Jump to content

Ελπίδα


MadnJim

Recommended Posts

Όνομα Συγγραφέα: MadnJim
Είδος: Post Apocalyptic Sci Fi Fantasy Drama
Βία; Χμ, λίγη
Σεξ; Όχι
Αριθμός Λέξεων: Περίπου 4720
Αυτοτελής; Ναι
Σχόλια: Η συμμετοχή μου στο Write-Off #80. Εύχομαι να περάσετε ωραία τον χρόνο που θα διαθέσετε για να τη διαβάσετε. :)
Αρχείο:hope2.pdf
 
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
 
Ελπίδα
 
          «Δεν ζει κανείς που να μπορεί να την περιγράψει. Εγώ την είδα μία νύχτα, ξαφνικά, να προβαίνει σε κάποιο μυστηριώδες μπαλκόνι. Το φεγγάρι ασήμιζε το πρόσωπό της. Άγγιξε τον άνεμο και βούλιαξε μέσα στον ατέρμονο χρόνο, μέσα στους παγωμένους αιώνες, έφτασε μέχρι κι εγώ δεν ξέρω που, πασχίζοντας να προφτάσει τη φλόγα στα μάτια της. Γυμνή κάτω από τον φθαρμένο κάποτε λευκό μανδύα της, με τα μακριά της μαλλιά να ανεμίζουν ατίθασα και μαύρα σαν το σκοτάδι του ουρανού. Μια στιγμή ήταν όλο κι όλο, αλλά θα τη θυμάμαι για πάντα.»
          Ένα σπαρακτικό ουρλιαχτό ακούστηκε ξαφνικά μέσα στην ησυχία του δάσους, που συνοδεύτηκε από δυνατά μουγκρητά και βρυχηθμούς, και διέκοψε την ανάγνωση. Ελάχιστα δευτερόλεπτα μετά σταμάτησαν το ίδιο απότομα, αλλά η μικρή ομάδα γύρω από τη φωτιά έμεινε για κάμποσο ακόμα τσιτωμένη να κοιτάει με αγωνία στο σκοτάδι ανάμεσα στα δέντρα έξω από τον φράχτη. Δύσκολα θα μπορούσαν να περάσουν την περίμετρο οι αγέλες, ήταν καλά φτιαγμένη από κλαδιά πυκνά πλεγμένα και αγκαθωτούς θάμνους, αλλά και πάλι μια απρόσμενη επίθεση ήταν πάντα μια πιθανότητα που όλοι είχαν στο μυαλό τους. Το διαλυμένο φεγγάρι από πάνω τους, δύο μεγάλα ανομοιόμορφα κομμάτια και τρία μικρότερα, με μια μακριά ουρά από σκόνη και τρίμματα του κάποτε δορυφόρου της Γης, έριχνε ένα μουντό γκρίζο φως που έκανε τις σκιές να δείχνουν πιο απειλητικές απ' ότι ήταν.
          Ο Ναρντ, ο γεροντότερος της ομάδας και ο μόνος που μπορούσε να διαβάσει, αν και με μεγάλη δυσκολία, την παλιά γλώσσα, έσφιξε το ταλαιπωρημένο βιβλίο στο στήθος του. Ήταν ο θησαυρός του. Κοίταξε ψηλά στον ουρανό κι αναστέναξε βουβά. Μόνο από τις σελίδες του ήξερε ότι τότε παλιά το φεγγάρι ήταν ολοστρόγγυλο, ένα κομμάτι σαν από ασήμι, και γύρω του χιλιάδες λαμπερές κουκίδες, τα αστέρια. Τώρα γεμίζει το στερέωμα μέρα νύχτα, σαν ακίνητο. Τη μέρα ρίχνει τη σκιά του στη Γη κρύβοντας πίσω του τον ήλιο, και τη νύχτα όπου φαίνεται λίγο ουρανός είναι σκοτεινός και τα αστέρια χαμένα από το αρρωστιάρικο φως του. 
          Ανάσανε βαθιά και οι μυρωδιές του δάσους τον πλημμύρισαν. Το άρωμα από τα πεύκα, το ρετσίνι, το χορτάρι που η βροχή της προηγούμενης μέρας το γέμισε ζωή. Θυμόταν πάντα τον άνεμο που του έδωσε το βιβλίο, εκείνο το ζεστό αεράκι που του χάιδεψε τα μαλλιά όταν ήταν νεαρός ακόμα κυνηγός. Το έφερε και το έριξε στα πόδια του, κι αυτός έβαλε το δόρυ κάτω από το μπράτσο του κι έσκυψε, το σήκωσε και το άνοιξε γεμάτος περιέργεια. Είδε τα σύμβολα στις σελίδες του και ένιωσε λύπη που δεν τα γνώριζε. Κι ο άνεμος τον χάιδεψε ξανά και μπροστά στα μάτια του τα μαύρα σύμβολα έγιναν γράμματα, και τα γράμματα λέξεις και φράσεις.
          Η ψιλή φωνή της Κρίλι, της επτάχρονης εγγονής του, τον επανέφερε. «Πες παρακάτω παππού» είπε με την ανυπομονησία της ηλικίας της. Ο Ναρντ χαμογέλασε κάτω από την πυκνή γενειάδα του και της χάιδεψε το κεφάλι. Η ομάδα αυτή ήταν η οικογένειά του. Δεν είχαν όλοι συγγένεια αίματος μεταξύ τους, αλλά ήταν όμως οικογένεια. Ήταν μία από τις λίγες ομάδες καθαρών ανθρώπων που είχαν απομείνει. Το δάσος ήταν γεμάτο αγέλες, σαρκοβόρα Κτήνη που μπορεί κάποτε να κατάγονταν από ανθρώπους κι αυτά, αλλά τώρα ήταν εκφυλισμένα πλάσματα που ζούσαν μόνο για το επόμενο γεύμα τους. Τίποτα δεν παράβγαινε στην αγριότητά τους. Κάθε τι ζωντανό ήταν θήραμά τους. Κι ότι έπεφτε στα νύχια τους ήταν καταδικασμένο.
          Άνοιξε πάλι το βιβλίο, αλλά του έπιασε το χέρι ο Άντερ, ο γιος του, και τον σταμάτησε. «Ακούστηκε πολύ κοντά» είπε συνοφρυωμένος, «καλύτερα να έχουμε το νου μας». Ήταν ο αρχηγός της ομάδας, ο δυνατότερος κυνηγός της οικογένειας. Σηκώθηκε όρθιος και έκανε νόημα σε δύο ακόμα άντρες να πάνε μαζί του. Ο Ναρντ έχωσε το βιβλίο στον κόρφο του και τυλίχτηκε με τη δερμάτινη κάπα του. Έκανε κρύο, ακόμα και δίπλα στη φωτιά το ένιωθε να περονιάζει το γέρικο κορμί του.
          Το δάσος απλώνονταν εκεί που την παλιά εποχή υπήρχε μια μεγάλη πόλη, με πανύψηλα κτίρια και δαιδαλώδεις δρόμους. Τώρα η φύση και ο χρόνος τα είχαν νικήσει, και τα δέντρα τα είχαν πνίξει κάνοντας τις κάποτε εισόδους τους να δείχνουν σαν σκοτεινές σπηλιές, και τα εσωτερικά τους σαν μεγάλα λαγούμια γεμάτα ρίζες, χόρτα, αράχνες και φίδια. Εδώ κι εκεί διακρίνονταν ακόμα οι σκληρές επιφάνειες των δρόμων, ραγισμένες και χορταριασμένες, να θυμίζουν ότι υπήρχε μια εποχή που το μέρος εδώ έσφυζε από ζωή. Ελάχιστα θυμούνταν πια από όσα υπήρχαν τότε. Τα τραγούδια λένε για μια μεγάλη καταστροφή, αλλά κανείς δεν ξέρει πια τι ακριβώς συνέβη. Ήταν όμως τέτοια που διέλυσε όλο τον πολιτισμό, κάθε οργάνωση, αφανίζοντας λαούς ολόκληρους. Φωτιά ακολούθησε, και όσοι επέζησαν είχαν να παλέψουν για την επιβίωσή τους αφήνοντας πίσω τους όσο περνούσαν οι αιώνες σιγά σιγά τη γνώση. Τα τραγούδια λένε και για την Μεγάλη Πείνα, και τότε ακόμα περισσότεροι χάθηκαν, ή αφέθηκαν να γίνουν όλο και πιο Κτήνη. Τώρα υπάρχουν μόνο τα σημάδια εκείνης της εποχής, ερείπια ανάμεσα στα δέντρα να μαρτυρούν ότι κάποτε υπήρξε η εποχή τη γνώσης, που όμως χάθηκε στον χρόνο. Γι' αυτό το βιβλίο του ο Ναρντ το θεωρούσε θησαυρό.
          Ο Άντερ και οι δύο κυνηγοί έφεραν ένα γύρο όλη την περίμετρο εξετάζοντας προσεκτικά κάθε σπιθαμή της. Στα χέρια τους κρατούσαν σφιχτά τα μόνα όπλα τους, τα μακριά κοντάρια από ξύλο οξιάς με την πέτρινη αιχμή στην άκρη τους. Ήταν ντυμένοι με δέρματα παρμένα από τα ζώα που κυνηγούσαν, με μακριά μαλλιά και γένεια, και τα πρόσωπά τους ήταν σκαμμένα από τη σκληρή ζωή στο δάσος. Ένας ήχος έξω από τον φράχτη τον έκανε να σταματήσει απότομα. Γνώριζε κάθε θόρυβο, στο δάσος ήταν ζωτικής σημασίας να αναγνωρίζει τι ακούει, κι αυτό ήταν τα νύχια των ποδιών κάποιου Υπάνθρωπου πάνω στην σκληρή επιφάνεια του παλιού δρόμου. Έκανε νόημα στους άντρες του και αυτοί χώρισαν αμέσως και απλώθηκαν ο ένας από τη μία μεριά του κι ο άλλος από την άλλη. Λούφαξαν σιωπηλοί και περίμεναν. Ένας βρυχηθμός, και μετά άλλος ένας. Γρήγορα βήματα ακούστηκαν πνιγμένα στο χορτάρι, και μετά άλλο ένα γρύλισμα. Κι έπειτα ένα κρεσέντο δυνατών μουγκρητών κι ο φράχτης έγειρε προς τα μέσα κι ο πρώτος Υπάνθρωπος πέρασε πηδώντας την περίμετρο.
          Ο Ναρντ άκουσε τις φωνές και πετάχτηκε όρθιος όσο πιο γρήγορα του επέτρεπε η ηλικία του. Η Κρίλι αρπάχτηκε από το πόδι του και σφίχτηκε με όλη της τη δύναμη, ενώ οι γυναίκες και τα υπόλοιπα παιδιά έτρεχαν κιόλας να χωθούν στο παλιό υπόγειο για να σωθούν. Οι άντρες και τα πιο μεγάλα παιδιά άρπαξαν τα δόρατά τους και όρμησαν να υπερασπιστούν την οικογένεια. Στον φράχτη ο Άντερ πάλευε με όλες του τις δυνάμεις. Ο ένας από τους άντρες του είχε κιόλας πεθάνει, κατακρεουργημένος από τα νύχια και τα δόντια των Υπάνθρωπων. Η νύχτα είχε γεμίσει μουγκρητά και φωνές, και η μυρωδιά του αίματος άρχισε να κερδίζει αυτή των πεύκων και του ρετσινιού. Δύο Κτήνη είχαν κυκλώσει τον Άντερ, κι αυτός στριφογύριζε τινάζοντας το δόρυ του ξανά και ξανά, κάρφωνε μανιασμένα όπου έβρισκε και πήδαγε για να αποφύγει τα χτυπήματα τους. Ένα τρίτο πέρασε τον φράχτη πίσω του κι ετοιμάστηκε να πηδήξει πάνω του, αλλά ένας νεαρός κυνηγός πρόλαβε και το κάρφωσε στο στήθος ρίχνοντάς το στα γκρεμισμένα κλαδιά. Πριν τραβήξει όμως το κοντάρι του όρμησε πάνω του ένας άλλος Υπάνθρωπος και του έσχισε το λαιμό με τα νύχια του γρυλίζοντας δυνατά. Το αίμα πετάχτηκε σαν πίδακας, και το Κτήνος τέντωσε το κορμί του και ούρλιαξε θριαμβευτικά καθώς έπεφτε πάνω του και το έβαφε κόκκινο απ' το κεφάλι ως τα πόδια.
          Οπισθοχώρησαν παλεύοντας, μέχρι που έφτασαν στην είσοδο του υπογείου. Η αγέλη επιτίθονταν φρενιασμένα, αλλά όχι όσο στην αρχή γιατί πολλά από τα Κτήνη έπεφταν πάνω στα πτώματα και τα ξέσκιζαν με τα δόντια τους. Τι κι αν ήταν της αγέλης τους, το φρέσκο κρέας και το ζεστό αίμα τα τράβαγε το ίδιο όπως θα τα τράβαγε κι αν ήταν κάποιο ζώο, ή κάποιος από τους ανθρώπους που μάχονταν για τη ζωή τους. Ο Άντερ μπήκε τελευταίος και βοήθησε να σύρουν μια μεγάλη βαριά πέτρινη πλάκα μπροστά στην είσοδο για να την κλείσουν. Ήταν πια ασφαλείς, αλλά και εγκλωβισμένοι, το υπόγειο δεν είχε καμία άλλη διέξοδο. Κοίταξε γύρω του. Τα μικρότερα παιδιά έκλαιγαν χωμένα στις αγκαλιές των μανάδων τους. Ο τρόμος ήταν στα πρόσωπα όλων, ακόμα και των πιο σκληρών κυνηγών. Σίγουρα και στο δικό του σκέφτηκε, και έσφιξε τα δόντια. Ήταν γεμάτος αίματα, και ένιωθε να κολλάει όλο του το κορμί. Τα ρουθούνια του έτσουζαν από την αψάδα της μάχης, και στο στόμα του είχε τη γεύση της να τον ανακατεύει.
          Τότε είδε πως ο Ναρντ έλειπε, και η μικρή Κρίλι.
 
