Jump to content

Write off #80 (Eugenia Rose vs elgalla vs Nienor vs Ιρμάντα vs MadnJim vs SymphonyX13)


Myyst

  

14 members have voted

  1. 1. Η ιστορία που μου άρεσε περισσότερο είναι...

    • The Wild Riders (Eugenia Rose)
      2
    • Η Φλόγα Στα Μάτια Της (SymphonyX13)
      1
    • Ελπίδα (MadnJim)
      2
    • The Lorelei (elgalla)
      3
    • Καρδιά από Ασήμι (Ιρμάντα)
      4
    • Αγιόκλημα στα μαλλιά της (Nienor)
      2

This poll is closed to new votes


Recommended Posts

Λοιπόν εγώ

  • θα ήθελα να ψηφίσω τον Δημήτρη επειδή είναι καλογραμμένος και έπιασε γυναικείο θέμα, αν και άντρας
  • θα ήθελα να ψηφίσω τον Σπύρο γιατί είχε μία καλή ιδέα, κάνει δουλειά και βελτιώνεται ολοένα
  • θα ήθελα να ψηφίσω την Κιάρα γιατί είναι ατμοσφαιρικό το διήγημά της
  • θα ήθελα να ψηφίσω την Αταλάντη για ατμόσφαιρα συν πετυχημένη χρήση της γλώσσας
  • θα σας πω γιατί θα ήθελα να ψηφίσω την Ευγενία όταν τη διαβάσω.

Κοντολογίς είμαι απόλυτα ικανή να τη ρίξω τελικά σε όποιον έχει πάρει τις λιγότερες ψήφους στο τέλος, έτσι, για συμπαράσταση. Ξέρω ότι δεν είναι αυτό το σωστό πνεύμα, αλλά οι ιστορίες είναι όλες δυνατές και νομίζω θα δυσκολευτώ στην τελική απόφαση. Μπράβο μας και πάλι! :first: :first: :first: :first: :first: :first:  

 

Υ.Γ.: Μήπως, λέω μήπως, :secret: να ψηφίσουμε τον Myyst γιατί χάρη σ' αυτόν τα γράψαμε όλοι αυτά που γράψαμε;

Edited by Ιρμάντα
  • Like 4
Link to comment
Share on other sites

Για τη φάση του πράγματος και μόνο (και για να μου πείτε, άμα θέλετε, κι αν πρέπει να το κρατήσω ή να το πετάξω όπως είναι), ορίστε 2.103 ελληνικές λέξεις που γράφτηκαν προτού παραιτηθώ και ξηλώσω τα πάντα και γράψω άλλη ιστορία, στα αγγλικά. Το συγκεκριμένο θα έμπλεκε μέσα την Εκάτη, τη femme fatale του κλασσικού νουάρ μυθιστορήματος και διάφορα άλλα πράγματα που, για να γραφτούν σωστά, θα χρειάζονταν πάμπολλες λέξεις.

 

 

 

Δεν ζει κανείς που να μπορεί να την περιγράψει. Εγώ την είδα μια νύχτα, ξαφνικά, να προβαίνει σε κάποιο μυστηριώδες μπαλκόνι. Το φεγγάρι ασήμιζε το πρόσωπό της. Άγγιξε τον άνεμο και βούλιαξε μέσα στον ατέρμονο χρόνο, μέσα στους παγωμένους αιώνες, έφτασε μέχρι κι εγώ δεν ξέρω πού, πασχίζοντας να προφτάσει τη φλόγα στα μάτια της. Δεν ζει κανείς που να μπορεί να την περιγράψει. Όλοι οι μεγάλοι ποιητές έχουν πεθάνει από καιρό κι αυτή καμώθηκε απ’ το υλικό των ιστοριών και των ονείρων. Δεν ζει κανείς που να μπορεί να την περιγράψει. Οι σπουδαιότεροι ζωγράφοι θα πέφταν με χαρά στις φλόγες της Ιεράς Εξέτασης για μια ευκαιρία να αποτυπώσουν τη μορφή της στον καμβά, όμως ο αιώνας μας έχει στερέψει από σπουδαίους ζωγράφους. Μονάχα εγώ απομένω, αδέξιος γραφιάς, με λέξεις άτεχνες να προσπαθώ να αποδώσω την ουσία της στο χαρτί και να αποτυγχάνω και να προσπαθώ ξανά, μόνο και μόνο για να αποτύχω ξανά, παγιδευμένος σ’ έναν αέναο κύκλο ελπίδας κι απελπισίας, εγκλωβισμένος σε μια φυλακή χτισμένη από προτάσεις και σημεία στίξης.

Σαν τα κρύα τα νερά, τη λεν όσοι έχουν γι’ αυτήν ακούσει, πεντάμορφη και πανώρια, μα είναι μονάχα προσδιορισμοί φτωχοί που μοιάζουν ξέθωροι μπροστά στην αλήθεια της ύπαρξής της. Άλφα στερητικό και λήθη· αυτό ακριβώς είναι που προκαλεί, αυτό είναι που προκάλεσε σ’ όποιον ποτέ τη γνώρισε, για λίγο έστω: αδυναμία να την ξεχάσει. Την είδα μια νύχτα, μα ακόμη δεν την έχω λησμονήσει. Πέρασε φευγαλέα απ’ τη ζωή μου ένα βράδυ σαν όλα τ’ άλλα και το μεταμόρφωσε με την παρουσία της σ’ ένα βράδυ όπως κανένα. Τι κι αν ήξερα ποια ήταν πριν τα μάτια μου την αντικρίσουν; Η γνώση δεν με γλίτωσε απ’ το γλυκό εθισμό της παρουσίας της ούτε απ’ το μαρτύριο της μετέπειτα απουσίας της. Η γνώση δεν μου πρόσφερε τίποτα.

Ξέρω, αναγνώστη, πως τώρα θα βαρυγκομείς· μη με ξεσυνερίζεσαι, όμως. Στο είπα, είμαι αδέξιος γραφιάς κι η ανάμνησή της με στοιχειώνει κάτι τέτοιες ώρες που η μέρα σβήνει κι η πόλη κουρνιάζει τρυφερά στην αγκαλιά της νύχτας. Δικό της είναι το φταίξιμο, με παρασέρνει η θύμησή της και χάνω τον ειρμό μου. Μπορώ να γράφω γι’ αυτήν χρόνια ατέλειωτα χωρίς να λέω τίποτε απολυτως. Σου δίνω όμως το λόγο μου: θα προσπαθήσω να βάλω τις σκέψεις μου σε τάξη και να σου αφηγηθώ την ιστορία.

Για την Τρισεύγενη άκουσα πρώτη φορά απ’ τη γιαγιά μου, που δυο παραμύθια ήξερε μονάχα κι αυτά μου έλεγε συνέχεια όταν ήμουν μικρός και φοβόμουν ακόμη το σκοτάδι. Η Τρισεύγενη ήταν το ένα απ’ τα δυο και το αγαπημένο μου. Θα το καταγράψω εδώ όσο καλύτερα μπορώ, μα θέλω μια χάρη από σένα: καθώς διαβάζεις τις επόμενες γραμμές, φέρε στο νου σου τη βραχνή, σπασμένη απ’ τα χρόνια φωνή μιας ηλικιωμένης γυναίκας και φαντάσου πως βρίσκεσαι κάτω απ’ τα σκεπάσματα, ενώ έξω βρέχει και στο τζάκι τρίζουνε τα κούτσουρα.

