Jump to content

Ο Λιάνθος και η Μάγισσα, Μέρος 1/3


Oberon

Recommended Posts

Όνομα Συγγραφέα: Διονύσης (Oberon) Τζαβάρας
Είδος: Παραμυθοπλασία, fantasy
Αριθμός Λέξεων: 2955

Αυτοτελής; Πρώτο από τρία μέρη (Το δεύτερο έχει γραφτεί ήδη και το διορθώνω, το τρίτο όχι ακόμα γιατί προσπαθώντας να κάνω την ιστορία όσο πιο αυθεντική γίνεται, χρειάζεται και αρκετή έρευνα για πολλά στοιχεία όπως π.χ. για το πώς έβαφαν το μαλλί που έγνεθαν στο Μεσαίωνα και στην Αναγέννηση).
Σχόλια: Η ιστορία είναι prequel, κατά κάποιο τρόπο της ιστορίας που είχα γράψει για ένα πιο παλιό διαγωνισμό, "Ο Αργαλειός της κοκόν'Αθηναής".  Δεν είναι απαραίτητο να διαβαστεί πρώτα η παλιά ιστορία, αλλά φυσικά πρωταγωνιστεί και πάλι η μάγισσα Ρουμπαστή. ;-)

Οι μυθιστορίες που αναφέρονται ειναι πραγματικά βιβλία, εκτός από το "Αλβήριος και Εαριγόνα" που είναι φανταστική.

 

 

Ο Λιάνθος και η Μάγισσα, μέρος 1ο.

OLianthosKaiIMagissa_Meros1apo3.doc

 

 

Ο Λιάνθος και η Μάγισσα, μέρος 1ο.
---------------------

Διονύσης (Oberon) Τζαβάρας, 2013, 2015

* *
* *

“Α, να ένα μη-με-λησμόνει” σκέφτηκε το αγοράκι και έκανε να το κόψει. Κοντοστάθηκε, τράβηξε το χέρι του και κοίταξε τριγύρω. Το ανοιξιάτικο λιβάδι ήταν γεμάτο από αγριολούλουδα και από καινούργιο, μυρωδάτο, πράσινο χορτάρι. Είχε βρέξει την προηγούμενη νύχτα, αλλά σήμερα η μέρα ήταν ηλιόλουστη, και όλες οι μοσχοβολιές της φύσης έρχονταν και πιπέριζαν ευχάριστα τα ρουθούνια του.
Ήξερε πως αν τον έβλεπαν οι φίλοι του απ’ το χωριό να μαζεύει πάλι λουλούδια, θα τον κορόιδευαν με το παρατσούκλι που του’χαν δώσει: Λιάνθος, δηλαδή Ηλιανθέμονας· κι ας φώναζε αυτός θυμωμένος πως τον λένε Δανιήλ και πως τα παρατσούκλια είναι πράγματα παγανά κι όχι χριστιανικά!

Σήμερα, όμως, είχε έναν ακόμα σημαντικότερο λόγο από την κοροϊδία, να μη θέλει να τον δει κανένας. Μέσα στην πορφυρή πουκαμίσα του έκρυβε το θησαυρό του· ένα βιβλίο!

Εκτός από τα λουλούδια, το αγοράκι αγαπούσε και το διάβασμα. Στη βιβλιοθήκη του αρχοντικού των Δαλάσσηδων υπήρχαν συγγράματα, πατερικά κείμενα, αρχαίοι συγγραφείς, ο Φυσιολόγος, λεξικά, πορτολάνοι, μέχρι και το Σούδα που είχε όλη τη γνώση του κόσμου στις σελίδες του. Σχολείο δεν υπήρχε στο χωριό, και ο πατέρας του πλήρωνε ένα νεαρό και μορφωμένο καλόγερο να τον διδάσκει ό,τι μάθαιναν τα παιδιά στην τέταρτη τάξη της Προπαιδείας.
Τα αγαπημένα του βιβλία, ωστόσο, ήταν διάφορες μυθιστορίες όπως οι ‘Βέλθανδρος και Χρυσάνζα’, ‘Λύβιστρος και Ροδάμνη’, ‘Ιμπέριος και Μαργαρώνα’ και ένα ακόμα! Ήταν πολύ παλιό, γραμμένο στο χέρι, και το αγαπούσε πάνω απ’όλα εκτός, φυσικά, από τη Βίβλο· μια μυθιστορία με τον τίτλο ‘Αλβήριος και Εαριγόνα’.

Ποτέ στα δέκα χρόνια της ζωής του δεν είχε φανταστεί πως υπήρχε τέτοιο ανάγνωσμα μέχρι τη στιγμή που το ανακάλυψε. Ήταν τόσο διαφορετικό από ό,τι περιείχαν σχεδόν όλα τα βιβλία που είχε κληρονομήσει η οικογένεια από πάππου προς πάππου, και από αυτά απ’ όπου τον δίδασκε ο καλόγερος.
Μάλιστα, υπήρχε ένα μυστήριο γύρω από το βιβλίο, πράγμα που το έκανε ακόμα πιο θελκτικό, ακόμα πιο ανεξιχνίαστο. Στην πρώτη του σελίδα, είχε μια αφιέρωση:

᾿᾿ ς τὴν κοκκώναν τὴν Ἀθηναΐδα, τὴν ἐδικήν μου Ἐαριγόναν, ἀπὸ τὸν Ἀλβήριον.