                                                                    ~~.*.~~
 
          «Εγώ την είδα μία νύχτα, ξαφνικά, να προβαίνει σε κάποιο μυστηριώδες μπαλκόνι. Το φεγγάρι ασήμιζε το πρόσωπό της» διάβασε συλλαβίζοντας ο Άντερ από το παλιό βιβλίο του πατέρα του. Κόμπιασε και σταμάτησε. Σήκωσε το βλέμμα του και κοίταξε την οικογένεια γύρω από τη φωτιά, όπως κι εκείνο το βράδυ που τους είχαν επιτεθεί οι Υπάνθρωποι. Τότε ήταν ο πατέρας του που διάβαζε, κι αυτός ήταν νέος και δυνατός. Τώρα ο χρόνος άφησε το άγγιγμά του πάνω του, και η μακριά σχεδόν λευκή γενειάδα του το μαρτυρούσε περίτρανα.   
          Αρχηγός της οικογένειας είναι τώρα ο μεγαλύτερος γιος του, ο Όστερ. Όταν χάθηκε εκείνο το βράδυ ο Ναρντ και η Κρίλι, ο Όστερ ήταν έφηβος ακόμα αλλά έδειχνε ότι είχε τη δύναμη του πατέρα του μέσα του. Είχε κλάψει όμως για την μικρή του αδερφή, είχε κλάψει και για τον παππού του. Αυτός βρήκε το βιβλίο ανάμεσα στους θάμνους δυο μέρες μετά και το έφερε τρέχοντας στον Άντερ. Έψαξαν παντού, για μέρες. Από το πρώτο φως της αυγής μόλις οι αγέλες αποτραβιούνταν στις φωλιές τους μέχρι το τελευταίο του δειλινού όταν τα πρώτα ουρλιαχτά ανακοίνωναν πως άρχιζε πάλι το βραδινό κυνήγι. Δεν βρήκαν τίποτα άλλο, ούτε καν ένα κομμάτι από τα ρούχα τους, ούτε ένα κομμάτι από τα κορμιά τους.
          Ένιωσε τα μάτια του να υγραίνονται και τα σκούπισε βιαστικά με την ανάποδη του χεριού του. Σπάνια διάβαζε από το βιβλίο του πατέρα του, ακριβώς γιατί του έφερνε στο νου θύμισες απο εκείνο το βράδυ. Και τώρα που τα χρόνια του έφταναν κοντά στο τέλος γινόταν όλο και πιο συναισθηματικός. Δεν ήθελε να δείχνει στην οικογένεια ότι είχε μαλακώσει, κι ας ήξερε πως κανείς δεν θα τον κακολογούσε ποτέ. Δεν ήθελε για τον εαυτό του, για να μείνει στις αναμνήσεις τους όταν θα ερχόταν η σειρά του να φύγει σαν ο σκληρός υπερασπιστής της ομάδας.
          «Άγγιξε τον άνεμο και βούλιαξε μέσα στον ατέρμονο χρόνο, μέσα στους παγωμένους αιώνες, έφτασε μέχρι κι εγώ δεν ξέρω που, πασχίζοντας να προφτάσει τη φλόγα στα μάτια της» διάβασε και σταμάτησε πάλι. Κοίταξε την ομάδα γύρω από τη φωτιά. Όλοι έδειχναν απορροφημένοι στις σκέψεις τους. Κανείς δεν κοίταζε προς το μέρος του. Άλλος σκάλιζε το χώμα μπροστά του, άλλος έπαιζε με τις χοντροκομμένες ραφές του ρούχου του, άλλος κοίταζε μακριά μέσα στο σκοτάδι. Έκλεισε το βιβλίο και το έχωσε στον κόρφο του όπως έκανε κι ο Ναρντ πριν απ' αυτόν. Σηκώθηκε όρθιος και στηρίχτηκε στο ραβδί του. «Είναι αλήθεια» είπε τραβώντας την προσοχή όλων που τον κοίταξαν τώρα με απορία. «Ναι» συνέχισε, «είναι αλήθεια αυτό που λέει το βιβλίο. Όταν ήμουν μικρός μου το είχε πει ο πατέρας μου, την είχε δει κι εκείνος στις Όμορφες Πέτρες ανάμεσα στις κολόνες, να ατενίζει το δάσος από ψηλά. Και θα ξανάρθει, όταν βρει αυτό που ψάχνει θα γυρίσει και θα διώξει τις αγέλες μακριά. Θα ξεκαθαρίσει τους ανθρώπους από τα Κτήνη, θα ξεδιαλέξει αυτούς που θα είναι άξιοι να συνεχίσουν το είδος μας με τις παλιές αξίες».
 
