Jump to content

Τα ταξίδια της Αντζελίνας - Το νησί της μοναξιάς


chrismad

Recommended Posts

Όνομα Συγγραφέα: Chris Mad

Είδος: παραμύθι Ηλικίας 10 - 15 ετών

Βία; (Όχι)

Σεξ; (Όχι)

Αριθμός Λέξεων:  11235

Αυτοτελής; (Ναι)

Σχόλια:  Αυτοτελή διηγήματα με πρωταγωνίστρια την Αντζελίνα 

 

                                               Τα ταξίδια της Αντζελίνας - Το νησί της μοναξιάς 

 

Το αυτοκίνητο σταμάτησε έξω από το σπίτι στο χωρίο.

Η Αντζελίνα δεν είναι όσο άλλες φορές χαρούμενη που έρχονταν στο σπίτι του παππού γιατί εκείνη και οι γονείς της έρχονται μόνιμα να εγκατασταθούν στο χωριό.

Μετά τον χαμό του παππού της το σπίτι και τα χωράφια είχαν μείνει για ένα μεγάλο διάστημα χωρίς καμιά προσοχή και καλλιέργεια.

Τα καλοκαίρια έρχονταν και άλλα παιδιά στο χωριό αλλά τον χειμώνα θα ήταν μόνη της μιας και το χωριό δεν έχει παιδιά στην ηλικία της.

Δεν μπορούσε να γίνει αλλιώς αφού ο πατέρας της δεν είχε δουλειά στην πόλη και θα καλλιεργούσε τα χωράφια, εδώ στο χωριό και η μητέρα της θα κρατούσε το μικρό παντοπωλείο του παππού.

Το σχολείο ήταν σε άλλο κοντινό χωριό που κάθε πρωί θα την πήγαινε ο πατέρας της.

«Κατέβα να μεταφέρεις τα πράγματά σου». Της είπε ο πατέρας της  « Να προλάβουμε πρίν έρθει το φορτηγό με τα άλλα»

Άρχισε και ανέβαζε τις κούτες με τα πράγματά της στο δωμάτιο που της είχε δώσει ο παππούς από την πρώτη φορά που θυμάται να ήρθε εδώ. Το δωμάτιο της ήταν στο πίσω μέρος του σπιτιού και είχα ένα μικρό μπαλκόνι που κοίταγε στον κήπο και στο πλάι είχε ένα παράθυρο που έβλεπε στα χωράφια μέχρι το ποτάμι που πέρναγε σαν φίδι ανάμεσα από μια συστάδα δέντρων.

Στον πίσω κήπο είχε και μία αποθήκη η αποθήκη του παππού που ο πατέρας της, της έταξε ότι θα την πάρει εκείνη να την φτιάξει όπως ήθελε για να περνά ευχάριστα τις ελεύθερες ώρες της.

 

Ταχτοποιούσε ακόμα τα πράγματα της όταν άκουσε το φορτηγό να σταματά έξω από την αυλή και κόσμο να μεταφέρουν πράγματα.

Κατέβηκε και μάζεψε όλα τα υπόλοιπα δικά της πράγματα που ήρθαν. Τα υπόλοιπα θα τα έφτιαχναν οι εργάτες.

Αργά το απόγευμα και ενώ είχε τελειώσει σχεδόν βγήκε στο μπαλκονάκι και κάθισε στην καρεκλίτσα που ο παππούς είχε φτιάξει για την πριγκίπισσα του όπως έλεγε … «Η μικρή πριγκίπισσα μου» η μεγάλη και η πρώτη ήταν η γιαγιά που είχε εξαφανιστεί πριν πολλά χρόνια πριν γεννηθεί η Αντζελίνα και που κανείς δεν μίλαγε για αυτό.

Από το μπαλκονάκι της έβλεπε στο βάθος την πλαγιά του βουνού με τα δέντρα που το υπέροχο βαθύ πράσινο χρώμα τους έδιναν μια ηρεμία στο μάτι των ανθρώπων.

Τότε είδε ξανά την αποθήκη και σκέφτηκε ότι είχε ακόμα να την καθαρίσει και να την διαμορφώσει όπως ήθελε «Αυτό θα με ηρεμίσει» σκέφτηκε «Και θα με κάνει να ξεχάσω ότι άφησα πίσω μου τις φίλες μου και ήρθα εδώ στην ερημιά». «Αύριο το πρωί ξεκινάω» αναφώνησε λες και σε κάποιον έπρεπε να το πει.

 

Ο πρωινός ήλιος μπήκε από το παράθυρο στο δωμάτιο της Αντζελίνας και φώτισε το τοίχο δίπλα στο κρεβάτι της.

