antrehil Posted October 1, 2015 Share Posted October 1, 2015 (edited) Όνομα Συγγραφέα: ΚώσταςΕίδος: ηρωική φαντασίαΒία; ΝαιΣεξ; ΌχιΑριθμός Λέξεων: 2560Αυτοτελής Κεφάλαιο 1 Σχόλια: Μετά την πρώτη αποτυχημένη προσπάθεια (Το συμβούλιο των Μάγων) αποφάσισα να ξεκινήσω κάτι διαφορετικό. Υπάρχουν πολλά κενά στην πλοκή της ιστορίας που όμως ξεδιπλώνονται σιγά-σιγά στα επόμενα κεφάλαια. Ελπίζω να μην είναι τόσο κλισέ... Όπως και να χει μη διστάσετε να κάνετε το σχόλιο σας. Με ενδιαφέρει πολύ η γνώμη σας!! Κεφάλαιο 1 Το ουρλιαχτό του ανέμου και οι ψίθυροι του δάσους έκαναν τον Άντρεχιλ να αναριγήσει. Περπατούσε με μικρά προσεχτικά βήματα έχοντας το βλέμμα του καρφωμένο στο πυκνό νυχτερινό σκοτάδι ανάμεσα στα δέντρα. Το χέρι του χάιδευε νευρικά την λαβή του σπαθιού του που κρεμόταν από την ζώνη του. Είχε ακούσει από τους ντόπιους πως το δάσος ήταν καταραμένο. Ένας τόπος αφιλόξενος που έκρυβε πλάσματα μοχθηρά και θανάσιμα. Όταν είχε ακούσει τις ιστορίες λίγες ώρες πριν σε ένα μικρό χωριό τις είχε αγνοήσει. Τώρα που το αντίκριζε από κοντά αναθεωρούσε. Ψηλές βελανιδιές οξιές και φτελιές ορθώνοντας πάνω από το κεφάλι του. Το θρόισμα των φύλων ήταν ανατριχιαστικό. Οι ρίζες στο έδαφος ξεπετάγονταν μέσα από το χώμα. Μπλέκονταν με άλλες και δημιουργούσαν αδιαπέραστους τοίχους. Δεν υπήρχαν μονοπάτια. Αλλά και να υπήρχαν θα ήταν αδύνατον να τα βρει ο Άντρεχιλ μιας και δεν είχε πυρσό. Άκουσε ξανά την κραυγή. Μακρινή αλλά διαπεραστική. Κάθε άλλο παρά από τη φύση δεν ήταν. Γνώριζε πως κάποιος βρισκόταν εκεί κοντά. Ίσως κάποιος χαμένος ταξιδιώτης ή κάποιος χωρικός. Κάποιος που διέτρεχε μεγάλο κίνδυνο μιας και το δάσος ήταν γεμάτο με άγρια ζώα. Κτηνώδεις λύκους αρκούδες και αγριογούρουνα. Θα ήταν σοφότερο να το βάλει στα πόδια. Να κάνει μεταβολή και να βγει από το δάσος. Στην ασφάλεια που του πρόσφεραν οι φράχτες των αγροκτημάτων στην πεδιάδα. Όμως ο Άντρεχιλ δεν ήταν από τους τύπους που το έβαζε στα πόδια από φόβο. Όχι. Θα ακολουθούσε την μακάβρια κραυγή ακόμη κι αν έπεφτε σε παγίδα πολεμόχαρων τεράτων. Λίγο πιο κάτω άκουσε ξανά την κραυγή και το βήμα του τάχυνε ώσπου βρέθηκε να τρέχει στα τυφλά. Δεν σταμάτησε μόνο όταν έφτασε στην άκρη ενός μικρού ξέφωτου. Η πυκνή βλάστηση του πρόσφεραν μια ικανοποιητική κάλυψη ενώ στο φως του ολόγιομου φεγγαριού μπορούσε να διακρίνει την σκηνή στο κέντρο του ξέφωτου. Η κραυγή προερχόταν από μια γυναίκα. Ήταν δεμένη σε ένα πάσσαλο. Το πρόσωπο της έπεφτε αδύναμο μπροστά. Τα μαλλιά της έκρυβαν τα χαρακτηριστικά της. Φορούσε ένα λιτό λεπτό φόρεμα. Σκισμένο και λεκιασμένο με λάσπη. Γύρω της ήταν τρείς άντρες. Ύψωναν τις άγριες φωνές τους ψέλνοντας ύμνους σε άγνωστη γλώσσα. Από το παρουσιαστικό τους ο Άντρεχιλ κατάλαβε πως άνηκαν σε κάποια σκοτεινή αίρεση. Ίσως να ήταν μάγοι. Υπηρέτες ενός μακάβριου θεού. Φορούσαν μαύρους χιτώνες και κρατούσαν πυρσούς ενώ στη μέση τους είχαν περασμένα σπαθιά ρόπαλα και μαχαίρια. Ο λόγος που είχαν την γυναίκα δεμένη δεν ήταν γνωστός στον Άντρεχιλ που παρακολουθούσε γεμάτος έκπληξη. Πάντος οι προθέσεις τους ήταν προφανείς. Θα θυσίαζαν την γυναίκα. Δίστασε μα δεν άργησε να πάρει την απόφαση του. Έτριξε τα δόντια του καθώς ξεπηδούσε από την κρυψώνα του. Η αποφασιστικότητα του μεγάλωνε σε κάθε του βήμα. Δεν τράβηξε το ξίφος του γιατί είχε την ελπίδα πως θα μπορούσε να λογικέψει τους μαυροντυμένους άντρες. Ίσως κατάφερνε να γλιτώσει την μάχη. Δεν του άρεσε η ιδέα να χύσε ανθρώπινο αίμα. Όμως ακόμα χειρότερη ήταν η ιδέα να αφήσει τους άντρες να πραγματοποιήσουν την πράξη τους. Ο πρώτος που τον πρόσεξε στεκόταν δίπλα στην γυναίκα με έναν πυρσό στο χέρι. Έκπληξη παραμόρφωσε το λεπτό πρόσωπο του. Τα χαρακτηριστικά του συσπάστικαν και το χέρι του από ένστικτο κατευθύνθηκε στο μαχαίρι της ζώνης του που η λαβή κατέληγε σε μια νεκροκεφαλή. Έπειτα και οι άλλοι τον κοίταξαν με την ίδια έκπληξη και είχαν την ίδια αντίδραση. Σίγουρα δεν περίμεναν πως θα συναντούσαν έναν μοναχικό πολεμιστή στη μέση ενός κακόφημου δάσους μέσα στην νύχτα. Ο Άντρεχιλ δεν πτοήθηκε από την απειλητική στάση που πήραν οι τρείς άντρες. Για μια στιγμή τα μάτια του έπεσαν σε αυτά της γυναίκας που είχε σηκώσει ελαφρά το κεφάλι της. Παρά την κακομεταχείριση και την τρομαγμένη της έκφραση ο Άντρεχιλ μπορούσε να δει την ομορφιά της. Αυθεντική και άγρια. «Αφήστε την κοπέλα και γυρίστε στα σπίτια σας.» Είπε και απέστρεψε το βλέμμα του. «Και ποιός είσαι εσύ που μας διακόπτεις;» Είπε