                                                                          ~~.*.~~
 
          Το ξημέρωμα βρήκε τον Ναρντ και την Κρίλι λουφαγμένους σε ένα παλιό ερείπιο στα ριζά του πέτρινου λόφου στο κέντρο του δάσους. Όταν η μάχη μαίνονταν είχαν ξεκοπεί από την υπόλοιπη ομάδα και ο γέροντας δεν ήταν ικανός να τα βάλει με τους Υπάνθρωπους για να φέρει το μικρό κορίτσι στην ασφάλεια του υπογείου. Έτσι προτίμησε να ρισκάρει βγαίνοντας από την περίμετρο, και με την κάλυψη της νύχτας και των γκρίζων σκιών του διαλυμένου φεγγαριού κατάφεραν να απομακρυνθούν, μέχρι που οι κραυγές και οι βρυχηθμοί έμειναν πολύ μακριά πίσω τους. Πλήρωσε τη διαφυγή τους με την απώλεια του θησαυρού του, το μικρό βιβλίο τού έπεσε κάπου ενώ είχε την προσοχή του ολοκληρωτικά στραμμένη στο να σώσει την μικρή του εγγονή. Με το φως της μέρας προσπάθησαν να βρουν τον δρόμο του γυρισμού, αλλά σύντομα συνειδητοποίησαν πως θα έπρεπε να διασχίσουν μια περιοχή που λυμαίνονταν οι αγέλες. Κι όσο κι αν τη μέρα τα Κτήνη προτιμούσαν να κρύβονται, μια τέτοια διαδρομή δεν θα ήταν καθόλου ασφαλής.
          Η ανάγκη για επιβίωση τους έσπρωξε ακόμα μακρύτερα. Ο Ναρντ ήταν πολύ μεγάλος για να κυνηγήσει το φαγητό τους και η Κρίλι πολύ μικρή. Έτσι η μόνη τους επιλογή ήταν τα άγρια φρούτα του δάσους, και οι βολβοί που ξέθαβαν από το χώμα. Κατέληξαν σε ένα σημείο όπου η παλιά πόλη αντιμάχονταν ακόμα τη φύση, και τα κτίρια έστεκαν αγέρωχα ανάμεσα στα πεύκα και τις βελανιδιές, χορταριασμένα και τυλιγμένα με κισσούς αλλά όρθια. Ήταν ένα μέρος που πολλοί θεωρούσαν ιερό επειδή οι αγέλες για άγνωστο λόγο το απέφευγαν. Μπήκαν σε ένα από τα κτίρια και περιπλανήθηκαν στο εσωτερικό του. Ο Ναρντ πίστεψε πως βρέθηκαν σε κάποιον άλλον κόσμο. Κάθε πόρτα που διάβαιναν τους έμπαζε σε χώρους γεμάτους με ράφια φορτωμένα βιβλία. Παλιά, κιτρινισμένα, μουχλιασμένα και αραχνιασμένα, με τα ποντίκια να έχουν μασουλίσει πολλά απ' αυτά. Όμως ήταν η γνώση που είχε χαθεί, μαζεμένη σε ένα μέρος.
          Έκαναν την παλιά βιβλιοθήκη σπίτι τους. Ο γέροντας έμαθε την μικρή Κρίλι να διαβάζει και της μετέδωσε την αγάπη και τη δίψα για την γνώση. Όταν τελικά έσβησε ένα απόγευμα η Κρίλι ήταν πια μια πανέμορφη έφηβη κοπέλα με μακριά κατάμαυρα μαλλιά να κυλούν στους λυγερούς ώμους της. Ολομόναχη πέρναγε τις μέρες της μαζεύοντας φρούτα και διαβάζοντας. Και όσο διάβαζε τόσο άλλαζε, χωρίς να το καταλαβαίνει. Η γνώση μεγάλωνε μέσα της, άνθιζε σα λουλούδι την άνοιξη, και το μυαλό της απλωνόταν όλο και πιο μακριά, σε μέρη που ποτέ δεν είχαν δει τα μάτια της αλλά είχε αγαπήσει ήδη η καρδιά της. Με τα χρόνια να περνούν όλο και περισσότερα κρυφά στους ανθρώπους σημεία του εγκεφάλου της άνοιγαν και της χάριζαν δυνάμεις που μόνο θεοί κατείχαν. Και έμαθε τα μυστικά του δάσους, έμαθε πως να μιλάει μαζί του, πως να του λέει τι θέλει κι αυτό να την ακούει. Έστελνε σκίουρους να της φέρουν το φαγητό της, και πουλιά της τραγουδούσαν ακούραστα όσο διάβαζε. Τα δέντρα έγερναν τα κλαδιά τους και της χάιδευαν με τα φύλλα τους τα μαλλιά όταν έβγαινε για περίπατο στους παλιούς δρόμους. Έμαθε πως να βρίσκεται τη μια στιγμή εδώ και την άλλη στιγμή εκεί, και αργότερα την ίδια στιγμή κι εδώ κι εκεί ταυτόχρονα. Ο χρόνος της άνοιξε τις πόρτες του και άρχισε να κοιτάει πότε πίσω σε όσα έγιναν και πότε μπροστά σε όσα έμελλε να γίνουν. Κι αυτό της άρεσε πολύ γιατί κι άλλη γνώση της δινόταν έτσι απλόχερα. 
          Περισσότερο απ' όλα όμως αγαπούσε να ανεβαίνει ψηλά στο μεγάλο κτίριο και να βγαίνει σε ένα μπαλκόνι για να αγναντεύει στον ορίζοντα. Κι εκεί καθόταν με τις ώρες, και συλλογιόταν τον κόσμο, και με το νου της ταξίδευε σε μέρη και μακρινά και αλλοτινά αφήνοντας τη φλόγα στα μάτια της να τρέχει με τον άνεμο σε ατέρμονες πεδιάδες.
          Δεν το ήξερε ακόμα αλλά η δύναμη του μυαλού της είχε γίνει απέραντη.
 