 

Ήταν κάποτε ένας βασιλιάς και μια βασίλισσα που δεν μπορούσαν να κάνουν παιδιά. Τα χρόνια περνούσαν και το ζευγάρι παρέμενε χωρίς διάδοχο, μέχρι που η βασίλισσα το πήρε απόφαση κι έκανε ένα τάμα στην Παναγία, πως αν της χάριζε ένα αγοράκι, εκείνη θα έχτιζε τρεις βρύσες έξω απ’ το παλάτι: από τη μια θα έτρεχε βούτυρο, από την άλλη κρασί κι από την τρίτη μέλι. Σύντομα η βασίλισσα γέννησε ένα γιο, μα ξέχασε το τάμα της και δεν έχτισε τις βρύσες. Πήγε τότε η Παναγία στον ύπνο της και της είπε: «εγώ παιδί σου χάρισα, μα εσύ το τάμα σου το αστόχησες και το γιο που σου ’δωσα θα σου τον πάρω πίσω». Και ξύπνησε αλαφιασμένη η βασίλισσα κι είπε το όνειρο στο βασιλιά και, την άλλη μέρα, διέταξαν να χτιστούν οι βρύσες κι από τη μια έτρεχε βούτυρο, απ’ τη δεύτερη κρασί και από την τρίτη μέλι. Και πήγαιναν άνθρωποι απ’ όλες τις γωνιές του βασιλείου για να φάνε και να πιουν και να ευχηθούν στη υγειά του βασιλόπουλου. Και πέρασε καιρός πολύς και μεγάλωσε το βασιλόπουλο κι οι γονείς του του έκαναν όλα τα χατήρια. Καθόταν, λοιπόν, ένα πρωί στο παραθύρι του και κοίταζε χάμω μια γριά που μάζευε με το δάχτυλό της το βούτυρο απ’ τη βρύση που ’χε στερέψει και το ’βαζε σ’ ένα κιούπι. Και πήρε μια πέτρα και της την πέταξε κι έσπασε το κιούπι και χύθηκε το βούτυρο. Κοίταξε πάνω, τότε, η γριά κι αναστέναξε: «τι να σου κάμω, παιδάκι μου, που δεν μου πάει καρδιά να σε καταραστώ. Τούτο μόνο θα σου ευχηθώ, την Τρισεύγενη να βρεις, τα τρία κίτρα και, μέχρι να την ανταμώσεις, ύπνος να μη σε πιάνει». Το βασιλόπουλο έτρεξε και ρώτησε τη μάνα του ποια ήταν η Τρισεύγενη, μα η βασίλισσα δεν ήξερε. Έτρεξε και στο βασιλιά και σ’ όλους του τους συμβούλους, μα την Τρισεύγενη κανείς δεν την είχε ακουστά. Κι έβλεπε η βασίλισσα το μοναχογιό της σαν το κερί να λιώνει και πολύ στεναχωριόταν. Του είπε τότε, ο βασιλιάς: «πάρε, γιε μου, το πιο καλό μου άλογο και το πιο δυνατό μου σπαθί και κίνησε να βρεις την Τρισεύγενη γιατί, εδώ που κάθεσαι, σε βλέπει η μάνα σου που δεν τρως και δεν κοιμάσαι και πολύ στεναχωριέται». Έτσι έκανε το βασιλόπουλο και, δρόμο παίρνει, δρόμο αφήνει, έφτασε σε μια πλαγιά. Πάνω στην πλαγιά ήταν ένα καλύβι κι απ’ έξω καθόταν μια δράκαινα. «Καλή σου μέρα, κυρά» είπε το βασιλόπουλο. «Ώρα καλή, παιδί μου» αποκρίθηκε η δράκαινα. «Αν δεν μου ’λεγες καλή σου μέρα, θα σ’ έτρωγα». «Κι εσύ, αν δεν μου ’λεγες ώρα καλή, παιδί μου, θα σ’ έκοβα με το σπαθί μου». Το βασιλόπουλο της έδωσε να φάει απ’ το ψωμί του και να πιει απ’ το κρασί του και τη ρώτησε μην κι ήξερε πού ήταν η Τρισεύγενη, τα τρία κίτρα. «Δεν ξέρω» είπε η δράκαινα, «μα θα σε στείλω στην αδερφή μου και μπορεί εκείνη να έχει ακούσει. Να της δώκεις κι ετούτο το χτένι και να της πεις πως είναι από μένα». Κίνησε πάλι, το βασιλόπουλο, κατά κει που του ’δειξε η δράκαινα και, δρόμο παίρνει, δρόμο αφήνει, έφτασε σ’ ένα λόφο που είχε πάνω ένα δεντρί και στη σκιά του ξαπόσταινε η αδερφή της δράκαινας και χτενιζότανε, μα ήταν τα μαλλιά της μπερδεμένα κι έσπασε το χτένι της. «Καλή σου μέρα, κυρά» είπε το βασιλόπουλο. «Ώρα καλή, παιδί μου» αποκρίθηκε η δράκαινα. «Αν δεν μου ’λεγες καλή σου μέρα, θα σ’ έτρωγα». «Κι εσύ, αν δεν μου ’λεγες ώρα καλή, παιδί μου, θα σ’ έκοβα με το σπαθί μου». Και της έδωσε το χτένι που ’χε στείλει η αδερφή της και τη ρώτησε μην κι ήξερε πού ήταν η Τρισεύγενη, τα τρία κίτρα. «Δεν ξέρω» είπε η δράκαινα, «μα για το καλό που μου ’κανες, θα σε στείλω στην αδερφή μου και μπορεί εκείνη να έχει ακούσει. Σαν θα τη βρεις, θα είναι έξω απ’ το σπίτι της και θα πανίζει το φούρνο με τα στήθια της. Μην τη ρωτήσεις τι κάνει, μόνο σκίσε το πουκάμισό σου και πιάσε και πάνισε το φούρνο».  