Δεν θυμόταν καμία γιαγιά ή προγιαγιά, μεγάλη θεία ή άλλη πρόγονο που να λεγόταν Αθηναΐς και μάλιστα να την αποκαλούν και ‘κοκόνα’. Είχε τρέξει τότε στη μητέρα του που έγνεθε στο φωτεινό κατώι, και την είχε ρωτήσει. Εκείνη όμως, είχε βγάλει μια φωνή και είχε κλείσει το καφασωτό του παράθυρου, κάτι που έκανε μόνο στο βαρυχείμωνο όταν δεν μπορούσε να γνέσει ή να υφάνει πια, και τον είχε πάρει παράμερα. Τον είχε κοιτάξει με φόβο και θυμό τότε, τόσο ασυνήθιστο για τη γλυκιά του μητέρα, και είχε πει:


“Πού το άκουσες αυτό το όνομα; Ποιος σου την είπε αυτή τη λέξη;”

“Δεν μου την είπε...”

“Ποτέ, τ’ακούς; Ποτέ δεν είχαμε τέτοια πρόγονο!” τον είχε διακόψει η μητέρα του αγριεμένη.
“Ποτέ δεν θα ξαναπείς αυτό το όνομα ούτε εδώ μέσα, ούτε έξω! Η λέξη είναι δαιμονική κι αν την ξαναπείς ή τη σκεφτείς, την επόμενη φορά που θα πας στα χωράφια να χάνεις τις ώρες σου μαζεύοντας λουλούδια, όταν κόψεις το πρώτο θα ακούσεις μια βουή κι αντάρα, θα ανοίξει το χώμα, θα βγει ένας κακαράπης που είναι διάβολος, θα σε πιάσει από το λαιμό και θα σε σύρει στα έγκατα της γης! Με κατάλαβες;”

Είχε τρομοκρατηθεί, βέβαια, και δεν έδειξε το βιβλίο στη μητέρα του, χωρίς να σκεφτεί πως εκείνη δεν θα μπορούσε να το διαβάσει. Μπορούσε όμως να του το πάρει και να το πετάξει στη φωτιά, ή να το πει στον πατέρα του που θα τον τιμωρούσε αυστηρά.

Το βιβλίο ήταν το πιο πολύτιμο πράγμα που του ανήκε. Δεν ήθελε να το χάσει, γι’αυτό κούνησε το κεφάλι του συγκατανευτικά, χωρίς να πει κουβέντα. Έτσι, είχε αποφασίσει να σκίσει τη σελίδα με την αφιέρωση, να την κάψει - αφού μόνο εκεί ήταν η κακιά η λέξη - και να κρατήσει το υπόλοιπο.
Δεν ήταν σίγουρος πως, όταν έκαψε τη σελίδα εκείνη στα κρυφά, το βιβλίο ήταν πια εξαγνισμένο. Έχοντάς το διαβάσει πολλές φορές, βέβαια, γνώριζε πως και ο Αλβήριος που ήταν πρίγκιπας και γενναίος ιππότης, γιος του αυτοκράτορα της Ρωμανίας, και η βασιλοπούλα Εαριγόνα, κόρη του ρήγα της Παλλαδιάδας και μιας Εσπέριας ξωθιάς, ήταν καλοί χριστιανοί και μάλιστα τους ευλογεί ο ίδιος ο Πατριάρχης! Πώς ήταν δυνατόν να είναι η κακιά λέξη πιο δυνατή από τον Πατριάρχη;

Μόνο ένας τρόπος υπήρχε να βεβαιωθεί, κι ενώ η ιδέα τον τρομοκρατούσε, είχε αποφασίσει να πει δυνατά τη λέξη τη στιγμή που θα έκοβε ένα λουλούδι. Ήταν καλός στο τρέξιμο, ειδικά όταν τον κυνηγούσαν τα άλλα παιδιά φωνάζοντάς τον Ηλιανθέμονα. Έτσι, ήταν βέβαιος πως αν άρχιζε να τρέχει μόλις θα εμφανιζόταν και η παραμικρή ρωγμή στο έδαφος, και έφτανε ως την εκκλησιά, ο κακαράπης-διάβολος ούτε θα τον έπιανε, ούτε βέβαια θα τολμούσε να μπει εκεί που έμενε ο Θεός. Μπορεί και να μην τον έβλεπε καν, αν είχε απομακρυνθεί πολύ προτού βγει το διαβολικό πλάσμα από την τρύπα!
Όταν είδε το μη-με-λησμόνει, το λουλούδι των ερωτευμένων που θα πει ‘μη με ξεχνάς’, δεν μπορούσε να φανταστεί πιο κατάλληλο! Στο βιβλίο, κι ο Αλβήριος κι η Εαριγόνα δεν έχουν τελικά ξεχάσει πραγματικά ο ένας την άλλη, και με τη βοήθεια της καλόκαρδης, άτυχης Ροδομήλας, που βρίσκει το λουλούδι μέσ’ στο καταχείμωνο πριν πεθάνει, το ζευγάρι σμίγει ξανά.

