jjohn Posted September 23, 2015 Share Posted September 23, 2015 (edited) Τίτλος: Αυτό που έμελλε να κλαπείΣυγγραφέας: Ιωάννης ΠαναγιώταςΕίδος: Low noir fantasy Βια/Σεξ: ΌχιΛέξεις: 3490 μαζι με αστεράκια/τίτλους κτλπΣχόλια: - Για τον 40o διαγωνισμό - Έχω μεγάλη αγωνία να δω αν τα πήγα καλά σε ορισμένα πράγματα που έθεσα εγώ να πετύχω σαν στόχο. - Χθες μου ήρθε η έμπνευση να κάνω το κείμενο noir. Προφανώς, δεν πρόλαβα - Ναι, είναι φαντασι! Και ας μην του φαίνεται! - p.s Ήμουν στρατό μέχρι πριν δύο μήνες. Δείξτε έλεος --------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------- 40_SFF_jjohn.pdf --------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------- Αυτό που έμελλε να κλαπεί Ι Ο Υπαστυνόμος Ντεϊς Γκελλς ξύπνησε ταραγμένος. Χρειάστηκε ορισμένες βαθιές αναπνοές ώστε να βρει κουράγιο για να κοιτάξει την ώρα στο ρολόι. Αρκετά αργά για να επιχειρήσει περαιτέρω ύπνο μα και συνάμα αρκετά νωρίς για να ξεκινήσει να ετοιμάζεται για την δουλειά. Με άλλα λόγια, τον περίμεναν δύο πολύ δύσκολες ώρες. Θέλοντας να αφήσει πίσω το κακό το όνειρο, μπήκε στην μπανιέρα και άφησε το παγωμένο νερό να αγγίξει το κορμί του. Το μόνο που κατάφερε τελικώς ήταν να επιδεινώσει λίγο παραπάνω τον πονοκέφαλο. Ο δαίμονας του -είχε όνομα- λεγότανε Ιλβέινς και δεν μπορούσε να τον ξορκίσει με κρύα ντουζ. Είχε αποτύχει πολλές φορές να τον συλλάβει. Παρόλο που ήξερε ότι αυτός ήταν ο διαβόητος κλέφτης που είχε ταράξει τους πλούσιους, δεν είχε τα απαραίτητα στοιχεία για να προχωρήσει στο επόμενο βήμα. Όπως σωστά έλεγε ο πατέρας του, η γραφειοκρατία ήτανε ένα πολύ ύπουλο πράγμα. Εάν βρισκόταν κάποιος άλλος στην θέση του, θα τα είχε παρατήσει προ πολλού. Εκείνος όμως συνέχιζε με το ίδιο πάθος, θαρρείς και αντιμετώπιζε τον κλέφτη για πρώτη φορά. Ήταν πεπεισμένος πως αργά ή γρήγορα θα δικαιωνόταν. Και τότε, θα έπαιρνε την εκδίκηση του απ' όσους τον είχαν ειρωνευτεί. Γέμισε μία κούπα με ζεστό καφέ και κούρνιασε πάλι στο κρεβάτι, μες την ζεστή του κουβερτούλα. Πήρε στα χέρια του την χθεσινή εφημερίδα και ξεκίνησε το διάβασμα για να ροκανίσει λίγο χρόνο. Το φύλλο δεν είχε να του πει και πολλά. Στην αστυνομία δούλευε. Τα περισσότερα από αυτά που διάβαζε τα γνώριζε από πρώτο χέρι. Μέσα σε όλες αυτές τις ειδήσεις υπήρχε όμως και μία που του τράβηξε το ενδιαφέρον. Αφορούσε τα εγκαίνια μιας νέας έκθεσης στο Μουσείο με κεντρικό θέμα τις αντιθέσεις. Ένα από τα εκθέματα, ανέφερε η εφημερίδα, αποτελούνταν από δυο πιάτα. Το πρώτο ήταν γεμάτο με κάθε είδους γαστρονομική αμαρτία, ενώ το δεύτερο αποτελούνταν μοναχά από μερικά μπιζέλια. Ο Γκελλς αναρωτήθηκε ποιο το νόημα του έργου. Μία επίθεση στον μινιμαλισμό και την υπερβολή; Ένα δριμύ κατηγορώ κατά της πλουτοκρατίας;Ή μήπως ένα μάτσο από περίτεχνα παρουσιασμένο τίποτα; Εν πάση περιπτώσει, δεν κάθισε να ασχοληθεί παραπάνω και όχι μόνο επειδή βαριόταν. Ενώσω διάβαζε τα περί της έκθεσης, το μάτι του κόλλησε επάνω στην περιγραφή ενός εκθέματος που θα μπορούσε να δώσει ένα τέλος σε όλα του τα βάσανα. Και τα ρημάδια ήτανε πολλά... *** O Γκρεγκ Μπατς δεν είχε ένα ιδιαίτερα ωραίο βράδυ. Ο τύπος πολύ απλά δεν ήθελε να συνεργαστεί. Τι σπίτια του πρότεινε, τι χαρέμια ολόκληρα του έταξε, εκείνος παρέμεινε το ίδιο σιωπηλός με πριν, λες και δεν είχε γλώσσα για να λαλήσει. Βρισκόταν χρόνια στο κουρμπέτι. Είχε συναντήσει αμέτρητους τέτοιους τύπους: Τίμιους ανθρώπους που εν τέλει σε ελάχιστα διέφεραν από τους ηλίθιους. Δεν θα έκανε πίσω. Το πρόβλημα δεν το είχε εκείνος. “Εγώ έκανα ο,τι μπορούσα….” αναφώνησε τελικώς και βγήκε στο δωμάτιο, αφήνοντας τον άνδρα στην συντροφιά του Γρας, του μπράβου που εμπιστευόταν περισσότερο. Ο Γρας δεν χρειάστηκε παρά ένα πεντάλεπτο ώστε να κάνει τον άντρα να μιλήσει. Σε ένα χαρτάκι σημείωσε όλες τις πληροφορίες για τον πίνακα του Ντελμορ που απέσπασε κατά την διάρκεια της ανάκρισης. Ο Μπατς έριξε μία κλεφτή ματιά στο χαρτάκι και ύστερα αναστέναξε. Ο Γρας είχε αφήσει το σχολείο αρκετά νωρίς, μόλις στην Πρώτη Δημοτικού. Ο πατέρας του, προκομμένος άνθρωπος, κατάλαβε πως ο γιος του δεν θα έβλεπε χαΐρι στα γράμματα. Προτίμησε να του μάθει ο ίδιος πως βγαίνει το μεροκάματο, παρά να τον έχει να τυραννιέται άδικα στις σχολικές αίθουσες. Το έχωσε βαθιά μέσα στην τσέπη του. Δεν ήταν η κατάλληλη στιγμή για να αποκρυπτογραφήσει ανορθόγραφα ορνιθοσκαλίσματα. Ζήτησε από τον Γρας να γυρίσει τον άντρα σπίτι του κι ξάπλωσε στο κρεβάτι. Παρόλο, λοιπόν, που η βραδιά τον είχε αφήσει κάπως απογοητευμένο, το πρωί τον είχε βρει με μία μάλλον θετική διάθεση. Και πως να μην συμβαίνει κάτι τέτοιο όταν το πρώτο ραντεβού της ημέρας το είχε με τον σπιούνο του μουσείου; “Κύριε, έμαθα κάτι που είμαι σίγουρος ότι θα σας ενδιαφέρει πάρα πολύ” “Το ελπίζω...” “Να, θα φέρουμε το Αγαλματίδιο της Τύχης” “Τι;” έκανε γεμάτος έκπληξη. Μοναχά όταν το άκουσε και μία δεύτερη φορά, το πίστεψε. Σαν νεότερος σπατάλησε χρόνια ολόκληρα ψάχνοντας για το αγαλματίδιο. Κάποια στιγμή, όταν οι αποτυχίες είχαν γίνει υπερβολικά πολλές για έναν άντρα του βεληνεκούς του, αναγκάστηκε να σταματήσει και να συμβιβαστεί με την ιδέα πως το αγαλματίδιο θα παρέμενε χαμένο. Κι όμως, ύστερα από τόσα χρόνια, εκείνο είχε βρεθεί ξανά μπροστά του. Έπρεπε να το κάνει δικό του με κάθε τρόπο. Να επανορθώσει για όλες τις ήττες που είχε υποστεί... Χαμογελαστός, ατένισε τον καταγάλανο ουρανό. Ήταν πράγματι μια πολύ ωραία μέρα... II Πέρασα το μεγαλύτερο μέρος του πρωινού, παριστάνοντας τον νηφάλιο. Το κακό είχε ξεκινήσει ενώ συζητούσα με έναν παππούλη για μία εξυπηρέτηση που ήθελε να του κάνω στο μουσείο. Όπως γίνεται πάντα, το ένα έφερε το άλλο και βρεθήκαμε τελικά να συζητάμε περισσότερο για το επόμενο ποτό παρά για την δουλειά αυτή καθ' αυτή. Κάπως έτσι, λοιπόν, αργά μέσα στην νύχτα, το φεγγάρι με βρήκε βαδίζω προς το μουσείο, σαν άλλο τρωκτικό που κατευθυνόταν προς το κελάρι με τα τυριά. Μπήκα στο μουσείο από ένα παράθυρο στον Τομέα Α. Η διαδρομή ως τον Τομέα β κύλησε αρκετά ομαλά, λες και ήμουνα σε κάποια αθώα σχολική εκδρομή. Εκεί εντόπισα δύο φρουρούς να κείτονται αναίσθητοι στο πάτωμα. Κάποιος ήταν εδώ μέσα οι προθέσεις του μάλλον δεν ήταν και οι καλύτερες. Έπρεπε να τελειώσω την δουλειά και να φύγω γρήγορα προτού δυσάρεστα περιστατικά ξεκινούσαν να συμβαίνουν επάνω μου. Με ιδιαίτερη προσοχή, έφτασα ως το πέρασμα που οδηγούσε στον Τομέα Γ. Σε διάφορα σημεία του διαδρόμου, παρατήρησα, πέντε ακόμη αναίσθητους φρουρούς. Δεν ήθελα σε καμία περίπτωση να τον συναντήσω αυτό τον άνθρωπο... Έχωσα το χέρι μου στην τσέπη. Ο παππούς για να με διευκολύνει είχε σχεδιάσει από πριν την μορφή του αγάλματος σ' ένα χαρτάκι. Μόλις αποδέχτηκα την πρόταση του, το εμφάνισε από κάπου και το άφησε στην δεξιά μου παλάμη. Κατά τα λεγόμενα του, θα έβρισκα το αγαλματίδιο στην αίθουσα Γ.3. Βρήκα την πόρτα της μικροσκοπικής αίθουσας ορθάνοιχτη να με παρακαλάει καρτερικά να την