Jump to content

Ακάνθινος Κλωβός


elgalla

Recommended Posts

Όνομα Συγγραφέα: Αταλάντη Ευριπίδου
Είδος: new weird with urban fantasy untertones
Βία; Λίγη
Σεξ; Μπα
Αριθμός Λέξεων: 3.500 (ναι, μαζί με το τετράστιχο)
Αυτοτελής; Ναι.
Σχόλια: Για τον 40ο διαγωνισμό Σύντομης Σουφουφίτικης ιστορίας, κατηγορία: φάντασυ, θέμα: έγκλημα.
Αρχείο: Ακάνθινος Κλωβός.doc

 

 

They cannot scare me with their empty spaces

Between stars – on stars where no human race is.

I have it in me so much nearer home

To scare myself with my own desert places.

Robert Frost

 

 

Περπατούσα στους έρημους δρόμους μέσα στο σκοτάδι, χωρίς να έχω ιδέα πού πήγαινα και με το θάνατο να βαδίζει στο πλάι μου. Δεν ήθελα να σκέφτομαι, δεν ήθελα να θυμάμαι. Κι όμως, η σκέψη κι η μνήμη με πρόδιδαν, δίδυμες αδερφές, σκληρές και αναξιόπιστες. Είχα φύγει από την Αρένα ώρα πριν, αηδιασμένος από το θέαμα του άντρα που ούρλιαζε καθώς η σάρκα του υποχωρούσε κάτω απʹ τα δόντια του θηρίου.  Είχε καταδικαστεί για μαγεία, αν και κανένας από τους θεατές δεν είχε αναρωτηθεί για ποιο λόγο ένας αληθινός μάγος είχε αφεθεί τόσο εύκολα και δίχως αντίσταση στο έλεος της τίγρης. Ο συγκεκριμένος μάγος ήταν δική μου προσαγωγή κι ήταν υποχρέωσή μου να παραστώ στην εκτέλεσή του. Είχα καταφέρει να διατηρήσω το πρόσωπό μου ανέκφραστο καθʹ όλη τη διάρκεια της διαδικασίας αλλά, με το που οδήγησαν το ζώο πίσω στο κλουβί του, εξαφανίστηκα. Μόλις βεβαιώθηκα πως είχα απομακρυνθεί αρκετά, έσκυψα πάνω από έναν υπόνομο κι άδειασα το μεσημεριανό μου και τις τύψεις μου στο σκοτεινό, βρώμικο μέρος όπου κατέληγαν όλα τα απόβλητα της καταραμένης αυτής πόλης.

«Ισμαήλ;»

Η φωνή της ήταν χαμηλή και βραχνή –η ηχώ μιας άγριας νύχτας- και θα την αναγνώριζα ανάμεσα σε χιλιάδες άλλες. Στράφηκα προς το μέρος της · στεκόταν κάτω απʹ το ασθενικό φως μιας λάμπας. Το αλαβάστρινο, σχεδόν διάφανο δέρμα της φεγγοβολούσε και τα γαλάζια μάτια της με παρατηρούσαν αμείλικτα. Ροζ μαλλιά κάλυπταν τους λεπτούς της ώμους και το στήθος της, κάνοντάς τη να μοιάζει με μούσα κάποιου μαστουρωμένου ζωγράφου. Με πλησίασε.

«Δεν έπρεπε να φύγεις έτσι» είπε. «Οι ισορροπίες αυτήν την περίοδο είναι εύθραυστες και το παραμικρό στραβοπάτημα μπορεί να σου στοιχίσει».

Αυτό που εννούσε ήταν πως, μετά την πρόσφατη αποκάλυψη ότι ανώτερα στελέχη της Μονάδας Επίλυσης Θρησκευτικών Εγκλημάτων -Μ.Ε.Θ.Ε. για συντομία- συνεργάζονταν με τρομοκράτες, ήμασταν όλοι υπό παρακολούθηση. Ανασήκωσα τους ώμους.

«Με χρειάζονται».

Άπλωσε τα δάχτυλά της στο πρόσωπό μου κι απομάκρυνε τα σκούρα γυαλιά που έκρυβαν τα μάτια μου. Χρόνια πριν, είχε καταφέρει να κερδίσει την εμπιστοσύνη μου χάρη στην κίνηση αυτή. Από παιδί ακόμα οι άνθρωποι απέφευγαν να με κοιτούν κατάματα. Η Γένεση ήταν η πρώτη που το είχε τολμήσει.

«Για πόσο;» ψιθύρισε, ρίχνοντάς μου ένα εξεταστικό βλέμμα.

Έπιασα το χέρι της και το έσφιξα ελαφρά.

«Όλα εκεί καταλήγουν, έτσι δεν είναι;» της ανταπέδωσα την ερώτηση. «Για όσο. Για όσο εξακολουθώ να κάνω καλά τη δουλειά μου, υποθέτω».

Κούνησε το κεφάλι της απηυδησμένη κι έκανε ένα βήμα πίσω. Δεν την αδικούσα. Πολλές φορές προκαλούσα μέχρι και στον ίδιο τον εαυτό μου την ακατανίκητη παρόρμηση να απομακρυνθεί από μένα.

«Αν συνεχίσεις τις απερισκεψίες, Ισμαήλ, αργά ή γρήγορα θα αποφασίσουν πως οι ικανότητές σου δεν αντισταθμίζουν τα ελαττώματά σου και θα σε αντικαταστήσουν με κάποιο νεότερο, με λιγότερη εμπειρία αλλά και λιγότερους δισταγμούς» με προειδοποίησε.

«Δεν έχω δισταγμούς» αμύνθηκα. «Η Αρένα με ενοχλεί, ποτέ δεν το έκρυψα. Δεν ασπάζομαι την πολιτική του Ιερατείου περί άρτου και θεαμάτων ούτε, όμως, την κατακρίνω ανοιχτά. Όχι ότι μπορώ να κάνω αλλιώς, εδώ που τα λέμε».

 Η Γένεση έμεινε σιωπηλή για λίγο, κοιτώντας το χέρι της που ακόμη κρατούσα.

«Σε δίδαξα καλά» είπε χαμηλόφωνα. «Θα μπορούσες να ξεγελάσεις οποιονδήποτε, όμως όχι εμένα. Εγώ σε ξέρω. Κι οι αριθμοί δεν λένε ψέματα».

Δαγκώθηκα. Ήξερα πολύ καλά σε τι αναφερόταν. Μπορεί να εξακολουθούσα να έχω υψηλότερα ποσοστά εξουδετερωμένων στόχων από οποιονδήποτε άλλον πράκτορα στη Μονάδα, αλλά τον τελευταίο καιρό οι στόχοι μου είχαν αποκτήσει την κακή συνήθεια να καταλήγουν νεκροί πολύ πριν φτάσουν στην Αρένα για τη δημόσια εκτέλεσή τους. Είχα πάντοτε κάποια πειστική δικαιολογία - ο στόχος μου είχε επιτεθεί ή θα διέφευγε ή απειλούσε πολίτες. Όμως ήμασταν υποχρεωμένοι να παραδίδουμε στους ανωτέρους μας έναν ελάχιστο αριθμό ζωντανών στόχων προκειμένου να τιμωρηθούν παραδειγματικά. Ήμουν επικίνδυνα κοντά στο να μη συμπληρώσω το συγκεκριμένο αριθμό εκείνη τη χρονιά.

«Είμαι ο καλύτερός τους πράκτορας» είπα και ξέραμε κι οι δύο πως δεν ήταν κομπασμός.

Τα δάχτυλά της, όμοια με πεταλούδες, πετάρισαν και σφίχτηκαν γύρω απʹ το λαιμό της. Είχε χάσει βάρος τον τελευταίο καιρό, συνειδητοποίησα. Ήταν τόσο αδύνατη που οι κλείδες της απειλούσαν να σκίσουν το δέρμα και να ξεπεταχτούν, μυτερές σα ράμφη πουλιών.

«Όπως είπα, σε δίδαξα καλά» επανέλαβε μʹ ένα μικρό στεναγμό παραίτησης.

Περίμενε να της πω την αλήθεια, μα δεν μπορούσα. Δεν είχα το κουράγιο να ομολογήσω πως προσπαθούσα να ξεφύγω από μένα κι ό,τι είχα γίνει. Θα ήταν σαν να παραδεχόμουν ότι ήθελα να ξεφύγω από κείνη.

«Να είσαι στο γραφείο στην ώρα σου αύριο» μου πέταξε ξερά και μου γύρισε την πλάτη. «Έχουμε καινούριο στόχο».

 

***

 

Η Μ.Ε.Θ.Ε. στεγαζόταν στο κτήριο όπου, χρόνια πριν, βρισκόταν η Νομική Σχολή. Ήταν ένα μεγάλο οικοδόμημα σε σχήμα π, στο χρώμα της μισομαυρισμένης μπανάνας και μ' έναν κατάξερο, αφρόντιστο κήπο στη μέση. Ξεχαρβαλωμένα παγκάκια, ένα άγαλμα της Δίκης κι ένα γκράφιτι που έγραφε Μ.Ε.Θ.Ε., γουρούνια, δολοφόνοι συμπλήρωναν την εικόνα. Οι μόνοι άνθρωποι που το πλησίαζαν ήταν όσοι δούλευαν εκεί. Οι υπόλοιποι  άλλαζαν πεζοδρόμιο αμέσως μόλις το κτίσμα έμπαινε στο οπτικό τους πεδίο. Το είχα παρατηρήσει μια φορά που περίμενα έξω από το γραφείο του Διευθυντή. Δεν μου είχε κάνει ιδιαίτερη εντύπωση· ήμασταν οι απόκληροι της κοινωνίας, πιο απόκληροι κι από 'κείνους που κυνηγούσαμε. Σε θεωρητικό επίπεδο, οι πράκτορες της Μ.Ε.Θ.Ε. ήμασταν καλύτερα εκπαιδευμένοι και καλύτερα αμοιβόμενοι μπάτσοι. Σε πρακτικό επίπεδο, ήμασταν επαγγελματίες δολοφόνοι για λογαριασμό του Ιερατείου. Ανέβηκα τα σκαλιά μέχρι τον τέταρτο. Το κεφάλι μου ήταν βαρύ κι ένιωθα λες και μου το κοπανούσαν με σιδηρογροθιές είκοσι οργισμένοι μπράβοι.

Προσπερνώντας τους ορόφους, παρατηρούσε κανείς πως η καθαριότητα κι η φασαρία ήταν αντιστρόφως ανάλογες. Το ισόγειο ήταν ο όροφος όπου βρίσκονταν η ρεσεψιόν και το εστιατόριο, ο πρώτος ήταν για τους καινούριους, ο δεύτερος για τους άχρηστους, ο τρίτος για τους περισσότερους, ο τέταρτος για τους καλύτερους κι ο πέμπτος για το Διευθυντή. Θυμήθηκα τις πρώτες μου μέρες μετά την εκπαίδευση, όταν με είχαν χώσει να δουλεύω σ' ένα κουβούκλιο στον πρώτο, μαζί με είκοσι άλλους, χωρίς εξαερισμό, μες στη μπόχα και την κάπνα. Τα πράγματα είχαν αλλάξει από τότε.

Η Γένεση με περίμενε στο γραφείο μου. Φορούσε λευκό, μακρυμάνικο πουκάμισο και μαύρο, μάλλινο παντελόνι και στριφογύριζε στα δάχτυλά της έναν πράσινο φάκελο. Έβγαλα το παλτό μου, μούγκρισα μια καλημέρα μέσα απ' τα δόντια μου και πάτησα το κουμπί της καφετιέρας. Σωριάστηκα στην καρέκλα μου και πέταξα τα γυαλιά μου πάνω σε μια στοίβα αναφορές που έπρεπε να παραδώσω μέχρι το τέλος της βδομάδας.

«Έχεις κάνα παυσίπονο;» ρώτησα και κάθε λέξη που ξεστόμιζα την αισθανόμουν σα μαχαιριά στη μαλακή, γκρίζα μάζα του εγκεφάλου μου.

Κούνησε αρνητικά το κεφάλι της κι άφησε τον πράσινο φάκελο μπροστά μου. Η καφετιέρα γουργούρισε γλυκά και το άρωμα του καφέ πλημμύρισε το χώρο. Γέμισα δυο ποτήρια και της πρόσφερα το ένα.

