chrismad Posted November 1, 2015 Share Posted November 1, 2015 Όνομα Συγγραφέα: Chris Mad Είδος: παραμύθι Ηλικίας 5 – 8 ετών Βία; (Όχι) Σεξ; (Όχι) Αριθμός Λέξεων: 2209 Αυτοτελής; (Ναι) Σχόλια: Το παραμύθι αυτό είναι αφιερωμένο στην μικρή Γαλάτεια που για να καθίσει να κάνει το εμβόλιο της μου άνοιξε τον δρόμο να ανακαλύψω ότι μπορώ έστω και ερασιτεχνικά να γράψω και εγώ. Το νεραϊδάκι της βροχής Μια φορά και έναν καιρό στην χώρα των νεράιδων γεννήθηκε ένα νεραϊδάκι. Τα μωρά νεραϊδάκια ως γνωστόν γυρνιόντουσαν όταν κάποιο παιδάκι έκανε μια καλή πράξη και ανάλογα τι πράξει έκανε έπαιρνε και το νεραϊδάκι την ιδιότητα του. Εκείνη την μέρα ο μικρός Γιωργάκης ήταν στο δωμάτιο του και έβλεπε από το παράθυρο την βροχή να πέφτει με δύναμη στην αυλή του σπιτιού του. Ο δυνατός αέρας μαζί με την βροχή έκανε τα δέντρα να λυγίζουν και κανένα ζώο ή άνθρωπος δεν ήταν εύκολο να βρίσκετε έξω. Ο Γιωργάκης από το παράθυρό του έβλεπε στα φώτα του δρόμου την βροχή και ήξερε ότι ήταν τυχερός που είχε ένα σπίτι να είναι ζεστός και ασφαλείς. Ξαφνικά εκεί που κοίταζε είδε από ένα δέντρο να πέφτει από την φωλιά του στο έδαφος ένα πουλάκι. Η μαμά του και ο μπαμπάς του είχαν πάει για να φέρουν φαί όταν ξέσπασε η μπόρα και δεν είχαν μπορέσει να γυρίσουν πίσω. Ο Γιωργάκης είδε το πουλάκι να πέφτει από το δέντρο στο πλημυρισμένο χώμα με νερά και φοβήθηκε για την ζωή του. «Θα πνιγεί» σκέφτηκε και αμέσως χωρίς δεύτερη σκέψη έβαλε ποιο χοντρά ρούχα πήρε και το αδιάβροχό του και έτρεξε στην αυλή. Βγήκε από την πόρτα του σπιτιού και με δυσκολία κρατήθηκε να μην τον πάρει ο αέρας. Έπρεπε όμως να πάει μέχρι το δέντρο και αυτό έκανε πήγε στο δέντρο και κοίταξε γύρο εκεί που είχε πέσει το πουλάκι και το βρήκε. Ήταν πεσμένο μέσα σε μια λακκούβα με νερό και με δυσκολία έβγαζε το κεφαλάκι του από το νερό. Ο Γιωργάκης έσκυψε και πήρε στα χέρια του το πουλάκι και του είπε» έλα μαζί μου και μην φοβάσαι θα γίνεις καλά ώσπου να γυρίσουν οι γονείς σου». Γύρισε στο σπίτι και έβαλε το πουλάκι σε ένα κουτί από παπούτσια που είχε στο δωμάτιο του. Έβγαλε τα βρεγμένα ρούχα του και πήρε μια πετσέτα να σκουπίσει το πουλάκι. Όταν το στέγνωσε αρκετά έβαλε μέσα στο κουτί μερικά φύλλα χαρτί κουζίνας και το έβαλε επάνω να μην κρυώνει. «Τώρα μείνε εδώ πάω να σου φέρω κάτι να φας» είπε και βγήκε από το δωμάτιο. Πήγε στην κουζίνα και πήρε μια φέτα ψωμί και σε ένα καπάκι από μπουκάλι έβαλε λίγο νερό. Ανέβηκε στο δωμάτιό του το πουλάκι είχε κουρνιάσει σε μια γωνιά στο κουτί. Ο Γιωργάκης το πήρε στο χέρι του και έκοψε ένα ψιχουλάκι ψωμί το έφερε κοντά στο ράμφος του μα το πουλάκι δεν έτρωγε από τον φόβο του. «Έλα να φας δεν έφαγα τόση βροχή για να μου πάθεις τίποτα τώρα» είπε και συνέχισε να προσπαθεί. Τέλος το πουλάκι έφαγε λίγο και μόνο τότε ο Γιωργάκης το έβαλε πάλι στο κουτί. Έβαλε το κουτί κοντά στο καλοριφέρ έτσι ώστε να είναι