                                                                          ~~.*.~~
 
          «Πατέρα, την είδα!» φώναξε ο Όστερ μπαίνοντας με φόρα στο υπόγειο της οικογένειας. «Την είδα, όπως λέει στο βιβλίο, ψηλά σε ένα παράξενο μπαλκόνι, να κοιτάει μακριά, και στα μάτια της χόρευαν φωτιές». Λαχάνιασε και έκοψε την κουβέντα του σκύβοντας λίγο μέχρι να ξαναβρεί την ανάσα του. Ο ενθουσιασμός του ξεχείλιζε και γέμιζε το μικρό δωμάτιο. Ο Άντερ σηκώθηκε με κόπο και στάθηκε μπροστά στον γιο του. Ακούμπισε το χέρι του στον ώμο του Όστερ και τον έσφιξε, τα λόγια του τον είχαν ταράξει. «Όστερ...» ξεκίνησε να λέει, αλλά ο γιος του σήκωσε το πρόσωπό του και τον κοίταξε. Χαμογελούσε, έλαμπε ολόκληρος από χαρά. «Στην Ιερή Πόλη πατέρα, κάτω από τον λόφο με τις Όμορφες Πέτρες, στη σκιά από τις λευκές κολόνες. Την είδα, κυνηγούσα ένα ελάφι, το είχα καρφώσει στο πλευρό αλλά μου έφυγε και ακολουθούσα τα ίχνη του μέχρι να πέσει εξαντλημένο. Ούτε που κατάλαβα πως έφτασα τόσο κοντά στα παλιά κτίρια. Σήκωσα κάποια στιγμή το κεφάλι μου και τα είδα να ορθώνονται πάνω από το δάσος. Και στο ψηλότερο πατέρα ήταν αυτή που λέει το βιβλίο, όρθια με τα μαλλιά της να ανεμίζουν μαύρα σαν το σκοτάδι, και έλαμπε πανέμορφη. Πουλιά της έκαναν παρέα, πετούσαν γύρω της και της τραγουδούσαν γλυκά. Ήταν αυτή σου λέω, ήρθε, όπως το λέει το βιβλίο του παππού...»
          Ο Άντερ έκανε λίγα βήματα πίσω ψάχνοντας με το χέρι του μέχρι που βρήκε το κάθισμά του, και άφησε το κορμί του να καθίσει. Το μυαλό του δυσκολευόταν να δεχτεί τα νέα που του έφερνε ο γιος του. Τους έλεγε χρόνια ολόκληρα πως δήθεν οι ιστορίες ήταν αληθινές, πως εκείνη ήταν αληθινή, για να τους δίνει ελπίδα και δύναμη, για να έχουν κάτι να περιμένουν. Έκλεισε τα μάτια του και αναστέναξε βαθιά.
          «Πατέρα με είδε κι αυτή» συνέχισε ο Όστερ γονατίζοντας μπροστά του. Πήρε στα χέρια του τα χέρια του Άντερ και τα έσφιξε με χαρά. «Ήμουν κάπου διακόσια βήματα μέσα στο δάσος, αλλά ξαφνικά γύρισε προς τα κάτω το κεφάλι της και κάρφωσε το βλέμμα της στα μάτια μου. Είδα τις φλόγες πατέρα, έπαιζαν στα μάτια της, και ορκίζομαι πως άκουσα στο μυαλό μου την ανάσα της. Και μετά χάθηκε, σαν πνοή του ανέμου που παρασέρνει τον καπνό από τη φωτιά έφυγε από το μπαλκόνι κι έμειναν μόνο τα πουλιά να τραγουδούν ακόμα. Ήθελα να πάω πιο κοντά αλλά σκέφτηκα να 'ρθώ πρώτα να το πω σε όλη την οικογένεια. Σκέφτηκα πως αν μπω στην Ιερή Πόλη ίσως να μην μπορώ να ξαναβγώ, και ήθελα, έπρεπε, να το ξέρετε όλοι ότι την είδα».
 
                                                                          ~~.*.~~
 
           Ξαφνιάστηκε όταν ένα σπουργίτι της ψιθύρισε πως ένας άνθρωπος την παρακολουθεί από το δάσος. Είχε αφεθεί πάλι να πετάει με τον νου της σε άλλα μέρη, και έβλεπε ομορφιές που είχαν χαθεί από πολλούς καιρούς, όταν το μικρό ράμφος του πουλιού την σκούντησε απαλά στο μάγουλο. Κοίταξε κάτω και τον είδε. Ανάμεσα στα δέντρα, αγέρωχος και δυνατός, με το δόρυ του στο χέρι, να την κοιτάει ακίνητος. Δεν ήξερε τι να κάνει και έκανε τελικά το πιο αυθόρμητο. Έφυγε όσο πιο γρήγορα μπορούσε. Κλείστηκε μέσα στο κτίριο της παλιάς βιβλιοθήκης, και κρύφτηκε πίσω από τα φορτωμένα βιβλία ράφια. Έστειλε τα ζώα της να δουν τον άγνωστο άνθρωπο από κοντά, τα πουλιά να πετάξουν γύρω του. Έστειλε τον άνεμο να ρωτήσει τα δέντρα τι ξέρουν γι' αυτόν. Ψάχνοντας στο δάσος τριγύρω βρήκε με τον νου της το ελάφι που ψυχορραγούσε από την πληγή στο πλευρό του και το γιάτρεψε με τη σκέψη της. Θύμωσε με τον άνθρωπο που το πλήγωσε, αλλά το ίδιο το ελάφι τον δικαιολόγησε εξηγώντας της ότι ήταν κάτι απολύτως φυσικό να συμβαίνει. 
          Και τότε έμαθε για πρώτη φορά για τους Υπάνθρωπους. Ήταν αυτό το ελάφι που για να υπερασπιστεί τον Όστερ της ανέφερε για τα Κτήνη που σκότωναν αδιακρίτως ό,τι έβρισκαν μπροστά τους ακόμα κι όταν δεν πείναγαν, μόνο για να σκοτώσουν. Που έτρωγαν οτιδήποτε είχε σάρκα και αίμα, ακόμα και τα μέλη της αγέλης τους, τα αδέρφια τους και τα παιδιά τους. Η Κρίλι ένιωσε βαθιά λύπη ακούγοντας όλα αυτά. Αισθάνθηκε τον φόβο ολόκληρου του δάσους για τα Κτήνη. Θέλησε να μάθει περισσότερα και το ίδιο βράδυ βγήκε στο μπαλκόνι της κάτω από το μουντό φως του διαλυμένου φεγγαριού και άφησε το μυαλό της να τρέξει μαζί με τις σκιές ανάμεσα στα δέντρα. Και τους είδε. Κι αυτό που είδε τις έφερε μνήμες από χρόνια ξεχασμένες. Ένιωσε πάλι τον τρόμο που είχε γνωρίσει εκείνο το βράδυ που επιτέθηκαν στην οικογένειά της. Θυμήθηκε τα γυμνά τριχωτά Κτήνη που έμοιαζαν με ανθρώπους γιατί κατάγονταν απ' αυτούς, αλλά γρύλιζαν και έδειχναν μυτερά δόντια και κοφτερά νύχια. Γύρισε στον χώρο της και κουλουριάστηκε σε μια γωνιά μέχρι το πρωί κλαίγοντας βουβά.
          Όταν ξημέρωσε και το φως έδιωξε τις περισσότερες σκιές σηκώθηκε και τύλιξε στο γυμνό κορμί της τον παλιό φθαρμένο μανδύα της. Ήξερε τι έπρεπε να κάνει. Σε μια στιγμή γύρισε πίσω και έκανε την παλιά πόλη που βρισκόταν η βιβλιοθήκη της απαγορευμένη για τα Κτήνη, ιερή, για να μπορέσει να μεγαλώσει με ασφάλεια. Ήξερε τώρα και ποιος ήταν ο άγνωστος άνθρωπος που την κοίταζε την προηγούμενη μέρα. Θυμήθηκε τον μεγάλο της αδερφό, θυμόταν πια καλά όλη την οικογένεια και ήθελε να ξαναβρεθεί μαζί τους. Ήθελε να τους δείξει όλα όσα ήταν ικανή να κάνει, να τους δείξει όλη τη γνώση που είχε μαζέψει, να τους διδάξει τις παλιές αξίες και να τους δώσει ένα νέο πιο όμορφο μέλλον.
          Όμως πρώτα έπρεπε να ξεδιαλέξει τους ανθρώπους από τα Κτήνη. 
 