«Λοιπόν; Με τι έχουμε να κάνουμε αυτή τη φορά;»

Η Γένεση τύλιξε τα χέρια της γύρω απ' την αχνιστή κούπα κι ήπιε μια γουλιά.

«Ο στόχος αυτοποκαλείται Ζέφυρος κι υποπτευόμαστε πως είναι μέλος της 7 Γενάρη».

Η 7 Γενάρη ήταν το μεγαλύτερο αγκάθι στο πλευρό του Ιερατείου τα τελευταία σαράντα χρόνια, από τότε δηλαδή που η Μία θρησκεία είχε θεσπιστεί ως επίσημη θρησκεία του κράτους. Η οργάνωση είχε ιδρυθεί στις επτά Ιανουαρίου του 1967, ως αντίδραση στη μαζική δολοφονία των Φ.Υ.Αν., των Φοιτητών Υπέρ Ανεξιθρησκίας, από το στρατό και τους πράκτορες της Μ.Ε.Θ.Ε. Γνωρίζαμε ελάχιστα γι' αυτούς: πρώτον, απαρτίζονταν από πιστούς διαφόρων παγανιστικών θρησκειών αλλά και άθεους και αγνωστικιστές και, δεύτερον, είχαν αναλάβει την ευθύνη για εκατόν δώδεκα τρομοκρατικές επιθέσεις από τη μέρα της ίδρυσής τους και έπειτα.

Άνοιξα το φάκελο κι έριξα μια ματιά στα στοιχεία του στόχου. Το βλέμμα μου στάθηκε στην ημερομηνία γέννησής του. Δεν μπορεί, σκέφτηκα, είναι λάθος. Έψαξα τα χαρτιά· η μόνη φωτογραφία του Ζέφυρου που είχαμε στα χέρια μας ήταν θολή και τραβηγμένη από μια κάμερα οδικής κυκλοφορίας. Ξαφνικά ζεσταινόμουν. Τράβηξα το γιακά του ζιβάγκο μου λες κι ήταν θηλιά που μ' έπνιγε. Ίσως και να ήταν.

«Γένεση…» ξεροκατάπια.

Εκείνη με κοιτούσε, φαινομενικά απαθής. Έπιασε μια τούφα μαλλιών και την τύλιξε στο δάχτυλό της.

«Υπάρχει ένα τυπογραφικό στο φάκελο» είπα με περισσότερη σιγουριά απ' όση ένιωθα. «Η ημερομηνία γέννησης δεν είναι σωστή».

Η Γένεση ανασήκωσε ένα ανοιχτόχρωμο φρύδι.

«Τι σε κάνει να το λες αυτό;»

Σκατά, σκέφτηκα κι η καρδιά μου βούλιαξε. Γιατί στο καλό κάνει τόση ζέστη;

«Το ότι, αν δεν υπάρχει λάθος, ο στόχος μας είναι δεκαπέντε χρονών».

Κατάπια τη χολή που είχε ανέβει στο στόμα μου και περίμενα. Περίμενα να μου πει πως δεν ήταν πραγματική υπόθεση, πως ήταν απλά μια δοκιμασία για να μου αποδείξει πως είχε δίκιο το προηγούμενο βράδυ όταν έλεγε ότι είχα δισταγμούς. Εκείνη τη στιγμή, ήμουν έτοιμος να παραδεχτώ τα πάντα. Ωστόσο, διατήρησα την έκφραση του προσώπου μου ουδέτερη.

«Σωστά» είπε η Γένεση κι άφησε την τούφα με την οποία έπαιζε. «Υπάρχει πρόβλημα;»

Τα μάτια της με διαπερνούσαν και φοβόμουν ότι μπορούσε να διακρίνει κάθε μου σκέψη και συναίσθημα, να σκάψει μέσα μου μεθοδικά και να φτάσει ως το μεδούλι. Δεν άντεξα.

«Είναι δεκαπέντε χρονών!» ξέσπασα. «Για τι σκατά κατηγορείται; Αντέγραψε στα Θρησκευτικά;»

Εκείνη εξακολουθούσε να με παρατηρεί ατάραχη.

«Όλα όσα χρειάζεται να ξέρεις βρίσκονται στο φάκελο. Σελίδα τρία, τελευταία παράγραφος» απάντησε.

Τη Γένεση την ήξερα δεκαπέντε χρόνια, απʹ όταν είχε έρθει να με πάρει από το στρατόπεδο συγκέντρωσης για να με εκπαιδεύσει. Η ίδια ήταν, τότε, δεκαεφτά, έμενε μόνη της σε μια πελώρια έπαυλη στα περίχωρα της πόλης κι ήταν το χαϊδεμένο παιδί του Ιερατείου. Είχε εμμονή με τους κανόνες και τα σχέδια κι ό,τι άλλο μπορούσε να κάνει τη ζωή προβλέψιμη. Ήθελε τα πράγματα να τοποθετούνται στη σωστή τους θέση κι ήταν η μόνη που θυμόταν ακριβώς ποια ήταν κάθε φορά η θέση αυτή. Εξουδετέρωνε τους στόχους της με φονική οικονομία κινήσεων κι αντιμετώπιζε τις ίντριγκες μέσα στην ίδια τη Μ.Ε.Θ.Ε. με τη στρατηγική ικανότητα ενός ευφυούς σκακιστή. Έτρωγε λίγο, μιλούσε λίγο και σκεφτόταν πολύ· αυτή ήταν η Γένεση. Με λίγα λόγια, η τέλεια πράκτορας. Μόνο μια αδυναμία είχε κι αυτή φρόντιζε να την κρατάει κλειδωμένη: διατηρούσε ακόμη ανέπαφο το δωμάτιο της δίδυμης αδερφής της, της Βαβυλώνας, που είχε πεθάνει από λευχαιμία όταν ήταν δέκα χρονών. Μπορεί να ήταν καλύτερη ηθοποιός από οποιονδήποτε είχα γνωρίσει. Μπορεί να μπλόφαρε καλύτερα κι από επαγγελματία χαρτοπαίχτη. Όμως δεν ήταν τόσο αναίσθητη όσο ήθελε να παρουσιάζεται. Θυμήθηκα τα λόγια της το προηγούμενο βράδυ. Θα μπορουσες να ξεγελάσεις οποιονδήποτε, όμως όχι εμένα. Εγώ σε ξέρω.

«Έχω πονοκέφαλο» της είπα. «Γιατί δεν μου λες τι έκανε αυτός ο Ζέφυρος; Θα τον κοιτάξω μετά το φάκελο».

Αναστέναξε παραιτημένη.

«Εκφορά δημοσίου λόγου κατά της Μίας θρησκείας…»

«Σε ποιον» τη διέκοψα, «στους συμμαθητές του;»

«… παραγωγή και διαμοιρασμό στρατευμένης τέχνης κατά της Μίας θρησκείας» συνέχισε η Γένεση, «είναι ύποπτος για τρεις βομβιστικές επιθέσεις…»

«Έλα τώρα! Πού έμαθε να φτιάχνει βόμβες, στη Χημεία Γ’ Γυμνασίου; Μαλακίες. Είναι δεκαπέντε χρονών, γαμώ το!»

Μου έριξε ένα αυστηρό βλέμμα για να με κάνει να σωπάσω.

«… και μαγεία» ολοκλήρωσε την πρότασή της.

Κάγχασα.

«Ναι, καλά. Πόσοι απ' αυτούς που κατηγορούνται για μαγεία είναι πραγματικοί μάγοι; Ένας στους εκατό; Τι είδους υπόθεση είναι αυτή; Και γιατί χρειάζομαστε κι οι δύο για να…»

Σταμάτησα απότομα. Ξαφνικά όλα έβγαζαν νόημα.

«Είναι αξιολόγηση, έτσι δεν είναι;» τη ρώτησα. «Για μένα. Και σ' έβαλαν μαζί μου για να τους δίνεις αναφορά».

Ένευσε καταφατικά.

«Θα το κάνεις;»

Δεν είπε τίποτα.

 

***

 

Τον πιτσιρικά τον είχαν καρφώσει. Συνήθως χρειαζόταν κάποια έρευνα προκειμένου να εντοπίσουμε τον εκάστοτε στόχο όμως, αυτή τη φορά, είχαμε στα χέρια μας όλες τις πληροφορίες που χρειαζόμασταν. Φυσικά, είχε πει η Γένεση, δεν μπορούμε να τον στριμώξουμε στο σχολείο, κάτι τέτοιο θα τραβήξει την προσοχή και το τελευταίο που θέλουμε είναι να τον κάνουμε μάρτυρα. Κάπως έτσι βρεθήκαμε να τον περιμένουμε στο μέρος όπου σύχναζε μετά το φροντιστήριο, ένα καφέ με το όνομα χ2. Η Γένεση είχε τα μαλλιά της κρυμμένα μέσα σ' έναν γκρίζο σκούφο κι εγώ φορούσα τα γυαλιά μου. Καθένας μας ήθελε να περάσει απαρατήρητος για διαφορετικούς λόγους: εκείνη γιατί αυτό επέβαλλε ο κανονισμός, ενώ εγώ επειδή ακόμη θυμόμουν τα ατέλειωτα χρόνια κοροϊδίας και ξύλου που είχα υποστεί στο στρατόπεδο εξαιτίας των ασημένιων ματιών μου.

Ήμασταν ήδη ένα δίωρο στο μαγαζί όταν ο Ζέφυρος εμφανίστηκε. Ο καφές μου είχε παγώσει στον πάτο του φλιτζανιού κι η Γένεση είχε διαβάσει τέσσερα ή πέντε περιοδικά. Είχαμε κάτσει χωριστά και, μόλις τον εντόπισα, της έκανα ένα διακριτικό νόημα. Ήταν μετρίου αναστήματος, είχε καστανά μαλλιά που κρέμονταν στους ώμους του και ξεπλυμένα μάτια. Φορούσε σκισμένο τζην, πουλόβερ γεμάτο γατότριχες κι αθλητικά παπούτσια. Κι όμως, όταν μπήκε στο χώρο, κεφάλια γύρισαν, ποτήρια μπύρας υψώθηκαν και πρόσωπα φωτίστηκαν. Παρήγγειλε ένα τσάι με μήλο και κανέλα και κάθισε σε μια γωνία μόνος του. Άνοιξε ένα μπλε τετράδιο που κουβαλούσε μαζί του κι άρχισε να γράφει. Κάθε τόσο, κάποιος σηκωνόταν και πήγαινε να του μιλήσει. Κοίταξα τη Γένεση ερωτηματικά κι εκείνη μου έκανε ένα αρνητικό νεύμα. Όχι ακόμα.

Παρήγγειλα δεύτερο καφέ, παρατηρώντας το στόχο με την άκρη του ματιού μου. Φαινόταν τόσο νέος. Ήμουν κι εγώ έτσι στην ηλικία του, άραγε; Μπα, σκέφτηκα, εσύ μισούσες όλον τον κόσμο. Αυτός εδώ είναι αλλιώτικος. Οι εντολές μας ήταν ξεκάθαρες, έπρεπε να τον παραδώσουμε ζωντανό. Προσπάθησα να τον φανταστώ να στέκεται στη μέση της Αρένας περιμένοντας τη δίκαιη τιμωρία του, μα δεν μπορούσα. Μου ήταν αδύνατο να δεχτώ πως η ζωή του θα τέλειωνε έτσι: στα νύχια ενός ζώου και με τα πλήθη να παραληρούν και να ζητάνε περισσότερο αίμα, περισσότερο θέαμα. Πίεσα τον εαυτό μου να συγκεντρωθεί στο φλυτζάνι του καφέ σαν να κρεμόταν η ζωή μου απʹ αυτό. Πέρασε άλλη μιάμιση ώρα.

«Έλα, Ζέφυρε, διάβασέ μας κάτι» φώναξε τότε κάποιος – ένας άντρας γύρω στα τριάντα πέντε, με γκρίζους κροτάφους και παχύ μουστάκι.

«Ναι, διάβασέ μας!» συμφώνησε ομόφωνα μια παρέα δίπλα μου.