Η Αντζελίνα ξεφεύγοντας από το όνειρο της, ήρθε σιγά στην πραγματικότητα του δωματίου, στο χωριό και ήρθαν στο μυαλό της οι δουλειές που είχε να κάνει.

Έπρεπε να βοηθήσει τους γονείς τις με την ταχτοποίηση του σπιτιού.

Σηκώθηκε νωχελικά ντύθηκε και ξεκίνησε να κατέβει στο ισόγειο.

Βγαίνοντας από την πόρτα του δωματίου της ομιλίες έφτασαν στα αφτιά της από κάτω και άρχισε να κατεβαίνει ποιο γρήγορα την σκάλα, μπήκε από το Χολ στο σαλόνι του σπιτιού και ήταν εκεί μαζεμένοι πολλοί φίλοι και συγγενείς από το χωριό που είχαν έρθει να βοηθήσουν στις δουλειές.

Η Αντζελίνα τους καλημέρισε και οι περισσότεροι άρχισαν να την αγκαλιάζουν και να την φιλάνε και να την δίνει ο ένας στον άλλον λες και ήταν κουκλάκι που τα παιδιά παίζανε μαζί του.

Η μητέρα της, της είπε να πάει στην κουζίνα να φάει το πρωινό της και ότι δεν θα την χρειαζόντουσαν, μπορούσε να βρει να κάνει κάτι άλλο.

Πήγε στην κουζίνα που ήταν στο πίσω μέρος του σπιτιού, έβαλε ένα ποτήρι γάλα και έφτιαξε ένα τοστ να φάει τα πήρε και βγήκε έξω από την πόρτα της κουζίνας στη πίσω αυλή που είχαν ένα τραπεζάκι με καρέκλες.

Κάθισε σε μια καρέκλα και είδε πάλι την αποθήκη του παππού, θυμήθηκε ότι αυτή είχε να φτιάξει και έτσι θα ξέφευγε από όλους τους συγγενείς στο σπίτι και θα πέρναγε την ώρα της με κάτι διαφορετικό.

Όταν τελείωσε το πρωινό της πήγε στο δωμάτιο της και έβαλε τα ρούχα δουλειάς, ένα σορτσάκι με τιράντες και μια μπλούζα λες και ήταν αγρότισσα σε φάρμα.

 

Η Αντζελίνα πήρε το κλειδί της αποθήκης που κρεμόταν στην ντουλάπα κάτω από την σκάλα και βγήκε από την πόρτα της κουζίνας. Στο μυαλό της ήρθε ο παππούς που πήγαιναν εκεί όταν ήθελε να επιδιορθώσει κάποια ζημιά στο σπίτι και την έπαιρνε μαζί του πάντα της περιέγραφε τι έκανε για να μαθαίνει «Πρέπει πάντα να βλέπει τι κάνουν οι άλλοι και να μαθαίνεις ποτέ δεν ξέρεις τι από αυτά θα σου χρειαστούν» έλεγε και η Αντζελίνα τον ακολουθούσε και πρόσεχε τι κάνει.

Η πόρτα έτριξε ανοίγοντας μιας και είχε πολύ καιρό να ανοίξει ο χώρος γνώριμος, ήταν όπως τον ήξερε, αλλά  πολύ σκονισμένος.

Η ντουλάπα με τα εργαλεία του παππού δίπλα το μεγάλο παλιό μπαούλο και γωνία μια ραφιέρα.

Στον διπλανό τοίχο ένας καναπές με σκαλιστά μπράτσα και παλιό ύφασμα αλλά καλά διατηρημένο με ανάγλυφα λουλούδια, και δίπλα του μια συρταριέρα που επάνω της είχε πάντα κάτι ποτήρια σκεπασμένα με πετσετάκι.

Στον τρίτο τοίχο είχε έναν μεγάλο καθρέπτη με βαρύ ξύλινο πλαίσιο με σκαλίσματα και παραστάσεις που πάντα θυμόταν η Αντζελίνα άλλες να δείχνουν βουνά, άλλες δάσος, άλλες κάστρα, πάντα τις έβλεπε και το μυαλό της πήγαινε στα παραμύθια που της έλεγε ο παππούς.

Δίπλα τον καθρέπτη ένα παράθυρο που έβλεπε στην πίσω αυλή του σπιτιού και στην γωνία ένα μικρό νιπτηράκι με ραφάκια και από τις δύο πλευρές.

Στην πλευρά της πόρτα και δίπλα της ήταν ένα παγκάκι που έφτανε μέχρι το δεύτερο παράθυρο που έβλεπε στην πίσω πλευρά του σπιτιού. Στο κέντρο του δωματίου το μεγάλο ξύλινο τραπέζι με την βαριά ξύλινη καρέκλα του παππού και ένας πάγκος από την άλλη μεριά του τραπεζιού.