                                                                          ~~.*.~~
 
          Την επόμενη μέρα όλη η οικογένεια μαζεύτηκε στο ξέφωτο έξω από το υπόγειο. Δεν υπήρχε κανείς που να μην είχε μάθει όσα είχε πει την προηγούμενη ο Όστερ στον πατέρα του. Όλοι τώρα περίμεναν να τους πει ο Άντερ τι έπρεπε να κάνουν. Όλοι είχαν στα πρόσωπά τους ζωγραφισμένη την ελπίδα.
          Ο Άντερ ανέβηκε με τη βοήθεια του γιου του στο χοντρό κούτσουρο στο κέντρο του ξέφωτου για να τον βλέπουν όλοι. Ήταν άυπνος, είχε ξενυχτήσει προσπαθώντας να σκεφτεί τι να τους πει, και δεν ήταν καθόλου σίγουρος αν είχε καταφέρει να φτάσει σε κάποιο συμπέρασμα. Ετοιμάστηκε να μιλήσει, σκόπευε να τους πει πρώτα όλα όσα του είχε πει ο Όστερ, και μετά να τους προτείνει να περιμένουν. Μέχρι εκεί είχε σκεφτεί, αν τον ρώταγαν τι να περιμένουν θα κόμπιαζε, δεν θα ήξερε τι να τους απαντήσει. Ίσως να κάνει η θεά την κίνησή της όταν αυτή θα έκρινε ότι ήταν η ώρα; Ή κάτι τέτοιο. Σημασία είχε να μην ξέφευγε η οικογένεια από την ασφάλεια της καθημερινής τους οργάνωσης τώρα που η ελπίδα είχε γεμίσει τις καρδιές όλων. Ανησυχούσε μήπως μετατραπεί σε απερισκεψία, μήπως χωρίς να το θέλουν βρεθούν απροστάτευτοι και εκτεθημένοι στα Κτήνη που καραδοκούσαν πάντα έξω από την περίμετρο. Καταλάβαινε πως ήταν η περασμένη ηλικία του που τον έκανε να το σκέφτεται τόσο, αν αυτό είχε συμβεί όταν ήταν αυτός ο πρώτος της ομάδας σίγουρα θα ανυπομονούσε να δράσει.
          Δεν πρόλαβε όμως να πει το παραμικρό. Ένας ζεστός αέρας φύσηξε ξαφνικά από το δάσος, από τη μεριά της Ιερής Πόλης. Πέρασε ανάμεσά τους, χάιδεψε έναν έναν όλους της οικογένειας, κι όταν έφτασε στον Άντερ αυτός είδε αχνά να αναδεύεται το πανέμορφο πρόσωπο μιας νεαρής γυναίκας με μαύρα μαλλιά.
          Την ίδια στιγμή άρχισαν να ακούγονται δυνατές κραυγές από το δάσος, ουρλιαχτά πόνου, και μια μεγάλη αναταραχή απλώθηκε έξω από τον φράχτη. Τα δέντρα σείονταν και λύγιζαν από τον αέρα, σκόνη ανέβαινε στριφογυρίζοντας μαζί με χορτάρια και σπασμένα κλαδιά. Ο ουρανός γέμισε σύννεφα και η μέρα σκοτείνιασε σαν να ήταν αργά το απόγευμα λίγο πριν πέσει η νύχτα. Μέσα από τον φράχτη όμως επικρατούσε ηρεμία, και το φως ήταν λίγο πιο δυνατό απ' ότι νωρίτερα. Η οικογένεια έγινε μάρτυρας στο ξεκαθάρισμα του δάσους. Ο Άντερ ακίνητος πάνω στο μεγάλο κούτσουρο είδε κι αυτός τον αέρα να αρπάζει τους Υπάνθρωπους και να τους σηκώνει ψηλά, πάνω από τις κορφές των δέντρων. Είδε τα πουλιά να ορμάνε σε σμήνη και να τους κομματιάζουν με τα ράμφη τους, και το αίμα έπεφτε πίσω στη γη σαν κόκκινη βροχή. Εκατοντάδες, χιλιάδες Κτήνη που κατοικούσαν στο δάσος ξετρυπώθηκαν από τα λαγούμια τους και εξοντώθηκαν μέσα σε δυνατή βοή και σπαρακτικές κραυγές οδύνης και τρόμου.
          Όλα έγιναν μέσα σε λίγη ώρα, και σταμάτησαν απότομα όταν μόνο το αίμα τους είχε μείνει να τρέχει σε ρυάκια για να δείχνει ότι είχαν υπάρξει πραγματικά. Τα κορμιά τους η Κρίλι τα διέλυσε και τα έκανε τροφή για το δάσος, για τα ζώα, τα πουλιά, τα έντομα, ακόμα και για τα ίδια τα δέντρα και τους θάμνους και το χορτάρι. Ο ουρανός καθάρισε μόλις κόπασε ο αέρας, και τα σύννεφα διαλύθηκαν το ίδιο γρήγορα όπως είχαν σχηματιστεί. Τότε η οικογένεια την είδε για πρώτη φορά, να υπερίπταται πάνω από το ξέφωτο χαμογελαστή, τυλιγμένη με τον μανδύα της και με τα μαύρα της μαλλιά να ανεμίζουν πίσω της. Η φλόγες στα μάτια της δεν έσβησαν ούτε όταν κατέβηκε ανάμεσά τους και στάθηκε αμήχανη καθώς όλοι έπεσαν στα γόνατα και κολλούσαν τα μέτωπά τους στο χώμα με σεβασμό κι αγάπη για την σωτήρα τους.
 
                                                                          ~~.*.~~
 
          «Δεν ζει κανείς που να μπορεί να την περιγράψει. Εγώ την είδα μία μέρα, ξαφνικά, να προβαίνει σε κάποιο μυστηριώδες μπαλκόνι. Το φεγγάρι ασήμιζε το πρόσωπό της. Άγγιξε τον άνεμο και βούλιαξε μέσα στον ατέρμονο χρόνο, μέσα στους παγωμένους αιώνες, έφτασε μέχρι κι εγώ δεν ξέρω που, πασχίζοντας να προφτάσει τη φλόγα στα μάτια της. Γυμνή κάτω από τον φθαρμένο κάποτε λευκό μανδύα της, με τα μακριά της μαλλιά να ανεμίζουν ατίθασα μαύρα σαν το σκοτάδι του ουρανού. Μια στιγμή ήταν όλο κι όλο, αλλά θα τη θυμάμαι για πάντα. Γιατί ήρθε για να μας σώσει από τα Κτήνη, και να μας δείξει τον δρόμο για να βρούμε την Παλιά Εποχή ξανά». Ο Όστερ έγειρε στο ραβδί του και έβηξε αποκαμωμένος. Ήταν η σειρά του να πει την ιστορία στην οικογένεια ως ο Γέροντας, και ναι, ήταν πια γέροντας και με το παραπάνω. Ένας εγγονός του έτρεξε και τον έπιασε από το μπράτσο στοργικά, και τον βοήθησε να καθίσει. Η πλατεία κάτω από την εξέδρα με το μαρμάρινο συντριβάνι στη μέση ήταν γεμάτη κόσμο, άντρες γυναίκες και παιδιά. Όλοι ήθελαν να τιμήσουν με την παρουσία τους τη Θεά. «Αλλά περισσότερο απ' όλα...» συνέχισε ο Όστερ με τη βραχνή σπασμένη από τα χρόνια φωνή του, «...θα τη θυμάμαι γιατί είναι η αδερφή μου».
          Το πλήθος ξέσπασε σε επευφημίες και χειροκροτήματα. Ο Γέροντας περίμενε λίγο μέχρι να σωπάσουν και συνέχισε σηκώνοντας το χέρι του για να τον ακούσουν. «Κάθε χρόνο με ρωτάτε να σας πω που είναι τώρα. Και κάθε χρόνο σας απαντώ το ίδιο. Είναι εδώ μαζί μας, είναι το δάσος γύρω από την πόλη μας, είναι τα χωράφια μας, είναι το ποτάμι, είναι εμείς, είναι ο άνεμος, είναι η μέρα και η νύχτα. Αν κλείσετε τα μάτια σας θα ακούσετε την ανάσα της στο μυαλό σας, όμως την ίδια στιγμή είναι και σε χίλια άλλα μέρη, σε αμέτρητους άλλους τόπους του τώρα, του πριν, αλλά και του μετά. Το όνομά της ήταν Κρίλι όταν ήταν μόνο η μικρή αδερφή μου. Τώρα το όνομά της είναι Ελπίδα και είναι η αδερφή όλων των ανθρώπων».
          Νέα χειροκροτήματα πλημμύρισαν την πλατεία, και κραυγές χαράς και ευγνωμοσύνης ακούστηκαν από κάθε στόμα. Ο Όστερ έγειρε στο κάθισμά του εξαντλημένος αλλά και ευτυχισμένος. Από εκείνη τη μέρα που η αδερφή του εμφανίστηκε μια νέα ζωή ξεκίνησε για τους ανθρώπους. Η παλιά γνώση ήταν και πάλι στη διάθεσή τους και την είχαν αξιοποιήσει σωστά. Κοίταξε γύρω του τους καθαρούς δρόμους, τα γερά σπίτια, και προπαντός τους ανθρώπους που είχαν αποθέσει το μέλλον τους σε μια μεγάλη ελπίδα. Χαμογέλασε κάτω από τη λευκή του γενειάδα κι έκλεισε τα μάτια του.
          Ένα ζεστό αεράκι ήρθε ξαφνικά και χάιδεψε ολονών τα μαλλιά, για να σταθεί λίγο περισσότερο στο πρόσωπο του Γέροντα. Στον ουρανό ο ήλιος κατάφερε να περάσει τη σκόνη στην ουρά της διαλυμένης σελήνης και άπλωσε τις ακτίνες του στην Νέα Πόλη των Ανθρώπων. Ο Όστερ είδε το πρόσωπο της αδερφής του κυμματιστό να του χαμογελά, και μετά όλα γύρω στάθηκαν ακίνητα κι αυτή εμφανίστηκε μπροστά του. Άπλωσε το χέρι της κι αυτός σαν να ήξερε τι θέλει της έδωσε το μικρό βιβλίο του παππού τους. Το πήρε, του χάιδεψε στοργικά το μάγουλο και μετά χάθηκε, ενώ ο κόσμος γύρω του άρχισε πάλι να κινήται.
 
