MadnJim Posted August 8, 2015 Share Posted August 8, 2015 Όνομα Συγγραφέα: MadnJim Είδος: Αγνό βάρβαρο Sword and Sorcery Βία; Ε ναι, εννοείται Σεξ; Όχι Αριθμός Λέξεων: Περίπου 14900 ολόκληρη Αυτοτελής; Ναι και όχι, γιατί θα τη χρησιμοποιήσω σαν μέρος από κάτι μεγαλύτερο που προσπαθώ να φτιάξω. Διαβάζεται όμως άνετα ως αυτοτελής εδώ. Σχόλια: Εμπνευσμένο από την εισαγωγή της Ιρμάντα για το Write-Off #81, χωρίς όμως να αποτελεί συμμετοχή μου στο διαγωνιστικό μέρος του παιχνιδιού. Ελπίζω να μην σας αποθαρρύνει το μεγάλο της μέγεθος και να την διαβάσετε, κι ακόμα περισσότερο ελπίζω να την βρείτε ενδιαφέρουσα και να την απολαύσετε. Τα σχόλιά σας θα μου είναι υπερπολύτιμα για την συνέχεια της ευρύτερης πλοκής που φτιάχνω. Αρχείο:Τα διπλά σπαθιά του Όρο.doc ~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~ ΤΑ ΔΙΠΛΑ ΣΠΑΘΙΑ ΤΟΥ ΟΡΟ -1- Περίμενε να δει κιούπια με φλουριά και πολύτιμα σκεύη, αλλά όχι. Είχε μπει σε φυλακή. Υγρό σκοτάδι, από κάπου αριστερά του ακούγονταν σταγόνες να πέφτουν κι ένα βαρύ αγκομαχητό. Οι μπότες του κολλούσαν στο κρύο πάτωμα. «Ποιος είναι εδώ;» είπε, και ένας βασανισμένος στεναγμός ήρθε από τη μαυρίλα αντί για απάντηση. Δεν υπήρχαν θησαυροί, πουθενά. Η Συντεχνία τον είχε ξεγελάσει. Σήκωσε το μικρό του φανάρι. Γκρεμισμένες πέτρες στη μία γωνία μαζί με ένα δοχείο, και στην άλλη ένας σωρός από άχυρα, όπου ξάπλωνε μία γριά γυναίκα σε άθλια χάλια. Ο μιγάς βάρβαρος πλησίασε και άλλο. Η γυναίκα είχε ένα εντελώς σκεβρωμένο κορμί, το στόμα της έχασκε φαφούτικο και βρωμερό και στο κρανίο της δεν φύτρωνε σχεδόν τρίχα μαλλιών. Τα μάτια της, θαμπά από τα χρόνια, είχαν μια γαλακτώδη όψη. Δεν ήταν δεμένη, αλλά φαινόταν ανίκανη να κινηθεί. Αγκομαχούσε με αγωνία, έλεγες πως η κάθε της αναπνοή θα μπορούσε να είναι η τελευταία. Είχε στραφεί προς το μέρος του βάρβαρου σαν να τον έβλεπε. «Ήρθες...» είπε η γυναίκα. Η φωνή της ερχόταν σαν από βάθη σπηλαίου. Ποιον να περίμενε άραγε; Γονάτισε στο πλάι της, αν και ήταν προφανές πως κάθε βοήθεια θα ήταν άκαρπη σε εκείνο το ρημαγμένο κορμί. Ώσπου η γριά άπλωσε και τον έπιασε από το μπράτσο, βυθίζοντας στη σάρκα του νύχια αρπαχτικού. Τον τράβηξε με αναπάντεχη δύναμη προς το μέρος της κι ανάσανε στο πρόσωπό του. «Διψάω...» ψιθύρισε. Ο άντρας ζαλίστηκε, του φάνηκε πως το κελί αντιλάλησε από τον ψίθυρό της και τον πολλαπλασίασε. “Διψάω - διψάω – διψάω...”. «Ποιος μου μιλάει; Τι...», φώναξε σαστισμένος, γιατί η γυναίκα μιλούσε με πολλές φωνές και είχε δύναμη πολλών ανθρώπων. Το φανάρι του κύλησε πέρα με μεταλλική κλαγγή. Η γριά τον ρούφηξε κι άλλο, ώσπου το στόμα της έγινε ένα πηγάδι, μια δίνη που τον κατάπιε ολότελα χωρίς να προφτάσει καν να σκεφτεί. Απόλυτο σκοτάδι τον τύλιξε. Κοίταξε γύρω του αλαφιασμένος, σαν άγριο ζώο που ψάχνει την έξοδο στο κλουβί του. Μπορούσε να δει τον εαυτό του αλλά μέχρι εκεί. Εκτός απ' αυτόν δεν υπήρχε τίποτα, ούτε καν έδαφος κάτω από τα πόδια του. Σαν να αιωρούνταν μέσα στη σκοτεινιά. Τράβηξε το σπαθί του και έσκισε μερικές φορές τον αέρα στα τυφλά μουγκρίζοντας θυμωμένα. «Τι μαγεία είν' αυτή;» γρύλισε και στριφογύρισε στο πουθενά. Στριγκά γέλια ακούστηκαν σαν από κάθε κατεύθυνση και τον έκαναν να συσπειρωθεί με την ατσάλινη λάμα του μπροστά στο πρόσωπό του έτοιμη να χύσει αίμα. -2- Ο Ν'Γκάρα, ο μιγάς βάρβαρος κλέφτης και τυχοδιώκτης από τις χώρες της Δύσης, σήκωσε την κούπα του και άδειασε όση μπύρα είχε απομείνει. Ζεστή σαν κάτουρο αλλά νόστιμη και βαριά, ακριβώς όπως τη θυμόταν από την τελευταία φορά που είχε περάσει από την Καράν όταν πρωτοήρθε στην επικράτεια των Εφτά Πόλεων. «Λοιπόν...» είπε μόλις σκούπισε τον αφρό από το στόμα του, «δέχομαι. Θα βρω για σας και θα σας φέρω αυτό το Μαύρο Βιβλίο που λέτε, και θα μου δώσετε για αντάλλαγμα τα διπλά σπαθιά του Όρο, σωστά;» Έκανε πίσω στην καρέκλα του και κάρφωσε το βλέμμα του στους συνομιλητές του στην άλλη πλευρά του τραπεζιού. Τρεις άντρες, ή τουλάχιστον υπέθεσε πως είναι άντρες κάτω από τις κάπες με τις κουκούλες που φορούσαν και κάλυπταν ολοκληρωτικά την εμφάνισή τους. Το λιγοστό φως από τα κηροπήγια και τα λυχνάρια της χαμηλοτάβανης ταβέρνας δεν ήταν αρκετό για να διώξει το σκοτάδι που προστάτευε την ανωνυμία τους κρύβοντας τα πρόσωπά τους. Έμειναν ακίνητοι για λίγο, τρεις φιγούρες χωρίς ίχνος ζωής, και μετά ο μεσαίος άπλωσε το χέρι του. Σάρκα δεν φαινόταν πουθενά, ακόμα και τα γάντια τους έμοιαζαν πιο μαύρα κι από τη νύχτα. «Είμαστε σύμφωνοι βάρβαρε» είπε σιγανά, κι η φωνή του ανατρίχιασε πάλι τον Ν'Γκάρα. Έπιασε το γαντοφορεμένο χέρι και το έσφιξε δυνατά για να κλείσει η συμφωνία. Ένιωσε την ψύχρα να ορμάει μέσα του και βιάστηκε να τραβηχτεί. Δεν του άρεσε καθόλου που έπρεπε να δουλέψει για τη Συντεχνία των Μάγων, αλλά ήταν ο μόνος τρόπος για να πάρει στην κατοχή του τα σπαθιά. Δύο δίδυμες λάμες, περίτεχνα φτιαγμένες, κοντές και φαρδιές με σχήμα σαν φλόγες. Ο θρύλος λέει πως ήταν τα αγαπημένα όπλα του Όρο, του ίδιου του θεού του πολέμου, που τα έδωσε πολλούς αιώνες πριν στον πρόμαχό του βασιλιά Έλντοριν όταν ξεκίνησε να κατακτήσει την απέραντη εύφορη πεδιάδα που ήταν τότε οι Ερημιές. Οι μάχες εκείνες τραγουδιούνται ακόμα στα καπηλειά, και τα διπλά σπαθιά του Όρο έμειναν ξακουστά για τις αμέτρητες σάρκες που έσχισαν και τα κόκαλα που θρυμμάτισαν στα χέρια του Έλντοριν. «Το Βιβλίο βρίσκεται σε μια σάλα γεμάτη θησαυρούς βάρβαρε» συνέχισε ο κουκουλοφόρος μάγος. «Οι θησαυροί δεν μας ενδιαφέρουν, πάρε ότι θες για τον εαυτό σου. Μόνο αυτό μας νοιάζει. Φέρ' το μας και η συμφωνία μας θα τηρηθεί. Δυο μέρες δρόμος προς την ανατολή, στο αρχαίο δάσος του Άρκομ θα βρεις τον ναό του Φιδιού». Σηκώθηκαν κι οι τρεις σαν ένας. Ο Ν'Γκάρα τους κοίταζε ανέκφραστος καθώς γύρισαν και απομακρύνθηκαν, και ο ένας πίσω από τον άλλον βγήκαν από την ταβέρνα και χάθηκαν στη νύχτα. Από το διπλανό τραπέζι σηκώθηκε ο Μπροντ, ο μικρόσωμος κλέφτης από τη Ρουάν και συνεργάτης του. Ήρθε στο τραπέζι του μιγά βάρβαρου και κάθισε απέναντί του σκύβοντας πάνω από τις άδειες κούπες. «Δεν μου αρέσει καθόλου όλο αυτό Ν'Γκάρα» είπε φανερά ανήσυχος. «Ούτε εμένα...» απάντησε ο Ν'Γκάρα σκεφτικός. «Βρωμάει μαγεία, δεν τους εμπιστεύομαι καθόλου. Το Μαύρο Βιβλίο; Το αρχαίο βιβλίο που λένε πως κρύβει τα δυνατότερα ξόρκια και τις πιο άσχημες μαγείες; Όχι, όχι, δεν είναι καθόλου σωστό αυτό...» Ο Ν'Γκάρα σηκώθηκε κι έσπρωξε πίσω την καρέκλα του. Ξεκίνησε αποφασιστικά προς την πόρτα αφήνοντας τον Μπροντ να τον κοιτάει απορημένος. Κοντοστάθηκε όμως και γύρισε προς το μέρος του. «Προχώρα...» είπε μόνο, κι ο Μπροντ πετάχτηκε από τη θέση του και βιάστηκε να τον ακολουθήσει έξω από την ταβέρνα στους έρημους δρόμους της Καράν. -3- Οι δύο καβαλάρηδες σταμάτησαν τα άλογά τους κάτω από τον καυτό ήλιο του Βάλιρ. Αταίριαστες οι φιγούρες τους. Μεγαλόσωμος, ημίγυμνος, και μυώδης σαν ταύρος ο Ν'Γκάρα, με το μελαμψό του δέρμα να γυαλίζει από τον ιδρώτα, και μικροκαμωμένος ο Μπροντ, λευκός και ντυμένος με τα χαρακτηριστικά λινά ρούχα της Πόλης των Λιμανιών. Ο βάρβαρος ξεπέζεψε και κράτησε τα χαλινάρια αναγκάζοντας το άλογο να σταθεί δίπλα του χρεμετίζοντας. Μπροστά τους η Ερημιές έδιναν τη θέση τους σε ένα μικρό καταπράσινο δάσος, σαν ένα νησί ζωής μέσα στην κιτρινίλα της απέραντης έκτασης άμμου που τους περιτριγύριζε. Τα άλογα είχαν μυρίσει το νερό και ήταν ανήσυχα, αλλά οι δύο κλέφτες ήξεραν πως αυτό το μέρος έκρυβε πολύ περισσότερα απ' όσα φαινόταν με την πρώτη ματιά. Δυο μέρες ταξίδι από την Καράν, όπως ακριβώς τους είχε πει ο αρχιμάγος της Συντεχνίας, και τώρα στέκονταν μπροστά στο στόχο τους, το δάσος του Άρκομ. Κάπου ανάμεσα στα δέντρα βρισκόταν ο ναός του Φιδιού, και στο εσωτερικό του περίμεναν πλούτη για να τα αρπάξουν. Σε όλο το ταξίδι ο Μπροντ δεν είχε σταματήσει να μιλάει για τις γυναίκες στη Ρουάν που θα αγόραζε με τα φλουριά που έκλεβαν από τον ναό, και για το κρασί που θα έπινε στις καλύτερες ταβέρνες στα Λιμάνια. Αλλά τώρα που είχαν μπροστά τους αυτό το παράξενο μέρος είχε σιωπήσει και κοιτούσε σκεφτικός και ανήσυχος. «Εδώ πρέπει να είναι» είπε ο Ν'Γκάρα. Γύρισε και κοίταξε τον Μπροντ. Χαμογέλασε όταν είδε το σφιγμένο από τον φόβο πρόσωπό του. «Πάμε ποντίκι...» του πέταξε εύθυμα και τράβηξε το άλογό του να τον ακολουθήσει. «Σου έχω πει τόσες φορές να μη με λες έτσι Ν'Γκάρα!» απάντησε ο Μπροντ πειραγμένος. Ο μιγάς γέλασε και κίνησε προς το δάσος με μεγάλες δρασκελιές. Ο Μπροντ σκούντησε το δικό του άλογο και ξεκίνησε αργά πίσω του. «Ν'Γκάρα, είσαι σίγουρος;» είπε σιγανά ίσα για να τον ακούσει ο μελαμψός φίλος του. Ο βάρβαρος τον αγνόησε και συνέχισε μέχρι που τα πόδια του πάτησαν χορτάρι αντί για άμμο. Ένα κρύο ρεύμα αέρα τον τύλιξε αμέσως και τον έκανε να σταθεί και να σφιχτεί ολόκληρος. «Βάλιρ» μουρμούρισε και κοίταξε γύρω του. Μέχρι εκείνη τη στιγμή το κορμί του ψηνόταν κάτω από τις καυτές ακτίνες του ήλιου των Ερημιών, και τώρα ήταν λες και ξαφνικά είχε βρεθεί σε κάποια χιονισμένη βουνοκορφή του βορρά. Άφησε τα χαλινάρια για να βρει το άλογο νερό να πιει και έπιασε ασυναίσθητα την πολυκαιρισμένη λεία λαβή του μεγάλου σπαθιού του. Δεν του άρεσε αυτό το μέρος. Δεν του άρεσε η συμφωνία με τη Συντεχνία, δεν του άρεσε που ένιωθε τη μαγεία παντού γύρω του να του τρυπάει το κορμί σαν χιλιάδες μικρές αόρατες σκνίπες. Έσκυψε το κεφάλι του και έβρισε την τύχη του. Ο Μπροντ ξεπέζεψε δίπλα του και άφησε κι αυτός το άλογό του να ακολουθήσει το άλογο του μιγά. «Τι λες Ν'Γκάρα;» ρώτησε χαμηλόφωνα λες και ανησυχούσε μήπως κάποιος τους ακούει. «Κάπου εδώ μέσα είναι ο ναός» απάντησε ο βάρβαρος σκεφτικός. «Θα τον βρούμε, θα μπούμε, θα πάρουμε ότι υπάρχει εκεί μέσα, και θα φύγουμε» «Χα! Το λες σαν να πρόκειται να κάνουμε βόλτα! Δεν έχουμε ιδέα τι μπορεί να μας περιμένει, και να σου θυμίσω μεγαλόσωμε φίλε μου αν το ξέχασες πως τον λένε ναό του Φιδιού, μάλλον για κάποιο λόγο φαντάζομαι!» «Δεν το ξέχασα» «Εκεί μέσα υποτίθεται πως βρίσκεται το πιο δυνατό μαγικό Ν'Γκάρα. Ποιος ξέρει τι θα έχει για φύλακες» Ο Ν'Γκάρα γύρισε και τον κοίταξε άγρια κόβοντάς του την κουβέντα. «Ότι κι αν είναι θα το δούμε σε λίγο ποντίκι, αν φοβάσαι τόσο πολύ μείνε εδώ έξω στο κρύο και πρόσεχε τα άλογα» γρύλισε και τράβηξε το σπαθί του από τη ζώνη του. «Ποιο κρύο, τι λες....» ξεκίνησε να λέει ο Μπροντ απορημένος αλλά ο μιγάς τον αγνόησε. Ξεκίνησε περπατώντας σβέλτα αλλά προσεκτικά χωρίς να τον ενδιαφέρει αν ο Μπροντ τον ακολουθεί. Με τη λάμα του παραμέρισε τα κλαδιά των πρώτων θάμνων και μπήκε στη σκιά των δέντρων. Ο Μπροντ τον κοίταξε και έκλεισε για λίγες στιγμές τα μάτια του υψώνοντας το κεφάλι του στον ουρανό σαν να προσευχόταν. Στην πραγματικότητα αναθεμάτιζε τον βάρβαρο συνεργάτη του και την ατρόμητη φύση του. «Κρύο λέει! Εδώ έχουμε λιώσει από τη ζέστη...» μουρμούρισε μέσα από τα δόντια του. Αμέσως μετά βιάστηκε να τον ακολουθήσει ανάμεσα στις φτέρες και τα βάτα. Δεν άργησαν να τον βρουν. Μες στη μέση του δάσους, χτισμένος πάνω και μέσα στον μαύρο μονόλιθο που ξεφύτρωνε σαν παραφωνία από τη γη ανάμεσα στο πράσινο των αιωνόβιων δέντρων, έστεκε ο παράξενος ναός που έψαχναν. Οι θρύλοι έλεγαν για ένα παμπάλαιο κτίσμα, φτιαγμένο από τους προάνθρωπους, τους ερπετόμορφους και ερπετολάτρες πρώτους κατοίκους της Γης πολύ πριν γεννηθεί ο Πρώτος Άνθρωπος, απόγονοι του οποίου κατάφεραν να νικήσουν και να ξεπαστρέψουν μια και καλή την αρχαία ράτσα. Και να που τώρα στέκονταν μπροστά του. Οι διπλοί πύργοι του εξείχαν από τον πανύψηλο μονόλιθο και αψηφούσαν τη φύση καθώς έστεκαν σαν να αιωρούνταν έξω από τα σαθρά τείχη του κυρίως κτίσματος. Περικοκλάδες και κισσοί τύλιγαν τις πέτρες σαν φλέβες πάνω στο νεκρό κορμί ενός γίγαντα, και η μόνη είσοδος, η κεντρική πύλη στη βάση του, έμοιαζε με ορθάνοιχτο από τρόμο στόμα με τις σκουριασμένες σιδεριές να κρέμονται αχρησιμοποίητες, απομεινάρια μιας άλλης εποχής. Το μεγαλύτερο μέρος του ναού εκτείνονταν μέσα στο μονόλιθο. Σκαλιστές στοές φιδογύριζαν σαν λαβύρινθος μέχρι τη μεγάλη αίθουσα στο κέντρο, εκεί που όπως έλεγαν οι φήμες βρίσκονταν τα λείψανα του τελευταίου Ιερέα-ερπετού για να φυλάνε τον μυθικό θησαυρό. Ο μιγάς ένιωσε κάθε τρίχα του κορμιού του να τσιτώνεται αντικρύζοντας το αποτρόπαιο κτίσμα. Κοίταξε τριγύρω στο δάσος συνοφρυωμένος. Είχε καταλάβει τι δεν του κόλλαγε καλά, η απόλυτη ησυχία που επικρατούσε δεν ήταν φυσιολογική. Δεν τιτίβιζαν πουλιά, δεν γρύλιζαν μικρά ζώα, δεν θρόιζαν τα φύλλα στον άνεμο. Σαν να σκέπαζε το ξέφωτο ένα αόρατο πέπλο που δεν άφηνε κανέναν ήχο να περάσει. Ασυναίσθητα το χέρι του ακούμπησε πάλι στη λαβή του σπαθιού του, και το κρύο μέταλλο σαν να του τσίμπησε την παλάμη ξυπνώντας τον απότομα σε μια πραγματικότητα που δεν έμοιαζε μ' αυτή που είχε συνηθίσει να βλέπει ως τότε. Και είχε δει πάρα πολλά στα ταξίδια του σε όλη τη χώρα των Λόφων, αρκετά από τα οποία δεν θα τα πίστευε κανείς αν τα διηγούνταν ποτέ σε κάποια ταβέρνα μεθυσμένος. «Μείνε εδώ και περίμενε...» είπε στον Μπροντ. «Αν χρειαστείς βοήθεια...» «Αν χρειαστώ βοήθεια σίγουρα δεν θα είναι από σένα ποντίκι» Κατηφόρισε χωρίς άλλη κουβέντα τη μικρή πλαγιά και πλησίασε τον ναό αφήνοντας πίσω του τον Μπροντ να τον ακολουθεί με το βλέμμα του. Από κοντά φαινόταν ακόμα μεγαλύτερος, σχεδόν σαν το κάστρο του βασιλιά Άλντερ της Χρυσής Πόλης, που τα παρατηρητήριά του έβλεπαν μέχρι το μακρυνό Βουνό της Φωτιάς πέρα στο Βορρά. Αναρωτήθηκε γιατί οι πύργοι δε φαίνονταν από μακρυά πάνω από τα δέντρα, και συνειδητοποίησε ότι ο τόπος που πάταγε πρέπει να ήταν δεμένος με ισχυρή μαγεία, ισχυρότερη