Ο νεαρός χαμογέλασε συγκαταβατικά και κατάλαβα πως αυτή η σκηνή είχε παιχτεί δεκάδες φορές στο παρελθόν. Έσπρωξε πίσω την καρέκλα του και σκαρφάλωσε στο τραπέζι. Γύρισε τις σελίδες του τετραδίου του και σταμάτησε σε μία. Ξερόβηξε.

«Γεννιόμαστε και πεθαίνουμε σʹ ένα κλουβί φτιαγμένο από αγκάθια» ξεκίνησε να απαγγέλει. «Σάπια λουλούδια το πάτωμά του, τα θρέφουμε με το αίμα μας. Τα ποτίζουμε με τη συνενοχή μας. Ανήλιαγη και στενή είναι η φυλακή μας, χώρος μικρός, με λέξεις μεγάλες για θεμέλια. Λέξεις-δεσμά κι εμείς πουλιά παγιδευμένα. Πότε, επιτέλους, θα αντικρίσουμε τον ήλιο;»

Σιωπή ακολούθησε για λίγα δευτερόλεπτα και μετά ένας πανικός από χειροκροτήματα ξέσπασε. Η Γένεση κι εγώ κοιταχτήκαμε. Άφησα μερικά κέρματα στο τραπέζι και σηκώθηκα. Εκείνη με μιμήθηκε και, μέσα στην αναμπουμπούλα, ξεγλιστρήσαμε απαρατήρητοι.

«Είσαι σίγουρη ότι πρέπει να τους τον πάμε ζωντανό;» ψιθύρισα καθώς βγαίναμε.

Το βλέμμα της ήταν αρκετή απάντηση.

Χωριστήκαμε· εγώ ανέλαβα να προσέχω τη μπροστινή πόρτα κι η Γένεση την πίσω. Είχε νυχτώσει και κατάφερα χωρίς δυσκολία να κρυφτώ στην είσοδο μιας πολυκατοικίας. Ο στόχος βγήκε από το χ2 είκοσι λεπτά πριν την απαγόρευση κυκλοφορίας. Οι δρόμοι είχαν ήδη ερημώσει. Χωρίς να βγάλω το κινητό μου από την τσέπη, το ξεκλείδωσα και πάτησα το 1 για να καλέσω τη Γένεση. Ο νεαρός δεν με πήρε χαμπάρι. Τον άφησα να προπορευτεί λίγο πριν ακολουθήσω. Είχαμε μελετήσει νωρίτερα τα αρχεία από τις κάμερες κυκλοφορίας κι είχαμε απομνημονεύσει το δρόμο που συνήθως ακολουθούσε για να πάει από το καφέ στο σπίτι του. Υπήρχε μόνο ένα σημείο στη διαδρομή αυτή όπου θα μπορούσαμε να τον απομονώσουμε και να τον αδρανοποιήσουμε μακριά από αδιάκριτα βλέμματα. Στο απέναντι πεζοδρόμιο, διέκρινα τη μορφή της Γένεσης να τινάζεται γοργά από σκιά σε σκιά και να εξαφανίζεται.

Ο μικρός έστριψε στο σκοτεινό σοκάκι κι εγώ τον μιμήθηκα. Η Γένεση περίμενε να απομακρυνθούμε αρκετά από τον κεντρικό δρόμο προτού πηδήξει από το μπαλκόνι όπου ήταν σκαρφαλωμένη. Μια χαμηλή, τσιριχτή κραυγή ξέφυγε από τα χείλη του Ζέφυρου όταν την είδε να προσγειώνεται μπροστά του. Γύρισε να φύγει κι έπεσε πάνω μου. Οι κόρες του είχαν διασταλεί κι έκφρασή του ήταν πανικόβλητη.

«Τ… τι θέλετε;» τραύλισε. «Δεν έχω λεφτά!»

«Αυτός είναι ο φοβερός τρομοκράτης που το Ιερατείο θέλει να τιμωρήσει παραδειγματικά;» ρώτησα τη Γένεση, χωρίς να χάσω στιγμή τον πιτσιρικά απ' τα μάτια μου.

«Ιερατείο;» ψέλλισε εκείνος και το πρόσωπό του άσπρισε. «Δεν πείραξα κανέναν, τ' ορκίζομαι! Ήθελα μόνο να βοηθήσω!»

Με μια γρήγορη και γεμάτη χάρη κίνηση, η Γένεση τύλιξε το μπράτσο της γύρω απ' το λαιμό του νεαρού και τον ανάγκασε να σπάσει τη μέση του προς τα πίσω. Η στάση ήταν άβολη -το ήξερα από προσωπική εμπειρία- και το χέρι της τον έπνιγε. Το πρόσωπό του άρχισε να κοκκινίζει και τα μάτια του έμοιαζαν έτοιμα να πεταχτούν από τις κόγχες τους. Χτυπιόταν και προσπαθούσε να ξεφύγει, μα ήταν αδύνατο. Είχα ανακαλύψει με το δύσκολο τρόπο -αυτόν που άφηνε μελανιές- ότι η Γένεση ήταν πιο δυνατή απ' όσο έδειχνε.

Τράβηξα το όπλο μου και τον σημάδεψα. Ένας υγρός λεκές άρχισε να απλώνεται σιγά-σιγά στο παντελόνι του κι η αψιά μυρωδιά της αμμωνίας έφτασε στα ρουθούνια μου.

«Να βοηθήσεις;» έσμιξα τα φρύδια μου. «Δεν νομίζω ότι τα θύματα των βομβιστικών επιθέσεων για τις οποίες ευθύνεσαι βοηθήθηκαν ιδιαίτερα».

Η Γένεση τον άφησε απότομα κι αυτός έσκυψε μπροστά, καταπίνοντας οξυγόνο λαίμαργα.

«Ποιες… βομβιστικές… επιθέσεις;» κατάφερε να αρθρώσει. «Εγώ απλά... πήγαινα στο Σανατόριο της Γεσθημανής… προσπαθούσα… χρησιμοποιούσα… δεν ξέρω πώς το έκανα, αλήθεια!»

Το μόνο που έπιασα από τις ασυναρτησίες του ήταν αυτό για το Σανατόριο της Γεσθημανής ή, όπως το αποκαλούσαν οι περισσότεροι κρυφά, Κολαστήριο της Γεσθημανής. Ήταν το μέρος όπου το Ιερατείο καταχώνιαζε όλους τους αρρώστους, τους ανάπηρους, τους άστεγους και τους τρελούς που δεν είχαν συγγενείς. Βρέθηκα μια φορά εκεί για να ανακρίνω τη μητέρα ενός στόχου. Δεν μίλησα γιʹ αυτό σε κανέναν, ποτέ.

«Κι η συμμετοχή σου στην 7 Γενάρη;» επέμεινα.

Με κοίταξε σαν να μην είχε ιδέα για τι πράγμα μιλούσα. Ή που ήταν πολύ καλός ηθοποιός ή που όντως δεν είχε. Κι είχα αρχίσει να υποπτεύομαι τι από τα δύο ίσχυε.

«Η σελίδα τέσσερα έλειπε» είπε χαμηλόφωνα η Γένεση, σα να διάβαζε τις σκέψεις μου. «Αναρωτιόμουν αν θα το πρόσεχες».

«Ε;»

«Από το φάκελο, λέω» συνέχισε, ξεφυσώντας. «Τελευταία κατηγορία ήταν αυτή της μαγείας, θυμάσαι; Μετά τη λέξη μαγεία δεν υπήρχε τελεία κι η επόμενη σελίδα ήταν η πέμπτη κι όχι η τέταρτη, όπως θα έπρεπε».

«Δεν ξέρω τίποτα για μαγεία, αλήθεια σας λέω» κλαψούρισε ο μικρός. «Πρέπει να με πιστέψετε! Εγώ απλά… απλά πήγαινα εκεί καμιά φορά, έμπαινα από την πόρτα του κελαριού και… και πήγαινα στα δωμάτια και… μετά ένιωθαν καλύτερα. Δεν ξέρω πώς το έκανα! Δεν ξέρω τίποτα! Τίποτα! Δεν είμαι μάγος!» φώναξε, με δάκρυα να τρέχουν στα μάγουλά του.

Η Γένεση του έριξε μια γροθιά στα νεφρά κι εκείνος διπλώθηκε στα δύο.

«Σκασμός» τον πρόσταξε.

«Ειρωνικό» σχολίασα πικρόχολα. «Έχω εξουδετερώσει πολλούς μάγους, μικρέ. Κι απ' όλους αυτούς τους μάγους που έχω εξουδετερώσει, εσύ που είσαι ακόμη νήπιο βρήκες να 'σαι ο μόνος αληθινός».

Εκείνη τη στιγμή, όλα έβγαζαν νόημα. Δεν τον ήθελαν για να τον σκοτώσουν παραδειγματικά στην Αρένα, όχι. Τον ήθελαν για να εκμεταλλευτούν τη μαγεία του. Υπήρχαν πολλών ειδών μάγοι, αλλά οι θεραπευτές ήταν οι πιο σπάνιοι και, όπως έδειχναν τα πράγματα, ο νεαρός ήταν θεραπευτής.

«Γιʹ αυτό τον θέλουν ζωντανό» είπε η Γένεση.

 «Όχι, όχι σας παρακαλώ» ικέτεψε ο πιτσιρικάς και κρεμάστηκε απʹ το παλτό μου. «Όχι στην Αρένα! Θα κάνω ό,τι θέλετε, μόνο μη με στείλετε στην Αρένα! Θα εξαφανιστώ, θα φύγω από την πόλη, θα...»

Με βαριά καρδιά και ψεύτικη απάθεια, ανασήκωσα τους ώμους.

«Δεν μπορούμε να το κάνουμε αυτό. Έχουμε τις εντολές μας» είπα. «Και παίζεται το κεφάλι μας αν δεν σε παραδώσουμε».

Κάθε λέξη που ξεστόμιζα ήταν μια μπάλα από μολύβι που κυλούσε στο στομάχι μου και κατακαθόταν στα σωθικά μου. Στο στρατόπεδο συγκέντρωσης όπου είχαμε γνωριστεί, η Γένεση με είχε ρωτήσει αν προτιμούσα να πεθάνω ή να σκοτώνω. Δεν υπήρχαν άλλες επιλογές για ένα γόνο αιρετικών, όπως εγώ: ή θα γινόμουν δωρητής οργάνων για τους βετεράνους του Ιερατείου ή θα γινόμουν πράκτορας της Μ.Ε.Θ.Ε. Προτίμησα το δεύτερο. Αν ξανακούσω κανέναν να λέει πως καμιά δουλειά δεν είναι ντροπή, θα τον βάλω να σταθεί μπροστά σʹ ένα δεκαπεντάχρονο παιδί και να του πει αυτά που είπα εγώ μόλις τώρα, σκέφτηκα. Μπήκα στον πειρασμό να κάνω ό,τι έκανα συνήθως – φυσικά και μπήκα. Το δάχτυλό μου συσπάστηκε πάνω στη σκανδάλη σαν να είχε δική του θέληση. Ποιος ξέρει τι θα του κάνουν αν τους τον πάμε ζωντανό; Η Γένεση με έβγαλε από το δίλημμα.

Δεν την είδα καν να κινείται, αλλά το επόμενο δευτερόλεπτο, άκουσα το χαρακτηριστικό ήχο πυροβολισμού μέσα από σιγαστήρα και αίμα, κόκκαλο και φαιά ουσία πετάχτηκαν, ζεστά ακόμη, στο πρόσωπό μου. Με μια έκπληκτη έκφραση, ο Ζέφυρος σωριάστηκε κάτω. Η Γένεση έκρυψε και πάλι το όπλο της. Άνοιξα το στόμα μου να πω κάτι, αλλά το ύφος της με απέτρεψε.

«Το δικό σου κεφάλι παίζεται» είπε. «Το δικό μου είναι μια χαρά. Άσε που σου επιτέθηκε. Δεν μπορούσα να σε αφήσω στο έλεος ενός επικίνδυνου τρομοκράτη».

Ένευσα με ευγνωμοσύνη.

Σιωπηλά, αρχίσαμε να εξαφανίζουμε τα ίχνη μας από το σοκάκι. Σκέφτηκα το ποίημα του Ζέφυρου. Γεννιόμαστε και πεθαίνουμε σʹ ένα κλουβί φτιαγμένο από αγκάθια.