Έφυγε, λοιπόν, το βασιλόπουλο και, δρόμο παίρνει, δρόμο αφήνει, έφτασε σ’ ένα πέτρινο σπίτι κι ήταν απ’ έξω η δράκαινα και πάνιζε το φούρνο με τα στήθια της. Το βασιλόπουλο δεν μίλησε, μόνο έσκισε το πουκάμισό του κι έπιασε να πανίζει το φούρνο. «Για το καλό που μου ’κανες, τι θέλεις να σου κάνω;» είπε η δράκαινα όταν τέλειωσε με τη δουλειά και το βασιλόπουλο τη ρώτησε μην κι ήξερε πού ήταν η Τρισεύγενη, τα τρία κίτρα. «Θα περπατήσεις τρεις μέρες και τρεις νύχτες, μέχρι να φτάσεις σ’ ένα σταυροδρόμι. Εκεί θα είναι μια κιτριά με τρία κίτρα κι από κάτω τρία λιοντάρια. Πάρε τούτα τα έξι κομμάτια κρέας και πέτα τα μισά στα λιοντάρια όταν θα φτάνεις, για να σ’ αφήσουν να σκαρφαλώσεις. Σα θα θες να κατέβεις, πέτα τους τ’ άλλα μισά και θα σ’ αφήσουν να φύγεις. Τα κίτρα να τα ανοίξεις μόνο άμα βρεθείς κοντά σε νερό» τον συμβούλεψε και τον έστειλε στην ευχή του Θεού. Περπάτησε τρεις μέρες και τρεις νύχτες το βασιλόπουλο κι έφτασε στο σταυροδρόμι όπου ήταν η κιτριά κι έκαμε όπως του είπε η δράκαινα και τα λιοντάρια δεν τον πείραξαν. Πήρε το δρόμο του γυρισμού και, λίγο πιο κάτω, βρήκε μια γούρνα με νερό, τόση δα μικρή, κι έβγαλε το μαχαίρι του κι έσκισε λίγο το ένα κίτρο κι από μέσα πετάχτηκε μια κοπέλα πεντάμορφη και φώναζε: «νερό, νερό!» μα η γούρνα δεν είχε αρκετό και πέθανε. Στεναχωρημένο πολύ, το βασιλόπουλο συνέχισε το δρόμο του, μέχρι που βρήκε ένα ρυάκι. Έσκισε, τότε, με το μαχαίρι του το δεύτερο κίτρο κι από μέσα πετάχτηκε μια κοπέλα ομορφότερη απ’ την πρώτη και φώναζε: «νερό, νερό!» μα το ρυάκι δεν είχε αρκετό και πέθανε. Το βασιλόπουλο ήταν να σκάσει απ’ τον καημό του κι έπιασε ξανά να περπατάει και, μετά από περπάτημα πολύ, έφτασε σε μια λίμνη μεγάλη. Αναθάρρεψε κι έσκισε το τελευταίο κίτρο κι από μέσα πετάχτηκε μια κοπέλα ομορφότερη απ’ όλες κι ήπιε νερό απ’ τη λίμνη και δροσίστηκε και δεν πέθανε. Μαγεμένο απ’ την ομορφιά της, το βασιλόπουλο την ορμήνεψε ν’ ανέβει πάνω σ’ ένα δέντρο και να τον περιμένει, μέχρι εκείνος να πάει στο παλάτι να φέρει άμαξες και λούσα και στολίδια για να την πάρει στους γονείς του και να την κάνει γυναίκα του. Μα όπως ήταν πάνω στο δέντρο η Τρισεύγενη, πήγε από κάτω μια γύφτισσα και κοιταζόταν στο νερό και θαύμαζε τα μούτρα της κι έλεγε τι όμορφη που ήταν κι η Τρισεύγενη γέλασε. Κοίταξε, τότε, πάνω η γύφτισσα και την είδε κι είπε: «συ είσαι μωρή, που σε βλέπω στη λίμνη και λέω πώς ομόρφυνα έτσι;» κι είπε της Τρισεύγενης να κατέβει, μα εκείνη αποκρίθηκε πως περίμενε το βασιλόπουλο να την πάει στο παλάτι. Ζήλεψε, τότε,  η γύφτισσα  και κούνησε το δέντρο κι έπεσε η Τρισεύγενη κι η γύφτισσα την έπνιξε. Σαν ήρθε το βασιλόπουλο κι είδε τη γύφτισσα να τον περιμένει, σκιάχτηκε. «Άργησες πολύ» του είπε η γύφτισσα, «και μαύρισα απ’ τον καημό μου. Άμα παντρευτούμε θα ασπρίσω». Την πήρε, λοιπόν, το βασιλόπουλο στο παλάτι κι ο καιρός περνούσε κι η γύφτισσα λουζότανε σε γάλα, μα δεν άσπριζε. Και το βασιλόπουλο είχε κλειστεί στα δώματά του κι από τη στεναχώρια του ούτε έτρωγε ούτε έπινε κι η μόνη του χαρά ήταν ένα μικρό, ξανθό πουλάκι που του κρατούσε συντροφιά. Σαν είπαν οι δούλες στη γύφτισσα για το πουλάκι, αυτή πήγε στο βασιλόπουλο και κλάφτηκε: «όλη μέρα με δαύτο είσαι κι εμένα με ξέχασες, πώς ν’ ασπρίσω έτσι; Δώσε μου το πουλάκι να το φάω και θ’ ασπρίσω». Με βαριά καρδιά, έδωσε το βασιλόπουλο το πουλάκι στο μάγειρα και το ’φαγε η γύφτισσα και πέταξε τα κόκαλα στον κήπο, μα πάλι δεν άσπρισε. Κι εκεί που πέσαν τα κόκαλα, φύτρωσε μια λεμονίτσα όμορφη και φουντωτή και πήγαινε το βασιλόπουλο και ξάπλωνε στον ίσκιο της κι ευφραινόταν η καρδιά του. Και ζήλεψε η γύφτισσα και φώναξε έναν ξυλοκόπο να κόψει τη λεμονιά. Πήρε ο ξυλοκόπος το τσεκούρι του και τακ και τουκ, άρχισε να πελεκάει. Άκουσε, τότε, μια φωνή να σκούζει: «βάρει πάνω, βάρει κάτω, και στη μέση μη βαρείς, τι είναι κόρη και πονεί και πονεί στην κεφαλή». Κι έκανε ο ξυλοκόπος όπως του είπε κι απ’ το κούτσουρο πετάχτηκε η Τρισεύγενη. Την πήρε ο ξυλοκόπος στο σπίτι του κι η Τρισεύγενη τον παρακάλεσε να πάει στην αγορά και να της φέρει κλωστή να υφάνει τα παθήματά της που ήταν πολλά. Έτσι έκανε κι έφκιασε ένα υφαντό και το τύλιξε κι είπε του ξυλοκόπου να το πάει στο βασιλόπουλο. Σαν είδε το υφαντό το βασιλόπουλο, πήγε στη γύφτισσα και της είπε: «ένας από τους άντρες μου ήταν να παντρευτεί και μια γυναίκα πήρε τη θέση της αρραβωνιαστικιάς του κι αυτός το έμαθε κι ήρθε σε μένα να τον συμβουλέψω τι να κάνει. Εσύ τι λες; Τι τιμωρία της αξίζει»; Και του είπε η γύφτισσα να τη δέσει σε τέσσερα άλογα και να τα κεντρίσει στα πισινά. Αυτό διέταξε να της κάνουν, λοιπόν, το βασιλόπουλο και πήγε στο σπίτι του ξυλοκόπου κι έφερε την Τρισεύγενη στο παλάτι κι οι γάμοι τους έγιναν με χαρές και γλέντια και ζήσαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα. 