από τις μαγείες των σαμάνων της φυλής του στα Δυτικά, ισχυρότερη κι από τη μαγεία των ακόλουθων του Βάλιρ, του θεού που έλεγχε τον ήλιο στον ουρανό κάθε μέρα. Αργά και προσεκτικά πέρασε την κεντρική πύλη και μπήκε στο προαύλιο του αρχαίου ναού. Ερείπια και πεσμένες τεράστιες πέτρες που κάποτε υπήρξαν κομμάτια του τείχους χορτάριαζαν μισοχωμένες στο έδαφος διάσπαρτες σ' όλη την αυλή. Κοίταξε ψηλά και είδε έκπληκτος πως αν και ήταν μεσημέρι, από μέσα ο ουρανός φαινόταν σκοτεινός και γεμάτος αστέρια που δεν είχε ξαναδεί σα να ήταν για καλά μέσα στη νύχτα. Ένα αρρωστιάρικο μισόφως αρκούσε ίσα ίσα για να βλέπει που πατάει το κάθε του βήμα καθώς πήγαινε με όλες του τις αισθήσεις σε επιφυλακή προς την είσοδο. Πρώτα τον χτύπησε η βαριά γλυκερή μυρωδιά που αναδύονταν από τα σωθικά του ναού. Με μια γκριμάτσα αποστροφής δρασκέλισε το κατώφλι και πέρασε στον προθάλαμο. Κίονες με αλλόκοτα σκαλίσματα στην κορυφή τους κρατούσαν τον σκιερό θόλο της στέγης στη θέση του. Σκαλίσματα που φαινόταν λες και τα είχαν φτιάξει γλύπτες που δεν ήταν καλά στα μυαλά τους και απέδιδαν στις δύστυχες πέτρες μορφές που θα προκαλούσαν τη λογική σε όποιον τις αντίκρυζε όσοι αιώνες κι αν περνούσαν. Ένας ήχος σαν σύρσιμο τον έκανε να παγώσει στο βήμα του. Μισοτράβηξε το σπαθί του έτοιμος για οτιδήποτε θα μπορούσε να πεταχτεί ξαφνικά από τις τρεις στοές που ξεκινούσαν θεοσκότεινες από το τέρμα του προθαλάμου. Περίμενε αρκετά λεπτά ακίνητος, ανασαίνοντας αθόρυβα, προσπαθώντας να ακούσει ξανά τον ήχο, αλλά τελικά άφησε το σπαθί του να πέσει πίσω στη θήκη του και ξεφύσηξε εκνευρισμένος. Ότι κι αν ήταν ή είχε φύγει, ή έμενε ακίνητο κάπου κρυμμένο και τον περίμενε να χαλαρώσει την προσοχή του, κάτι που ο βάρβαρος δεν θα έκανε ποτέ. Τίναξε τις τσακμακόπετρές του και άναψε το μικρό φανάρι του. Το αδύναμο φως ήταν αρκετό για να κάνει τις σκιές να διαλυθούν χορεύοντας. Στάθηκε μπροστά στις στοές και τις φώτισε μία μία προσπαθώντας να αποφασίσει ποια θα ακολουθήσει. Σε μία είδε τη φλόγα να τρεμοπαίζει, σημάδι ότι εκεί ο αέρας κινούνταν, κι αφού δεν υπήρχαν ανοίγματα άλλα εκτός από την κύρια είσοδο τότε αυτό μόνο ένα πράγμα θα μπορούσε να σημαίνει. Κάτι υπήρχε εκεί μέσα, κάτι που καθώς σάλευε αθόρυβα στο σκοτάδι ανάδευε τον αέρα με τον όγκο του. Κάτι προφανώς μεγάλο για να το κάνει αυτό. Μπήκε στη στοά τραβώντας το σπαθί του με το ελεύθερο χέρι του. Λίγα βήματα πιο μέσα έστριβε ξανά και ξανά, μέχρι που όχι πολύ ώρα μετά κατάλαβε πως όπου κι αν ήταν αυτό που πήγαινε προς το μέρος του, δεν θα το έβλεπε παρά μόνο όταν το άγγιζε σχεδόν με το σπαθί του. Λύγισε το δυνατό γεμάτο μυς κορμί του σαν τίγρη έτοιμη να επιτεθεί και συνέχισε να προχωράει αργά όλο και βαθύτερα στο εσωτερικό του μονόλιθου. Είδε εντελώς ξαφνικά μπροστά του τα πελώρια ίσα με ανθρώπινα κεφάλια κατακόκκινα μάτια να αντιφεγγίζουν τη δειλή φλόγα του φαναριού του για μια στιγμή, πριν εξαφανιστούν μέσα στο σκοτάδι ακολουθούμενα από τον δυνατό ήχο συρσίματος πάνω στην πέτρα και ενός σφυρίγματος σαν από στόμα εκατό φιδιών μαζί. Ο Ν'Γκάρα κατάλαβε πως είχε ακολουθήσει τη σωστή στοά. Έτρεξε ξοπίσω του όσο πιο γρήγορα μπορούσε στρίβοντας απανωτά μέχρι που τελικά βρέθηκε στη μεγάλη αίθουσα που έλεγε ο θρύλος. Εκεί στάθηκε απότομα και φέγγισε όσο γινόταν τον τεράστιο χώρο. Κολόνες χάνονταν ψηλά στο σκοτάδι, παραταγμένες η μία δίπλα στην άλλη φτιάχνοντας έναν κύκλο που περιστοίχιζε ολόκληρη την αίθουσα. Η οροφή ήταν τόσο ψηλά που δεν φαινόταν, φαινόταν όμως καθαρά το πάτωμα, που ήταν ψηφιδωτό με περίπλοκα σχέδια παράξενα και μιαρά όπως τα γλυπτά που είχε δει νωρίτερα στους κίονες της εισόδου. Ένας μεγάλος ρόμβος σχηματίζονταν από αυτά τα σχέδια, και στο κέντρο του υπήρχε ένας κύκλος με διάμετρο σχεδόν σαν ένα δωμάτιο από εκείνα που νοίκιαζε με τη βραδυά ο ταβερνιάρης πίσω στη Ραν Μο στους κουρασμένους ταξιδιώτες που έμπαιναν στο καπηλειό του για να φάνε και να ξεκουραστούν. Ήταν ακριβώς στο κέντρο της αίθουσας. Ο μιγάς περίμενε πως αν έβρισκε την μεγάλη αίθουσα θα έβρισκε και τον μυθικό θησαυρό να τον περιμένει στοιβαγμένος κι έτοιμος για να τον πάρει, εκεί όμως δεν υπήρχε τίποτα απολύτως. Γρύλισε σιγανά μερικές βλαστήμιες μέσα από τα δόντια του και προχώρησε μερικά βήματα πάνω στο πανάρχαιο ψηφιδωτό μέχρι που στάθηκε στο κέντρο του κύκλου. Προσπάθησε να φωτίσει ξανά το χώρο γύρω του όταν οι πλάκες κάτω από τα πόδια του τραβήχτηκαν απότομα και έπεσε ξαφνιασμένος στο κενό. Το πηγάδι στο οποίο έπεσε δεν ήταν κάθετο, αντίθετα καμπύλωνε προς το πλάι, έτσι βρέθηκε σύντομα να κουτρουβαλάει κοπανώντας στα τοιχώματα μέχρι που έγινε οριζόντιο κι εκεί σταμάτησε με το πρόσωπο κολλημένο στο χώμα. Πετάχτηκε όρθιος αγνοώντας τον πόνο σ' ολόκληρο το κορμί του και σήκωσε το πεσμένο φανάρι για να φωτίσει και να βρει το σπαθί του που του είχε φύγει από το χέρι καθώς έπεφτε. Άκουσε τη φωνή και κοκάλωσε. Κοίταξε ταραγμένος γύρω του και είδε το σπαθί του πεσμένο λίγο πιο πέρα. Βούτηξε στο κρύο υγρό πάτωμα και το άρπαξε. «Ποιος είναι εδώ;» φώναξε δυνατά μόλις στάθηκε πάλι στα πόδια του. Δεν υπήρχαν θησαυροί εδώ, ούτε κιούπια με φλουριά και πολύτιμα σκεύη. Η Συντεχνία τον είχε ξεγελάσει, αλλά τι άλλο θα μπορούσε να περιμένει κανείς από μάγους. Αυτό το μέρος θύμιζε φυλακή, κάποιο μπουντρούμι σκαμμένο βαθιά στη γη. Υγρό σκοτάδι. Από κάπου αριστερά του ακούγονταν σταγόνες να πέφτουν, κι ένα βαρύ αγκομαχητό. Οι μπότες του κολλούσαν σαν να πάταγε σε βούρκο κι ας ήταν σταθερό το πάτωμα σαν φτιαγμένο από πέτρα. «Ποιος είναι εδώ, φανερώσου...» είπε πάλι, και ένας βασανισμένος στεναγμός ήρθε από τη μαυρίλα αντί για απάντηση. Σήκωσε το μικρό του φανάρι. Γκρεμισμένες πέτρες στη μία γωνία μαζί με ένα δοχείο, και στην άλλη ένας σωρός από μουχλιασμένα άχυρα, όπου ξάπλωνε μία γριά γυναίκα σε άθλια χάλια. Ο Ν'Γκάρα την πλησίασε με απορία επιφυλακτικά. Η γυναίκα είχε ένα εντελώς σκεβρωμένο κορμί, το στόμα της έχασκε φαφούτικο και βρωμερό και στο κρανίο της δεν φύτρωνε σχεδόν τρίχα μαλλιών. Τα μάτια της, θαμπά από τα χρόνια, είχαν μια γαλακτώδη όψη. Δεν ήταν δεμένη, αλλά φαινόταν ανίκανη να κινηθεί. Αγκομαχούσε με αγωνία, έλεγες πως η κάθε της αναπνοή θα μπορούσε να είναι η τελευταία. Είχε στραφεί προς το μέρος του βάρβαρου σαν να τον έβλεπε. «Ήρθες...» είπε, και η φωνή της έμοιαζε σαν να ερχόταν από βάθη σπηλαίου. Ο μιγάς συνοφρυώθηκε. Κάποιον περίμενε, αλλά ποιον; Γονάτισε στο πλάι της, αν και ήταν προφανές πως κάθε βοήθεια θα ήταν άκαρπη σε εκείνο το ρημαγμένο κορμί. Τότε η γριά τον ξάφνιασε, με σβελτάδα που δεν πρόδιδε η μορφή της άπλωσε το χέρι της και τον άρπαξε από το μπράτσο, βυθίζοντας στη σάρκα του νύχια αρπαχτικού. Τον τράβηξε με αναπάντεχη δύναμη προς το μέρος της κι ανάσανε στο πρόσωπό του. «Διψψάω...» μουρμούρισε. Ο Ν'Γκάρα ένιωσε τη δική του ανάσα του να κόβεται και ζαλίστηκε, του φάνηκε πως το κελί αντιλάλησε από τον ψίθυρό της και τον πολλαπλασίασε σαν ηχώ. “Διψάωωω - διψψάωωω – διψψψάωωωω...”. «Ποιος μου μιλάει; Τι...» φώναξε ξαφνιασμένος γιατί η γυναίκα μιλούσε με πολλές φωνές και είχε δύναμη πολλών ανθρώπων. «Δωςςςς μου να πιωωω, αίμαααα, ανάσσσσαα, ζζζζζωήήή...» είπε πάλι και κόλλησε το στόμα της στο δικό του, κι άρχισε να ρουφάει με δύναμη. Δεν μπορούσε να ξεφύγει από τα νύχια της κι ας τραβιόταν με όλη τη δύναμη των μυών του. Το φανάρι του κύλησε πέρα με μεταλλική κλαγγή. Ο πόνος από το μπράτσο του απλώθηκε σε όλο του το κορμί. Έκανε να σηκώσει το σπαθί του αλλά είχε γίνει πολύ βαρύ, ή αυτός πολύ αδύναμος, και δεν τα κατάφερε. Η γριά τον ρούφηξε κι άλλο, ώσπου το στόμα της έγινε ένα πηγάδι, ώσπου μια δίνη τον κατάπιε ολότελα, χωρίς να προφτάσει καν να σκεφτεί. Απόλυτο σκοτάδι τον τύλιξε. Κοίταξε γύρω του αλαφιασμένος, σαν άγριο ζώο που ψάχνει την έξοδο στο κλουβί του. Μπορούσε να δει τον εαυτό του αλλά μέχρι εκεί. Εκτός απ'αυτόν δεν υπήρχε τίποτα, ούτε καν έδαφος κάτω από τα πόδια του. Σαν να αιωρούνταν μέσα στη σκοτεινιά. Με το σπαθί του έσκισε μερικές φορές τον αέρα στα τυφλά μουγκρίζοντας θυμωμένα. «Τι μαγεία είν' αυτή;» γρύλισε και στριφογύρισε στο πουθενά. Στριγκά γέλια, συριστικές ανάσες, και σουρσίματα ακούστηκαν σαν από κάθε κατεύθυνση και τον έκαναν να συσπειρωθεί με την ατσάλινη λάμα του μπροστά στο πρόσωπό του έτοιμη να χύσει αίμα. -4- Ο Μπροντ κοίταξε τον μιγά να περνάει την αρχαία είσοδο και ξαφνιάστηκε όταν χάθηκε απότομα μόλις μπήκε λες και εξαφανίστηκε στον αέρα. «Μαγεία» μουρμούρισε με φόβο και πισωπάτησε. Ο Βάλιρ είχε φτάσει τον ήλιο του στο ζενίθ του ουρανού, και το φως του έπεφτε πλούσιο στις Ερημιές. Μέσα στο δάσος του Άρκομ αν και οι σκιές ήταν πυκνές η ζέστη του κατάφερνε να τις διαπεράσει. Ο κλέφτης συνειδητοποίησε ότι αν και έδειχνε καταπράσινο και γεμάτο ζωή, στην πραγματικότητα δεν είχε ακούσει ούτε ένα πουλί να κελαϊδάει, δεν είδε ούτε έναν σκίουρο στα κλαδιά. Γύρισε και έφυγε βιαστικά. Στο μυαλό του είχε ριζώσει ο φόβος και τον οδηγούσε. Περπάτησε για λίγο με γρήγορο βήμα, και μετά άρχισε να τρέχει αδιαφορώντας για τα βάτα και τα κλαδιά που τον έσχιζαν. Βρήκε τα άλογα δίπλα σε μια λιμνούλα να βόσκουν αμέριμνα και ησύχασε κάπως. Αν υπήρχε στ' αλήθεια κάτι το απειλητικό εκεί τα άλογα θα το είχαν μυριστεί, αυτά όμως έδειχναν να απολαμβάνουν την πλούσια πρασινάδα. Ένα ρυάκι έτρεχε κελαρυστό και τροφοδοτούσε τη λιμνούλα με καθαρό νερό, για να συνεχίσει ξεχειλίζοντας από την άλλη πλευρά της και να χαθεί ανάμεσα στους θάμνους. Έσκυψε και ήπιε με τις χούφτες του, ήταν δροσερό και τον βοήθησε να σταματήσει το λαχάνιασμά του. Ο φόβος του εξαφανίστηκε. Τώρα που ξεδίψασε το δάσος του φαινόταν πανέμορφο, ένα μέρος που ήθελε να μείνει και να περάσει εκεί όλη του τη ζωή. Στριφογύρισε και κοίταξε ψηλά, ανάμεσα στα φύλλα διακρινόταν κομμάτια του καταγάλανου ουρανού. Άνοιξε τα χέρια του και γέλασε δυνατά, ασταμάτητα, μέχρι που βράχνιασε και τον έπιασε βήχας. Τα άλογα σήκωσαν το κεφάλι τους και τον παρατήρησαν για λίγες στιγμές να βήχει σκυφτός, και μετά γύρισαν πάλι στη βοσκή τους βρίσκοντας το θέαμα εντελώς αδιάφορο. Όταν κατάφερε να ελέγξει πάλι την ανάσα του ο Μπροντ άρχισε να χορεύει και να χοροπηδά χαρούμενος. Έβγαλε τις μπότες του, έλυσε τη ζώνη με τα στιλέτα του, πέταξε το πουκάμισό του, και τρέχοντας βούτηξε στη λιμνούλα. Δεν είχε νιώσει ποτέ στη ζωή του πιο ευτυχισμένος. Δεν είδε τα φίδια, αλλά κι αν τα έβλεπε δεν θα έδινε καμία σημασία. Δεκάδες, εκατοντάδες φίδια κάθε μεγέθους, γκρίζες οχιές και καταπράσινες δεντρογαλιές, και σβέλτες σαΐτες, κι ότι άλλο ερπετό έκρυβε το δάσος, έβγαιναν από τους θάμνους και πήγαιναν στο ναό. Γέμισε ο τόπος, πέρασαν ακόμα κι ανάμεσα στα άλογα, αλλά κι αυτά συνέχισαν να μασουλάνε το παχύ χορτάρι σαν να μην συμβαίνει τίποτα. Σε ελάχιστα λεπτά χάθηκαν όλα μέσα στον περίβολο του αλλόκοτου ναού, κι ο Μπροντ συνέχισε να πλατσουρίζει χαρούμενος κι ευτυχισμένος. -5- «Ζζζζωήήή, αίαίμαααα, δωσσσσσ' μουου...» άκουσε ανάμεσα στα γέλια μια φωνή σαν χίλιες να σφυρίζει σα φίδι στο μυαλό του. Ο Ν'Γκάρα έκανε ένα γύρο γρυλίζοντας σα λιοντάρι που είχε περικυκλωθεί από τα κυνηγόσκυλα της Χρυσής Πόλης προσπαθώντας να εντοπίσει την πηγή της φωνής. «Εμφανίσου αμέσως, γιατί μα τον Βάλιρ τίποτα δεν θα σταματήσει τη λεπίδα μου από το να σου βγάλει τα σωθικά» μούγκρισε απειλητικά με την αδρεναλίνη να πλημμυρίζει τις φλέβες του. Δαυλοί άρχισαν να ανάβουν μόνοι τους ο ένας μετά τον άλλον κατά μήκος του παράξενου μακρόστενου χώρου που είχε βρεθεί. Διέλυσαν το σκοτάδι και φώτισαν αμέτρητα φίδια κάθε είδους που σέρνονταν έξω από τις σκιές και τον κύκλωναν. Τώρα μπορούσε να διακρίνει που βρισκόταν. Τα τοιχώματα ήταν ο ίδιος ο μονόλιθος, και το πάτωμα ήταν σκεπασμένο με χώμα φερμένο αιώνες πριν όταν οι κτίστες είχαν σκαλίσει αυτή εδώ την παράξενη αίθουσα. Στην άλλη άκρη της ήταν υπερυψωμένο μικρό πλάτωμα με τέσσερα πέντε σκαλοπάτια να το ενώνουν με το πάτωμα, στο κέντρο του οποίου βρισκόταν ένας μαύρος πέτρινος θρόνος. Εκεί καθόταν η γρια γυναίκα που τον είχε φέρει σ' αυτό το μέρος και τον κοίταζε με τα λευκά σαν τυφλά μάτια της. Γύρω από το θρόνο ήταν κουλουριασμένο ένα πραγματικά τεράστιο φίδι, εκείνο που τα μάτια του είχε προλάβει να δει νωρίτερα καθώς περιπλανιόταν ακόμα στη σκοτεινή στοά. Καθόταν σαν ήρεμο σκυλάκι δίπλα στην αφέντρα του και την κοίταζε με την διπλή γλώσσα του να μπαινοβγαίνει στο στόμα του ασταμάτητα, ενώ το χέρι της, μακρυά αδύνατα και ροζιασμένα δάχτυλα που κατέληγαν σε γυριστά νύχια φαγωμένα στις άκρες, το χάιδευε απαλά στο πελώριο κεφάλι του. «Ποιόςςςς είσσσσαι;» ρώτησε η γυναίκα με αμέτρητες συριστικές φωνές τη μία μέσα στην άλλη κατευθείαν στο μυαλό του μιγά. «Είμαι ο Ν'Γκάρα, και ήρθα για να δω αν οι θρύλοι λένε την αλήθεια» απάντησε θαρρετά αυτός κρατώντας πάντα το σπαθί του έτοιμο μπροστά του. «Εσύ ποια είσαι και τι κάνεις εδώ κάτω;» αντιρώτησε νιώθοντας όλο και πιο σίγουρος για τον εαυτό του τώρα που δεν τον κρατούσε με τη λαβή της.. Η γρια σηκώθηκε, κι αμέσως όλα τα φίδια αναταράχτηκαν σαν να ζωντάνεψε το πάτωμα, και έκαναν στην άκρη ανοίγοντας έναν διάδρομο μέχρι τον μιγά. «Ν'Γκάρααα...» είπε ξανά ενώ το μεγάλο φίδι σήκωνε το τεράστιο κεφάλι του ψηλά. «Τι ζζζζζητάςςςςς Ν'Γκάραααα;» Ο βάρβαρος δεν κουνήθηκε ούτε χιλιοστό. Μετρούσε την κατάσταση από ένστικτο, και το μυαλό του δούλευε πυρετωδώς αναλύοντας όλα τα δεδομένα που του δίνονταν. «Έχω ακούσει για έναν θησαυρό...» είπε αποφασίζοντας να τα παίξει όλα για όλα, «και ήρθα να δω με τα μάτια μου αν είναι