«Όχι, μικρέ» μουρμούρισα. «Γεννιόμαστε βίαια και λουσμένοι στο αίμα και πεθαίνουμε με τον ίδιο ακριβώς τρόπο. Και, κάπου στο ενδιάμεσο, κρεμιόμαστε από ποιήματα, θρησκείες και όπλα, μπας και καταφέρουμε να ξορκίσουμε τη ματαιότητα της ύπαρξής μας». 

 

  • Like 8
Link to comment
Share on other sites

Ωραία ιστορία, δεν μάθαμε για τον κόσμο πολλά - το κατανοώ μιας και δε φτάνανε οι λέξεις - και μείνανε μερικές απορίες αλλά 3500 λέξεις είναι λίγες.

Θα μπορούσε να είναι και επιστημονική φαντασία, ένας μελλοντικός δυστοπικός κόσμος. Ίσως πρέπει να το δοκιμάσεις.

  • Like 1
Link to comment
Share on other sites

Καλησπέρα,

 

Θα έλεγα ότι αυτό το διήγημα είχε την τύχη να γραφεί από μία Elgalla.

Τι έννοω; Έχει όλα τα φόντα να μην είναι ένα καλό διήγημα(για τα δικά μου κριτήρια πάντα, έτσι). Αργή αφήγηση, πλοκή μερικών γραμμών και  μία κοσμοπλασία που  δεν αναλύεται αρκετά. Παραδόξως όμως, το διήγημα κατάφερε να με κολλήσει στην οθόνη! Αυτό συνέβη κυρίως λόγω της πολύ ζεστής γραφής. Είναι εξαιρετική, νουάρ όσο δεν πάει! 

 

Ένα παράπονο έχω μοναχά με την πλοκή :

 

Γιατί η Μ.Ε.Θ.Ε να στείλει τον Ισμαήλ  για να συλλέξει τον  Ζέφυρο;

Εφόσον, όπως αναφέρει,  η Μ.Ε.Θ.Ε  θέλει να μελετήσει τον νεαρό, δεν θα ήταν προτιμότερο να στέλνανε κάποιον άλλο στην θέση του, ίδιως από την στιγμή που μέχρι και ο ίδιος ο Ισμαήλ το αναφέρει ότι, τώρα τελευταία, περισσότερο κόσμο έστελνε έστελνε στον παράδεισο, παρά στην Αρένα. Εξάλλου δεν είναι δα πως ένα σχολιαρόπαιδο  αποτελεί μία τόσο σημαντική απειλή  που  χρειάζεται ο καλύτερος πράκτορας για να την αντιμετωπίσει.

 

 

 

Καλή επιτυχία!

 

p.s Το Μ.Ε.Θ.Ε γουρούνια, δολοφόνοι    δεν κολλάει καθόλου σαν σλόγκαν. Προτείνω ή να το βγάλεις ή να το τροποποιήσεις ώστε να τελειώνει σε -Ε, πράγμα δύσκολο όμως (και όχι το δολοφόνε δεν είναι αποδεκτό :p)

Edited by jjohn
  • Like 1
Link to comment
Share on other sites

H noir αίσθηση που μου είχε δώσει το teaser σου Αταλάντη, επιβεβαιώθηκε με τον καλύτερο τρόπο! Θα αναφέρω ξανά πως θα μπορούσε να ήταν μια ιστορία βγαλμένη από το Sin City με έναν βασανισμένο ήρωα ή αντιήρωα ίσως. Όπως και στα "Παλάτια..", μου έδειξες πόσο εύκολο σου είναι να πλάθεις κόσμους, εδώ όμως ο περιορισμός στις λέξεις δεν σε άφησε να τον αναπτύξεις όπως σίγουρα μπορούσες. Υπέροχη  γραφή, πολύ καλή ανάπτυξη των χαρακτήρων σε μια ιστορία που την διάβασα γρήγορα και ευχάριστα. Οι φάντασυ πινελιές με την μαγεία όμως δεν κατάφεραν να με βγάλουν από την noir αίσθηση(όχι ότι το ήθελα, καθώς μου άρεσε αφάνταστα) και να με μεταφέρουν σε έναν κόσμο "φαντασίας". Όπως ανέφερε ο William, θα μπορούσε να ήταν ένας μελλοντικός, δυστοπικός κόσμος. Αν αποφασίσεις να ασχοληθείς ξανά με αυτό το σύμπαν σίγουρα θα ήθελα να διαβάσω και άλλες ιστορίες του...αν και ακόμα περιμένω την συνέχεια των "Παλατιών.." Για πόσο και καιρό θα μας έχεις και θα κρεμόμαστε σε αυτό το cliffhanger; :)

 

Καλή επιτυχία!

Edited by SymphonyX13
  • Like 1
Link to comment
Share on other sites

 

Η ιδέα σου ήταν ενδιαφέρουσα, αλλά η προσέγγιση, ένας δυστοπικός κόσμος κάτω από τον ζυγό ενός απρόσωπου Ιερατείου, κάπως πολυφορεμένη.

Η γραφή σου εστιάστηκε κυρίως στα συναισθήματα και τις σκέψεις τού ήρωα. Δεν είχε δράση, ειδικά το πρώτο μισό διαβάστηκε κάπως δύσκολα.

Το δε τέλος ήταν αναμενόμενο. Εκεί που ο ήρωας βρίσκεται αντιμέτωπος με ένα βασανιστικό δίλημμα, η Γένεση αναλαμβάνει τον ρόλο της από μηχανής θεάς και τον βγάζει από την δύσκολη θέση. Η συμπεριφορά της σε αυτό το σημείο δεν συνάδει με την εικόνα που είχε χτίσει προηγουμένως για αυτήν. Εντάξει, είχες πει για το δωμάτιο τής νεκρής της αδερφής και ότι το διατηρούσε όλα αυτά τα χρόνια ανέπαφο. Όμως αυτό έμοιαζε περισσότερο με προσθήκη τής τελευταίας στιγμής, ακριβώς για να βγάζει νόημα ο φόνος τού Ζέφυρου.

Ωραία η γραφή σου όπως προείπα, ο λόγος έρεε με άνεση και αντιστάθμιζε το πόσο βαριά γινόταν σε κάποια σημεία η πλοκή. Ελάχιστα ορθογραφικά λάθη εδώ κι εκεί, ξεκάθαρα λόγω βιασύνης.

Καλή σου επιτυχία.

  • Like 1
Link to comment
Share on other sites

Αυτή η ιστορία ήταν σε γενικές γραμμές πολύ καλοφτιαγμένη.

 

 

Μου άρεσε ο δυστοπικός αυτός κόσμος, δεν ξέρω αν φάνηκε σε κάποιους ότι πηγαίνει σε σκιφι περισσότερο, εμένα δεν με ενόχλησε αυτό. Μου άρεσαν τα ροζ μαλλιά, τα ασημένια μάτια (που μου θύμισαν έντονα Helix ωστόσο) τα ονόματα (πεθαίνω, η Γένεση και η αδελφή της η Βαβυλώνα, υπέροχο) και οι διάλογοι, και οι ρυθμοί.
Διαβαζόταν τόσο γρήγορα κι απρόσκοπτα που δεν το κατάλαβα πότε είχε τελειώσει και εδώ περίπου αρχίζουν οι ενστάσεις μου.

Δεν είδα κάποια σπουδαία κορύφωση στην ιστορία, δηλαδή, εντάξει, τελικά σκότωσε αυτή τον Ζέφυρο. Βέβαια ναι μεν αυτά στα λέει κάποια και θεατρομανής, (που ονειρεύεται μοιραία αδιέξοδα και αιματοβαμμένες καθάρσεις) και, ας μου επιτραπεί ο νεολογισμός, ανατροπομανής (που περιμένει το twist παντού και πάντα, ακόμη και στα ανέκδοτα).
Αλλά το κείμενό σου μου φάνηκε σχεδόν σαν ένα κεφάλαιο από μυθιστόρημα. Ναι μεν ένα μυθιστόρημα που θα ήθελα να διαβάσω, ένα μυθιστόρημα που θα διάβαζα γρήγορα κι εύκολα σαν να πίνω ένα ποτήρι νερό, αλλά, πράγματι. Κάτι περισσότερο περίμενα. Ίσως ένα μυστικό με τη χαμένη της αδελφή, ίσως μία εντελώς απερίγραπτη αποκάλυψη με τον Ζέφυρο.
Ίσως ακόμη και ότι το Ιερατείο ήταν οι καλοί, τελικά. Με τόσες δυστοπίες όπου οι άνθρωποι καταδυναστεύονται από θρησκομανείς δικτάτορες, σε βιβλία και σε ταινίες και παντού, ναι, ένα καλό και ωφέλιμο Ιερατείο θα έκανε τη διαφορά.
Επίσης δεν κατάλαβα γιατί ο Ζέφυρος, ενώ έχει πάρει χαμπάρι ότι μάλλον δεν θα τον σκοτώσουν, εξακολουθεί να παρακαλεί όχι στην Αρένα, όχι στην Αρένα.

Η άποψή μου είναι ότι ένα δυνατό φινάλε θα απογείωνε ολοκληρωτικά την ιστορία.

 

 

 

Καλή επιτυχία!

  • Like 1
Link to comment
Share on other sites

Αφού σημειώσω το (κατ’ εμένα) θαυμαστό συγγραφικό επίπεδο,

 

θα ήθελα, πρώτα απ’ όλα, να ομολογήσω την κοινοτυπία των προτιμήσεών μου: Αν το διήγημα αποπνέει  ατμόσφαιρα νουάρ και το νουάρ θεωρείται τετριμμένο ως είδος και κατοχυρωμένο από τους πρωτοπόρους, ουδόλως ενοχλούμαι από την πολλαπλή επανάληψη και την κατάχρηση, εφ’ όσον αυτό που διαβάζω έχει ενδιαφέρον και λογοτεχνική ποιότητα. Ζοφερές δυστοπίες και μελλοντολογικά σενάρια εξουσιαστικής βίας πάλι (παρ’ ότι συχνά και αγχωτικά), δεν θα πάψουν ποτέ να απασχολούν τον ανήσυχο (ή τρομαγμένο από την ίδια την πραγματικότητα) άνθρωπο. Ούτε κι εμένα.

 

Μετά, θα επιθυμούσα να σχολιάσω θετικά (μέσα από ένα κείμενο που μ’ άρεσε γενικά πολύ) μόνο ένα εντυπωσιακό σημείο:

Ο συναισθηματικός προβληματισμός του ήρωα αναδύεται κατά μήκος της αφήγησης. Δεν θεωρώ απίθανο να ενυπάρχει ακόμα και στον πιο σκληρό εκτελεστή, ως καταχωνιασμένο στοιχείο του ψυχισμού. Στην παρούσα φάση, ευτυχώς ίσως, δεν δικαιώνει καμιά ρομαντική προσδοκία, το διήγημα μένει συνεπές στον αρχικό ρεαλισμό του. Εκδηλώνεται όμως ολοκληρωμένα με την αξιοσημείωτα όμορφη και συγκινησιακή φιλοσοφική νότα στην ποιητική φράση του τέλους:  

“Γεννιόμαστε βίαια και λουσμένοι στο αίμα και πεθαίνουμε με τον ίδιο ακριβώς τρόπο. Και, κάπου στο ενδιάμεσο, κρεμιόμαστε από ποιήματα, θρησκείες και όπλα, μπας και καταφέρουμε να ξορκίσουμε τη ματαιότητα της ύπαρξής μας”.

 

Πολύ καλό διήγημα, ευχαριστώ,   elgalla.

  • Like 1
Link to comment
Share on other sites

Πολύ καλό διήγημα. Εμένα μου άρεσαν σχεδόν τα πάντα. Η γραφή ήταν πολύ καλή πραγματικά και έδωσες ωραία ατμόσφαιρα στην ιστορία. Κατάφερες μέσα σε 3.500 λέξεις να αναλύσεις τους ήρωές σου και να με κάνεις να ενδιαφερθώ γι'αυτούς. Η πλοκή, αν και δεν είχε κάτι το πρωτότυπο ή έντονο, ήταν ελκυστική (σε συνδυασμό και με τη γραφή, προφανώς). Η μυθοπλασία σου μου φάνηκε ικανοποιητική, δηλαδή εγώ δε χρειαζόμουν περισσότερες πληροφορίες για τον κόσμο. Μια χαρά ήμουν με όσα μου έδωσες.

