Sofia.sd Posted September 5, 2015 Share Posted September 5, 2015 (edited) Όνομα Συγγραφέα: Σιδηροπούλου ΣοφίαΕίδος: ΦαντασίαςΒία; ΝαιΣεξ; ΝαιΑριθμός Λέξεων:Αυτοτελής: Μέρος 1ο ΚΡΥΣΤΑΛΛΙΝΑ ΔΑΚΡΥΑ Η μικρή Νεφέλη είναι καθισμένη στην αυλή του σπιτιού της. Είναι μόλις τριών ετών, πολύ μικρή για να κουβαλά αυτό το βάρος. Ίσως ακόμα να μην το έχει ανακαλύψει καν, όμως κάποια στιγμή θα έρθει η ώρα που θα το μάθει Κόρη των πιο θαυμαστών πλασμάτων. Μάτια γαλάζια και κρυστάλλινα, ομολογούν αγγελική καταγωγή. Τα μαλλιά της κόκκινα όπως η φωτιές της πατρίδας. Τόσο μικρή, τόσο αγνή , αλλά παράλληλα τόσο επικίνδυνη και δαιμονική. Ποιος θα το φανταζόταν; Άγγελος και Δαίμονας να φιλιόσουν. – Η μικρή κραυγή της διέκοψε τον ειρμό μου. Έμοιαζε τόσο πολύ με τις δικές μας. Σηκώθηκε αδέξια και κατευθύνθηκε προς την βεράντα. Ενώ στην διαδρομή σκόνταψε σε μερικά παρατημένα παιχνίδια. Ήμουν εκατό τις εκατό σίγουρη πως ήταν λάθος να την πλησιάσω, όμως δεν μπορούσα να εμποδίσω το σώμα μου από το να κουνηθεί. « Νομίζω πως ξέρεις ποια θα είναι η τιμωρία σου αν πας κοντά της.» Η γλυκιά φωνή του τρύπησε τα αφτιά μου. Έπρεπε να το περιμένω πως θα βρισκόταν εδώ γύρω. Τόσο οι Άγγελοι όσο και οι Δαίμονες θέλουν αυτό το μικρό κορίτσι «Φυσικά δεν είμαι κανένας χαζοαγγελος» ανταπάντησα κάνοντας μια γκριμάτσα «Εμίλια θα μπορούσες να είσαι λιγάκι πιο ευγενική. Εξάλλου μην ξεχνάς ότι μέχρι η Νεφέλη να επιλέξει. Εσύ και εγώ θα περνάμε πολλές ώρες μαζί» με κοίταξε με τα μεγάλα γαλάζια μάτια του και μου χαμογέλασε στοργικά. Μισάνοιξα το στόμα μου και ένα υπόκωφο “χιιι” αναδύθηκε από το λαιμό μου. Τραβήχτηκα πίσω αφήνοντας ελαφριά γρυλίσματα στην ατμόσφαιρα. « Αυτή η συμπεριφορά δεν είναι καθόλου ευγενική, δε νομίζεις;» μουρμούρισε ξανά Ίσιωσα τους ώμους μου και τίναξα μερικές από τις μαύρες μπούκλες μου υπεροπτικά. «Το γεγονός ότι και οι δυο έχουμε καθήκον να προσέχουμε την Νεφέλη δεν σημαίνει πως είμαι αναγκασμένη να έχω ευγενική συμπεριφορά απέναντι σου, Αλεξ!» είπα σαρκαστικά χρησιμοποιώντας το υποκοριστικό του ονόματος του. Αυτό έδειξε να τον ενοχλεί. Χαμογέλασα ευχαριστημένη «Είσαι μια μικρή Δαίμονας Εμίλια. Βρίσκομαι ανάμεσα στους Αγγέλους εδώ και μια χιλιετία. Ενώ εσύ μόνο τέσσερις αιώνες ούτε καν μισή χιλιετία. Θα έπρεπε να με σέβεσαι και να με φοβάσαι!» είπε αυστηρά και με πλησίασε. Ένα ειρωνικό δυνατό γέλιο ανέβηκε στο στήθος μου. Έβαλα τα χέρια μου μπροστά στα χείλη μου για να το σταματήσω όμως αυτό δυνάμωνε «Χα! Ήσαστε άθλια πλάσματα. Αν θέλεις φόβο και σεβασμό τράβα στους ηλίθιους ανθρώπους. Εμείς ήμαστε πολύ ανώτεροι σας!» έδειξα τα δόντια μου και εξαφανίστηκα! **** Στο μάθημα αυτοσυγκράτησης η ατμόσφαιρα ήταν τεταμένη οι μαθητές δεν με πρόσεχαν καθόλου. Αυτοί οι νεαροί Δαίμονες ήταν αυθάδης και άμυαλοι. Αργότερα θα είχαν αρκετά προβλήματα με τους ανωτέρους τους. «Σελήνη πες μας για πιο λόγο χρειαζόμαστε την αυτοσυγκράτηση» το μαυρισμένο σώμα της σηκώθηκε γεμάτο σιγουριά, εκείνη χαμογέλασε πονηρά προς την υπόλοιπη τάξη. « Η αυτοσυγκράτηση είναι απαραίτητη ώστε ναι μπλεκόμαστε με τους θνητούς και να σπέρνουμε την διχόνοια χωρίς να κινούμε υποψίες. Διότι με την χρήση των δυνάμεων μας εμφανίζονται μικρές σπίθες στα ακροδάχτυλα μας και το χρώμα των ματιών μας γίνετε κόκκινο» « Θα ήταν πολύ κουλ αν μας έβλεπαν οι άνθρωποι, έτσι θα μας φοβόντουσαν και θα μας σέβονταν περισσότερο» μουρμούρισε ένας ξανθωπός Δαίμονας Το ίδιο δευτερόλεπτο κούνησα ελαφρά προς το μέρος του το χέρι μου. Ελάχιστη δαπάνη ενέργειας και ο διαβολάκος πετάχτηκε στη άλλη πλευρά της αίθουσας. Έδειχνε τρομαγμένος. «Κανένας από εσάς μην σκεφτεί ποτέ να αφήσει τους ανθρώπους να τον δουν. Οι εξωτερική σας εμφάνιση και η μεταβολές της κατά την χρήση των δυνάμεων πρέπει να παραμείνουν κρυφές. Ο Δαίμονας που θα κάνει κάτι τέτοιο τιμωρείτε με θάνατο» τον έφερα κοντά μου κοιτώντας τον άγρια « Το μάθημα τελείωσε μπορείτε να περάσετε έξω» άφησα κάτω τον μικρό και μεταφέρθηκα στο γραφείο μου *** Ήμουν ξαπλωμένη πάνω σε ένα μεγάλο κλαδί , αρκετά ψηλά ώστε να έχω στο οπτικό μου πεδίο το σπίτι της Νεφέλης. Δεν υπήρχε τίποτα ασυνήθιστο και ενδιαφέρον , έτσι δημιούργησα μια μικρή φωτιά επάνω στα δάκτυλα μου. Έπαιζα μαζί της χαλαρώνοντας, έχοντας παράλληλα και την προσοχή μου προς το σπίτι. Ήταν δυο τα ξημερώματα παντού επικρατούσε απόλυτη ησυχία. Γύρω μου σκοτάδι η μόνη πηγή φωτός η μικρή φλόγα που κρατούσα. « Δεν σου έμαθαν να πως δεν πρέπει να παίζεις με την φωτιά;» η φωνή του τόσο οικεία και γλυκιά τράβηξε το βλέμμα μου προς τα κάτω. Δεν χαμογέλασα ούτε έκανα κάποια γκριμάτσα πάει καιρός από την τελευταία φορά που τσακωθήκαμε. Πλέον η παρουσία του δεν ήταν τόσο ενοχλητική « Πιασε !» είπα και πέταξα την μικρή φλόγα προς το μέρος του. Ο Αλέξης χαμογέλασε γλυκά και σήκωσε το χέρι του. Όμως αντί για φλόγα η παλάμη του έκλεισε γύρω από ένα κόκκινο τριαντάφυλλο. Λύγησε ελαφρώς τα γόνατα του και με ένα άλμα βρέθηκε απέναντι μου. Μου έτεινε το τριαντάφυλλο, τον κοίταξα στα μάτια. Ήταν τόσο όμορφο έπρεπε να το παραλεχθώ. « Για μένα;» ρώτησα δειλά. Μου έγνεψε. Άπλωσα απαλά το χέρι μου και το έπιασα στην χούφτα μου, αμέσως εκείνο πήρε φωτιά. Ένα σοκ με χτύπησε, ενώ ένα δάκρυ ήταν έτοιμο να κάνει την εμφάνιση του « Και άλλα παιχνίδια με την φωτιά Εμίλια;» ρώτησε παιχνιδιάρικα, χαμογέλασα ελαφρά. « Εγώ είμαι η φωτιά, δεν την φοβάμαι Αλέξη» είπα ρουφώντας την μύτη μου. « Ναι όντως είσαι η φωτιά. Μια φωτιά που καίει στην καρδιά μου.» καθώς σχημάτισε τις τελευταίες λέξεις το χέρι μου έκλεισε απότομα σβήνοντας την μικρή φλόγα. Έμεινα για λίγα λεπτά άκαμπτη. Ενώ από το σοκ απέκτησα την πραγματική μου εμφάνιση. Μικρά μυτερά κέρατα ξεπρόβαλαν από το κεφάλι μου και μια μακριά ουρά λίγο πιο κάτω από την μέση μου. Οι μικρές φωτίτσες που έκρυβα επιδέξια τώρα σιγοκαίν στις άκρες των μαλλιών μου. Αλαφιασμένη ξεφύσησα και προσπάθησα να συγκεντρωθώ, ήταν αδύνατο. Βόγκηξα ελαφρά «Σσςςς δε χρειάζεται να κρύβεσαι από εμένα. Ήμαστε ίδιοι , να δες» ανασήκωσε το πιγούνι μου ώστε να τον κοιτάζω. Ήταν ο εαυτός του, η επιδερμίδα του έλαμπε αμυδρά ενώ δυο μεγάλα κατάλευκα φτερά στόλιζαν την πλάτη του. « Είσαι πανέμορφος.» ψιθύρισα και του χαμογέλασα, μου ανταπέδωσε το χαμόγελο και πλησίασε το πρόσωπο μου. Βρισκόταν σε ελάχιστη απόσταση, η