αλήθεια» «Θησσσσσσαυρόόό... Χαχαχαχαχαχαχα! Όχι θησσσαυρό, δεν φυλάωω χρυσσσσό, ούτε πετράδια εδώώώ κάτωωωω» γέλασε τότε η γυναίκα γέρνοντας πίσω το κεφάλι της, και με τα νύχια της έσχισε το λεπτό γερασμένο δέρμα του κρανίου της. Σαν να έβγαζε ρούχο το δέρμα της άνοιξε και έπεσε στο πάτωμα. Ο Ν'Γκάρα πάγωσε βλέποντας το ερπετόμορφο πλάσμα από κάτω. Το κεφάλι που φάνηκε του θύμισε τους κροκόδειλους στους Βάλτους του Μερθ, μόνο που η μουσούδα του δεν ήταν τόσο μακρυά όπως εκείνων. Είχε όμως μια σειρά από μυτερά δόντια να εξέχουν από τα φολιδωτά χείλη, ενώ το δέρμα του ήταν πρασινωπό και σκληρό όπως των φιδιών που τον περιτριγύριζαν. Τα μάτια του ήταν κατακόκκινα και η κόρη τους ήταν μαύρη και μακρόστενη. Πήρε αμέσως αμυντική στάση έτοιμος να χτυπήσει με το βαρύ σπαθί του στην παραμικρή απειλητική κίνηση. «Άνθρωπεεεε, δεν θα βρειςςςςςς τίποτα άλλο εκτόςςςςςς από θάνατοοοο εδώώώώ...» είπε δυνατά ο Φύλακας, και όλα τα φίδια άρχισαν να σφυρίζουν ταυτόχρονα δημιουργώντας μια τρομακτική κακοφωνία. «Γιατί διψψψψψάωωω, και το αίμααα σσσσουου είναι ζζζζζωήήή...» Ο Ν'Γκάρα μόρφασε και διπλώθηκε, και με τα χέρια του προσπάθησε μάταια να καλύψει τ' αυτιά του. Σήκωσε το βλέμμα του και κοίταξε άγρια το τέρας μπροστά του. Ολόκληρο το σώμα του ήταν καλυμμένο με φολίδες. Η πλάτη του είχε μικρά τριγωνικά εξογκώματα σε διπλή σειρά, ενώ η κοιλιά του ήταν σκεπασμένη από μακρουλές κεράτινες πλάκες που έπεφταν η μια πάνω στην άλλη. Η ουρά του έδειχνε να είναι ιδιαίτερα δυνατή, ενώ κατέληγε σε μια κεράτινη μύτη σαν υπερφυσικό βέλος που απειλούσε να τον καρφώσει αν έβρισκε την ευκαιρία και το άνοιγμα για να το κάνει. Τα πόδια του έστεκαν μισολυγισμένα, και κατέληγαν σε φαρδιές πατούσες με τρία δάχτυλα η κάθε μια, με μεγάλα γαμψά νύχια τόσο δυνατά που χάραζαν την πέτρα εκεί που στεκόταν. Το μεγάλο φίδι ανασηκώθηκε πίσω του και στάθηκε από πάνω του πλαισιώνοντάς τον μεγιστοποιώντας την απειλή, ενώ τα μικρότερα σώπασαν απότομα και τραβήχτηκαν πίσω στις σκιές αφήνοντας χώρο για τη μάχη που ερχόταν. «Βάλιρ...» μουρμούρισε μόνο ο μιγάς και συσπειρώθηκε έτοιμος να ορμήσει. Ο ερπετάνθρωπος τινάχτηκε πρώτος εναντίον του με τα νύχια του προτεταμένα έτοιμα να τον σκίσουν σε λωρίδες αν τον πετύχαινε. Ο Ν'Γκάρα βούτηξε στο πλάι κι έκανε μια τούμπα για να σηκωθεί αμέσως σαν αίλουρος, πάνω στην ώρα για να αποκρούσει με το σπαθί του την ουρά που τινάζονταν πάνω του. Μ' ένα δεύτερο χτύπημα την έκοψε και το κομμάτι που έπεσε άρχισε να σφαδάζει πάνω στο χώμα βάφοντάς το με το αίμα του. «Σκοτώνεσαι δαίμονα» βρυχήθηκε ο βάρβαρος και ξαναεπιτέθηκε στοχεύοντας κατευθείαν στο λαιμό του εχθρού του. Το μεγάλο φίδι επενέβη όμως, και σφυρίζοντας εκκωφαντικά τον χτύπησε από το πλάι και τον πέταξε με δύναμη στον τοίχο. Ο μιγάς ζαλίστηκε από τη σύγκρουση, αλλά το ένστικτό του τον έσωσε καθώς δεν έμεινε στιγμή στη θέση που έπεσε, παρά κουτρουβάλησε μερικές φορές αποφεύγοντας έτσι το επόμενο χτύπημα του φιδιού. Σηκώθηκε μαζεύοντας όλες του τις δυνάμεις και απέκρουσε άλλη μια επίθεση του πληγωμένου Φύλακα που του όρμησε ουρλιάζοντας μέσα στο μυαλό του. Με ένα ακόμη δυνατό κατέβασμα του σπαθιού τού έκοψε το δεξί χέρι λίγο πάνω από τον αγκώνα κάνοντας το κτήνος να σκούξει από τον πόνο για πρώτη φορά κανονικά από το στόμα του, ένας ήχος που έφτασε στ' αυτιά του Ν'Γκάρα και τον έκανε να χαμογελάσει σκληρά. Ο ερπετάνθρωπος τότε τον ξάφνιασε. Άρπαξε το κομμένο του χέρι από κάτω και γύρισε ταχύτατα πίσω στο πλάτωμα. Εκεί άρχισε να ψέλνει σε μια άγνωστη για τον μιγά γλώσσα και μια φωτεινή κιτρινωπή αύρα άρχισε να τον τυλίγει και να τον σηκώνει. Ο βάρβαρος έμεινε να κοιτάζει άφωνος το θέαμα, αλλά με την άκρη του ματιού του είδε τελευταία στιγμή το μεγάλο φίδι να επιτίθεται από το πλάι και βούτηξε για άλλη μια φορά κουτρουβαλώντας για να αποφύγει τα τεράστια δόντια του ερπετού. Κάρφωσε με δύναμη το σπαθί του στο σώμα του και το έσυρε σκίζοντας το φίδι όσο περισσότερο μπορούσε πριν το τραβήξει για να ξαναεπιτεθεί. Ο Φύλακας όμως είχε ετοιμάσει τη δύναμη που επικαλούνταν και του πέταξε μια λαμπερή μπάλα ενέργειας σαν από κίτρινη φλόγα που τον πέτυχε στην πλάτη και του έκαψε τη σάρκα αφήνοντας μια μαυρισμένη ουλή ίσα με τη γροθιά του. Μούγκρισε από τον πόνο που τον κατέκλυσε και γονάτισε για μια στιγμή, Το χέρι του έπιασε μια κοτρόνα κάτω στο έδαφος, τη σήκωσε, γύρισε, και την εκσφενδόνισε με όλη του τη δύναμη πάνω του. Τον πέτυχε στο πρόσωπο ακριβώς τη στιγμή που άλλη μια μπάλα κίτρινης φωτιάς έφευγε από το μοναδικό του χέρι. Ο Ν' Γκάρα κυλίστηκε στο πλάι για να την αποφύγει και ήρθε μπροστά στο φίδι που τίναζε το πελώριο κεφάλι του καταπάνω του με το στόμα του ορθάνοιχτο. Το κάρφωσε στη μύτη ανάμεσα στα ρουθούνια, και το τεράστιο ερπετό έκανε πίσω σφυρίζοντας ξαφνιασμένο. Ο μιγάς άρπαξε την ευκαιρία και όρμησε. Έκανε μερικές γρήγορες δρασκελιές, και μετά ενώ το φίδι ετοιμαζόταν να ξαναεπιτεθεί πήδησε και βρέθηκε πάνω στη μουσούδα του. Του έμπηξε το σπαθί στο αριστερό του μάτι και ένα γλοιώδες υγρό πετάχτηκε πάνω του καθώς το χρησιμοποίησε σαν μοχλό για να τινάξει το κορμί του ψηλά. Με μια περιστροφή στον αέρα προσγειώθηκε πάνω στο κεφάλι του θηρίου που προσπάθησε να τον αποτινάξει, αλλά άργησε, γιατί ο Ν'Γκάρα με μια θριαμβευτική κραυγή το κάρφωσε ακριβώς στο μέτωπο χώνοντας ολόκληρη τη μακριά λάμα μέχρι τη λαβή μέσα στο κρανίο του. Πήδηξε στο έδαφος ενώ πίσω του ακόμα το φίδι τινάζονταν δεξιά κι αριστερά σαν τρελό καθώς πέθαινε με τον εγκέφαλό του τρυπημένο. Ο Φύλακας έσκουξε με δύναμη βλέποντας το ζώο του να ξεψυχάει. Πέταξε άλλες δυο μπάλες φωτιάς που τη μία ο μιγάς την απέφυγε κάνοντας στο πλάι, και την άλλη την απέκρουσε με το σπαθί του τινάζοντας σπίθες παντού τριγύρω στο έδαφος. Καθώς το μεγάλο φίδι έπαυε να κινήται έχοντας ξεψυχήσει η αύρα γύρω από τον μάγο άρχισε να τρεμοπαίζει, και ο βάρβαρος κατάλαβε πως είχε αποδυναμωθεί και τώρα ήταν η ευκαιρία του. Όρμησε σαν ταύρος, σκυφτός με το κεφάλι μπροστά, κι ακόμα πιο μπροστά το σπαθί του, και ανέβηκε στο πλάτωμα πέφτοντας πάνω στον ερπετάνθρωπο με όλη του τη δύναμη. Τον τίναξε αρκετά μέτρα πέρα στο πάτωμα, αλλά δεν στάθηκε δευτερόλεπτο, παρά πήδησε ξοπίσω του και προσγειώθηκε πάνω του, και τον τρύπησε με το σπαθί του ακριβώς στο κέντρο του στήθους του σκίζοντας τις κεράτινες πλάκες σαν να ήταν από χαρτί. Ο ερπετάνθρωπος του κατάφερε ένα τελευταίο αδύναμο χτύπημα με το χέρι του στα πλευρά κάνοντάς του τρεις βαθιές πληγές με τα νύχια του, αλλά ο Ν'Γκάρα είχε μεθύσει τόσο από την αδρεναλίνη και την μυρωδιά της νίκης του που δεν κατάλαβε τίποτα. Τράβηξε το σπαθί του, και με μια οριζόντια κίνηση του χεριού του αποκεφάλισε τον Φύλακα πετώντας πέρα το ερπετόμορφο κεφάλι του. Ένας ήχος σαν πέτρα που τρίβεται πάνω σε πέτρα ακούστηκε πίσω του πάνω στο πλάτωμα. Ο μιγάς γύρισε έτοιμος να αντιμετωπίσει κι άλλη απειλή, αλλά το μόνο που είδε ήταν τον πέτρινο θρόνο να πέφτει στο πλάι και τις πλάκες να αποτραβιούνται και να αποκαλύπτουν μια σκάλα που κατέβαινε φιδογυριστά στα έγκατα του ναού. Πήρε έναν δαυλό και γεμάτος περιέργεια την κατέβηκε αργά και προσεκτικά μη ξέροντας τι άλλο θα μπορούσε να τον περιμένει στο τέλος της. Ένας μικρός βωμός σαν βάθρο βρισκόταν εκεί, και πάνω του υπήρχε κλειστό ένα ογκώδες δερματόδετο βιβλίο με κατάμαυρα εξώφυλλα και φαγωμένες από το χρόνο άκρες. Ήταν το Βιβλίο που ήθελαν οι μάγοι της Συντεχνίας πίσω στην Καράν. Ο N'Γκάρα πήγε κοντά και άπλωσε το χέρι του για να το ανοίξει, αλλά κάτι μέσα του τον έκανε να μετανιώσει και κρατήθηκε. Το κοίταξε σκεφτικός για αρκετή ώρα μέχρι να αποφασίσει πως αφού η Συντεχνία τον είχε κοροϊδέψει δεν τους χρωστούσε τίποτα. Η συμφωνία τους δεν είχε πια καμιά ισχύ για τον μιγά και δεν ήθελε καμία σχέση με τη μαγεία τους. Η απόφασή του ήταν εύκολη. Άπλωσε τον δαυλό και άναψε τις άκρες του Βιβλίου, που άρπαξε αμέσως κι άρχισε να καίγεται τσιτσιρίζοντας όπως η σάρκα όταν την ακουμπάει φλόγα. Το είδε να γίνεται στάχτη, και μετά με την μύτη του σπαθιού του την έριξε στο χώμα και τη διέλυσε μέχρι που δεν έμεινε ούτε το παραμικρό ίχνος. Γκρέμισε τον μικρό βωμό και ικανοποιημένος γύρισε την πλάτη του κι άρχισε να ανεβαίνει ξανά τη σκάλα που τον οδήγησε μέχρι εκεί. Όταν τελικά βγήκε από τον ναό έξω στο δάσος είχε νυχτώσει. Κοίταξε στον ουρανό και είδε τα αστέρια να σχηματίζουν τους γνωστούς του αστερισμούς, αυτούς που είχε μάθει από παιδί να εμπιστεύεται και να ακολουθεί στις περιπλανήσεις του. Πίσω του ο ναός γκρεμίστηκε. Οι δύο πύργοι του διαλύθηκαν και έπεσαν στο έδαφος, ενώ το κυρίως κτίσμα δίπλωσε προς τα μέσα και χάθηκε στο εσωτερικό του μονόλιθου σαν να κατάπινε τον ίδιο του τον εαυτό. Όποια μαγεία κι αν τον κρατούσε όρθιο τόσους αιώνες είχε πια χαθεί, και μαζί της και τα τελευταία σημάδια των ερπετόμορφων προανθρώπων πάνω στη Γη. -6- «Κρίμα πάντως που δεν υπήρχε θησαυρός...» είπε ο Μπροντ σκαλίζοντας τη φωτιά με ένα κλαδί. «Πόσα θα μπορούσα να κάνω με μερικά πετράδια πίσω στη Ρουάν» Ο Ν'Γκάρα τον κοίταξε και χαμογέλασε σκληρά. Η Συντεχνία τους είχε ξεγελάσει και τους είχε στείλει στο θάνατο. Αυτό στο μυαλό του μιγά λεγόταν προδοσία, και το μόνο που ήθελε τώρα ήταν εκδίκηση από τους μάγους. Και τα διπλά σπαθιά του Όρο που του είχαν τάξει. Ξάπλωσε στο έδαφος και έδεσε τα χέρια του πίσω από το κεφάλι του για μαξιλάρι κλείνοντας τα μάτια του. Στο μυαλό του έπαιζαν ξανά και ξανά τα γεγονότα της μέρας. Όταν νωρίτερα βγήκε από το ναό ένιωσε τη μαγεία να φεύγει από πάνω του λες και μέχρι τότε ήταν σκεπασμένος με ένα σεντόνι και κάποιος το τράβηξε. Ήξερε πως οι μάγοι δεν θα ήταν καθόλου ευχαριστημένοι που έκαψε το Μαύρο Βιβλίο και θα ζητούσαν σίγουρα τη δική τους αποζημίωση. Θα τους την έδινε, με το σπαθί του. Είχε βρει τον Μπροντ ημίγυμνο στην όχθη της λιμνούλας να κοιμάται ήσυχα δίπλα στα άλογά τους. Προσπάθησε για αρκετή ώρα να τον ξυπνήσει, κι όταν τα κατάφερε η νύχτα είχε προχωρήσει πια πολύ για να ταξιδέψουν. Φτιάξανε φωτιά και στρατοπέδευσαν εκεί, δίπλα στα δροσερά νερά. «Ν'Γκάρα κοιμήθηκες;» ακούστηκε ο Μπροντ από την άλλη μεριά της φωτιάς. «Μήπως μ' αφήνεις ποντίκι με την πολυλογία σου;» του πέταξε χωρίς να ανοίξει τα μάτια του. Τον άκουσε που σηκώθηκε και ήρθε να καθίσει δίπλα του. Ανασήκωσε το κεφάλι του και τον κοίταξε. «Τι θες Μπροντ; Κοιμήσου, αύριο έχουμε πολύ δρόμο μπροστά μας» «Σκεφτόμουν Ν'Γκάρα αυτά που μου είπες, δηλαδή αυτά που βρήκες μέσα στο ναό όταν μπήκες. Ξέρεις κι εγώ εδώ έξω νομίζω πως έμπλεξα με μαγείες.» «Ναι, σε είδα τι ήσυχα κοιμόσουν...» «Όχι, αλήθεια! Δεν... δεν ξέρω πως να το πω, αλλά να, νομίζω πως κάτι με έκανε να νιώθω χαρά. Μη γελάς βάρβαρε, νομίζω πως το νερό της λίμης ήταν μαγεμένο. Ήπια, και μετά χόρευα σαν ηλίθιος, και έκανα μπάνιο στη λίμνη, και τα άλογα έβοσκαν αμέριμνα, και ένιωθα τόσο όμορφα που ήθελα να ζήσω εδώ για πάντα. Μέχρι που...» Έκοψε την κουβέντα του διστάζοντας, κι ο Ν'Γκάρα γύρισε στο πλευρό και στηρίχτηκε στον αγκώνα του. «Μέχρι τι ποντίκι, λέγε» είπε ανυπόμονα και τον σκούντησε δυνατά. Ο Μπροντ παρακολούθησε για λίγο σιωπηλός τις φλόγες να υψώνονται και να τρεμοπαίζουν πριν χαθούν. «Δεν ξέρω Ν'Γκάρα» είπε τελικά. «Κάποια στιγμή ακούστηκε μια δυνατή βουή, ένας ήχος σαν χιλιάδες σφυρίγματα που μπορούσαν να σε ξεκουφάνουν. Τα άλογα δεν ενοχλήθηκαν καθόλου, στο λέω, συνέχισαν να βόσκουν σαν να μην συνέβαινε τίποτα, αλλά εγώ ένιωσα λες και πήγαινε να σκάσει το κεφάλι μου, λες και μου τρυπούσαν τα αυτιά με μαχαίρια. Με το ζόρι βγήκα από τη λίμνη και σύρθηκα στην όχθη εκεί που με βρήκες.» Σταμάτησε και σηκώθηκε όρθιος, και έκανε μερικά βήματα νευρικά. «Γαμώτο βάρβαρε, σιχαίνομαι τη μαγεία, κι εδώ ο τόπος είναι... ήταν, δεν ξέρω, γεμάτος από δαύτην. Και τώρα θες να γυρίσουμε πίσω στην Καράν για να τιμωρήσεις τους μάγους επειδή μας δούλεψαν; Μάγοι Ν΄Γκάρα, είναι μάγοι! Πως είσαι σίγουρος ότι μπορείς να τα βάλεις μαζί τους; Και είναι Συντεχνία πανάθεμα, ξέρεις τι σημαίνει αυτό βάρβαρε; Ότι είναι πολλοί!» Γύρισε απότομα κοντά του και γονάτισε στο έδαφος δίπλα του πιάνοντάς τον από το μπράτσο. «Πάμε να φύγουμε Ν'Γκάρα, σε παρακαλώ, πάμε κατευθείαν στα Λιμάνια, εκεί θα χαθούμε στο πλήθος και κανείς δεν θα μας αναζητήσει. Θα βρούμε αλλού κάποιον άλλο θησαυρό να κλέψουμε» Ο μιγάς τίναξε το χέρι του Μπροντ με μια κίνηση και σηκώθηκε όρθιος. Στάθηκε μπροστά στη φωτιά και σταύρωσε τα χέρια του στο στήθος, και οι φλόγες έβαψαν το γεροδεμένο του κορμί πορτοκαλί σαν ηλιοβασίλεμα. Κάπου μακριά στις Ερημιές πέρα από το δάσος του Άρκομ ακούστηκε το ουρλιαχτό ενός τσακαλιού, και σχεδόν αμέσως άλλα τρία του απάντησαν από διαφορετικά σημεία. Ήξερε πως ο κλέφτης φίλος του είχε δίκιο, η Συντεχνία σίγουρα θα αποζητούσε εκδίκηση για το χαμένο Βιβλίο. Όμως τα διπλά σπαθιά ήταν ένα όπλο που το ήθελε πολύ και θα έκανε πολλά για να τα αποκτήσει, κι επιπλέον η προδοσία τους τον τσιμπούσε μέσα του σαν σμήνος από σφήκες. Όχι, θα πήγαινε στην Καράν ακόμα κι αν εκεί έβρισκε το τέλος του. Αλλά θα ήταν ένα τέλος που θα τον έβρισκε με το σπαθί στο χέρι, και η λάμα θα ήταν κατακόκκινη από το αίμα που θα είχε πιει ως εκείνη τη στιγμή. Ξεφύσηξε και στράφηκε στον Μπροντ καρφώνοντάς τον με αποφασισμένο βλέμμα. Ο κλέφτης κατάλαβε αμέσως ότι όσο και να τον παρακαλούσε ο μιγάς είχε πάρει την απόφασή του, κι αυτό δεν θα άλλαζε για κανέναν απολύτως λόγο. «Πανάθεμά σε βάρβαρε, θα μας σκοτώσεις και τους δυο με το πείσμα σου...» μουρμούρισε και κάθισε κάτω ανήμπορος να κάνει κάτι περισσότερο. -7- Μπήκαν στην Καράν