 

Πρώτη δουλειά της Αντζελίνας ήταν να ανοίξει τα παράθυρα να μπει φρέσκος αέρας παρόλο που στο δωμάτιο είχες την αίσθηση ότι πάντα μύριζε ένα ελαφρύ άρωμα λουλουδιών λες και ήταν πάντα άνοιξη.

Η Αντζελίνα πήγε στο σπίτι και έφερε καθαριστικά θα το έκανε κουκλίστικο να κάθετε να διαβάζει εκεί σκέφτηκε και άρχισε να ξεσκονίζει με την σειρά τα έπιπλα. Όταν έφτασε στην συρταριέρα είδε ότι ήταν κλειδωμένα τα συρτάρια τότε θυμήθηκε ότι δεν είχε δει ποτέ τι είχαν μέσα, δεν τα είχε ανοίξει ποτέ ούτε είχε δει τον παππού να τα ανοίγει. Έψαξε γύρο μήπως έβρισκε το κλειδί αλλά δεν το βρήκε πήγε μέχρι το σπίτι να ρωτήσει την μητέρα της αλλά και εκείνη δεν θυμόταν να έχει κλειδί και που ήταν έτσι άπραγη γύρισε στην αποθήκη να συνεχίσει το καθάρισμα και το ψάξιμο.

«Να συνεχίσω το καθάρισμα και θα ψάξω μετά» σκέφτηκε έτσι και αλλιώς θα είχε πολύ καιρό στην διάθεση της να ψάξει.

Άρχισε να ξεσκονίζει την συρταριέρα μέχρι που το χέρι της πήγε στην πίσω πλευρά και ακούμπησε κάτι, ένας ήχος ακούστηκε σαν να ξεκλειδώνει μεγάλη πόρτα και εκείνη τραβήχτηκε τρομαγμένη.

Δοκίμασε να ανοίξει το πρώτο συρτάρι από τα τέσσερα που είχε και αυτό άνοιξε μέσα είχε πολλές ζωγραφιές με παραστάσεις από δάση κάστρα βουνά πριγκηπέσες και βασιλιάδες, «Θα είναι από κάποιον ζωγράφο σκέφτηκε που έκανε ζωγραφιές για παραμύθια» τις έβαλε πάλι μέσα και έκλισε το συρτάρι άνοιξε το δεύτερο είχε μέσα πολλές σημειώσεις σε παλιά χαρτιά και κάποιους χάρτες ζωγραφισμένους με μολύβι πρόχειρα αλλά καλά φτιαγμένους.

Τα άλλα δύο συρτάρια είχαν μέσα διάφορα παλιά αντικείμενα γάντια μαντίλια ζωγραφισμένα με σήματα και γράμματα, πένες, μενταγιόν ακόμα και ποτηράκια κρασιού όλα σκαλιστά.

Κοιτάζοντάς τα στο βάθος του ενός συρταριού είχε ένα ξύλινο μακρόστενο κουτί με σκάλισμα το έβγαλε και προσπάθησε να το ανοίξει αλλά και αυτό κλειδωμένο, το έβαλε στη άκρη και βάλθηκε να θαυμάζει τα υπόλοιπα πράγματα.

Η ώρα πέρασε χωρίς να το καταλάβει και η φωνή της μητέρας της για το μεσημεριανό την έκανε να σταματήσει το ψάξιμο να κλείσει τα συρτάρια και να βγει από το σπιτάκι, πριν κλείσει την πόρτα θυμήθηκε ότι δεν κλείδωσε την συρταριέρα και γύρισε την έκλεισε και βγήκε από το σπιτάκι.

 

Μετά το μεσημεριανό πήγε βιαστικά πίσω στο σπιτάκι για να συνεχίσει ξεκλείδωσε την συρταριέρα και άνοιξε αυτή την φορά το συρτάρι με τις σημειώσεις. Πήρε το πρώτο που είδε, ήταν ένα πακετάκι με σημειώσεις  και άρχισε να διαβάζει «Στο τέλος του δρόμου για την ανατολή είναι το σπίτι του σιδερά πρέπει να προστατέψουμε τον γιό του. Αυτός θα φέρει την ειρήνη και την ηρεμία στο βασίλειο»

Το επόμενο στο πακετάκι έγραφε «Ο νέος αυτός έχει πολύ ψυχική δύναμη, πράγματι είναι ένας ηγέτης που θα ενώσει όλους πίσω του. Θα τον βοηθήσουμε γιατί αξίζουν όλοι στο βασίλειο»

Το άλλο είχε έναν χάρτη ζωγραφισμένο που ήταν ένα κάστρο ένα χωριό δίπλα του και στην πεδιάδα ήταν σαν να είχαν ζωγραφίσει στρατούς και σκηνές με ένα δάσος στην άκρη.