κλείσω. Μπαίνοντας μέσα, αντίκρισα άλλους δύο εχθρούς να κοιμούνται πιο γαλήνια κι από έμβρυο στη μήτρα. Όσο καλός ήτανε στο πιοτό ο γέρος, άλλο τόσο ήταν και στην ζωγραφική. Το σκίτσο ήταν ένα ιδιαίτερα ακριβές αντίγραφο του αγαλματιδίου, σε βαθμό που δεν ήξερα ποιος είχε εμπνευστεί από ποιον. Το μοναδικό πράγμα που δεν συμφωνούσε με τα όσα έλεγε ο γέρος ήταν η θέση. Μου είχε πει ότι θα το έβρισκα στο επάνω στο αριστερό τραπεζάκι, μα τελικά εκείνο ήτανε στο δεξιό. Το δε αριστερό τραπεζάκι ήταν αδειανό όπως ένα τασάκι σε παιδικό πάρτι. Άνοιξα την καφετί τσάντα κι έχωσα το κλοπιμαίο μέσα. Είχε έρθει η ώρα να φύγουμε. Θέλοντας να μάθω αν η βροχή είχε σταματήσει ή όχι, τράβηξα την κουρτίνα ενός παραθύρου. Εν τέλει, διαπίστωσα ότι, τα τερτίπια του καιρού ήταν το ελάχιστο των προβλημάτων μου εκείνη την στιγμή: Δεκάδες αστυνομικοί είχαν πλημμυρίσει την περιοχή και από το βλέμμα τους έδειχναν ορεξάτοι. Ανέβηκα την σκαλωσιά μέχρι την οροφή του μουσείου. Κάθε σκαλί κι άλλος ένας κόμπος στο στομάχι. “Παραδώσου!” φώναξε δυνατά ένας από τους αστυνομικούς σαν με αντιλήφθηκε. “Τώρα, σειρά, έγινε” του ανταπάντησα, όπως ακριβώς του άρμοζε. Ενώ φιλοσοφούσα τις επιλογές μου, δύο αστυνομικοί αποφάσισαν να περάσουν από την θεωρία στην πράξη. Ανέβηκαν ως την οροφή και έτειναν απειλητικά τα σπαθιά τους προς μέρος μου λες και ήμουνα κάποιο παιδάκι που θέλανε να φοβερίσουν. Αν για κάποιον λόγο τρόμαξα ήταν μοναχά επειδή οσονούπω κι άλλοι ενοχλητικοί αστυνομικοί θα ακολουθούσαν στα βήματα τους. Δεν μπορώ να πω ότι οι δυο τους με προβλημάτισαν ιδιαίτερα. Μία αμπούλα βρώμας συνοδευόμενη από λίγο πατροπαράδοτο κλοτσομπουνίδι ήταν αρκετό για να απαλλαγώ από δαύτους. Δεν πρόλαβα ούτε ανάσα να πάρω και τρεις ακόμη αστυνομικοί εμφανίστηκαν. Μαζί τους βρισκόταν και ο Γκελλς. Σαν παπάς σε κηδεία, φρόντιζε να μην λείπει ποτέ από τα δυσάρεστα της ζωής μου. “Ιλβεινς, αρκετά, παραδώσου!” έκανε “Τι είναι 'Ιλβεινς';” έκανα κι πριν καν ολοκληρώσω την πρόταση μου έπρεπε να τραβήξω το σπαθί μου για να αποκρούσω την σπαθιά ενός μάλλον ευέξαπτου αστυνομικού. Σε δεύτερη φάση, επιτέθηκα και τον έριξα αναίσθητο. Δυστυχώς, δεν μπορούσε να συνεχιστεί αυτό το πράγμα. Είχα μεγαλώσει αρκετά πια για να παίζω με σπαθιά και λοιπές μαλακίες. Έπρεπε να σκεφτώ κάτι... Μήτε όμως οι άλλοι κάθισαν φρόνιμα. Ξεκίνησαν να προχωράνε προς το μέρος μου, αναγκάζοντας με να οπισθοχωρήσω έως το περβάζι. Λίγα βήματα ακόμα και θα άγγιζα την αιωνιότητα. Πέρασαν αρκετές σκέψεις από το μυαλό μου εκείνη την στιγμή. Οι περισσότερες με παρακαλούσαν να τα παρατήσω. Υπήρχαν όμως και εκείνες οι σκέψεις που με προκαλούσαν να δώσω μία μάχη δίχως αύριο. Να έπεφτα μεν αλλά έχοντας προκαλέσει όση περισσότερη ζημιά μπορούσα. Να ανάγκαζα με το τέλος μου κάθε γαμημένο βάρδο του βασιλείου να συνθέσει μία μεθυσμένη μελωδία για πάρτη μου. Ήμουν πολύ νέος. Η ζωή θα μου έδινε κι άλλες ευκαιρίες για να παραστήσω τον τρανό. Εξάλλου, δεν ήτανε δα πως τα κάγκελα της φυλακής θα με κρατούσανε και για πάντα μέσα. Θα παραδινόμουν, τι να έκανα. Είχα τόσες πολλές επιλογές όσες ο ετοιμοθάνατος στην κρεμάλα. Μία τελευταία ματιά ελευθερίας όμως -αν μη τι άλλο- την άξιζα. Καθώς ατένιζα τον κόσμο γύρω μου , διέκρινα πως το καπάκι των υπονόμων ήταν βγαλμένο. Οι υπόνομοι ήταν κάτι σαν το δεύτερο σπίτι μου. Τους ήξερα απ' έξω και ανακατωτά. Αν κατάφερνα να εισέλθω σε αυτούς, δεν θα είχα πρόβλημα να χάσω τους διώκτες μου. Το θέμα ήταν όμως πως θα κατάφερνα να φτάσω ως εκεί. Κοντά στην είσοδο στον υπόνομο ήταν καμιά πέντε-έξι αστυνομικοί που δεν νομίζω να με άφηναν να περάσω αμαχητί. Μία σκέψη υφάνθηκε μες στο μυαλό μου. Αν έκανα ένα πραγματικά πολύ καλό άλμα, τότε υπήρχε μία ελάχιστη πιθανότητα να προσγειωθώ όχι στον δρόμο, αλλά απευθείας μέσα στους υπονόμους. Δεν κατείχα γνώσεις φυσικής για να υπολογίσω ακριβώς πως έπρεπε να πηδήξω, μα αυτό δεν στάθηκε αρκετό για να με σταματήσει. Δεν νομίζω να ήμουν ο μόνος που ξαφνιάστηκε όταν τα κατάφερα. Το τίμημα του άλματος ήταν ένας αβάσταχτος πόνος στα δύσμοιρα τα καπούλια, αλλά κακά τα ψέματα μικρή σημασία είχε. Την είχα γλυτώσει! Και με αυτή τη σκέψη στο μυαλό χάθηκα μες στο σκοτάδι των υπονόμων. *** Καθώς έβγαινε απ' το μουσείο, ο Γρας είχε διακρίνει μερικούς ένστολους. Επιτάχυνε τότε τους ρυθμούς του και απομακρύνθηκε από την περιοχή γρήγορα και το κυριότερο αθόρυβα. Παρόλο που στην αρχή, αγχώθηκε επειδή είχε αφήσει το χαρτάκι με τις οδηγίες πίσω στο σπίτι, όλα κύλησαν καλώς τελικά. Είχε ακολουθήσει τις εντολές του αφεντικού όπως ακριβώς τις θυμόταν. Οπότε, από μία άποψη, ήταν δικαιολογημένο αυτό το θετικό αποτέλεσμα. Σκεπτόμενος πόσο τυχερός ήτανε που πρόλαβε να φύγει πριν τον κακό χαμό, ξεκίνησε τον μακρύ δρόμο του γυρισμού. III Ο Γρας ένιωσε μία απερίγραπτη χαρά να τον περιβάλλει καθώς το σπίτι του κυρίου άρχισε να αχνοφαίνεται στο βάθος. Ανυπομονούσε πως και πως να αφήσει το κλοπιμαίο και να πάει να ξεκουραστεί. Το χρειαζότανε οπωσδήποτε. Λίγα μόλις λεπτά πριν είκοσι κοπρόσκυλα τον είχαν ταράξει στις δαγκωματιές. Είχε σκοτώσει όσα μπορούσε, αλλά τα γαμημένα ήταν υπερβολικά πολλά... “Τι σου συνέβη;” Τον ρώτησε ο Μπατς, που δεν είχε δει ποτέ του ξανά τον μπράβο του σε τέτοια αθλία κατάσταση γεμάτο πληγές και με σκισμένα τα ρούχα του. “Έπεσα πάνω σε μία αγέλη σκύλων, κύριε” “Ωχ... Το πήρες;” Ο Γρας κούνησε το κεφάλι του καταφατικά και έτεινε προς τον Μπατς την καφετιά σακούλα. “Έξοχα! Σε ευχαριστώ πολύ Γρας. Φύγε, πάνε ξεκουράσου τώρα!” O Mπατς ακούμπησε το αγαλματίδιο επάνω στο σκρίνιο. Τα παράξενα χαραγμένα σύμβολα τράβηξαν την προσοχή του. Από ποια αλλόκοτη γλώσσα να είχανε ξεπηδήσει άραγε; Έφερε στο μυαλό του όλες εκείνες τις ιστορίες που' χε ακούσει από τον πατέρα του. Πως είχε βοηθήσει τόσους και τόσους να υλοποιήσουν τα όνειρα τους. Αναρωτήθηκε τι θα έλεγε αν τον έβλεπε τώρα παρέα με το υπέροχο αυτό μαρμάρινο πραγματάκι. Ίσως να χαιρότανε. Μπορεί πάλι να εκνευριζόταν που δεν είχε κατορθώσει να το βρει ο ίδιος. Ο πατέρας του ήταν ένας από εκείνους τους ανθρώπους που ποτέ δεν μπορούσες να προβλέψεις πως θα συμπεριφερόταν. Κοινώς, κανένας δεν έκλαψε όταν πέθανε... *** Λένε ότι και η υπομονή είχε τα όρια της. Ε, λοιπόν, εγώ μόλις είχα εντοπίσει τα δικά μου. Πρέπει να είχαν περάσει κάπου στις πέντε ώρες από την ώρα του υποτιθέμενου ραντεβού που είχα με τον γέρο για να του παραδώσω το αγαλματάκι. Πέντε ώρες που πέρασαν πιο αργά κι από παράσταση πρωτοποριακού θεάτρου. Δεν θα πω ψέματα, περίμενα πως και πως την αμοιβή. Η δουλειά είχε αποδειχτεί αφύσικα δύσκολη και λίγο έλειψε να αποτελέσει την τελευταία μου. Μία καλή αμοιβή, επομένως, ήταν το μοναδικό πράγμα που θα με βοηθούσε να χαλαρώσω. Και όμως, κινδύνευα να μείνω απλήρωτος, επειδή ο παππούς μάλλον είχε πάθει αλτσχαίμερ. Όλα στραβά πηγαίνανε. Εάν κάποιος ερχόταν για μου ανακοινώσει πως είχα επιλεγεί να φάω ένα