αργά το απόγευμα της τρίτης μέρας. Καθυστέρησαν γιατί προτίμησαν το προηγούμενο απόγευμα κι ολόκληρο το βράδυ να το περάσουν σε ένα μικρό νομαδικό οικισμό που βρήκαν στο δρόμο τους. Οι πολύχρωμες τέντες τους έφτιαχναν δροσερές σκιές που για τους δύο κλέφτες ήταν βάλσαμο μετά την πορεία τους κάτω από τον καυτό ήλιο. Δεν υπάρχει σκιά στις Ερημιές. Μόνο καχεκτικοί μισοξεραμένοι θάμνοι σαν πεταμένοι εδώ κι εκεί στην απέραντη αμμοπεδιάδα, και στραβοί κάκτοι γεμάτοι αγκάθια. Υπάρχουν πλάσματα που ζουν όμως εκεί έξω. Κόκκινες αλεπούδες, τσακάλια, ξανθοί μεγάλοι σκορπιοί και φίδια με κρόταλα στις ουρές τους. Οι λόφοι, φτιαγμένοι από τον αδιάκοπο άνεμο, ακολουθούσαν ο ένας τον άλλον δίνοντας το όνομα στην επικράτεια. Η Χώρα των Λόφων. Κανείς όμως δεν μπορούσε να τους χρησιμοποιήσει σαν σταθερά σημεία για να βρίσκει το δρόμο του, γιατί μετακινούνταν συνεχώς ανάλογα με τα γούστα του αέρα και της άμμου. Οι νομάδες ήταν φιλόξενοι, και η μουσική των αυλών τους ήταν εξίσου καλή με το φίνο μπρούσκο κρασί τους. Για λίγα ασημένια νομίσματα τους έστρωσαν πλούσιο τραπέζι καταγής πάνω σε παχιά χαλιά γεμάτα σχέδια και χρώματα, με αποξηραμένα φρούτα και χορτόπιτες, γίδινο τυρί και φρεσκοσφαγμένο κατσικίσιο κρέας ψημένο στη σούβλα. Αληθινή γιορτή έστησαν, και το βράδυ βρήκε τους δύο κλέφτες να κάθονται σε μαξιλάρες και να τραγουδούν μεθυσμένοι γύρω από τη φωτιά μαζί με τους οικοδεσπότες τους, με μια όμορφη νεαρή γυναίκα ο καθένας στα πόδια του και μια γεμάτη κούπα στο χέρι τους. Δεν βιάζονταν καθόλου. Γλέντησαν με την ψυχή τους, εξάλλου, όπως είπε κάποια στιγμή τραυλίζοντας ο Μπροντ στην κοπελιά που τρίβονταν πάνω του, ήταν πολύ πιθανό αυτό να ήταν το τελευταίο γλέντι της ζωής τους. Τώρα διέσχιζαν αμίλητοι καβάλα στα άλογά τους τα καλντερίμια της Καράν και στο μυαλό τους είχαν μόνο την επικείμενη συνάντηση με τους μάγους της Συντεχνίας. Όσο καλά κι αν είχαν περάσει το προηγούμενο βράδυ δεν ήταν αρκετό για να κάνει τις δυσοίωνες σκέψεις τους πιο όμορφες. Ο Ν'Γκάρα με το κεφάλι σκυφτό και τα φρύδια σμιγμένα λικνίζονταν πάνω στη σέλα σύμφωνα με το βήμα του αλόγου του, και σκεφτόταν τα δίδυμα θρυλικά σπαθιά. Ο Μπροντ φοβόταν, περίμενε βαριά τιμωρία από τους μάγους και έτρεμε στη σκέψη όσων μπορεί να αναγκάζονταν να υποστούν. Ο κόσμος έκανε στην άκρη για να περάσουν και τους κοίταζε με περιέργεια. Η εμφάνιση του βάρβαρου τράβαγε πάντα τα βλέμματα παντού, σε αντίθεση με τον μικρόσωμο κλέφτη που κανείς δεν τον πρόσεχε και χανόταν στο πλήθος εύκολα σαν σκιά στο σκοτάδι. Έφτασαν μπροστά στο τεράστιο για τα μέτρα της Καράν κτίριο της Συντεχνίας και σταμάτησαν τα άλογα. Ένα τετράγωνο κακόγουστο πέτρινο κτίσμα, ψηλότερο από κάθε άλλο στην πόλη, χωρίς παράθυρα ή άλλα ανοίγματα εκτός από μια διπλή κεντρική είσοδο. Στο τελευταίο φως της μέρας έδειχνε ακόμα πιο άσχημο απ' ότι ήταν. Τώρα που νύχτωνε ήταν έρημο, γιατί όλοι όσοι δούλευαν για τους μάγους είχαν επιστρέψει στα σπίτια τους. Κανείς δεν ήθελε να τον βρει το βράδυ εκεί. Λίγα σκαλοπάτια από πέτρα οδηγούσαν στην βαριά πόρτα, ξύλινη και ατσαλόδετη χωρίς σκαλίσματα και στολίδια, μόνο με ένα σήμαντρο σε σχήμα χεριού. «Ν'Γκάρα, σε εκλιπαρώ, πάμε να φύγουμε όσο προλαβαίνουμε ακόμα» ψιθύρισε ο Μπροντ κοιτάζοντας με δέος και ανησυχία το κτίριο. Ο μιγάς δεν μπήκε στον κόπο να του απαντήσει, είχε βαρεθεί να τον ακούει να προσπαθεί να τον μεταπείσει. Ξεπέζεψε και οδήγησε το άλογό του σε ένα φράχτη εκεί δίπλα. Έδεσε πρόχειρα τα χαλινάρια χωρίς να τραβήξει το βλέμμα του από το σπίτι των μάγων. Ο Μπροντ τον παρακολούθησε να πηγαίνει προς την είσοδο και βλαστήμησε. «Γαμώτο Ν'Γκάρα, αν εσύ θες να πεθάνεις κάν' το, εγώ δεν θέλω» φώναξε. Ο μιγάς στάθηκε και γύρισε προς το μέρος του. «Μην έρχεσαι τότε. Πήγαινε και περίμενέ με στην ταβέρνα και όταν πάρω τα σπαθιά θα έρθω να σε βρω» του απάντησε ήρεμα και ξεκίνησε πάλι για την είσοδο του κτιρίου. «Ναι, σίγουρα, θα έρθεις να με βρεις...» μουρμούρισε ο Μπροντ κουνώντας το κεφάλι του. «Θα σε περιμένω μέχρι τα μεσάνυχτα βάρβαρε, μετά θα πάρω το άλογό μου και θα φύγω νότια, για τα Λιμάνια, να το ξέρεις...» του φώναξε και τράβηξε το χαλινάρι για να γυρίσει το άλογο μακριά από αυτό το μέρος που του έφερνε φόβο. Ο Ν'Γκάρα γύρισε για μια στιγμή και τον είδε να απομακρύνεται. Μετά αναστέναξε και με αποφασιστικότητα ανέβηκε τα σκαλοπάτια για την πόρτα της Συντεχνίας. Στάθηκε μπροστά της και άπλωσε το χέρι του για το σήμαντρο, όταν τα βαριά πορτόφυλλα άνοιξαν αργά τρίζοντας. Ξαφνιάστηκε κι έκανε ένα βήμα πίσω πιάνοντας αυθόρμητα το σπαθί του. «Βάλιρ» μούγκρισε σιγανά σαστισμένος. Με το χέρι του στη γνώριμη λαβή του όπλου του πέρασε το κατώφλι προσεκτικά και μπήκε σε μια μεγάλη αίθουσα γυμνή από κάθε είδους έπιπλο. Η πόρτα έκλεισε πίσω του πιο γρήγορα απ' ότι άνοιξε. Ο χώρος ήταν φωτισμένος αλλά από που ερχόταν το φως ο Ν'Γκάρα δεν μπορούσε να το εντοπίσει. Δεν υπήρχαν δαυλοί, ούτε παράθυρα, ούτε φεγγίτης στην οροφή πολύ πάνω από το κεφάλι του. Μόνο τέσσερις τοίχοι, πάτωμα και ταβάνι, και κολόνες γύρω γύρω να το στηρίζουν, τίποτ' άλλο. Έκανε μερικά βήματα μέχρι το κέντρο και στριφογύρισε έτοιμος για οτιδήποτε εμφανιζόταν. «Έφερες το Βιβλίο;» ακούστηκε ξαφνικά στην αίθουσα χωρίς να προέρχεται από κάπου συγκεκριμένα. Ο μιγάς κοίταξε γύρω του και τράβηξε το σπαθί του. «Φανερώσου» βρυχήθηκε, «δεν μου αρέσουν οι μαγείες, κι εδώ μέσα βρωμάει μαγεία τόσο που μου κόβει την ανάσα» Οι τρεις κουκουλοφόρες φιγούρες εμφανίστηκαν απότομα μπροστά του μέσα σε λίγο καπνό που χάθηκε αμέσως λες και κάποιος άνεμος τον φύσηξε μακριά. «Το Βιβλίο βάρβαρε, που είναι;» τον ρώτησε ο μεσαίος από τους τρεις κάνοντας ένα βήμα πιο μπροστά από τους άλλους. «Δεν το αισθάνομαι, που το έχεις;» «Τα σπαθιά πρώτα μάγε, και μετά θα μιλήσουμε για το βιβλίο σου» απάντησε ο Ν'Γκάρα ψύχραιμα. «Είχαμε κάνει συμφωνία βάρβαρε, το Βιβλίο για τα σπαθιά» Έκανε πάλι πίσω επιστρέφοντας στη θέση του ανάμεσα στους άλλους μάγους. «Η συμφωνία μας μάγε έλεγε και για θησαυρούς, αλλά εκεί βρήκα μόνο φίδια και θάνατο. Τον δικό τους θάνατο γιατί όπως βλέπεις εγώ είμαι εδώ» Σήκωσε το σπαθί του επιδεικτικά και το κράτησε μπροστά στο πρόσωπό του. .«Όπως το βλέπω εγώ μου χρωστάς, δεν σου χρωστάω. Τα σπαθιά λοιπόν, και μετά θα μιλήσουμε για το Βιβλίο» Επικράτησε σιωπή για λίγη ώρα. Έστεκαν ακίνητοι, ο Ν'Γκάρα από τη μία με τη γλώσσα του σώματος να φωνάζει πως είναι έτοιμος να χρησιμοποιήσει το σπαθί του, και οι τρεις μάγοι από την άλλη κρυμμένοι εντελώς από τις κουκούλες τους και τις μακριές κάπες τους. Μια σταγόνα ιδρώτα έτρεξε στον κρόταφο του μιγά. Τα μακριά σγουρά μαλλιά του πλαισίωναν το ανέκφραστο σκληρό του πρόσωπο. Μια μουσκεμένη τούφα έπεφτε ατίθαση στο μέτωπό του. Οι μυς του στήθους του τρεμόπαιξαν μερικές φορές. Η σιωπηλή αναμέτρηση έληξε με τον μάγο να γυρνάει την πλάτη του στον Ν'Γκάρα για να τον ακολουθήσουν αμέσως οι άλλοι δύο σαν πειθήνια σκυλιά. «Έλα μαζί μας βάρβαρε» είπε κι έκανε μια κίνηση με το γαντοφορεμένο χέρι του στον αέρα. Εμφανίστηκε μια στρογγυλή φωτεινή πύλη, γαλάζια σαν τον ουρανό, να τρεμοπαίζει σαν τον ζεστό αέρα πάνω από την άμμο στις Ερημιές. Οι τρεις μάγοι μπήκαν μέσα ο ένας πίσω από τον άλλον κι ο Ν'Γκάρα έμεινε να τους κοιτάει να χάνονται με έκπληξη. «Βάλιρ» ψιθύρισε πάλι για να έχει το βλέμμα του θεού πάνω του, και παίρνοντας μια βαθιά ανάσα προχώρησε αποφασιστικά και μπήκε στο γαλάζιο φως. Ο τόπος που βρέθηκε δεν είχε καμία σχέση με την άδεια αίθουσα που ήταν πριν. Δεν είχε καμία σχέση με οτιδήποτε άλλο είχε δει ως τότε ο Ν'Γκάρα στις περιπλανήσεις του. Ήταν ένα χαοτικό μέρος. Γκρίζο φως έπεφτε από έναν συννεφιασμένο βαρύ ουρανό και φώτιζε ατέλειωτους γκρεμούς που το βάθος τους χάνονταν σε πυκνές ομίχλες. Πέτρινες στήλες υψώνονταν εδώ κι εκεί, στραβές και ετοιμόρροπες, εκατοντάδες μέτρα πάνω από τις ομίχλες, σαν τερατώδη δάχτυλα κάποιου τιτάνιου κτήνους. Γέφυρες από σχοινιά και ξύλα τις ένωναν φτιάχνοντας ένα απέραντο δαιδαλώδες σύμπλεγμα, και αιωρούνταν πάνω από το κενό χάσμα με τον αέρα να τις κουνάει σαν να ήταν μόνο οι ιστοί μιας αράχνης κάτω από ένα φύλλο τριανταφυλλιάς σε κάποιον κήπο. Η κορυφή κάθε στήλης ήταν ένα πλάτωμα, αλλού μικρό και στενό ίσα ίσα για να στηρίζει τις γέφυρες που έφταναν εκεί, κι αλλού φαρδύ σαν μικρή πλατεία. Κάποια ήταν τόσο φαρδιά που είχαν και σπαρμένα μεγάλα βράχια πάνω τους, σαν κακοφορμισμένα καφετιά σπυριά. Τον ορίζοντα έκρυβαν πανύψηλα σκοτεινά βουνά, τόσο μακρινά που φαίνονταν μόνο αχνά οι ογκώδεις φιγούρες τους και οι κορυφογραμμές τους όπου δεν χάνονταν μέσα στα σύννεφα. Ο αέρας σ' αυτόν τον τόπο ήταν καθαρός αλλά βαρύς, σαν να είχε ανέβει σε κάποιο ψηλό βουνό και έκανε την ανάσα του να βγαίνει γρήγορη και λαχανιαστή. Σε ένα τέτοιο πλάτωμα βρισκόταν τώρα, με την πύλη που μόλις είχε περάσει πίσω του και τους τρεις μάγους μπροστά του να στέκονται στο χείλος και να ατενίζουν το χάος ακίνητοι. «Που με φέρατε μάγοι;» φώναξε δυνατά και η φωνή του αντιλάλησε πολλές φορές ανάμεσα στις στήλες πριν σβήσει και χαθεί. Ο αρχιμάγος στράφηκε προς το μέρος του και άπλωσε το χέρι του δείχνοντας μια άλλη στήλη μακριά. «Εκεί» είπε, «τα σπαθιά του Όρο βρίσκονται εκεί και σε περιμένουν βάρβαρε. Το Βιβλίο τώρα» Ο Ν'Γκάρα κοίταξε προς το μέρος που του έδειχνε και ίσα που διέκρινε μέσα στην καταχνιά μια λάμψη. Έκανε να ξεκινήσει για την πλησιέστερη γέφυρα αλλά ο μάγος τον σταμάτησε. «Το Βιβλίο βάρβαρε, κράτα τη συμφωνία μας» φώναξε. Ο Ν'Γκάρα τον κοίταξε και χαμογέλασε σκληρά. «Δεν υπάρχει πια βιβλίο μάγε, το έκαψα και σκόρπισα τις στάχτες του. Όπως δεν υπήρχε ποτέ συμφωνία προδοτικό σκουλήκι, με κορόιδεψες για να σου φέρω αυτό που ήθελες και νόμισες πως θα το άφηνα να περάσει έτσι;» Σήκωσε το σπαθί του και το κατέβασε με δύναμη πάνω στο κορμί του αρχιμάγου, μόνο για να σχίσει αέρα καθώς εκείνος χάθηκε μεμιάς από μπροστά του. Οι άλλοι δύο στροβιλίστηκαν κι εξαφανίστηκαν σαν καπνοί αμέσως ακολουθώντας τον αρχηγό τους. «Θα το πληρώσεις αυτό βάρβαρε» ακούστηκε η φωνή του αρχιμάγου, και η ηχώ της εξακολούθησε για λίγο ακόμα να επαναλαμβάνει την απειλή. Ο Ν'Γκάρα γύρισε και κοίταξε προς κάθε κατεύθυνση προτάσσοντας το σπαθί του έτοιμος να χτυπήσει. «Θα σε βλέπω να γερνάς εδώ μέσα βάρβαρε, και ο χρόνος θα σου παίρνει ότι πολυτιμότερο έχεις, την ίδια σου τη ζωή» ακούστηκε πάλι η φωνή του αρχιμάγου. «Θα ζεις τις ατελείωτες μέρες σου ξέροντας πως δεν υπάρχει τρόπος να ξεφύγεις, και θα καταριέσαι την απερισκεψία σου να τα βάλεις με τη Συντεχνία των Μάγων» Ένας δυνατός γδούπος σκέπασε τον αντίλαλο, και μετά άλλος ένας, κι άλλος, μέχρι που ένα τερατώδες χέρι ξεπρόβαλε από το χείλος της στήλης που στεκόταν και αρπάχτηκε από έναν βράχο. Άλλο ένα χέρι φάνηκε, και μετά ακολούθησε το τεράστιο κεφάλι του γίγαντα που σκαρφάλωνε τη στήλη σταλμένος από τους μάγους για να τιμωρήσουν τον μιγά. Ο Ν'Γκάρα κοίταζε αποσβολωμένος το πελώριο κτήνος να ανεβαίνει στο πλάτωμα, κι όταν τελικά στάθηκε όρθιο μπροστά του έκρυψε πίσω από τον όγκο του σχεδόν όλο το χάος. Ήταν ψηλός όσο πέντε άντρες ο ένας πάνω στον άλλον, και το κορμί του ήταν χοντρό μυώδες και δύσμορφο. Τρίχες τον σκέπαζαν, και κάλυπταν τη γύμνια του. Το κεφάλι του ήταν φαλακρό και γεμάτο εξογκώματα, η μύτη του πλακουτσωτή και το στόμα του μισάνοιχτο με παχιά χείλη άφηνε να φανούν μυτερά δόντια ικανά να ροκανίσουν μέχρι και βράχια. Το ένα και μοναδικό μάτι του ήταν ολοστρόγγυλο και ορθάνοιχτο, ακριβώς στο κέντρο του προσώπου του πάνω από τη μύτη, πιο μεγάλο απ' ολόκληρο το κεφάλι του μιγά. Τα χέρια του ήταν αφύσικα μακριά σε σχέση με το σώμα του και ακουμπούσαν κάτω όταν έστεκε όρθιο, ενώ τα πόδια του ήταν κοντά και μυώδη για να συγκρατούν όλο αυτό το βάρος. Το στήθος του ήταν τόσο φαρδύ που έμοιαζε με τοίχο από δωμάτιο πανδοχείου. Ο γίγαντας έγειρε πίσω το κεφάλι του και βρυχήθηκε δυνατά. Μετά κοπάνησε με τις γροθιές του το πλάτωμα και το τράνταξε τόσο που ο μιγάς για λίγο πίστεψε ότι θα γκρεμιζόταν. Έσφιξε γερά το σπαθί του και πήρε θέση μάχης έτοιμος για όλα. -8- «Θα πάρω τα σπαθιά και θα 'ρθω να σε βρω, πφφ, ναι σίγουρα. Γαμώτο ρε βάρβαρε, κι εσύ κι η αποκοτιά σου. Μάγοι, ξέρεις τι πάει να πει μάγοι; Αυτοί που έχουν αλλόκοτες δυνάμεις και σε κάνουν κάρβουνο με μια κίνηση του χεριού τους; Αυτοί ακριβώς. Αλλά όχι, εσύ έχεις θάρρος, και δύναμη στα μπράτσα σου, βέβαια. Να δω τι θα κάνεις όταν θα σου στείλουν όλα τα τέρατα της βρωμερής μαγείας τους να σε κυνηγούν...» μονολογούσε ο Μπροντ περπατώντας αργά δίπλα από το άλογό του. Είχε ξεπεζέψει και πήγαινε με τα πόδια στην ταβέρνα τραβώντας το πειθήνιο ζωντανό από τα χαλινάρια. Βάδιζε σκυφτός, που και που κλώτσαγε κάποιο χαλίκι με μανία, έδειχνε πραγματικά δυστυχισμένος έτσι που κούναγε το κεφάλι του με αποδοκιμασία και μίλαγε μόνος του. Οι περαστικοί τον κοίταζαν με περιέργεια και τον απέφευγαν. Για τον μικρόσωμο κλέφτη δεν είχε καμία σημασία, δεν τον ενδιέφεραν καθόλου οι κάτοικοι της Καράν. Το μόνο που ήθελε ήταν να φύγει απ' αυτή την πόλη όσο πιο μακριά γίνεται. Μαζί με τον Ν'Γκάρα αν ήταν δυνατόν, αλλά θα την κοπάναγε και μόνος του αν χρειαζόταν, σίγουρα πράγματα. Έστριψε σε μια κακοφωτισμένη αλέα για να κόψει δρόμο μέσα από τις πίσω αυλές των σπιτιών. Η βραδιά είχε νικήσει τα τελευταία απομεινάρια της μέρας και οι σκιές έπεφταν βαριές εδώ, γιατί δεν υπήρχαν στύλοι με λαδοφάναρα όπως στους κεντρικούς δρόμους να ρίχνουν έστω λίγο φως. Αδιαφορώντας εντελώς για οτιδήποτε γύρω του δεν πρόσεξε ότι πια ήταν ολομόναχος. Συνέχιζε να αναθεματίζει τον μιγά φίλο του που δεν δέχτηκε να το σκάσουν, όταν το άλογό του ξαφνικά κοκάλωσε το βήμα του και αρνήθηκε να προχωρήσει άλλο. Τράβηξε τα χαλινάρια με δύναμη, αλλά αυτό εκεί, λες και πείσμωσε, κάρφωσε τα πόδια του στο χώμα και αντιγύρισε το τράβηγμα σηκώνοντας ψηλά το κεφάλι του μ' ένα δυνατό χλιμίντρισμα. «Τι στον Ζόραθ σ' έπιασε κι εσένα τώρα;» είπε εκνευρισμένος ο Μπροντ. «Προφανώς δεν θέλει να συνεχίσει» ακούστηκε μια φωνή πίσω του. Γύρισε ξαφνιασμένος, μόνο για να δει έναν γεράκο ντυμένο με κουρέλια να πλησιάζει. Έδειχνε σαν να είχε ζήσει δυο ζωές τη μία μετά την άλλη. Σκυφτός λες και έψαχνε να βρει κάτι στο έδαφος, με αραιά κάτασπρα μαλλιά και μακριά επίσης λευκή γενειάδα, ήρθε κοντά και άπλωσε το ροζιασμένο χέρι του στη μουσούδα του αλόγου. Αυτό ηρέμησε αμέσως και χρεμέτισε ευχαριστημένο καλωσορίζοντας το χάδι. «Μπράβο γέρο, το βρήκες!» πέταξε ο Μπροντ ενοχλημένος. «Φύγε τώρα, τράβα πίσω στην τρύπα σου κι άσε με στην ησυχία μου» Ο γέροντας γέλασε αποκαλύπτοντας μια σειρά τέλεια δόντια που δεν ταίριαζαν καθόλου με την υπόλοιπη εμφάνισή του. «Μπροντ» είπε γελώντας, «έτσι φέρεσαι σε κάποιον που θέλει μόνο να σε βοηθήσει;» Ο κλέφτης σάστισε. «Πως ξέρεις το όνομά μου; Ποιος είσαι γέρο, μίλα πριν βγάλω τα στιλέτα μου και σε στείλω εκεί που έπρεπε να ήσουν αιώνες πριν!» Γέλασε πάλι ο γέροντας, αλλά τώρα το γέλιο του ακούστηκε πιο βροντερό. Μια λάμψη τον τύλιξε σαν αύρα, και μπροστά στα έκπληκτα μάτια του Μπροντ άλλαξε κι έγινε ένας εντυπωσιακός νέος άντρας. Τα μακριά του μαλλιά ήταν μαύρα όπως και το κοντό του γένι, αλλά τα μάτια του έλαμπαν κατακόκκινα σαν το αίμα. Το κορμί του ήταν γεροδεμένο. Φορούσε μαύρα δερμάτινα, γιλέκο με ατσαλένιες λεπτομέρειες ραμμένες περίτεχνα πάνω του, και παντελόνι που χώνονταν στις ψηλές μέχρι τη γάμπα μπότες του.