 

Έτσι, λοιπόν, άρχισαν όλα, με την Τρισεύγενη. Για χρόνια το παραμύθι αυτό με στοίχειωνε, δίχως να μπορώ να καταλάβω το γιατί, αλλά καμιά φορά ένιωθα κι εγώ σαν το βασιλόπουλο της ιστορίας: παθιασμένος να βρω την απάντηση στο αίνιγμα μιας γυναίκας για την οποία είχα μονάχα ακούσει.  Ξανά και ξανά ρωτούσα την άμοιρη γιαγιά μου που δεν ήξερε τι να απαντήσει: τι όνομα είναι το Τρισεύγενη; Πώς ζούσε μες στο κίτρο; Γιατί δεν πέθανε όταν την έπνιξε η γύφτισσα ή όταν την εφαγε ή όταν ο ξυλοκόπος έκοβε τη λεμονιά; Τι ήταν, τέλος πάντων, η Τρισεύγενη; Αερικό, την έλεγε η γιαγιά μου, νεράιδα και ξωθιά, μα οι λέξεις αυτές διόλου δεν με ικανοποιούσαν. 

 

 

  • Like 4
Link to comment
Share on other sites

Τι όμορφο! :clapping:

Αταλάντη αυτό είναι στ' αλήθεια παραμύθι ή κάτι που εσύ σκέφτηκες και έγραψες;

 

( Και να τι εννοούσα όταν σου είπα ότι η ποιητικότητά σου θα ήταν ικανή να ξετρελάνει :) )

  • Like 2
Link to comment
Share on other sites

Είναι παραδοσιακό, ελληνικό παραμύθι και το αγαπημένο της γράφουσας. Λέγεται "Η Τρισεύγενη ή Τα Τρία Κίτρα". Το έγραψα από μνήμης, αλλά νομίζω αρκετά κοντά στην εκδοχή του Μέγα στους δύο τόμους Ελληνικών Παραμυθιών.

  • Like 2
Link to comment
Share on other sites

Για τη φάση του πράγματος και μόνο (και για να μου πείτε, άμα θέλετε, κι αν πρέπει να το κρατήσω ή να το πετάξω όπως είναι), ορίστε 2.103 ελληνικές λέξεις που γράφτηκαν προτού παραιτηθώ και ξηλώσω τα πάντα και γράψω άλλη ιστορία, στα αγγλικά. Το συγκεκριμένο θα έμπλεκε μέσα την Εκάτη, τη femme fatale του κλασσικού νουάρ μυθιστορήματος και διάφορα άλλα πράγματα που, για να γραφτούν σωστά, θα χρειάζονταν πάμπολλες λέξεις.

 

 

 

Δεν ζει κανείς που να μπορεί να την περιγράψει. Εγώ την είδα μια νύχτα, ξαφνικά, να προβαίνει σε κάποιο μυστηριώδες μπαλκόνι. Το φεγγάρι ασήμιζε το πρόσωπό της. Άγγιξε τον άνεμο και βούλιαξε μέσα στον ατέρμονο χρόνο, μέσα στους παγωμένους αιώνες, έφτασε μέχρι κι εγώ δεν ξέρω πού, πασχίζοντας να προφτάσει τη φλόγα στα μάτια της. Δεν ζει κανείς που να μπορεί να την περιγράψει. Όλοι οι μεγάλοι ποιητές έχουν πεθάνει από καιρό κι αυτή καμώθηκε απ’ το υλικό των ιστοριών και των ονείρων. Δεν ζει κανείς που να μπορεί να την περιγράψει. Οι σπουδαιότεροι ζωγράφοι θα πέφταν με χαρά στις φλόγες της Ιεράς Εξέτασης για μια ευκαιρία να αποτυπώσουν τη μορφή της στον καμβά, όμως ο αιώνας μας έχει στερέψει από σπουδαίους ζωγράφους. Μονάχα εγώ απομένω, αδέξιος γραφιάς, με λέξεις άτεχνες να προσπαθώ να αποδώσω την ουσία της στο χαρτί και να αποτυγχάνω και να προσπαθώ ξανά, μόνο και μόνο για να αποτύχω ξανά, παγιδευμένος σ’ έναν αέναο κύκλο ελπίδας κι απελπισίας, εγκλωβισμένος σε μια φυλακή χτισμένη από προτάσεις και σημεία στίξης.

Σαν τα κρύα τα νερά, τη λεν όσοι έχουν γι’ αυτήν ακούσει, πεντάμορφη και πανώρια, μα είναι μονάχα προσδιορισμοί φτωχοί που μοιάζουν ξέθωροι μπροστά στην αλήθεια της ύπαρξής της. Άλφα στερητικό και λήθη· αυτό ακριβώς είναι που προκαλεί, αυτό είναι που προκάλεσε σ’ όποιον ποτέ τη γνώρισε, για λίγο έστω: αδυναμία να την ξεχάσει. Την είδα μια νύχτα, μα ακόμη δεν την έχω λησμονήσει. Πέρασε φευγαλέα απ’ τη ζωή μου ένα βράδυ σαν όλα τ’ άλλα και το μεταμόρφωσε με την παρουσία της σ’ ένα βράδυ όπως κανένα. Τι κι αν ήξερα ποια ήταν πριν τα μάτια μου την αντικρίσουν; Η γνώση δεν με γλίτωσε απ’ το γλυκό εθισμό της παρουσίας της ούτε απ’ το μαρτύριο της μετέπειτα απουσίας της. Η γνώση δεν μου πρόσφερε τίποτα.

Ξέρω, αναγνώστη, πως τώρα θα βαρυγκομείς· μη με ξεσυνερίζεσαι, όμως. Στο είπα, είμαι αδέξιος γραφιάς κι η ανάμνησή της με στοιχειώνει κάτι τέτοιες ώρες που η μέρα σβήνει κι η πόλη κουρνιάζει τρυφερά στην αγκαλιά της νύχτας. Δικό της είναι το φταίξιμο, με παρασέρνει η θύμησή της και χάνω τον ειρμό μου. Μπορώ να γράφω γι’ αυτήν χρόνια ατέλειωτα χωρίς να λέω τίποτε απολυτως. Σου δίνω όμως το λόγο μου: θα προσπαθήσω να βάλω τις σκέψεις μου σε τάξη και να σου αφηγηθώ την ιστορία.

Για την Τρισεύγενη άκουσα πρώτη φορά απ’ τη γιαγιά μου, που δυο παραμύθια ήξερε μονάχα κι αυτά μου έλεγε συνέχεια όταν ήμουν μικρός και φοβόμουν ακόμη το σκοτάδι. Η Τρισεύγενη ήταν το ένα απ’ τα δυο και το αγαπημένο μου. Θα το καταγράψω εδώ όσο καλύτερα μπορώ, μα θέλω μια χάρη από σένα: καθώς διαβάζεις τις επόμενες γραμμές, φέρε στο νου σου τη βραχνή, σπασμένη απ’ τα χρόνια φωνή μιας ηλικιωμένης γυναίκας και φαντάσου πως βρίσκεσαι κάτω απ’ τα σκεπάσματα, ενώ έξω βρέχει και στο τζάκι τρίζουνε τα κούτσουρα.