γλυκιά του ανάσα χάιδευε τα ζυγωματικά μου, τα χείλη μου, τα βλέφαρα μου. Όταν ξαφνικά τα χείλη του ακούμπησαν τα δικά μου. Μια έκρηξη συναισθημάτων απλώθηκε στο σώμα μου. Τα χέρια του έπιασαν το πρόσωπο μου τραβώντας με πιο κοντά. Ήταν λάθος μα δεν μπορούσα να το σταματήσω. Ήταν φανερό πως αυτά τα τρία χρόνια άλλαξαν και τους δυο μας. Δεν ήξερα τι θα έκανα, αλλά η ιστορία επαναλαμβανόταν! *** Τρέχαμε με εξωφρενική ταχύτητα, αλλά ακόμα και αυτό δεν ήταν αρκετό. Μας κυνηγούσαν και δεν θα σταματούσαν μέχρι να καταλήξουμε και ο δυο νεκροί. Δεν θα το επέτρεπαν, όχι για δεύτερη φορά. Κρατούσα σφικτά το χέρι του Αλέξη, ήταν αρκετά δύσκολο για εκείνον να μην χρησιμοποιεί τα φτερά του. Όμως ξέραμε πως θα ήταν πιο εύκολο να μας πιάσουν. Δεν είχαμε που να πάμε μόνο να τρέξουμε μπορούσαμε. Ήμασταν Βλάσφημοι και προδότες που αγαπήσαμε. Τώρα καταλαβαίνω τους γονείς της Νεφέλης. Αυτή η σκέψη ξύπνησε μέσα μου μια ιδέα. Εκείνη, πως δεν το σκέφτηκα νωρίτερα; Το ξόρκι το γονιών της πιθανόν να μας κρατούσε ασφαλείς, πράγμα που έλπιζα με όλη μου την ύπαρξη « Αλέξη πρέπει να πάμε στην Νεφέλη!» Είπα τρομοκρατημένη. Παραπάτησε για μερικά δευτερόλεπτα. « Αυτό που λες είναι μια τρέλα. Δεν μπορούμε να την βάλουμε σε τέτοιο κίνδυνο» φώναξε και έσφιξε πιο δυνατά το χέρι μου. « Η μικρή θα είναι ασφαλής έχει το ξόρκι. Ίσως αυτό να φροντίσει και για μας» « Δεν θέλω να σε χάσω» ψιθύρισε και μου έδωσε ένα φιλί. Με κοίταξε για λίγο και ξεκινήσαμε να τρέχουμε προς το σπίτι της Νεφέλης. *** Μας είχαν προλάβει, το ξόρκι δεν μπορούσε να μας προστατέψει. Η λεγεώνα των Αγγέλων και των Δαιμόνων βρισκόταν απέναντι από εμάς τους τρεις. Η Νεφέλη στεκόταν ακριβώς πίσω μας. Ενώ το χέρι μου ήταν μπλεγμένο με του Αλέξη. Περιμέναμε την τιμωρία μας. Ο Γαβριήλ κρατούσε το χρυσό του δόρυ ενώ η Λίλιθ η Αρχιδαιμόνισα και δεξί χέρι του Εωσφόρου ένα κεράτινο τόξο έτοιμο να ρίξει. Το χέρι του Γαβριήλ τραβήχτηκε και τεντώθηκε. Το χρυσό δόρυ καρφώθηκε στο στήθος του Αλέξη. Τσίριξα με όλη μου την δύναμη και καυτά δάκρυα κύλησαν στα μάγουλα μου. Το σώμα του έπεσε στα πόδια της Νεφέλης δίχως ζωή. Η Λίλιθ δεν έχασε το χρόνο της. Μου έδωσε μερικά δευτερόλεπτα να θρηνήσω και μετά έριξε το βέλος κατευθείαν στην καρδιά μου. Δεν μπόρεσα ούτε να φωνάξω το κορμί μου έπεσε στην άψυχη αγκαλιά του Αλέξη. Κοίταξα την Νεφέλη εκείνα τα ελάχιστα δευτερόλεπτα που μου είχαν μείνει. Λαμπερά κρυστάλλινα δάκρυα έρρεαν στα ροδαλά μάγουλα της. Έπρεπε να το καταλάβω από την αρχή πως αυτή η αγνή ψυχή δεν θα μπορούσε να γίνει ποτέ Δαίμονας. Έκλεισα τα μάτια μου και αφέθηκα στο θάνατο την τιμωρία για την χειρότερη αμαρτία … την Αγάπη! Edited September 5, 2015 by Sofia.sd 2 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
WILLIAM Posted September 6, 2015 Share Posted September 6, 2015 Δεν θα έλεγα πρωτότυπη ιδέα αλλά είναι μια καλή για μια ιστορία φαντασίας. Βιάζεσαι λίγο να μας δώσεις τα γεγονότα, θα μπορούσες να τα είχες απλώσει λίγο περισσότερο. Περιμένω να δω τη συνέχεια και ποια τροπή παίρνει η ιστορία μετά τον θάνατο των προσώπων που ήδη γνωρίσαμε. Το γράψιμό σου είναι στρωτό και δεν κάνεις λάθη, έχεις μερικά ορθογραφικά μόνο. Πραγματολογικές παρατηρήσεις, ένας αρχάγγελος θα είχε ρομφαία, η απεικόνιση του αρχαγγέλου Γαβριήλ με το ραβδί είναι ως αγγελιοφόρου. Επίσης το αρχιδαιμόνισσα είναι κάπως άκομψο, μιας και δεν έχουμε θηλυκό στη λέξη, μάλλον θα πρέπει να περιοριστείς στο η αρχιδαίμων, Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Sofia.sd Posted January 13, 2016 Author Share Posted January 13, 2016 (edited) Όνομα Συγγραφέα: Σιδηροπούλου ΣοφίαΕίδος: ΦαντασίαςΒία; ΝαιΣεξ; ΝαιΑριθμός Λέξεων:Αυτοτελής: Μέρος 2ο Κεφάλαιο 2ο Ξύπνησα με την ίδια αίσθηση κενού, όπως σε κάθε εφιάλτη. Κοίταξα το δωμάτιο τριγύρω και βόλεψα το σώμα μου όσο πιο καλά μπορούσα. Η Χριστίνα κουλουριάστηκε πιο κοντά μου, ενώ παράλληλα ένα χαμόγελο απλώθηκε στα χείλη της. Πόσο τυχερός αισθανόμουν που την είχα κοντά μου. Ήταν ο άγγελος μου. Χάιδεψα απαλά τα μαλλιά της και τη έσφιξα δίπλα μου. Γνώριζα πολύ καλά ότι δεν έπρεπε να ονειρεύομαι εκείνη την κοπέλα, όταν ήδη είχα στην αγκαλιά μου τον προσωπικό μου παράδεισο. Δυστυχώς όμως δε μπορούσα να ελέγξω τα όνειρά μου πόσο μάλλον τους εφιάλτες μου. Το βλέμμα εκείνης με συντάραζε κάθε φορά που το σκεφτόμουν. Μαύρα απύθμενα μάτια να με κοιτάζουν σαν να προσμένουν κάτι, δε σταματάνε να με κοιτάζουν μέχρι που ένα ουρλιαχτό την εξαφανίζει από μπρος μου. Σκεπάζω τη Χριστίνα και τη φιλώ στο μέτωπο. Κλείνω τα μάτια, ελπίζοντας σε έναν πιο ήρεμο ύπνο αυτή τη φορά. ***** Περπατάω στους δρόμους της Θεσσαλονίκης, δεν είχα ιδέα που βρισκόμουν, ούτε τι ώρα ήταν. Με δυσκολία ισορροπώ πάνω στα φθαρμένα μου τακούνια. Μου τα είχε φέρει η Κατερίνα για τα Χριστούγεννα πριν πέντε χρόνια. Μήπως ήταν πριν τρία; Συλλογίστηκα, δε μπορούσα να θυμηθώ. Πώς να το έκανα άλλωστε μετά από τόσο αλκοόλ. Στηρίχτηκα σε μια κολώνα σε μια προσπάθεια να έρθει κόσμος στη σωστή ευθεία. Γονάτισα με το κεφάλι να κοιτά το πεζοδρόμιο. Το στομάχι μου έκανε σβούρες, κάνοντας αδύνατο να κρατήσω το λιγοστό φαγητό που υπήρχε σε αυτό. Δεν έπρεπε να πάρω εκείνα τα χάπια. Τι θα έλεγε η Κατερίνα, ήδη μου έχει δώσει άπειρες ευκαιρίες. Σαν να άκουσε τις σκέψεις μου χτύπησε το κινητό. Με χέρια τρεμάμενα ψάχνω τη μικρή ασημένια συσκευή. Ήταν εκείνη, φυσικά. Η μόνη στον κόσμο που νοιαζόταν ακόμη για μένα. Μαντεύοντας το σωστό πλήκτρο σηκώνω το τηλέφωνο. Η φωνή της Κατερίνας έφτασε στα αφτιά μου αγχωμένη. « Αθανασία; Που είσαι;» έκανα μια γκριμάτσα στο άκουσμα του βαφτιστικού μου ονόματος. Ακόμη και κάτω από την επήρεια του αλκοόλ το μισούσα. «Νάνση,» τη διόρθωσα και ένα κύμα βήχα ακολούθησε. «Μα το Θεό Νάνση δεν είναι η ώρα να διαφωνήσουμε για αυτό.» «Πάντα μπορούμε να διαφωνήσουμε για τις κακές σου συνήθειες.» χαμογέλασα άθελα μου. «Ας μη ξεκινήσουμε για ακόμη μία φορά αυτή τη συζήτηση» είπε σαν να μιλάει σε παιδάκι. «Γιατί όχι; Όταν χαμουρευόσουν με το βαποράκι δεν ήταν κακιά συνήθεια ;» «Νάνση» «Κακιά συνήθεια ήταν όταν έπινες και γινόσουν λιώμα, σαν βέβαια να μην έφτανε αυτό πηδιόσουν και με όποιον έβρισκες μπροστά σου» «Νάνση! Σταμάτα και πες μου που βρίσκεσαι.!» «Σε ένα φανάρι στη Γιαννιτσών,» είπα παραδομένη το κεφάλι μου