Στη μέση του είχε δεμένη μια φαρδιά ζώνη απ' όπου κρέμονταν ένα μακρύ σπαθί από τη μία κι ένα γυριστό μαχαίρι από την άλλη. Στην πλάτη του βρίσκονταν στερεωμένος ένα πέλεκυς με κοντή λαβή. Ο κλέφτης γούρλωσε τα μάτια του κι έκανε ενστικτωδώς ένα δυο βήματα πίσω. «Τώρα μήπως με γνωρίζεις Μπροντ;» χαμογέλασε ο θεός του Πολέμου και σταύρωσε τα χέρια του στο στήθος. Ο Μπροντ έμεινε για λίγο ακίνητος με το στόμα του να χάσκει ορθάνοιχτο, και μετά έπεσε βιαστικά στα γόνατα και κόλλησε το μέτωπό του στο χώμα τρέμοντας. «Ό-Όρο;» τραύλισε χωρίς να μπορεί να το πιστέψει ακόμα. «Χαχαχαχα, ναι Μπροντ, εγώ είμαι» γέλασε πάλι ο θεός, και η φωνή του τώρα έμοιαζε σαν τις δυνατές κλαγγές των μαχών που έγιναν και θα γίνουν στο όνομά του. «Σήκω» συνέχισε, «έχεις δουλειά να κάνεις» Άπλωσε το χέρι του και τράβηξε τον κλέφτη από το πουκάμισό του για να σηκωθεί όρθιος. Αυτός στάθηκε μπροστά στον θεό του Πολέμου, αλλά κράτησε το κεφάλι του σκυφτό και τα μάτια του καρφωμένα στη γη. Έτρεμε σαν φυλλαράκι στον άνεμο από την τρομάρα του, το σοκ ήταν πολύ μεγάλο. Ο Όρο τον έσφιξε απαλά στον ώμο για να τον καθησυχάσει. «Ηρέμησε Μπροντ κι άκου» του είπε χωρίς να γελά πια. «Ο Ν'Γκάρα έχει μπλέξει και πρέπει να τον βοηθήσεις εσύ να ξεφύγει. Πρέπει να σωθεί, έχει πολλά μπροστά του να κάνει και οι θεοί τον χρειαζόμαστε» «Ε-εγώ; Μα πως, δηλαδή τι...» ξεκίνησε να λέει ο κλέφτης σηκώνοντας για πρώτη φορά τα μάτια του στον θεό, για να τα κατεβάσει αμέσως και να τα κλείσει σφιχτά. «Κοίτα με Μπροντ» Άρχισε πάλι να τρέμει σαν ψάρι φοβισμένος. «Είπα κοίτα με Μπροντ» επέμεινε ο θεός. Σήκωσε το κεφάλι του και άνοιξε αργά το ένα του μάτι. Είδε τη στιβαρή κορμοστασιά του Όρο και το ξανάκλεισε αμέσως. Ο θεός ξεφύσηξε ανυπόμονα και του έριξε μια καρπαζιά στον σβέρκο που τον έκανε να παραπατήσει μερικά βήματα. Ο Μπροντ άνοιξε τα μάτια του και τον κοίταξε. Το κάτω χείλι του έτρεμε λες και ήταν έτοιμος να βάλει τα κλάματα. «Ωραία, πάμε τώρα, θα σου εξηγήσω τι πρέπει να κάνεις όταν φτάσουμε» «Ό-όταν φτ-φτάσουμε; Π-που;» Ο Όρο τον αγνόησε και ξεκρέμασε τον πέλεκυ από την πλάτη του. Τον σήκωσε ψηλά, αλλά έκοψε την κίνησή του και γύρισε πάλι προς τον κλέφτη. «Θυμίζεις ποντίκι...» του είπε πειραχτικά και γέλασε πάλι βροντερά με το αστείο του. «Ναι, το ξέρω, μου το λέει ο Ν'Γκάρα συνέχεια» απάντησε ο Μπροντ κι έκανε να μουτρώσει. Δεν πρόλαβε όμως, γιατί ο θεός τον άρπαξε και υψώνοντας πάλι τον πέλεκυ τον σήκωσε μαζί του και χάθηκαν ψηλά στον νυχτερινό ουρανό. Ο Μπροντ έχασε κάθε αίσθηση καθώς στροβιλίζονταν μέσα σε μια δίνη από αστέρια και σκοτάδι. Έκλεισε τα μάτια του όσο πιο σφιχτά μπορούσε, και τα άνοιξε μόνο όταν ένιωσε τα πόδια του να ακουμπούν πάλι γη. Κοίταξε γύρω του και είδε δέντρα, και θάμνους, και παχύ χορτάρι να καλύπτει το έδαφος. Δίπλα του ο Όρο τον παρακολουθούσε χαμογελώντας. Τον διασκέδαζε ο μικρόσωμος κλέφτης, και γι' αυτό είχε κερδίσει τη συμπάθειά του. Όμως είχε δουλειά να κάνει. «Γνωρίζεις το μέρος Μπροντ;» τον ρώτησε και με το χέρι του έδειξε τριγύρω το δάσος. «Ν-νομίζω πως ναι» απάντησε ο κλέφτης, «μοιάζει με το Δάσος του Άρκομ...» «Μπράβο Μπροντ, αυτό είναι. Ακολούθησέ με τώρα...» Ξεκίνησε με μεγάλες δρασκελιές ανάμεσα στους θάμνους και ο Μπροντ βιάστηκε να τον ακολουθήσει. Λίγο πριν στην Καράν ήταν ήδη νύχτα, αλλά εδώ ο ήλιος έλαμπε πάνω από τις φυλλωσιές των δέντρων. Δεν καταλάβαινε τίποτα, και φοβισμένος όσο ποτέ άλλοτε φρόντισε να μην μένει πίσω ούτε ένα παραπάνω βήμα απ' όσο χρειαζόταν. Έφτασαν στο ξέφωτο που τρεις μέρες πριν έβοσκαν τα άλογά τους δίπλα στη λιμνούλα με το καθαρό νερό. Το στόμα του Μπροντ άνοιξε δυο πιθαμές από το σάστισμα όταν τα είδε πάλι εκεί, κι ακόμα περισσότερο σαν είδε τον εαυτό του να χορεύει χαρούμενα ημίγυμνος και να τσαλαβουτάει στα νερά της λίμνης. Ο θεός περίμενε λίγο να ξεπεράσει το πρώτο σοκ και μετά τον σκούντησε με τον αγκώνα του. «Αυτό το κορμί δείχνεις στις γυναίκες; Δεν μου κάνει εντύπωση που πρέπει να τις πληρώνεις για να σε αγαπάνε...» τον πείραξε και ξέσπασε σε γέλια. Ο κλέφτης τον κοίταξε λοξά και στραβομουτσούνιασε. Σε άλλη περίπτωση θα είχε κάτι ευφάνταστο να απαντήσει, αλλά τώρα ήταν πολύ σαστισμένος ακόμα για να μπορέσει να σκεφτεί το παραμικρό. «Αναρωτιέσαι τι συμβαίνει, έτσι δεν είναι;» είπε ο Όρο μόλις σταμάτησε να γελά. «Γυρίσαμε πίσω, σε εκείνη τη στιγμή που ενώ εσύ, χμ, χαίρεσαι εδώ...» έδειξε με το χέρι του τον άλλο Μπροντ να τραγουδάει παράφωνα για το πόσο όμορφη είναι η ζωή άμα έχεις καλό κρασί και μια ωραία γυναίκα στην αγκαλιά σου, «...ο Ν'Γκάρα ψάχνει μέσα στον ναό για το Βιβλίο και τους θησαυρούς που σας υποσχέθηκαν» «Δεν υπήρχαν θησαυροί» ψέλισε ο Μπροντ. «Βλέπω βρήκες τη φωνή σου μόλις άκουσες για θησαυρούς, ε; Πάμε, πρέπει να σώσεις το Βιβλίο...» «Π-ποιος, εγώ;» «Ναι εσύ Μπροντ, κουνήσου...» Τον έσπρωξε να ξεκινήσει και σε λίγο στέκονταν μπροστά στην είσοδο του ναού του Φιδιού. «Μπες και βρες τον Ν'Γκάρα. Σε λίγο θα δώσει μια μεγάλη και δύσκολη μάχη, δεν μπορείς να τον βοηθήσεις και δεν χρειάζεται τη βοήθειά σου. Αμέσως μετά θα βρει το Βιβλίο και θα το κάψει. Αυτό δεν πρέπει να γίνει...» «Γιατί;» τον διέκοψε ο κλέφτης. «Γιατί όπως σου είπα ήδη ο Ν'Γκάρα έχει μπλέξει. Η Συντεχνία τον εγκλώβισε σε έναν τόπο μακριά από αυτόν εδώ, και μόνο δύο τρόποι υπάρχουν για να ανοίξει πάλι η πύλη και να μπορέσει να γυρίσει πίσω, ή να την ανοίξουν οι μάγοι που την έκλεισαν, ή εσύ με τη βοήθεια του Μαύρου Βιβλίου» Ο Μπροντ το σκέφτηκε λιγάκι και μετά γύρισε και κοίταξε τον θεό πιο ξεθαρρεμένος. «Γιατί δεν τον φέρνεις εσύ πίσω, θεός είσαι» είπε με καχυποψία. «Για τον ίδιο λόγο που δεν μπορώ εγώ να μπω μέσα στο ναό να πάρω το Βιβλίο. Είναι μέρη αφιερωμένα σε άλλους θεούς, σε άλλες αντιλήψεις και θρησκείες. Αν έμπαινα εγώ θα ήταν κάπως... αντιδεοντολογικό» «Αντι-τι;» «Θα μπορούσε να φέρει μεγάλα προβλήματα στην ισορροπία του Σύμπαντος. Αρκετά, δεν χρειάζεται να γνωρίζεις κάτι περισσότερο. Και για να ξέρεις, στον Ν'Γκάρα θα πάω, κι ελπίζω να μην δημιουργήσω προβλήματα που δεν θα μπορώ να λύσω μετά, αλλά θα είσαι εσύ αυτός που θα τον βοηθήσεις να βγει από τον τόπο που τον εγκλώβισαν. Εμπρός τώρα, τέλος με τα λόγια, πήγαινε» Τον έσπρωξε προς την είσοδο και σταύρωσε τα χέρια του στο στήθος του. Ο Μπροντ έκανε μερικά βήματα και γύρισε να τον κοιτάξει. «Πήγαινε, άντε» φώναξε ο Όρο ανυπόμονα και κούνησε το χέρι του σαν να του έλεγε να κουνηθεί. Ο κλέφτης αναστέναξε και πέρασε διστακτικά την πανάρχαια είσοδο του ναού. Ευθύς τον τύλιξε το σκοτάδι και πάγωσε στο βήμα του τρομαγμένος. «Τι στο...» μουρμούρισε. Μπήκε στο κυρίως κτίσμα και προχώρησε στη στοά που είχε ακολουθήσει νωρίτερα ο Ν'Γκάρα. Το απόλυτο σκοτάδι το έσπαγε η αχνή αναλαμπή από το φανάρι του βάρβαρου κάπου πιο μπροστά, και αυτή ακριβώς την αναλαμπή ακολούθησε ο Μπροντ μέχρι που τον βρήκε. Αλλά αμέσως τον έχασε για λίγο, γιατί ήταν η στιγμή που η παράξενη γριά άνοιξε διάπλατα το στόμα της και τον τράβηξε μέσα της. Ο κλέφτης έμεινε σαστισμένος να κοιτάζει. Ο υγρός υπόγειος χώρος άρχισε να αλλάζει. Μια μεγάλη σάλα ανοίχτηκε μπροστά στα έκπληκτα μάτια του, και κολόνες ξεπήδησαν από το πάτωμα και έφτασαν ταχύτατα στην οροφή. Αλλόκοτα ψηφιδωτά εμφανίστηκαν στο πάτωμα, και αγάλματα με φριχτές μορφές στήθηκαν στη σειρά λες και κάποιο αόρατο χέρι τα στοίχιζε. «Μαγεία...» μουρμούρισε κι έφτυσε στο πάτωμα με περιφρόνηση. Είδε τον Ν'Γκάρα να εμφανίζεται ξαφνικά, ενώ δαυλοί άναβαν και γέμιζαν φως τον χώρο. Τον είδε να στέκεται αγέρωχος μπροστά στον μαύρο θρόνο, είδε και τη γρια και το πελώριο φίδι της, και ζάρωσε πίσω από μία κολόνα τρομαγμένος. Ήξερε πως δεν μπορούσαν να τον δουν έτσι κι αλλιώς, μπορεί να ήταν εκεί αλλά στην πραγματικότητα, στη στιγμή που όλα αυτά συνέβαιναν, δεν ήταν, και το ένστικτό του τον έσπρωξε να κρυφτεί καλού κακού. Όταν τα φίδια γλίστρησαν στις σκιές για να ανοίξουν χώρο για την επικείμενη μάχη, ένα ήρθε κοντά στο πόδι του. Το κλώτσησε με αηδία, και το έστειλε να κουτρουβαλιαστεί αρκετά μέτρα παραπέρα. «Χα!» σιγογέλασε ευχαριστημένος, «αυτό πέτυχε!» Από την κρυψώνα του είδε τη γριά να πετάει το δέρμα της σαν πουκάμισο και να φανερώνει την πραγματική της υπόσταση. Με το στόμα ορθάνοιχτο παρακολούθησε όλη τη μάχη, κι όταν ο βάρβαρος κατάφερε τελικά να υπερνικήσει και τον Φύλακα και το τεράστιο ερπετό του κόντεψε να πεταχτεί για να πανηγυρίσει. Κρατήθηκε με το ζόρι, και αρκέστηκε μόνο σε μερικές χαρούμενες θριαμβευτικές γροθιές στον αέρα. Ακολούθησε τον Ν'Γκάρα στον επόμενο χώρο όταν έπεσε ο θρόνος και άνοιξε το πέρασμα. Στάθηκε δίπλα του αθέατος ενώ ο βάρβαρος έβρισκε το Βιβλίο, και τον είδε να σηκώνει τον δαυλό του και να του βάζει φωτιά. Περίμενε μέχρι που όταν κάηκε εντελώς σκόρπισε τις στάχτες στο πάτωμα και γκρέμισε τον μικρό βωμό. Όταν ο μιγάς έφυγε είδε τις στάχτες να μαζεύονται και να ενώνονται, και μέσα σε λίγες στιγμές το Μαύρο Βιβλίο ήταν και πάλι ολόκληρο όπως πριν. Χαμογέλασε, έσκυψε, και το σήκωσε από το πάτωμα. Το τίναξε με την παλάμη του και σήκωσε το βλέμμα του προς τα πάνω. «Καλή δουλειά Όρο» ψιθύρισε. Εκείνη τη στιγμή ο ναός άρχισε να κλυδωνίζεται συθέμελα. Κομμάτια πέτρας έπεσαν γύρω του, και τον έκαναν να αλαφιαστεί. Έτρεξε με όση δύναμη είχαν τα πόδια του και βγήκε από το ναό σχεδόν κουτρουβαλώντας, ακριβώς στη στιγμή που το αρχαίο κτίσμα κατάπινε τον εαυτό του και χάνονταν μέσα στα έγκατα του μεγάλου μονόλιθου. Ο θεός τον περίμενε ακουμπισμένος σε ένα δέντρο. Ο Ν'Γκάρα πέρασε ακριβώς δίπλα του χωρίς να τον βλέπει και χάθηκε πίσω από τους θάμνους. Ο Μπροντ πήγε κοντά του και του έδειξε το Βιβλίο με θριαμβευτικό ύφος. «Εντάξει, έγινε όπως ήθελες» είπε δήθεν άνετος, «τώρα τι κάνουμε;» Ο θεός χαμογέλασε ικανοποιημένος και ξεκρέμασε πάλι τον πέλεκυ από την πλάτη του. «Τώρα» είπε, «πάμε να σώσεις τον φίλο σου» Τον έπιασε από το μπράτσο και σήκωσε το όπλο προς τον ουρανό. Στιγμές αργότερα ο Μπροντ βρισκόταν πάλι στη σκοτεινή αλέα με τα χαλινάρια του αλόγου του στο χέρι να προσπαθεί να το κάνει να προχωρήσει. Σταμάτησε απότομα και κοίταξε γύρω του απορημένος. Αν δεν είχε το Μαύρο Βιβλίο μέσα στο πουκάμισό του θα πίστευε πως όλα αυτά δεν ήταν τίποτα περισσότερο από ένα παράξενο όνειρο. -9- Ο Ν'Γκάρα βούτηξε στο πλάι και απέφυγε άλλο ένα δυνατό χτύπημα του τεράστιου πλάσματος. Έκανε μια τούμπα και πετάχτηκε όρθιος, για να ορμήσει αμέσως στα πόδια του γίγαντα χτυπώντας με το σπαθί του αριστερά και δεξιά σαν δαιμονισμένος. Η ατσάλινη λάμα όμως ίσα που χάραζε το χοντρό δέρμα του και ο μιγάς γρήγορα συνειδητοποίησε πως όσο και να προσπαθούσε θα ήταν μάταιο, το κτήνος αυτό ήταν πολύ δυνατό για να καταφέρει να το νικήσει. Όχι στα ίσα τουλάχιστον. Προσέχοντας να κρατιέται πέρα από το εύρος των χεριών του γίγαντα έτρεξε σε μια από τις γέφυρες και όρμησε να την διασχίσει. Είχε περάσει την μέση όταν ο γίγαντας την άρπαξε μουγκρίζοντας και την ξήλωσε με ένα δυνατό τράβηγμα πετώντας τον Ν'Γκάρα στον αέρα σαν φτερό. Κούνησε χέρια και πόδια λες και θα μπορούσε να πετάξει, αλλά απλώς η πορεία του έκανε μια καμπύλη τροχιά, έφτασε στην κορυφή της, και άρχισε πάλι να πέφτει στο απύθμενο κενό μαζί με κομμάτια ξύλου από τη σπασμένη γέφυρα. Δεν είχε καμιά ελπίδα. Ένιωσε σαν ένα τεράστιο αόρατο χέρι να τον αρπάζει από τη μέση και να τον πετάει πλάγια προς την επόμενη πέτρινη στήλη. Έβαλε το σπαθί του μπροστά, και όταν την έφτασε η δύναμη ήταν τέτοια που η λάμα καρφώθηκε στην πέτρα και κατάφερε να κρατηθεί. Τράβηξε το κορμί του και πάτησε πάνω της, και άρχισε να σκαρφαλώνει γραπώνοντας κάθε εσοχή που έβρισκε μέχρι που έφτασε στην κορυφή. Ανέβηκε στο πλάτωμα και ξάπλωσε ανάσκελα