χαστούκι, η μόνη μου αντίδραση θα ήταν να τον ρωτήσω γιατί άργησε τόσο. Αυτό δεν ήταν το μοναδικό πράγμα που βασάνιζε την μάταια ύπαρξη μου. Ο Γκελλς για άλλη μία φορά φρόντισε να μου υπενθυμίσει πόσο ανοιχτόμυαλος ήτανε. Πόσοι και πόσοι άνθρωποι ζουν στην πόλη, πάλι μοναχά εμένα βάλθηκε να κατηγορήσει για νυχτοπερπατήματα. Δεν είχα ιδέα τι κακό του είχα κάνει και με είχε τόσο μεγάλο άχτι. Ανάθεμα και αν ήξερε κι ο ίδιος τον λόγο. Δεν έχω σε μεγάλη εκτίμηση τους ψυχολόγους, αλλά ίσως ο Γκελλς να είχε μερικούς ανάγκη. Δεδομένης της δυσάρεστης τροπής των πραγμάτων, είχα ξεμείνει με τρεις εναλλακτικές. Η πρώτη ήταν να καθίσω να περιμένω κι άλλο σε περίπτωση που ο γέρος με θυμόταν. Η δεύτερη ήταν να κρύψω το αγαλματίδιο κάπου και να ψάξω στο ενδιάμεσο για κάποιον αγοραστή. Στην τρίτη εναλλακτική απλώς ξεφορτωνόμουν το αγαλματίδιο μια και καλή. Και οι τρεις επιλογές ήταν τόσο θαυμάσιες που δεν ήξερα ποια να πρωτοδιαλέξω... Απέρριψα την πρώτη επιλογή επειδή είχα και μία υπόληψη. Ο παππούς είχε χάσει πια την ευκαιρία του. Η δεύτερη μπορεί μεν να ακουγόταν καλή περίπτωση, αλλά μόνο τέτοια δεν ήτανε. Η αστυνομία σίγουρα θα παρακολουθούσε τόσο εμένα όσο και τους διάφορους κλεπταποδόχους. Οποιαδήποτε συνάντηση θα μπορούσε να αποβεί μοιραία. Θα μπορούσα να το κρύψω έως ότου να ξεχαστεί η ιστορία, αλλά είχα κάνει τόσο ρεντίκολο την αστυνομία που θα μου έκαναν την ζωή αφόρητη για μεγάλο διάστημα. Καλύτερα να έβρισκαν το αγαλματίδιο μπας και με άφηναν στην ησυχία μου. Και έτσι απέμεινε μοναχά η τρίτη εναλλακτική. Δεν ήταν η πιο ωραία κατάληξη αφού δεν θα έβγαζα ούτε φράγκο από την όλη ιστορία, αλλά δυστυχώς ήταν η μόνη ρεαλιστική διέξοδος. *** Ο Γκελλς λαχανιασμένος άνοιξε την πόρτα του σπιτιού του. Είχε κάνει το ανοήτο λάθος να βγει για τρέξιμο. Καθώς δεν ήταν συνηθισμένος σε οποιαδήποτε μορφή άθλησης πέραν της νοητικής, κατέρρευσε κάπου στο πρώτο χιλιόμετρο κι έβγαλε όλη την υπόλοιπη διαδρομή περπατώντας, αδιαφορώντας για τα ειρωνικά βλέμματα των υπόλοιπων. Ύστερα από την χθεσινοβραδινή αποτυχία, δεν είχε όρεξη να πάει στην δουλειά. Προτίμησε να πάρει μία άδεια της τελευταίας στιγμής και να κάτσει σπίτι του να ηρεμήσει, μακριά από όλους. Είχε ψάξει κάθε σπιθαμή των υπονόμων για να ανακαλύψει κάποιο σημάδι του Ιλβέινς, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Εκνευρισμένος, όπως ήτανε, δεν έκατσε παραπάνω στο μουσείο και πήγε να βρει τον γέρο. Είχαν που είχαν πάει όλα στραβά, εκείνος κατάφερε να τα κάνει ακόμα χειρότερα. Δεν μπορούσε να θυμηθεί με τίποτα που στον διάβολο είχε κλείσει την δεύτερη συνάντηση με τον κλέφτη. Το σχέδιο δεν είχε πάει καθόλου καλά. Για την ακρίβεια είχε πάει σκατά. Είχε βασιστεί στο ότι ο Ιλβέινς, έχοντας κλέψει το Αγαλματίδιο της Ατυχίας, θα έκανε επιτέλους το μοιραίο λάθος. Δεδομένου -εκτός των άλλων- ότι είχε καταφέρει να εξασφαλίσει και αρκετούς αστυνομικούς αυτό έμοιαζε πιο πιθανό από ποτέ. Όταν αυτό δεν συνέβη, η όλη επιχείρηση κατέρρευσε σαν άλλος πύργος από τραπουλόχαρτα. Η ανεπάρκεια του αγαλματιδίου τον είχε απογοητεύσει ελαφρώς. Εκείνος περίμενε ένα γρήγορο, άμεσο αποτέλεσμα, αλλά κανείς θνητός δεν έχει την δύναμη να εκβιάσει την Τύχη. Όμως, όσο ο κλέφτης είχε στην κατοχή του το αγαλματίδιο, τίποτα δεν είχε τελειώσει. Εν καιρώ θα έκανε την δουλειά για την οποία ήτανε προορισμένο. Φτάνει μοναχά να έκανε λίγη παραπάνω υπομονή. Μπαίνοντας στην κρεβατοκάμαρα, βρήκε επάνω στο κρεβάτι του ένα μεγάλο κουτί. Δεν χρειαζόταν να το ανοίξει για να καταλάβει τι περιείχε μέσα. Και όταν το άνοιξε, το μόνο που μπόρεσε να ψελλίσει ήταν ένα 'Γιατί όλα συμβαίνουν σε μένα;' Ίσως γιατί έπαιξες βρώμικα; του υπενθύμισε το αμείλικτο υποσυνείδητο χωρίς το παραμικρό ίχνος συμπόνιας. Έβαλε το κουτί μέσα σε μία ντουλάπα και ξάπλωσε. Θα το επέστρεφε αύριο. Εκείνη την στιγμή δεν είχε την διάθεση να δει κανέναν. Δεν είχε τίποτα να φοβηθεί από το αγαλματίδιο και την αρνητική του επίδραση. Εξάλλου, στα αλήθεια, πόσο πιο μίζερη μπορούσε να γίνει πια η ζωή του; IV Ο Μπατς βγήκε από την αίθουσα εμφανώς ζαλισμένος. Ακόμα και με το Αγαλματίδιο της Τύχης στην κατοχή του, ήτανε αναγκασμένος να παρακολουθεί και να συμμετέχει στα διάφορα ραντεβού. Δεν είχε προλάβει να το χαρεί ούτε στο ελάχιστο. Με το που ξύπνησε, έμπλεξε σε έναν κατακλυσμό από ραντεβού από τα οποία ούτε ο Θεός ο ίδιος δεν είχε την δύναμη να τον γλυτώσει. Αυτή η τελευταία συνάντηση ήταν η χειρότερη απ' όλες. Ένας οικονομολόγος κυριολεκτικά ούρλιαζε στο κεφάλι του επί μία ώρα προσπαθώντας να του εξηγήσει πως θα αύξανε τα κέρδη του. Δεν κατάλαβε το παραμικρό. Εν τέλει, για να μην πάει χαμένος τόσος χρόνος, αποφάσισε να τον απολύσει. Δεν τον χρειαζότανε πια. Το αγαλματίδιο θα μπορούσε να καλύψει την θέση του επάξια. Ξεκίνησε να περπατάει προς το σπίτι του με γοργό ρυθμό. Η νύχτα είχε πέσει για τα καλά. Καθώς περπατούσε, παρατήρησε στον απέναντι δρόμο ένα περίπτερο. Θυμήθηκε πως δεν είχε αγοράσει εφημερίδα και μπήκε μέσα. “Μια εφημερίδα, παρακαλώ” έκανε και άφησε το χαρτονόμισμα επάνω στον πάγκο. Ο περιπτεράς το πήρε στα χέρια του, το κοίταξε μία στιγμή και του το έδωσε πίσω. “Αυτό είναι ψεύτικο” “Συγγνώμη” έκανε κι έβγαλε από την τσέπη ένα δεύτερο. “Και αυτό πλαστό είναι...” έκανε ο γέρος περιπτεράς “Θα πρέπει να καλέσω την αστυνομία.” πρόσθεσε “Δεν χρειάζεται. Πες μου πόσα θέλεις;” έκανε. Δεν είχε όρεξη να μπλέκει με αστυνομίες βραδιάτικα. “Σε ποιον νομίζεις ότι μιλάς; Δεν θέλω τα χρήματα σου!” “Γέρο, ξανασκέψου το….” του είπε με ένα ιδιαίτερα απειλητικό ύφος. “Όχι!” Ο Μπατς εμφανώς εκνευρισμένος έκανε νόημα στον Γρας. *** Παρότι άργησε, ο Γκελλς συμβιβάστηκε τελικά με αυτό που επί τόση ώρα του έλεγε το σώμα του. Αν δεν έβαζε μία μπουκιά στο στόμα του, θα έπρεπε να ξεχάσει τον ύπνο για εκείνο το βράδυ. Έψαξε τα ντουλάπια της κουζίνας. Ήταν πιο άδεια κι από το στομάχι του. Με όλα τα δυσάρεστα που είχαν συμβεί, ξέχασε να αγοράσει τρόφιμα. Έβρισε. Όλα ήταν εναντίον του. Ανάθεμα και αν είχε την παραμικρή ιδέα που θα έβρισκε φαγητό τέτοια ώρα... Θυμήθηκε τότε το μαγαζάκι του Πωλ απέναντι. Όσο να' ναι κάτι θα είχε να τον φιλέψει. Βγήκε έξω στο μπαλκόνι και κοίταξε προς την μεριά του περιπτέρου για να διαπιστώσει αν είχε κλείσει ή όχι. Υπήρχαν μερικές φορές στην ταλαίπωρη ζωή του που ένιωθε τυχερός. Και, παρότι στο δωμάτιο του είχε φυλαγμένη μία γεννήτρια ατυχίας, αυτή ήτανε μία από αυτές. Ντύθηκε όσο πιο γρήγορα μπορούσε και ξεκίνησε προς τα εκεί. V Με το που μπήκα στην 'Βουβή Αρκούδα', ξεκίνησα να παρατηρώ τους θαμώνες. Οι γνώριμες παρακμιακές φάτσες του υποκόσμου ήταν όλες εκεί, όπως κάθε βράδυ, φοβούμενες μην τυχόν και τους έβαζε κάνεις απουσία. Εν τούτης, το καπηλειό φαινόταν ελεύθερο από την παρουσία αστυνομικών. Κάθισα σε μία καρέκλα κι έκανα νόημα στην Τζιλλ να φέρει κάτι να πιω. “Φαίνεσαι ταλαιπωρημένος” έκανε εκείνη. Της διηγήθηκα την πρόσφατη