                                                                    ~~.*.~~
 
          Ένα μόνο έμενε που έπρεπε να κάνει. Όλα είχαν αρχίσει μέσα από τα λόγια του παππού της, από τις σελίδες εκείνου του μικρού βιβλίου. Κοίταξε τον ουρανό και τίναξε τη σκέψη της μακριά, έγινε άνεμος και γύρισε λίγο πίσω στα μονοπάτια του χρόνου.
          Βρήκε τον νεαρό κυνηγό μέσα στο δάσος, με το κοντό του ακόμα γένι κατάμαυρο, τα μαλλιά του μακριά ως τους δυνατούς του ώμους, το βλέμμα καθαρό και το πρόσωπο γεμάτο αποφασιστικότητα. Τον χάιδεψε απαλά και του άφησε το βιβλίο στα πόδια, και στο μυαλό του φύσηξε μια μικρή πνοή γνώσης, όση χρειαζόταν για να μπορεί να το διαβάσει, για να ξεκινήσει η μεγάλη αλλαγή. Κι ο κυνηγός το πήρε και διάβασε για την θεά στο μπαλκόνι, και η καρδιά του γέμισε ελπίδα. Κι αυτή την ελπίδα τη διάβασε και στην οικογένεια και τους έδωσε κάτι να περιμένουν, και την έμαθε πολύ αργότερα και στην μικρή του εγγονή όταν αναγκάστηκαν να ζήσουν ολομόναχοι οι δυο τους ξεκομμένοι από την ομάδα τους, σε εκείνη τη βιβλιοθήκη της Ιερής Πόλης..-
                                                                                                 By MadnJim

 

Edited by MadnJim
  • Like 6
Link to comment
Share on other sites

Πρώτο και κύριο, θέλω να σου πω ότι κάθε φορά που διαβάζω κάτι καινούριο από σένα, βλέπω την εξέλιξή σου και τη χαίρομαι. Νομίζω πως αυτή είναι μάλλον η πιο καλογραμμένη ιστορία σου που έχω διαβάσει και, ως συνήθως, την απόλαυσα πολύ. Έκανες ωραία τσαχπινιά με την εισαγωγή και το πώς την ταίριαξες σαν προφητεία, τύπου, γιατί αρχικά πίστεψα πως την "ακύρωνες", αλλά με διέψευσες πολύ ευχάριστα. Έχεις ένα-δυο σημεία που μπερδεύεις τους χρόνους σου και φαίνεται σχεδόν σαν να υπάρχει παντογνώστης αφηγητής, δεν ξέρω αν το πρόσεξες κι εσύ μετά που ανέβασες ή αν θες να σου υποδείξω τα συγκεκριμένα σημεία, πάντως δεν είναι τίποτα τρομερό, σε ένα λεπτάκι θα το έχεις φτιάξει αυτό. Αυτό που θα ήθελα θα ήταν περίπου 1000 λέξεις παραπάνω για να ανασάνουν κάποια πράγματα που φαίνονται πολύ συμπυκνωμένα, συγκεκριμένα η απόκτηση των δυνάμεων της Κρίλι (το διάβασμα δεν με πολυπείθει, για την ώρα, ως αιτιολόγηση), η καταστροφή των κτηνών και η μετουσίωσή της σε Ελπίδα. Κατά τα άλλα, μπράβο σου, αλήθεια σε χαίρομαι κάθε φορά. Καλή επιτυχία!

  • Like 3
Link to comment
Share on other sites

Είπες όλα αυτά τα χαζά πριν να αρχίσουμε καν, και νόμιζα κι εγώ πως όντως έχεις ξεφύγει από τον πρόλογο. Μετά, διαβάζοντας, έλεγα "αχ, βάλτηνα να γυρνάει πίσω, εκεί σε αυτή την σκηνή, να τα έχεις δέσει όλα" και ναι! έφτασα στο τέλος και το βρήκα κι ενθουσιάστηκα. Μετά βέβαια σκέφτηκα (ακόμα το σκέφτομαι και δεν ξέρω) μήπως δεν έπρεπε να το πάρει το βιβλίο αλλά να το γράψει βασικά και να του το δώσει. Είναι κι εμένα τα μεγαλύτερα προβλήματά μου αυτά με τα πισωγυρίσματα στο χρόνο και πολύ με ταλαιπωρούνε τελευταία.

 

Πολύ ωραία ιστορία, πολύ καλή η χρήση του προλόγου, η γραφή σου σοβαρεύει με κάθε νέα ιστορία που γράφεις. Κι εδώ για μένα παίζει μια πρωτιά: με συγκίνησες. Μου αρέσει πολύ το θέμα που πραγματεύεσαι, η μόρφωση που ελευθερώνει τους ανθρώπους, που τους δίνει το δικαίωμα να προχωρήσουν και την ελπίδα.

 

Μου άρεσε πολύ και η ηρωίδα σου, αυτό που μεγαλώνει, μορφώνεται κι έχει την ψυχή παιδιού, ήθελα ίσως να έχει κατιτίς αλλιώτικο, να μην έτσι πανέμορφη και υπέροχη δηλαδή, δεν είναι κι ανάγκη. Θα ήθελα επίσης να κάνεις κάτι, δεν έχω ιδέα όμως τι, με τη θέση στην οποία βρίσκονται το δεύτερο και το τρίτο κομμάτι, και να εξηγηθώ: η στορία είναι γραμμική, δεν κάνεις μπρος πίσω πράγματα στην υπόλοιπη και μάλιστα από κομμάτι σε κομμάτι περνάνε ολόκληρες γενιές (ή αλλάζεις ο.γ., επίσης πολύ όμορφα). Κάτι εκεί δεν μου κάθεται σωστά στο πισωγύρισμα, που όμως βέβαια δεν μπορεί να πάει πριν από το δεύτερο κομμάτι. Κατά τα άλλα φτιάξε τα μικρολαθάκια στις ο.γ. και ναι, συμφωνώ στις κάπου 1000 λέξεις ακόμα και αυτή η ιστορία είναι μια κούκλα ακόμα κι αν δεν της φτιάξεις τίποτα. Είναι όμορφη και συγκινητική.

  • Like 3
Link to comment
Share on other sites

Λοιπόν αυτή η ιστορία με συγκίνησε. Πρώτον που έχω να παρατηρήσω ότι βελτιώνεσαι φίλε Σπυρέτο και αυτό σημαίνει εργασία και η εργασία πάντα εκτιμάται (αν ανταμοίβεται δεν ξέρω) και δεύτερον που ήταν όντως συγκινητικό, πολύ, τουλάχιστον για μένα. Προς το τέλος της ιστορίας δάκρυσα ο βλαξ.

 

Από εκεί και ύστερα, νομίζω πως θέλει χτένισμα γιατί το θέμα σου είναι κομματάκι δυσκολούλι. Περισσότερες λέξεις όπως ήδη είπαν οι άλλες (όχι που δεν θα πρόφταιναν να το πούνε) τις χρειάζεσαι, να δέσει το γλυκό σου καλύτερα, να καταλάβουμε γιατί η Κρίλι μετασχηματίστηκε σε θεά, διότι το διάβασμα από μόνο του δεν φτάνει, εμένα η μάνα μου μου έλεγε βέβαια διάβαζε να πλατύνει ο νους σου αλλά τόσο πολύ δεν πλαταίνει, θέλει και κάτι πιο δραστικό. Ίσως να πρέπει να το δέσεις με κάποια ενέργεια του τόπου (η ενέργεια για παράδειγμα που κράτησε όρθια τα κτίρια μέσα στην οργιώδη βλάστηση; Κάτι που συντηρεί τα πράγματα ως έχουν; Αλλόκοτες μαγνητικές διαταραχές; Πύλη στο χωροχρόνο;)

 

Έπειτα, αν το βιβλίο περιγράφει την Κρίλι όντως, ποιος το έχει γράψει;  Ή είναι απλώς ένα παλιό κείμενο που βρέθηκε στα χέρια τους και χρησιμοποιήθηκε εντέλει ως το ευαγγέλιο της επιστροφής της Ελπίδας;

Με μπέρδεψε λίγο και το θέμα του φεγγαριού. Κάτω από ποιο φεγγάρι να την ασημίζει με το φως του την είδανε, αφού το φεγγάρι πια δεν είναι έτσι και ο Ναρντ εξαιτίας του βιβλίου και μόνο (το λες αυτό στην αρχή) γνωρίζει ότι κάποτε έμοιαζε το φεγγάρι σαν ένα κομμάτι ασήμι;

 

Το σπασμένο φεγγάρι μου θύμισε Oblivion μια που το έφερε η κουβέντα. Και να ξέρεις, δεν ξέρω βέβαια πόσο θες να το εμβαθύνεις αλλά εφόσον η Κρίλι ταξιδεύει και στο παρελθόν μπορείς να αναφέρεις κάποια λεπτομέρεια σχετική, να ξέρεις λοιπόν ότι ένα σπασμένο φεγγάρι δεν είναι καθόλου μα καθόλου απλή υπόθεση. Σημαίνει πλημμύρες, τζουνάμι, σεισμοί λιμοί καταποντισμοί και δεν είναι κάτι που θα άφηνε την ανρθωπότητα χωρίς κάποια τραυματική ανάμνηση (ή τις Όμορφες Πέτρες ακόμη όρθιες εδώ που τα λέμε) Δες το φεγγάρι, βγαίνει ζουμί από κει.