λαχανιασμένος. Έκλεισε τα μάτια του, αλλά άκουσε τον βρυχηθμό του γίγαντα από το άλλο πλάτωμα και ανασηκώθηκε. Χαμογέλασε σκληρά όταν είδε ότι του είχε ξεφύγει. Είχε χάσει όμως το σπαθί του, το όπλο του για τόσα χρόνια, και τώρα βρισκόταν σ' αυτό το απειλητικό μέρος εντελώς άοπλος, μόνο με τα δυνατά του μπράτσα και την ασίγαστη θέλησή του. Στράφηκε και κοίταξε πέρα μακριά, εκεί που του είχαν δείξει οι μάγοι ότι βρισκόταν τα σπαθιά του Όρο. Διέκρινε πάλι τη λάμψη τους, και χωρίς να χάσει καθόλου χρόνο κίνησε αμέσως αποφασιστικά προς την κοντινότερη γέφυρα για να περάσει στο επόμενο πλάτωμα. Κι από κει στο επόμενο, και μετά στο πιο πέρα, ώσπου η επόμενη πέτρινη στήλη ήταν αυτή που έβγαζε τη λάμψη που ακολουθούσε. Μόνο που αυτή η στήλη δεν είχε καμία γέφυρα να την ενώνει με τις υπόλοιπες γύρω της, και το χάσμα την απέκλειε εντελώς. Ο μιγάς έψαξε παντού τριγύρω μήπως και βρει κάποια δίοδο, αλλά γρήγορα κατάλαβε πως δεν υπήρχε τρόπος να περάσει απέναντι. Ο ουρανός από πάνω του άρχισε ξαφνικά να μαυρίζει, και τα σύννεφα έγιναν ακόμα πιο βαριά απ' ότι ήταν. Αστραπές πετάχτηκαν και έσκισαν τον γκρίζο αέρα. Κεραυνοί χτύπησαν αρκετές στήλες που γκρεμίστηκαν με μεγάλο πάταγο στις ομίχλες στο βάθος του χάσματος. Ο Όρο ήταν εκεί όπως είχε πει στον Μπροντ ότι θα κάνει, κι όπως με το χέρι του κράτησε νωρίτερα τον Ν'Γκάρα από την πτώση, έτσι και τώρα προσπαθούσε να τον βοηθήσει σε έναν τόπο που δεν ήταν δικός του για να τον κάνει ότι θέλει. Από το κενό εμφανίστηκαν ενοχλημένα μεγάλα πουλιά να ανεβαίνουν χτυπώντας τα φτερά τους σαν τρελά ανάμεσα στις πέτρες που έπεφταν και στις αστραπές που άστραφταν παντού. Τα κορμιά τους ήταν γυμνά και μεγάλα ίσα με τα άλογα των Λόφων, και τα ράμφη τους κοντά και χοντρά. Άθλια φριχτά πλάσματα του χάους που ο θεός του Πολέμου είχε ξεσηκώσει από τις φωλιές τους στα τρίσβαθα αυτού του τόπου για να δώσουν στον βάρβαρο τη λύση που έψαχνε. Κι ο μιγάς άρπαξε αμέσως την ευκαιρία. Χωρίς να διστάσει στιγμή έτρεξε και πήδησε στο κενό, για να προσγειωθεί στην πλάτη ενός πουλιού. Αρπάχτηκε από τους ώμους των φτερούγων του, ισορρόπησε, και ενώ το πουλί προσπαθούσε να τον αποτινάξει από πάνω του κρώζωντας στριγκά πήδηξε στο επόμενο, κι από κει στο πιο πέρα, μέχρι που τελικά ένα τελευταίο άλμα τον έφερε μέσα στη λάμψη πάνω στο πλάτωμα που βρισκόταν τα διπλά σπαθιά του θεού του Πολέμου. Προσγειώθηκε στο ένα γόνατο και ακούμπησε τα χέρια του στην πέτρα για να στηριχτεί. Έμεινε για μερικές στιγμές έτσι σκυφτός με τα μαλλιά του να του κρύβουν το πρόσωπο, και μετά σηκώθηκε απότομα, άπλωσε τα χέρια του, και τέντωσε το γεροδεμένο κορμί του φουσκώνοντας κάθε μυ πάνω του. Η κραυγή του, νικηφόρα και γεμάτη θρίαμβο, αντιλάλησε πολλές φορές πριν σβήσει και χαθεί στο κενό του χάους. Έστρεψε την προσοχή του στην πηγή της λάμψης και είδε τα δύο σπαθιά να αιωρούνται μέσα σε μια φωτεινή άχλη. Κατάλαβε αμέσως από που προέρχονταν η φωτεινότητα. Ο θρύλος έλεγε ότι οι λάμες τους είχαν το σχήμα της φλόγας, αλλά μάλλον έκαναν λάθος. Δεν είχαν το σχήμα της φλόγας, ήταν φλόγες, χρυσοκόκκινες και ζωντανές. Σάλευαν κι αναδεύονταν συνεχώς σαν να τις τροφοδοτούσε κάτι ασταμάτητα μέσα από τις περίτεχνες λαβές τους. Έκανε να πάει κοντά, αλλά μια δυνατή φωνή ακούστηκε και τον σταμάτησε. «Αυτά είναι τα σπαθιά μου Ν'Γκάρα» είπε ο Όρο με τη στεντόρεια φωνή του να απλώνεται στο χώρο. «Όπλα ικανά να σκοτώσουν έναν θεό. Όπλα άξια μόνο για χέρια που μπορούν να τα κρατήσουν, γιατί είναι λεπίδες που έχουν μέσα τους άπειρες ζωές, τις ζωές όλων αυτών που το αίμα τους τάισε τις φλόγες τους» Ο μιγάς στριφογύρισε για να δει από που έρχεται η φωνή, αλλά εκτός από τον ορυμαγδό των κεραυνών και τα τεράστια πουλιά που πετούσαν τριγύρω σαν τρελά δεν διέκρινε κάτι άλλο. «Ποιος είσαι, φανερώσου μα τον Βάλιρ» φώναξε δυνατά προς τον ουρανό. «Ο Βάλιρ είναι αγαπημένος μου αδερφός βάρβαρε, αλλά δεν είναι εδώ. Δεν μπορεί να ανατείλει ο ήλιος του σ' αυτόν εδώ τον τόπο. Είμαι ο Όρο, ο θεός του Πολέμου, αυτός που οδηγούσε πάντα το σπαθί σου στις μάχες σου...» «Ήταν το χέρι μου που οδηγούσε το σπαθί μου» τον διέκοψε με θράσος ο Ν'Γκάρα, «κι όχι μια φωνή που λέει ότι θέλει. Φανερώσου αν είσαι κάτι παραπάνω κι όχι μόνο άλλη μια μαγεία της Συντεχνίας» Ένας κεραυνός έσκασε λίγα μέτρα πιο πέρα πάνω στο πλάτωμα και το ταρακούνησε ολόκληρο. Μέσα από τον καπνό εμφανίστηκε μεγαλοπρεπής ο θεός. Βάδισε προς τον μιγά ενώ άπλωσε ταυτόχρονα το δεξί του χέρι στα σπαθιά. Αυτά ήρθαν αμέσως κοντά του και τον ακολούθησαν αιωρούμενα στο πλάι του. Στάθηκε μπροστά στον Ν'Γκάρα και του τα πρότεινε χαμογελώντας. «Πάρ' τα Ν'Γκάρα, στα δικά σου χέρια θα γευτούν το αίμα που ζητάνε» του είπε. «Θα τα ακούς να τραγουδάνε ύμνους όταν θα τα δουλεύεις πάνω στους εχθρούς σου, και με κάθε ζωή που θα παίρνουν θα γίνονται και πιο δυνατά» Τα σπαθιά χώρισαν και ήρθαν καθένα δίπλα στο κάθε χέρι του Ν'Γκάρα. Αυτός τα κοίταξε συνοφρυωμένος, και μετά έκλεισε τις χούφτες του γύρω από τις λαβές τους. Η δύναμή τους ξεχύθηκε αμέσως στο κορμί του τόσο απότομα που τον σήκωσε από το πλάτωμα και τον κράτησε για λίγο στον αέρα. Οι φλόγες απλώθηκαν γύρω του και τον τύλιξαν με τη λάμψη τους. Ο Ν'Γκάρα ούρλιαξε με όση δύναμη είχαν τα πνευμόνια του καθώς η λάμψη έμπαινε στο κορμί του και γινόταν ένα μαζί του. Όταν όλα τελείωσαν τα σπαθιά τον απίθωσαν πάλι στο πλάτωμα. Έπεσε στα γόνατα νιώθοντας ολόκληρο το σώμα του να καίγεται. Σχεδόν μύριζε την τσίκνα από τη σάρκα του, αλλά ήταν μόνο στο μυαλό του, γιατί όταν κατάφερε να ανακτήσει τον έλεγχό του είδε πως εξωτερικά δεν είχε αλλάξει τίποτα πάνω του. Εσωτερικά όμως είχαν αλλάξει πολλά. Ένιωθε τη δύναμη να πάλλεται μέσα του, κι άκουγε τα σπαθιά να του ψιθυρίζουν και να τον σαγηνεύουν, και να του ζητούν αίμα, και σάρκα, και κόκαλα σπασμένα, και δόξα, και φήμη στα πέρατα της Χώρας. Ο θεός είχε ήδη χαθεί, είχε φύγει από αυτόν τον αφιλόξενο τόπο. Ο Ν'Γκάρα κοίταξε τα σπαθιά και είδε πως οι λεπίδες τους δεν κινούνταν πια, αλλά έμοιαζαν με ατσάλινες φλόγες όπως έλεγε ο θρύλος. Τα στερέωσε στη ζώνη του να κρέμονται πάνω από τους γοφούς του και γύρισε για να βρει την έξοδο, έμενε μόνο να βγει και να ξεκαθαρίσει την πόλη από την βρωμερή Συντεχνία μια και καλή. Και τώρα είχε τα όπλα για να το κάνει. Είδε μαύρο άνεμο να έρχεται με ταχύτητα πάνω του, και φωτιά τον έκλεισε στην αγκαλιά της και τον πήρε μαζί της. Όλες οι πέτρινες στήλες άρχισαν να γκρεμίζονται με εκκωφαντική βοή στο απύθμενο ομιχλώδες χάσμα, σκόνη θόλωσε την ατμόσφαιρα, αστραπές χάραζαν τον αέρα, τα φριχτά πουλιά έσκουζαν και πέθαιναν κι έπεφταν στροβιλίζοντας, τα σύννεφα κατέβηκαν χαμηλά και βυθίστηκαν στο μεγάλο κενό καλύπτοντας με τα πέπλα τους τα πάντα. Ο μιγάς ένιωσε μια ανείπωτη δύναμη να τον έλκει και αφέθηκε καθώς σβήναν όλα γύρω του. Μέχρι που άκουσε το όνομά του από μια φωνή γνωστή και εστίασε εκεί όλη του την νεοαποκτηθείσα ενέργεια. -10- Ο Μπροντ στάθηκε μπροστά στην πόρτα του κτιρίου της Συντεχνίας με το Βιβλίο στα χέρια του. Ο φόβος του είχε χαθεί, με το μαγικό βιβλίο στην κατοχή του είχε αναπτερωθεί η αυτοπεποίθησή του και ένιωθε ανίκητος. Η σκέψη του ήταν στον βάρβαρο φίλο του, και στα όσα δεινά φανταζόταν ότι τον είχαν υποβάλει οι μάγοι για να τον τιμωρήσουν. Ήθελε να τον σώσει, πίστευε πως όπως του είχε πει ο Όρο ήταν η μόνη ελπίδα του Ν'γκάρα να βγει ζωντανός από κει μέσα. Κι αυτό του έδινε όλο το κουράγιο και την αποφασιστικότητα που χρειαζόταν. Δεν είχε όμως ιδέα τι έπρεπε να κάνει. Ο θεός δεν του είχε πει πως να συνεχίσει. Κοίταξε το σήμαντρο της πόρτας να γυαλίζει μέσα στη νύχτα και αναρωτήθηκε για μια στιγμή αν ο μιγάς το είχε χτυπήσει όταν ήταν αυτός εδώ στη θέση του. Έβγαλε το Βιβλίο και το πρόταξε μπροστά. Πηχτό σκοτάδι άρχισε να βγαίνει από τις σελίδες του, μαύρη ενέργεια, μαγεία τόσο αρχαία και τόσο δυνατή που μόνο οι θεοί μπορούσαν να τα βάλουν μαζί της. Απλώθηκε στα χέρια του Μπροντ σαν να έψαχνε κάτι, κι έφτασε μέχρι τους αγκώνες του σαν αλλόκοτα γάντια. Τότε ένα κύμα αυτής της μαύρης ενέργειας τινάχτηκε στην πόρτα κι αυτή άνοιξε αμέσως διάπλατα και τα δύο φύλλα της χτυπώντας τα με πάταγο στους τοίχους. Μπήκε μέσα και προχώρησε μερικά διστακτικά βήματα κοιτώντας με απορία τον τεράστιο άδειο χώρο. Κόντευε στη μέση της αίθουσας όταν οι μάγοι έκαναν την εμφάνισή τους. Ο κλέφτης στάθηκε κι αμέσως σήκωσε το Βιβλίο ψηλά πάνω από το κεφάλι του. «Πίσω» φώναξε, «όση μαγεία κι αν έχετε αυτό εδώ έχει περισσότερη» Ο αρχιμάγος έμεινε ακίνητος, ενώ οι άλλοι δύο απλώθηκαν δεξιά κι αριστερά από τον Μπροντ κυκλώνοντάς τον. «Δεν ξέρεις τι κρατάς κλέφτη» ακούστηκαν οι φωνές τους σαν μία και έμεινε η ηχώ τους να πλανιέται στον αέρα, μιαρή και παράφωνη, κάνοντας τον Μπροντ να μορφάσει ενοχλημένος. «Το Βιβλίο μας ανήκει, κράτα τη συμφωνία μας αλλιώς...» «Αλλιώς τι;» τους διέκοψε ο Μπροντ κι έκανε ένα βήμα προς τον αρχιμάγο. «Θα με στείλετε να κάνω παρέα στον Ν'Γκάρα; Χα! Κόψε τις μπούρδες μάγε, αν μπορούσατε να τα βάλετε μ' αυτό εδώ θα με είχατε ήδη κάνει βατράχι και θα το παίρνατε μόνοι σας» συνέχισε κουνώντας το Βιβλίο επιδεικτικά. Γέλασε νευρικά και γύρισε μερικές φορές προς τον κάθε μάγο απειλώντας τους με το Βιβλίο, και κάθε φορά αυτοί έκαναν πίσω λες και τους έκαιγε όταν τους πλησίαζε. «Που είναι ο Ν'Γκάρα, μίλα μάγε πριν σου δείξω τι σημαίνει αληθινή δύναμη» είπε στον αρχιμάγο μπλοφάροντας. Δεν είχε την παραμικρή ιδέα πως να χρησιμοποιήσει το Βιβλίο, αλλά κάτι μέσα του τού έλεγε πως ήξερε αυτό τι να κάνει. «Ν'Γκάραααα» φώναξε κοιτώντας τριγύρω, «Ν'Γκάραααααααα, μ' ακούς βάρβαρε; Φανερώσου πανάθεμα, που σε έχουν κρύψει;» «Είναι πολύ μακριά για να σ' ακούσει κλέφτη» βρυχήθηκε ο αρχιμάγος. «Δώσε μας το Βιβλίο και θα του επιτρέψουμε να γυρίσει σ' αυτόν τον κόσμο πάλι» «Ναι, σίγουρα, οπωσδήποτε» ειρωνεύτηκε ο Μπροντ. «Άσε μάγε, προτιμώ να τον φέρω πίσω μόνος μου. Ν'Γκάραααα...» φώναξε πάλι όσο πιο δυνατά μπορούσε κι η φωνή του αντιλάλησε από τοίχο σε τοίχο. Το Βιβλίο λες και δέχτηκε κάποια εντολή άρχισε πάλι να απλώνει το σκοτάδι του. Έπεφτε κατά κύματα στο πάτωμα σαν μαύρη ομίχλη, και πρώτα τύλιξε τα πόδια του Μπροντ μέχρι που σκέπασε τις μπότες του. Οι μάγοι τραβήχτηκαν πίσω, ενώ αυτό άρχισε να κινήται παλλόμενο μέχρι που μερικά μέτρα πιο πέρα από τον κλέφτη υψώθηκε σαν κατάμαυρος τοίχος ανάμεσά τους. Αναδευόταν σαν ζωντανό, σαν την επιφάνεια της θάλασσας στο νότο όταν φυσάει δυνατός αέρας. Άρχισε να αλλάζει χρώμα στο κέντρο, έγινε γκρίζο, και μετά πήρε να ξανοίγει όλο και περισσότερο ώσπου έγινε διάφανο εντελώς. Και τότε ο Μπροντ είδε έκπληκτος έναν άλλον τόπο, ένα παράξενο άγνωστο μέρος να διαλύεται, είδε τις αστραπές και τα σύννεφα να πνίγουν το απύθμενο χάσμα, άκουσε τη βοή από την κατακρήμνιση. Και μέσα σε όλα αυτά είδε τον Ν'Γκάρα, φωτεινό σαν θεό, να υπερίπταται του χάους με δυο χρυσοκόκκινα σπαθιά κρεμασμένα στους γοφούς του. Και τον είδε κι αυτός, είδε το άνοιγμα και γύρισε το κεφάλι του προς τα εκεί, κάρφωσε το βλέμμα του πάνω στον Μπροντ, και με ένα άγριο χαμόγελο να σχηματίζεται στο σκληρό πρόσωπό του όρμησε κατευθείαν στην ανοιχτή πύλη ανάμεσα στους κόσμους. -11- Ο Ν'Γκάρα άκουσε τη φωνή του Μπροντ μέσα στον ορυμαγδό να τον καλεί και εστίασε στην κατεύθυνσή της όλη του την ενέργεια. Όταν άνοιξε η πύλη δεν έμοιαζε καθόλου με εκείνη που είχαν ανοίξει οι τρεις μάγοι της Συντεχνίας όταν τον έφεραν σ' αυτό το μέρος. Τώρα ήταν γκρίζα και ψυχρή, αλλά από την άλλη μεριά είδε τον φίλο του να φωνάζει το όνομά του και κατάλαβε ότι ήταν η ευκαιρία του να βγει και να γυρίσει στον κόσμο του. Βούτηξε στο άνοιγμα με το κεφάλι και την επόμενη στιγμή κουτρουβαλούσε στο πάτωμα της άδειας αίθουσας μέσα στην έρπουσα μαύρη ομίχλη του Βιβλίου. Έσβηνε γοργά και χανόταν πίσω στις αρχαίες σελίδες, ενώ ο μιγάς πεταγόταν όρθιος διψασμένος για εκδίκηση. Ξεκρέμασε τα σπαθιά του Όρο από τη ζώνη του και πήρε θέση μάχης μπροστά στους μάγους. Οι λεπίδες έγιναν πάλι φλόγες κι άρχισαν να τριζοβολούν πετώντας σπίθες, και στ' αυτιά του βάρβαρου έμοιαζε σαν παιάνας πολεμικός που τον καλούσε στη μάχη. Ο Μπροντ μόλις τον είδε χάρηκε, αλλά βλέποντάς τον να ετοιμάζεται για να παλέψει με τους μάγους προτίμησε αντί να πανηγυρίσει να πάει και να ψάξει να βρει ένα πιο ασφαλές σημείο για να σταθεί. Πήγε τρέχοντας πίσω από μια κολόνα σε έναν τοίχο και κάθισε κατάχαμα με την πλάτη του σ' αυτήν και το Βιβλίο σφιχτά στην αγκαλιά του. Οι τρεις μάγοι αναθάρρησαν όταν το Βιβλίο έφυγε μακριά τους. Πρώτος πέταξε την κουκούλα του ο αρχιμάγος κι εμφανίστηκε ένας ηλικιωμένος άντρας γεμάτος ρυτίδες. Το δέρμα του ήταν εντελώς λευκό σαν πεθαμένου, στο κεφάλι του δεν είχε ούτε μία τρίχα, και τα μάτια του ήταν κατάμαυρα χωρίς καθόλου άσπρο. Μπροστά στα μάτια του Ν'Γκάρα άρχισε να αλλάζει μορφή. Πρώτα μάκρυναν τα πόδια του. Άρχισε να ψηλώνει, έφτασε να περνάει δυο φορές τον μιγά, και τότε έπεσε ξαφνικά στα γόνατα. Τα πόδια του ενώθηκαν κι έγιναν ένα, και οι πατούσες του έγιναν σαν μυτερή ουρά φιδιού. Ο κορμός του στρέβλωσε και τα πλευρά του τεντώθηκαν και πλάτυναν κάτω από το δέρμα και έφτιαξαν έναν θώρακα που έδειχνε αδιαπέραστος. Το χρώμα του από λευκό έγινε σκούρο καφέ σαν την λάσπη στους υπονόμους. Το πρόσωπό του απέκτησε μυτερό πηγούνι και γαμψή μύτη σαν αρπακτικού, και τα αυτιά του μεγάλωσαν, έγιναν μυτερά σαν της νυχτερίδας και οι άκρες τους εξείχαν πάνω από το κρανίο του. Στο στόμα του τα δόντια μεγάλωσαν κι έγιναν κοφτερά σαν μικρά στιλέτα. Τα χέρια του μάκρυναν κι αυτά