Το τελευταίο είχε ένα σχέδιο σαν σφραγίδα που απεικόνιζε ένα άλογο να στέκετε στα δύο πίσω πόδια του και από πάνω κυκλικά «Βασίλειο του δράκου» και από κάτω οριζόντια την λέξη «Κέρον»

Κάτω από την σφραγίδα έγραφε «Ο νέος βασιλείας στέφθηκε σήμερα και ένωσε όλα τα βασίλεια της περιοχής ο λαός θα περάσει ειρηνικά χρόνια με ευημερία. Άξιζε τελικά τον κόπο Ο Κέρον είναι υπέροχος σαν βασιλιάς και σαν άνθρωπος.»

Συνέχισε να διαβάζει άλλα τέτοια πακετάκια με σημειώματα που έγραφαν για κάστρα, νεράιδες, πολέμους, φιλίες, ταξίδια στο τέλος πήρε στα χέρια της ένα που έγραφε για το σκοτεινό δάσος που οι ξυλοκόποι έφτιαξαν ένα ξύλινο κουτί με σκαλίσματα και το έκαναν δώρο σε αυτόν που έγραφε το σημείωμα «οι ξυλοκόποι μου έδωσαν τότε ένα κουτί πολύ όμορφο για να τους θυμάμαι, να θυμάμαι το σκοτεινό δάσος που πλέων ήταν ολάνθιστο και τα ζώα και τα πουλιά είχαν επιστρέψει και δώσει σε αυτό μια νέα ζωή.

Ο ξυλοκόπος Κάρδαμος μου είπε ότι το κουτί αυτό ανοίγει μόνο σε όποιον έχει αγνή και καλή καρδιά όπως εσύ πες το όνομά μου και αυτό θα αποφασίσει αν θα σε δεχτεί.»

Ασυναίσθητα η Αντζελίνα είπε σχεδόν ψιθυριστά το όνομα του ξυλοκόπου «Κάρδαμος» και το κουτί άνοιξε σιγά, αθόρυβα.

Τα χέρια της Αντζελίνας σήκωσαν το καπάκι τρεμάμενα από την περιέργεια αλλά και από ένα ασυναίσθητο φόβο για το τι θα δει μέσα.

Ένα ξύλινο ραβδί εμφανίστηκε ένα κομμάτι κλαδί παλιό με κάποιους ρόζους αλλά καθαρό και απαλό. Στο καπάκι του κουτιού σκαλισμένες κάποιες λέξεις

« κάμπο σαμπό ρίμες ράλια λιμό».

Η Αντζελίνα τις διάβασε αλλά δεν καταλάβαινε τι θα μπορούσε να σημαίνουν πήρε το ραβδί στα χέρια της και άρχισε να το επεξεργάζεται και στο μυαλό της ήρθαν πάλι οι λέξεις

«ΚΑΜΠΟ ΣΑΜΠΟ ΡΙΜΕΣ ΡΑΛΙΑ ΛΙΜΟ»

 τίποτα δεν έγινε αλλά στο δωμάτιο ένα αεράκι θαλασσινό ένιωσε να την χαϊδεύει και γύρισε πίσω της ασυναίσθητα προς τον καθρέπτη που ήταν πίσω από την πλάτη της.

Τρομαγμένη ήθελε να σηκωθεί και να τρέξει αλλά λες και τα πόδια της ήταν καρφωμένα δεν το έκανε απλά σηκώθηκε σιγά από την καρέκλα της με τα μάτια της καρφωμένα στον παλιό καθρέπτη που τώρα ήταν ένα κενό και από μέσα του έβλεπε μια παραλία με άμμο και στην άκρη να ξεπροβάλουν κάποια κλαδιά και δέντρα.

Μαγεία σκέφτηκε ο παππούς της ήταν μάγος? Ήταν από κάποιον άλλον? οι γονείς της το ήξεραν? Τι έκρυβε ο παππούς της ή μήπως δεν ήξερε ούτε αυτός τίποτα.

Πλησίασε τον καθρέπτη και δειλά άπλωσε το χέρι της στο κενό που πέρασε μέσα και ένιωσε τον ήλιο στο χέρι της. Πλησίασε ακόμα ποιο πολύ πέρασε το κεφάλι της και άκουσε το κυματάκι, πουλιά να πατάνε φωνάζοντας κάπου μακριά και ένοιωσε τον ήλιο στο πρόσωπο της. Τραβηχτικέ και απομακρύνθηκε πάλι άνοιξε το καπάκι στο κουτί και διάβασε πάλι

«ΚΑΜΠΟ ΣΑΜΠΟ ΡΙΜΕΣ ΡΑΛΙΑ ΛΙΜΟ»

σήκωσε το κεφάλι της και η παραλία είχε φύγει ήταν πάλι ο παλιός καθρέπτης να βλέπει τον εαυτό της.