 

Δες και μια ωραία εικονίτσα: http://www.google.gr/imgres?imgurl=http://4.bp.blogspot.com/-c5WwgRZpSk0/UUDYP_RBwDI/AAAAAAAAAcg/4sulY3sQmuQ/s320/MOON%252BCONCEPT2.jpg&imgrefurl=http://enginecomics.blogspot.com/2013/03/broken-moons.html&h=232&w=320&tbnid=AjL3VyOl_JkrWM:&docid=JTq4qjYIfM7WVM&hl=el&ei=nG6nVZahH8L3ULnovtAP&tbm=isch&ved=0CF4QMyg2MDZqFQoTCJbfrvyg38YCFcI7FAodObQP-g

 

Καλή επιτυχία στο παιχνίδι συμπαίκτη!

  • Like 2
Link to comment
Share on other sites

Δεν είναι διαγωνισμός, απαντάμε, έτσι δεν είναι; :)

 

Ευχαριστώ πολύ κορίτσια, με κάνετε πολύ χαρούμενο με τα σχόλιά σας. Διαβάζω που μου λέτε ότι σας συγκίνησα και ησύχασα, γιατί κάθε φορά που τη διάβαζα στο τέλος ήμουν ανατριχιασμένος, κι όταν αυτό συμβαίνει νομίζω είναι ένας καλός μπούσουλας για να καταλάβεις αν έγραψες κάτι σχετικά καλό ή όχι.

 

Θέλω να εξηγήσω κάτι για τις δυνάμεις της Κρίλι. Ήθελα να μεγαλώσω αυτό που λέει η Ειρήνη, το "διάβασε παιδί μου να πλατύνει ο νους σου". Αυτό που τους έλειπε πια ήταν η γνώση, είχαν μετατραπεί σε πρωτόγονες μικροκοινωνίες αιχμάλωτες των συνθηκών γύρω τους, χωρίς ελπίδα για αναβίωση της παλιάς αίγλης του ανθρώπινου είδους. Η Κρίλι έμεινε πάρα πολλά χρόνια ολομόναχη, κι εκεί που ήταν ένα κοριτσάκι με μυαλό σαν άγραφο βιβλίο μεγαλώνει μέσα σε μια τεράστια πηγή γνώσης. Διαβάζει συνέχεια, απορροφά τη γνώση σαν σφουγγάρι και σιγά σιγά ο εγκέφαλός της ανοίγει χωρίς να το καταλαβαίνει. Λένε πως χρησιμοποιούμε το ένα δέκατο των δυνατοτήτων του εγκεφάλου μας, αν κάποιος κατάφερνε να πλησιάσει τα δέκα δέκατα θα γινόταν θεός. Αυτό συμβαίνει στην Κρίλι, αγγίζει τα δέκα δέκατα και γίνεται θεά. Το διάβασμα ήταν το μέσο, η Γνώση ήταν η αιτία, κι η απομόνωση ο καταλύτης.

 

Αταλάντη θα ήθελα πολύ ένα pm με τις υποδείξεις που λες, θα με βοηθούσες απίστευτα και θα το εκτιμούσα πολύ. :)

 

Κιάρα, εντόπισες αυτό που με παίδεψε περισσότερο, την προέλευση του βιβλίου. Σε κάποια πρώιμη εκδοχή της ιστορίας το έγραφε η ίδια και το πήγαινε πίσω στον Ναρντ, αλλά μου φάνηκε πολύ επίτηδες και το απέρριψα. Τελικά σκέφτηκα πως θα μπορούσε να είναι ένα τυχαίο βιβλίο από τη βιβλιοθήκη που απλά εξυπηρετούσε την περίπτωσή της δημιουργώντας μια προφητεία που μπορούσε να κάνει αληθινή. Είναι όπως είπες, αυτοί οι κύκλοι στον χρόνο είναι πιο δύσκολοι απ' ότι φαίνονται.

 

Ειρήνη, το φεγγάρι αν και κατεστραμμένο δίνει  ένα φως ικανό να κάνει τις νύχτες τα αστέρια πίσω του να μην φαίνονται, και η Κρίλι είναι πια μια θεά που το αρρωστιάρικο φως πάνω της γιάνει και λάμπει ξανά. Οι καταστροφές που αναφέρεις έγιναν, πέρασαν αιώνες από τότε, οι λίγες ομάδες ανθρώπων που έμειναν γύρισαν σε πρωτόγονο τρόπο ζωής με τα τραγούδια τους να κρατούν μικρά κομμάτια από τις αναμνήσεις του τότε, ενώ η μεγάλη πλειοψηφία μεταλλάχτηκε σε κάτι που ξεπερνούσε ακόμα και τα αγριότερα ζώα (τύπου Wayward Pines αν το βλέπεις ;-) ). Οι Όμορφες Πέτρες και οι κολόνες πάνω στον λόφο στο κέντρο της πάλαι ποτέ μεγάλης πόλης είναι στο μυαλό μου αναφορά στην Ακρόπολη και τον Παρθενώνα, θέλω να πιστεύω πως ακόμα κι όταν η Ευρώπη ενωθεί με την Αφρική και η Ελλάδα γίνει ένα άλλο πανύψηλο βουνό σαν τα Ιμαλάια οι κίονες θα στέκουν ακόμα όρθιοι στη κορυφή για να δείχνουν ότι ο άνθρωπος κάποτε άγγιζε τους θεούς.

Ωραία η φωτό, την βρήκα κι εγώ, αλλά έχει μόνο δύο κομμάτια και δεν μου ταίριαζε. Την εικόνα του φεγγαριού να γεμίζει τον ουρανό σπασμένο την είχα δει κάποτε σε μία ταινία απ' αυτές τις καταστροφολογικές τις πολύωρες που βάζει καμιά φορά το STAR, αλλά δεν μπορώ να θυμηθώ σε ποια.

 

Και πάλι ευχαριστώ πολύ για τα καλά σας λόγια αγαπητές μου κυρίες...  :give_rose:

  • Like 3
Link to comment
Share on other sites

 Οι Όμορφες Πέτρες και οι κολόνες πάνω στον λόφο στο κέντρο της πάλαι ποτέ μεγάλης πόλης είναι στο μυαλό μου αναφορά στην Ακρόπολη και τον Παρθενώνα, θέλω να πιστεύω πως ακόμα κι όταν η Ευρώπη ενωθεί με την Αφρική και η Ελλάδα γίνει ένα άλλο πανύψηλο βουνό σαν τα Ιμαλάια οι κίονες θα στέκουν ακόμα όρθιοι στη κορυφή για να δείχνουν ότι ο άνθρωπος κάποτε άγγιζε τους θεούς.

 

 

 

Ου να χαθείς με ξανασυγκίνησες. Να χαθείς- να χαθείς! :crybaby: :crybaby: :crybaby:

  • Like 2
Link to comment
Share on other sites

Όπως και την "Φλόγα..", έτσι και την "Ελπίδα" την έχουμε σχολιάσει και συζητήσει αναλυτικότατα Σπύρο, ξέρεις πόσο πολύ μου αρέσει. Και σαν ιδέα, και σαν απόδοση και πόσο ωραία χρησιμοποίησες τον πρόλογο. Την απόλαυσα πραγματικά! Πολλά μπράβο και καλή επιτυχία φίλε μου! :good: :good:

  • Like 1
Link to comment
Share on other sites

Το κακό όταν δεν είσαι από τους πρώτους που σχολιάζουν μία ιστορία είναι ότι τα βασικά στοιχεία λίγο πολύ τα έχουν ήδη υποδείξει οι προλαλήσαντες! Είναι σαφέστατα μία πάρα πολύ προσεγμένη ιστορία. Αυτό που εξέλαβα με την ανάγνωσή της είναι ότι διασκέδαζες πολύ όσο την έγραφες. Κι αυτό όταν βγαίνει αποτελεί ιδιαίτερα βασικό στοιχείο. Η γραφή σου σαφέστατα έχει βελτιωθεί και μπράβο γιατί είμαι σίγουρη ότι είναι αποτέλεσμα σκληρής δουλειάς και οργάνωσης. 

Μου άρεσε πολύ η δύναμη της ανάγνωσης όπως την παρουσιάζεις και τη διαχειρίζεσαι θεματικά ωστόσο δε μπορώ να πω ότι με συγκίνησε όπως αναγράφουν οι παραπάνω, πράγμα λογικό βέβαια αφού δεν είμαι στα...νερά μου! Καλή επιτυχία και μπράβο σου. 