άρχισε να γυρίζει ακόμη περισσότερο «Κάτι πιο συγκεκριμένο;» ρώτησε φοβισμένα «Δεν ξέρω, αυτά βλέπω» γρυλίζοντας «Έχεις πιεί;» αναρωτήθηκε, αλλά ήταν προφανές ότι δε χρειαζόταν απάντηση από μέρος μου. «Απλά έλα , εντάξει;» «Όσο πιο γρήγορα μπορώ» έκλεισε το τηλέφωνο και έμεινα πάλι εγώ και η βοή του δρόμου. **** «Νεφέλη Παπαϊωάννου» η φωνή του λυκειάρχη αντήχησε στην αίθουσα. Ίσιωσα την πλάτη και σηκώθηκα από την καρέκλα μου. Όλο το σχολείο με κοιτούσε. Το φρικιό. Αυτό ήμουν για εκείνους. Η καλύτερη μου φίλη, η Μαρίνα μου σφίγγει το χέρι. «Πας με την αξία σου , το κεφάλι ψηλά μικρή» της χαμογέλασα και προχώρησα προς τους καθηγητές. Καθώς βημάτιζα ένιωθα τα μάτια όλων όσων βρίσκονταν εδώ. Ακόμη και εκείνων που οι άλλοι δε γνώριζαν την παρουσία τους. Είχα μάθει να χωρίζω αυτά τα πλάσματα ανάλογα με τις αύρες τους. Στους λευκούς και τους μαύρους. Μπορεί να φαίνεται κάπως αλλά πως αλλιώς θα τα ξεχώριζα. Οι άνθρωποι έχουν συνηθισμένα χρώματα, ποτέ τελείως άσπρη και ποτέ μαύρη. Ακόμη και στις χειρότερες στιγμές υπάρχει ένα φωτεινό σημείο. Ανεβαίνω τα σκαλοπάτια και χαμογελάω στον κ. Γεωργίου. Καλός άνθρωπος, αλλά σαν καθηγητής δεν έλεγε και πολλά. Μου δίνει τον έπαινο και λέει στους συμμαθητές μου τα επιτεύγματα μου. Κοκκινίζω, ας τελείωνε επιτέλους αυτό το θέατρο. Δεν μου άρεσε ιδιαίτερα το σχολείο παρόλα αυτά ήμουν άριστη μαθήτρια χωρίς μεγάλο κόπο. Γενικά μπορώ να πω ότι τα πράγματα που μου άρεσαν δεν ήταν και τα πιο πρέποντα για την ηλικία μου. Κοίταξα τριγύρω και για ακόμη μία φορά χωρίς προειδοποίηση η ίδια σκηνή παίχτηκε μπροστά μου. Ένας ψηλός ξανθός νεαρός και μια μικροκαμωμένη μαυρομάλλα γυναίκα στέκονται με την πλάτη τους σε μένα. Από κάπου μακριά ένα δόρυ διαπερνά τον άνδρα ενώ μερικά δευτερόλεπτα η γυναίκα είναι πεσμένη στο έδαφος με ένα βέλος στην καρδιά. Την πλησιάζω και μου χαμογελά γαλήνια. Δε θα γίνεις ποτέ σαν και αυτούς μικρή μου. Ψιθυρίζει. Όσο ξαφνικά εμφανίστηκαν έτσι και εξαφανίστηκαν. Βρέθηκα πάλι στη μεγάλη αίθουσα και όλοι χειροκροτούσαν. Μουρμούρισα ευχαριστώ και επέστρεψα στη θέση μου. Ήξερα τι έπρεπε να κάνω. Έπρεπε να βρω τι συνέβη σε αυτή τη γυναίκα και στον, πιθανόν, αγαπημένο της. Έκλεισα τα μάτια δίνοντας μια βουβή υπόσχεση στο μυστηριώδες ζευγάρι.... Edited January 13, 2016 by Sofia.sd Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Disco_Volante Posted January 20, 2016 Share Posted January 20, 2016 Η ιστορία σου μπορώ να πως ότι με μπέρδεψε, πολύ, αν και είναι σχετικά μικρή. Τη διάβασα δύο φορές αλλά ακόμα δεν έχω καταλάβει πλήρως τι ακριβώς συμβαίνει και σε ποιον συμβαίνει! Ποιά είναι όλα αυτά τα κορίτσια και τι σχέση έχουν μεταξύ τους; Ίσως διαβάζοντας και το 1ο μέρος μου λυθούν κάποιες απορίες. Το ευχάριστο είναι ότι η γραφή σου είναι καλή, αν και εγώ προτιμώ τις πιο λιτές περιγραφές. Ίσως θα πρέπει να λειάνεις λίγο τη μετάβαση των μερών της ιστορίας έτσι ώστε να μη μένει μετέωρος και γεμάτος απορία ο μέσος αναγνώστης. Αυτό για το οποίο είμαι απόλυτα σίγουρος είναι ότι η ιστορία ανέβηκε σε λάθος βιβλιοθήκη, καθώς δεν βρήκα το παραμικρό στοιχείο επιστημονικής φαντασίας. Λογικά θα έπρεπε να την ανεβάσεις στη βιβλιοθήκη Φαντασίας ή ακόμα και στις Διάφορες ιστορίες. 1 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Sofia.sd Posted January 20, 2016 Author Share Posted January 20, 2016 @Disco_Volante η αλήθεια είναι πως ακόμη ψάχνω τρόπο ώστε να ξεχωρισω τις ιστορίες χωρίς να αποκάλυψω πολλά πράγματα. Που θα πάει όμως θα το βρω. Επίσης ίσως χρειαστω ένα info πως να αλλάξω τη βιβλιοθήκη καθώς είμαι κάπως καινούργια στην "παρέα" Ευχαριστώ πολύ για τον χρόνο που διεθεσες ώστε να διαβάσεις την ιστορία μου Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Mesmer Posted January 20, 2016 Share Posted January 20, 2016 Επίσης ίσως χρειαστω ένα info πως να αλλάξω τη βιβλιοθήκη καθώς είμαι κάπως καινούργια στην "παρέα" Πατάς το κουμπάκι Report που βρίσκεται στην κάτω δεξιά γωνία της ιστορίας σου και γράφεις τι αλλαγή θέλεις να γίνει, ώστε να το δει ο υπεύθυνος διαχειριστής. (Θα έκανα τώρα τη μεταφορά, αλλά σε αφήνω να κάνεις μόνη σου το Report, για να δεις πώς δουλεύει, μιας και είσαι καινούρια. Και για να δεις τι κακοί που είμαστε ) Για την ιστορία σου, έχω να πω ότι γράφεις όμορφα, αν και υπάρχουν πραγματάκια που θέλουν διόρθωμα. Βέβαια, για την ίδια την ιστορία δεν μπορούμε να πούμε ακόμα πολλά, μιας και είναι μπερδεμένη η όλη κατάσταση. Είναι, όμως, ενδιαφέρον να δούμε πώς θα εξελιχθούν τα πράματα για τους πρωταγωνιστές της. Καλωσόρισες στο φόρουμ και τις Βιβλιοθήκες του. 1 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Sofia.sd Posted January 22, 2016 Author Share Posted January 22, 2016 Επίσης ίσως χρειαστω ένα info πως να αλλάξω τη βιβλιοθήκη καθώς είμαι κάπως καινούργια στην "παρέα" Πατάς το κουμπάκι Report που βρίσκεται στην κάτω δεξιά γωνία της ιστορίας σου και γράφεις τι αλλαγή θέλεις να γίνει, ώστε να το δει ο υπεύθυνος διαχειριστής. (Θα έκανα τώρα τη μεταφορά, αλλά σε αφήνω να κάνεις μόνη σου το Report, για να δεις πώς δουλεύει, μιας και είσαι καινούρια. Και για να δεις τι κακοί που είμαστε ) Για την ιστορία σου, έχω να πω ότι γράφεις όμορφα, αν και υπάρχουν πραγματάκια που θέλουν διόρθωμα. Βέβαια, για την ίδια την ιστορία δεν μπορούμε να πούμε ακόμα πολλά, μιας και είναι μπερδεμένη η όλη κατάσταση. Είναι, όμως, ενδιαφέρον να δούμε πώς θα εξελιχθούν τα πράματα για τους πρωταγωνιστές της. Καλωσόρισες στο φόρουμ και τις Βιβλιοθήκες του. Καλως σας βρηκα (btw νομιζω οτι μολις ανακαλυψα πως κανουμε reply στα σχολια) Σε ευχαριστω πολυ για τη βοηθεια. Η ιστορια εχει δρομο ακομη κ ελπιζω να σας αρεσει. Καλη σας συνεχεια! Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Sofia.sd Posted January 26, 2016 Author Share Posted January 26, 2016 (edited) Όνομα Συγγραφέα: Σιδηροπούλου ΣοφίαΕίδος: ΦαντασίαςΒία; ΝαιΣεξ; ΝαιΑυτοτελής: Μέρος 3ο Κεφάλαιο 3ο Τα βλέφαρά μου πετάρισαν. Με ένα μουγκρητό τέντωσα τα άκρα μου. Το κρεβάτι δίπλα μου ήταν άδειο, μάλλον η Κατερίνα θα πήγε στη δουλειά. Σηκώθηκα και πήγα στο μπάνιο. Τα κοντά μου μαλλιά πετούσαν σε οποιαδήποτε κατεύθυνση μπορούσες να φανταστείς. Αναστέναξα υποτίθεται τα κούρεψα για να αποφύγω στιγμές σαν και τούτη. Έπλυνα το πρόσωπο μου και πήγα στο σαλόνι ή τουλάχιστον έτσι το λέγαμε εμείς. Ξάπλωσα στον φθαρμένο καναπέ και κοίταξα το σπίτι. Ήταν αχούρι με όλη τη σημασία της λέξης. Τα χρήματα που έβγαζε η Κατερίνα ίσα που έφταναν για τα βασικά. Όσο για μένα δεν έμενα σε μια δουλειά πάνω από μήνα. Έκανε αρκετό κρύο έτσι άναψα την ηλεκτρική σόμπα. Έκατσα για μερικά λεπτά μπροστά της απορροφώντας όση ζέστη μπορούσα. Πήγα στη κουζίνα σκουντουφλώντας και άνοιξα το ψυγείο. Ένα σάντουιτς από προχθές, μια μπύρα και δύο μαραμένες ντομάτες. Πήρα τη μπύρα και έκατσα πάλι στον καναπέ αγκαλιά με το τηλεκοντρόλ. Ήπια μερικές γουλιές, η μπύρα για πρωινό ήταν απαίσια. Άνοιξα την τηλεόραση και μια ξανθιά τίγκα στις πλαστικές μας καλημέριζες λες και ήταν δέκα χρονών. «Πόσο ηλίθια Θεέ μου» έκανα ένα μικρό ζάπινγκ, αλλά το κουδούνι με σταμάτησε. Σιχτίρισα τον επιτήδειο επισκέπτη και σηκώθηκα να ανοίξω. Πίσω από την πόρτα βρισκόταν ο Πέτρος. Το γλυκό του πρόσωπο έδειχνε σοκαρισμένο, ενώ αμέσως μετά ένα παιχνιδιάρικο χαμόγελο έκανε την εμφάνιση του. «Αν ήξερα ότι θα είχα τέτοια υποδοχή θα ερχόμουν πιο συχνά» στριφογύρισα τα μάτια μου και τον τράβηξα μέσα. Δεν έδωσα σημασία στα σχόλια του, εξάλλου δεν ήταν η πρώτη φορά που με έβλεπε με τις πιζάμες. Εντάξει δεν τις λες και πιζάμες ένα μποξεράκι και ένα στενό φανελάκι που αναδείκνυε το πλούσιο στήθος μου. Ο Πέτρος κάθισε και με τράβηξε δίπλα του. «Μα είναι δυνατόν τώρα Νάνση; Εσύ και η Κατερίνα; Τέτοια κορμιά πήγαν χαμένα. Του έκλεισα το μάτι. Με περιτριγύριζε εδώ και πολύ καιρό, αλλά δεν έδινα σημασία όχι πως δεν ήταν ελκυστικός αντιθέτως θεωρούταν από τα τοπ τεν τις γειτονιάς μας. Ψηλός με γεροδεμένο σώμα. Μαλλιά σκούρα καστανά και πράσινα μάτια. Σκέτο μοντέλο. Παρόλα αυτά πέρα από μερικά περιστασιακά φιλιά δεν υπήρξε τίποτα περισσότερο ανάμεσά μας. « Πόσες φορές θα στο πω βρε Πέτρο μου. Δεν πρέπει να το παίρνεις τόσο στραβά το όλο θέμα.» δυσανασχέτησε και ήρθε πιο κοντά. «Μα σε θέλω ρε γαμώτο μου. Δε γίνεται να ξεχνάς τι έχει γίνει μεταξύ μας.» είχε δικιο δε γινόταν πριν 4 χρόνια, πριν γνωρίσω την Κατερίνα είχαμε έρθει πολύ κοντά ένα βράδυ. Είχαμε κάνει σεξ και ειλικρινά ήταν το κάτι άλλο. Μπορεί να ήταν μόνο δεκαεννιά, αλλά ήξερε πολύ καλά τι έκανε. «Δεν είπα πως ξέχασα. Όμως τώρα έχουν αλλάξει τα πράγματα» προσπάθησα να τον σπρώξω από πάνω μου. Το δεξί του χέρι γραπώθηκε από τη μέση μου. «Δε σου αρέσω πια;» είπε σαν μικρό παιδί «Το ξέρεις ότι σε βρίσκω τρομερά σέξυ, αλλά δεν έχει σημασία-» δεν πρόλαβα να ολοκληρώσω και τα χείλη του έπεσαν πάνω στα δικά μου με φόρα. Φιλούσε υπέροχα ακόμη καλύτερα από ότι θυμόμουν. Σταμάτησε και με κοίταξε στα μάτια «Μου λες δηλαδή ότι αυτό δε σου άρεσε;» κούνησα αρνητικά το κεφάλι μου, λέγοντας ψέματα φυσικά. Το χέρι του χάιδεψε απαλά του μηρό μου, αργά κινήθηκε πάνω από την κοιλιά μου. «Ούτε αυτό;» ψιθύρισε στο αφτί μου καθώς το χέρι του με χάιδευε απαλά ανάμεσα από τα πόδια μου. Δάγκωσα τα χείλη μου, μου άρεσε και το ήξερε. Το χέρι του τυλίχτηκε γύρο από το μηρό μου και με τράβηξε ώστε να κολλήσω πάνω του. Ένιωσα το μόριο του. Είχε πάρει τα πάνω του για τα καλά. Με φίλησε ξανά όλο πάθος. «Πες μου Νάνση, πως μπορείς και αρνείσαι όλα αυτά που νιώθεις;» τρίφτηκε πάνω μου και με το ζόρι συγκράτησα έναν αναστεναγμό. «Δε θα αρέσει καθόλου στη Κατερίνα αυτό.» είπα σε μια ανάσα. Γέλασε απαλά και έβαλε το χέρι του μέσα από το εσώρουχό μου. «Δεν κάνουμε κάτι κακό. Εκτός αυτού..» έβαλε το δάχτυλό του μέσα μου με δύναμη «άλλο εκείνη και άλλο εγώ» το σκέφτηκα για λίγο όσο καθαρά μπορούσα να σκεφτώ καθώς τα δάχτυλά του μου πρόσφεραν στιγμές ηδονής. Πείτε με εύκολη αλλά μέχρι εκεί ήταν τα όρια μου. Πίστευα πως η πρέπει να ζούμε τη ζωή για τις στιγμές της. Αυτό έκανα λοιπόν με μια πολύ καλά εκπαιδευμένη κίνηση έβγαλα το μπλουζάκι μου. Στη θέα του εκτεθειμένου μου στήθους αναστέναξε και αμέσως με το άλλο του χέρι το έκλεισε στη χούφτα του. «Θα γίνει έξαλλη.» μουρμούρισα καθώς εκείνος έβγαζε τη μπλούζα του. «Δε χρειάζεται να το μάθει» με κοίταξε πονηρά και δάγκωσε τις ρόγες μου απαλά. Πολύ πολύ αργά και φιλώντας κάθε χιλιοστό του κορμιού μου τα χείλη του κατέβαιναν όλο και πιο χαμηλά. Μαζί με τα χείλη του κατέβαιναν το μποξεράκι με το εσώρουχό μου. Με άρπαξε και με σήκωσε στον αέρα ώστε να βρεθώ από πάνω του. Ξεκίνησα να κουνάω τη μέση μου πιέζοντας το σώμα μου πάνω στη στύση του. Είχε απογειωθεί εντελώς. Με κοίταξε στα μάτια και έπιασε το μηρό μου σφικτά. «Δε μπορείς να φανταστείς πόσο σε θέλω αυτή τη στιγμή.» Φίλησε το λαιμό μου και τράβηξε απαλά τα μαλλιά μου. Αναστέναξα. «Και τι ακριβώς περιμένεις για να μου το δείξεις;» τον προκάλεσα και δάγκωσα το λοβό του αφτιού. Δεν ήταν από τους ανθρώπους που χρειάζονταν περαιτέρω ώθηση σηκώθηκε με φόρα χωρίς να με αφήσει από την αγκαλιά του και πήγαμε στην κρεβατοκάμαρα. Με άφησε στο κρεβάτι και έβγαλε τα υπόλοιπα ρούχα του. Ήρθε από πάνω μου και με φίλησε. Μπήκε μέσα μου ήρεμα στην αρχή ενώ όσο κινούνταν τόσο μεγαλύτερη γινόταν η ένταση. Ασυναίσθητα τα νύχια μου γαντζώθηκαν στην πλάτη του και μια μικρή κραυγή βγήκε από τα χείλη μου. Ο Πέτρος αναστέναξε φίλησε το στήθος μου και έφερε το αριστερό μου πόδι στον ώμο του. Η αίσθηση ήταν απίστευτη. «Σε θέλω, θέλω να σε ακούω να φωνάζεις» είπε αυξάνοντας ταχύτητα. «Πέτρο» μόρφασα, ήμουν ανίκανη να μιλήσω. Τόσο υπέροχος ήταν στο σεξ. Χωρίς προειδοποίηση ξάπλωσε και με έφερε από πάνω του. Οι κινήσεις μου ήταν ρυθμικές και τα χέρια του ταξίδευαν από το πρόσωπό μου στο στήθος μου και στους μηρούς. Ήμουν έτοιμη να φτάσω στην κορύφωση όταν άκουσα την πόρτα να ανοίγει… *** Είναι απαίσιο και όταν λέω απαίσιο εννοώ απαίσιο με όλη τη σημασία της λέξης. Ήμουν σε μία από τις καφετέριες που ήταν άφθονες στην πλατεία Αριστοτέλους. Η Μαρίνα καθόταν απέναντι μου, έχοντας το φρέντο καπουτσίνο με γεύση φουντούκι στα χέρια της. Δε είχα θέμα που ήμασταν μαζί, άλλωστε ήταν η μοναδική μου φίλη. Αυτό που έκανε την όλη σκηνή απαίσια ήταν η παρέα του Δημήτρη και της Ελίνα που ήταν στο ακριβώς δίπλα τραπέζι. Οι οποίοι δεν έκαναν καν τον κόπο να φανούν διακριτικοί. Άνετα άκουγα την αναφορά του ονόματός μου μαζί με το ευρέως διαδεδομένο παρατσούκλι μου. Κουνήθηκα νευρικά στην καρέκλα μου. «Κοίταξε μικρή δεν ξέρω τι λες εσύ αλλά πρέπει να την πάρεις