Τι ήταν αυτό ήταν όνειρο ή πραγματικότητα γύρισε στην συρταριέρα και βάλθηκε να διαβάζει με περισσότερη μανία τα σημειώματα μήπως βρει κάποια εξήγηση αλλά τίποτα, όλα ήταν με τον ίδιο τρόπο γραμμένα περιέγραφαν κάποιες ιστορίες.

Σκέφτηκε ότι έπρεπε να το πει στους γονείς της αλλά αμέσως το μετάνιωσε αν δεν έπρεπε αν αυτός που έκρυβε ένα τέτοιο μυστικό είχε τους λόγους του, θα έπρεπε πρώτα να ψάξει μόνη της και μετά θα αποφάσιζε αν έπρεπε να τους το πει.

Με αυτές τις σκέψεις και επειδή είχε περάσει η ώρα κλείδωσε την συρταριέρα και γύρισε στο σπίτι. Όλο το βράδυ δεν μπορούσε να ησυχάσει στο κρεβάτι της αλλά και στα μικρά διαστήματα ύπνου που έκανε έβλεπε εικόνες, τον καθρέπτη, κάστρα, δάση, παραλίες και ξύπναγε.

 

Την άλλη μέρα το πρωί οι γονείς της θα πήγαιναν στην κοντινή μεγαλύτερη πόλη για ψώνια και την ρώτησαν αν ήθελε να πάει μαζί τους αλλά εκείνη δεν είχε όρεξη για βόλτες είχε να ξεδιαλύνει ένα μυστήριο έτσι οι γονείς της ξεκίνησαν και η Αντζελίνα έτρεξε στην αποθήκη για την εξερεύνηση της.

Άνοιξε την συρταριέρα και έβγαλε το κουτί από μέσα πήρε στα χέρια της το ραβδί και κοντοστάθηκε «Να ανοίξω την πόρτα και να πάω στην άλλη μεριά να δω αλλά αν δεν μπορέσω να ξαναγυρίσω ? αν χρειαστώ βοήθεια μήπως να πάρω μερικά πράγματα μαζί μου? Τι μπορεί να χρειαστώ?» Έτσι έτρεξε στο σπίτι και πήρε ένα σακίδιο πλάτης που είχε για τις βόλτες της και βάλθηκε να κοιτά γύρο της τι μπορεί να χρειαστεί στο περίεργο ταξίδι της.

Κατέβηκε στο σπιτάκι και άνοιξε την ντουλάπα με τα εργαλεία του παππού και πήρε ένα  φακό που για καλή της τύχει δούλευε ακόμα, ένα σουγιά αυτόν που χρησιμοποιούσε ο παππούς για την κηπουρική, ένα σκαλιστήρι μικρό που της έδινε ο παππούς για να κάνει δουλειές στον κήπο, πήγε στο σπίτι και πήρε εάν μαντίλι που είχε στην ντουλάπα της, ένα μπουκαλάκι νερό, μερικά μπισκότα, τον μεγεθυντικό της φακό, ένα μπλοκάκι και μολύβι. Ετοίμασε το σακίδιο της και πήρε πάλι το κουτί στα χέρια της το άνοιξε πήρε το ραβδί και διάβασε από το καπάκι.

«ΚΑΜΠΟ ΣΑΜΠΟ ΡΙΜΕΣ ΡΑΛΙΑ ΛΙΜΟ»

Ο καθρέπτης έφυγε και η παραλία φονικέ μπροστά της αλλά αυτή την φορά ο Ήλιος ήταν από την μεριά που κοίταγε ο καθρέπτης και έδινε με τις ακτίνες του ένα βαθύ μπλε χρώμα στην θάλασσα. Η Αντζελίνα πέρασε αργά με προσοχή το κεφάλι της στην άλλη μεριά και ένιωσε στο πρόσωπο της την πρωινή αύρα της θάλασσας, με αργές κινήσεις πέρασε ολόκληρη από την άλλη μεριά στάθηκε και κοίταξε γύρο της ήταν κάτω από έναν αρκετά ψηλό βράχο που η πλευρά που βγήκε ήταν κάθετη και επίπεδη. Δεξιά της ξεκίναγαν τα δέντρα πίσω από την άμμο της παραλίας και στο βάθος η παραλία έκανε μια στροφή που χανόταν πίσω από τα δέντρα.