 

Ήταν κάποτε ένας βασιλιάς και μια βασίλισσα που δεν μπορούσαν να κάνουν παιδιά. Τα χρόνια περνούσαν και το ζευγάρι παρέμενε χωρίς διάδοχο, μέχρι που η βασίλισσα το πήρε απόφαση κι έκανε ένα τάμα στην Παναγία, πως αν της χάριζε ένα αγοράκι, εκείνη θα έχτιζε τρεις βρύσες έξω απ’ το παλάτι: από τη μια θα έτρεχε βούτυρο, από την άλλη κρασί κι από την τρίτη μέλι. Σύντομα η βασίλισσα γέννησε ένα γιο, μα ξέχασε το τάμα της και δεν έχτισε τις βρύσες. Πήγε τότε η Παναγία στον ύπνο της και της είπε: «εγώ παιδί σου χάρισα, μα εσύ το τάμα σου το αστόχησες και το γιο που σου ’δωσα θα σου τον πάρω πίσω». Και ξύπνησε αλαφιασμένη η βασίλισσα κι είπε το όνειρο στο βασιλιά και, την άλλη μέρα, διέταξαν να χτιστούν οι βρύσες κι από τη μια έτρεχε βούτυρο, απ’ τη δεύτερη κρασί και από την τρίτη μέλι. Και πήγαιναν άνθρωποι απ’ όλες τις γωνιές του βασιλείου για να φάνε και να πιουν και να ευχηθούν στη υγειά του βασιλόπουλου. Και πέρασε καιρός πολύς και μεγάλωσε το βασιλόπουλο κι οι γονείς του του έκαναν όλα τα χατήρια. Καθόταν, λοιπόν, ένα πρωί στο παραθύρι του και κοίταζε χάμω μια γριά που μάζευε με το δάχτυλό της το βούτυρο απ’ τη βρύση που ’χε στερέψει και το ’βαζε σ’ ένα κιούπι. Και πήρε μια πέτρα και της την πέταξε κι έσπασε το κιούπι και χύθηκε το βούτυρο. Κοίταξε πάνω, τότε, η γριά κι αναστέναξε: «τι να σου κάμω, παιδάκι μου, που δεν μου πάει καρδιά να σε καταραστώ. Τούτο μόνο θα σου ευχηθώ, την Τρισεύγενη να βρεις, τα τρία κίτρα και, μέχρι να την ανταμώσεις, ύπνος να μη σε πιάνει». Το βασιλόπουλο έτρεξε και ρώτησε τη μάνα του ποια ήταν η Τρισεύγενη, μα η βασίλισσα δεν ήξερε. Έτρεξε και στο βασιλιά και σ’ όλους του τους συμβούλους, μα την Τρισεύγενη κανείς δεν την είχε ακουστά. Κι έβλεπε η βασίλισσα το μοναχογιό της σαν το κερί να λιώνει και πολύ στεναχωριόταν. Του είπε τότε, ο βασιλιάς: «πάρε, γιε μου, το πιο καλό μου άλογο και το πιο δυνατό μου σπαθί και κίνησε να βρεις την Τρισεύγενη γιατί, εδώ που κάθεσαι, σε βλέπει η μάνα σου που δεν τρως και δεν κοιμάσαι και πολύ στεναχωριέται». Έτσι έκανε το βασιλόπουλο και, δρόμο παίρνει, δρόμο αφήνει, έφτασε σε μια πλαγιά. Πάνω στην πλαγιά ήταν ένα καλύβι κι απ’ έξω καθόταν μια δράκαινα. «Καλή σου μέρα, κυρά» είπε το βασιλόπουλο. «Ώρα καλή, παιδί μου» αποκρίθηκε η δράκαινα. «Αν δεν μου ’λεγες καλή σου μέρα, θα σ’ έτρωγα». «Κι εσύ, αν δεν μου ’λεγες ώρα καλή, παιδί μου, θα σ’ έκοβα με το σπαθί μου». Το βασιλόπουλο της έδωσε να φάει απ’ το ψωμί του και να πιει απ’ το κρασί του και τη ρώτησε μην κι ήξερε πού ήταν η Τρισεύγενη, τα τρία κίτρα. «Δεν ξέρω» είπε η δράκαινα, «μα θα σε στείλω στην αδερφή μου και μπορεί εκείνη να έχει ακούσει. Να της δώκεις κι ετούτο το χτένι και να της πεις πως είναι από μένα». Κίνησε πάλι, το βασιλόπουλο, κατά κει που του ’δειξε η δράκαινα και, δρόμο παίρνει, δρόμο αφήνει, έφτασε σ’ ένα λόφο που είχε πάνω ένα δεντρί και στη σκιά του ξαπόσταινε η αδερφή της δράκαινας και χτενιζότανε, μα ήταν τα μαλλιά της μπερδεμένα κι έσπασε το χτένι της. «Καλή σου μέρα, κυρά» είπε το βασιλόπουλο. «Ώρα καλή, παιδί μου» αποκρίθηκε η δράκαινα. «Αν δεν μου ’λεγες καλή σου μέρα, θα σ’ έτρωγα». «Κι εσύ, αν δεν μου ’λεγες ώρα καλή, παιδί μου, θα σ’ έκοβα με το σπαθί μου». Και της έδωσε το χτένι που ’χε στείλει η αδερφή της και τη ρώτησε μην κι ήξερε πού ήταν η Τρισεύγενη, τα τρία κίτρα. «Δεν ξέρω» είπε η δράκαινα, «μα για το καλό που μου ’κανες, θα σε στείλω στην αδερφή μου και μπορεί εκείνη να έχει ακούσει. Σαν θα τη βρεις, θα είναι έξω απ’ το σπίτι της και θα πανίζει το φούρνο με τα στήθια της. Μην τη ρωτήσεις τι κάνει, μόνο σκίσε το πουκάμισό σου και πιάσε και πάνισε το φούρνο». Έφυγε, λοιπόν, το βασιλόπουλο και, δρόμο παίρνει, δρόμο αφήνει, έφτασε σ’ ένα πέτρινο σπίτι κι ήταν απ’ έξω η δράκαινα και πάνιζε το φούρνο με τα στήθια της. Το βασιλόπουλο δεν μίλησε, μόνο έσκισε το πουκάμισό του κι έπιασε να πανίζει το φούρνο. «Για το καλό που μου ’κανες, τι θέλεις να σου κάνω;» είπε η δράκαινα όταν τέλειωσε με τη δουλειά και το βασιλόπουλο τη ρώτησε μην κι ήξερε πού ήταν η Τρισεύγενη, τα τρία κίτρα. «Θα περπατήσεις τρεις μέρες και τρεις νύχτες, μέχρι να φτάσεις σ’ ένα σταυροδρόμι. Εκεί θα είναι μια κιτριά με τρία κίτρα κι από κάτω τρία λιοντάρια. Πάρε τούτα τα έξι κομμάτια κρέας και πέτα τα μισά στα λιοντάρια όταν θα φτάνεις, για να σ’ αφήσουν να σκαρφαλώσεις. Σα θα θες να κατέβεις, πέτα τους τ’ άλλα μισά και θα σ’ αφήσουν να φύγεις. Τα κίτρα να τα ανοίξεις μόνο άμα βρεθείς κοντά σε νερό» τον συμβούλεψε και τον έστειλε στην ευχή του Θεού. Περπάτησε τρεις μέρες και τρεις νύχτες το βασιλόπουλο κι έφτασε στο σταυροδρόμι όπου ήταν η κιτριά κι έκαμε όπως του είπε η δράκαινα και τα λιοντάρια δεν τον πείραξαν. Πήρε το δρόμο του γυρισμού και, λίγο πιο κάτω, βρήκε μια γούρνα με νερό, τόση δα μικρή, κι έβγαλε το μαχαίρι του κι έσκισε λίγο το ένα κίτρο κι από μέσα πετάχτηκε μια κοπέλα πεντάμορφη και φώναζε: «νερό, νερό!» μα η γούρνα δεν είχε αρκετό και πέθανε. Στεναχωρημένο πολύ, το βασιλόπουλο συνέχισε το δρόμο του, μέχρι που βρήκε ένα ρυάκι. Έσκισε, τότε, με το μαχαίρι του το δεύτερο κίτρο κι από μέσα πετάχτηκε μια κοπέλα ομορφότερη απ’ την πρώτη και φώναζε: «νερό, νερό!» μα το ρυάκι δεν είχε αρκετό και πέθανε. Το βασιλόπουλο ήταν να σκάσει απ’ τον καημό του κι έπιασε ξανά να περπατάει και, μετά από περπάτημα πολύ, έφτασε σε μια λίμνη μεγάλη. Αναθάρρεψε κι έσκισε το τελευταίο κίτρο κι από μέσα πετάχτηκε μια κοπέλα ομορφότερη απ’ όλες κι ήπιε νερό απ’ τη λίμνη και δροσίστηκε και δεν πέθανε. Μαγεμένο απ’ την ομορφιά της, το βασιλόπουλο την ορμήνεψε ν’ ανέβει πάνω σ’ ένα δέντρο και να τον περιμένει, μέχρι εκείνος να πάει στο παλάτι να φέρει άμαξες και λούσα και στολίδια για να την πάρει στους γονείς του και να την κάνει γυναίκα του. Μα όπως ήταν πάνω στο δέντρο η Τρισεύγενη, πήγε από κάτω μια γύφτισσα και κοιταζόταν στο νερό και θαύμαζε τα μούτρα της κι έλεγε τι όμορφη που ήταν κι η Τρισεύγενη γέλασε. Κοίταξε, τότε, πάνω η γύφτισσα και την είδε κι είπε: «συ είσαι μωρή, που σε βλέπω στη λίμνη και λέω πώς ομόρφυνα έτσι;» κι είπε της Τρισεύγενης να κατέβει, μα εκείνη αποκρίθηκε πως περίμενε το βασιλόπουλο να την πάει στο παλάτι. Ζήλεψε, τότε, η γύφτισσα και κούνησε το δέντρο κι έπεσε η Τρισεύγενη κι η γύφτισσα την έπνιξε. Σαν ήρθε το βασιλόπουλο κι είδε τη γύφτισσα να τον περιμένει, σκιάχτηκε. «Άργησες πολύ» του είπε η γύφτισσα, «και μαύρισα απ’ τον καημό μου. Άμα παντρευτούμε θα ασπρίσω». Την πήρε, λοιπόν, το βασιλόπουλο στο παλάτι κι ο καιρός περνούσε κι η γύφτισσα λουζότανε σε γάλα, μα δεν άσπριζε. Και το βασιλόπουλο είχε κλειστεί στα δώματά του κι από τη στεναχώρια του ούτε έτρωγε ούτε έπινε κι η μόνη του χαρά ήταν ένα μικρό, ξανθό πουλάκι που του κρατούσε συντροφιά. Σαν είπαν οι δούλες στη γύφτισσα για το πουλάκι, αυτή πήγε στο βασιλόπουλο και κλάφτηκε: «όλη μέρα με δαύτο είσαι κι εμένα με ξέχασες, πώς ν’ ασπρίσω έτσι; Δώσε μου το πουλάκι να το φάω και θ’ ασπρίσω». Με βαριά καρδιά, έδωσε το βασιλόπουλο το πουλάκι στο μάγειρα και το ’φαγε η γύφτισσα και πέταξε τα κόκαλα στον κήπο, μα πάλι δεν άσπρισε. Κι εκεί που πέσαν τα κόκαλα, φύτρωσε μια λεμονίτσα όμορφη και φουντωτή και πήγαινε το βασιλόπουλο και ξάπλωνε στον ίσκιο της κι ευφραινόταν η καρδιά του. Και ζήλεψε η γύφτισσα και φώναξε έναν ξυλοκόπο να κόψει τη λεμονιά. Πήρε ο ξυλοκόπος το τσεκούρι του και τακ και τουκ, άρχισε να πελεκάει. Άκουσε, τότε, μια φωνή να σκούζει: «βάρει πάνω, βάρει κάτω, και στη μέση μη βαρείς, τι είναι κόρη και πονεί και πονεί στην κεφαλή». Κι έκανε ο ξυλοκόπος όπως του είπε κι απ’ το κούτσουρο πετάχτηκε η Τρισεύγενη. Την πήρε ο ξυλοκόπος στο σπίτι του κι η Τρισεύγενη τον παρακάλεσε να πάει στην αγορά και να της φέρει κλωστή να υφάνει τα παθήματά της που ήταν πολλά. Έτσι έκανε κι έφκιασε ένα υφαντό και το τύλιξε κι είπε του ξυλοκόπου να το πάει στο βασιλόπουλο. Σαν είδε το υφαντό το βασιλόπουλο, πήγε στη γύφτισσα και της είπε: «ένας από τους άντρες μου ήταν να παντρευτεί και μια γυναίκα πήρε τη θέση της αρραβωνιαστικιάς του κι αυτός το έμαθε κι ήρθε σε μένα να τον συμβουλέψω τι να κάνει. Εσύ τι λες; Τι τιμωρία της αξίζει»; Και του είπε η γύφτισσα να τη δέσει σε τέσσερα άλογα και να τα κεντρίσει στα πισινά. Αυτό διέταξε να της κάνουν, λοιπόν, το βασιλόπουλο και πήγε στο σπίτι του ξυλοκόπου κι έφερε την Τρισεύγενη στο παλάτι κι οι γάμοι τους έγιναν με χαρές και γλέντια και ζήσαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα.