εκείνη τη φούστα.» ανακάτεψε τον καφέ της και άφησε το ποτήρι στο τραπέζι. «Τι να σου πω βρε Μαρίνα; Δεν είναι για μένα, θα θυμίζω πόρνη αν φορέσω κάτι τέτοιο.» λύγησε τον καρπό της προς το μέρος μου «Μη λες χαζομάρες. Διαθέτεις δύο πολύ σέξι μακριά πόδια. Θα είναι ένα αριστούργημα πάνω σου» ήμουν έτοιμη να διαφωνήσω όταν κάτι με χτύπησε στο κεφάλι. «Χίλια συγνώμη φρι- Νεφέλη ήθελα να πω. Ειλικρινά δε το ήθελα.» η Ελίνα προσποιήθηκε τη μετανιωμένη και έκλεισε το μάτι στον Δημήτρη. «Μην αγχώνεσαι, δεν έγινε και τίποτα» είπα ήρεμα και της χαμογέλασα ψεύτικα. «Σίγουρα γλυκιά μου; Δε νομίζω οι φανταστικοί σου φίλοι με τις υπερδυνάμεις να θυμώσουν έτσι;» γουργούρισε όλο ειρωνεία έβαλε μια ξανθιά μπούκλα πίσω από το αφτί της. Είδα τη Μαρίνα να σηκώνει το μικρόσωμο ανάστημα της. «Δεν ξέρω για εκείνους, αλλά εγώ τα έχω πάρει άσχημα» Στιγμιαία ο Δημήτρης την έσπρωξε στον ώμο. «Εσένα σπασικλάκι ποιος σου μίλησε» Γρύλισε εκείνος. Κόντεψε να πέσει, αλλά ξαναβρήκε την ισορροπία της. Ταχτοποίησε τα γυαλιά της και είπε με ύφος υπεροπτικό. «Δε χρειάζομαι την άδειά σου για να μιλήσω. Σε ελεύθερη χώρα ζούμε και δυστυχώς κάτι αποβράσματα σαν και εσάς έχουν άδεια κυκλοφορίας» μου χαμογέλασε θριαμβευτικά. Η Ελίνα ήταν έτοιμη να εκραγεί δεν της άρεσε να την φέρνουν σε δύσκολη θέση. «Λυπάμαι που θα σας το πω, αλλά ήρθε η ώρα να φύγουμε» είπα και σηκώθηκα από την καρέκλα. Το χέρι της Ελίνας με σταμάτησε. «Δεν έχεις να πας πουθενά φρικιό» αυτό ήταν έφτασε στα όρια μου. Ένιωσα τις παλάμες μου να καίνε και χωρίς καν να τους αγγίξω ο Δημήτρης και εκείνη βρέθηκαν καθισμένοι σε δύο καρέκλες μπροστά μου. Προσπάθησαν να σηκωθούν μα μάταια τους είχα καθηλώσει εκεί. Τους πλησίασα και με χέρια έτοιμα να βγάλουν φωτιές άγγιξα το μάγουλό της. «Εξήγησέ μου τι μπορώ να κάνω για να σου μάθω τρόπους;» το δάχτυλό μου ακούμπησε το μπράτσο της και ένα δάκρυ κύλησε. «Σε πονάω;» εκείνη ένευσε. «Δεν με νοιάζει» ρουθούνισα και τότε το ένιωσα ένα απαλό και δροσερό άγγιγμα. Ήταν μία από τις λευκές μορφές. Μόλις με άγγιξε το μυαλό μου ξεθόλωσε και συνειδητοποίησα τι γινόταν. Αμέσως τραβήχτηκα κατά πίσω. Πήρα την τσάντα μου και έφυγα τρέχοντας… **** Έφτασα στη δουλειά λίγα λεπτά νωρίτερα, έτσι κατέβηκα στο κυλικείο να πάρω κάτι για πρωινό. Μπήκα μέσα και η μυρωδιά της ψημένης τυρόπιτας. «Καλημέρα Μάριε» «Καλημέρα Κατερίνα, πως είσαι σήμερα;» «Πολύ καλά εσύ; Μια από τα συνηθισμένα τυρόπιτα και νες σκέτο;» ρώτησε γνωρίζοντας ήδη την απάντηση. «Αφού με ξέρεις δε μπορώ να αντισταθώ σε μια τόσο νόστιμη πίτα.» εκείνη γέλασε και ετοίμασε την παραγγελία μου. Η Κατερίνα ήταν μια ψιλόλιγνη κοπέλα με μαλλιά στο χρώμα της καραμέλα και μάτια γκρίζα. Είχε γλυκό πρόσωπο και ένα ευχάριστο χαμόγελο σχεδόν κάθε μέρα. «Ορίστε» μου έδωσε την παραγγελία την χαιρέτησα και έφυγα. Ανέβηκα τις σκάλες γρήγορα. Ένα κοριτσάκι γύρω στα 13 στεκόταν έξω από την αίθουσα. Μάλλον ήταν η καινούργια ασθενής. «Καλησπέρα είμαι ο Μάριος Γεωργίου και θα είμαι ο ορθοδοντικός σου για αυτό το εξάμηνο.» μου χαμογέλασε συνεσταλμένα και τα σιδεράκια της σχεδόν άστραψαν. «Με λένε Θάλεια Αναγνωστοπούλου.» της έδειξα το κάθισμα και εκείνη έκατσε. Η μέρα θα ήταν μεγάλη σήμερα. Γύρισα στο σπίτι εξουθενωμένος και η Χριστίνα με υποδέχθηκε με μια μεγάλη αγκαλιά. «Επιτέλους γύρισες.» με φίλησε καθώς πηγαίναμε στο σαλόνι. Έκατσα στον δερμάτινο καναπέ με εκείνην στην αγκαλιά μου. «Λοιπόν τι λέει το πρόγραμμα σήμερα;» τα πράσινα μάτια της κοίταξαν τριγύρω. Σκέφτομαι να πάμε για φαγητό για αρχή και ύστερα βλέπουμε.» «Ότι θέλει ο άγγελος μου» είπα και της έδωσα ένα παρατεταμένο φιλί. «Άντε σήκω να κάνεις μπάνιο να φεύγουμε. Με τράβηξε προς το μπάνιο κ ύστερα με έσπρωξε μέσα. Έβγαλε το λευκό αθλητικό της φόρεμα αποκαλύπτοντας το σφικτό της στήθος και ένα λευκό δαντελωτό εσώρουχο. «Τι κάνεις;» ρώτησα εμφανώς ξαφνιασμένος. «Θέλω να κάνω μπάνιο και επειδή ο χρόνος μας πιέζει θα κάνω μαζί σου» μου έκλεισε το μάτι και γρήγορα ξεφορτώθηκε το εσώρουχό της. Την έπιασα από τη μέση και τη σήκωσα στην αγκαλιά μου. Τη φίλησα με πάθος. «Είσαι μία εσυ..» τη φίλησα ξανά και την κόλλησα στον τοίχο. Δε χρειαζόμουν κάτι παραπάνω για να εξελιχτεί περισσότερο το σκηνικό. Την ήθελα ήδη υπερβολικά πολύ… Edited January 26, 2016 by Sofia.sd Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Sofia.sd Posted February 1, 2016 Author Share Posted February 1, 2016 (edited) Όνομα Συγγραφέα: Σιδηροπούλου ΣοφίαΕίδος: ΦαντασίαςΒία; ΝαιΣεξ; ΝαιΑυτοτελής: Μέρος 4ο Κεφάλαιο 4ο Ήμουν καθισμένη στην πυλωτή μιας παλιάς πολυκατοικίας. Η ανάσα μου έβγαινε δύσκολα από τα χείλη μου και από τα μάτια μου έτρεχαν δάκρυα. Τι μου συμβαίνει; Ειλικρινά δεν είχα πρόθεση να τους βλάψω. Όμως εκείνη τη στιγμή είχα βγει εκτός ελέγχου. Σκούπισα τα εναπομείναντα δάκρυα και ήμουν απόλυτα σίγουρη πως έμοιαζα με κλαίουσα ιτιά. Πήρα μια βαθειά ανάσα και ξεκίνησα για το σπίτι. Είχε αρχίσει να δύει και ο κόσμος είτε γυρνούσε σπίτι του ή ξεκινούσε για τη βραδινή του έξοδο. Δεν έδινα σημασία στο τι γινόταν γύρω μου. Περνούσα τους δρόμους σαν φάντασμα. Έστριψα σε ένα στενό για να γλιτώσω χρόνο, όταν λάστιχα στρίγκλισαν μπρος μου. Το σώμα μου κοκάλωσε. Το αυτοκίνητο είχε σταματήσει λίγα εκατοστά πριν με χτυπήσει. Η πόρτα του οδηγού άνοιξε. Μια ψιλή γεροδεμένη φιγούρα με πλησίασε, λίγα δευτερόλεπτα αργότερα άνοιξε και η άλλη πόρτα. Ωραία η απόπειρα απαγωγής με έμελε τώρα. Έκανα ένα βήμα πίσω και ετοίμασα το σώμα μου να αμυνθεί. «Είσαι καλά;» ρώτησε ο άνδρας και με πλησίασε. Η φωνή του έμοιαζε με τραγούδι. Γαργάλισε τα αφτιά μου και έριξε αυτόματα τις άμυνες μου. «Ναι είμαι μια χαρά» είπα τακτοποίησα τα μαλλιά μου και τον κοίταξα. Τότε ήταν η στιγμή που πίστεψα πως ο Θεός πρέπει να μου κάνει πλάκα. Τα μπλε του μάτια έμοιαζαν ανήσυχα και τα χέρια του ήταν απλωμένα προς το μέρος μου. «Δε χτύπησες έτσι;» είπε η γυναίκα που στεκόταν δίπλα του. Της έριξα ένα γρήγορο εξεταστικό βλέμμα. Αδύνατη, ξανθά μαλλιά μέχρι τους ώμους και δυο μεγάλα πράσινα μάτια. Όμορφη, αλλά παντελώς αδιάφορη σε εμένα. «Όχι είμαι μια χαρά. Συγνώμη ήταν δικό μου λάθος. Δεν έπρεπε να είμαι τόσο απρόσεχτη.» κούνησα αλαφιασμένη το κεφάλι μου. «Δεν πειράζει γλυκιά μου σημασία έχει που είσαι καλά. Πως σε λένε;» ρώτησε η γυναίκα. «Νεφέλη» είπα