Ο μικρός άπλωσε πάλι το χέρι, εισέπνευσε βαθιά, κράτησε την ανάσα του, έκλεισε τα μάτια και τράβηξε το λουλούδι, λέγοντας δυνατά: “Αθηναΐδα!”

Ένιωσε μια σχεδόν ακατανίκητη επιθυμία να το βάλει στα πόδια, τα οποία - λες και δεν μπορούσε να τα ελέγξει - έκαναν δυο βήματα πίσω. Άνοιξε πάλι τα μάτια του και κοίταξε το χώμα προσπαθώντας να διακρίνει κάποια μικροσκοπική ρωγμή ή να ακούσει οποιοδήποτε θόρυβο.
Δεν υπήρχε ίχνος τρύπας, ούτε άκουγε τίποτα πέρα από τον απαλό ήχο της πρωινής αύρας, το θρόισμα των φύλλων από τα δέντρα, και το κελάηδημα των πουλιών. Εξέπνευσε ανακουφισμένος, αλλά και - παράδοξα - λιγουλάκι απογοητευμένος.
Ωστόσο, η απογοήτευση δεν κράτησε πολύ.
Έβγαλε το αγαπημένο, χιλιοδιαβασμένο βιβλίο του και το άνοιξε. Όλα φαίνονταν κανονικά. Τα όμορφα γράμματα, οι στίχοι, οι εικόνες που πύρωναν το νου του κάθε φορά που τους διάβαζε, όλα ήταν εκεί όπως πάντα.
Έκρυψε το βιβλίο πάλι κάτω από την πουκαμίσα του, μύρισε το μη-με-λησμόνει, έξυσε το γονατό του, και στράφηκε, χορoπηδώντας χαρούμενος, να γυρίσει στο σπίτι του.

Και πάγωσε!

Δίπλα από μια καστανιά, μια φιγούρα μισοκρυμμένη στη σκιά των φύλλων της τον παρακολουθούσε! Φορούσε κίτρινη μπόλια στο κεφάλι, μακρύ, σκούρο μπλε τσιτάκι από αλατζά που θύμιζε ράσο καλόγερου, κίτρινη ποδιά, και κρατούσε ένα ψάθινο καλάθι στο δεξί της χέρι. Με γουρλωμένα μάτια το αγοράκι είδε τη αετίσια μύτη, τα σκοτεινά, στρογγυλά μάτια, και το ξερακιανό, αγέλαστο πρόσωπο της ματρόνας Ρουμπαστής!
Η μάγισσα, που μερικοί έλεγαν πως ήταν δαιμονιασμένη λάμνισσα, τέρας με μορφή ανθρώπου που έτρωγε ζωντανά παιδιά, βρισκόταν εκεί και είχε δει τι είχε κάνει! Αλλά μήπως και οι μάγισσες δεν ήταν του διαβόλου; Άλλοι, ωστόσο, γελούσαν και έλεγαν πως δεν ήταν παρά μια αγράμματη, δεισιδαίμων χήρα, που εκτός από γλώσσα που εξαπέλυε φαρμάκι δεν έκανε άλλο κακό.

Ό,τι και να’ ταν, εκείνος δεν επιθυμούσε τίποτα άλλο τώρα, παρά να τρέξει, να φύγει, να γυρίσει στο σπίτι και να κρυφτεί στην αγκαλιά της μητέρας του· όμως τα πόδια του είχαν σχεδόν πετρώσει από τον τρόμο που του πάγωσε το αίμα. Για μια στιγμή, αναρωτήθηκε μήπως πράγματι τα πόδια του βυθίζονταν αργά-αργά στο χώμα που θα τον κατάπινε ολόκληρο! Μήπως προφέροντας την απαγορευμένη λέξη είχε καλέσει τη μάγισσα αντί για τον κακαράπη; Το μη-με-λησμόνει τού έπεσε από το χέρι.

Εκείνη τη στιγμή, το πρόσωπο της μάγισσας, κλειστό κι ανέκφραστο ως τώρα, σαν να ράγισε και στα χείλη της εμφανίστηκε ένα χαμόγελο. Δεν ήταν κακόβουλο και εχθρικό. Αντίθετα, φαινόταν φιλικό και παιχνιδιάρικο.

“Αφού το ‘κοψες που το ‘κοψες το λουλούδι, μην το πετάς έτσι, αγόρι. Ποιανού είσαι εσύ;” πρόσταξε η μάγισσα.

“Ονομάζομαι Δανιήλ ο Δαλασσηνός, ματρ... αφέντρα Ρουμπαστή” είπε το αγοράκι και, δειλά, έσκυψε και μάζεψε το λουλούδι.

“Μίλα πιο δυνατά! Γέρασα πια κι έχω πάρει να βαριακούω. Αν κάποιος δεν μιλά κοντά μου, δεν ακούω τίποτα, η δύστυχη!”