Σαν μόνο αρνητικό, πιστεύω πως καλλιεργείς προσδοκίες για ένα δυνατό τέλος με ανατροπές και δεν το δίνεις. Όχι ότι με πείραξε το τέλος, μια χαρά ήταν. Απλά περίμενα ένα τουίστ πιο δυνατό μάλλον.

 

Επίσης δεν κατάλαβα ποια θα ήταν η μοίρα του νεαρού αν δεν τον σκότωναν τελικά; Δηλαδή, αυτόματα σκέφτηκα ότι θα είχε καλύτερη μοίρα απ'τους υπόλοιπους μάγους εξαιτίας του χαρίσματός του. Στην αρένα δε θα κατέληγε. Τι θα ήταν τόσο άσχημο δηλαδή, ώστε να είναι καλύτερος ο θάνατος γι'αυτόν;

 

Η τελευταία φράση πολύ δυνατή (αν και νομίζω έχω ξανασυναντήσει παρόμοιες φράσεις εδώ κι εκεί).

 

Καλή επιτυχία!

  • Like 1
Link to comment
Share on other sites

Πεντάστερες περιγραφές, ενδιαφέρον κόσμος αλλά ανεκπλήρωτες υποσχέσεις είναι ο τίτλος που θα έβαζα.

'Υποσχέθηκες' έναν πράκτορα που φαινόταν να θέλει να κάνει κάτι για όσα διαφωνούσε, μια κοινωνία αγανακτισμένη με την υποκρισία του Ιερατείου και έναν χαρισματικό μάγο - θεραπευτή που προκαλούσε τον ενθουσιασμό γύρω του. Tο αποτέλεσμα; Ο πράκτορας τελικά δεν έκανε κάτι, το Ιερατείο δεν επηρεάστηκε στο ελάχιστο ενώ ένας από τους πιο χαρισματικούς μάγους βρίσκει έναν θάνατο που εξυπηρετεί ένα λοβ (?) στόρυ. Απογειωθήκαμε με F16 και προσγειωθήκαμε με Canader. Είναι ξεκάθαρο οτι ξέχασες το σημείο που ο μάγος - θεραπευτής θεραπεύει τον εαυτό του από τον πυροβολισμό και κάπως καταστρέφει το Ιερατείο με τη βοήθεια του Ισμαήλ και την ανοχή (λόγω αγάπης) της Γένεσης :)

Περα από την πλάκα, δεν είμαι καθόλου σίγουρος οτι τα παραπάνω είναι απαραίτητα αρνητικά - εμπίπτουν στο προσωπικό γούστο του καθενός. Έχω όμως 2 σημεία που ίσως αξίζει να ξαναδείς:

  • Κατανοητό οτι σκοτώνοντάς τους νιώθει οτι τους σώζει απο την αρένα και έναν πιο επώδυνο θάνατο αλλά τους δολοφονεί με υπερβολική άνεση. Κάτι σαν 'μπαίνω στη θάλασσα για να αποφύγω τη βροχή'.
  • Δεδομένου οτι ο Ζέφυρος δεν θα πεθάνει στην αρένα αλλά θα τον χρησιμοποιήσουν ως θεραπευτή δεν δικαιολογήθηκε επαρκώς γιατί 'τρώγεται' ο Ισμαήλ να τον σκοτώσει.

Tέλος να αναφέρω κάποια από τα σημεία που μου άρεσαν. Οι περιγραφές προσώπων/συναισθημάτων ήταν πολύ δυνατές. Κάποιες από αυτές ποιητικές χωρίς φαμφάρα κάτι που είναι σχετικά δύσκολο. Tο νουάρ ύφος ήταν όμορφο και συνεπώς επιτυχές. Tέλος, η κατακλείδα: Tη βρήκα εξαιρετική. Έδωσε στον αναγνώστη 'σκέψη για το σπίτι'.

Καλή επιτυχία...

Edited by Man_from_Earth
  • Like 1
Link to comment
Share on other sites

Δεν θέλω να στενοχωρηθείς με τα παρακάτω, εντάξει; Όταν κάτι μ' αρέσει, μ' αρέσει, όταν κάτι δεν με κερδίζει, όμως, πρέπει να σου πω γιατί. Και αυτό δεν με κέρδισε, ενώ θα μπορούσε να μ' έχει από τα μαλλιά.

 

 

 

Δεν ξέρω τι φταίει, αλλά αυτό εδώ μου φάνηκε πολύ σύντομο, (μα, ήταν 3.500 λέξεις; ), ότι ήθελε κι άλλο χώρο για να τα πει καλά, τα όσα είχε να πει. Μου έβγαζε μια αίσθηση μουδιάσματος, σαν να μη γνώριζες καλά τον πρωταγωνιστή σου.

Η κοσμοπλασία δεν με έπεισε, τη θεωρώ εύκολη λύση: η κακή κυβέρνηση που φέρεται έτσι στους μάγους. Δεν ξέρω, αυτό ή θα έπρεπε να γίνει καμιά εικοσαριά χιλιάδες λέξεις ή να το έπιανες από μια λεπτομέρεια και να του έφταναν οι 3.500. Θα μπορούσε να γίνει μια ωραία ιστορία αν έκοβες τον χαρακτήρα της Γένεσης (δεν προσφέρει τίποτα) και βάλεις τον Ισμαήλ μόνο του, ας πούμε με ένα μαραφέτι στον καρπό του που καταγράφει τις κινήσεις του (καινούργιο, γιατί τον υποπτεύονται), και αυτή η αποστολή να είναι η τελευταία του ευκαιρία να αποδείξει ότι είναι ένας σωστός πράκτορας. Θα μπορούσες να το κάνεις προσωπικό, να είναι ένα γειτονόπουλο ο πιτσιρικάς. Έτσι δεν με άγγιξε, και δεν ήταν τόσο δυνατό το τέλος.

 

 

Ακάνθινος Κλωβός σχόλια Άννας.doc

Edited by Cassandra Gotha
  • Like 2
Link to comment
Share on other sites

Ξεκινάει με δύο στιγμές που θα αρκούσαν για να μην το διαβάσω (θάνατος βαδίζει.., σκέψη και...). Ίσως αργότερα να τις άντεχα, αν είχα ήδη μπει στο κλίμα.

Η γραφή είναι στρωτή, οι περιγραφές έχουν καλές και κακές στιγμές και κάποιες φορές νόμιζα πως διάβαζα μετάφραση. Κάποιες εξυπνακίστικες στιγμές δεν δούλεψαν για μένα (καθαριότητα και φασαρία...), κάποιες τις συμπάθησα όπως την περιγραφή των ορόφων που δίνουν την οπτική του ήρωα. Ο οποίος μου φάνηκε συμπαγής. Μου άρεσε το σχόλιο για τις δουλειές.

Οι διάλογοι είναι καλοί (τι σκατά έκανε, αντέγραψε...)

Η ιδέα του κόσμου είναι συνηθισμένη αλλά βρήκα διασκεδαστική την κατάσταση.

Θα μπορούσε να είναι μέρος μεγαλύτερης ιστορίας, αλλά ως αυτόνομη δεν στέκει.

Edited by Solonor
  • Like 1
Link to comment
Share on other sites

Πολύ καλογραμμενο, λατρεψα τις περιγραφές σου και τους ρεαλιστικούς διαλόγους σου. Είχε αρκετή αλληγορία ( ΜΕΘΕ γουρούνια δολοφόνοι, 7 Γενάρη) που παραπέμπουν σε αντιτρομοκρατική και αναρχικούς τρομοκράτες στολισμένους με φαντασυ πινελιές. Μου θύμισε έντονα τον Μαύρο Πύργο του Κινγκ που ακροβατεί ανάμεσα στον αληθινό κόσμο κι έναν παράλληλο δυστοπικό και παράξενο. Να σου πω την αλήθεια, υπάρχει κάτι που δεν μου άρεσε αλλά δεν μπορώ να προσδιορισω τι. Ίσως που έμοιαζε σαν μέρος μυθιστορήματος και όχι αυτόνομο, ίσως η συνοπτική πλοκή, ισως που δεν το χορτασα, ισως που δεν καταλαβα τους σκοτεινους σκοπους του Ιερατειου. Καλη επιτυχια.

Edited by gismofbi
  • Like 1
Link to comment
Share on other sites

Αταλάντη καλησπέρα.

 

 

 

Από όλους τους συμμετέχοντες, εσύ είσαι αυτή που έχω διαβάσει περισσότερο (απ’ ότι θυμάμαι έχω σχολιάσει κιόλας και τουλάχιστον 2-3 ιστορίες σου). Το οποίο νομίζω ότι λέει κάτι από μόνο του για το πόσο μου αρέσει ο τρόπος γραφής σου. Θεωρώ ότι διαθέτεις έναν από τους πιο κατανοητούς λόγους που έχω συναντήσει ποτέ.

 

Ούτε εδώ με άφησες ανικανοποίητο. Παρά τα στενά περιθώρια, μπόρεσες και με έβαλες για τα καλά στο κλίμα της ιστορίας σου, ενώ και οι ίδιοι οι 3 βασικοί χαρακτήρες σου μπόρεσαν και αναπτύχθηκαν αρκετά.

 

Στα της πλοκής τώρα, η αλήθεια είναι ότι τη βρήκα λίγο βαριά. Ένα περίεργο πράγμα δηλαδή, βάσει του οποίου παρότι κατάφερες και έστησες επαρκέστατα έναν πολύ ενδιαφέρον δυστοπικό κόσμο μέσα σε τόσο στενά όρια, εκείνη τον πνίγει λιγάκι. Την έχεις αποδώσει όμως εξαιρετικά, σε κάθε σου γραμμή και λέξη, οπότε το σώζεις άνετα. Η ιστορία έφυγε πανεύκολα. Απλά έχω την αίσθηση ότι αν είχαμε και πάλι τον ήρωά σου και τη Γένεση να κυνηγούν έναν 15χρονο σε έναν πιο κλασικό φάντασι κόσμο –και αναγκαστικά για λίγο διαφοροποιημένους λόγους–, τότε η αγωνία θα ήταν ακόμη μεγαλύτερη, θα μπορούσες να αρπάξεις τον αναγνώστη ακόμη ευκολότερα από τον γιακά.

 

Ως επίλογο, διευκρινίζω ξανά ότι όπως και να ‘χει έστησες κάτι εξαιρετικό.

 

 

 

 

Καλή επιτυχία!

  • Like 1
Link to comment
Share on other sites

Σε μένα έχεις έναν καινούργιο φαν, elgalla, και διαβάζοντας άλλες ιστορίες σου (όπως εκείνη με τους αγγέλους/δαίμονες της οποίας ο τίτλος μου διαφεύγει αυτή τη στιγμή), είμαι ενθουσιασμένος και από το επίπεδο της γραφής σου, και από τη φαντασία σου, και από την... "τόλμη" σου να γράφεις σε sub-genres που δεν είναι τα συνηθισμένα. 

Η παρούσα ιστορία δεν είναι διαφορετική από όλα τα παραπάνω. Είναι πράγματι new weird with urban fantasy undertones. Ωστόσο, και dystopian sience fiction να την έλεγες, και new weird σκέτο να την έλεγες, και πάλι θα έστεκε, και αν ο διαγωνισμός ήταν για αυτά τα sub-genres φυσικά και η ιστορία αυτή θα έστεκε και εκεί ακριβώς ως έχει. Για τον παρόντα διαγωνισμό έχω κάτι το ανικανοποίητο όμως, όχι γιατί δεν υπάρχουν στοιχεία ξεκάθαρα fantasy - το "σώζεις" αυτό αφού ο Ζέφυρος είναι όντως θεραπευτής (αν υποθέσουμε πως αυτού του είδους οι θεραπείες είναι fantasy, αλλά χάριν της κοσμοπλασίας το δέχομαι), και ο Ισμαήλ παραδέχεται πως ένας στους εκατό από τους μάγους που θανατώνονται είναι πραγματικά μάγος. Μάλλον γιατί εκτός της σχετικά αλληγορικής κοσμοπλασίας αναλώνεται κάπως η ιστορία, κάπως όχι πάρα πολύ, στην περιγραφή των... "εσώψυχων" του Ισμαήλ, αλλά χωρίς επαρκείς εξηγήσεις αρκετών "γιατί" που αφορούν τον κόσμο της ιστορίας. Βέβαια, υπάρχουν έντονα αλληγορικά στοιχεία και το όλο νόημα δεν είναι ακριβώς η κοσμοπλασία αλλά τα μηνύματα που θέλεις να περάσεις, και που διατυπώνονται πολύ εύστοχα (σύμφωνα πάντα με την όλη "ηθική" των πρωταγωνιστών σου), με ό,τι λέει ο Ισμαήλ στην τελευταία παράγραφο.