 

Έτσι, λοιπόν, άρχισαν όλα, με την Τρισεύγενη. Για χρόνια το παραμύθι αυτό με στοίχειωνε, δίχως να μπορώ να καταλάβω το γιατί, αλλά καμιά φορά ένιωθα κι εγώ σαν το βασιλόπουλο της ιστορίας: παθιασμένος να βρω την απάντηση στο αίνιγμα μιας γυναίκας για την οποία είχα μονάχα ακούσει. Ξανά και ξανά ρωτούσα την άμοιρη γιαγιά μου που δεν ήξερε τι να απαντήσει: τι όνομα είναι το Τρισεύγενη; Πώς ζούσε μες στο κίτρο; Γιατί δεν πέθανε όταν την έπνιξε η γύφτισσα ή όταν την εφαγε ή όταν ο ξυλοκόπος έκοβε τη λεμονιά; Τι ήταν, τέλος πάντων, η Τρισεύγενη; Αερικό, την έλεγε η γιαγιά μου, νεράιδα και ξωθιά, μα οι λέξεις αυτές διόλου δεν με ικανοποιούσαν.

 

 

 

Εμείς αυτό το λέγαμε Η Αγέννητη Γυναίκα και ήταν με πορτοκάλια. Συμφωνώ πως για να το χειριστείς θες πολλές πολλές λέξεις. Τι μου θύμισες βρε Αταλάντη...