περιπέτεια μου. Δεν μου αρέσει να μιλάω σε άλλους για την νυχτερινή μου ζωή, αλλά η Τζιλλ πολύ απλά δεν ήταν ένας ακόμα 'άλλος'. Την γνώριζα από τον καιρό που έκλεβα ακόμη ζαχαρωτά κι καραμέλες. Δεν θα μιλούσε ποτέ και σε κανέναν για όσα κατά καιρούς της είχα εκμυστηρευτεί. Και της εκμυστηρευόμουν σχεδόν τα πάντα. Σχεδόν. Είχα τα κότσια να μπαίνω σε σπίτια στρατηγών, να διαρρηγνύω τράπεζες, αλλά δεν έβρισκα τα θάρρος να της πω τρεις πολύ απλές λέξεις. Ήπια μια γουλιά από την μπύρα μου για να διώξω απ' το μυαλό μου τις παραπάνω σκέψεις. Ναι, ήμουν ένα τίποτα με μορφή μαλάκα. Δεν χρειαζόταν όμως να το υπενθυμίζω τόσο συχνά στον εαυτό μου. “Μιας και τον ανέφερες, τα έμαθες;” ρώτησε “Τι να μάθω;” απόρησα “Ο Γκελλς πήρε προαγωγή” έκανε εκείνη. “Πως κι έτσι;” ρώτησα και η Τζιλλ μου αφηγήθηκε μία χαριτωμένη ιστορία με πρωταγωνιστή τον Γκελλς. Ο Γκελλς δεν ήταν και τόσο παπάρας τελικά... “Μέχρι αύριο θα έχει βγει” έκανα και πράγματι έτσι ήταν. Ένας καλός δικηγόρος θα αθώωνε τον Μπατς σε δευτερόλεπτα. “Δεν τελείωσα ακόμα” έκανε και δάγκωσε το χείλος της τόσο γλυκά που μάτωσε αγάπη “Ο Γκελλς μετά επισκέφτηκε την έπαυλη του Μπατς” συνέχισε. Τώρα, ομολογουμένως, τα πράγματα άρχισαν να βγάζουν ένα κάποιο νόημα. “Άσε με να μαντέψω. Βρήκε τη συλλογή με τα κλεμμένα, σωστά;” είπα. Όλοι λίγο-πολύ γνωρίζαμε πως ο Μπατς είχε τόση σχέση με την νομιμότητα όση κι η παρθένα με το γαμήσι. “Την έχει άσχημα...” έκανε Αν και αυτή η προαγωγή μονάχα προβλήματα θα μου έφερνε, δεν έδωσα την παραμικρή σημασία στις αρνητικές σκέψεις που σιγά σιγά αρχίσανε να σχηματίζονται στο μυαλό μου. Προτίμησα να χαθώ στα γαλανά της μάτια. Οι έγνοιες μπορούσαν να περιμένουν... --------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------- Edited September 23, 2015 by jjohn 4 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
elgalla Posted September 24, 2015 Share Posted September 24, 2015 Η βάση της ιστορίας, με τα δύο αγαλματίδια και το μπέρδεμα, είναι καλή. Η επιλογή του πώς θα την αφηγηθείς, όμως, θα μπορούσε να ήταν καλύτερη. Καταρχήν, για τόσο μικρό κείμενο, έχεις πολλές οπτικές γωνίες (τον μπάτσο, τον πλούσιο, τον μπράβο και τον κλέφτη), μία σε πρώτο πρόσωπο και οι υπόλοιπες εστιασμένες. Αυτό δεν λειτουργεί και τόσο καλά, καθώς, πέρα από τον κλέφτη που αφηγείται σε πρώτο πρόσωπο, οι υπόλοιποι παραμένουν, εν πολλοίς, και άγνωστοι και αδιάφοροι. Μετά, μου φαίνεται πως θα έκανε πολύ καλό στο κείμενο μια ενεσούλα χιούμορ, να, τόση δα. Αυτό που πραγματικά με άφησε μπερδεμένη, πάντως, ήταν η κοσμοπλασία σου. Με απλά λόγια: δεν είναι ξεκάθαρη. Μου έδωσες έντονα την εντύπωση ότι πέταξες μέσα τα σπαθιά και τους βάρδους για να μη σου την πούμε εκτός είδους. Αλλά με τους αστυνομικούς και τα μουσεία και τη φυσική και τους ψυχολόγους, δεν ξέρω, δεν μου δούλεψε καθόλου καλά το μείγμα. Πρέπει να το παλέψεις λίγο παραπάνω, να το κάνεις πιο δεμένο, πιο πειστικό. Έχεις διάφορα λαθάκια, κάποιους αγγλισμούς κι ένα-δυο σημεία επίσης που μου φάνηκαν σαν να τα είχες μεταφράσει από τα αγγλικά: δυσάρεστα περιστατικά συμβαίνουν επάνω μου, τρεις λέξεις (προφανώς σκεφτόσουν I love you;) και, βέβαια, αυτό το εισέρχομαι το οποίο, πραγματικά, έχω βαρεθεί να το βλέπω. Είναι παλιομοδίτικο και δεν ταιριάζει σε σύγχρονα κείμενα, εκτός κι αν όλο το ύφος είναι έτσι, όμως εσύ εδώ έχεις άλλου είδους αφήγηση. Γενικά, έχεις μια καλή ιδέα με μία κάπως μποτσαρισμένη εκτέλεση. Ξαναδές το μετά το διαγωνισμό και είμαι βέβαιη πως θα κάνεις καλύτερα πράγματα μαζί του. Καλή επιτυχία! 1 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
WILLIAM Posted September 24, 2015 Share Posted September 24, 2015 Μια διασκεδαστική ιστορία, τη βρήκα και χιουμοριστική σε κάποια σημεία, τώρα αν είναι φάντασι... Εκτός από τα αγαλματίδια που φάινεται να λειτουργούν δεν είχαμε άλλο στοιχείο. Η ιστορία ρέει καλά με μερικές αστοχίες μόνο, όπως το εισήλθα που δεν ταιριάζει στην περίσταση. Στέκει σαν ιστορία και δεν αφήνει απορίες. ( εκτός ίσως του αν θα υπάρξει συνέχεια ) 1 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
alkinem Posted September 25, 2015 Share Posted September 25, 2015 (edited) Να σου πω την αλήθεια, η ιστορία σου με μπέρδεψε κάπως. Οι συνεχείς αλλαγές στην οπτική γωνία, αλλά και τα πολλά πρόσωπα που εναλλάσσονταν στον “πρώτο ρόλο, δυσκόλεψαν την κατάσταση. Επίσης δεν έγινε και πολύ ξεκάθαρο το τί ακριβώς παιζόταν με αυτό το αγαλματίδιο. Τολμώντας μια μαντεψιά, υποθέτω ότι φέρνει τύχη στους κατόχους του, αλλά τελικά, αργά ή γρήγορα, γυρίζει σε κακοτυχία. Χαριτωμένη ιδέα, όχι ιδιαιτέρως πρωτότυπη και σίγουρα δεν αναπτύχθηκε επαρκώς. Η πλοκή εκτυλίχθηκε πολύ γρήγορα. Πότε ο ένας και πότε ο άλλος στον κεντρικό ρόλο, έκαναν το κείμενο να τρέχει. Υπερβολικά πολύ ορισμένες φορές. Κάποια εκφραστικά λάθη εδώ κι εκεί, λεξούλες που έλειπαν, αυτά είναι εύκολο να διορθωθούν όταν κοιτάξεις και πάλι την ιστορία. Και πίστεψέ με, το χρειάζεται αυτό. Μπορεί να γίνει κάτι το αρκετά ενδιαφέρον αν καταφέρεις να αναδείξεις τις κρυμμένες του αρετές. ΥΓ. κούρνιασε πάλι στο κρεβάτι, μες την ζεστή του κουβερτούλα Έτσι όπως διατύπωσες αυτήν την πρόταση, με έβγαλες για λίγο εκτός κλίματος. Στο μυαλό μου ήρθαν εικόνες με αρκουδάκια και ουράνια τόξα. Καλή σου επιτυχία. Edited September 25, 2015 by alkinem 1 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Ιρμάντα Posted September 26, 2015 Share Posted September 26, 2015 Low fantasy? Το αντίθετο του high να υποθέσω; Διάβασα με μεγάλο ενδιαφέρον την ιστορία σου. Εξάλλου ήταν απρόσκοπτη και ευκολοδιάβαστη και αυτό είναι θετικό. Από κει και ύστερα έχω κάποιες ενστάσεις, γιατί μονάχα τα σπαθιά δεν ξέρω αν αρκούν για να είναι φάντασυ μία ιστορία. Κυρίως όμως με μπέρδεψε η πολλαπλή οπτική γωνία αφήγησης που χρησιμοποιείς. Ενώ έχεις πένα κάπως δεν ήταν καλοστημένο το υλικό σου. Η ιδέα για τα δύο αγλματάκια επίσης πολύ καλή. Υποθέτω ότι κομμάτι και του φάντασυ υπόβαθρου ήταν ότι δεν υπήρχε συναγερμός στα παράθυρα του μουσείου;Απλά, αν έβγαζες τα σπαθιά και έβαζες περίστροφα δεν θα άλλαζε κάτι ουσιαστικό. Δεν είναι ζωτικής σημασίας το φάντασυ υπόβαθρο εδώ. Είναι πιο πολύ ένα καρύκευμα που προσέθεσες από πάνω, αφού είχες μαγειρέψει την πλοκή σου. (Είδα ότι κάπως τελευταία στιγμή σου ήρθε να γίνει νουάρ; Εγώ θα έλεγα ότι μάλλον τελευταία στιγμή σου ήρθε να γίνει φάντασυ.)Στα πολύ θετικά επίσης η καλή αίσθηση του χιούμορ που φαίνεται ότι διαθέτεις.Και πάλι όμως κυρίως θα είχα να παρατηρήσω την εναλλαγή των αφηγήσεων ως κύριο ζήτημα της ιστορίας. Όσον αφορά τις τρεις λέξεις, η Αταλάντη τις ερμήνευσε ως I love you, εγώ θεώρησα ότι εννοούσες "Τζιλλ σ' αγαπώ". Δεν μου χτύπησαν ιδιαίτερα αγγλισμοί. Μέχρι πριν δύο μήνες στρατό; Τι να το κάνεις το έλεος; Τόσα καψόνια άντεξες! Καλή επιτυχία! 