Το αγοράκι επανέλαβε το όνομά του με πιο δυνατή φωνή.

“Α-χα, ο Λιάνθος, ο Ηλιανθέμονας είσαι, λοιπόν!” είπε εκείνη με τα μάτια της να σπιθίζουν περιπαικτικά.

Ο μικρός κοκκίνησε από θυμό, αλλά έσφιξε τα χείλη του και δεν μίλησε. Όμως... όμως, αν η χήρα ήταν κουφή τότε δε θα τον είχε ακούσει όταν πρόφερε τη λέξη εκείνη! Ένιωσε ένα βάρος να φεύγει από το στήθος του και ξεφύσησε, άθελά του, ανακουφισμένος. Πώς όμως ήξερε το μισητό του παρατσούκλι;

Τότε θυμήθηκε πως είχε ξαναδεί τη μάγισσα πριν αρκετό καιρό. Είχε βγει να πάει φαγητό στον πατέρα του, που με τους σέμπρους δούλευε στα χωράφια της οικογένειας, όταν, περνώντας μέσα απ’το χωριό είδε μερικούς από τους φίλους του να βασανίζουν ένα εγκαταλειμένο γατάκι. Κάποιοι το κλωτσούσαν, άλλοι του τραβούσαν την ουρά, και ένα μεγαλύτερο αγόρι είχε βγάλει ένα σουγιά. Ο μικρός είχε νιώσει φρίκη στο θέαμα και ανατρίχιασε με τη σκέψη τι θα έκαναν στο δύστυχο πλάσμα.

“Σταματήστε να το βασανίζετε. Δεν είστε καλοί χριστιανοί και θα το πω στον ιερέα την Κυριακή! Θα σας βάλει να εξομολογηθείτε και θα δείτε τι θα πάθετε!” είχε φωνάξει τότε.

Τα αγόρια σταμάτησαν για μια στιγμή καθώς το γατί είχε στριμωχτεί σε μια γωνιά ανάμεσα σε δυο πέτρινους φράχτες τρέμοντας ολόκληρο.

“Α, να κι ο Λιάνθος!” είχε φωνάξει ένα παιδί, και τότε άρχισαν το συνηθισμένο περιπαικτικό τους τραγούδι που ο μικρός μισούσε ολόψυχα!

“Να ο Ηλιανθέμονας
με βιβλίο στη μασχάλη
λουλούδια που’χει στο μυαλό
κι είναι μεσ’ στην παραζάλη

Να ο Ηλιανθέμονας
που σαν κορίτσι κάνει
δώστε του κι έναν αργαλειό
πανί να μας υφάν...”

“Ο Τραγοπόδαρος θα σας πάρει και θα σας σηκώσει όλους μαζί, σατανόσποροι!!” ακούστηκε μια άγρια, στριγκή φωνή που έπνιξε το τραγούδι μέσ’ στα λαρύγγια τους.

Η ματρόνα Ρουμπαστή, με τα μάτια της να πετούν φωτιές βγαλμένες κατευθείαν από την κόλαση, και τη γαμψή μύτη της σα ράμφος αετού έτοιμου να τους ξεσκίσει τις σάρκες, απίθωσε κάτω το τσουβαλάκι αλεύρι που κουβαλούσε στην πλάτη, και έτεινε το ξερακιανό της χέρι προς το μεγαλύτερο αγόρι.

“Εσύ! Δώσε μου αυτό το σουγιά!”

Τα περισσότερα παιδιά, που είχαν σταθεί σαν δωρικές κολώνες από την τρομάρα, βρήκαν την ευκαιρία να το βάλουν στα πόδια, μια που η προσοχή της φοβερής μάγισσας είχε στραφεί μόνο στον πιο παλικαρά. Ο Λιάνθος ήθελε επίσης να το σκάσει, αλλά η χαρά του που τα παιδιά είχαν πιαστεί στα πράσα, και η περιέργειά του για το τι θα έκανε η γριά, υπερνίκησαν το φόβο που του προκαλούσε η παρουσία της.

Ο νεαρός παλικαράς κοίταξε την ηλικιωμένη γυναίκα με πείσμα, αλλά κάτι στο ύφος της τον έκανε, σχεδόν άθελά του, να απλώσει το χέρι του και να της δώσει το σουγιά. “Είναι του πατέρα μου...” ψέλλισε.

“Α, μπα;” είπε η Ρουμπαστή, ζυγίζοντας το μαχαίρι στην παλάμη της. “Και το ξέρει ο πατέρας σου πως σούφρωσες το σουγιά του;”

“Ό - όχι...”

“Θα του τον επιστρέψω εγώ, λοιπόν, την επόμενη φορά που θα τον δω, όταν κατέβω πάλι στο χωριό!” Η μάγισσα ξερόβηξε κι έχωσε το σουγιά μέσα σε μια τσέπη της φούστας της.