και ίσιωσα την πλάτη μου. Για ελάχιστα κλάσματα του δευτερολέπτου το πρόσωπο του άνδρα πήρε μια μπερδεμένη. Αμέσως μετά μου χαμογέλασε «Με λένε Μάριο και αυτή είναι η αρραβωνιαστικιά μου, Χριστίνα» *** Η Κατερίνα στεκόταν στην πόρτα φορώντας μόνο ένα πλεκτό φόρεμα. Προφανώς θα είχε αφήσει το παλτό της στο σαλόνι. Μας πλησίασε με ένα απαθές βλέμμα, ήταν από τα βλέμματα που με φόβιζαν, ένιωσα ντροπή. Έβγαλε το φόρεμα της αποκαλύπτοντας το γυμνασμένο της κορμί. Φορούσε ένα σετ μαύρων δαντελωτών εσωρούχων, ήταν τόσο σέξι. Ήρθε δίπλα μου και η γλώσσα της άγγιξε τις ρόγες μου. Ένα ηλεκτρικό ρεύμα με διαπέρασε και μια μικρή ανάσα έφυγε από τα χείλη μου. Με έσπρωξε απαλά και παράλληλα τα χείλη της προχωρούσαν προς το λαιμό μου. Ο Πέτρος μας κοίταξε με γουρλωμένα μάτια. Δίχως να ξέρει τι να κάνει. Εκείνη το κατάλαβε και ανέβηκε πάνω του. Μας κοίταξε και είπε πονηρά. «Εμένα δε με θέλετε στο παιχνίδι σας» κανείς δε μίλησε. Η Κατερίνα τρίφτηκε πάνω του και εκείνος μούγκρισε, από ηδονή προφανώς. Χωρίς να χάσει λεπτό την άρπαξε από τους μηρούς. Ήταν αδιανόητο αυτό που συνέβαινε και για τους τρεις μας. Έγειρε το σώμα της πάνω του και τα χείλη τους συναντήθηκαν. Ένα μείγμα ζήλιας και ερωτικής έλξης με κυρίευσε. Βρέθηκα δίπλα της σχεδόν αυτόματα. Την τράβηξα από τα μαλλιά ώστε το πρόσωπό της να συναντήσει το δικό μου. Δάγκωσα το σαγόνι της και ξεκίνησα να φιλάω το λαιμό της. Τα δάχτυλά μου κινήθηκαν προς το επίμαχο σημείο. Σιγά, σιγά ξεκίνησε να κουνάει τη μέση της σε έναν σεξουαλικό χορό. Ενώ εγώ παράλληλα άγγιζα μια εκείνην μια εκείνον. Έδειχναν να το απολαμβάνουν. Την κοίταξα απευθείας μέσα στα μάτια και τότε το είδα. Κάτι είχε στο μυαλό της. Έπρεπε να τα καταλάβω πως δεν γινόταν να το πάρει το όλο σκηνικό τόσο χαλαρά. Μου έκλεισε το μάτι και έβαλε το μεσαίο της δάχτυλο μέσα στο στόμα της. Το πιπίλισε για λίγα λεπτά χωρίς να πάρει το βλέμμα της από μένα. Δαγκώνοντας τα χείλη της ξεκίνησε να με χαϊδεύει απαλά. Ένιωθα τα νύχια της να με αγγίζουν που και που ερεθίζοντας με ακόμη περισσότερο. Χωρίς καμία προειδοποίηση σταμάτησε και σηκώθηκε όρθια. Την κοιτάξαμε όλο περιέργεια, έσκυψε έπιασε το μόριο του Πέτρου και το έβαλε βαθειά μέσα στο στόμα της. Εκείνος αναστέναξε, συνέχισε για μερικά δευτερόλεπτα και μετά μίλησε. «Νάνση;» την κοίταξα μπερδεμένη τι έκανε μου σέρβιρε το Πέτρο junior; Για ακόμη μία φορά είχε εκείνο το βλέμμα. Δε μπορούσα να αρνηθώ. Έσκυψα και όπως και εκείνη λίγες στιγμές πριν τον πήρα στο στόμα μου. Ο Πέτρος έπιασε το πίσω μέρος του κεφαλιού μου σπρώχνοντας τη στύση του όσο πιο μέσα γινόταν. Άρχισε να γίνεται κάπως πιο πιεστικός όταν πετάχτηκε ξαφνισμένος. «Έι τι είναι αυτό τώρα;» παραπονέθηκε και κούνησε το χέρι του που τώρα ήταν δεμένο με μια χειροπέδα. Δε μπόρεσα να μη γελάσω. Να τι είχε στο μυαλό της η μικρή μου. Ακούμπησε το δάχτυλό της στα χείλη του ώστε να σωπάσει. «Ήρθε η ώρα να παίξουμε με τους δικούς μου κανόνες.» γράπωσε το ελεύθερο χέρι του Πέτρου και το έβαλε ανάμεσα στα πόδια της. Έπιασε αμέσως το νόημα και τα δάχτυλά του χώθηκαν μέσα της. Άρχισε να βαριαναστενάζει, αλλά δεν έχασε τη συγκέντρωσή της. Πιάνοντας τον και πάλι απροετοίμαστο έδεσε και το άλλο του χέρι στο κρεβάτι. «Τώρα μου κάνεις πλάκα έτσι;» κούνησε αρνητικά το κεφάλι. Μου έτεινε το χέρι της να σηκωθώ, υπάκουσα. Με έβαλε να σκύψω με τα χείλη μου λίγα εκατοστά μακριά από τη στύση του Πέτρου. Εκείνη γονάτισε και έφερε το στόμα της στην ευαίσθητη περιοχή. Βόγκηξα και τραβήχτηκα πάνω στο κρεβάτι ήταν παραπάνω από αυτό που μπορούσα να αντέξω. Με γύρισε ανάσκελα και ήρθε από πάνω μου. Το παιχνίδι ανήκε σε εμάς. Ενώ ο καημένος ο Πέτρος έμεινε να μας κοιτά καθώς ευχαριστούσαμε η μία την άλλη *** Ποιο να ήταν άραγε αυτό το κορίτσι. Το όνομά της σίγουρα μου θύμιζε κάτι. Της χαμογέλασα ξανά. «Με λένε Μάριο και αυτή είναι η αρραβωνιαστικιά μου, Χριστίνα» της έτεινα το χέρι μου. Διστακτικά ακολούθησε την κίνηση μου. «Θα ήθελες μήπως να σε πάμε κάπου; Ο ήλιος έπεσε και δεν είναι τόσο ασφαλής αυτοί οι δρόμοι» δεν ήθελα να την αφήσω μόνη της. Έμοιαζε τόσο απροστάτευτη. Κάτι μέσα μου, μου έλεγε πως έπρεπε να την φροντίσω. «Σας ευχαριστώ πολύ, αλλά πραγματικά σχεδόν έφτασα. Δε θέλω να σα βάζω σε κόπο. Τραύλισε συνεσταλμένα ανακατεύοντας μια κόκκινη τούφα των μαλλιών της. «Δεν είναι κανένας κόπος, εξάλλου δε βιαζόμαστε. Έτσι δεν είναι αγάπη μου;» η Χριστίνα είχε σχεδόν αγκαλιάσει τη Νεφέλη παροτρύνοντας την να μπει στο αυτοκίνητο. Το κορίτσι έκανε ένα βήμα πίσω. Την πλησίασα και την κοίταξα στα μάτια. Έμοιαζαν με δυο γαλάζιους κρυστάλλους. «Δε θα σε πειράξουμε, απλώς ανησυχούμε για σένα» τα λόγια μου έδειξαν να πιάνουν τόπο, πήρε μια βαθειά ανάσα και μπήκε στο πίσω κάθισμα. Παρέμεινε σιωπηλή καθόλη τη διάρκεια της διαδρομής. Η αλήθεια ήταν πως δεν έμενε και πολύ μακριά. Ίσως αν την αφήναμε και συνεχίζαμε να μην επικρατούσε αυτή η βαριά ατμόσφαιρα. Η Χριστίνα κρατούσε το χέρι μου πάνω από το λεβιέ των ταχυτήτων. Ένιωθα τους χτύπους της καρδιάς της. Απαλοί και γεμάτοι ζωντάνια. «Μπορείτε να σταματήσετε εδώ σας παρακαλώ; Μένω σε αυτήν την πολυκατοικία» έκανα ότι μου είπε και εκείνη βγήκε βιαστικά από το αμάξι. «Σας ευχαριστώ πολύ» μας χάρισε ένα αρκετά αληθινό χαμόγελο. «Δε θέλω χαζομάρες Νεφέλη. Δεν ήταν καν κόπος» η μελωδική φωνή της Χριστίνας μου μετέδωσε όλα αυτα τα συμπονετικά συναισθήματα. «Και την επόμενη φορά που θα σε δω, ελπίζω να μην είναι επειδή κόντεψα να σε πατήσω» της έκλεισα το μάτι και εκείνη κοκκίνισε, τι γλυκιά ηλικία. «Θα το προσπαθήσω» είπε και έκλεισε την πόρτα. « Είναι τόσο όμορφη» σχολίασε η Χριστίνα καθώς την έβλεπε να απομακρύνεται. «Ναι όντως, αρκεί βέβαια να το καταλάβει και εκείνη» συνέχισα βάζοντας μπρος το αμάξι. «Είμαι σίγουρη πως όταν έρθει ώρα θα το καταλάβει» μου έδωσε ένα πεταχτό φιλί λίγο πριν βγούμε στον κεντρικό. *** Όταν ξύπνησα είχε ήδη σκοτεινιάσει . Η Κατερίνα και ο Πέτρος κοιμόντουσαν κολλητά ο ένας στον άλλο. Με το χέρι του Πέτρου να βρίσκεται πάνω στους γλουτούς της. Θα ακουστεί παράξενο, αλλά χαιρόμουν που ήταν σκεπασμένος. Το μόριο του άντρα σε ελεύθερη κατάσταση δεν ήταν και το καλύτερο θέαμα. Το κεφάλι μου πονούσε όσο τίποτε άλλο έτσι πήγα στο μπάνιο να βρω κάτι να με βοηθήσει. Άνοιξα το ντουλαπάκι