με φανερή περιφρόνηση ο άντρας με το μαχαίρι. «Κάποιος που δεν θα επιτρέψει να κάνετε αυτό το άγριο φόνο.» Οι ελπίδες του για μια ειρηνική συζήτηση άρχισαν να χάνονται καθώς έβλεπε τα μοχθηρά χαμόγελα στους άντρες. Τη ανόητος που ήταν. Θα μπορούσε να τους εφνειδιάσει μιας και είχε το πλεονέκτημα του ότι ήταν κρυμμένος. Έπρεπε να το καταλάβει πως οι άντρες δεν έπαιρναν από λόγια. Πλέον έπρεπε να τους αντιμετωπίσει σώμα με σώμα. «Κανείς δεν μπαίνει εμπόδιο στην αδελφότητα μας. Δυσαρέστησες τον θεό μας. Θα πληρώσεις για αυτό.» Είπε ξανά ο άντρας με το μαχαίρι και κάρφωσε τον πυρσό στο χώμα. «Ας είναι.» Τράβηξε την λεπίδα του και την έτεινε μπροστά κρατώντας την με τα δύο του χέρια. Η λεπίδα σφηριλατημένη από τους καλύτερους σιδεράδες του νότου. Δώρο για τις ηρωικές πράξεις του παρελθόντος. Ένας πολύτιμος σύμμαχος και σύναμμα ο χειρότερος εχθρός του μιας και όποτε την κράδαινε στα χέρια του θυμόταν ξανά τις αμέτρητες ζωές που είχε πάρει. Το αίμα που είχε χύσει. Οι ζωές των ανθρώπων που είχε σκοτώσει θα τον στοίχειωναν για το υπόλοιπο της ζωής του και έβλεπε πως οι σκοτωμοί δεν θα τελείωναν ακόμη. Μια κτηνώδη λάμψη άστραψε στιγμιαία στα μάτια του καθώς ο πρώτος από τους τρείς ορμούσε λυσσασμένα σαν σκυλί για να συναντήσει ακαριαίο θάνατο. Ο Άντρεχιλ τον έσπρωξε με απέχθεια στο έδαφος μέσα σε μια λίμνη αίματος ενώ οι άλλοι δύο επιτίθονταν κεντρισμένοι από τον θάνατο του συντρόφου τους. Βέβαια είχαν υποτιμήσει την επιδεξιότητα του αντιπάλου τους και την αλάνθαστη λεπίδα του που άστραφτε στο αμυδρό φως του φεγγαριού. Η μάχη τελείωσε το ίδιο γρήγορα όπως είχε αρχίσει. Οι τρείς άντρες κείτονταν νεκροί ενώ το ξίφος του Άντρεχιλ ακουμπισμένο στο έδαφος έσταζε ακόμη φρέσκο αίμα. Την σκούπισε με ένα πανί και τη θηκάρωσε ενώ κοίταζε ξανά την όμορφη γυναίκα που η έκπληξη είχε ζωγραφιστεί στα εκφραστικά της μάτια. Την έλυσε βιαστικά από τα δεσμά της και αυτή έκανε μερικά βήματα για να ξεμουδιάσει ενώ η ταραχή της από την εχμαλωσία της και η ιδέα πως κατά τύχη είχε γλυτώσει από έναν μακάβριο θάνατο της έφεραν μια αναγούλα. Όταν κατάφερε να ηρεμίσει λίγο κοίταξε ξανά ερευνητικά τον Άντρεχιλ που στεκόταν αμίλητος δίπλα στον πάσσαλο παρατηρώντας την σχεδόν μαγεμένος. Η γυναίκα έκπεμπε μια αρχοντιά. Τα πράσινα μάτια της. Τα μακριά μαύρα μαλλιά της που ξεχύνονταν σαν χείμαρρος ως τη μέση της τα σαρκώδη χείλη της και το καλλίγραμμο κορμί της. Θα μπορούσε κάλλιστα να την περάσει για πριγκίπισσα ακόμη κι έτσι. Με τα λυτά της ρούχα και χωρίς κοσμήματα και ακριβά αρώματα. «Άντρεχιλ.» Συστήθηκε και χαμήλωσε ευγενικά το κεφάλι. «Άρυα.» Είπε αυτή με ένα ελαφρύ χαμόγελο. «Ευχαριστώ που με έσωσες.» «Δεν κάνει τίποτα. Πως βρέθηκες στα χέρια αυτών των ανθρώπων;» «Με εχμαλώτησαν λίγες μέρες πριν. Είμαι ιέρεια του θεού Φεάνα.» Στο άκουσμα του τίτλου της ο Άντρεχιλ κατάλαβε πολλά. Είχε μάθει για τις ιέρειες του θεού ήλιου. Οι νεαρές χαρισματικές παρθένες που η ομορφιά τους ήταν ασύγκριτη και η δύναμη τους αστείρευτη. «Και αυτοί;» Ρώτησε δείχνοντας τα πτώματα των μαυροντυμένων απαγωγέων. «Ανήκουν στην αδελφότητα του αίματος. Άνθρωποι διψασμένοι για δύναμη που έχουν πίστη στον θεό Ράουρ τον Άρχοντα της Σκιάς. Απαγάγουν ανθρώπους και τους θυσιάζουν στο όνομα του θεού τους. Κάνουν πολέμους και δεν νιώθουν αγάπη και πόνο. Δεν νιώθουν τίποτα άλλο παρά μόνο την επιθυμία για δύναμη.» Ο άνεμος φύσηξε ξανά μέσα από τα δέντρα και μαζί του έφερε το ουρλιαχτό από τα άγρια ζώα. «Καλύτερα να φύγουμε από εδώ.» Πρότεινε ο Άντρεχιλ κοιτάζοντας ανήσυχα γύρω του. «Σύντομα ο τόπος θα έχει γεμίσει με λύκους που θα κατασπαράξουν τα πτώματα. Καλύτερα να μην μας βρουν εδώ.» Καθώς ο Άντρεχιλ και η Άρυα άφηναν πίσω τους το Δάσος της Πέτρας ο ουρανός άρχιζε να αποκτά ξανά το ελαφρύ γαλανό φως της αυγής. Είχαν να μιλήσουν αρκετή ώρα. Μπορεί η Άρυα να ήταν ευγνώμον για τον άντρα που αψήφιστα αντιμετώπισε τους μοχθηρούς ιερείς όμως αυτό δεν σήμαινε πως μπορούσε να τον εμπιστευτεί. Οι σκοποί που είχε αφήσει τον ναό του φωτός έπρεπε να παραμείνουν μυστικοί. Απο την άλλη στο μυαλό του Άντρεχιλ γεννιόνταν χιλιάδες ερωτήματα. Λίγα γνώριζε για την εκθαμβωτική ιέρεια. Για ποιον λόγο είχε αφήσει την ασφάλεια του ναοί του φωτός; Πως έπεσε στα χέρια εκείνων τον ανθρώπων; Ερωτήματα που δεν εξέφραζε γιατί δεν ήθελε να γίνει αδιάκριτος. Κάποια στιγμή ο δρόμος τους έβγαλε στην είσοδο ενός πανδοχείου στη διασταύρωση για την πόλη Έιντελ. Ήταν