ζεστό και έπεσε για ύπνο. Το πρωί ο Γιωργάκης ξύπνησε από κάποιον θόρυβο ήταν το πουλάκι που προσπαθούσε να βγει από το κουτί. «έλα μην είσαι άγριος ακόμα δεν μπορείς να πετάξεις είσαι μικρό» του είπε και πήγε κοντά του το πήρε στο χέρι του και με το άλλο του χάιδεψε την πλάτη. Στην αρχή το πουλάκι φοβόταν όταν όμως πέρασε λίγη ώρα ησύχασε και κάθισε να το χαϊδεύει. Το νέο νεραϊδάκι στην χώρα των νεράιδων γεννήθηκε βρεγμένο θα γινόταν όταν μεγάλωνε νεράιδα της βροχής. Τώρα όμως που ήταν ακόμα μωρό δεν ήξερε ακόμα να τιθασεύει το χάρισμά του έτσι κάθε τόσο έπεφτε βροχή πάνω του και γινόταν μούσκεμα. Οι νεράιδες των μωρών αυτές δηλαδή που φρόντιζαν τα μωρά πήγαιναν και το σκούπιζαν συνέχεια. Μερικές φορές η βροχούλα έτσι ονόμασαν την νεραΐδούλα όταν έκλεγε πολύ το σύννεφο με την βροχή μεγάλωνε ξαφνικά και έκανε μούσκεμα και τις νεράιδες των μωρών. Έτσι φρόντιζαν να έχουν πρόχειρης και μερικές ομπρέλες μήπως και καμιά φορά την γλιτώσουν. Τα πουλάκι στο δωμάτιο του Γιωργάκη μεγάλωνε γρήγορα και πλέων είχε αρχίσει να πετά μικρές αποστάσεις. Κάθε μέρα περίμενε τον Γιωργάκη να γυρίσει από το σχολείο του και του κρυβόταν μια πάνω στην ντουλάπα μια στο φώς. Ο Γιωργάκης του έφερνε κάθε μέρα φαί και εκείνο όταν πήγαινε να διαβάσει τα μαθήματά του καθόταν δίπλα του πάνω στο γραφεί του και του έκανε παρέα. Όταν πλέων μπορούσε να πετάει καλά μια μέρα που ήταν καλός ο καιρός ο Γιωργάκης το πήρε στο χέρι του και του είπε. «Τώρα θα πρέπει να πας να βρείς τους γονείς σου και να ζήσεις ελεύθερο. Να ξέρεις όμως ότι όποτε θέλεις εγώ θα είμαι εδώ να έρχεσαι να με βλέπεις». Και με τα λόγια αυτά άνοιξε το παράθυρο και το έβαλε στο πρεβάζι για να φύγει. Τα πουλάκι κάθισε λίγο στο πρεβάζι και μετά πέταξε μέχρι το απέναντι δέντρο μετά ξαναγύρισε και μπήκε στο δωμάτιο. Ήταν σαν να του έλεγε «Εγώ εδώ έχω μάθει γιατί πρέπει να φύγω». Ο Γιωργάκης έφερε την τροφή στο πρεβάζι και το νερό δίπλα και του είπε «Εγώ θα σου βάζω εδώ τροφή και νερό για όσο καιρό θέλεις να έρχεσαι να τρως. Είσαι ελεύθερο να κάνεις την ζωή σου και να βρεις μια οικογένεια». Το πουλάκι πηγαινοερχόταν για πολλές μέρες μέχρι που σιγά σιγά ερχόταν όλο και ποιο αραιά. Κάποια μέρα ο Γιωργάκης δεν το είδε ξανά και κατάλαβε ότι είχε ξεκινήσει την δική του ζωή. Η βροχούλα ήταν πλέων αρκετά μεγάλο παιδάκι και έπρεπε να πάει στην γιορτή των νεράιδων που η βασίλισσα έδινε στην κάθε νέα νεράιδα την εργασία που ήταν φτιαγμένη να κάνει και τις έστελνε στο σχολείο για να μάθουν τι και πώς πρέπει να κάνουν. Η Βροχούλα ήταν όλο χαρά γιατί θα γνώριζε άλλες νεράιδες και θα άρχιζε να βγαίνει στον κόσμο. Στην γιορτή μαζεύτηκαν όλες οι νεράιδες ανάλογα με το τι κάνει η κάθε μία σε ομάδες. Οι νεράιδες των μωρών συνόδευαν τις νέες κα βρίσκονταν μπροστά από κάθε ομάδα. Η βασίλισσα των νεράιδων εμφανίστηκε μπροστά στις ομάδες λίγο ποιο ψηλά πάνω σε