Έκανε μερικά βήματα κοιτάζοντας με προσοχή όλα γύρο της και όταν ένιωσε σίγουρη άνοιξε πάλι το κουτί και ξαναδιάβασε τις λέξεις το πέρασμα πίσω της έκλισε και έμμηνε μόνο ο κάθετος βράχος. Δοκίμασε αν ξανανοίγει διάβασε πάλι τις λέξεις και το πέρασμα ξανάνοιξε «ωραία (σκέφτηκε) άρα δεν θα ξεμείνω εδώ» και ξανάκλεισε το πέρασμα.

Η Αντζελίνα ξεκίνησε να περπατά παράλληλα με την παραλία και τα δέντρα προς το κέντρο της. Από μακριά ακούγονταν κάποια κελαδήματα πουλιών και το κυματάκι να τελειώνει το μακρινό ταξίδι του στην παραλία. Ήθελε να φτάσει εκεί που έκανε στροφή η παραλία για να δει τι υπάρχει από πίσω μήπως και βρει κάποιους κατοίκους να μάθει για αυτό το μέρος αλλά όταν σχεδόν είχε φτάσε είδε στην άκρη του δάσους δύο βράχους να σηματοδοτούν ένα μονοπάτι κάποιοι τους είχαν βάλει εκεί, ήταν σαν πύλη για το μονοπάτι προχώρησε για εκεί και μπήκε δειλά στο μονοπάτι.

«Πρέπει να κρατάω σημειώσεις» σκέφτηκε «για να μπορώ να βρω τον δρόμο τις επιστροφής» βγήκε ξανά στην παραλία έβγαλε το μπλοκάκι της έγραψε για τους βράχους και έκανε και ένα πρόχειρο σχέδιο, τότε της ήρθε στο μυαλό τα σχέδια που έβλεπε στην συρταριέρα και κατάλαβε ότι αυτός που τα έκανε πρέπει να έκανε τέτοια ταξίδια αλλά ποιος ήταν, ήταν ο παππούς ή κάποιος άλλος από την οικογένεια.

Μπήκε πάλι στο μονοπάτι και προχώρησε κοιτάζοντας γύρο της. Το δάσος πυκνό αλλά μπορούσες να περάσεις λίγο ποιο μετά είδε κάτι περίεργο κάποια δέντρα είχαν κοπή τους είχαν κάνει μυτερή την μια άκρη και τα είχαν στερεώσει καλά πλάγια έτσι ώστε η μύτη να βλέπει προς την παραλία «έτσι δεν έκαναν στα παραμύθια που διάβαζα έξω από τα κάστρα για να σταματήσουν τον εχθρό» σκέφτηκε «θα έχουν φαίνετε πολέμους και εδώ, ελπίζω να μην με περάσουν για εχθρό».

Το μονοπάτι συνεχιζόταν αρκετά ακόμα αλλά μετά από λίγα λεπτά η Αντζελίνα είδε ότι το δάσος τελείωνε και ένα ξέφωτο φαινόταν. Έφτασε στην άκρη του δάσους και κοίταξε το ξέφωτο ήταν πολλά μέτρα κενό χωρίς δέντρα ή βράχους και μετά ξεκίναγε ξανά το μονοπάτι σε μια πλαγία και ανέβαινε έναν λόφο που στην κορφή του λόφου είδε κάποια κτίσματα « εκεί θα είναι το χωριό» μονολόγησε αλλά δεν ήξερε αν έπρεπε να συνεχίσει ή να γυρίσει πίσω στο σπίτι τις από την μια φοβόταν για το τι μπορούσε να συμβεί αλλά και από την άλλη η περιέργεια της και το ότι το κουτί την διάλεξε της έδινε ένα σημάδι να συνεχίσει. Πήρε την απόφασή της και πέρασε το ξέφωτο και άρχισε να ανεβαίνει το μονοπάτι. Το μονοπάτι έκανε στροφές σαν να ήταν ένα φίδι που σκαρφάλωνε τον λόφο. Όταν ανέβηκε το περισσότερο κομμάτι άκουσε από ποιο πάνω μια φωνή «Καλό δρόμο να έχεις ταξιδιώτισσα» σήκωσε το κεφάλι της και ένας άντρας με ένα κοντάρι ήταν ψηλά και την κοίταγε, «Καλός σας βρήκα» φώναξε με την φωνή της να έχει λίγο φόβο και αβεβαιότητα συνεχίζοντας την ανάβαση της.

 

Όταν έφτασε επάνω παρατήρησε ότι η κορφή του λόφου ήταν από πέτρα αλλά κάποιος την είχε στήσει έτσι ώστε να μην φαίνετε σαν τοίχος αλλά σαν να ήταν από φυσικού της εκεί.

Πέρασε μια πύλη ανάμεσα στα βράχια και βρέθηκε στην άκρη ενός χωριού, με δρόμους σπίτια και κόσμο να περπατάει και να κάνει τις δουλειές του αμέριμνος.