έβγαλα ένα ντεπόν κα χρησιμοποιώντας το χέρι μου για ποτήρι το ήπια. Έριξα άφθονο νερό στο πρόσωπό μου και κοιτάχτηκα στον καθρέφτη. Με το ζόρι δεν ούρλιαξα. Στην αντανάκλαση δεν ήμουν εγώ, ή αυτό κατάλαβα στην αρχή. Κοίταξα το είδωλο πιο προσεκτικά μαύρα πυκνά μαλλιά , όπως συνήθιζα να τα έχω. Ματια μαύρα που έκαναν το αίμα σου να παγώσει με ένα βλέμμα. Παραδόξως η γυναίκα στον καθρεύτη ήμουν εγώ. Τουλάχιστον μου έμοιαζε. Τέτοια φαντασία δεν είχα ούτε όταν φτιαχνόμουν. Πλησίασα και κάρφωσα το βλέμμα μου σε εκείνο της γυναίκας μπροστά μου. Ξάφνου τα μάτια της έγιναν σαν την φωτιά ενώ οι άκρες των μαλλιών της φλέγονταν. Πισωπάτησα και έτρεξα στο σαλόνι με την καρδιά μου να σφυροκοπά στο στήθος μου. Όχι πάλι, δε γινόταν αυτός ο εφιάλτης να έρθει ξανά. Ντύθηκα σχεδόν μηχανικά και έφυγα. Το αλκοόλ ήταν το μόνο που μπορούσε να πάρει αυτές τις παραισθήσεις μακριά. Τύλιξα το παλτό γύρω μου και ξεκίνησα να περπατάω με γρήγορο ρυθμό. Δε μπορούσα να μιλήσω σε κανέναν για αυτό. Θα με περνούσαν για τρελή. Ίσως και να είμαι. Χωρίς να το καταλάβω βρέθηκα σε ένα από τα κοιμητήρια της Θεσσαλονίκης. Όχι σε ένα οποιοδήποτε, ήμουν εκεί που είχαν θάψει την μητέρα μου. Γονάτισα μπροστά από το μνήμα της και της άναψα ένα κερί. Δεν ήμουν και πολύ θρήσκα. Να πω την αλήθεια δεν ήμουν καθόλου. Οι σχέσεις μου με το Θεό είναι ανύπαρκτες. Ήξερα όμως πως η μητέρα μου θα ήθελε ένα κερί πάντα αναμμένο, ώστε όπως έλεγε να την προστατεύει. Στάθηκα για λίγα λεπτά εκεί και ύστερα ξεκίνησα για το κοντινότερο μπαράκι... Edited February 1, 2016 by Sofia.sd 1 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Sofia.sd Posted February 14, 2016 Author Share Posted February 14, 2016 (edited) Όνομα Συγγραφέα: Σιδηροπούλου ΣοφίαΕίδος: ΦαντασίαςΒία; ΝαιΣεξ; ΝαιΑυτοτελής: Μέρος 5ο Κεφάλαιο 5ο Σχεδόν όλα τα μπαρ της Θεσσαλονίκης ήταν γεμάτα. Ιδιαίτερα αυτά που βρίσκονταν στο κέντρο. Έτσι θέλοντας να γλιτώσουμε την πολύ φασαρία πήγαμε σε ένα σχετικά άγνωστο. Που κυριολεκτικά είχε όλο και όλο δέκα παρέες. Καθίσαμε σε ένα από τα τραπέζια στην πίσω πλευρά του. Το περιβάλλον ήταν βαρύ, με μια έντονη μυρωδιά και χαμηλό φωτισμό. «Ειλικρινά έψαξες πολύ για να βρεις αυτό το μέρος;» η Χριστίνα μου έριξε μια ματιά όλο νόημα. Απόψε ήταν πανέμορφη, όχι πως τις άλλες φορές δεν ήταν. Φορούσε ένα μαύρο φόρεμα, όχι υπερβολικά στενό και με όλη την πλάτη της εκτεθειμένη. Τα μαλλιά της ήταν πιασμένα σε έναν χαλαρό κότσο, ενώ μερικές ξανθές τούφες έπεφταν στα πλαϊνά του προσώπου της. «Την επόμενη φορά θα διαλέξεις εσύ. Αν θυμάμαι καλά την τελευταία φορά η επιλογή σου ήταν ιδιαίτερα συναρπαστική.» της έκλεισα το μάτι. Εκείνη έκανε μια μικρή γκριμάτσα και μου χαμογέλασε. «Έλα τώρα που σε χάλασε. Άλλοι παρακαλάνε να έχουν μία σέξι χορεύτρια στην αγκαλιά τους.» το χέρι μου αγγίζει το δικό της. «Έχω ήδη τη δική μου σέξι χορεύτρια σε καθημερινή βάση.» τα λόγια μου την έκαναν να κοκκινίσει. Πριν προλάβω να πω κάτι παραπάνω ήρθε η σερβιτόρα. Μια κοπέλα γύρω στα είκοσι πέντε με κόκκινα κοντά μαλλιά και δυο μεγάλα μαύρα μάτια. «Τι θα θέλατε να σας φέρω;» ρώτησε χαμογελώντας απροκάλυπτα. Η Χριστίνα δεν έδωσε σημασία, εξάλλου ήξερε τι ένιωθα για εκείνην. «Μία βότκα λεμονάδα για την κυρία και ένα τζιν για μένα» νεύει και απομακρύνεται με τους γλουτούς της να κουνιούνται επιδεικτικά. «Γλυκούλα θα έλεγα.» μουρμούρισε η Χριστίνα παίζοντας με το διακοσμητικό κερί μπροστά μας. «Συνηθισμένη» αποκρίθηκα και έγειρα να τη φιλήσω *** Έχω βρεθεί και σε χειρότερα μπαρ, οπότε δεν έδωσα σημασία στη βαριά και κακόγουστη ατμόσφαιρα που επικρατούσε. Βάδισα με κατεύθυνση τα πίσω τραπέζια. Προσπέρασα ένα ξανθό ζευγάρι, τη στιγμή που η γλώσσα του ενός έμπαινε στο στόμα του άλλου. Πέρασα άλλα δύο κενά τραπέζια και κάθισα. Η κοκκινομάλλα σερβιτόρα δεν άργησε να έρθει. Ήταν φανερό πως το κορίτσι ενδιαφερόταν μόνο για το αντίθετο φύλο αφού μιλούσε ξερά και δίχως να με προσέχει πραγματικά. «Ένα διπλό ουίσκι με πάγο» είπα και εκείνη έφυγε. Έπρεπε να το καταλάβω ήταν από τις κοπέλες οι οποίες ανοίγουν τα πόδια τους πρόθυμα σε όλους. «Τσούλα» είπα μέσα από τα δόντια μου και επεξεργάστηκα τον χώρο. Δεν ήταν πολύ μεγάλος και οι καφέ τοίχοι το έκαναν να φαίνεται ακόμη πιο μικρό. Από το ταβάνι κρέμονταν μικροί πολυέλαιοι. Θέλοντας να δείχνει πιο κυριλέ ανεπιτυχώς βέβαια. Τα τραπέζια ήταν μαύρα με ασημένιες λεπτομέρειες και οι καρέκλες είχα ένα απλό μουντό χρώμα. Η σερβιτόρα επέστρεψε με την παραγγελία μου, άφησε το ποτήρι και ένα μπολ με ξηρούς καρπούς. Είπε ένα στην ‘‘υγειά σας’’ και έφυγε. Άρπαξα το ποτήρι και ήπια μια γερή γουλιά. Το αλκοόλ με χτύπησε κατακούτελα. Ακούμπησα πίσω την πλάτη μου και βάλθηκα να κοιτάω τους υπόλοιπους θαμώνες. Στα ψηλά σκαμπό του μπαρ υπήρχαν τρεις γυναίκες γύρω στα σαράντα πέντε. Βαρύ μακιγιάζ και πολλά φο μπιζού. Μιλούσαν μεταξύ τους, ρίχνοντας που και που ματιές γεμάτο υποσχέσεις στον μπάρμαν. Ο οποίος σαλιάριζε με όλη την γκάμα των θηλυκών που βρίσκονταν στο πόστο του. Ρουθουνίζω και πίνω ακόμη μία γουλιά. Κοντά στην πόρτα κάθετε ένας άνδρας περίπου στα πενήντα θα έλεγα, ενώ απέναντι του βρίσκεται μια εικοσάρα φανερά βαριεστημένη. Τελευταίο άφησα το ξανθό ζευγάρι. Η πλάτη της γυναίκας ήταν εκτεθειμένη, ενώ τα χρυσά μαλλιά της ήταν πιασμένα. Δε μπορούσα να δω καθαρά το πρόσωπό της. Όμως από όσο μπορούσα να δω ήταν πολύ όμορφη με πράσινα μάτια και σαρκώδη χείλη. Δεν φαινόταν να έχει ιδιαίτερα μεγάλο στήθος, παρόλα αυτά το σώμα της ήταν κομψό και ντελικάτο. Το βλέμμα μου πήγε στον άνδρα απέναντί της. Ξανθός και αυτός, με γωνίες και λακκάκια όταν χαμογελούσε. Τα χείλη του ήταν παραδόξως πολύ ελκυστικά για άνδρα. Φαρδιοί ώμοι και κάτω από το γαλάζιο πουκάμισο διαγράφονταν οι γυμνασμένοι του μυς. Είχα μείνει να τον κοιτάζω για ώρα. Το σώμα του, τα χέρια του. Δε μπορούσα να πάρω τα μάτια μου από πάνω του. Ανησυχούσα μην καταλάβαινε πως είχα καρφωθεί πάνω του και αναγκαζόμουν να κοιτάξω αλλού. Παίρνω το ποτήρι για ακόμη μία γουλιά. Καθώς πίνω ρίχνω ακόμη μία ματιά και εκείνη τη στιγμή με κοιτά και αυτός. Το βλέμμα του φυλακίζει το δικό μου και τα μπλε του μάτια φτάνουν ως την ψυχή μου. Ένα κόκκινο τριαντάφυλλο τυλίγεται στις φλόγες μέσα στη χούφτα μου. Ένα αγγελικό χαμόγελο. Ένα φιλί, κρυμμένοι μέσα στις