καλή ιδέα να ξεκουραστούν για λίγο και να φάνε κάτι μιας και περπατούσαν ολόκληρη τη νύχτα. Θα ξεκουράζονταν για λίγες ώρες και έπειτα θα χώριζαν. Ο κάθε ένας θα τραβούσε τον δικό του δρόμο. Η Άρυα θα πήγαινε βόρεια σε αναζήτηση ενός ισχυρού μάγου που θα μπορούσε να της δώσει πληροφορίες για την αποστολή της ενώ ο Άντρεχιλ θα συνέχιζε τις περιπλανήσεις του στα νότια. Χωρίς κάποιον ιδιαίτερο σκοπό στα ταξίδια του. Χωρίς να αναζητά τίποτα και κανέναν. Θα έφτανε στην άκρη της θάλασσας και από εκεί θα αποφάσιζε. Είτε θα έπαιρνε κάποιο πλοίο για να πάει στα Νησιά των Σπαθιών όπου θα μπορούσε να ενταχθεί σε κάποιον οίκο ιπποτών είτε θα γυρνούσε πίσω και θα έκανε τον ίδιο δρόμο ανάποδα. Η μεγάλη σάλα του πανδοχείου «Μαύρος Αετός ήταν σχεδόν άδεια εκτός από μερικούς μοναχικούς τύπους που ήταν χαμένοι στις σκέψεις τους και ούτε καν πρόσεξαν την πόρτα να ανοίγει για να περάσει ο άντρας και η γυναίκα. Έκατσαν σε ένα τραπέζι και παράγγειλαν φαγητό. Αφού έφαγαν έμειναν αμίλητοι. Ώσπου την σιωπή έσπασε ο Άντρεχιλ. «Αν θες μπορώ να σε συνοδέψω για λίγες μέρες βόρεια.» «Δεν είναι καλή ιδέα.» Απάντησε ψυχρά η Άρυα σκεφτική. «Ας πάρει ο κάθε ένας τον δρόμο του. Είναι καλύτερα έτσι.» «Οι δρόμοι είναι επικίνδυνοι.» «Θα τα καταφέρω.» Σιωπή έπεσε ξανά μεταξύ τους. Η αλήθεια ήταν πως η Άρυα θα χρειαζόταν έναν σύμμαχο μιας και ο δρόμος της επιφύλασσε κι άλλους κίνδυνους. Όμως δεν μπορούσε να εμπιστευτεί κανέναν. Έπρεπε να βρει τον μάγο μόνη. Το γεγονός όμως πως δεν ήταν ικανή να πολεμήσει και δεν κατείχε μαγικές δυνάμεις πέρα από αυτές που οι ιέρειες κατείχαν έκανε το ταξίδι της ακόμη πιο δύσκολο. Σε αντίθεση με τον άντρα απέναντι της. Τον είχε δει να σκοτώνει τρείς ιερείς του σκοτεινού θεού. Μπορούσε να διακρίνει την άνεση και την αρμονία μεταξί πολεμιστή και σπαθιού. Την εκπληκτική ακρίβεια και ταχύτητα των κινήσεων του. «Μπορώ να μάθω τουλάχιστον μερικά πράγματα για εσένα;» Η Άρυα τον κοίταξε και χαμογέλασε ελαφρά. Ο Άντρεχιλ ανταπέδωσε. «Τι ψάχνεις στο βορρά;» Ρώτησε τελικά ο πολεμιστής. Έπειτα από μερικές στιγμές σκέψεις η Άρυα απάντησε. «Τον μεγάλο και τρανό μάγο Έλεντιρ.» Έγειρε πάνω στο τραπέζι ακουμπώντας τους αγκώνες της και ψιθύρισε. «Είναι ο μόνος που μπορεί να εξηγήσει τα οράματα μου.» «Οράματα;» Ρώτησε αυτός γεμάτος περιέργεια. «Ναι. Μερικοί από τους πιστούς του θεού Φεάνα έχουν την δυνατότητα να δούνε με τα μάτια του θεού. Όμως τα οράματα είναι περίεργα και ανεξήγητα από τους απλούς ανθρώπους. Καιρό τώρα βλέπω ένα όραμα και δεν μπορώ να το εξηγήσω. Οι ιερείς με συμβούλεψαν να αφήσω το ναό και να πάω στη Θέραμαϊν. Εκεί θα βρω τον σοφό Έλεντιρ.» «Τόσο σημαντικά είναι για σένα αυτά τα οράματα που αφήνεις την ασφάλεια του σπιτιού σου για να τραβήξεις προς την Θέραμαϊν;» Τα λόγια του Άντρεχιλ φάνηκαν να ενοχλούν την νεαρή γυναίκα που τραβήχτηκε πίσω συνοφρυωμένη. Τα μάγουλα του πολεμιστή κοκκίνισαν από ντροπή και γύρισε το βλέμμα του έξω από το παράθυρο. «Τα οράματα είναι μυνήματα από τον θεό Φεάνα.» Απάντησε τελικά μετά από μερικές αμήχανες στιγμές. «Τα στέλνει σε επίλεκτους για να προειδοποιήσει τους θνητούς. Είχα την τύχη να γεννηθώ με αυτήν την ευλογία. Ευλογία και κατάρα μαζί.» «Μπορώ να μάθω τι οράματα σε βασανίζουν;» «Όχι.» Απάντησε αυτή ξερά. Ο Άντρεχιλ φανέρωσε ένα στραβό χαμόγελο. «Περιπλανιέμε αρκετό καιρό στο Ρουν και μπορώ να σε βεβαιώσω πως δεν υπάρχουν ασφαλείς δρόμοι για μοναχικούς ταξιδιώτες. Καλύτερα να κινηθείς ανατολικά. Δύο μέρες από εδώ βρίσκετε το λιμάνι του Έιντελ. Από εκεί μπορείς να πάρεις καράβι που θα σε οδηγήσει κατευθείαν στη Θέραμαϊν. Αν θες... Μπορώ να σε συνοδέψω ως εκεί...» Η Άρυα το σκέφτηκε για λίγο. Έπειτα ανασήκωσε τους ώμους και ξεφύσησε. «Πολύ καλά.» Συμφώνησε. «Αλλά όχι άλλες ερωτήσεις.» Εκείνο το βράδι μοιράστηκαν το ίδιο δωμάτιο. Ο Άντρεχιλ είχε έναν άβολο ύπνο στο σκληρό ξύλινο πάτωμα. Στριφογύριζε συνεχώς προσπαθώντας να βολευτεί μάταια όμως. Από την άλλη η Άρυα είχε ολόκληρο διπλό κρεβάτι μόνο για τον εαυτό της. Η ευχάριστη έκφραση της το πρωί έδωσε στον πολεμιστή να καταλάβει πως είχε έναν καλό ύπνο. Λίγο μετά το πρωινό τους ξεκίνησαν για τα ανατολικά. Η λιακάδα και το απαλό ανοιξιάτικο αεράκι που κουβαλούσε μαζί του τις μυρωδιές από τα αγριολούλουδα στα λιβάδια έκανε τον πολεμιστή και την ιέρεια να έχουν ένα ευχάριστο ταξίδι. Βρήκαν γρήγορα έναν ικανοποιητικό ρυθμό ακολουθώντας τον κεντρικό δρόμο των καραβανιών. Αν συνέχιζαν