«Από πού μας έρχεσαι και πώς σε λένε» ρώτησε ο άντρας

«Από πολύ μακριά και με λένε Αντζελίνα» απάντησε εκείνη τότε ο άντρας κάνοντας λίγο στην άκρη της είπε «Έλα να σε συνοδέψω στον βασιλιά μας. Θέλει να σε γνωρίσει και να σου προσφέρει αγαθά από τον τόπο μας».

Η Αντζελίνα ακολούθησε τον άντρα μπήκαν σε έναν φαρδύ δρόμο στο χωριό πηγαίνοντας προς το κέντρο του. Στην διαδρομή οι χωρικοί γύριζαν την έβλεπαν και την χαιρετούσαν με το κούνημα του κεφαλιού εκείνη ανταποκρινόταν σαν να έλεγε σε όλους καλημέρα.

Ο δρόμος στο τέλος του χωριζόταν στα δύο άλλους κάνοντας μια διχάλα και στο κενό που άφηνε υπήρχε ένα σπίτι μεγαλύτερο από τα άλλα αλλά όχι ποιο ψηλό ούτε είχε κάτι ξεχωριστό για να δείχνει κάτι ιδιαίτερο. Ο άντρας της έδειξε μια είσοδο σε μια χαμηλή αλέα που ήταν στις άκρες των δύο δρόμων και περιέφραζε το σπίτι πέρασαν και μπήκαν σε μια αυλή με χαμηλά πολλά λουλούδια αρκετά από αυτά η Αντζελίνα δεν τα είχε ξαναδεί έμοιαζαν με κάποια της αυλής του παππού αλλά είχαν κάτι διαφορετικό.

Πέρασαν ένα δρομάκι και έφτασαν στην πόρτα του σπιτιού που ήταν στην γωνία του μιας και το σπίτι ακολουθούσε σε σχήμα την διχάλα του δρόμου που είχαν περάσει.

Στην αρκετά μεγάλη πόρτα ήταν ένας άλλος άντρας αυτός δεν κράταγε τίποτα την καλωσόρισε και τις έδειξε να περάσει στο εσωτερικό ο πρώτος άντρας γύρισε και έφυγε χωρίς να πει ούτε μια λέξη.

Μπήκαν σε ένα τριγωνικό δωμάτιο που είχε κάποια έπιπλά στους τοίχους του όλα φτιαγμένα από δέντρα αλλά πολλά με σκαλίσματα και πολύ περιποιημένα στον απέναντι τοίχο είχε τρείς πόρτες ο άντρας της έδειξε αυτήν δεξιά που ήταν και λίγο ανοιχτή και προχώρησε προς εκεί.

Σταμάτησε έξω από την πόρτα και της έγνεψε να περιμένει, μπήκε εκείνος και σχεδόν αμέσως ακούστηκαν ομιλίες μια γυναικεία φωνή να πλησιάζει και ανοίγοντας την πόρτα να λέει «Πέρνα κοπέλα μου πέρνα στο αρχοντικό μας» μια γυναίκα εμφανίστηκε στην πόρτα όμορφη με ωραία καλοφτειαγμένα ρούχα και ένα χαμόγελο που σου πρόσφερε μια ζεστασιά. Ο άντρας είχε κάνει στην άκρη και μόλις μπήκε η Αντζελίνα αυτός βιάστηκε να εξαφανιστεί κλίνοντας πίσω του την πόρτα.

Το δωμάτιο ήταν αρκετά μεγάλο με πολλά έπιπλα που επάνω τους είναι χρυσά και μπρούτζινα κηροπήγια, αγάλματα μπόλ και μέσα στο κέντρο του είχε ένα κενό χώρο στην απέναντι πλευρά ένα μεγάλο τραπέζι με πολλές καρέκλες, κολόνες στήριζαν την οροφή, μεγάλα παράθυρα στον δεξιά τοίχο που έβλεπαν στην αυλή και στον αριστερό σε υπερυψωμένο χώρο δύο μεγάλες πολυθρόνες που στην μία καθόταν ένα ψηλός γεροδεμένος άντρας.

Η γυναίκα κατευθύνθηκε προς αυτόν και απευθυνόμενη στην Αντζελίνα της λέει με δυνατή καθαρή φωνή «Ο άρχοντας και βασιλιάς του νησιού της μοναξιάς Μάσιμος και εγώ είμαι η γυναίκα του  Αράτη. Θα θέλαμε να μας πεις πώς σε λένε και από πού έρχεσαι στο νησί μας».