φυλλωσιές. Δυο λευκά φτερά να με αγκαλιάζουν. Φόβος, αγάπη, θλίψη, αγαλλίαση και τέλος δυο μπλε δακρυσμένα μάτια. Ένα κορίτσι με κόκκινα μαλλιά και θλιμμένο χαμόγελο. Αυτές οι εικόνες περνάνε μπρος μου. Το ποτήρι που κρατούσα πέφτει και σπάει σε χίλια κομμάτια. Βάζω το χέρι στην τσέπη και αφήνω είκοσι ευρώ πάνω στο τραπέζι. Σηκώνομαι αδέξια. Δεν τον κοιτάω, αρνούμαι να ξαναδώ κάτι τέτοιο. Αρπάζω το παλτό μου και βγαίνω έξω σχεδόν τρέχοντας. Το ένιωθα έπρεπε να φύγω μακριά. Το κρύο με χτύπησε και το μυαλό μου άρχισε να λειτουργεί καλύτερα. Επιτάχυνα σφίγγοντας το παλτό μου. Άκουσα κάποιον να τρέχει πίσω μου. «Στάσου» φώναξε και η φωνή του έσκισε την καρδιά μου στα δυο. Τι μου συμβαίνει; Πλέον δεν περπατούσα, έτρεχα. Έτρεχα με όλη μου τη δύναμη, ότι και να μου έκανε αυτός ο άνδρας έπρεπε να φύγω μακριά του. *** Δε μπορούσα να καταλάβω που έβρισκε τη δύναμη να τρέξει. Κυρίως με αυτό το κρύο. Ήξερα πως ήταν τεράστιο λάθος που έφυγα έτσι από την Χριστίνα. Μα δε μπορούσα να σταματήσω το σώμα μου από το να την ακολουθεί. Ήταν εκείνο το κορίτσι από τους εφιάλτες μου και εγώ αντί να την αγνοήσω και να φύγω μακριά πήγαινα κατευθείαν πάνω της. Εκείνα τα ελάχιστα δευτερόλεπτα που συναντήθηκαν τα βλέμματα μας ήταν αρκετά για να με οδηγήσουν στην τρέλα. «Στάσου» φώναξα με όλη μου τη δύναμη όμως εκείνη δεν πτοήθηκε καθόλου. Βλασφήμησα και προσπάθησα να τη φτάσω. Είχα χρόνια να τρέξω από τότε που σταμάτησα το στίβο. Δεν άργησα να βρω το ρυθμό μου έτσι την έφτασα μετά από μερικά λεπτά καθώς έστριβε σε ένα δρομάκι. Το χέρι μου τυλίχτηκε σφικτά γύρω από το μπράτσο της. «Σταμάτα» πρόσταξα, όμως εκείνη άρχισε να κουνιέται νευρικά. «Δε θα σε πειράξω, να σου μιλήσω θέλω» τα λόγια μου δεν την ηρέμισαν ούτε στο ελάχιστο. «Εγώ δε θέλω να σε ακούσω!» γρύλισε μέσα από τα δόντια της. Η φωνή της με ξάφνιασε. Τρύπησε τα αφτιά μου και ξύπνησε άγνωστες πτυχές του μυαλού μου. «Ποια είσαι;» απαίτησα να μάθω. «Άσε με» μουρμούρισε και προσπάθησε να ελευθερωθεί από το κράτημά μου. «Πες μου απλά ποια είσαι και θα το κάνω» την τράβηξα κοντά μου. Έψαχνα τα μάτια της όμως εκείνη με απέφευγε. «Μάριε;» η φωνή της Χριστίνας από την άλλη άκρη του δρόμου με επανέφερε στην πραγματικότητα. Αμέσως η λαβή μου χαλάρωσε και η κοπέλα τραβήχτηκε μακριά. «Ανώμαλε» ψιθύρισε καθώς έφτιαχνε τα ρούχα της. Μου έριξε ένα εχθρικό βλέμμα και απομακρύνθηκε. Η Χριστίνα ήρθε κοντά μου και τα χέρια της τυλίχτηκαν γύρω μου. «Πάμε σπίτι» είπε και σχεδόν αυτόματα ξεκίνησα να περπατάω. Μέχρι το επόμενο πρωί δεν είχα καταλάβει τι ακριβώς είχε συμβεί. Έφερνα στο κεφάλι μου ξανά και ξανά τις σκηνές από το προηγούμενο βράδυ. Ποια ήταν αυτή η κοπέλα; Ήταν όντως εκείνη από τον εφιάλτη μου; Και αν ναι; Πως είναι αυτό δυνατόν; Ντύθηκα μηχανικά και έφυγα για τη σχολή. Η Χριστίνα δεν είχε μείνει μαζί μου. Αμέσως μετά που φύγαμε ζήτησε να την πάω σπίτι της. Μου είπε ένα ξερό καληνύχτα και ανέβηκε βιαστικά. Δε μπορούσα να της θυμώσω, πώς θα το έκανα άλλωστε; Από συνήθεια κατέβηκα στο κυλικείο και περίμενα στην ουρά. «Μάριε είσαι καλά;» ρώτησε η Κατερίνα καθώς έδινε τα ρέστα σε έναν πιτσιρικά γύρω στα δεκαπέντε. «Ορίστε;» αποκρίθηκα «Λέω είσαι καλά; Φαίνεσαι κάπως χαμένος» «Ναι όλα μια χαρά απλά λίγο κουρασμένος» με κοίταξε αποδοκιμαστικά και ξεκίνησε να ετοιμάζει την καθημερινή παραγγελία μου. Πέρασα το αριστερό μου χέρι μέσα από τα μαλλιά μου παρατηρώντας το χώρο γύρω μου. «Ορίστε» μου έτεινε την πλαστική κούπα του καφέ και το σακουλάκι με την τυρόπιτα «Σε ευχαριστώ» λίγο πριν φύγω το λεπτό της χέρι με γράπωσε με δύναμη «Σίγουρα είσαι καλά;» ένευσα και έφυγα όσο πιο γρήγορα μπορούσα. Η μέρα πέρασε γρήγορα και ήταν θολή. Δε θυμάμαι καν τι μάθημα μας παρέδωσαν ούτε ποιους ασθενείς είχα. Μπήκα στο αυτοκίνητο και πήγα στην στο κέντρο. Το άφησα σε ένα παρκινγκ και ξεκίνησα να περπατάω προς το λιμάνι. Το μυαλό μου βούιζε και τα μάτια εκείνου του κοριτσιού δεν έλεγαν να με αφήσουν σε ησυχία. Έπρεπε να την βρω, να βρω απαντήσεις σε όλα αυτά. Μια ηλικιωμένη γυναίκα ήταν καθισμένη στην άκρη του δρόμου ζητώντας ελεημοσύνη. Βγάζω μερικά κέρματα από την τσέπη μου και σκύβω να της τα δώσω. «Ο Θεός να σε έχει καλά αγόρι μου» λέει και σηκώνει το πρόσωπό της να με κοιτάξει. Το βλέμμα της εγκλωβίζει το δικό μου. «Σταμάτα να την ψάχνεις. Η Αθανασία είναι η καταδίκη σου» πετάγομαι τουλάχιστον τρία μέτρα μακριά της. Ανοιγοκλείνω τα μάτια και την κοιτάω. Η γριά γυναίκα είχε εξαφανιστεί. Ξεκίνησα να κάνω σβούρες ψάχνοντάς την, μα ήταν λες και άνοιξε η γη και την κατάπιε. Προσπάθησα να φέρω τους παλμούς και την αναπνοή μου στο κανονικό, έκλεισα τα μάτια για μερικά δευτερόλεπτα και έτρεξα στο αυτοκίνητο. «Αθανασία» ψιθύρισα αυτό ήταν το όνομα της. Ότι και να έλεγε εκείνη η γυναίκα εγώ έπρεπε να τη βρω. *** Πέφτω πάνω σε μια γυναίκα και περιμένω τον χείμαρρο του εκνευρισμού της αντί αυτού όμως η φωνή της είναι γεμάτη έκπληξη. «Νεφέλη;» την κοιτάω προσεκτικά μέσα στα πράσινα μάτια της σε μια προσπάθεια να την αναγνωρίσω. «Χριστίνα;» λέω όλο απορία, μου χαμογελάει στοργικά και με αγκαλιάζει. «Πως είσαι; Όλα καλά; Η μητέρα σου δεν ανησύχησε έτσι;» «Όχι όλα τέλεια, ούτε που κατάλαβε πως άργησα.» σκαλίζω το εσωτερικό της τσέπης μου από αμηχανία. Από στιγμή σε στιγμή θα εμφανιστεί ο Μάριος. Εκείνος ο άνδρας από τα οράματα μου. Θέλω να μάθω τι κρύβει αλλά με τη Χριστίνα κολλημένη πάνω του λίγο αδύνατο. «Βιάζεσαι; Έχεις να πας κάπου;» ρωτάει καθώς βλέπει τη νευρικότητά μου. Κάνω μια περίεργη γκριμάτσα και βρίσκω την πρώτη δικαιολογία που μου έρχεται στο μυαλό. «Η αλήθεια είναι πως θέλω να πάω λίγο στα μαγαζιά. Έχεις προσφορά κάποια πολύ ωραία μπλουζάκια» εκείνη κοιτάζει το ρολόι της και δαγκώνει το κάτω χείλος. «Μικρή μου είναι δύο και μισή , τα μαγαζιά έχουν κλείσει» ωχ, τι κάνω τώρα; Σκέψου Νεφέλη σκέψου! «Μα που το έχω το μυαλό μου;» «Λοιπόν τι θα έλεγες να πηγαίναμε για έναν καφέ; Έχει λίγη ώρα που τελείωσα με τη σχολή και έχω ανάγκη από λίγη καφεΐνη» μου έκλεισε το μάτι και εγώ δίχως να έχω κάποια δικαιολογία δέχθηκα. Πως τα καταφέρνω έτσι πάντα; Edited February 14, 2016 by Sofia.sd Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Recommended Posts
Join the conversation
You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.