1 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Oberon Posted September 28, 2015 Share Posted September 28, 2015 (edited) Η ιστορία σου ήταν καλογραμμένη, φίλε μου jjohn, και προσωπικά μου άρεσαν οι διαφορετικές οπτικές και οι σχετικά απότομες εναλλαγές μεταξύ τους. Τις είδα σαν ένα τρόπο να ενταθεί το μυστήριο που υπήρχε και συγχρόνως έναν λιγότερο γραμμικό "straightforward" τρόπο διήγησης. Ήταν ένα όμορφο μυστήριο που με παρέπεμψε σε παλιές, κλασσικές ντετεκτιβίστικες ιστορίες αλλά με σύγχρονο twist. Το πρόβλημά μου ωστόσο με την ιστορία είναι πως διαβάζοντας, άρχισα να αναρωτιέμαι πού είναι το fantasy στοιχείο. Τα αγαλματίδια δεν είναι αναγκαστικά fantasy, για μένα, και τελικά η ύπαρξη των σπαθιών, που μας λέει πως η ιστορία διαδραματίζεται σε έναν fantasy κόσμο, δεν δένει με τη σύγχρονη γλώσσα, τη σύχρονη "οπτική", και τη συνολική αίσθηση ενός σύγχρονου κόσμου. Θέλω να πω, αν αντί για σπαθιά ήταν ρεβόλβερ, η ιστορία πολύ λίγο θα άλλαζε. Όμως ήταν μια ωραία, καλογραμμένη όπως είπα, ιστορία την οποία σίγουρα απόλαυσα. Καλή επιτυχία στο διαγωνισμό! Edited September 28, 2015 by Oberon 1 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Cassandra Gotha Posted September 28, 2015 Share Posted September 28, 2015 Μα, -για να μπω στην κουβέντα περί σπαθιών- πού είναι το φανταστικό στοιχείο στα εν λόγω όπλα; Δεν νομίζω (ελπίζω, δηλαδή) ότι τα έβαλες για να κάνεις το κείμενο fantasy. Αλλά, για όποιον λόγο κι αν τα έβαλες, δεν κολλάνε, Τζόνι. Μας έχεις στον καφέ μέσα στην κουβερτούλα (εμένα μου άρεσε αυτό, είχε ένα είδος σαρκασμού), κι από την άλλη κάτι σπάθες να! ... Όχι. Η μαγεία, το φανταστικό στοιχείο γενικά, δεν είχε σημαντικό ρόλο στην υπόθεση (ίσως έτσι μου φάνηκε, ίσως να ήθελε περισσότερη ανάπτυξη για να κάνει αίσθηση), άρα είσαι έξω από το είδος. Μέσα στο θέμα, όμως. Όλο το διήγημα έχει να κάνει με την κλοπή ενός αγαλματίδιου, που... μέχρι εκεί κατάλαβα, δυστυχώς. Πολύ μπερδεμένα τα λες, ή εγώ δεν είμαι σε φόρμα. Μου άρεσε (πάντα μου αρέσει) το κεφάτο, χιουμοριστικό στυλ σου, αλλά το παράκανες με κάτι απανωτές παρομοιώσεις, (Αλεξέι Πέχοφ, μάλιστα ). Εκείνο το "κι" πριν από σύμφωνο, κοίταξέ το. Κάνουμε το "και" "κι" μόνο όταν η επόμενη λέξη ξεκινάει από φωνήεν. Για παράδειγμα, "έφαγε κι ησύχασε". Αλλά "έφαγε και χόρτασε". Όχι, για προσπάθησε να πεις "έφαγε κι χόρτασε"! Όχι, προσπάθησε! 1 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Solonor Posted September 29, 2015 Share Posted September 29, 2015 Ωραίο το ξεκίνημα, είναι μια αξιοπρεπής αρχή όσον αφορά την πληροφορία (δίνει ήρωα, στόχο, εμπόδιο). Όχι όσον αφορά την πρόζα η οποία είναι αμήχανη. Μετά το δεύτερο κεφάλαιο το ύφος γίνεται πιο προφορικό. Μου δίνει την αίσθηση πως γράφτηκε μονομιάς και διορθώθηκε ως το 1/4. Θα πρότεινα καλύτερη οργάνωση πριν τη γραφή και διορθώσεις. 1 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
gismofbi Posted October 5, 2015 Share Posted October 5, 2015 (edited) Με μπέρδεψε πολύ η ιστορία σου αδερφέ. Πολλοί χαρακτήρες, πολλές οπτικές γωνίες, εναλλαγες πρωτου με τριτο προσωπο, πολλά μικρά κομματάκια αφήγησης που ενώ πήγαινα να βγάλω άκρη ξαφνικα με πετούσαν κάπου αλλού. Δεύτερον, θα συμφωνησω κι εγώ ότι δεν υπάρχει φαντασυ στοιχείο στην ιστορία. Τρίτον, μοιάζει λίγο βιαστικό και αδιόρθωτο. Γενικά η γραφή ήταν στρωτή κι ευκολοδιαβαστη, η ιδέα σου με τα αγαλματακια εξυπνη και οι διάλογοι ρεαλιστικοί. Πιστεύω αν δουλέψεις λίγο την πρόζα, το κείμενο θα μεταμορφωθεί σε κάτι εξαιρετικό. Edited October 5, 2015 by gismofbi 1 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
GeorgeDamtsios Posted October 5, 2015 Share Posted October 5, 2015 Γιάννη καλησπέρα. Είναι –νομίζω– η πρώτη φορά που σε διαβάζω κι εσένα, και μπορώ να πω ότι έμεινα ευχαριστημένος από τη γραφή σου. Κρύβεις στον λόγο σου και ένα ευχάριστο χιούμορ-σαρκασμό που προσωπικά το “πιάνω” εύκολα. Στα της ιστορίας τώρα, η μοναδική μου ένσταση έχει να κάνει με τις οπτικές γωνίες. Το πρώτο σκέλος της ιστορίας με έβαλε σε έναν καλό ρυθμό, αλλά μόλις μπήκαμε στο κεφ. ΙΙ και διάβασα εκείνο το πρωτοπρόσωπο, ψιλοχάθηκα. Στο επόμενο γύρισμα της κάμερας στα ''αστεράκια'', χάθηκα ξανά. Ευνόητο είναι φυσικά ότι δε μας έριξες και σε κανέναν λαβύρινθο, σύντομα η άκρη βγήκε. Απλώς, θεωρώ ότι είναι προτιμότερο να φροντίζεις –να φροντίζουμε όλοι– έτσι ώστε ο αναγνώστης να μη χάνεται καθόλου, και ειδικά σε τόσο μικρά διηγήματα. Και έχω την εντύπωση ότι αν αποδώσεις όλη την ιστορία σε τρίτο πρόσωπο θα είναι ακόμη καλύτερη. Γενικώς όμως, εξακολουθεί να είναι ωραία. Καλή επιτυχία. 1 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Man_from_Earth Posted October 10, 2015 Share Posted October 10, 2015 Σωστά ειπώθηκε από τους προηγούμενους οτι οι εναλλαγές δημιουργούν πρόβλημα: Πρώτο ή τρίτο πρόσωπο, αν δεν δίνεις κάποιο στοιχείο οτι γράφεις για άλλο χαρακτήρα ο αναγνώστης είναι υποχρεωμένος να θεωρήσει οτι συνεχίζει ο χαρακτήρας της προηγούμενης ενότητας. Αυτό μου προκάλεσε μπερδέματα και αναγκάστηκα σε πολλά πισωγυρίσματα (χωρίς αυτό να σημαίνει οτι η κάθε ενότητα από μόνη της δεν ήταν αρτιότατα γραμμένη).Σωστά επίσης επισημάνθηκε οτι σε ένα σύγχρονο κατά τα άλλα κόσμο τα σπαθιά δεν κολλάνε. Δεν μου φάνηκε όμως οτι τα χρησιμοποίησες για να το κάνεις φάντασυ. Προφανώς δεν περίμενες απο το είδος του όπλου εφόσον είχες τα αγαλματίδια! Αυτά και οι δυνατότητές τους για μένα είναι αρκετά φάντασυ. Μια άστοχη πινελιά θα έλεγα ήταν τα σπαθιά.Tέλος για τα αρνητικά να πω οτι αν η πτώση από το μπαλκόνι στο δρόμο θα 'τον στείλει στην αιωνιότητα', δεν είναι δυνατόν η πτώση σε έναν υπόνομο (χαμηλότερα του δρόμου) να τον πονέσει λιγάκι στον ποπό. Εντάξει, έχει το άγαλμα της τύχης αλλά αυτό δεν καταργεί τη βαρύτηταTώρα στα θετικά, μου άρεσε πολύ η πλοκή: Η έκθεση στο μουσείο με αντίθετα εκθέματα, το οτι ο αστυνόμος βάζει το γέρο να συνεργαστεί με τον κλέφτη, το μπέρδεμα στα αγαλματίδια τύχης και ατυχίας καθώς και στο πως αυτά τελικά φέρνουν το τελικό αποτέλεσμα επιβάλλοντας τύχη ή ατυχία στους κατόχους τους.Επίσης κάποια στοιχεία νουάρ ήταν απο πολύ όμορφα εώς βγαλμένα από το Sin City. Tο αγαπημένο μου:Να έπεφτα μεν αλλά έχοντας προκαλέσει όση περισσότερη ζημιά μπορούσα. Να ανάγκαζα με το τέλος μου κάθε γαμημένο βάρδο του βασιλείου να συνθέσει μία μεθυσμένη μελωδία για πάρτη μου.Γενικά αν δουλέψεις λίγο στη σύνδεση των ενοτήτων θα έχεις κάτι πολύ καλό. Καλή επιτυχία! 