μια πλάγια ματιά στο φίλο του. Ο Κώστας έσφιγγε τα χέρια του μεταξύ τους με τέτοια δύναμη που τα δάχτυλά του είχαν ασπρίσει. Στην τηλεόραση, η κάμερα πλησίασε τη μικρή πόρτα δίπλα στη σκάλα. Η Μαργαρίτα κοίταξε τον Κώστα πάνω από τον ώμο της, φοβισμένη και σαν να περίμενε από αυτόν επιβεβαίωση, κι έπειτα την έσπρωξε προς τα μέσα. Άνοιξε μ’ ένα υπόκωφο τρίξιμο κι ο φακός της Μαργαρίτας έδειξε σκάλες που οδηγούσαν κάτω. Οι κοφτές, λαχανιαστές ανάσες τους κι οι τριγμοί των ξύλινων σκαλοπατιών που κατέβαιναν ήταν οι μόνοι ήχοι που ακούγονταν. Ο Λαέρτης έπιασε το τηλεκοντρόλ και δυνάμωσε τη φωνή. Η σκάλα άνοιξε σ’ ένα μικρό, αραχνιασμένο δωμάτιο. Δύο δεσμίδες φωτός εξερεύνησαν το σκονισμένο, ξύλινο πάτωμα, παραδομένες σ’ έναν αλλόκοτο, φρενιασμένο χορό. Μπροστά τους υπήρχαν χοντρά, μαύρα κεριά, μισολιωμένα και κολλημένα στο δάπεδο μετά από τόσα χρόνια, ενώ οι σανίδες καλύπτονταν από παράξενα σύμβολα. «Τι είναι αυτό»; ρώτησε ο Λαέρτης, μα ο Κώστας ανασήκωσε ξεψυχισμένα τους ώμους και δεν είπε τίποτα. Ο Λαέρτης ήθελε να τον αρπάξει και να τον ταρακουνήσει. Αν είναι όνειρο, τότε μάλλον όταν ξυπνήσω θα πρέπει να εξετάσω τι είναι αυτό που με κάνει τόσο επιθετικό απέναντι στον Κώστα, σκέφτηκε. «Αου!» ακούστηκε απ’ την τηλεόραση το βογκητό της Μαργαρίτας, ακολουθούμενο από κρότο και ήχο σπασίματος. «Κάτι έρ...» Η κάμερα, όμως, δεν ήταν στραμμένη στη Μαργαρίτα, αλλά στα πόδια της, όπως και ο φακός του Κώστα. Ανάμεσα στα υπολείμματα ενός πήλινου δοχείου, βαμμένου σε σκούρο χρώμα και διακοσμημένου με χρυσά σύμβολα, σερνόταν ένα μαύρο, γυαλιστερό φίδι. Όχι, όχι φίδι, συνειδητοποίησε ο Λαέρτης. Ένα κομμάτι από πηχτό, ανόθευτο σκοτάδι. Ένα κομμάτι σκιάς. Φως και εικόνα ακολούθησαν το σκοτάδι που ερπόταν αργά προς τον τοίχο πίσω από τη Μαργαρίτα. Ο παραμορφωμένος ίσκιος ξεκόλλησε απ’ τα τούβλα κι άπλωσε το χέρι του προς την κοπέλα. Τα μάτια της άνοιξαν διάπλατα και μια σταγόνα αίμα κύλησε απ’ τα χείλη της, καθώς τα άυλα δάχτυλα διαπέρασαν το στήθος της και βγήκαν απ’ το στέρνο της κρατώντας μια καρδιά που έσταζε. Το κορμί της σωριάστηκε και το σκιερό φίδι σύρθηκε πάνω της και, ποτισμένο με το αίμα της, ενώθηκε με τον ίσκιο. Η εικόνα ταρακουνήθηκε βίαια, σαν κάποιος να είχε σπρώξει απότομα τον Κώστα προς τα πίσω, μα ο Λαέρτης ήταν απόλυτα σίγουρος γι’ αυτό που είδε προτού μαυρίσουν όλα κι η οθόνη της τηλεόρασης γίνει μπλε: ένα ζευγάρι σκοτεινά, δαιμονικά φτερά εμφανίστηκε στους ώμους της σκιερής φιγούρας. Γύρισε πίσω το βίντεο και πάγωσε την εικόνα στη σκηνή. Είχε δίκιο, ήταν φτερά. Έμοιαζαν σχισμένα και καμένα, μα ήταν αδύνατο να ξεχωρίσει οτιδήποτε περισσότερο μέσα στο σκοτάδι από το οποίο ήταν φτιαγμένο το πλάσμα. «Δεν καταλαβαίνω» ψιθύρισε. Το στόμα του το ένιωθε στεγνό κι είχε μια παράξενη γεύση ξινίλας. «Τι είναι αυτό; Πού το βρήκες;» Για πρώτη φορά απ’ τη στιγμή που είχε βάλει το βίντεο