“Και τώρα άκουσε καλά!” συνέχισε. “Αν ποτέ βασανίζεις ζώο ξανά, τότε αυτό που έχεις μέσα στα μπατζάκια σου αντί να μεγαλώνει, θα αρχίσει να μικραίνει και να μικραίνει, ώσπου να εξαφανιστεί μέσ’ στο κατωκοίλι σου! Τ’ακούς;”

Το αγόρι, με το πρόσωπό του μια μάσκα τρόμου, έβαλε τα χέρια προστατευτικά μπροστά από την μακριά, βρόμικη πουκαμίσα του, ανάμεσα στα σκέλια του.

“Και μετά, θα αρχίσεις και συ να μικραίνεις και να μικραίνεις, και στο τέλος θα γίνεις ένα γκαριτζανγγάρι σαν αυτό!” φώναξε η Ρουμπαστή κι ανέσυρε μέσα από τις τσέπες της ένα μεγάλο, ζωντανό σκορπιό που τέντωσε το κεντρί του, καθώς εκείνη έφερε την ανοιχτή παλάμη της μπροστά στο πρόσωπο του αγοριού.

Βγάζοντας μια τσιριχτή στριγκλιά, το αγόρι το έβαλε στα πόδια, τρέχοντας σαν να τον κυνηγούσε ολόκληρος στρατός από δαίμονες. Το ίδιο, όμως, έκανε και ο Ηλιανθέμονας που, παρόλο που είχε κατευχαριστηθεί την κατάρα που έδωσε η μάγισσα στο βρομόπαιδο, φοβήθηκε πως ο θυμός της τώρα ίσως στρεφόταν και σε κείνον.
Μόνο για μια στιγμή είχε γυρίσει το κεφάλι του καθώς έτρεχε και την είδε να πιάνει προστατευτικά το γατάκι και να το βάζει μέσα στο καλάθι της. Του πέρασε από το νου η σκέψη μήπως το πήρε για να το φάει, αλλά κάτι μέσα του τον διαβεβαίωσε πως το ζωάκι δεν θα μπορούσε να είχε βρει καλύτερη προστάτιδα.
Ωστόσο, τότε θα είχε ακούσει το μισητό παρατσούκλι του γιατί δεν την είχε ξανααπαντήσει μέχρι σήμερα.

Λες και η μάγισσα ήξερε τι σκεφτόταν, άκουσε τη φωνή της να λέει: “Το γατάκι έχει μεγαλώσει τώρα και γίνεται... γάτος ποντικανής κι αν γίνεται, το βρομόζωο!”

Δεν του άρεσε καθόλου να καταλαβαίνουν οι άλλοι τι είχε στο νου του, όπως όταν πήγαινε να εξομολογηθεί πριν κοινωνήσει, και έμεινε να κοιτά τη γριά αμίλητος.

“Ήσουν πολύ γενναίος που τα έβαλες με 'κείνα τα διαβολόπαιδα· σωστός ιππότης, όπως λένε στη Φραγκία.” συνέχισε εκείνη. “Ο γενναίος ιππότης Ηλιανθέμων! Αλλά με τέτοιο παρατσούκλι, πώς να μην είσαι θαρρετός;”

Το αγοράκι άνοιξε το στόμα του έκπληκτο. Ποτέ δεν είχε φανταστεί πως το περιπαικτικό παρατσούκλι μπορούσε να σήμαινε οτιδήποτε άλλο από δειλία· και ιππότης κιόλας; Σαν τον Αλβήριο, και το Βέλθανδρο και τον Ιμπέριο;

“Ιππότης... Ηλιανθέμων...;” Δεν μπορούσε να πιστέψει πως άκουγε το στόμα του να σχηματίζει αυτές τις δυο λέξεις τη μία μετά την άλλη.

“Είσαι καλό χριστιανόπουλο, δεν είσαι;” ρώτησε η μάγισσα.

“Βεβαίως!” απάντησε το αγόρι, παραξενεμένο, χωρίς να είναι και πολύ σίγουρο αν ήταν πάντα καλό χριστιανόπουλο, ειδικά τώρα που μιλούσε με μια μάγισσα.

“Ο Ιησούς σου δεν είπε “‘Εγώ ειμί το φως του κόσμου;’”

Ο Λιάνθος ένεψε καταφατικά.

“Ε, και τα ηλιολούλουδα αυτό δεν κάνουν; Ακολουθούν τον ήλιο που είναι το φως της μέρας!”

Το στόμα του αγοριού είχε μείνει ανοιχτό και τα μάτια του, σαν δίσκοι, παρακολουθούσαν κάθε λέξη που έβγαινε από τα χείλη της ματρόνας. Η αγάπη του για όλα τα λουλούδια, αλλά ειδικά για τους ηλίανθους, το μυστήριο γύρω από την ιδιότητά τους να στρέφονται προς τον ήλιο τη μέρα, τον έκανε να τα κόβει και να τα εξετάζει μόνος του στο σπίτι το βράδυ, αναζητώντας... ούτε ο ίδιος ήξερε τι ακριβώς. Όμως αυτή η αγάπη ήταν και η αιτία για το παρατσούκλι του.