έτσι θα έφταναν στο Έιντελ σε δύο πρωινά. Στη διάρκεια του ταξιδιού συζητούσαν διάφορα. Βέβαια κανείς δεν αναφέρθηκε ξανά στα οράματα και τους λόγους που ταξίδευε ο κάθε ένας. Η Άρυα διηγήθηκε πως ήταν η ζωή στο ναό. Μια ζωή γεμάτη φώτιση και γαλήνη. Πορεύτηκε πλάι σε έναν γέροντα ιερέα τον Ντέιλ ο οποίος ήταν μεγάλος διδάσκαλος και πολυταξιδεμένος γεμάτος εμπειρίες και αναμνήσεις. Ο Ντέιλ την δίδαξε γραμματική και αριθμητική. Της έμαθε την ιστορία του κόσμου και την πίστη στον θεό Φεάνα. Ο Άντρεχιλ με τη σειρά του της διηγήθηκε πως είχε μεγαλώσει στα Ερυθρά Βουνά και από μικρή ηλικία ακολουθούσε τους κυνηγούς του χωριού του στις εξορμίσεις τους στα αδάμαστα άγρια δάση των πλαγών των βουνών. Του άρεσε τόσο η περιπέτεια και τα ταξίδια. Να κοιμάται κάτω από το θόλο του έναστρου ουρανού. Να ακούει τους ήχους της φύσης. Να βοηθάει τους ανθρώπους που τον είχαν ανάγκη. Η ανάγκη του να γνωρίσει τον κόσμο πέρα από τα σύνορα των βουνών τον οδήγησε σε περιπλανήσεις. Σύντομα έγινε τυχοδιώκτης. «Σου αρέσει να πολεμάς;» Τον είχε ρωτήσει καθώς περνούσαν κάτω από τα μπλεγμένα κλαδιά ενός γέρικου δέντρου. «Όχι.» Απάντησε βιαστικά αυτός. «Για την ακρίβεια απεχθάνομαι τις μάχες.» «Δεν το δείχνεις πάντως.» Κρυφογέλασε αυτή και έριξε μια κλεφτή ματιά στο σπαθί του. Ίσως να χει δίκιο. Σκέφτηκε αυτός. «Ο κόσμος είναι γεμάτος με μάχες. Όσο περιπλανιέσαι τόσο τις συναντάς και τις περισσότερες φορές δεν μπορείς να τις αποφύγεις.» «Πάντα μπορείς να τις αποφύγεις.» Απάντησε με μεγάλη σιγουριά η Άρυα. «Ακόμα και στο πιο σκοτεινό πλάσμα υπάρχει φως βαθιά μέσα του.» «Πάντος οι τύποι που σε είχαν δεμένη πίσω στο δάσος δεν φάνηκαν να κρύβουν κανένα ίχνος φωτός.» Σάρκασε ο πολεμιστής. Η Άρυα αναστέναξε. «Ήταν πιστοί ενός θεού. Όπως εγώ και ο Ντέιλ και όπως τόσοι άλλοι κληρικοί που υπηρετούν πιστά τους θεούς τους. Μερικές φορές η πίστη σε οδηγεί σε πολύ σκοτεινές πράξεις. Ο θεός Ράουρ είναι η προσωποποίηση του σκοταδιού.» «Θα μπορούσαν όμως να απαρνηθούν τον δρόμο του σκοταδιού και να αρχίσουν να πιστεύουν σε κάποιον πιό ειρηνικό θεό. Ας πούμε την θεά Λούντριελ. Θεά των δασών και της φύσης ή τον θεό σου.» «Δεν είναι τόσο εύκολο να αλλάξεις σε κάποιον τα πιστεύω του.» Έστρεψε το βλέμμα της και τα βαθιά και εκφραστικά μάτια καρφώθηκαν σε αυτά του Άντρεχιλ. «Εσύ σε τι πιστεύεις;» «Δεν πιστεύω στους θεούς. Πιστεύω μονάχα στους ανθρώπους. Ο κάθε άνθρωπος είναι υπεύθυνος για την ζωή του και η θρησκεία το μόνο που κάνει είναι να τον περιορίζει.» «Ο θεός σου δίνει δύναμη. Σου δίνει ελπίδα για να καταφέρεις να συνεχίσεις τον δύσκολο δρόμο σου. Μια προσευχή...» «Δεν σκοπεύω να αφεθώ στα χέρια ενός θεού με το να προσεύχομαι.» Την έκοψε δυναμώνοντας τον τόνο του. Έπειτα δάγκωσε τα χείλη του περιμένοντας την θυμωμένη αντίδραση της γυναίκας όμως με έκπληξη διαπίστωσε πως το πρόσωπο της φώτιζε ένα χαμόγελο. «Συγνώμη που αντέδρασα έτσι.» «Δεν έγινε τίποτα.» Γέλασε αυτή. «Νομίζω πως είναι προφανές ποιος είναι ο θεός που σε αντιπροσωπεύει.» «Ποιος;» Δεν απάντησε. Edited October 1, 2015 by antrehil 2 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Ιρμάντα Posted October 2, 2015 Share Posted October 2, 2015 Καλημέρα Antrehil! Λοιπόν είπες ότι υπάρχουν νοηματικά κενά, κατά κάποιον τρόπο, που καλύπτονται μετά επειδή είναι μυθιστόρημα. Οπότε θα ασχοληθώ με κάποια άλλα ζητήματα. Το κείμενό σου έχει ενδιαφέρον, και ζωντάνια, και θα ήθελα να διαβάσω παραπάνω. Πρόσεχε τα ορθογραφικά, είναι σημαντικό. Το φύλλο δέντρου γράφεται με δύο λλ, το αιχμαλωτίζω παίρνει αι, έχεις αρκετά τέτοια σκόρπια. Πρόσεχε επίσης τα κόμματα, γενικώς τα αποφεύγεις και ξεκουράζουν τόσο στην ανάγνωση. Προσωπικά, θα επέλεγα κάπως πιο ελληνοπρεπή ονόματα. Θα προσέδιδαν χαρακτήρα. Αν και Φεάνα, η αρσενιή θεότητα του ήλιου, με έκανε να σκεφτώ τον Φαέθοντα.... Επίσης εφόσον η γυναίκα έχει ανεξάντλητες δυνάμεις, όπως λες στην αρχή, είναι λίγο περίεργο που έπεσε θύμα τόσο εύκολα στους μαυροσκότεινους. Εκτός και το εξηγείς παρακάτω. Πάντως είναι περίεργο που ταξίδευε και μόνη της. Με έβαλες σε πειρασμό να διαβάσω το Συμβούλιο των Μάγων. Γενικώς πολύ μικρό για να πούμε πολλά. Κυρίως θα έλεγα, με κάποιον τρόπο που θα τον ανακαλύψεις στην πορεία, κοίταξε να του δώσεις πιο προσωπικό χαρακτήρα.... O.T. Το άβατάρ σου με μία μακρινή ματιά μου θυμίζει πύργο του σκακιού -ή τη Βασίλισσα, δεν έχω καταλήξει. 1 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