1 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Tiessa Posted October 10, 2015 Share Posted October 10, 2015 Είδος: Low noir fantasy Χα! Πολύ μου άρεσε αυτός ο χαρακτηρισμός είδους! Έξυπνη ιδέα με τα δυο διαφορετικά αγαλματάκια, το φανταστικό στοιχείο βρίσκεται στις ιδιότητές τους προφανώς. Ομολογώ πάντως ότι μπερδεύτηκα. Ήδη ήταν πολλά τα μικρά κομματάκια και κατάλαβα ότι ακολουθούσαμε τη δράση τουλάχιστον τεσσάρων διαφορετικών ατόμων, όταν άλλαξε και το πρόσωπο από πρώτο σε τρίτο, δεν ήμουνα πια καθόλου σίγουρη ποιος αφηγείται και γιατί και χρειάστηκε να κρατήσω σημείωσεις ποιος κάνει τι και για λογαριασμό τίνος για να ακολουθήσω τις εξελίξεις. Αυτό δεν θα με πείραζε σε ένα μεγαλύτερο κείμενο όπου θα προλάβαινα να γνωριστώ με τους ήρωες, αλλά εδώ ήταν κάπως σαν μεζεδάκι που με άφησε πεινασμένη. Το καλύτερο σημείο για μένα ήταν εκεί που άρχισα να καταλαβαίνω ότι κάτι δεν πάει καλά με τις ιδιότητες τους αγαλματιδίου. Λιγότερο αληθοφανές το να προχωράει ο τύπος μέσα στο μουσείο και να βλέπει ότι ήδη έχει προηγηθεί κάποιος άλλος "συνάδελφος" με κακές διαθέσεις, αλλά να το αντιμετωπίζει με τόση ψυχραιμία 1 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Mesmer Posted October 10, 2015 Share Posted October 10, 2015 Ένα πολυπόθητο μαγικό αντικείμενο, απέναντι σε πλειάδα επίδοξων κλεφτών. Ενδιαφέρουσα υπόθεση κι έχει γούστο κι αγωνία να δούμε ποιος θα είναι τελικά ο νικητής. Ειδικότερα, μάλιστα, όταν το μαγικό αγαλματίδιο έχει και το muggle αδερφάκι του. Μ’ άρεσε η νουάρ ατμόσφαιρα σ’ έναν κόσμο φαντασίας, ο οποίος δανείζεται και μερικά στοιχεία από το δικό μας κόσμο. Γενικότερα, το ευχαριστήθηκα. Από παρατηρήσεις θα πω αυτά που έχουν αναφέρει κι άλλοι. Οι πολλές οπτικές γωνίες προκαλούν ένα μικρό μπέρδεμα, επειδή, θέλοντας να πεις τις ιστορίες όλων, υπάρχει μια σχετική βιασύνη καθώς και ελλείψεις, λόγω περιορισμένου χώρου. Για μια ιστορία του συγκεκριμένου μεγέθους, μια πρωτοπρόσωπη και μια τριτοπρόσωπη οπτική γωνία θα ήταν το ιδανικό. Το ότι το αγαλματίδιο υποτίθεται ότι είναι μαγικό δεν κάνει την ιστορία φάντασυ. Κάτι που θα μπορούσε να χρησιμοποιήσεις είναι πχ, το πραγματικό μαγικό αντικείμενο να προσπαθούσε, από μόνο του, να μην το κλέψουν. (Βάλε λίγη μαγεία εδώ). Αυτό ίσως θα έδινε και μερικούς πόντους παραπάνω στο «έμελλε» του τίτλου. Καλή επιτυχία! 1 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Nienor Posted October 12, 2015 Share Posted October 12, 2015 Έχεις μερικές ατάκες εκεί μέσα που πραγματικά τα σπάνε. Αγαπημένη: “Δεν τελείωσα ακόμα” έκανε και δάγκωσε το χείλος της τόσο γλυκά που μάτωσε αγάπη και ταυτόχρονα έχεις και σημεία που ο λόγος είναι τόσο μέτριος που με έκανε να αναρωτιέμαι τι είπες. Πιστεύω πως το μπέρδεμα με τα πρόσωπα συνέβη πρώτα σε σένα και ύστερα σε μας, γιατί προσπαθώντας να αλλάξεις χαρακτήρα σε τόσο λίγες γραμμές έχανες το στυλ που δημιουργούσες χωρίς να το αλλάζεις ουσιαστικά. Αυτό θέλει λίγη προσοχή γιατι σου δημιουργεί μια σαλάτα, αλλά πάλι είμαι σχεδόν σίγουρη πως αυτή την ιστορία ούτε να την πεις από μία ο.γ μπορείς, ούτε και να την μεγαλώσεις πάρα πολύ γιατί δεν πιστεύω πως την παίρνει. Θα το δεις όταν απομακρυνθείς και μπορέσεις να σκεφτείς και θα το φτιάξεις. Απλά έχεις εδώ μια σχετικά δύσκολη εξίσωση να λύσεις. Εγώ πάντως καλά πέρασα μαζί του. "έφαγε κι χόρτασε"! Όχι, προσπάθησε! Άννα, είναι καριώτικα, κοίτα: "ήφαγεν κι ηχόρτασε", αλλά άντε τώρα να βρεις με τι ι/η/υ και πόσα ν ν' αποδώσεις ντοπιολαλιά 2 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Morfeas Posted October 13, 2015 Share Posted October 13, 2015 Ενδιαφέρουσα ιστορία, ευκολοδιάβαστη και γραμμένη σε σημεία με νεύρο. Ας τα πάρουμε ανά τομέα: Κοσμοπλασία: Παρουσιάζεις έναν καπιταλιστικό κόσμο (έτσι φαίνεται από τον τρόπο που λειτουργεί η αστυνομία ή η κοινωνία, από την αναφορά στην πλουτοκρατία και τον οικονομολόγο) και μετά χώνεις μέσα σπαθιά, βασίλεια και βάρδους. Έτσι όπως απλώς τα αναφέρεις δεν δένουν καθόλου. Είτε (εφόσον έτσι έχεις οραματιστεί τον κόσμο σου) δώσε περισσότερες λεπτομέρειες για το πώς συμβαίνει αυτό είτε (εφόσον δεν παίζουν και κανέναν πρακτικά ρόλο) βγάλ’ τα. Χαρακτήρες: Ο πρωτοπρόσωπος αφηγητής έχει ενδιαφέρον και του δίνεις στοιχεία, οι άλλοι 2 (μπάτσος και αρχιεγκληματίας(;)) δεν είναι πολύ διακριτοί, ιδίως μετά την αποκάλυψη του ποιος είναι ο γέρος κάθε φορά γύριζα πίσω να δω ποιος είναι ποιος – μου φαίνονταν και παρόμοια τα ονόματά τους (Γκελλς, Μπατς, μονοσύλλαβα που ξεκινούν από δίφθογγο). Ήθελαν λίγες ακόμη ιδιαιτερότητες. Πλοκή: Ομολογώ ότι έμεινα με απορίες. Καταρχάς, άργησα να καταλάβω τι παίχτηκε με τα αγαλματίδια. Εντάξει, το έπιασα ξαναπερνώντας 2-3 σημεία μετά το πέρας της ανάγνωσης, μάλλον επειδή δεν έδωσα τη σημασία που χρειαζόταν. Αν και δεν θα έβλαπτε να ανέφερες κάπου (έστω στο τέλος) με μεγαλύτερη σαφήνεια ότι τα 2 αγαλματίδια είχαν αντίθετες ιδιότητες (καλοτυχία-κακοτυχία). Μετά από αυτό, η ανατροπή αποδείχθηκε πετυχημένη και η υπόθεση έξυπνη. Αυτό που δεν κατάλαβα είναι ποιος ήταν ο γέρος που είχε συνεννοηθεί με τον κλέφτη: ο Γκελλς ή κάποιος άλλος (που έβαλε ο Γκελλς). Στην πρώτη περίπτωση δεν βγάζει πολύ νόημα (τρομερό ρίσκο για να πάρει ένας μπάτσος από μόνος του), στη δεύτερη θα έπρεπε νομίζω να αναφέρεται πιο ρητά από την πλευρά του μπάτσου, γιατί έτσι αφήνει μετέωρα τα πράγματα. Επίσης ποιος ή τι ήταν ο «Ιλβεινς». Το όνομά του; Γιατί η σκηνή στη στέγη με μπέρδεψε. Γενικά με άφησε με την αίσθηση ότι, ενώ η γραφή είναι απλή και δεν δυσκολεύει, η ιστορία δεν είναι τόσο εύκολα κατανοητή όσο θα μπορούσε. Ίσως να φταίνε κι οι συχνές εναλλαγές γι’ αυτό. Γραφή: Γενικά μου άρεσε η γραφή σου, ήταν σε γενικές γραμμές ταιριαστή με την αφήγηση. Καλά και τα ψήγματα χιούμορ. Έχεις κάποια ζητηματάκια επιμέλειας (σύνδεσμοι π.χ. που λείπουν, κάτι λάθος τόνοι), περίεργες διατυπώσεις («δυσάρεστα περιστατικά ξεκινούσαν να συμβαίνουν επάνω μου», «Όσο καλός ήτανε στο πιοτό ο γέρος»), κάποιες όχι τόσο πετυχημένες κατ’ εμέ λέξεις (π.χ. «αντίκρισα άλλους δύο εχθρούς να κοιμούνται»). Το «πώς και πώς» γράφεται έτσι (με τόνο), όπως και το πώς όταν ρωτάμε. Ομοίως με το που: «πού στο διάβολο;» Επίσης δεν έπιασα αυτή τη φράση: «“Τώρα, σειρά, έγινε”» Γενικά έχει ωραίες φράσεις μέσα, που δίνουν ζωντάνια (π.χ. αυτή με την παρθένα). Αυτές μην τις βγάλεις. Για το ζήτημα του είδους: εγώ δεν είχα σκεφτεί ότι μπορεί να είναι εκτός, εφόσον καταλαβαίνω ότι αυτά τα αντικείμενα φέρνουν τύχη ή ατυχία (το οποίο δεν είναι ρεαλιστικό, αλλά υπερφυσικό) και δεν είναι συμπτωματικό. Παρ’ όλα αυτά, εκ των υστέρων, καταλαβαίνω γιατί κάποιος μπορεί να το είδε εκτός είδους. Συνολικά μια καλή προσπάθεια. Γενικώς βλέπω δυνατότητες και για πολύ καλύτερα. Πέρασα καλά, πάντως, διαβάζοντάς τη. Καλή επιτυχία! 1 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