ένα φυτό και είπε. «Νεράιδες της χώρας των νεράιδων. Μαζευτήκαμε σήμερα εδώ να καλωσορίσουμε τις νέες νεράιδες που θα ενταχθούν στην παραγωγή της ζωής». Η βροχούλα ήταν πολύ χαρούμενη και με το ζόρι κρατιόταν να μην αρχίσει να φωνάζει και να πανηγυρίζει. Η βασίλισσα άρχισε να φωνάζει το όνομα κάθε νέου μέλους και να λέει και τι εργασία θα κάνει. Η βροχούλα περίμενε με αγωνία να ακούσει το όνομά της και κάθε φορά που δεν το άκουγε η αγωνία της μεγάλωνε και φούντωνε μέχρι που στο τέλος έφτασε στα όριά της και ξαφνικά μια δυνατή βροχή άρχισε να πέφτει από πάνω. Όλοι άρχισαν να τρέχουν να κρυφτούν. Όσο έφευγαν τόσο η βροχούλα νευρίαζε και τόσο δυνάμωνε η βροχή. Η νεράιδα συνοδός της άρχισε να της φωνάζει «Σταμάτα πια βροχούλα τα χάλασες όλα. Σταμάτα αμάν πια μουσκέψαμε». Η βροχούλα σταμάτησε και κοίταξε γύρο της ήταν όλα και όλοι βρεγμένοι. Η Βασίλισσα πάνω στο λουλούδι με το βρεγμένο φόρεμά την να έχει καταστραφεί και όλοι να μουρμουρίζουν. «Συγγνώμη δεν το ‘θελα» είπε αλλά η συνοδός της είχε άλλη γνώμη και φωνάζοντας της απάντησε «Πάντα δεν το θέλεις αλλά όλα τα καταστρέφεις. Αμάν πιά πότε θα μάθεις να προσέχεις». Η βροχούλα ντράπηκε πολύ και κλαίγοντας το έβαλε στα πόδια και άρχισε να τρέχει προς το δάσος. Έτρεχε για ώρα και σταμάτησε μόνο όταν τα πόδια της δεν άντεχαν άλλο. Κάθισε πάνω σε μια πέτρα κάτω από ένα μανιτάρι και έβαλε τα κλάματα αλλά μαζί την έπεφτε και βροχή που πότιζε όλα τα λουλούδια γύρο της. Όταν πιά ηρέμησε η βροχή Σταμάτιε εκείνη έμεινε να κάθετε κάτω από το μανιτάρι και γύρο της πολλά νέα λουλουδάκια είχαν αρχίσει να φυτρώνουν. Ξαφνικά εκεί που καθόταν ένα σαλιγκάρι εμφανίστηκε πάνω από το μανιτάρι και κοίταξε την βροχούλα από κάτω. «Καλησπέρα» είπε το σαλιγκάρι «Τι κάνεις ακόμα κάτω από το μανιτάρι σταμάτησε η βροχή μπορείς να βγεις» «Μα δεν μπήκα από κάτω για την βροχή. Εγώ κάνω την βροχή απλά δεν έχω να πάω κάπου» είπε η βροχούλα και έσκυψε το κεφάλι της στενοχωρημένη. «Εσύ» είπε το σαλιγκάρι Η βροχούλα τρόμαξε γιατί νόμιζε ότι θα της έκανε παρατήρηση και αυτός «Ευχαριστώ» συνέχισε το σαλιγκάρι «τόσες μέρες χωρίς βροχή κλισμένος στο καβούκι μου έσκασα και πείναγα κιόλας» Η βροχούλα παραξενεμένη ρώτησε «γιατί δεν σε πειράζει η βροχή?» «όχι» της λέει το σαλιγκάρι «χωρίς αυτήν δεν μπορώ να βρω τροφή και δεν μπορώ να γλιστράω και έτσι μένω κλεισμένος στο καβούκι μου». «Μα εγώ νόμιζα ότι όλους τους πειράζει η βροχή και κανείς δεν την θέλει για αυτό όλοι μου φωνάζουν» είπε σχεδόν φοβισμένη η βροχούλα. «Μα τι λες η βροχή χρειάζεται σε πολλούς» είπε το σαλιγκάρι «Να δες τα λουλούδια που φύτρωσαν αν δεν είχες κάνει την βροχή τώρα θα περίμεναν κάτω από το χώμα και δεν θα έβλεπαν την μέρα». Η βροχούλα πήρε θάρρος και είπε «τότε να ρίξω κι άλλη» και ετοιμάστηκε να φέρει πάλι την βροχή. «Όχι όχι» την σταμάτησε το σαλιγκάρι «είπαμε να βρέχει αλλά αν