Αυτό δηλαδή που μου έμεινε εμένα προσωπικά σαν αναγνώστη, δεν ήταν ένα "ταξίδι" σε έναν άλλο κόσμο, αλλά μία κοινωνική κριτική του δικού μας κόσμου, του οποίου ένα πιο δυστοπικό είδωλο μέσα από πιο ακραία παραμορφωτικούς καθρέφτες, εμφανίζεται σαν ο κόσμος της ιστορίας σου. Ωστόσο, αν είχαν απαντηθεί μερικά "γιατί", ειδικά γιατί ο κόσμος αυτός είναι έτσι όπως είναι, νομίζω πως θα πλούτιζε ακόμα περισσότερο την ιστορία, αφού το characterization του Ισμαήλ και της Γένεσης, είχε ήδη γίνει απόλυτα σαφές από τις πρώτες κιόλας παραγράφους όπου εμφανίζονται.

 

Πέρα όμως από όλα αυτά, νομίζω πως είναι μία από τις κορυφαία καλογραμμένες ιστορίες του διαγωνισμού, όπως και όλες όσες έχω διαβάσει από σένα, και η ωριμότητα και το ταλέντο σου είναι εμφανή. Αν και προτιμώ την άλλη ιστορία με τη δημιουργία των αγγέλων, πεπτωκότων και μη, αυτό είναι καθαρά θέμα προσωπικού γούστου και, μαζί με την παρούσα υπέροχη ιστορία σου, συνεχίζω να είμαι φαν σου!

Καλή επιτυχία στο διαγωνισμό!

Edited by Oberon
  • Like 1
Link to comment
Share on other sites

Γενικά ωραίο, αλλά ίσως να παραείναι ωραίο. Κάπως πομπωδώς γραμμένο, έχει κάμποσες φράσεις βαρύγδουπες και σχετικά εξυπνακίστικες. Δε με πειράζει που το υπερφυσικό στοιχείο είναι κάπου στο βάθος χωμένο (ότι τελικά υπάρχουν και αληθινοί μάγοι). Με πειράζει όμως που άργησα να καταλάβω πόσο φάντασυ είναι αυτός ο κόσμος, ότι δηλαδή είναι σαν αυτόν που ξέρουμε, αλλά με μερικά μόνο στοιχεία διαφορετικά. Ενδιαφέρον και αρκετά πρωτότυπο το ηθικό δίλημμα. Τα ονόματα δε μου άρεσαν καθόλου, ειδικά το "Γένεση". Κι αυτά πολύ βαρύγδουπα, δεν πείθουν ότι είναι ονόματα. Ίσως ήθελε περισσότερες λέξεις για να μας βάλει μέσα στην κοσμοπλασία. Πάντως σίγουρα δείχνει μια πένα πολύ δυνατή και συγχαρητήρια.

  • Like 1
Link to comment
Share on other sites

Πολύ πολύ δυνατό urban fantasy.

 

Μου αρέσει πολύ πόσο εσωτερική είναι η δράση, πώς διαγράφονται οι χαρακτήρες, το πώς έρχεται η κορύφωση και το τέλος. Και φυσικά η μεστή γραφή

 

Δε μου άρεσε: Το ίδιο το τέλος. Ήταν πολύ "εύκολο". Επίσης, έχω την αίσθηση ότι το δίλημα του κεντρικού χαρακτήρα δίνεται ελαφρώς ουδέτερα, σα να μας το λέει περισσότερο παρά να το νιώθει.

 

Συνολικά: Πολύ αξιόλογη ιστορία που μου άρεσε.

  • Like 1
Link to comment
Share on other sites

Πολύ καλή γραφή.

Ναι, το θέμα ανήκει σ' εκείνη τη γνωστή αλλά πάντα ανεξάντλητη θεματολογία του Ιερατείου και του αθώου θύματος. Αλλά ο τρόπος που ρέει με κράτησε από το πρώτο δευτερόλεπτο. Μου άρεσαν οι περιγραφές σε όσο μέρος από τον κόσμο βλέπουμε. Κι επειδή είναι τόσο κοντά στον δικό μας, δεν ήταν ανάγκη να δούμε πάρα πολλά. Προς στιγμήν αναρωτήθηκα αν είναι στ' αλήθεια φάντασυ, αλλά όσο προχωρούσα έβλεπα τις λεπτές ενδείξεις και με αποζημίωσε η αποκάλυψη της πραγματικής ιδιότητας του νεαρού στο τέλος.

 

Στο δια ταύτα λοιπόν: μου άρεσε. Χωρίς πολλά-πολλά.

  • Like 1
Link to comment
Share on other sites

 

 

Ε, λοιπόν, τον απόλαυσα πολύ τον κόσμο που έφτιαξες. Ένα ενδιαφέρον κράμα από δυστοπία, παρακμή και κλασικό φάντασυ, με τη νουάρ ατμόσφαιρα να τα περιβάλλει και να τα δένει σε ένα εξαιρετικό αποτέλεσμα. Μ’ άρεσαν ιδιαίτερα τα ιστορικά στοιχεία που δίνεις, καθώς και οι λοιπές λεπτομέρειες, δανεισμένες και μεταποιημένες, από τον κόσμο μας για να ταιριάζουν στον δικό σου. Δίνουν έναν εύθυμο τόνο που του ταιριάζει.

 

Γενικότερα, όσον αφορά τον κόσμο, θα μου άρεσε να μάθω πάρα πολλά γι’ αυτόν. Μοιάζει με το πρώτο επεισόδιο σειράς που θέλω να παρακολουθήσω.

 

Η πλοκή είναι λιγάκι κλασική, αλλά τόσο η γραφή, η ατμόσφαιρα και ο τρόπος που εξελίσσεται η ιστορία σε κρατάνε εκεί μέχρι το τέλος.

 

Εκεί που θα ήθελα να με πείσεις παραπάνω είναι το γιατί επείγει τόσο πολύ να πιάσουν το Ζέφυρο εκείνη τη στιγμή. Υπάρχουν άλλοι που θα μπορούσαν να τον φτάσουν πρώτοι; (Αυτό θα δικαιολογούσε και ότι έστειλαν τον καλύτερό τους πράκτορα). Υπάρχει κάποιο μέλος του Ιερατείου που είναι σοβαρά άρρωστο; Δεν μπορεί να έρθει το Ιερατείο σε κάποιου είδους συμφωνία μαζί του, πχ οικονομική; Κάποιες μικροεξηγήσεις θα έκαναν την ιστορία ακόμη πιο ενδιαφέρουσα.

 

 

 

Καλή επιτυχία!

  • Like 1
Link to comment
Share on other sites

Είχα κατεβάσει το αρχείο μέρες τώρα, και διαβάζοντας την αρχή γύρισα στο τόπικ του διαγωνισμού, το κατέβασα ξανά (για να σιγουρευτώ ότι διαβάζω τη σωστή ιστορία :p) Ό,τι λέει η Βάσω. Όταν σιγουρεύτηκα ότι η ιστορία ήτανε σωστή δε με ένοιαζε πια ακόμα κι αν τελικά μου έλεγες πως ο πιτσιρικάς είναι εξωγήινος κι ότι μάγοι δεν υπάρχουν. Μου έκανε εντύπωση που δεν διάβασα μόνο θετικά σχόλια από κάτω, αλλά υποθέτω πως αυτό έχει να κάνει κυρίως με το ύψος του τολμήματος να γράψεις αυτό το πράγμα (που περιγράφει ο Διονύσης και που να το πω καλύτερα δεν μπορώ), να το κάνεις να νουαρίζει επαρκώς και να μη μας αφήσεις και την παραμικρή ελπίδα ότι κάτι μπορεί να γίνει καλύτερο (οκ, εκτός της ιδιάζουσας συμπόνιας της Γένεσης). Ναι, κι εμένα μου άρεσε και το μόνο εντυπωσιακό πράγμα που έχω να σου πω είναι εγώ εδώ δεν ήθελα άλλο. Για μένα χώρεσε στις λέξεις του μια χαρά και μου είπες όσα ήθελα (και άντεχα μάλλον) να ξέρω για αυτή την υπόθεση.

  • Like 1
Link to comment
Share on other sites

Λοιπόν, ακολουθούν τα σχόλιά μου:

1. Όσον αφορά τη γραφή, είναι εξαιρετική, αζ γιούζουαλ.

Ελάχιστα σημεία θέλουν λίγη δουλειά:

«η Γένεση τύλιξε το μπράτσο της γύρω απ' το λαιμό του νεαρού και τον ανάγκασε να σπάσει τη μέση του προς τα πίσω»: Για κάποιο λόγο δεν μπόρεσα να το κάνω εικόνα, το προς τα μπρος (δηλαδή η μέση είναι μπροστά, το στήθος πίσω) θα μου ταίριαζε περισσότερο, εκτός αν λέμε το ίδιο πράγμα κι εγώ το βλέπω ανάποδα. Αν το εννοούσες όπως το γράφεις (καμπουριαστά) ίσως να ήθελα άλλη μια φράση για να το κάνω εικόνα. Λεπτομέρεια, αλλά εγώ σκάλωσα :p

«η καθαριότητα κι η φασαρία ήταν αντιστρόφως ανάλογες»: Δεν θα έβλαπτε λίγη απλότητα εδώ. Εκτός αν ο ήρωάς σου ήταν στο παρελθόν μαθηματικός.

Ορθογραφικά δεν βρήκα, μόνο αυτό το απηυδησμένη, που (εγώ) θα το προτιμούσα απαυδισμένη.

2. Για την ίδια την ιστορία:

Γενικά δεν υπήρξαν πράγματα που δεν με έπεισαν. Δεν μου έλειψε κάτι, ούτε το αισθάνθηκα πουθενά στριμωγμένο, αν και πιστεύω ότι τον χρειάζεται λίγο (πολύ λίγο) χώρο ακόμα.

Παρατήρησα ότι μπορούσες να είχες κινηθεί με πολλούς διαφορετικούς τρόπους (αρένα, το παρελθόν του ήρωα ή της Γένεσης, η 7 Γενάρη, η μαγεία) και θα ήταν όλοι ενδιαφέροντες, δείγμα ότι αυτό που έστησες είναι πλούσιο. Γι’ αυτό εικάζω ότι οι υπόλοιποι το αισθάνθηκαν μισό, επειδή υπονοείς ότι ο κόσμος είναι μεγαλύτερος απ’ όσο παρουσιάζεται. Για μένα δεν είναι κακό αυτό, απεναντίας.

Το τέλος δεν έχει ανατροπή, αλλά δεν χρειαζόταν. (αν και η στάση της Γένεσης είναι (αν και αναμενόμενη) μια μορφή ανατροπής) Γενικά μου φάνηκε συνεπές τέλος με τον εαυτό του κι αυτό το θεωρώ σίγουρα καλύτερο από το να έβαζες μια ανατροπή για την ανατροπή.