και τα νύχια του έγιναν γαμψά σαν αρπακτικού ικανά να ξεσκίσουν ότι θα βρισκόταν μπροστά τους. Η πλάτη του σχίστηκε και ένα ζευγάρι μαύρα μεμβρανώδη φτερά βγήκαν και τινάχτηκαν σαν να χαίρονταν που ελευθερώθηκαν. Το πλάσμα που ως τότε ήταν ο αρχιμάγος της Συντεχνίας έγειρε πίσω το τερατώδες κεφάλι του και έκρωξε δυνατά. Μετά ύψωσε το φριχτό κορμί του μπροστά στον Ν'Γκάρα και ετοιμάστηκε με τη σειρά του για την επικείμενη μάχη. Οι άλλοι δύο μάγοι πέταξαν κι αυτοί τις κάπες τους και φανέρωσαν δύο νεαρούς άντρες σχεδόν παιδιά ακόμα. Μεταμορφώθηκαν γρήγορα σε δύο ογκώδη σκυλιά μεγάλα σαν αρκούδες, μαύρα και με άγριο τρίχωμα. Στάθηκαν στις πλευρές του αρχηγού τους και γρύλισαν δείχνοντας τα δόντια τους, με τα σάλια τους να στάζουν στο πάτωμα. «Βάλιρ» μουρμούρισε ο Ν'Γκάρα κοιτώντας τους εχθρούς του, και έφερε από μια στροφή τα σπαθιά του πριν τα υψώσει μπροστά στο πρόσωπό του. Το πλάσμα-αρχιμάγος χτύπησε πρώτο. Τίναξε τις φτερούγες του και επιτέθηκε ουρλιάζοντας ψάχνοντας με τα νύχια του να βρει το κορμί του βάρβαρου. Όμως αυτός βούτηξε στο πλάι και με μια τούμπα πετάχτηκε πάλι στα πόδια του και όρμησε με τα σπαθιά του να σχίζουν τον αέρα αφήνοντας γραμμές φωτιάς στην πορεία τους. Το πλάσμα έκανε πίσω με ταχύτητα που δεν την μαρτυρούσε το σώμα του και χτυπώντας τα φτερά του υψώθηκε μέχρι που έφτασε στο ταβάνι. Από κει άνοιξε το στόμα του αφύσικα και ξέρασε ένα χείμαρρο φωτιάς, που οι λεπίδες του Όρο κατάπιαν μ' ευχαρίστηση και έτριξαν χαρούμενες. Τα δύο σκυλιά κύκλωσαν τον Ν'Γκάρα, και του επιτέθηκαν ταυτόχρονα από δύο μεριές. Ο μιγάς πήδησε και έστριψε το κορμί του κατεβάζοντας τα σπαθιά στο πιο κοντινό του. Τα κάρφωσε με δύναμη στον σβέρκο του και το γονάτισε στο πάτωμα. Με μια ακόμα στροφή που θύμιζε άγριο χορευτικό γύρισε και άφησε το κορμί του να πέσει με την πλάτη κάτω, ενώ κρατούσε ψηλά τις λεπίδες δίπλα δίπλα. Το δεύτερο σκυλί δεν πρόλαβε να κόψει την επίθεσή του και βρέθηκε να περνάει πάνω από τον βάρβαρο, και οι φλόγες του Όρο το έκοψαν κατά μήκος σε τρία κομμάτια σαν να ήταν από μαλακό βούτυρο. Τα εντόσθια και το αίμα του έλουσαν τον Ν'Γκάρα και τον έβαψαν κόκκινο από το κεφάλι ως τα πόδια. Όταν σηκώθηκε έμοιαζε με πραγματικό δαίμονα. «Σειρά σου μάγε» μούγκρισε μεθυσμένος από τη αψάδα της μάχης. «Κατέβα και νιώσε τη φωτιά των σπαθιών μου, και ξεδίψασέ τα με το αίμα σου, γιατί ήρθε η ώρα που η μίζερη ζωή σου θα γίνει δική τους» Ο αρχιμάγος όμως δεν ήταν τόσο εύκολος αντίπαλος όσο οι δύο μαθητευόμενοί του. Άρχισε να πετάει όλο και πιο γρήγορα σε κύκλο πάνω από τον Ν'Γκάρα, και ο αέρας μετατράπηκε σε φυσούνα που τον αιχμαλώτισε στο κέντρο της. Τίναξε τα σπαθιά του πάνω της αλλά δεν βρήκε κάτι σταθερό να σχίσει. Ουρλιάζοντας το πλάσμα έκανε μια απότομη κάθοδο και άρπαξε τον μιγά από τους ώμους. Τον σήκωσε ψηλά και τον τίναξε σε έναν τοίχο με δύναμη. Έσκασε πάνω στην πέτρινη επιφάνεια με την πλάτη και βόγκηξε πνιχτά καθώς ο αέρας βγήκε βίαια από τα πνευμόνια του. Έπεσε στο πάτωμα και παρά τον πόνο κύλησε αμέσως στο πλάι για να αποφύγει την επόμενη επίθεση του αρχιμάγου που βούτηξε με τα νύχια του έτοιμα να τον κάνουν κομμάτια. Ένιωσε τις λεπίδες να του δίνουν ενέργεια και πετάχτηκε όρθιος πίσω του, και με ένα στριφογύρισμα του κορμιού του έκοψε μεμιάς και τις δύο φτερούγες του πλάσματος. Το ουρλιαχτό του ήταν τόσο δυνατό που έκανε τον μιγά να παραπατήσει προς τα πίσω στιγμιαία μορφάζοντας καθώς ένιωσε τα αυτιά του να κοντεύουν να σπάσουν. Το πλάσμα κλαψούρισε και σύρθηκε σβέλτα πάνω στη χοντροφτιαγμένη φιδίσια ουρά του, και έφτυσε γι' ακόμα μια φορά φωτιά στοχεύοντας το κεφάλι του βάρβαρου. Αυτός ύψωσε τελευταία στιγμή τα σπαθιά του χιαστί μπροστά στο πρόσωπό του και οι λεπίδες κατανάλωσαν κι αυτή τη φορά με ευχαρίστηση όλη τη θερμότητα προστατεύοντάς τον. Αντεπιτέθηκε αμέσως, έκανε ένα σάλτο και κλώτσησε το πλάσμα στο στήθος κάνοντάς το να χάσει την ισορροπία του, και μόλις τα πόδια του πάτησαν πάλι στο πάτωμα τίναξε τα σπαθιά του και έκοψε δυο βαθιές χαρακιές κατά μήκος της ουράς. Οι λεπίδες άρχισαν να τραγουδούν ύμνους για τον θάνατο, και οι φλόγες τους πήραν ένα λευκόχρυσο χρώμα. Γεύτηκαν το αίμα του μάγου και τώρα ζητούσαν τη ζωή του. Το πλάσμα έσκουξε και προσπάθησε να επιτεθεί ξανά, αλλά τώρα πια ήταν πολύ αργό και ο Ν'Γκάρα απέκρουσε πολύ εύκολα τα κοφτερά νύχια του, και με δύο καλοζυγισμένα τινάγματα των σπαθιών του έκοψε το ένα μετά το άλλο και τα δύο χέρια λίγο κάτω από τους αγκώνες. Μόνο μια στιγμή πέρασε, αλλά ήταν λες και στάθηκε ο χρόνος για λίγο. Ο μιγάς πήδησε όσο ψηλά μπορούσε ενώ το πλάσμα παράπαιε, και με μια θριαμβευτική κραυγή νίκης του έκοψε το κεφάλι χτυπώντας σταυρωτά και με τα δύο σπαθιά σαν να έκλεινε ένα μεγάλο ψαλίδι. Έπεσε και κύλησε στο πάτωμα, και έφτασε μέχρι την κολόνα που καθόταν ο Μπροντ και παρακολουθούσε με ορθάνοιχτο το στόμα και γουρλωμένα τα μάτια την επική μάχη που έδινε ο φίλος του. Το ακέφαλο και ακρωτηριασμένο κορμί άρχισε να σφαδάζει και να κοπανιέται, και το αίμα που έβγαινε σαν πίδακας από τον κομμένο λαιμό πετάγονταν ψηλά σαν συντριβάνι, μέχρι που στράγγιξε και τα απομεινάρια του πλάσματος έπεσαν κάτω και μετά από λίγα ακόμα τινάγματα έμεινε οριστικά ακίνητο, νεκρό. Ο Μπροντ πετάχτηκε όρθιος και άρχισε να χοροπηδάει φωνάζοντας χαρούμενα. «Χαχαχαχα, έτσι σκοτώνει ο Ν'Γκάρα μάγε, σου άρεσε;» φώναξε και κλώτσησε το άψυχο πια κεφάλι στον απέναντι τοίχο. Στα χέρια του κρατούσε ακόμα το Μαύρο Βιβλίο, κι ο μιγάς το κοίταξε με απορία. Όταν τον είδε ο Μπροντ να τον κοιτάζει σταμάτησε τους πανηγυρισμούς και του το έδειξε χαμογελώντας. «Ήρθε ο Όρο Ν'Γκάρα, το πιστεύεις; Με πήρε και πήγαμε πίσω στο δάσος του Άρκομ, και μ' έβαλε να μπω μέσα στο ναό και να σ' ακολουθήσω, και σε είδα που σκότωσες εκείνο το μεγάλο φίδι κι εκείνη την όρθια σάυρα, και όταν το έκαψες οι στάχτες μαζώχτηκαν και ξανάγιναν βιβλίο γιατί έπρεπε να 'ρθώ και να σε βγάλω από κει μέσα βάρβαρε, και δεν υπήρχε άλλος τρόπος...» είπε σχεδόν με μια ανάσα γεμάτος ενθουσιασμό. Ενθουσιασμός που έσβησε όμως μαζί με το γέλιο του όταν είδε τον Ν'Γκάρα να παραμένει σοβαρός με το πρόσωπό του σκληρό κι ανέκφραστο σαν από πέτρα. Έσκυψε το κεφάλι και του πρότεινε το Βιβλίο διστακτικά. «Μπορείς πάντα να το ξανακάψεις...» είπε σιγανά και του χαμογέλασε νευρικά. Ο Ν'Γκάρα δεν του απάντησε. Κρέμασε το αριστερό του σπαθί στη ζώνη του, κι αυτό μόλις έφυγε από το χέρι του έγινε πάλι ατσαλένιο, και με το άλλο να φλέγεται του έδειξε το πάτωμα. Ο Μπροντ άφησε το Βιβλίο κάτω και ο μιγάς πήγε κοντά και το ακούμπησε με τη μύτη της φλεγόμενης λεπίδας του. Το Βιβλίο άρπαξε αμέσως όπως και στο ναό, και τσιτσιρίζοντας κάηκε ολοσχερώς μέχρι που έγινε ένα μικρό λοφάκι στάχτης. «Μάζεψέ την, θα την πετάξουμε στις Ερημιές» είπε στον Μπροντ και κίνησε για την πόρτα. Ήθελε να πάρει μια ανάσα καθαρού νυχτερινού αέρα, είχε μπουχτίσει με όλα αυτά, κι ένιωθε κι όλο του το κορμί να κολλάει από το αίμα των μάγων. Βγήκε, ενώ ο Μπροντ έχωσε βιαστικά τις στάχτες σε ένα δερμάτινο πουγκί, και τον ακολούθησε αμέσως μη θέλοντας να παραμείνει μόνος του εκεί μέσα ούτε δευτερόλεπτο παραπάνω. Πίσω τους τα τερατώδη πτώματα άλλαξαν και έγιναν πάλι ανθρώπινα. Η νύχτα είχε προχωρήσει και η Καράν ήταν σιωπηλή. Τίποτα απ' όσα έγιναν μέσα στο κτίριο της Συντεχνίας δεν ακούστηκε έξω, τίποτα δεν τάραξε τον ήσυχο ύπνο των ανύποπτων πολιτών. Όταν την επόμενη μέρα τα μέλη της Συντεχνίας θα πήγαιναν στο κτίριο θα έβρισκαν τους μάγους τους σφαγμένους και τον τόπο πνιγμένο στο αίμα, αλλά οι δύο κλέφτες θα είχαν πλυθεί και θα έκαναν τους ανήξερους, και κανείς δεν θα ήξερε ότι ήταν αυτοί οι υπαίτιοι. Η περιπέτειά τους είχε τελειώσει προς το παρόν. Είχαν καταφέρει να βρουν και να πάρουν τα σπαθιά του θεού του Πολέμου, και τώρα μπορούσαν να συνεχίσουν το ταξίδι τους για το Βουνό της Φωτιάς στο βορρά. Τώρα είχαν το όπλο που μπορούσε να σκοτώσει και θεό ακόμα, και η μάχη με τον Ζόραθ, τον θεό της Φωτιάς, δεν φαινόταν πια εντελώς καταδικασμένη. -12- Φύγανε από την Καράν μία εβδομάδα μετά. Δεν είχαν κάτι να τους βιάζει, και ο Ν'Γκάρα χρειαζόταν να ξεκουραστεί και να φροντίσει τα τραύματα από τα χτυπήματα που είχε δεχτεί. Φάγανε ένα πλούσιο μεσημεριανό γεύμα σε μια ταβέρνα, και το απόγευμα καβάλησαν τα άλογά τους και ξεκίνησαν το ταξίδι τους. Μπήκαν στις Ερημιές και με ελαφρύ τροχασμό άφησαν σύντομα πίσω τους την πόλη. Όταν πια δεν φαινόταν καθόλου κρυμμένη από τους αμμόλοφους οι δυο κλέφτες σταμάτησαν, κι ο Μπροντ έβγαλε το δερμάτινο πουγκί του και άδειασε τη στάχτη του Μαύρου Βιβλίου στο απογευματινό αεράκι. Την παρακολούθησαν να στροβιλίζεται και να χάνεται, μέχρι που εξαφανίστηκε εντελώς και σιγουρεύτηκαν ότι δεν είχε μείνει πια τίποτα από τη δυνατή μαγεία που σε λάθος χέρια θα μπορούσε να φέρει μεγάλες καταστροφές και δεινά στον κόσμο. Ο ήλιος έδυε στον ορίζοντα, και η απέραντη αμμοπεδιάδα είχε βαφτεί πορτοκαλί απ' άκρη σ' άκρη. Οι δύο κλέφτες καβάλα στ' αλογά τους συνέχισαν την πορεία τους δίπλα δίπλα προς τον ορίζοντα, πηγαίνοντας χωρίς να το ξέρουν ακόμα κατευθείαν στην επόμενη περιπέτειά τους. Για την ώρα όμως ήταν ήσυχοι, και απλά απολάμβαναν το ηλιοβασίλεμα και χαίρονταν την ελεύθερη ζωή τους. Δεν θα μπορούσαν να ξέρουν κι ότι πίσω τους ο Όρο φρόντισε να φυλάξουν οι άνεμοι τις στάχτες και να του τις φέρουν. Ήταν ο μόνος τρόπος για να είναι σίγουρος πως ποτέ δεν θα βρισκόταν κάποιος άλλος δυνατός μάγος που θα ποθούσε την αρχαία δύναμη του Μαύρου Βιβλίου και θα προσπαθούσε να το βρει και να το κάνει δικό του..- By MadnJim 5-8Αυγ2015 4 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Ιρμάντα Posted August 12, 2015 Share Posted August 12, 2015 Καλησπέρα Σπύρο! Έχω αυτά τα σχόλια κάποιες μέρες έτοιμα αλλά έλεγα να τα ανεβάσω με το που θα έβαζαν και οι άλλοι ιστορίες. Αλλά αντιλαμβάνομαι πως τα περιμένεις, οπότε είπα να τα κάνω ένα copy/paste να τα διαβάσεις!!! Σχόλια για τη νέα περιπέτεια του Ν’Γκάρα:Παρά τις τεχνικές αδυναμίες είναι σίγουρα, σαν ιδέα, από τις πιο δυνατές σου δουλειές και είμαι πραγματικά υπερήφανη που έγινε πάνω στον πρόλογό μου.Θα σταθώ σε μερικά πράγματα που νομίζω χαλάνε τη γενική εντύπωση. Π.χ. λέξεις όπως αδρεναλίνη, φράσεις όπως γλώσσα του σώματος, με πετάνε εκτός κλίματος. Και αντιδεοντολογικό επίσης, αλλά αντιλαμβάνομαι ότι αυτό κάπως λέγεται σε χιουμοριστικό τόνο.Ο Ν’Γκάρα έπραξε εντελώς παρορμητικά καταστρέφοντας το Βιβλίο. (Έχω την εντύπωση πως όταν είχα ξαναδιαβάσει κάτι για το ναό του φιδιού είχα παρόμοιες αντιρρήσεις). Βέβαια η ιστορία τώρα δεν συγκρίνεται.Αν ελπίζει ο Ν’Γκάρα να πάρει τα σπαθιά και μάλιστα από τέτοιους μάδερ-φάκερς με συγχωρείτε για την έκφραση έπρεπε να το κρατήσει κάπου κρυμμένο και να εκβιάσει. ΔΕΝ ΥΠΗΡΧΕ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ να πάρει οτιδήποτε αν δεν είχε στο χέρι του ένα χαρτί, να διαπραγματευτεί.Ο Ν’Γκάρα θα έπρεπε να υποθέσει ότι ουσιαστικά η Συντεχνία ΔΕΝ ήθελε να τον παγιδεύσει. Γιατί; Γιατί αν θεωρούσαν ότι δεν θα ξέφευγε ζωντανός από το ναό του φιδιού θα ήταν δώρο άδωρο αν τον στείλουν. Πώς θα τους έφερνε το Βιβλίο ένας που θα τον είχαν κάνει μαμ τα φίδια ή η φιδόγρια ή γουατέβερ; Τον δελεάζουν με τα σπαθιά για να πάει, σύμφωνοι, επειδή όμως έχουν ανάγκη και κόψιμο το Βιβλίο, δεν τους συμφέρει να τον τσαντίσουν. Δεν τους συμφέρει. Θα έπρεπε είτε να του πουν, κοίτα φίλε, έχει διαβόλους και τριβόλους εκεί που θα πας, έχει φιδόπουλα, αλλά επειδή είσαι μπράτσα και δύναμη θα τους ξετινάξεις και θα φέρεις το Βιβλίο, και θα πάρεις και τα δίδυμα σπαθιά ως ανταμοιβή. Είτε να φανεί μετά ότι δεν ήξεραν ότι το μέρος δεν είχε θησαυρούς. Δηλαδή δείχνει σαν να θέλουν, σαν να επιδιώκουν να εξαγριώσουν έναν άνθρωπο από τον οποίο εξαρτώνται, και που τελικά τους χάλασε και το Βιβλίο που θέλανε ακριβώς επειδή τον εξαγρίωσαν. Δεν είναι λογικό από την πλευρά της Συντεχνίας. Δεν τους συμφέρει.Το χρονικό παράδοξο, αν μπορεί να ονομαστεί έτσι είναι πολύ καλό σαν ιδέα σε sword and sorcery. Με ξάφνιασε, με παρέσυρε, είπα Μπράβο ρε Σπύρο.Αλλά: Ο Όρο δεν μπαίνει στο ναό του φιδιού γιατί είναι αντιδεοντολογικό. Γιατί λοιπόν ξαναδημιουργείται το βιβλίο; Για ποιο λόγο; Αν ήταν φτιαγμένο για να ξαναδημιουργηθεί αυτό πρώτον θα έπρεπε κάπου να το αναφέρεις και δεύτερον γιατί δεν ξαναδημιουργήθηκε μετά τη δεύτερη καύση του;. Είναι σαν να επενέβη ο Όρο για να ξαναδημιουργηθεί, που όπως μας είπες είναι αντιδεοντολογικό αν το κάνει. Εγώ περίμενα δηλαδή πως ο κλεφταράκος θα εμπόδιζε τον Ν’Γκάρα να το καταστρέψει από μίας αρχής. Όχι ότι θα ξαναφτιαχνόταν.Πολύ ωραία εικόνα ο παράκοσμος, πολύ ωραίος. Μα εφόσον του είπαν ότι θα κάτσει να περιμένει τα χρόνια να τον τελειώσουν, γιατί έσκασε ο κύκλωπας; Εγώ περίμενα ότι είχαν κατά νου, από τα λεγόμενά τους, δηλαδή, μία αργή σήψη, έναν αργό θάνατο, μία αιωνιότητα ακινησίας και απαράλλαχτης μοναξιάς. Αλλά με το που έφυγαν αυτοί ήρθε ο γίγας. Ο γίγας δεν είναι χρόνος που σε αργοπεθαίνει, είναι φονιάς και σε ξαποστέλνει. Τσακ-μπαμ.Πάλι δεν κατάλαβα πώς ενώ ο Όρο το έβρισκε αντιδεοντολογικό να επέμβει σε κείνο τον παράκοσμο, τελικά επενέβη για να του δώσει τα σπαθιά. Λες ότι ο Βάλιρ εκεί δεν ανατέλλει, ότι είναι άλλες θρησκείες, άλλοι θεοί, ο θεός του ήλιου δεν πατάει και τα λοιπά. Τελικά ο Όρο και μπήκε, και επενέβη, και βοήθησε μία χαρά τον Ν’Γκάρα να βρει τα σπαθιά. Αυτό δεν ήταν αντιδεοντολογικό; Μονάχα η Πύλη φάνηκε να ανοίγει χάρης το Βιβλίο.Επίσης, αν ήθελε να μην το πάρει κανείς το Βιβλίο ξανά νομίζω θα ήταν λογικότερο να το αφήσει να σκορπιστεί, να στείλει και τον άνεμο ίσως να επιβεβαιώσει ότι θα σκορπιστεί πέρα για πέρα. Το τέλος που δίνεις με υποψιάζει ότι ο Όρο θέλει το Βιβλίο για τον εαυτό του.Γενικώς αυτά. Ένα δύο χτενίσματα και θα φυσάει η ιστορία. Είναι φτιαγμένη από καλό βαρβαρικό υλικό. Α, και κάτι τελευταίο: Ρε παιδί μου, εκείνο το πόντικα που του κοπανάει κάθε τρεις και λίγο. Αφού δεν θέλει ο δόλιος να τον λένε έτσι. Δείξε λίγο σεβασμό ρε βάρβαρε!Μπράβο πάντως Σπύρο. Παρά τις παρατηρήσεις στάζεις αίμα! 1 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