antrehil Posted October 2, 2015 Author Share Posted October 2, 2015 Ευχαριστώ για τις παρατηρήσεις σου. Καταρχάς πρέπει να πω πως το Συμβούλιο των Μάγων δεν έχει καμία σχέση με αυτό... ξεκίνησε ως πρόλογος για κάτι άλλο που έγραφα που όμως το παράτησα. Όσο για τα κενά όπως το πως έπεσε η γυναίκα στα χέρια της αδελφότητας θα εξηγηθεί σε κάποιο από τα επόμενα κεφάλαια. Η παρατήρηση με τις ανεξάντλητες δυνάμεις είναι πολύ σωστή. Βασικά η μόνη δύναμη που έχει είναι τα οράματα οπότε απλά εγώ το έθεσα λάθος. Εάν σε ενδιαφέρει να συνεχίσεις την ανάγνωση της ιστορίας μου σκοπεύω να ανεβάσω κι άλλα κεφάλαια... όσα έχω γράψει τουλάχιστον μόλις τα σουλουπώσω λιγάκι!! 1 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
antrehil Posted October 5, 2015 Author Share Posted October 5, 2015 Λοιπόν το δεύτερο μέρος.. ακούω γνώμες!! Κεφάλαιο 2 Το ξημέρωμα βρήκε τον καβαλάρη να καλπάζει με ξέφρενους ρυθμούς στους κυματιστούς λόφους του Αράν. Η πρωινή πάχνη έδινε στο τοπίο μια μυστηριακή χροιά. Οι σκιές των δέντρων και των βράχων έπεφταν ακόμη πυκνές στη γη μιας και ο ήλιος ήταν ακόμη χαμηλά. Ο Τελχάναν με κατεβασμένη την κουκούλα για να κρύβει τα λαμπερά ασημένια μαλλιά του και σκυμμένος πάνω από την χαίτη του αλόγου χτυπούσε τα καπούλια επιταχύνοντας κι άλλο το καλπασμό του. Το τοπίο διαγραφόταν γρήγορα σχεδόν ονειρικά γύρω του. Οι εικόνες εν αλλάζονταν συνεχώς. Πότε διέσχιζε κάποιο βαθύ λαγκάδι πότε μια αγροτική περιοχή και πότε κάποιο πυκνό δάσος. Δεν σταματούσε για να ξεκουραστεί. Δεν χαλάρωνε. Απλά συνέχιζε την φρενήρη πορεία του. Στο μυαλό του ακόμα αντηχούσαν τα τελευταία λόγια του άρχοντα του: «Βρες τον πολεμιστή και σκότωσε τον.» Είχε αφήσει το Μαύρο Κάστρο αρκετές μέρες πριν. Διάσχισε σχεδόν την μισή ήπειρο με το άλογο του. Χωρίς στάσεις σε πόλεις παρά μόνο για να αγοράσει προμήθειες. Χωρίς ανθρώπινη συντροφιά. Άνθρωπος μοναχικός. Λιγομίλητος. Μεγαλωμένος μέσα στην φτώχια και της κακουχίες. Η ζωή του είχε φερθεί σκληρά. Το μίσος που πείρε από τους γύρω του είχε χαρακτή ανεξίτηλο πάνω στο πρόσωπο του. Τα μάτια του γκριζοπράσινα και βαθιά. Αδύνατον να διαβαστούν. Μάτια που είχαν δει πόλεμο και θάνατο. Συνηθισμένα στις μάχες. Πότε-πότε έριχνε λοξές ματιές στη σέλα του αλόγου του εκεί όπου ήταν τυλιγμένο το ξίφος του. Ο μοναδικός φίλος που δεν τον είχε προδώσει ποτέ. Δεν ήταν λίγες οι φορές που είχε περάσει η σκέψη από το μυαλό του πως αν δεν είχε αυτό το ξίφος δεν θα έφτανε ποτέ στο σημείο όπου ήταν. Είχε ανακαλύψει από μικρός το ταλέντο του στην τέχνη της μάχης και το είχε εκμεταλλευτεί για να αναδευτεί από τον βούρκο της απελπισίας και της απόρριψης. Είχε στρώσει τον δρόμο της επιτυχίας του με αμέτρητα πτώματα. Όποιος στεκόταν απέναντί του σύντομα συναντούσε την θανάσιμη λεπίδα του. Η ζωή του μισθοφόρου τον αγκάλιασε. Διέπρεψε ως μισθοφόρος και πολέμησε για πολλούς άρχοντες. Έκτισε ένα όνομα που ο υπόκοσμος έτρεμε και σεβόταν. Όταν πριν δύο καλοκαίρια βρέθηκε στο Μαύρο Κάστρο για να υπηρετήσει έναν νέο άρχοντα τα πάντα άλλαξαν. Ο νέος του αφέντης δεν ήταν σαν τους άλλους που είχε υπηρετήσει στην μακροχρόνια καριέρα του. Σε αντίθεση με τους διψασμένους άρχοντες των πόλεων που επιζητούσαν δύναμη εξουσία και μαγεία αυτός είχε άλλα σχέδια. Σχέδια που δεν φανέρωνε στον φιλάργυρο μισθοφόρο. Η μυστικότητα του νέου του αφέντη και το δέος που του προκαλούσε δημιούργησε με το καιρό ένα ήδος αμοιβαίου σεβασμού μεταξύ των δύο. Από τότε ο μισθοφόρος δούλευε μόνο για αυτόν και για πρώτη φορά βρέθηκε μακριά από τις κακόφημες γειτονιές των πολύβουων πόλεων. Με έκπληξη ανακάλυψε πως η ζωή μακριά από την κοσμοσυρροή και τις ανέσεις της πόλης του άρεσε. Διέσχισε τους όμορφους καταπράσινους λόφους κι έπειτα βρέθηκε να καλπάζει στον Γαλάζιο Κάμπο πλάι στον φιδωτό Ποταμό Γκαρ. Καθώς οι κορυφογραμμές των Ερυθρών βουνών διαγράφονταν αχνές στολισμένες στο πρωινό φως στα δυτικά του ένα ελαφρύ χαμόγελο ζωγραφίστηκε στα σκληρά χαρακτηριστικά του. Τα γκριζοπράσινα μάτια του άστραψαν καθώς σκεφτόταν την νέα του αποστολή. «Θα σε βρω Άντρεχιλ.» Ψιθύρισε σαν μια υπόσχεση στον παγωμένο πρωινό άνεμο. Κάλπαζε για αρκετές ώρες και ξεπέζευσε αργά τη νύχτα μπροστά στο μοναχικό κτίριο. Η παλιά ξεθωριασμένη ταμπέλα που κρεμόταν κινούμενη ελαφρά πάνω από την πόρτα του κτηρίου έλεγε: «Μαύρος Αετός.» Ψαχούλεψε το στήθος του και έπιασε το βαρύ μενταγιόν με το πετράδι. Το σήκωσε στο ύψος των ματιών του και το κοίταξε