lizbeth_covenant Posted October 14, 2015 Share Posted October 14, 2015 Μου άρεσε η γραφή σου που ήταν απλή και κυλούσε με ευκολία. Ρίξε μια παραπάνω ματιά γιατί έχεις λαθάκια. Πιστεύω βέβαια πως το παράκανες με τις παρομοιώσεις. Είναι τόσες πολλές που χαρακτηρίζουν το κείμενο. Επίσης μου άρεσε το χιούμορ που βγάζεις που δίνει αμεσότητα, ταιριάζει με την ιστορία και τους ήρωες και είναι πετυχημένο σχεδόν σε όλα τα σημεία. Ο κόσμος σου δεν πείθει ακριβώς, αλλά ούτε και με χάλασε. Δηλαδή το νουάρ, ο ρεαλιστικός κόσμος παρέα με τα σπαθιά και τους βάρδους κάπου δεν κολλούσαν. Πιστεύω όμως πως με λίγη δουλίτσα και περισσότερες ίσως λέξεις θα το πλασάρεις καλύτερα. Είχαν φάση οι χαρακτήρες, αλλά γυρνούσα συνεχώς πίσω να δω ποιος μιλάει τώρα και ποια η ιδιότητά του. Κατάλαβα τι έπαιζε με τα αγαλματίδια και το βρήκα πολύ έξυπνο. Ήταν καλή ιδέα. Όμως το τέλος το βρήκα αδιάφορο. Περίμενα κάτι παραπάνω. Γενικά έλειπε η κορύφωση, οπότε η έξυπνη ιδέα δεν απογειώθηκε. Γενικά θέλει ένα άπλωμα, να γνωρίσουμε καλύτερα τον κόσμο και τους ήρωες και να κάνεις σαφή όλα αυτά τα κομμάτια που μπερδεύουν τον αναγνώστη. Καλή επιτυχία στο διαγωνισμό! 1 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Nihilio Posted October 14, 2015 Share Posted October 14, 2015 Είχε μία έξυπνη ιδέα, αυτή με τα αγάλματα και το μπέρδεμα. Το μπαστάρδεμα νουάρ και κλασικού φάνταζυ είναι λίγο περίεργο, κυρίως επειδή στηρίζεται στο ότι οι χαρκατήρες έχουν σπαθιά, κάτι που είναι παραφωνία σε σχέση με τα όσα μας έχεις χτίσει, αλλά τρώγεται μέσα στο όλο κωμικό του πράγματος. Το βασικό όμως πρόβλημα της ιστορίας είναι πως οι χαρακτήρες και οι οπτικές γωνίες είναι υπερβολικά πολλές για το μέγεθός της σε βαθμό που η ιστορία ασφυκτυά. 1 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
jjohn Posted October 15, 2015 Author Share Posted October 15, 2015 (edited) Καταρχάς, σας ευχαριστώ όλους που αφιερώσατε λίγο χρόνο στο κείμενο μου. Ελπίζω να μην πήγε τελείως χαμένος. Το εν λόγω διήγημα για μένα ήταν πολύ σημαντικό. Πέρασαν τρία χρόνια από τον διαγωνισμού Επιστημονικής Φαντασίας του 2012 που δεν έγραψα τίποτε, πέρα από ένα NanoWrimo το 2013 που ήταν πως να το πω, εχμ, για τα πανηγύρια. Νιώθω πολύ περήφανος για το συγκεκριμένο διήγημα. Για την ακρίβεια, νιώθω περήφανος για το κάθε διήγημα που έχω γράψει, ανεξαρτήτως της αποδοχής που έλαβε(το αγαπημένο μου διήγημα είναι αυτό που είχε λάβει με συντριπτική διαφορά την τελευταία θέση στον αντίστοιχο διαγωνισμό. Κάποτε, ωστόσο, πρέπει να το ξαναγράψω, γιατί το αξίζει) Εν πάση περιπτώσει, νιώθω χαρούμενος γιατί είμαι ενεργός ξανά. Ευελπιστώ να συνεχίσω να γράφω καμιά ιστοριούλα πού και πού αν και έχω αρκετό διάβασμα, είναι η αλήθεια και το ψωμί μου δεν πρόκειται να το βγάζω πουλώντας ιστορίες. Αυτό είναι το μόνο σίγουρο :D Αρκετά με αυτά πάμε στα της ιστορίας. Τα παραπάνω δεν αφορούν και κανέναν :) Θα αφιερώσω το εν λόγω post στα τρία ζητήματα που αναλύθηκαν περισσότερο κατά την διάρκεια του διαγωνισμού. Η σκηνή της απόδρασης όπως την οραματίστηκα! Για όσους μπερδεύτηκαν(π.χ η Άννα), ο Σπύρος έχει γράψει μία ωραία σύντομη περίληψη εδώ . Τα εξηγεί αρκετά καλά, τολμώ να πω! Κόσμος Όταν ξεκίνησα να γράφω την ιστορία, δεν ήθελα να την προσδιορίσω σε κάποια χρονική περίοδο. Φυσικά, στο μυαλό μου είχα μία γενική ιδέα πού ακριβώς τοποθετείται η ιστορία, αλλά ήθελα ο καθένας να μπορεί να βγάλει τα δικά του συμπεράσματα. Εν τέλει, αυτό δεν στάθηκε ικανό, ακριβώς επειδή έπρεπε να έχω ένα confrontation με τους αστυνομικούς. Οπότε, αναγκάστηκα, σας τοποθέτησα χρονικά. Προσωπικά, για μένα η ιστορία είναι κάπου στον 18ο-19ο αιώνα. Όχι Μεσαίωνας, μα ούτε και 21ος αιώνας. Γι' αυτό και οι όποιοι μοντερνισμοί. Πριν κλείσω την ενότητα θα ήθελα να κάνω το αντίστροφο ερώτημα: Γιατί σας έβγαλαν τα σπαθιά εκτός εποχής και όχι π.χ οι καφέδες και οι ψυχολόγοι. Αν μη τι άλλο, η απουσία συναγερμών στο Μουσείο που ανέφερε η Ιρμάντα δείχνει ότι δεν ήμαστε τόσο σύγχρονα. :) Μάλλον επειδή αναφέρονται νωρίτερα, σωστά; Οπτικές Γωνίες Σχεδόν κάθε ιστορία που έχω ανεβάσει στο forum έχει λάβει σαν αρνητικό σχόλιο ότι στο τέλος υπάρχει ένας διάλογος όπου αποκαλύπτεται η πλοκή. Προσωπικά, έχω δει οχτώ κύκλους monk (It's a Jungle Out There ) και άλλα πόσα αστυνομικά, οπότε και συνηθισμένος είμαι στην συγκεκριμένη τεχνική και δεν το βρίσκω ιδιαίτερα αρνητικό(Μπορεί απλώς να κάνω κακή υλοποίηση- Όπως είπα, δεν είμαι αντικειμενικός κριτής των δικών μου κειμένων) Οπότε, σκέφτηκα αυτή τη φορά να προσπαθήσω κάτι διαφορετικό. Έτσι το πήγα στο τελείως άλλο άκρο κι αποφάσισα να σας μην εξηγήσω τίποτα. Δεν νομίζω πάντως ότι σας άφησα αβοήθητους. Έχω ποτίσει το κείμενο μου με αρκετά στοιχεία για να βγάλει κανείς άκρη. Το έφτασα σε τέτοιο ακραίο σημείο, που στο τέλος ούτε και οι τρεις πρωταγωνιστές δεν κατάλαβαν τι ακριβώς συνέβη. Το παρακάτω βίντεο, σίγουρα, αποτέλεσε πηγή έμπνευσης: https://www.youtube.com/watch?v=46h7oP9eiBk Όπως έγινε σαφές, απέτυχα παταγωδώς. Η τριπλή οπτική γωνία, όπως ανέφερε ο Διονύσης, ως σκοπό είχε να δοθεί ένα κλασικό αστυνομικό μυστήριο μέσα ένα μοντέρνο φίλτρο. Προς υπεράσπιση μου, όμως, θεωρώ ότι η Κιάρα έχει δίκαιο στο ότι δεν είναι εύκολο να πεις την συγκεκριμένη ιστορία από μία οπτική γωνία. Νιώθω στα νερά μου μονάχα όταν γράφω σε πρώτο πρόσωπο. Το τρίτο πρόσωπο το βρίσκω αρκετά βαρετό, κρύο και αποστασιοποιημένο, προσωπικά. Πάντα ξενερώνω λιγουλάκι όταν κάτι που θέλω να διαβάσω είναι στο τρίτο πρόσωπο. Αν μπορούσα να γράψω την συγκεκριμένη ιστορία μόνο μέσα από την οπτική γωνία του Ιλβέινς, θα την έγραφα πολύ ευχαρίστως. Μόνο που τότε, θα αναγκαζόμουν να δώσω εξηγήσεις και οι εξηγήσεις θα έπρεπε να έρθουν δια μέσω του διαλόγου. Και αυτό ήθελα πάση θυσία να το αποφύγω. Φυσικά, αν κάποιος έχει κάποια καλή ιδέα για το πω να αφαιρέσω τους δύο άλλους αφηγητές, να διατηρήσω μόνο τον Ιλβέινς και ταυτόχρονα να μην επιδοθώ σε ένα ρεσιτάλ telling για να αποκαλύψω την πλοκή, ας την γράψει. Μπορεί να μην της φαίνεται, αλλά είναι δύσκολη ιστορία. Το σενάριο της είναι πολύ απλό, από τα πιο απλοϊκά του διαγωνισμού, μα η υλοποίηση είναι τελείως διαφορετικό πράγμα. Κάτι τελευταίο: Κιάρα, προσπάθησα όταν άλλαζα χαρακτήρα να άλλαζα και λίγο το ύφος. Δηλαδή, του Γκελλς είναι λίγο πιο γκρινιάρικο, του Μπατς πιο “ψωνισμένο” και του Ιλβέινς, το κλασικό πρωτοπρόσωπο μου. Θα μπορούσα, φυσικά, να τα καταφέρω κι καλύτερα! Επίσης, να προσθέσω ότι, ο συγκεκριμένος κύριος αντί να με βάλει στην θέση μου, μου έδωσε κι θάρρος: Είδος Παιδιά για μένα είναι ξεκάθαρα fantasy η ιστορία. Το fantasy δεν συνεπάγεται μονάχα τέρατα, πριγκηπόπουλα κι νεράιδες. Το συγκεκριμένο σύμπαν είναι ηθελημένα low fantasy και το μαγικό στοιχείο ελάχιστο. Το έχω σχεδιάσει έτσι ώστε να μπορώ να γράφω δύο λογής ιστορίες μέσα στον κόσμο αυτόν. Οι πρώτες δεν θα έχουν καθόλου φανταστικό στοιχείο μέσα. Ενώ οι δεύτερες θα έχουν ένα κάποιο φανταστικό στοιχείο, αλλά first and foremost θα παραμένουν κλασικές ιστορίες μυστηρίου με έμφαση στην πλοκή(Δύο περιπέτειες που περιμένουν να γραφτούν έχουν σχέση με ένα μαγικό πορτοφόλι που γεννάει λεφτά και ένα κλασικό μυστήριο τύπου “and then there were none” χωρίς το παραμικρό ψήγμα μαγείας”) Για την συγκεκριμένη ιστορία τώρα, ώριμος άνθρωπος είμαι, αν θεωρούσα ότι δεν είχε φανταστικό μέσα της θα την έβαζα είτε στις 'Διάφορες Ιστορίες' είτε στον κάδο