MadnJim Posted August 12, 2015 Author Share Posted August 12, 2015 Ειρήνη σ' ευχαριστώ για τις πάντα εύστοχες επισημάνσεις σου. Να είσαι σίγουρη πως θα τις δω όλες στην πράξη με πολύ μεγάλη προσοχή. Να πω μόνο πως η ιστορία αυτή δεν είναι διορθωμένη, γιατί θα υποστεί έτσι κι αλλιώς αλλαγές προκειμένου να προσαρμοστεί στο μεγάλο πλαίσιο, οπότε θα διορθωθεί τότε. Γι' αυτό και κάθε παρατήρηση, κάθε σχόλιο, μου είναι πολύτιμα... Η εισαγωγή σου πάντως ήταν πολύ εμπνευστική, μπράβο κι ευχαριστώ ξανά... 1 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Ιρμάντα Posted August 12, 2015 Share Posted August 12, 2015 Θα ξαναπώ ότι σαν φαντασία είναι πολύ δυνατή. Αν δεις κανα δυο θέματα θα γίνει εξαιρετική. 1 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
alkinem Posted August 13, 2015 Share Posted August 13, 2015 Καλημέρα Σπύρο. Λοιπόν... Η ιστορία μού άρεσε πάρα πολύ. Δράση, φαντασία, η υπερβολή στον σωστό βαθμό. Καλογραμμένη και παρά το σχετικά μεγάλο της μέγεθος, διαβάστηκε άνετα. Ό,τι αρνητικά είχα να πω, με πρόλαβε η Ειρήνη και με το παραπάνω. 2 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
MadnJim Posted August 13, 2015 Author Share Posted August 13, 2015 Χαίρομαι πολύ που σου άρεσε και τη βρήκες καλογραμμένη Γιάννη, και σ' ευχαριστώ τόσο για τον αναγνωστικό σου χρόνο όσο και για το σχόλιό σου. Να 'σαι καλά φίλε μου. 2 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Ιρμάντα Posted August 13, 2015 Share Posted August 13, 2015 Αν τα σπαθιά του Όρο τα κρατούσε γυναίκα: 3 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
MadnJim Posted August 14, 2015 Author Share Posted August 14, 2015 (edited) Μμμμ, κι αν σου πω ότι κάποια στιγμή θα τα κρατήσει γυναίκα; Για λίγο βέβαια, μην το παρακάνουμε... Edited August 14, 2015 by MadnJim 1 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
elgalla Posted August 15, 2015 Share Posted August 15, 2015 (edited) Δεν έχω διαβάσει τα πιο πάνω σχόλια, οπότε ίσως κάποια πράγματα τα επαναλάβω γιατί βλέπω ότι κι η Ειρήνη έγραψε κάμποσα. Ξεκινώντας από τα θετικά, η ιστορία έχει πολύ δυνατές περιγραφές και πολύ καλή δράση. Νομίζω πως αυτά τα δύο είναι τα πιο γερά χαρτιά του διηγήματος, αυτή τη στιγμή. Λόγω της φύσης του (βαρβαρικό sword & sorcery) θα έλεγα πως είναι και τα πιο σημαντικά. Σε επίπεδο πλοκής τρεις βασικές τρύπες εντόπισα: πρώτον, γιατί τον κορόιδεψαν οι μάγοι αφού ήθελαν το βιβλίο; Πώς θα τους το έφερνε αν ήταν νεκρός; Δεύτερον, τι παίζει με την αναδημιουργία του βιβλίου; Ο Όρο το έκανε; Δεν ήταν αντιδεοντολογικό να μπλέξει με άλλες θρησκείες και καλά; Και, τρίτον, γιατί του στέλνουν το γίγαντα ενώ υποτίθεται ότι θέλουν να τον δουν να γερνάει και να υποφέρει; Edit: κι ένα ακόμη που ξέχασα, ότι δεν είναι φανερός ο σκοπός της εισαγωγής, αφού είναι κάτι που συμβαίνει μετά. Αν ήταν κάποιο όνειρο ίσως να λειτουργούσε, αλλά ως έχει είναι κάπως περιττό. Τα όσα ακολουθούν στο spoiler είναι λαθάκια επιμέλειας προς διόρθωση, για όταν καταπιαστείς ξανά με την ιστορία. Πριν περάσω σ' αυτά, τρία γενικά: (1) Η στίξη πάσχει πολύ σοβαρά στη συγκεκριμένη ιστορία, κάτι που κουράζει ιδιαίτερα σε συνδυασμό με το μεγάλο μέγεθος. Λείπουν πάρα μα πάρα πολλά κόμματα σε ολόκληρο το κείμενο. Ξέρεις τη μόνιμη συμβουλή μου γι' αυτό, δεν την ξαναγράφω, σου έχω εμπιστοσύνη πως θα το φτιάξεις. (2) Φρέσκαρε λίγο τους κανόνες για τα τελικά "ν" και το πότε "πέφτουν". Σου έχουν ξεφύγει κάμποσα. (3) Δεν μπορώ να πω πως είναι το πιο δυνατό σου κείμενο από πλευράς διαλόγων. Σε μεγάλο βαθμό μου φαίνονταν ξύλινοι. Θα σου συνιστούσα να βγάλεις τα πολλά "χαχαχα" που θυμίζουν το Δρακουμέλ που κυνηγάει τα Στρουμφάκια ή, πιο ταιριαστά για την περίπτωσή μας, το Μαμ-Ρα που κυνηγάει τους Θάντερκατς. Καλύτερα να γράφεις απλά "γέλασε", πίστεψέ με. 1. ή τουλάχιστον υπέθεσε πως είναι άντρες - ήταν2. με σχήμα σαν φλόγες - κακή διατύπωση3. Ο θρύλος λέει - έλεγε4. τραγουδιούνται ακόμα - παρατατικός, εκτός αν έχεις παντογνώστη αφηγητή5. Οι θησαυροί δεν μας ενδιαφέρουν, πάρε ότι θες για τον εαυτό σου. Μόνο αυτό μας νοιάζει. - πεθαίνω με τη σύμπτωση!6. Οι ηθικοί ενδοιασμοί των κλεφτών/τυχοδιωκτών δεν με πολυπείθουν.7. η Ερημιές - οι ερημιές, προφανώς8. Τα άλογα είχαν μυρίσει το νερό και ήταν ανήσυχα - γιατί; δεν πίνουν νερό αυτά τα άλογα;9. που έκλεβαν από τον ναό - που θα έκλεβαν1ο. «Πάμε ποντίκι...» - τόσο Φάφρεντ και Γκρίζος Γάτος στιγμή!11. «Βάλιρ» μουρμούρισε - τι είναι τούτο; Είναι κάτι που θα έπρεπε να καταλάβω;12. Έσκυψε το κεφάλι του και έβρισε την τύχη του. - γιατί καλέ; τι του φταίει; μόνος του δεν αποφάσισε να κλείσει συμφωνία με τους μάγους;13. ότι υπάρχει εκεί μέσα - είναι ό,τι, με κόμμα.14. αν ο Μπροντ τον ακολουθεί - τον ακολουθούσε15. Οι διπλοί πύργοι του - συμπτώσεων συνέχεια16. τι δεν του κόλλαγε καλά, η απόλυτη ησυχία - εδώ, αντί για κόμμα θες άνω-κάτω τελεία ή άνω τελεία. Γενικά, υπάρχουν πολλά σημεία στίξης.17. διηγούνταν - αν και νομίζω πως, τυπικά, αυτό δεν είναι λάθος, εγώ πάντα προτιμώ τα εις -όταν καταλήγοντα σ' αυτές τις περιπτώσεις, δηλ. διηγιόταν.18. ακόλουθων του Βάλιρ - ααα, μάλιστα, αυτός είναι ο Βάλιρ. Λίγο καθυστερημένα μου το εξηγείς, όμως.19. κάποτε υπήρξαν κομμάτια - είτε ήταν κομμάτια είτε είχαν υπάρξει κομμάτια, καλύτερα20. σα να ήταν για καλά μέσα στη νύχτα - well into the night, ε; σαν να παρα-ακούγονται τα αγγλικά εδώ, μου φαίνεται.21. θα προκαλούσαν τη λογική σε όποιον - όχι. θα προκαλούσαν τη λογική όποιου. εκτός κι αν έκαναν κάποιον να αποκτήσει λογική, δεν θα "προκαλούσαν λογική σε όποιον".22. Ότι κι αν ήταν - επίσης ό,τι, με κόμμα.23. Λύγισε το δυνατό γεμάτο μυς κορμί του σαν τίγρη έτοιμη να επιτεθεί - χαμήλωσε, όχι λύγισε, και σαν τίγρης, όχι σαν τίγρη.24. «Σκοτώνεσαι δαίμονα» - ε; περίεργη ατάκα να του πει25. Του έμπηξε το σπαθί στο αριστερό του μάτι - είμαι πεπεισμένη πως όλοι από το ίδιο πηγάδι τραβάμε τις εμπνεύσεις μας, τελικά, δεν υπάρχει άλλη εξήγηση.26. από την αδρεναλίνη - WTF; Διώξε τον Salvatore από μέσα σου, ακόμη θυμάμαι να ανατριχιάζω με φρίκη όταν στο Homeland έγραφε για την υπεριώδη όραση των drow.27. Δεν υπάρχει σκιά στις Ερημιές - Υπάρχουν πλάσματα που ζουν - Πάλι εδώ έχεις θέμα με τους χρόνους σου. Πρέπει να γίνουν παρατατικοί αυτοί οι ενεστώτες.28. αντιδεοντολογικό - μιεχ. γιατί δεν δοκιμάζεις ένα απλό και όμορφο "προκλητικό", καλύτερα;29. να υπερίπταται του χάους - ο Salvatore έφυγε, ο κακομεταφρασμένος Lovecraft ήρθε. δεν πολυταιριάζει με το υπόλοιπο ύφος του κειμένου, αυτό θέλω να πω. Αν και φαίνεται πως έγραψα κυρίως αρνητικά, την ιστορία τη διασκέδασα και, όπως είπα και αρχικά, έχει δυνατές περιγραφές και χορταστική δράση. Όλα τα άλλα φτιάχνονται αρκετά εύκολα, πιστεύω. Ο λαός απαιτεί περισσότερο Ν'Γκάρα! Edited August 15, 2015 by elgalla 1 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
SymphonyX13 Posted August 15, 2015 Share Posted August 15, 2015 Τα "Διπλά σπαθιά..." όπως ξέρεις τα έχω διαβάσει και τα έχουμε ήδη σχολιάσει ποικιλοτρόπως Σπύρο. Χορταστική περιπέτεια με δυνατές περιγραφές, που θα γίνει ένα πολύ καλό κομμάτι του μεγαλύτερου συνόλου που ετοιμάζεις. Τα όποια αρνητικά στα έχω επίσης αναφέρει,και οι επισημάνσεις της Ειρήνης και της Αταλάντης είναι πολύ αναλυτικές. Το θέμα που έχω, που είναι καθαρά προσωπικού γούστου, με την συμπεριφορά του Ν`Γκάρα στον Μπροντ, επίσης το ξέρεις. Ανυπομονώ και για άλλες ιστορίες του μιγά βάρβαρου! 1 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
MadnJim Posted August 15, 2015 Author Share Posted August 15, 2015 Αταλάντη σ' ευχαριστώ που διάβασες και σχολίασες την ιστορία μου. Τις συμβουλές σου να είσαι σίγουρη πως θα τις λάβω πολύ σοβαρά υπόψη όταν έρθει η ώρα να αξιοποιηθεί και να πάρει τη θέση της εκεί που πρέπει. Οπωσδήποτε καταλαβαίνω πως χρειάζεται δουλίτσα ακόμη το κομμάτι για να γίνει χρηστικό. Τα σχόλιά σας θα με βοηθήσουν και σας ευχαριστώ πολύ γι' αυτό. Δημήτρη φίλε μου, 1 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
WILLIAM Posted August 16, 2015 Share Posted August 16, 2015 ΄Χορταστική περιπέτεια, σπαθιά μάγια και θεοί να ανακατεύονται με τα του κόσμου, απόλυτο φάντασι. Εντάξει τα λαθάκια τα έχεις κάνει αλλά μόλις το ξαναδιαβάσεις τα φτιάχνεις, δεν είναι τίποτα, από κει και πέρα να πω ότι την απόλαυσα και αναμένω να δω τη συνέχεια. Και φυσικά να πω ότι θέλω να διαβάσω και το βιβλίο που θα προκύψει με τον πολεμιστή σαν πρωταγωνιστή, ( Ήταν η μόνη ιστορία που δεν είχε σεξ μέσα ούτε γυμνές γυναίκες αλλά μετά μας πέταξες το κομματάκι εκείνο και μας τσουλούφρισες μέσα στις ζέστες.., ) 1 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Blacksword Posted October 16, 2015 Share Posted October 16, 2015 (edited) Ωραία ιστορία και αυτή, αν και μεγαλύτερη κυλάει πολύ καλά η πλοκή. Το μόνο που με ενόχλησε είναι λίγο η γριά, μα καλά πόσο διψάει πια; Σοβαρά όμως, είναι αρκετά καλή χωρίς υπερβολές και με ωραίους χαρακτήρες. Έχω μια ερώτηση μόνο: Το κίνητρο του Όρο για να τους βοηθήσει, ήταν μόνο για την "προστασία" του βιβλίου ή υπάρχει και κάτι μεγαλύτερο από πίσω; Edited October 16, 2015 by Blacksword 1 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
MadnJim Posted October 16, 2015 Author Share Posted October 16, 2015 Ωραία ιστορία και αυτή, αν και μεγαλύτερη κυλάει πολύ καλά η πλοκή. Το μόνο που με ενόχλησε είναι λίγο η γριά, μα καλά πόσο διψάει πια; Σοβαρά όμως, είναι αρκετά καλή χωρίς υπερβολές και με ωραίους χαρακτήρες. Έχω μια ερώτηση μόνο: Το κίνητρο του Όρο για να τους βοηθήσει, ήταν μόνο για την "προστασία" του βιβλίου ή υπάρχει και κάτι μεγαλύτερο από πίσω; Κώστα θα βαρεθείς να με ακούς να λέω πόσο χαίρομαι που σου αρέσουν οι ιστορίες μου. Να 'σαι καλά φίλε μου. Δεν ξέρω αν έχεις υπόψη σου τα WriteOff, είναι ένα παιχνίδι του φόρουμ μας όπου κάποιος αναλαμβάνει τη διοργάνωση και δίνει μια εισαγωγή, και δύο τουλάχιστον προσπαθούν να γράψουν μια ιστορία πάνω της αξιοποιώντας όσο γίνεται περισσότερο τα στοιχεία της. Αυτή λοιπόν η ιστορία είναι μια τέτοια περίπτωση (δες και το λινκ στον πρόλογό μου). Μάλιστα στην ίδια εισαγωγή πάνω γράφτηκε και άλλη μια ιστορία μου, "Ο Δημήτρης και οι μαγικές βελόνες", είχα μάλλον έμπνευση εκείνες τις μέρες. Σου προτείνω να διαβάσεις και τις άλλες ιστορίες εκείνου του WriteOff, εδώ στο τέλος του πρώτου ποστ υπάρχουν οι συμμετοχές και τα λινκ για τις ιστορίες, είναι εξαιρετικές. Όσο για την ερώτησή σου στο σπόιλερ. Για την ιστορία αυτή σαν ανεξάρτητο κομμάτι το κίνητρο του Όρο ήταν η "προστασία" του Βιβλίου, όμως στην πραγματικότητα πρόκειται να ενσωματωθεί σε μια πολύ μεγαλύτερη περιπέτεια του Ν'Γκάρα που ευελπιστώ κάποτε να ολοκληρώσω, και εκεί τα διπλά σπαθιά θα του είναι απαραίτητα για να καταφέρει να σκοτώσει έναν κακό θεό που είναι και ο βασικός vilain. Οπότε σ' αυτό το μεγαλύτερο πλαίσιο, το κίνητρο του Όρο είναι να βοηθήσει τον Ν'Γκάρα να αποκτήσει τα σπαθιά του για να έχει το όπλο που θα του είναι απαραίτητο για την τελική μάχη. Και πάλι σ' ευχαριστώ φίλε μου. 2 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Blacksword Posted October 16, 2015 Share Posted October 16, 2015 (edited) Το κατάλαβα ότι κάτι τέτοιο τρέχει γι' αυτό και το "αστειάκι" αλλά ευχαριστώ που μου το διευκρίνησες. Από τις ιστορίες του #81 μόνο της elgalla δεν έχω διαβάσει (που θα την πιάσω σίγουρα κάποια στιγμή), τις υπόλοιπες πάντως τις βρήκα όλες πολύ ωραίες. Όσο για τον Ν'Γκάρα, περιμένω την επόμενη περιπέτεια του. Edited October 16, 2015 by Blacksword 1 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
MadnJim Posted October 16, 2015 Author Share Posted October 16, 2015 Το κατάλαβα ότι κάτι τέτοιο τρέχει γι' αυτό και το "αστειάκι" αλλά ευχαριστώ που μου το διευκρίνησες. Από τις ιστορίες του #81 μόνο της elgalla δεν έχω διαβάσει (που θα την πιάσω σίγουρα κάποια στιγμή), τις υπόλοιπες πάντως τις βρήκα όλες πολύ ωραίες. Όσο για τον Ν'Γκάρα, περιμένω την επόμενη περιπέτεια του. Α, πρέπει να τη διαβάσεις οπωσδήποτε (της Elgalla εννοώ), είναι υπέροχη ιστορία. Επόμενη περιπέτεια του Ν'Γκάρα δεν ξέρω πότε θα έρθει, ότι θα έρθει είναι όμως σίγουρο. Μπορείς να διαβάσεις παλιότερές του όμως, μία από τις πρώτες του ήταν αυτή. Βασικά στη βιβλιοθήκη υπάρχουν πολλές ιστορίες μου, κι όχι μόνο στο φάντασυ υποφόρουμ αλλά και στο τρόμου, και στο επιστ.φαντασίας (σου προτείνω να διαβάσεις τις περιπέτειες του Έντι Τζόουνς), και στις διάφορες. Ένας εύκολος τρόπος για να βρεις μια λίστα τους είναι να πας στο προφίλ μου, δεξιά υπάρχει το κουμπάκι "Find content", κι αφού το πατήσεις πας αριστερά και λίγο κάτω για να πατήσεις το "Only topics", εκεί θα βρεις ότι έχω ανεβάσει. Εύχομαι να περάσεις ευχάριστα πολλές ακόμα ώρες διαβάζοντάς με. 1 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Recommended Posts
Join the conversation
You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.