ενώ ένα χαμόγελο ζωγραφιζόταν στο πρόσωπο του. Το μενταγιόν λαμπύριζε έντονο γαλάζιο φως καθώς ήταν ενισχυμένο από μια γητειά που επέτρεπε στον κάτοχο της να βρίσκει αυτό που αναζητούσε. Η έντονη τρεμουλιαστή λάμψη ήταν ένδειξη πως ο δολοφόνος βρισκόταν αρκετά κοντά στον στόχο του. Ήξερε πως ο Άντρεχιλ είχε περάσει από εκεί όμως δεν ήξερε για την συνάντηση του με την ιέρεια. Δεν τον ενδιέφερε και πολύ όμως. Θα σκότωνε τον πολεμιστή ούτος η άλλος και αν η ιέρεια του αντιστεκόταν θα την σκότωνε και αυτήν χωρίς δισταγμό. Οπότε δεν ξαφνιάστηκε όταν πληροφορήθηκε από τον πανδοχέα πως ο πολεμιστής είχε φύγει μια μέρα πριν με την συντροφιά μιας όμορφης νεαρής ιέρειας. Έκατσε σε ένα τραπέζι στο κέντρο της σάλας. Ενώ περίμενε να σερβιριστεί ζεστή σούπα άκουσε τυχαία του μια συζήτηση από τους μοναδικούς θαμώνες του πανδοχείου πέρα από αυτόν. Δύο εύσωμοι μεσήλικες με γκρίζα μαλλιά και μούσια. Φορούσαν δερμάτινες ενδυμασίες και γούνινα γιλέκα ενώ είχαν ζωνάρια με μαχαίρια. Στα πόδια των τραπεζιών είχαν ακουμπισμένα τα τόξα και τις φαρέτρες τους. Δεν πείρε και πολύ ώρα στον Τελχάναν να καταλάβει πως ήταν ντόπιοι κυνηγοί. «Δεν ξέρω Μάριν.» Είπε ο ένας με βραχνή φωνή. «Ο τόπος έχει γεμίσει από δαύτους. Δεν είναι η πρώτη φορά που αυτά τα αιρετικά σκουλήκια διαβαίνουν τη γη μας.» «Πάντος τώρα δεν στάθηκαν και πολύ τυχεροί.» Μουρμούρισε ο άλλος με τον ίδιο χαμηλό τόνο. «Όποιος κι αν τους σκότωσε θα υποστεί τις συνέπιες. Είναι εκδικητικά αυτά τα καθάρματα.» Σιωπή έπεσε ανάμεσα τους και κατέβασαν μια γερή γουλιά μπύρας καθώς κοίταζαν το σκοτάδι έξω από το παράθυρο. Στα μάτια τους ήταν φανερή η ανησυχία και ο Τελχάναν κεντρισμένος για το θέμα πείρε το θάρρος και αποκρίθηκε: «Σε τι αναφέρεστε;» Οι κυνηγοί τον κοίταξαν παραξενευμένοι. «Δεν το έμαθες;» Είπε κοφτά ο Μάριν ανταλλάζοντας μια καχύποπτη ματιά με τον φίλο του. «Λίγο παρακάτω στο Δάσος της Πέτρας. Τρείς κληρικοί του θεού Ράουρ βρέθηκαν νεκροί. Εμείς οι ίδιοι βρήκαμε τα πτώματα τους.» «Κληρικοί του Ράουρ;» Μουρμούρισε ο Τελχάναν. Γνώριζε καλά τους πιστούς του Σκοτεινού Θεού. Μερικοί από αυτούς ήταν εξασκημένοι στην σκοτεινή μαγεία ενώ άλλοι ήταν επιδέξιοι ξιφομάχοι. Ένας μυστικιστικός στρατός που απλωνόταν σε όλα τα βασίλεια. «Δεν είναι η πρώτη φορά που συναντάμε σημάδια των κληρικών.» Τον ενημέρωσε ο κυνηγός ξύνοντας την απεριποίητη γενειάδα του και χτυπώντας νευρικά τα δάχτυλα του πάνω στη κούπα. «Φήμες λένε πως κρύβονται σε ένα σπήλαιο στα μέσα του Δάσους της Πέτρας. Από εκεί δρουν.» Ο Τελχάναν γύρισε την πλάτη του στους ντόπιους και κατευθύνθηκε προς το τραπέζι του όπου η σούπα τον περίμενε αχνιστή. Ένα χαμόγελο αλλοίωσε τα σκληρά χαρακτηριστικά του προσώπου του. Ωραία. Σκέφτηκε. Νομίζω θα κάνω μια επίσκεψη στην αδελφότητα του αίματος. Μπορούν να φανούν πολύτιμοι σύμμαχοι στην αποστολή μου. Έφαγε σιωπηλά το φαγητό του. Έπειτα κατευθύνθηκε προς την άκρη της σάλας όπου μια σκάλα οδηγούσε στον μοναδικό όροφο του πανδοχείου. Καθώς ανέβαινε την στενή ξύλινη σκάλα για το δωμάτιο το οποίο ενοικίασε σκεφτόταν τι δουλειά να είχε ο Άντρεχιλ με αυτήν την ιέρεια. Ο Μαύρος Άρχοντας είχε παραλείψει να του φανερώσει τους λόγους που ήθελε τον πολεμιστή νεκρό. Καθώς σκεφτόταν διάφορες εκδοχές ξεχύνονταν στο μυαλό του. Ίσως ο πολεμιστής να ήταν μαχητής του θεού Φεάνα. Ίσως η ιέρεια απλά να είχε απαρνηθεί την απαιτητική ζωή στον ναό και να το έσκασε με τον αγαπημένο της. Τίποτα δεν ήταν απίθανο. Καθώς ξάπλωνε στο κρεβάτι απόδιωξε κάθε σκέψη. Ένας ήσυχος χωρίς όνειρα ύπνος τον βρήκε. Το πρωί έφυγε από το πανδοχείο καλπάζοντας δυτικά για το Δάσος της Πέτρας. Έφτασε εκεί μέσα σε λίγες ώρες και συνέχισε ως το μεσημέρι. Το μενταγιόν του λαμπύριζε έντονα όσο πλησίαζε στην καρδιά του δάσους. Ο στόχος του είχε αλλάξει προσωρινά. Ανέβαινε όλο και ψηλότερα σε απότομους λόφους. Σε ορισμένα σημεία η βλάστηση τον εμπόδιζε να κινηθεί σε άλλα κάθε ίχνος πρασίνου χανόταν και την θέση του έπαιρναν τραχιά βράχια. Τελικά πέρασε ένα παλιό πέτρινο γεφύρι. Από κάτω ένας αγριεμένος χείμαρρος ξεχυνόταν με θόρυβο καθώς κατέβαινε από τα ψηλότερα σημεία των λόφων προς τα πεδινά. Λίγο μετά η βλάστηση πύκνωσε πάλι. Ο Τελχάναν ένιωσε μια απόκοσμη αίσθηση. Άκουσε ένα σούρσιμο από πίσω και κατάλαβε πως δεν ήταν μόνος. Κατέβηκε από το άλογο του προσεκτικά. Ένα ρίγος διαπέρασε την ραχοκοκαλιά του βλέποντας αμυδρά τις φιγούρες που με επιδεξιότητα χάνονταν πίσω από τα δέντρα. «Είμαι