 

Ιδέες για βελτίωση:

 

 

α) Πιστεύω ότι καλό θα ήταν να μας έδειχνες το τι κάνει το ιερατείο με τους μάγους (κι όχι απλώς να μας έλεγες ότι θα ήταν τραγικότερο), ώστε όταν φτάνουμε στο «τον σκοτώνουμε για να τον γλιτώσουμε από χειρότερα» να έχουμε πειστεί ότι όντως θα ήταν χειρότερα. Ή αν δεν θες να μας το δείξεις, παρουσίασε τον πρωταγωνιστή σου περισσότερο ιδεολόγο («Δεν θα αφήσω τόσο δυνατό χαρτί στα χέρια του Ιερατείου») – αν και αποφεύγεις να δώσεις βαρύτητα στην ιδεολογία του, μένοντας στην επαγγελματική του ιδιότητα (που αναγκάζεται να κυνηγά μάγους αλλά δεν το απολαμβάνει κιόλας). Νομίζω ότι αν η απόφασή του ήταν μέρος ΚΑΙ της ιδεολογίας του, θα σου έλυνε τα χέρια (εννοώ εντονότερα απ' ό,τι ήδη έχει - προφανώς και θα έχει κάποια ιδεολογία που καθορίζει τις πράξεις του).

Επίσης κάλυψε κάπου ρητά γιατί τους σκοτώνει και δεν τους αφήνει ελεύθερους (αν και μου είναι σαφές, όσο το διάβαζα είχα υποψίες και για το αντίθετο, μήπως απλώς δήλωνε ότι τους σκότωνε κι οι ΜΕΘΕίτες έμεναν στον λόγο του).

β) Ντύσε περισσότερο την κορύφωσή σου με «κορύφωση». Κι εγώ, όταν έφτασα στο τέλος αισθάνθηκα ότι ήμουν ακόμη πολύ αρχή (να καταλάβεις πόσο πολύ με ρούφηξε). Δεν χρειάζεται ανατροπή, ξαναλέω, απλώς δώσε τον δραματικό (χωρίς υπερβολές, ξέρεις πώς το εννοώ) τόνο που χρειάζεται. Να το αισθάνομαι ως κλείσιμο, που έρχεται ομαλά. Ίσως κι η σκηνή με τον Ζέφυρο να θέλει λίγη περισσότερη διάρκεια ή ένταση (ίσως αυτό να είναι το μόνο σημείο που όντως να χρειάζεται λίγο ακόμη χώρο).

 

 

 

Και κάπου εδώ τελειώνουν τα ουσιαστικά σχόλιά μου (δυστυχώς δεν μπορούσαν να είναι πιο συγκεκριμένα).

 

Δυστυχώς, το βασικότερο πρόβλημα που έχω με το διήγημα είναι ότι πλέον δεν ξέρω αν η Νυχτωμένη Μνήμη ή αυτή είναι η αγαπημένη μου δικιά σου ιστορία. Γενικά αν σε εμπνέουν τόσο τα θέματα που βάζω πες μου να σου στέλνω ένα κάθε μήνα, κι ας το απολαμβάνω μοναχός μου :p

 

Αταλάντη, δεν θέλω να κουράσω με το ποιες από όλες τις επιλογές σου με βρήκαν σύμφωνο ή με ενθουσίασαν (η νουάρ ατμόσφαιρα, η δυστοπία, η 7 Γενάρη, η χρήση του θέματος, η εξουσία που είναι γενικώς ένα από τα πολύ αγαπημένα μου θέματα, το point που κάνεις, δεν-συνεχίζω-άλλο-θα-ξημερωβραδιαστούμε), άλλωστε έχεις βρει τα κουμπιά μου και τα πατάς μέχρι να βραχυκυκλώσω. Ήταν λες και το έκανες επίτηδες. Λες κι είπες «ποια στοιχεία λατρεύει ο Μορφέας, να τα βάλω όλα μέσα;». Δεν τα έβαλες όλα, αλλά φαντάζομαι σε κάποιο επόμενό σου θα ικανοποιηθούν κι όσα δεν χώρεσαν. :p

 

Θα πω απλώς ότι αισθάνθηκα μια σχεδόν απτή επικοινωνία διαβάζοντάς το κι αυτό νομίζω ότι είναι πολύ όμορφο όταν συμβαίνει, τόσο για τον αναγνώστη, όσο και για τον συγγραφέα. Η τέχνη είναι επικοινωνία και με αρκετά σου κείμενα αισθάνομαι ότι η παραπάνω φράση δεν είναι απλή θεωρητικολογία. :)

Υποκειμενικότατο, αμέ, αλλά κι η τέχνη υποκειμενικά κρίνεται.

 

Τέλος, αν ο Ακάνθινος Κλωβός και τα Λείψανα του Χρόνου γνωρίζονταν στο σύμπαν των ιστοριών, πιστεύω ότι θα έκαναν καλή παρέα, κι ας είναι από τόσο διαφορετικούς κόσμους. :)

 

Καλή σου επιτυχία!

  • Like 1
Link to comment
Share on other sites

Πατάω post πριν το μετανιώσω:

 

Γυρνούσαμε με τον Κώστα απ’ το Φantasticon, Κυριακή βράδυ, και μ’ είχε πιάσει δημιουργική μελαγχολία. Δεν θα γράψω ποτέ τίποτα καλό, κλαψ-λυγμ και λοιπά δραματικά –του τα ’χα πρήξει του ανθρώπου. Κι αφού είδε κι απόειδε, με ρώτησε το εξής:

«Αν είχες μόνο μια ιστορία να πεις, ποια θα ήταν αυτή;»

«Η ιστορία του Ισμαήλ» απάντησα χωρίς να διστάσω ούτε λεπτό.

 

Ξέρω πως είθισται να απαντάμε στα σχόλια μετά το πέρας του διαγωνισμού και, στο παρελθόν, το έχω κάνει. Αλλά, στο παρελθόν, τα διηγήματα ήταν διαφορετικά και κανένα ποτέ δεν ήταν τόσο προσωπικό όσο αυτό. Οπότε, δεν θα απαντήσω. Θα γράψω μονάχα μερικά πράγματα για το τι σημαίνει αυτή η ιστορία για μένα, τι σημαίνει ο Ισμαήλ και γιατί πρόκειται για κάτι που έχω τόσο κοντά στην καρδιά μου.

 

Όταν ήμουν δεκατεσσάρων χρονών – πριν μισή ζωή, δηλαδή, είχαμε βγει βόλτα με τους γονείς μου στην Κηφισιά κι είδα την πιο όμορφη κοπέλα που έχω δει. Μέχρι και σήμερα, δεν έχω δει ομορφότερη. Τα μαλλιά της ήταν ροζ, τα μάτια της γαλάζια, το δέρμα της αψεγάδιαστο και φόραγε λευκό τζην, λευκό φανελάκι και λευκό, καουμπόικο καπέλο. Ερωτεύτηκα τα ροζ μαλλιά της και τα καουμπόικα καπέλα (κάτι που μεταφράστηκε σε αγάπη για τα γουέστερν αργότερα) κι ήξερα ότι ήθελα να την κάνω χαρακτήρα σε ιστορία.

 

Έτσι, δημιουργήθηκε η Γένεση και τη βάφτισα έτσι γιατί αυτό μου είπε πως ήταν το όνομά της. Δεν μπορώ να το εξηγήσω αλλιώς ούτε καλύτερα, λυπάμαι. Απλά, έτσι τη λένε. Τον Ισμαήλ άρχισα να τον ακούω μέσα στο κεφάλι μου λίγο καιρό μετά και, κάθε φορά, η αφήγησή του άρχιζε έτσι: «περπατούσα στους έρημους δρόμους μέσα στο σκοτάδι, χωρίς να έχω ιδέα πού πήγαινα και με το θάνατο να βαδίζει στο πλάι μου».

 

Η πρώτη φορά που έγραψα για τον Ισμαήλ και τον κόσμο του ήταν όταν ήμουν δεκαπέντε. Περίπου πενήντα χειρόγραφες σελίδες, που τις πέταξα όλες στα σκουπίδια όταν ο μπαμπάς μου τις διάβασε και μου είπε πως δεν είχα την εμπειρία για να γράψω κάτι τέτοιο. Η δεύτερη φορά που έγραψα για τον Ισμαήλ ήταν στα πρώτα φοιτητικά μου χρόνια. Έγραψα όχι μία, ούτε δύο, αλλά δυόμιση νουβέλες. Το 2008, λίγες μέρες πριν παραδώσω την πτυχιακή μου στη σχολή, μας άνοιξαν το σπίτι και μου έκλεψαν υπολογιστή και εξωτερικό σκληρό μαζί. Η ιστορία χάθηκε, αλλά κατάφερα να τη μαζέψω εκτυπωμένη από το ένα και μοναδικό άτομο με το οποίο την είχα μοιραστεί και να τη δακτυλογραφήσω ξανά. Κάνοντάς το αυτό, συνειδητοποίησα πως, πράγματι, δεν είχα ακόμη την εμπειρία που απαιτούσε ένα τέτοιο εγχείρημα. Η τρίτη φορά που έγραψα για τον Ισμαήλ ήταν όταν έκανα το μεταπτυχιακό κι έγραψα μόλις δυόμιση κεφάλαια. Το άφησα στην άκρη για να γράψω άλλα πράγματα, με την υπόσχεση -στον εαυτό μου- πως θα το έπιανα ξανά κάποια στιγμή, όταν θα ένιωθα έτοιμη.

 

Το οποίο μας φέρνει στο τώρα και στο θέμα του Μορφέα: έγκλημα. Από την πρώτη στιγμή με έτρωγε η ιδέα να γράψω κάτι με τον Ισμαήλ. Αν ήμουν σίγουρη; Φυσικά και δεν ήμουν σίγουρη, έτρεμα την ιδέα. Δεν ξέρω αν μπορείτε να το καταλάβετε, όμως ο Ισμαήλ έχει αποκτήσει σχεδόν υλική υπόσταση για μένα. Είναι μια πραγματική οντότητα, με σάρκα και οστά και τον αγαπώ όσο δεν έχω αγαπήσει οτιδήποτε άλλο έχω δημιουργήσει. Δεκατρία χρόνια τώρα, χορεύουμε αυτόν τον χορό: εκείνος με δελεάζει κι εγώ υποκύπτω στιγμιαία, μόνο και μόνο για να τον αρνηθώ, τελικά. Τον ξέρω όπως ξέρω τον εαυτό μου. Ξέρω τον ήχο της φωνής του, τις γωνίες του προσώπου του, το γέλιο του. Ξέρω πώς πίνει τον καφέ του, ποιο είναι το αγαπημένο του χρώμα και γιατί λατρεύει το πράσινο σαπούνι (απάντηση: γιατί το χρησιμοποιούσε η μητέρα του όταν ήταν πολύ-πολύ μικρός. Ο ίδιος δεν το θυμάται – θυμάται τόσο λίγα από τα χρόνια του πριν το στρατόπεδο).

 

Τελικά την έγραψα την ιστορία και την ανέβασα. Μπήκα στον πειρασμό να ζητήσω από κάποιον mod να την κατεβάσει τουλάχιστον πέντε φορές. Όχι λόγω σχολίων, καμία σχέση. Εκτιμώ πραγματικά το κάθε δευτερόλεπτο σκέψης που ξόδεψε καθένας από εσάς για να σχολιάσει την ιστορία μου. Αλλά... πώς να το πω; Ήταν σαν να είχα κόψει ένα κομμάτι από τη σάρκα μου και να είχα εκθέσει σ’ όλον τον κόσμο την πληγή. Δεν ένιωθα άνετα μ’ αυτό και ακόμη δεν είμαι σίγουρη αν νιώθω. Κι ίσως αυτό να ήταν το μεγαλύτερο τόλμημα απ’ όλα σε σχέση με αυτή μου τη συμμετοχή: όχι το νουάρ, όχι η αλληγορία, όχι η έλλειψη ανατροπής αλλά αυτό ακριβώς, το να τη μοιραστώ και να την υποβάλω σε κριτική.

 

Δεν ξέρω τι άλλο να πω, πέρα απ’ αυτό: αυτή δεν ήταν παρά μονάχα η αρχή μιας ιστορίας. Για την ακρίβεια, έγραψα τον Ακάνθινο Κλωβό με σκοπό να λειτουργεί διπλά. Από τη μία ως κάτι αυτοτελές κι από την άλλη ως πρόλογος για το μυθιστόρημα που, κάποια στιγμή, θα γραφτεί. Όταν θα είμαι έτοιμη κι όταν ο Ισμαήλ αποφασίσει ότι τέλος, αρκετά με άφησε λάσκα.

 

Σας ευχαριστώ όλους που διαβάσατε και καταθέσατε την άποψή σας.