να παίζει, ο Κώστας τον κοίταξε στα μάτια κι ο Λαέρτης κατάλαβε πως, όλην αυτήν την ώρα, ο φίλος του έκλαιγε. «Δεν ξέρω τι είναι. Πραγματικά, δεν ξέρω. Όσο για το πού το βρήκα...» έπνιξε ένα λυγμό, «ήρθε χτες στο γραφείο μου ένας άντρας και μου έφερε ένα φάκελο μ’ αυτήν την κασέτα. Μου είπε μόνο πως τον έλεγαν Μιχάλη και πως έπρεπε οπωσδήποτε να δω το βίντεο γιατί υπήρχαν πράγματα σχετικά με την υπόθεση Αυγερινού που η αστυνομία είχε αποκρύψει. Νόμιζα πως ήταν κάποιος φοιτητής μου συνωμοσιολόγος που άκουσε για το πείραμα από το Γιάννη. Αλλά μετά έβαλα την κασέτα και... δεν ξέρω. Λαέρτη, αλήθεια σου λέω, δεν ξέρω τι να πιστέψω.» «Πρέπει να πάρουμε την αστυνομία, να τους πούμε, δεν ξέρω, πως κάποιος σε απειλεί. Πως μας απειλεί όλους. Πώς έμοιαζε αυτός ο Μιχάλης;» ρώτησε ο Λαέρτης με φωνή που έσπαγε σαν να ’χε λόξιγκα. «Αυτό είναι το περίεργο. Σπάω το κεφάλι μου από χτες να θυμηθώ, αλλά δεν μου ’ρχεται. Μόνο το όνομά του μου έμεινε. Αλλά δεν νομίζω πως αυτό είναι μια συνηθισμένη απειλή» είπε ο Κώστας κι έμοιαζε να φοβάται ακόμη και τα ίδια του τα λόγια. «Και τι είναι αν όχι απειλή;» Ο Κώστας δίστασε για λίγο πριν απαντήσει. «Προειδοποίηση. Λαέρτη, δεν νομίζω ότι πρέπει να πάμε στο σπίτι του Αυγερινού. Το ξέρω πως περάσαμε τόσους μήνες να σχεδιάζουμε το πείραμα, αλλά καλύτερα να βρούμε κάποιο άλλο μέρος». Ο Λαέρτης σάστισε τόσο που, προς στιγμήν, ξέχασε το απειλητικό βίντεο. «Μα... δεν προλάβαμε καν να ελέγξουμε το μέρος, να δούμε σε τι κατάσταση είναι, πώς το άφησε η αστυνομία...» «Ακριβώς». 4 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
MadnJim Posted June 22, 2015 Share Posted June 22, 2015 Ευχαριστώ πάρα πολύ για την αφιέρωση Αταλάντη, τιμή μου. Ξέρεις ήδη ότι μου άρεσε η ιστορία όπως την έφτιαξες, τα έχουμε πει, και χαίρομαι πάρα πολύ που τελικά την ανέβασες στην βιβλιοθήκη γιατί πιστεύω πραγματικά πως αξίζει και με το παραπάνω να διαβαστεί. Για το τυπικό της υπόθεσης, η ιστορία γράφτηκε μετά από συζήτησή μας, δεν τίθεται θέμα σύγκρισης ή άμιλλας, αλλά εποικοδομητικής συνεργασίας μιας και ήταν και για τους δυο μας κάτι καινούριο και μια πολύ καλή ευκαιρία για άσκηση. 1 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
elgalla Posted June 22, 2015 Author Share Posted June 22, 2015 Εγώ ευχαριστώ και χαίρομαι απερίγραπτα που σου άρεσε η απόδοση, ήταν πολύ σημαντικό για μένα το να σου αρέσει 1 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Oceanborn Posted June 23, 2015 Share Posted June 23, 2015 Αρχικά, μπράβο σας για την συνεργασία και τον χαρακτήρα που δείχνετε. Είναι μία όμορφη και προσεγμένη εκδοχή της αρχικής ιστορίας αλλά δε θα ένιωθα άνετα να επεκταθώ περισσότερο μιας και δεν δηλώνω φαν του re-writing. 1 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Recommended Posts
Join the conversation
You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.