ο Τελχάναν.» Αντήχησε η φωνή του στο δάσος. «Αναζητώ την Αδελφότητα του Αίματος.» Μια ανθρώπινη φιγούρα ξεπετάχτηκε πίσω από τους θάμνους απέναντί από τον Τελχάναν και στάθηκε κρατώντας ένα ρόπαλο. Φορούσε μαύρο χιτώνα με το σύμβολο του φιδιού. Το χαρακτηριστικό του θεού Ράουρ. Η κουκούλα έκρυβε τα χαρακτηριστικά του και μονάχα ένα περιποιημένο μαύρο μούσι φαινόταν από το πιγούνι του άντρα. «Σε τι οφείλουμε την επίσκεψη σου;» Ρώτησε παγερά. Κι άλλες παρόμοια ντυμένες φιγούρες εμφανίστηκαν με σπαθιά βαλλίστρες και τσεκούρια. Σύντομα τον περικύκλωσαν εφτά με οχτώ της αδελφότητας ενώ μπορούσε να αναγνωρίσει από χαρακτηριστικούς θορύβους και παράξενες σκιές πως υπήρχαν περισσότεροι ανάμεσα στα δέντρα που θα τον τρυπούσαν με βέλη αν δοκίμαζε να κάνει οποιαδήποτε κίνηση. «Θέλω να δω τον αρχηγό σας.» Είπε τινάζοντας τα μαλλιά του και φανερώνοντας το μοχθηρό χαμόγελο του. Δύο μέρες αφότου έφυγαν από το πανδοχείο ακολουθώντας τον κεντρικό δρόμο των καραβανιών μπροστά τους από την κορυφή μιας καταπράσινης πλαγιάς ξεπρόβαλε το Έιντελ. Η πόλη λουσμένη στο φως του πρωινού έμοιαζε μαγική. Το τείχος με τους δεκάδες πυργίσκους τοποθετημένους στρατηγικά κάλυπτε τις τρείς πλευρές της πόλης ενώ στα ανατολικά βρισκόταν ο Κόλπος του Έθερ. Στον μικρό εκείνο κόλπο απλωνόταν το λιμάνι της πόλης. Οι δύο ήρωες κατηφόρισαν με ζωηρά βήματα την πλαγιά ώσπου έφτασαν μπροστά στην πύλη και πέρασαν την φρουρά χωρίς κανένα πρόβλημα γιατί οι ιέρειες με τον χαρακτηριστικό χιτώνα του θεού Φεάνα ήταν ευπρόσδεκτες στους δρόμους της πόλης. Το Έιντελ ήταν μια όμορφη πόλη γεμάτη ζωή. Το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού βασιζόταν στην αλιεία μιας και ο κόλπος του Έθερ ήταν ένας παράδεισος για τους ψαράδες. Εκτός αυτού όμως η πόλη ήταν ένα κομβικό σημείο για το εμπόριο. Δεκάδες καράβια ήταν αραγμένα στην προβλήτα με τα πανιά μαζεμένα. Ναύτες και έμποροι ξεφόρτωναν ή φόρτωναν τα καράβια με τα αγαθά τους. Τα καΐκια τρέκλιζαν συνωμοτικά καθώς οι ψαράδες ξέμπλεγναν τα δίχτυά τους ή ξεφόρτωναν κασόνια παραγεμισμένα με ψάρια. Καθώς οι ήρωες περνούσαν από την προβλήτα η Άρυα κοίταζε εντυπωσιασμένη. Στην διάρκειά της σύντομης ζωής της δεν είχε βρεθεί ποτέ τόσο κοντά στη θάλασσα. Ούτε και σε μια μεγάλη πόλη. Η απεραντοσύνη της ανοιχτής θάλασσας που διακρινόταν πέρα από τον κόλπο ανέδυε μια αίσθηση ελευθερίας που η ιέρεια ποτέ της δεν είχε νιώσει. Σπάνια άφηνε στο παρελθόν τον ναό και αυτό όχι για να πάει μακριά. Αναρίγησε σκεπτόμενη πως το ταξίδι της βρισκόταν ακόμη στην αρχή. Ο Άντρεχιλ δεν μπόρεσε να κρύψει το χαμόγελο του καθώς βάδιζε δίπλα της. «Και να σκεφτείς πως το Έιντελ είναι ψαροχώρι μπροστά στην Θέραμαϊν και τις άλλες πόλεις γύρω από την Στενή Θάλασσα.» Γέλασε. Έφτασαν μπροστά από μια παλιά φρεγάτα με βαμμένα μαύρα σανίδια και μαζεμένα πανιά. «Ούριος Άνεμος» λεγόταν σύμφωνα με την επιγραφή στο μπροστινό μέρος της. Στην προβλήτα λίγο πιο πέρα από το μικρό καράβι καθόταν ένας άντρας πάνω σε ένα βαρέλι. Ήταν μεσήλικας με ψαρά μαλλιά και λεπτό σκληρό πρόσωπο. Πυκνά φρύδια και γαμψή μύτη. Ο άντρας κάπνιζε αμίλητος την πίπα του κοιτάζοντας αφηρημένα τη φρεγάτα, που εκείνη την στιγμή ήταν γεμάτη με ναύτες που έκαναν επισκευές. Όταν ο Άντρεχιλ τον πλησίασε ο ψαρομάλλης δεν φάνηκε να τον προσέχει. «Είσαι ο καπετάνιος αυτού του πλοίου;» Ο άντρας έριξε μια λοξή ματιά απάθειας στον ξένο κι έπειτα έστρεψε ξανά το βλέμμα του στην μικρή φρεγάτα. «Θα μπορούσα να μαι.» «Είσαι ή όχι;» «Ναι και όχι.» Ξεφύσησε ενοχλημένος βλέποντας πως ο ψαρομάλλης άντρας δεν σκόπευε να κάνει μια κανονική κουβέντα. Θα τον είχε αρχίσει στις γροθιές όμως τότε θυμήθηκε την τελευταία φορά που είχε έρθει σε επαφή με τέτοιου είδους ανθρώπους. Έβγαλε από μια τσέπη του γιλέκου του ένα δερμάτινο πουγκί που κουδούνιζε και το πέταξε στον άντρα. Ο ναυτικός το άρπαξε και χαμογέλασε στραβά κοιτάζοντας τον εξαγριωμένο πολεμιστή. «Τώρα μιλάς σωστά.» Μουρμούρισε και ξαφνικά έδιξε ενδιαφέρον για την ιέρεια που ήταν μαζεμένη λίγο πίσω. Ακόμη κι εκεί στο πολυσύχναστο λιμάνι του Έιντελ με τις εκατοντάδες αιθέριες υπάρξεις που είχαν περάσει η Άρυα κέντρισε την προσοχή του ψαρομάλλη άντρα. Μια λάμψη άστραψε στιγμιαία στα γαλανά μάτια του. «Είμαι ο Έμερ. Πιά είσαι εσύ όμορφη κυρά;» «Άρυα.» Απάντησε δειλά. «Και τι δουλειά έχει ένα αιθέριο πλάσμα σαν εσένα στο ταπεινό Έιντελ;» «Δεν σε αφορά εσένα αυτό.» Γρύλισε ο Άντρεχιλ που είχε χάσει την