“Και οι καλοί, πραγματικοί ιππότες ακολουθούν την αγάπη, γιατί ο Ιησούς είναι αγάπη...” συνέχισε εκείνη, “...γι’αυτό αγαπούν όλους τους ανθρώπους και τα ζώα, και ποτέ ένας αληθινός, γενναίος ιππότης δεν θα συγκέντρωνε γύρω του μια αγέλη από λυσασμένα σκυλιά να βασανίζουν κανέναν όπως έκαναν τα κοπρόσκυλα του χωριού με το γατάκι - που ξύδι μαύρο να τους βγει το γάλα που βυζάξανε - αλλά θα προσπαθούσε να το σώσει, όπως έκανες εσύ!”

Σαν βάλσαμο απλώθηκαν στην καρδιά του τα λόγια της μάγισσας και θεράπευσαν μια πληγή που δεν ήξερε καν πως υπήρχε μέσα του. Φως διαχύθηκε απ’την καρδιά στις φλέβες του που το έφεραν σε κάθε σπιθαμή του κορμιού, του νου και της ψυχής του. Ένιωσε για πρώτη φορά στη ζωή του δυνατός, γενναίος, άντρας! Σαν τον Αλβήριο ακριβώς! Το μυαλό του έβγαλε φτερά και πέταξε μέσα στο αγαπημένο του βιβλίο, που ξαφνικά απέκτησε μια άλλη υπόσταση, πιο αληθινή, πιο απτή, πιο κοντά του.

Ως τα τώρα, συχνά ταξίδευε με το νου του μέσα στο βιβλίο, και άλλοτε ήταν ο ξανθός, σγουρομάλλης Αλβήριος καβάλα στο άτι του, άλλοτε η πάλλευκη Εαριγόνα που τον περίμενε - και όταν ερχόταν, ο ίδιος γινόταν πάλι Αλβήριος - , άλλοτε η πιστή, τραγική Ροδομήλα ή ένας από τους συντρόφους του πρίγκιπα και, καμιά φορά, ο ίδιος ο Πατριάρχης με τη χρυσή του μίτρα.
Ποτέ, ωστόσο, δεν είχε καταφέρει να φανταστεί τον ίδιο τον εαυτό του μέσα στη μυθιστορία· αλλά τώρα ήταν ο Ιππότης Ηλιανθέμων, πετώντας πάνω σε ένα γρύπα, άξιος σύντροφος του πρίγκιπα τον οποίο συνόδευε στις περιπέτειές του, κι ας φανταζόταν πως με το σπαθί του, εκτός από θεριά που έκοβε στα δυο, έκοβε και μη-με-λησμόνει για να τα προσφέρει σε κάποια ομιχλώδη πριγκίπισα· ίσως και στην ωραία Ροδομήλα κι ας μην ήταν από ευγενική γενιά.
Αν και δεν είχε σαφή ιδέα τι θα συνέβαινε μετά, ανάμεσα σ’αυτόν και τη λυγερή της καρδιάς του με την οποία είχαν ορκιστεί όρκο αιώνιας πίστης, αυτό δεν τον απασχολούσε καθόλου. Αρκούσε που είχε μια ζηλευτή θέση πια, ένας ιππότης, μέσα στο αγαπημένο του βιβλίο, με ένα όνομα που πριν λίγο μισούσε αλλά τώρα λάτρευε· και όλα αυτά τα χρωστούσε στη... μάγισσα!

“Και μένα με φωνάζουν ματρόνα που μάτι Μάρτιο να τους μαράνει!” συνέχισε η Ρουμπαστή, “που θα πει παλιογυναίκα, αλλά σημαίνει και οικοδέσποινα, μεγάλη Κυρά, κι εγώ αυτό μόνο ακούω.”

“Ιππότης Ηλιανθέμων!" είπε πάλι ο μικρός, πιο δυνατά, θέλοντας να ακούσει τον ήχο ξανά, καθώς η μάγισσα τον κοιτούσε με ένα αχνό μειδίαμα στα λεπτά της χείλη, και το ένα φρύδι ανασηκωμένο παιχνιδιάρικα. Την κοίταξε με μάτια γεμάτα ευγνωμοσύνη, μάτια ελαφιού που σώθηκε από το βόλι κυνηγού. “Με την ευχή σου... βαγίτσα...”

Το πρόσωπο της Ρουμπαστής συννέφιασε και σοβάρεψε. Η γνωστή, ψυχρή μάσκα που φορούσε πάντα όταν ερχόταν στο χωριό, αντικατέστησε την παιχνιδάρικη έκφρασή της σαν βλοσυρό, μαύρο σύννεφο που έκρυψε το φως της μέρας. Μήπως την είχε προσβάλλει; Ένιωσε πάλι να παγώνει, πάλι να τη φοβάται.

Η μάγισσα έστρεψε για λίγο το βλέμα της προς τον ουρανό, αμίλητη, σαν να βρισκόταν σε βαθιά σκέψη καθώς παρακολουθούσε την κίνηση του ήλιου. Ύστερα, στράφηκε πάλι προς το αγόρι.

“Λοιπόν, ‘Ιππότη Ηλιανθέμονα’, αν παραμείνεις γενναίος και καλός και θεριά δεν φοβάσαι, ό,τι μορφή κι αν πάρουν, έλα κάποια μέρα να με βρεις, και ίσως... ίσως σου πω ένα μυστικό· ένα φοβερό, αλλά θαυμαστό μυστικό!”