ανακύκλωσης. Αντικειμενικά μιλώντας, νομίζετε είχα εγώ όρεξη να βγω προτελευταίος; :P Για να κάνω τα πράγματα όσο πιο σαφή, χωρίς τα μαγικά αγαλματίδια: Ο Μπατς δεν θα ήθελε να αποκτήσει το τυχερό αγαλματίδιο άρα δεν θα έστελνε τον Γρας. Αντίστοιχα, μήτε Γκελλς θα έστελνε τον Ιλβέινς στο μουσειο. Ο Ιλβέινς δεν θα είχε δραπετεύσει από την συμπλοκή Και, τέλος, δεν θα είχαμε το τέλος με την σύλληψη του Μπατς. Δηλαδή, σαν να λέμε, δεν θα είχα λόγο να γράψω την ιστορία! Και τώρα κάποιες απορίες Αναγνωστών: @Man_From_Earth Tέλος για τα αρνητικά να πω οτι αν η πτώση από το μπαλκόνι στο δρόμο θα 'τον στείλει στην αιωνιότητα', δεν είναι δυνατόν η πτώση σε έναν υπόνομο (χαμηλότερα του δρόμου) να τον πονέσει λιγάκι στον ποπό. Εντάξει, έχει το άγαλμα της τύχης αλλά αυτό δεν καταργεί τη βαρύτητα Εδώ έχεις δίκαιο. Ήθελα να κάνω την απόδραση τόσο γελοία που να καταλάβαινε κάνεις ότι είχε πάρει το λάθος άγαλμα. Κυριολεκτικά, επί δύο μέρες δεν έγραψα λέξη επειδή προσπαθούσα να σκεφτώ κάτι απίστευτα υπερβολικό. Πάντως, την ιδέα του την φύτεψε το αγαλματίδιο(όπως και την πείνα του Γκελλς αργότερα ή τα πλαστά χαρτονομίσματα στην τσέπη του Μπατς). @Tiessa Λιγότερο αληθοφανές το να προχωράει ο τύπος μέσα στο μουσείο και να βλέπει ότι ήδη έχει προηγηθεί κάποιος άλλος "συνάδελφος" με κακές διαθέσεις, αλλά να το αντιμετωπίζει με τόση ψυχραιμία Σωστό! Θα έπρεπε να είχε μία πιο ρεαλιστική αντίδραση. @Morfeas Αυτό που δεν κατάλαβα είναι ποιος ήταν ο γέρος που είχε συνεννοηθεί με τον κλέφτη: ο Γκελλς ή κάποιος άλλος (που έβαλε ο Γκελλς). Στην πρώτη περίπτωση δεν βγάζει πολύ νόημα (τρομερό ρίσκο για να πάρει ένας μπάτσος από μόνος του), στη δεύτερη θα έπρεπε νομίζω να αναφέρεται πιο ρητά από την πλευρά του μπάτσου, γιατί έτσι αφήνει μετέωρα τα πράγματα.Επίσης ποιος ή τι ήταν ο «Ιλβεινς». Το όνομά του; Γιατί η σκηνή στη στέγη με μπέρδεψε. Ο Γκελλς έβαλε έναν τυχαίο παππούλη να παίξει τον υποψήφιο αγοραστή. Νομίζω αυτό γίνεται σαφές εδώ: “ Εκνευρισμένος, όπως ήτανε, δεν έκατσε παραπάνω στο μουσείο και πήγε να βρει τον γέρο. Είχαν που είχαν πάει όλα στραβά, εκείνος κατάφερε να τα κάνει ακόμα χειρότερα. Δεν μπορούσε να θυμηθεί με τίποτα που στον διάβολο είχε κλείσει την δεύτερη συνάντηση με τον κλέφτη. “ Επίσης, Ιλβέινς είναι το όνομα του ληστή βρε! Δεν είναι δα πως θα φωνάξει και “Παρών” ακούγοντας το όνομα του ενώ μόλις έχει διαπράξει ληστεία! Επίσης, το 'σειρά' είναι αστειάκι από τον Ελληνικό Στρατό που τον έχω και πρόσφατο. Αυτά! Σας ευχαριστώ όλους για τον χρόνο σας. Πολλά πράγματα στο συγκεκριμένο διήγημα τα έκανα βάσει σχολίων που διάβασα σε παλαιότερες ιστορίες μου. Κάποια δούλεψαν, κάποια όχι. Σε επόμενο διήγημα, θα σκεφτώ σοβαρά τα όσα διάβασα εδώ μέσα. Όπως και να' χει, πέρασα καλά.. Ξανά, σας ευχαριστώ! Edited October 15, 2015 by jjohn 5 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Oberon Posted October 15, 2015 Share Posted October 15, 2015 Γιάννη, φυσικά και δεν είναι φάντασυ μόνο τέρατα, μάγοι, πριγκιπόπουλα και όλα αυτά. Η ιστορία σου πλησίαζε περισσότερο προς το μαγικό ρεαλισμό. Ωστόσο σε μένα, δεν πέρασε τόσο πολύ αυτό, και γιατί τα στοιχεία φάντασυ (που φυσικά και υπήρχαν, δεν λέω πως δεν ήταν φάντασυ η ιστορία σου) ήταν σχετικά λίγα, και γιατί το σχετικά σύγχρονο σέτινγκ και γλώσσα την απομάκρυναν κάπως από το φάντασυ. Προσωπικά, πίστεψα πως ο κόσμος ήταν όχι ο 19ος αιώνας, αλλά μάλλον γύρω στο 1920 ή κάπου εκεί γύρω, μια-δυό δεκαετίες πάνω κάτω. Κατανοώ όμως πολύ προσωπικά αυτό το ζήτημα περί φάντασυ γιατί και σε μία δικιά μου ιστορία, την "Ο Αργαλειός της κοκον'Αθηναής" που ήταν επίσης low fantasy προς magical realism, αρκετοί σχολιαστές αναρωτήθηκαν και για μένα το ίδιο πράγμα: Πού είναι το φάντασυ δηλαδή. Φοβάμαι πως αυτή τη φορά βρέθηκα από την άλλη μεριά του "φράχτη" και σαν αναγνώστης είδα και την πλευρά των σχολιαστών στη δική μου παλιά ιστορία. Και ναι, είναι και πρέπον και ανθρώπινο και σωστό να νιώθουμε όλοι κάποια υπερηφάνεια για τις ιστορίες μας, αφού είναι ούτως ή άλλως κομμάτια μας. Προσωπικά πέρασα καλά διαβάζοντας ΚΑΙ τη δική σου ιστορία, και απλά συνέχισε να γράφεις, όπως θα συνεχίσω και εγώ. Πέρα από τη θέση που πήρε η ιστορία σου στο διαγωνισμό, "κακή" ιστορία δεν είναι με την καμία όμως. Και δεν το λέω "παρηγορητικά" αυτό, καθόλου μα καθόλου. Έχω διαβάσει "κακές" ιστορίες και εδώ στο φόρουμ αλλά οι λόγοι που τις θεώρησα κακές δεν έχουν να κάνουν καθόλου με οποιεσδήποτε αντιρρήσεις ή κριτική σε σχέση με τη δική σου ιστορία. 1 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Cassandra Gotha Posted October 15, 2015 Share Posted October 15, 2015 Γιάννη, θέλω να σου πω κάτι που έχω μάθει μέσα στο φόρουμ. Το να ερμηνεύσεις τα σχόλια είναι μία δουλειά δύσκολη, που θέλει καθαρό μυαλό, ψυχραιμία και -όσο το δυνατόν- αποστασιοποίηση. Πώς θα τα χρησιμοποιήσεις -όσα από αυτά, φυσικά, θέλεις, δεν μας κάνουν όλα- για να γράφεις καλύτερα τις ιστορίες που εσύ θέλεις και με τον τρόπο που εσύ, πάλι, θέλεις. Εμένα αυτό με έχει βοηθήσει και με βοηθάει ακόμα πολύ. Παράδειγμα: Είχα φάει κόλλημα με την εισαγωγή του βιβλίου που διορθώνω τώρα. Το διάβασαν κάποιοι άνθρωποι, και, μέσα στα άλλα σχόλια που έλαβα, μία μόνο -μια φίλη μου, εκτός φόρουμ- μου είπε ότι διαφωνεί με την πρώτη φράση της εισαγωγής «Όλες οι πόλεις μοιάζουν άκακες από ψηλά». Μου είπε ότι με το που το διάβασε "κλώτσησε", ότι οι πόλεις πάντα της φαίνονται επικίνδυνες από ψηλά. Πάρα πολύ ενδιαφέρον. Δεν μου είχε περάσει από το μυαλό ότι θα συνέβαινε κάτι τέτοιο. Τι έκανα; Δεν άλλαξα τη φράση. Το σκέφτηκα σοβαρά αυτό που μου είπε, ξανά και ξανά. Έχουν περάσει κάποιοι μήνες και ακόμη το σκέφτομαι. Έχω προχωρήσει τις διορθώσεις, είμαι πια στο δεύτερο κεφάλαιο, αλλά αυτό που μου είπε έχει μείνει σε μια γωνίτσα του μυαλού μου, κάθεται και με κοιτάει. Όταν με το καλό τελειώσω το βιβλίο, θα φανεί αν αυτό (το ότι μπορεί να βρεθούν αναγνώστες που θα διαφωνήσουν με την πρώτη φράση) θα το έχω εκμεταλευτεί σωστά, ή θα το αλλάξω τότε, αν είναι να χαλάει την εντύπωση που θέλω να βγάλει. Δηλαδή, το σχόλιό της με έβαλε στη διαδικασία να προσπαθήσω πιο σκληρά να δικαιολογήσω τη δήλωση του κεντρικού χαρακτήρα στην αρχή του βιβλίου. Τα σχόλια, όπως και οι ίδιες οι αφηγήσεις, έχουν πολλαπλές (στρώματα ) αναγνώσεις. (Και βέβαια το fantasy δεν χωράει μόνο σε κάστρα, δάση και μπουντρούμια! Χωράει παντού: σε σκηνές τίπι, σε ιγκλού, σε πολυκατοικίες, σε αεροδρόμια και ολυμπιακά στάδια, ακόμη και σε σπηλιές των Νεάντερταλ. Αρκεί να είναι το φανταστικό βασικό συστατικό της συνταγής, δηλαδή χωρίς αυτό να άλλαζε η ιστορία (για τα πλαίσια του διαγωνισμού μιλάω). Εγώ δεν το ένιωσα αυτό, γιατί δεν κατάλαβα την πλοκή της ιστορίας σου. 1 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Recommended Posts
Join the conversation
You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.