υπομονή του και τράβηξε τον ώμο του άντρα για να βρεθούν πρόσωπο με πρόσωπο. Ο Έμερ δεν φάνηκε να ενοχλείται και αυτό ξάφνιασε τον Άντρεχιλ. Η περηφάνια των ναυτικών ήταν ξακουστή. Μια τέτοια πράξη από κάποιον άλλο θα μπορούσε να είναι το έναυσμα ενός καβγά «Λοιπόν ο ανυπόμονος φίλος σου θα πρέπει να συμμορφωθεί αν σκοπεύετε να ανέβετε στο πλοίο μου.» Σφύρισέ όμως κάτω από την ήρεμη φωνή και το φωτεινό χαμόγελο του μπορούσε κανείς να διακρίνει την απειλή στα λόγια του. «Για την ακρίβεια είμαι η μόνη που θα ταξιδέψω.» Είπε η Άρυα. Χαμήλωσε το κεφάλι βλέποντας τα μάτια του πολεμιστή να την κοιτάζουν θλιμμένα. «Το είχαμε συμφωνήσει.» Του είπε απαλά. Ο Άντρεχιλ δεν απάντησε. «Φεύγουμε για το Πέιν σε τέσσερεις μέρες και από εκεί για την Θέραμαϊν.» Είπε ο καπετάνιος. «Τέσσερεις μέρες;» Ξεφώνισε η Άρυα. «Δεν μπορώ πιο γρήγορα.» Της απάντησε ήρεμα ο Έμερ. «Υπάρχουν ζημιές στο κατάστρωμα και το αμπάρι και τα πανιά έχουν σκιστεί. Εξάλλου οι άντρες μου θέλουν ξεκούραση.» Έριξε τους ώμους πίσω ηττημένη. Δεν μπορούσε να κάνει και πολλά για να τον μεταπείσει. Έκανε μεταβολή και άρχισε να απομακρύνετε από την προβλήτα. «Θα σε συμβούλευα να πας στο πανδοχείο Χρυσός Θόλος.» Ακούστηκε ξανά η φωνή του Έμερ. «Είναι στο τέλος του δρόμου και θα βρεις καλό φαγητό και μαλακό κρεβάτι.» Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Blacksword Posted October 24, 2015 Share Posted October 24, 2015 Διάβασα το πρώτο μέρος και θα συμφωνήσω με την Ιρμάντα. Ειδικά τα ονόματα θέλουν αλλαγή οπωσδήποτε, είναι λες και βλέπω GoT vs Άρχοντα και με ενόχλησε αρκετά. Στην χειρότερη βάλε απλά Ελληνικά ονόματα αν δεν σου βγαίνει τίποτα άλλο. Όσον αφορά την πλοκή δεν με τράβηξε και θα 'θελα προσωπικά κάτι πιο δυνατό, ειδικά για αρχή. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Solonor Posted November 4, 2015 Share Posted November 4, 2015 Η γραφή κυλάει, αν και ο ρυθμός των μικρών προτάσεων κάπου ενοχλεί. Στα θετικά το γεγονός πως δεν επιδεικνύεται. Νομίζω πως με μικρή βελτίωση μπορεί να στηρίξει μεγάλο κείμενο. Συμπαθητική χρήση της οπτικής γωνίας –αν και τη γυρίζεις κάποια στιγμή. Η απουσία της μάχης δεν δικαιολογείται στον τρόπο που προσεγγίζεις το είδος. Όμως θα μου επιτρέψεις να μιλήσω λίγο για τα λάθη. Λάθη σύνταξης, ορθογραφικά, κόμματα, επαναλήψεις λέξεων. Είναι φυσικό με το που ολοκληρώσουμε ένα κείμενο να καιγόμαστε να το δημοσιεύσουμε. Ναι, ο ενθουσιασμός είναι μεγάλος κι η δίψα ν’ ακούσουμε απόψεις μεγαλύτερη. Κάπου μέσα μας μπορεί να λέμε, νταξ, μωρέ, θα το διορθώσω αργότερα, ας ακούσω τι θα πουν. Κι είναι λάθος. -Ένα απεριποίητο κείμενο, κρύβει τα προβλήματά του. Ποιος θα κάτσει να γράψει για ιδέες, χαρακτήρες, πλοκή όταν έχει βγάλει τα μάτια του να πηδάει λάθη; Πόσοι άραγε θα παρατηρήσουν ασυνέπειες όταν ζορίζονται να το ολοκληρώσουν; -Ένα απεριποίητο κείμενο κρύβει και τα θετικά του. Ι κωρύφωσει, ι αίκπλιξι, οι ορέα παιριγραφί, όλα αδυνατίζουν. Και το κυριότερο: -Ένα απεριποίητο κείμενο διώχνει αναγνώστες. Πολλοί δεν θα ασχοληθούν καν. Θα το παρατήσουν στην πρώτη παράγραφο. Συγνώμη για την παρένθεση. Συνολικά, το πρώτο κεφάλαιο που διάβασα, ελπιδοφόρο. Θέλει δουλειά, αλλά αξίζει. Αν θα ξαναδιάβαζα κείμενό σου ή τη συνέχεια; Ναι, φυσικά και με ενδιαφέρον. Διορθωμένη όμως. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
white_unicorn Posted November 5, 2015 Share Posted November 5, 2015 νομίζω πως όλα έχουν ήδη ειπωθεί, ειδικά για το πρώτο κεφάλαιο. προσωπικά με τράβηξε ο τίτλος και η ιστορία αν και λίγο 'κλισέ' (ντοντ γουόρυ και εγώ κάπου εκεί είμαι, μέσα στο κλισέ) προσωπικά εκτός των ορθογραφικών, συντακτικών και άλλων λαθών που έχουν ήδη αναλυθεί θα πω το πιο απλό. οι πληροφορίες που δίνεις για τους ήρωες σου είναι αρκετά... συμπτυγμένες, (μόλις ήπια καφέ και δεν βρίσκω άλλη λέξη) πάντως έιναι πολλά και όλα μαζί πράγμα που μπερδεύει, δοκίμασε μήπως σε βολεύει περισσότερο να δώσεις τις ίδιες πληροφορίες σε έναν διάλογο. τόσο δρόμο έκαναν μέσα στο δάσος, γιατί δεν πιστεύω οι άλλοι να ήταν τόσο ηλίθιοι που να έκαναν θυσία κοντά στο δρόμο ε? αυτό βασικά μιας και οι προηγούμενοι ανέλυσαν όλα τα άλλα.. και αν ξέφυγε κάτι ε όλο και κάποιος θα το βρει. πάντως είναι ενδιαφέρον κείμενο και η ιστορία φαίνεται να έχει ζουμί. κιπ ον!!!! Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Recommended Posts
Join the conversation
You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.