ρίχνεις πολύ βροχή τότε δεν θα φυτρώσει τίποτα γιατί θα πλημυρίσουν όλα και θα πνιγούν» «Τι πρέπει να κάνω καλό μου σαλιγκάρι? Πώς θα ξέρω αν πρέπει να βρέξει ή όχι? Πες μου σε παρακαλώ». Ρώτησε η Βροχούλα. «Λοιπόν άκου κατά αρχάς θα πρέπει κάθε φορά να φέρνεις τα σύννεφο χωρίς βροχή. Μετά θα κάνεις θόρυβο για να ξυπνάνε όσοι δεν έχουν δεί τα σύννεφα και θα ρίχνεις και καμία αστραπή και μετά θα πέφτει η βροχή. Έτσι όλοι θα καταλαβαίνουν και θα κρύβονται να μην βραχούν». ΑΑ ωραία το κατάλαβα» είπε η βροχούλα και έφερε τα σύννεφα, μετά έριξε μερικές αστραπές και βροντές και περίμενε λίγο για να φέρει την βροχή. «μπράβο» φώναξε το σαλιγκάρι «αυτό είναι τα κατάφερες» και κούνησε τις κεραίες του χαρούμενα. «Τώρα να γυρίσω πίσω στην νεράιδοχώρα ή να μην γυρίσω» αναρωτήθηκε δυνατά. «Να γυρίσεις» είπε το σαλιγκάρι «και να τους ζητήσεις συγνώμη για το βρέξιμο που έφαγαν». Η Βροχούλα πήρε τον δρόμο του γυρισμού αφού χαιρέτησε και ευχαρίστησε το σαλιγκάρι και τους άλλους γύρο της που είχαν μαζευτεί για να ακούσουν. Στην νεράιδοχώρα περίμεναν να γυρίσει η βροχούλα αλλά τίποτα είχα χαθεί και η νεράιδα των μωρών που ήταν υπεύθυνη για αυτήν είχε φοβηθεί και ανησυχούσε για την τύχη της. Μερικές νεράιδες κρυφά έλεγαν «Άστιν εκεί που είναι να βρούμε την ησυχία μας» αλλά στην πραγματικότητα όλοι ανησυχούσαν. Όσο πέρναγε η ώρα τόσο ανησυχούσαν περισσότερο και η βασίλισσα έδωσε οδηγίες να βρούν που ήταν κριμένη. Έτσι όλοι τώρα έψαχναν την βροχούλα. Η βροχούλα αφού είχε κάνει πολύ δρόμο σκέφτηκε να κάνει μερικές δοκιμές και έτσι κάθισε σε μια ακρούλα και δοκίμαζε αυτά που έμαθε και τα έλεγε κιόλας. «Σύννεφο, αστραπή, βροντή, βροχή, ήλιος» «Σύννεφο, αστραπή, βροντή, βροχή, ήλιος» «Σύννεφο, αστραπή, βροντή, βροχή, ήλιος» το έκανε ξανά και ξανά. «ΕΕΕ φτάνει αποφάσισε καμιά φορά, μας τρέλανες» ακούστηκε μια φωνή από εκεί δίπλα. Η Βροχούλα τρομαγμένη σταμάτησε και κοίταξε να δεί ποιος μίλησε. Λίγο ποιο εκεί κάτω από κάποια φύλλα ήταν μαζεμένα κάποια έντομα. «ΟΟ συγνώμη» είπε η βροχούλα «έκανα δοκιμές για να μάθω» Από τα φύλα βγήκε ένα σκαθάρι «ΟΟ συγνώμη, έκανα δοκιμές για να μάθω, δεν πάς αλλού να μάθεις εμείς εδώ μάθαμε. Μμμ» είπε το σκαθάρι. Μαζί του βγήκε και μια πράσινη κάμπια που είπε στον σκαθάρι «Άστιν δεν βλέπεις ότι είναι νέα» και γυρνώντας στην βροχούλα συνέχισε «μια χαρά τα πάς μην φοβάσαι πήγαινε στην χώρα σου θα σε χρειάζονται». Η Βροχούλα ζήτησε πάλι συγγνώμη και συνέχισε τον δρόμο της με σκυμμένο το κεφάλι. Μετά από κάποια ώρα έφτασε στην χώρα των νεράιδων και μπήκε στο ξέφωτο που είχε γίνει η συγκέντρωση. Όσοι την έβλεπαν την χαιρετούσαν και την ακολουθούσαν να δούν τι θα πεί που ήταν κριμένη. Όταν έφτασε μπροστά από τα ψιλά φύλλα που ήταν η βασίλισσα σταμάτησε σήκωσε το κεφάλι της και είπε δυνατά να την ακούσου όλοι. «Θέλω να ζητήσω συγγνώμη για ότι σας έκανα. Τώρα έμαθα πώς