  • Like 1
Link to comment
Share on other sites

Σκεφτόμουν για να το δέσω με την Εκάτη να το κάνω με σκυλιά αντί λιοντάρια (που είναι ιερό ζώο της Εκάτης) και κυπαρισσόμηλα αντί κίτρα. Η Αγέννητη Γυναίκα, ε; Ήμουν σίγουρη πως θα είχε παραλλαγές, όπως όλα τα παραμύθια :D

  • Like 1
Link to comment
Share on other sites

Πανίζω είναι σκουπίζω με πανί ρε παιδιά;Πολύ κίνκι αυτό που περιγράφει

  • Like 1
Link to comment
Share on other sites

Αυτή την ιστορία Elgalla, θα την γράψεις.-

 

Χρειάζεται λεπτομερή σχεδιασμό και μεγάλη έκταση, αλλά μάλιστα, βεβαίως, στις διαταγές σας :)

 

Πανίζω είναι σκουπίζω με πανί ρε παιδιά;Πολύ κίνκι αυτό που περιγράφει

 

Ναι, ασ' τα. Της τέλειωσε το πανί κι αντί να κόψει το φουστάνι της, σκούπιζε τις στάχτες με το στήθος της;;; Άσε δε και το άλλο. Τι υποτίθεται πως είναι οι δράκαινες στα ελληνικά παραμύθια; Κάτι σαν τις hags και τις crones που λένε στην αγγλική; Άν έχετε φώτα επί του θέματος, δώστε τα και κατά δω γιατί δεν έχω καταφέρει να βρω κάτι.

  • Like 1
Link to comment
Share on other sites

Ναι Αταλάντη, αυτή την ιστορία ΠΡΕΠΕΙ να την γράψεις οπωσδήποτε, και σύντομα.

  • Like 1
Link to comment
Share on other sites

Εμείς το λέγαμε δρακόντισσα στην Αγέννητη. Ηταν μια μεγαλόσωμη υπεραιωνόβια και βέβαια κακάσχημη γυναίκα. Ασε κοντεύω να ψηθώ να την γράψω την Αγέννητη

Νοστάλγησα που λένε.

  • Like 2
Link to comment
Share on other sites

Το έχω δει και δράκισσα, επίσης. Άρα όντως κάτι τύπου γριά μάγισσα. Τέλεια, δένει πολύ μ' αυτό που έχω κατά νου.

  • Like 3
Link to comment
Share on other sites

Καλή και δημιουργική ημέρα σε όλη τη write-offοπαρέα! :mf_sonne: :mf_sonne: :mf_sonne:

Να μην ξεχάσω:

  • Να διαβάσω και να σχολιάσω το διήγημα της Ευγενίας μας.

Θα ψηφίσω σε κάποιες μέρες, περιμένοντας να δω ποιο διήγημα θα μου έχει αφήσει εντονότερες εντυπώσεις.

Αν ο Myyst ή οι κανονισμοί συγχωρούσαν πάνω από μία ψήφο, πολύ θα το χαιρόμουν.

  • Like 4
Link to comment
Share on other sites

Καλή και δημιουργική ημέρα σε όλη τη write-offοπαρέα! :mf_sonne: :mf_sonne: :mf_sonne:

Να μην ξεχάσω:

  • Να διαβάσω και να σχολιάσω το διήγημα της Ευγενίας μας.

Θα ψηφίσω σε κάποιες μέρες, περιμένοντας να δω ποιο διήγημα θα μου έχει αφήσει εντονότερες εντυπώσεις.

Αν ο Myyst ή οι κανονισμοί συγχωρούσαν πάνω από μία ψήφο, πολύ θα το χαιρόμουν.

 

A, όχι, αυτό είναι μέρος του παιχνιδιού που βρίσκει ολόκληρη τη χάρη του ακριβώς σε τέτοιες περιπτώσεις δύσκολων αποφάσεων.  :dazzled:

  • Like 1
Link to comment
Share on other sites

 

Καλή και δημιουργική ημέρα σε όλη τη write-offοπαρέα! :mf_sonne: :mf_sonne: :mf_sonne:

Να μην ξεχάσω:

  • Να διαβάσω και να σχολιάσω το διήγημα της Ευγενίας μας.
Θα ψηφίσω σε κάποιες μέρες, περιμένοντας να δω ποιο διήγημα θα μου έχει αφήσει εντονότερες εντυπώσεις.

Αν ο Myyst ή οι κανονισμοί συγχωρούσαν πάνω από μία ψήφο, πολύ θα το χαιρόμουν.

A, όχι, αυτό είναι μέρος του παιχνιδιού που βρίσκει ολόκληρη τη χάρη του ακριβώς σε τέτοιες περιπτώσεις δύσκολων αποφάσεων. :dazzled:

Ναι μην νομίζεις το φοβόμουνά....

Edited by Ιρμάντα
  • Like 2
Link to comment
Share on other sites

Τις διάβασα από δύο φορές, εκτός από αυτήν της Κιάρας που την διάβασα τρεις. Πολύ ψηλά το επίπεδο σ' αυτό το Write-Off, πραγματικά. Η εισαγωγή του Στέφανου τελικά αποδείχτηκε μαγική. Συγχαρητήρια αξίζουν σε όλους/ες που συμμετείχαν. Καλή επιτυχία υπέροχο παρεάκι, ανυπομονώ κιόλας για το επόμενο παιχνίδι μας.

:gathering:

 

Θα πάω να ψηφίσω τώρα, και μιας και είναι πολύ δύσκολη η επιλογή θα κινηθώ λίγο πρακτικά. Την ψήφο μου λοιπόν θα την δώσω στον Δημήτρη, γιατί και η ιστορία του μου άρεσε πάρα πολύ και με ξάφνιασε όταν τη διάβασα πρώτη φορά γιατί δεν μου είχε πει τίποτα για το θέμα της, αλλά και γιατί έχοντας παρακολουθήσει από την αρχή κυριολεκτικά βήμα βήμα την πορεία του ξέρω πως εξελίσσεται συνεχώς και έχει καταφέρει να φτάσει σ' ένα πολύ καλό επίπεδο γραφής που αξίζει μια μικρή επιβράβευση. Δεν θα 'θελα να παρεξηγηθώ πως ψηφίζω τον φίλο μου επειδή ακριβώς είμαστε φίλοι, θέλω να είμαι απόλυτα ξεκάθαρος σ' αυτό το σημείο: Κέρδισε την ψήφο μου με την ιστορία του και μόνο.:)

  • Like 4
Link to comment
Share on other sites

Ναι, βρε Σπύρο, γιατί αμέσως θα σε παρεξηγούσαμε, τέτοιος γνωστός κλικαδόρος που είσαι :p Άντε, βρε!

 

Εγώ ψήφισα από χτες, Κιάρα, γιατί ήταν το κείμενο που ζήλεψα και θα ήθελα να είχα γράψει εγώ. Όχι, αλήθεια, αυτός είναι ο βασικός λόγος, όλες οι ιστορίες ήταν πάρα πολύ καλές και η ψήφος μου κρίθηκε από το συναίσθημα και μόνο κι από κανένα αντικειμενικό κριτήριο. Το συγκεκριμένο write-off είναι από τα καλύτερα, πιστεύω, που έχω δει και στα οποία έχω συμμετάσχει και χαίρομαι πολυ που έπαιξα παρέα με τόσο δυνατούς συμπαίκτες :D

  • Like 3
Link to comment
Share on other sites

Εγώ είμαι ανάμεσα σε δυο (μόνο ευτυχώς). Εχτές έγερνα περισσότερο προς τη μία, σήμερα γέρνω περισσότερο προς την άλλη. Θα το αφήσω να μεστώσει καλά πρώτα ή θα καταγράφω μέρες για την κάθε μια μέχρι πριν τη λήξη και θα το ρίξω σε όποια έγερνα τις περισσότερες μέρες :p

  • Like 3
Link to comment
Share on other sites

Ναι, βρε Σπύρο, γιατί αμέσως θα σε παρεξηγούσαμε, τέτοιος γνωστός κλικαδόρος που είσαι :p Άντε, βρε!