  • Like 2
Link to comment
Share on other sites

Λοιπόν για να δούμε. Έχουμε μεταποκαλυπτικό, έχουμε παππού, έχουμε αέρα -που όμως κάνει άλλη δουλειά- και σπασμένο φεγγάρι. Νομίζω οι εμπνεύσεις μας συνέπεσαν λιγάκι αλλά βγήκαν δύο διαφορετικές ιστορίες και αυτό είναι πολύ ενδιαφέρον.

Έχεις μια τάση να παίζεις με το χρόνο μέλον-παρόν, όπως και στην άλλη ιστορία σου που διάβασα με το βίντεο.

Μου άρεσε πολύ η ιδέα σου καθώς μου αρέσουν όλες οι ιστορίες με πέρα-δώθε στο χρόνο και εγώ δεν μπορώ να γράψω μια. Όπως λοιπόν όλες αυτές οι ιστορίες θέλουνε κάποια βάση έτσι νομίζω ότι και στην δική σου η Κρίλι -γαμάτο όνομα btw- νομίζω δεν θα έπρεπε να είχε κάνει αυτή την πόλη ιερή, αντιθέτως αν η πόλη ήταν ιερή από μόνη της και τα βιβλία κάτι-παραπάνω-από-βιβλία τότε εξηγούνται πολύ περισσότερο. H Κρίλι βρήκε στα βιβλία την μαγεία, την ελπίδα και έτσι έγινε η Ελπίδα. Τα υπόλοιπα μπορεί κάλλιστα να τα κάνει μόνη της με τις δυνάμεις που απέκτησε.

Πάντως μπράβο για την πολυπλοκότητα της σκέψης σου και το πως τα έδεσες όλα μεταξύ τους. Φαίνεται ότι η έμπνευση σου χτύπησε την πόρτα για τα καλά! Μου άρεσε το πώς διέτρεξες έτσι τόσες γενεές και πως έφτασες σε αυτό το σημείο για το τόσο ελπιδοφόρο μήνυμα της ιστορία σου.

 

Καλή επιτυχία! :thmbup:

  • Like 2
Link to comment
Share on other sites

Ευχαριστώ πολύ για τα σχόλια, χαίρομαι που σας άρεσε η ιστορία μου. :)

 

 

Μαρία, γι' αυτό ακριβώς γράφω, επειδή με διασκεδάζει αφάνταστα πολύ. :)

 

Ευγενία, σου το είπα κι εγώ στο δικό μου σχόλιο στην ιστορία σου, έχουμε κάποια κοινά, αλλά τελικά μόνο ο χαρακτηρισμός των ιστοριών μας είναι ουσιαστικά ίδιος. Πράγματι με εξιτάρει πολύ όλο αυτό το παιχνίδι με τον χρόνο κι έχω ξαναδοκιμάσει στο παρελθόν να φτιάξω κάτι ανάλογο (το έχω ανεβάσει μάλιστα πριν από καιρό στη βιβλιοθήκη φαντασίας, λέγεται "Το παράδοξο"). Μεγάλο μπέρδεμα όμως, και ιδιαίτερα δύσκολο στην απόδοση, αλλά κάποτε θα το πετύχω όπως το θέλω, που θα μου πάει... :)

 

Ευχαριστώ πολύ πολύ! :rose:

  • Like 3
Link to comment
Share on other sites

Εμένα πάλι δεν μου κολλάνε κάποια πράγματα όπως πως είναι δυνατόν να κομματιαστει το φεγγάρι και να επιβιώσει οτιδήποτε στην επιφάνεια της Γης. Ή πως γίνεται σε ένα μεταποκαλυπτικό κοσμο όπου επεξεργασμενα μέταλλα κάθε μορφής και ειδους θα υπάρχουν παντού στα συντρίμμια του πολιτισμού οι επιζώντες να χρησιμοποιώ πέτρινα δόρατα. Οι οι ανθρωποφαγοι που έχουν ζωοποιηθεί, ναι το τελευταίο είναι κλισέ αλλά όχι και πολύ πιστευτό κλισέ. Και μάλλον γίνομαι υπερβολικός αλλά αφού είναι ΕΦ έχω σκληρότερα κριτήρια αληθοφάνειας από σκέτο fantasy :p

  • Like 1
Link to comment
Share on other sites

Δημήτρη σ' ευχαριστώ που διάβασες και σχολίασες την ιστορία μου. Πιστεύω όμως πως είναι λίγο λάθος προσέγγιση να ψάχνεις αληθοφάνεια σε μια ιστορία που δεν βασίζεται σ' αυτήν καθόλου (στην αληθοφάνεια εννοώ). Επιπλέον, είναι sci-fi fantasy κι όχι sci-fi, που εξελίσσεται σε ένα πολύ μακρινό μέλλον αιώνες μετά από κάποια τεράστια "βιβλική" καταστροφή που εξαφάνισε κάθε είδους πολιτισμό και έφτασε μέχρι και να διαλύσει το φεγγάρι, και ξεκίνησε την ανθρωπότητα από την αρχή. Όλη η ιστορία βασίζεται ακριβώς στην έλλειψη της Γνώσης, και στην αλλαγή που έλαβε χώρα όταν τη ξαναβρήκαν. Αν υπήρχαν μέταλλα επεξεργασμένα στα ερείπια; Φαντάζομαι πως ναι, αλλά δεν θα εξυπηρετούσε πουθενά την ιστορία μου μια αναφορά σ' αυτά. Και για το κλισέ των ανθρωποφάγων που έγιναν ζώα, δεν ήταν ανθρωποφάγοι, πουθενά δεν λέω κάτι τέτοιο, αλλά ομάδες ανθρώπων που μέσα στους αιώνες μεταλλάχτηκαν λόγω των συνθηκών σε κάτι πιο ζωώδες. Σαρκοβόρα πλάσματα ανθρώπινης καταγωγής ναι, αλλά ανθρωποφάγοι με την έννοια της ανθρωποφαγίας σαν καταλύτη της μετάλλαξής τους όχι, σε καμία περίπτωση. :)

 

Και πάλι σ' ευχαριστώ για το σχόλιο και τις επισημάνσεις σου, κάθε γνώμη, κάθε διαφορετική οπτική, είναι πάντα πολύ χρήσιμη. Καλή συνέχεια φίλε μου... :)

Link to comment
Share on other sites

  • 2 months later...

Λοιπόν, την διάβασα τελευταία επίτηδες γιατί συνήθως οι περισσότερες δικιές σου μου αρέσουν, όπως συμβαίνει κι εδώ.

 

Στην ιστορία αυτή άργησα να μπω λίγο στο κλίμα μέχρι να καταλάβω τι γίνετε και αυτό περίπου μέχρι την μέση, αλλά απο κει και μετά μου άρεσε.

Ο συνδυασμός μετα-αποκάλυψης και φανταστικού μου άρεσε αρκετά όπως και η διήγηση σου στην ιστορία που όσο προχωράει γίνετε όλο και καλύτερη.

Το μόνο που αρνητικό που βρήκα είναι ότι ήθελα κάτι για να δώσει μια "ανάσα" στην ιστορία, ίσως ένα διάλογο παραπάνω ή κάτι τέτοιο, δεν ξέρω. Γιατί νομίζω έρχονται όλα μαζί με την Κρίλι, το βιβλίο, τα Κτήνη και κλπ., αν καταλαβαίνεις τι εννοώ.

 

Πάντως είναι σίγουρα η πιο σοβαρή ιστορία σου που έχω δει και πραγματικά σε αγγίζει στο τέλος.

  • Like 1
Link to comment
Share on other sites

Σ' ευχαριστώ πολύ Κώστα, η συγκεκριμένη ιστορία είναι μία από τις πολύ αγαπημένες μου και, δεν το κρύβω, είμαι περήφανος που την έγραψα. Η Ελπίδα μαζί με την Αγάπη, για μένα είναι ότι σημαντικότερο στον κόσμο μας, κι όσο υπάρχουν είναι ανοιχτή η πόρτα στα καλύτερα, είναι δυνατά τα πάντα. :)

Να 'σαι καλά φίλε μου... :)

Edited by MadnJim
  • Like 1
Link to comment
Share on other sites

Join the conversation

You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.

Guest
Reply to this topic...

×   Pasted as rich text.   Paste as plain text instead

  Only 75 emoji are allowed.

×   Your link has been automatically embedded.   Display as a link instead

×   Your previous content has been restored.   Clear editor

×   You cannot paste images directly. Upload or insert images from URL.

Loading...
×
×
  • Create New...

Important Information

You agree to the Terms of Use, Privacy Policy and Guidelines. We have placed cookies on your device to help make this website better. You can adjust your cookie settings, otherwise we'll assume you're okay to continue..