να χειρίζομαι την βροχή. Θέλω να με ξαναδεχτείτε στο χωριό». Η νεράιδα που ήταν υπεύθυνη για αυτήν την πλησίασε και η βασίλισσα είπε. «Το χωριό είναι και για σένα. Δεν φταις εσύ που δεν ήξερες τι έπρεπε να κάνεις. Η δική σου περιπέτεια μας έμαθα ότι θα πρέπει σε κάθε μωρό να μαθαίνουμε αμέσως πώς να χειρίζεται το χάρισμά του και μάλιστα πολύ νωρίς. Καλώς όρισες βροχούλα». Όλες οι νεράιδες έτρεξαν κοντά της να την δεχτούν και η βροχούλα ήταν πολύ χαρούμενη και ευτυχισμένη. Ήταν άνοιξη και ο Γιωργάκης είχε ανοίξει το παράθυρο στο δωμάτιό του για να μπει ο μυρωδάτος αέρας του πρωινού. Ξαφνικά ένα πουλί ήρθα και κάθισε στο πρεβάζι και άρχισε να κελαηδά. Ο Γιωργάκης ξαφνιασμένος στην αρχή αναρωτήθηκε τι έπαθε το πουλί. Αμέσως όμως κατάλαβε ότι ήταν το πουλάκι που είχε μελώσει εκείνος. «Βρέ καλό τον» είπε «που ήσουν εσύ τόσο καιρό? Με θυμήθηκες?». Το πουλάκι έκανε μια στροφή και πέταξε έξω από το παράθυρο πάλι προς το δέντρο. «Που πας του φώναξε» αλλά το πουλάκι είχε απομακρυνθεί. «Δεν θα ήταν αυτό, άδικα χάρηκα» σκέφτηκε και γύρισε να κάνει τις δουλειές του. Πίσω του όμως άκουσε πάλι κελαιδήματα αλλά αυτήν την φορά περισσότερα. Γύρισε και έμεινε έκπληκτος. Ήταν το πουλάκι που είχε μεγαλώσει ένα άλλο θηλυκό και τρία μικρά να τον κοιτούν και να φωνάζουν. «ΑΑ έφερες την οικογένεια σου» είπε «μπράβο είναι πολύ ωραία» Και πήγε στο γραφείο του πήρε από το πιάτο που είχε το σάντουιτς του το ψωμί και τους το πήγε στο παράθυρο. Τα πουλάκια έφαγαν λιγάκι και άφησαν τον Γιωργάκη να τα χαϊδέψει μετά έφυγαν μακριά, και ο Γιωργάκης γύρισε στις δουλειές του ευχαριστημένος για τον φύλλο του. By chrismad 2 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
chrismad Posted November 3, 2015 Author Share Posted November 3, 2015 (edited) Edited November 3, 2015 by chrismad 1 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Tiessa Posted November 4, 2015 Share Posted November 4, 2015 Το σχεδιάκι σου μου αρέσει πάρα πολύ! Και μάλιστα μπορώ να πω ότι το ασπρόμαυρο μ' αρέσει περισσότερο από το έγχρωμο, Δυστυχώς δεν έχω βρει ακόμα το χρόνο να διαβάσω το κείμενο... αλλά θα επανέλθω κάποια στιγμή. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Ιρμάντα Posted December 9, 2015 Share Posted December 9, 2015 Πολύ όμορφη ιστοριούλα! Ορθογραφικά θα σε συμβουλεύσω να προσέχεις και πάλι, αλλά κατά τα άλλα, μια χαρά παραμυθάκι έγραψες. Μου αρέσουν και οι εικονίτσες που έβαλες. Εσύ τις ζωγραφίζεις; Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
chrismad Posted December 9, 2015 Author Share Posted December 9, 2015 Ναι ορθογραφία έχω πρόβλημα με word διορθώνω (δυσλεξία) Για τις εικόνες μερικές με συμπλήρωμα από ότι μου ταιριάζει στην σκέψη. 1 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Recommended Posts
Join the conversation
You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.