Χωρίς άλλη λέξη, η Ρουμπαστή γύρισε την πλάτη της και, μουρμουρίζοντας, προχώρησε αργά προς το δάσος. “Ακολουθούν την αγάπη... τρομάρα να τους έρθει, οι κατσίπορδοι...”

Το αγοράκι έμεινε να την κοιτά σαν ζαβλακωμένο. Αν είχε ακούσει τα τελευταία λόγια της μάγισσας, δεν τους είχε δώσει καμιά σημασία καθώς, μέσα στη θύελλα χαράς του νου του μια ακόμα λέξη είχε πέσει σαν κεραυνός: Μυστικό!

 

* *

* *

Τέλος πρώτου μέρους.

Edited by Oberon
Link to comment
Share on other sites

Ωραία ιστορία, μου αρέσει το έντονο λαογραφικό της ύφος όπως και το παιχνίδι που έκανες με τις λέξεις.

Η νότα χιούμορ επίσης είναι ταιριαστή και διακριτική όσο πρέπει.

Εις αναμονή των επόμενων.

  • Like 1
Link to comment
Share on other sites

Ωραία ιστορία, μου αρέσει το έντονο λαογραφικό της ύφος όπως και το παιχνίδι που έκανες με τις λέξεις.

Η νότα χιούμορ επίσης είναι ταιριαστή και διακριτική όσο πρέπει.

Εις αναμονή των επόμενων.

 

Σ'ευχαριστώ πολύ. Παλιός και αγαπημένος χαρακτήρας μου η γριά Ρουμπαστή, και είχα γράψει στο παρελθόν κάμποσες ιστορίες που πρωταγωνιστούσε ή συμμετείχε (από τα '80ς βασικά), και ήταν γραμμένες στο χέρι. Ακόμα έχω τα τετράδια εκείνα. Οι ιστορίες βέβαια ήταν πρωτόλεια τότε. Η συγκεκριμένη ιστορία πάντως είναι λίγο αυτοβιογραφική μια που κει γω ήμουν κάπως έτσι μικρός, όπως ο Λιάνθος, χωρίς να έχω καμία ιδιαίτερη συμπάθεια στο να κόβω λουλούδια, και οι δικές μου "μυθιστορίες" ήταν τα κόμικς.

Link to comment
Share on other sites

  • 3 weeks later...

Ωραία ιστοριούλα, αν και το παραμυθένιο στυλ δεν με πολύ τραβάει η συγκεκριμένη μου άρεσε. Πολύ ωραίο και το φινάλε και φυσικά περιμένω και την συνέχεια. 

  • Like 1
Link to comment
Share on other sites

Είναι ερωτεύσιμο και πανέμορφο :) Από τους ωραιότερους τρόπους να ξεκινήσει κανείς τη μέρα του :)

Ίσως, αντικειμενικά, και με προσπάθεια δηλαδή, το μεγαλύτερο ατού της να είναι το ότι έχεις αφήσει ερωτήματα ικανά για να θέλουμε να διαβάσουμε τα επόμενα, χωρίς όμως να αφήνεις την αίσθηση ότι κάτι μας λείπει μετά το τέλος του. Για μένα πάντα είναι η Ρουμπαστή. Κι αυτό το πρατσετικό στυλ ξορκιού (κατάρας), αυτό που χρησιμοποιεί τη φήμη της απλά για να τρομάξει τα παλιόπαιδα, και που πήρε το γατούλι, και που το βρίζει τώρα που μεγάλωσε αλλά ξέρουμε ότι αγαπάει, όλα της. Και βέβαια, με κάποιον δαιμονισμένο τρόπο, κι ενώ είναι τόσο ιδιαίτερη, δεν σου επισκιάζει το Λιάνθο κι αυτός συνεχίζει να είναι πρωταγωνιστής.

Το αγαπώ! Το είπαμε, ε? Δεν πειράζει ξανά: το αγαπώ :man_in_love:  Και σε ευχαριστώ :give_rose:

 

 

Και για να μην ξεχνιόμαστε, η συνήθης κτητικότητα απέναντι στη μάγισσα σου: Η Ρουμπαστή είναι δικιά μου! (μάι όουν, μάι πρέσιους) 

 

Για τα επόμενα:

Ένα βοήθημα που το είχα εκτιμήσει πολύ όταν το βρήκα: vafiki.pdf

Και μία φοβερή γιαγιά (καλή γιαγιά μάλλον) που όταν την είχα βρει είχα θυμηθεί την κοκόνα: εδώ (δεν είναι βεβαίως η Ρουμπαστή, βλέπεις τη μύτη είναι κοντή, αλλά μπορεί να είναι καμιά ξαδέρφη :p)

  • Like 1
Link to comment
Share on other sites

Χρήσιμο το αρχείο, σε ένα ιστορικό έργο ή σε ένα ψευδοϊστορικό φάντασι ποτέ δεν ξέρεις που μπορεί να πέσεις πάνω σε κάτι σχετικό.