 

:give_rose:

Edited by MadnJim
  • Like 1
Link to comment
Share on other sites

Οκ διάβασα και την Ευγενία. Αν είμαι πιο κοντά σε απόφαση; Βεβαίως και όχι. Αλλά δεν υπάρχει ούτε μία ιστορία που να με απογοήτευσε. Θα περιμένω να κατασταλάξουν οι εντυπώσεις πριν ψηφίσω!

Edited by Ιρμάντα
  • Like 1
Link to comment
Share on other sites

Τις διάβασα όλες αρκετές φορές, σίγουρα θα τις ξαναδιαβάσω στο μέλλον και όπως έχω δηλώσει τις έχω βρει όλες απολαυστικές. Μακάρι να είχα πέντε ψήφους να δώσω από μία  στην κάθε μια από τις ιστορίες, πράγμα αδύνατο. Ίσως όμως θα έπρεπε να είχαμε παραπάνω από μία ψήφους ή έστω να βαθμολογούσαμε με το σύστημα του τρομοδιαγωνισμού. Η μία ψήφος φυσικά καλύπτει τα 1 vs 1 write - off, εδώ όμως με τόσες πολλές και υπέροχες ιστορίες, είναι μαρτύριο να ψηφίσεις. Η ψήφος μου λοιπόν πηγαίνει στην "Ελπίδα" του Σπύρου και ελπίζω να μην σκεφτείτε ότι ανταπέδωσα την χάρη.Διάλεξα την ιστορία του γιατί μου άρεσε πολύ ο κόσμος που δημιούργησε, ο τρόπος που εκμεταλεύτηκε τον πρόλογο, η αφήγηση του που έγινε μέσα από τα μάτια διαφορετικών πρωταγωνιστών σε διαφορετικές χρονικές περιόδους, όπως και το πόσο όμορφα συνέδεσε το τέλος με την αρχή. Άλλος ένας λόγος όμως που με έκανε να την διαλέξω ανάμεσα από ισάξιες ιστορίες είναι ότι ενώ ο πρόλογος του Στέφανου οδήγησε όλες χωρίς καμιά εξαίρεση, τις κυρίες του write-off να ασχοληθούν με το ίδιο βασικό θέμα, την αγάπη, ο Σπύρος είδε ένα διαφορετικό μονοπάτι που τον οδήγησε στην Ελπίδα.

 

Eυχαριστώ για την αποδοχή της συμμετοχής μου κατόπιν εορτής, για την υπέροχη παρέα και για τις επίσης υπέροχες ιστορίες που μας προσφέρατε, καλή επιτυχία σε όλες-ους! :good: :good:

Edited by SymphonyX13
  • Like 3
Link to comment
Share on other sites

 ενώ ο πρόλογος του Στέφανου οδήγησε όλες χωρίς καμιά εξαίρεση, τις κυρίες του write-off να ασχοληθούν με το ίδιο βασικό θέμα, την αγάπη, ο Σπύρος είδε ένα διαφορετικό μονοπάτι που τον οδήγησε στην Ελπίδα.

 

Η δική μου πάντως ιστορία, που είμαι κυρία, δεν είχε σαν βασικό θέμα την αγάπη. :D

Όχι ότι το λέω για να εκφράσω αντίρρηση που ψήφισες Σπύρο, εννοείται πως καλά έκανες και πως και η δική του ιστορία, όπως όλες, τα σπάει. Το λέω απλά to set the record straight :p

  • Like 3
Link to comment
Share on other sites

 

 ενώ ο πρόλογος του Στέφανου οδήγησε όλες χωρίς καμιά εξαίρεση, τις κυρίες του write-off να ασχοληθούν με το ίδιο βασικό θέμα, την αγάπη, ο Σπύρος είδε ένα διαφορετικό μονοπάτι που τον οδήγησε στην Ελπίδα.

 

Η δική μου πάντως ιστορία, που είμαι κυρία, δεν είχε σαν βασικό θέμα την αγάπη. :D

Όχι ότι το λέω για να εκφράσω αντίρρηση που ψήφισες Σπύρο, εννοείται πως καλά έκανες και πως και η δική του ιστορία, όπως όλες, τα σπάει. Το λέω απλά to set the record straight :p

 

Μπορεί να μην είναι τόσο ξεκάθαρο όσο στις άλλες τρεις ιστορίες Αταλάντη, αλλά εγώ εξέλαβα(ίσως λανθασμένα) την επιθυμία του Ludwig να ξεδιαλύνει τον μύθο της Lorelei, να έχει ξεπεράσει τα όρια της επιθυμίας ή της περιέργειας και να έχει γίνει ένα είδος πάθους όχι απαραίτητα ερωτικού, που τον καθοδηγεί. Ότι προσπαθεί να αναπληρώσει το πάθος ή την αγάπη που έλειπε από την ζωή του με αυτή. Κάτι που με έκανε να πιστέψω ακόμα περισσότερο η τελευταία πρόταση της ιστορίας. Αν τελικά παρανόησα το νόημα της και το θέμα της συγνώμη, αλλά αυτό δεν την κάνει λιγότερο απολαυστική για μένα. :)

  • Like 4
Link to comment
Share on other sites

Σιγά το πράγμα, μην απολογείσαι, το πιο σημαντικό είναι ότι την απόλαυσες, όπως κι αν την εξέλαβες. Για μένα που την έγραψα -και που κάτι μ' έχει πιάσει τελευταία να γράφω τέτοια meta πράγματα- είχε να κάνει περισσότερο με την απώλεια της μαγείας και του θαυμαστού μπροστά στη λογική, με την απομυθοποίηση του μυθικού που διακατέχει κάθε πλευρά της ζωής μας, πολλές φορές και τη συγγραφική, μιας και βλέπω κάμποσο από το σύγχρονο fantasy να επικεντρώνεται στο ρεαλιστικό αντί για το θαυμαστό. Κάπως πολύ πετυχημένα το έθεσε η Κιάρα, δημιουργική μελαγχολία, νομίζω; Ναι, αυτό. :)

  • Like 3
Link to comment
Share on other sites

Μπορεί να παίζει ρόλο και η διαφορετική οπτική των φύλων, γιατί κι εγώ Αταλάντη ως έκφραση αγάπης είδα το πάθος-εμμονή του Ludwig για την Lorelai, και σ' αυτό με έσπρωξε και η αναφορά στην γυναίκα του που χάθηκε, κάτι σαν να γέμιζε ένα κενό του μετά τον θάνατό της.

  • Like 3
Link to comment
Share on other sites

Join the conversation

You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.

Guest
Reply to this topic...

×   Pasted as rich text.   Paste as plain text instead

  Only 75 emoji are allowed.

×   Your link has been automatically embedded.   Display as a link instead

×   Your previous content has been restored.   Clear editor

×   You cannot paste images directly. Upload or insert images from URL.

Loading...
×
×
  • Create New...

Important Information

You agree to the Terms of Use, Privacy Policy and Guidelines. We have placed cookies on your device to help make this website better. You can adjust your cookie settings, otherwise we'll assume you're okay to continue..