  • Like 8
Link to comment
Share on other sites

Όλες οι ιστορίες που ανεβάζουμε είναι βέβαια κομμάτια δικά μας, όλων μας, αλλά μερικές μας είναι πιο προσωπικές, και αυτό δεν μπορεί να το ξέρει ο αναγνώστης φυσικά. Ελπίζω το δικό μου σχόλιο να μην ήταν από αυτά που σε έκαναν να νιώσεις πως ήθελες να κατεβάσεις την ιστορία σου. Αν το είχες κάνει, εγώ τουλάχιστον θα είχα στεναχωρηθεί πάρα πολύ, μα πάρα πολύ.

Πέρα από την κριτική μου, ήταν μια από τις ιστορίες που έβαλα σε πολύ ψηλή θέση στην ψήφο μου (δεν θα πω σε ποια για λόγους διπλωματίας), και ήταν από τις ιστορίες που ήξερα από την αρχή ότι θα τις ψήφιζα πολύ ψηλά, και επάξια και χωρίς καμιά αμφιβολία.

Χαίρομαι αφάνταστα λοιπόν που δεν την κατέβασες τελικά, Αταλάντη!

  • Like 1
Link to comment
Share on other sites

Όχι, όχι, όπως είπα, ο πειρασμός να την κατεβάσω είχε μόνο με μένα σχέση και με κανένα από τα σχόλια. Σε καμία περίπτωση δεν θέλω να σκεφτεί κανείς κάτι τέτοιο. Απλά αυτός ο συγκεκριμένος χαρακτήρας είναι για μένα τόσο κοντινό και προσωπικό δημιούργημα, έχω μαζί του μια σχέση που δεν έχω με άλλους χαρακτήρες μου και ήταν πολύ δύσκολο για μένα να τον μοιραστώ με άλλους. Ευτυχώς, ο φόβος δεν νίκησε, παρόλο που ο πειρασμός υπήρξε. Το είχα πει κατά τη διάρκεια της συγγραφής ακόμη ότι είχα μεγάλη αγωνία για την ιστορία αυτή κι είχα πει ότι θα αποκάλυπτα και το λόγο μετά το πέρας του διαγωνισμού. Το έκανα κι αυτό, λοιπόν. :)

  • Like 1
Link to comment
Share on other sites

Όχι, όχι, όπως είπα, ο πειρασμός να την κατεβάσω είχε μόνο με μένα σχέση και με κανένα από τα σχόλια. Σε καμία περίπτωση δεν θέλω να σκεφτεί κανείς κάτι τέτοιο. Απλά αυτός ο συγκεκριμένος χαρακτήρας είναι για μένα τόσο κοντινό και προσωπικό δημιούργημα, έχω μαζί του μια σχέση που δεν έχω με άλλους χαρακτήρες μου και ήταν πολύ δύσκολο για μένα να τον μοιραστώ με άλλους. Ευτυχώς, ο φόβος δεν νίκησε, παρόλο που ο πειρασμός υπήρξε. Το είχα πει κατά τη διάρκεια της συγγραφής ακόμη ότι είχα μεγάλη αγωνία για την ιστορία αυτή κι είχα πει ότι θα αποκάλυπτα και το λόγο μετά το πέρας του διαγωνισμού. Το έκανα κι αυτό, λοιπόν. :)

 

Nαι, σωστά, το λες ξεκάθαρα, εγώ μπερδεύτηκα. Mea culpa. 

Σε καταλαβαίνω απόλυτα και προσωπικά. Πράγματι, όμως, ευτυχώς ο όποιος φοβος, δεν νίκησε! :)

  • Like 1
Link to comment
Share on other sites

Πατάω post πριν το μετανιώσω:

 

Γυρνούσαμε με τον Κώστα απ’ το Φantasticon, Κυριακή βράδυ, και μ’ είχε πιάσει δημιουργική μελαγχολία. Δεν θα γράψω ποτέ τίποτα καλό, κλαψ-λυγμ και λοιπά δραματικά –του τα ’χα πρήξει του ανθρώπου. Κι αφού είδε κι απόειδε, με ρώτησε το εξής:

«Αν είχες μόνο μια ιστορία να πεις, ποια θα ήταν αυτή;»

«Η ιστορία του Ισμαήλ» απάντησα χωρίς να διστάσω ούτε λεπτό.

 

Ξέρω πως είθισται να απαντάμε στα σχόλια μετά το πέρας του διαγωνισμού και, στο παρελθόν, το έχω κάνει. Αλλά, στο παρελθόν, τα διηγήματα ήταν διαφορετικά και κανένα ποτέ δεν ήταν τόσο προσωπικό όσο αυτό. Οπότε, δεν θα απαντήσω. Θα γράψω μονάχα μερικά πράγματα για το τι σημαίνει αυτή η ιστορία για μένα, τι σημαίνει ο Ισμαήλ και γιατί πρόκειται για κάτι που έχω τόσο κοντά στην καρδιά μου.

 

Όταν ήμουν δεκατεσσάρων χρονών – πριν μισή ζωή, δηλαδή, είχαμε βγει βόλτα με τους γονείς μου στην Κηφισιά κι είδα την πιο όμορφη κοπέλα που έχω δει. Μέχρι και σήμερα, δεν έχω δει ομορφότερη. Τα μαλλιά της ήταν ροζ, τα μάτια της γαλάζια, το δέρμα της αψεγάδιαστο και φόραγε λευκό τζην, λευκό φανελάκι και λευκό, καουμπόικο καπέλο. Ερωτεύτηκα τα ροζ μαλλιά της και τα καουμπόικα καπέλα (κάτι που μεταφράστηκε σε αγάπη για τα γουέστερν αργότερα) κι ήξερα ότι ήθελα να την κάνω χαρακτήρα σε ιστορία.

 

Έτσι, δημιουργήθηκε η Γένεση και τη βάφτισα έτσι γιατί αυτό μου είπε πως ήταν το όνομά της. Δεν μπορώ να το εξηγήσω αλλιώς ούτε καλύτερα, λυπάμαι. Απλά, έτσι τη λένε. Τον Ισμαήλ άρχισα να τον ακούω μέσα στο κεφάλι μου λίγο καιρό μετά και, κάθε φορά, η αφήγησή του άρχιζε έτσι: «περπατούσα στους έρημους δρόμους μέσα στο σκοτάδι, χωρίς να έχω ιδέα πού πήγαινα και με το θάνατο να βαδίζει στο πλάι μου».

 

Η πρώτη φορά που έγραψα για τον Ισμαήλ και τον κόσμο του ήταν όταν ήμουν δεκαπέντε. Περίπου πενήντα χειρόγραφες σελίδες, που τις πέταξα όλες στα σκουπίδια όταν ο μπαμπάς μου τις διάβασε και μου είπε πως δεν είχα την εμπειρία για να γράψω κάτι τέτοιο. Η δεύτερη φορά που έγραψα για τον Ισμαήλ ήταν στα πρώτα φοιτητικά μου χρόνια. Έγραψα όχι μία, ούτε δύο, αλλά δυόμιση νουβέλες. Το 2008, λίγες μέρες πριν παραδώσω την πτυχιακή μου στη σχολή, μας άνοιξαν το σπίτι και μου έκλεψαν υπολογιστή και εξωτερικό σκληρό μαζί. Η ιστορία χάθηκε, αλλά κατάφερα να τη μαζέψω εκτυπωμένη από το ένα και μοναδικό άτομο με το οποίο την είχα μοιραστεί και να τη δακτυλογραφήσω ξανά. Κάνοντάς το αυτό, συνειδητοποίησα πως, πράγματι, δεν είχα ακόμη την εμπειρία που απαιτούσε ένα τέτοιο εγχείρημα. Η τρίτη φορά που έγραψα για τον Ισμαήλ ήταν όταν έκανα το μεταπτυχιακό κι έγραψα μόλις δυόμιση κεφάλαια. Το άφησα στην άκρη για να γράψω άλλα πράγματα, με την υπόσχεση -στον εαυτό μου- πως θα το έπιανα ξανά κάποια στιγμή, όταν θα ένιωθα έτοιμη.

 

Το οποίο μας φέρνει στο τώρα και στο θέμα του Μορφέα: έγκλημα. Από την πρώτη στιγμή με έτρωγε η ιδέα να γράψω κάτι με τον Ισμαήλ. Αν ήμουν σίγουρη; Φυσικά και δεν ήμουν σίγουρη, έτρεμα την ιδέα. Δεν ξέρω αν μπορείτε να το καταλάβετε, όμως ο Ισμαήλ έχει αποκτήσει σχεδόν υλική υπόσταση για μένα. Είναι μια πραγματική οντότητα, με σάρκα και οστά και τον αγαπώ όσο δεν έχω αγαπήσει οτιδήποτε άλλο έχω δημιουργήσει. Δεκατρία χρόνια τώρα, χορεύουμε αυτόν τον χορό: εκείνος με δελεάζει κι εγώ υποκύπτω στιγμιαία, μόνο και μόνο για να τον αρνηθώ, τελικά. Τον ξέρω όπως ξέρω τον εαυτό μου. Ξέρω τον ήχο της φωνής του, τις γωνίες του προσώπου του, το γέλιο του. Ξέρω πώς πίνει τον καφέ του, ποιο είναι το αγαπημένο του χρώμα και γιατί λατρεύει το πράσινο σαπούνι (απάντηση: γιατί το χρησιμοποιούσε η μητέρα του όταν ήταν πολύ-πολύ μικρός. Ο ίδιος δεν το θυμάται – θυμάται τόσο λίγα από τα χρόνια του πριν το στρατόπεδο).

 

Τελικά την έγραψα την ιστορία και την ανέβασα. Μπήκα στον πειρασμό να ζητήσω από κάποιον mod να την κατεβάσει τουλάχιστον πέντε φορές. Όχι λόγω σχολίων, καμία σχέση. Εκτιμώ πραγματικά το κάθε δευτερόλεπτο σκέψης που ξόδεψε καθένας από εσάς για να σχολιάσει την ιστορία μου. Αλλά... πώς να το πω; Ήταν σαν να είχα κόψει ένα κομμάτι από τη σάρκα μου και να είχα εκθέσει σ’ όλον τον κόσμο την πληγή. Δεν ένιωθα άνετα μ’ αυτό και ακόμη δεν είμαι σίγουρη αν νιώθω. Κι ίσως αυτό να ήταν το μεγαλύτερο τόλμημα απ’ όλα σε σχέση με αυτή μου τη συμμετοχή: όχι το νουάρ, όχι η αλληγορία, όχι η έλλειψη ανατροπής αλλά αυτό ακριβώς, το να τη μοιραστώ και να την υποβάλω σε κριτική.

 

Δεν ξέρω τι άλλο να πω, πέρα απ’ αυτό: αυτή δεν ήταν παρά μονάχα η αρχή μιας ιστορίας. Για την ακρίβεια, έγραψα τον Ακάνθινο Κλωβό με σκοπό να λειτουργεί διπλά. Από τη μία ως κάτι αυτοτελές κι από την άλλη ως πρόλογος για το μυθιστόρημα που, κάποια στιγμή, θα γραφτεί. Όταν θα είμαι έτοιμη κι όταν ο Ισμαήλ αποφασίσει ότι τέλος, αρκετά με άφησε λάσκα.

 

Σας ευχαριστώ όλους που διαβάσατε και καταθέσατε την άποψή σας.

 

3 φορές σερί το διάβασα αυτό το σχόλιο, Αταλάντη. Με άγγιξε πραγματικά πάρα πολύ η κατάθεση ψυχής σου.

Το μόνο που θα πω είναι ότι έκανες καλά, πολύ καλά που έγραψες αυτό το διήγημα... 

  • Like 2
Link to comment
Share on other sites

Join the conversation

You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.

Guest
Reply to this topic...

×   Pasted as rich text.   Paste as plain text instead

  Only 75 emoji are allowed.

×   Your link has been automatically embedded.   Display as a link instead

×   Your previous content has been restored.   Clear editor

×   You cannot paste images directly. Upload or insert images from URL.

Loading...
×
×
  • Create New...

Important Information

You agree to the Terms of Use, Privacy Policy and Guidelines. We have placed cookies on your device to help make this website better. You can adjust your cookie settings, otherwise we'll assume you're okay to continue..