Ευχαριστούμε δεσποσύνη.

  • Like 2
Link to comment
Share on other sites

Είναι ερωτεύσιμο και πανέμορφο :) Από τους ωραιότερους τρόπους να ξεκινήσει κανείς τη μέρα του :)

Ίσως, αντικειμενικά, και με προσπάθεια δηλαδή, το μεγαλύτερο ατού της να είναι το ότι έχεις αφήσει ερωτήματα ικανά για να θέλουμε να διαβάσουμε τα επόμενα, χωρίς όμως να αφήνεις την αίσθηση ότι κάτι μας λείπει μετά το τέλος του. Για μένα πάντα είναι η Ρουμπαστή. Κι αυτό το πρατσετικό στυλ ξορκιού (κατάρας), αυτό που χρησιμοποιεί τη φήμη της απλά για να τρομάξει τα παλιόπαιδα, και που πήρε το γατούλι, και που το βρίζει τώρα που μεγάλωσε αλλά ξέρουμε ότι αγαπάει, όλα της. Και βέβαια, με κάποιον δαιμονισμένο τρόπο, κι ενώ είναι τόσο ιδιαίτερη, δεν σου επισκιάζει το Λιάνθο κι αυτός συνεχίζει να είναι πρωταγωνιστής.

Το αγαπώ! Το είπαμε, ε? Δεν πειράζει ξανά: το αγαπώ :man_in_love:  Και σε ευχαριστώ :give_rose:

 

 

Και για να μην ξεχνιόμαστε, η συνήθης κτητικότητα απέναντι στη μάγισσα σου: Η Ρουμπαστή είναι δικιά μου! (μάι όουν, μάι πρέσιους) 

 

Για τα επόμενα:

Ένα βοήθημα που το είχα εκτιμήσει πολύ όταν το βρήκα: attachicon.gifvafiki.pdf

Και μία φοβερή γιαγιά (καλή γιαγιά μάλλον) που όταν την είχα βρει είχα θυμηθεί την κοκόνα: εδώ (δεν είναι βεβαίως η Ρουμπαστή, βλέπεις τη μύτη είναι κοντή, αλλά μπορεί να είναι καμιά ξαδέρφη :p)

 

Σ'ευχαριστώ πολύ Κιάρα μου. Φαντάστηκα πως θα σου άρεσε η ιστορία κι ας είναι πρώτο μέρος. Και το αρχείο πολύ χρήσιμο. Μ'αρέσει να υπάρχει αυθεντικότητα στις ιστορίες μου, ειδικά σαν αυτήν δηλαδή, κι ας είναι τοποθετημένη σε ένα φανταστικό κόσμο.

Τώρα που την ξαναδιαβάζω βλέπω πως έχει κάτι λαθάκια, αλλά εύκολα διορθώσιμα ευτυχώς.

Όσο για τη μάγισσα Ρουμπαστή, μπορείς να τη δανειστείς αν θελεις να γράψεις κάτι με αυτήν, κι αφού σου αρέσει τόσο (Αν και ρώτα και την ίδια πρώτα, γιατί Ρουμπαστή είναι αυτή. Ποτέ δεν ξέρεις....  :p ) Ή μπορεί  και να συνεργαστούμε σε μια ιστορία με την παράξενη μάγισσα μια μέρα. Ποιος ξέρει;

Πράγματι, αν και η Ρουμπαστή είναι οπωσδήποτε μάγισσα - αφού στην άλλη ιστορία την πιο παλιά εκείνου του διαγωνισμού με θέμα το Στοίχειωμα, είχε μέχρι και οχιά για "pet" και σ'αυτήν έχει στην τσέπη της ένα σκορπιό, όπως και το ότι δείχνει να έχει μια τρομερή σύνδεση με τα ζώα, μέρος της μαγείας της είναι ψυχολογικό. Για να χρησιμοποιήσω και γω έναν "πρατσετικό" όρο, η γριά Ρουμπαστή χρησιμοποιεί ένα είδος "headology" όπως έκανε και η, άλλη εκπληκτική και πολυαγαπημένη, Granny Weatherwax. Ωστόσο η Ρουμπαστή μου είχε έρθει στο νου κάμποσα χρόνια πριν διαβάσω Πράτσετ για πρώτη φορά. 

Ο κόσμος της είναι περίπου αυτό που θα λέγαμε low magic προς μαγικό ρεαλισμό, σαμανισμό, κλπ. 

 

Και πάλι ευχαριστώ για τα σχόλια παιδιά. :)

Edited by Oberon
Link to comment
Share on other sites

Join the conversation

You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.

Guest
Reply to this topic...

×   Pasted as rich text.   Paste as plain text instead

  Only 75 emoji are allowed.

×   Your link has been automatically embedded.   Display as a link instead

×   Your previous content has been restored.   Clear editor

×   You cannot paste images directly. Upload or insert images from URL.

Loading...
×
×
  • Create New...

Important Information

You agree to the Terms of Use, Privacy Policy and Guidelines. We have placed cookies on your device to help make this website better. You can adjust your cookie settings, otherwise we'll assume you're okay to continue..