Η Αντζελίνα έκανε μια ελαφριά υπόκλιση, έτσι είχε διαβάσει στα παραμύθια ότι κάνουν και απάντησε «Το όνομά μου είναι Αντζελίνα και έρχομαι από πολύ μακριά μία πολιτεία που την ονομάζουνε ( το μυαλό της δούλεψε γρήγορα έπρεπε να πει ένα μέρος που δεν θα δημιουργούσε μεγάλες απορίες) …. Επάνω χωριό» είπε «βρέθηκα εδώ ταξιδεύοντας να γνωρίσω τον κόσμο και τους λαούς του»

Ο βασιλιάς σηκώθηκε από την θέση τους της έδειξε ένα κάθισμα και είπε «Καλωσόρισες στο νησί μας ταξιδιώτισσα. Είμαστε φιλόξενος λαός στους ξένους αλλά θα ήθελα να μου πεις πώς πέρασες από τα τέρατα της θάλασσας μέχρι εδώ»

Η έκπληξη της Αντζελίνας ήταν ολοφάνερη είχε πολλά καινούργια να επεξεργασθεί στο μυαλό της πρώτα, ότι ήταν νησί και δεύτερον είχε τέρατα στην θάλασσα. Τι ήταν αυτό το νησί γιατί το ραβδί την έστειλε εδώ, τι πρέπει να πει δεν θα πρέπει να φανερώσει το μυστικό της για το ραβδί και τον καθρέπτη.

Κατευθύνθηκε προς το κάθισμα που τις είχε δείξει ο βασιλιάς έτσι θα κέρδιζε και λίγο χρόνο να σκεφτεί καλύτερα την απάντηση που πρέπει να δώσει κάθισε.  Κάθισαν και ο βασιλιάς με την βασίλισσα στους θρόνους τους.

«Είναι μεγάλη ιστορία» είπε το μυαλό της έψαχνε με μανία μια δικαιολογία πως μπορεί να το φτάσει κανείς και τι τέρατα ήταν αυτά «με άφησε ένα καράβι ανοιχτά σε μια βάρκα και βγήκα την παραλία αλλά τέρατα δεν είδα. Τώρα καταλαβαίνω γιατί ο καπετάνιος δεν ήθελε να με φέρει ποιο κοντά στην ακτή και με παράτησε στην βάρκα χωρίς να μου δώσει όλα μου τα πράγματα», « Δεν ήξερα για το νησί και για τέρατα πήγαινα σε άλλο προορισμό και όταν από μακριά είδα το νησί ζήτησα να το επισπευτώ. Στην αρχή ο καπετάνιος δεν ήθελε ούτε καν να αλλάξει πορεία αλλά μετά από πολύ συζήτηση άλλαξε γνώμη.  Μου είπε ότι δεν θα βγει στην παραλία αν ήθελα να μου δώσει μια βάρκα να βγω μόνη μου στο νησί» το βλέμμα του βασιλιά είχε ακόμα μια απορία αλλά ήταν ποιο ήρεμο τώρα μάλλον το πίστεψε μιας και δεν μπορούσε να φανταστή την αλήθεια.

«Θα σε φιλοξενήσουμε εμείς αλλά μάλλον θα πρέπει να βρεις ένα σπίτι στην πόλη μας μιας και δεν νομίζω ότι θα μπορέσεις να ξαναφύγεις από το νησί. Κανένα πλοίο δεν έρχεται πια εδώ από τότε που τα τέρατα γυρνάνε στα νερά του νησιού και φυσικά δεν έχουμε ούτε περιμέναμε επισκέψεις. Χαιρόμαστε που ήρθες και θα ήθελα να μάθω ότι ξέρεις για τον έξω κόσμο μιας και έχεις ταξιδέψει πολύ.»

Σε αυτό το σημείο τον διέκοψε η γυναίκα του «Η ταξιδιώτισσα μας θα είναι κουρασμένη από το ταξίδι θα πρότεινα να πάει να ξεκουραστεί και θα έχει χρόνο να μας διηγηθεί τις ιστορίες της».

Και χωρίς να περιμένει τον βασιλιά να συμφωνήσει σηκώθηκε και άπλωσε το χέρι της στην Αντζελίνα  «Από εδώ καλή μου, έλα» Η Αντζελίνα σηκώθηκε έκανε μια υπόκλιση και ακολούθησε την βασίλισσα.

 

Βγήκαν από μια πλαϊνή πόρτα σε έναν μεγάλο διάδρομο που και στις δύο πλευρές είχε πόρτες και ανάμεσα τους κάντρα με πορτραίτα αντρών και γυναικών σε κάθε πίνακα από πάνω υπήρχε και ένα φαναράκι που μέσα μία μικρή φλόγα φώτιζε τον πίνακα και τον χώρο. Φαντάστηκε ότι θα ήταν οι παλιοί βασιλιάδες του νησιού. Πήγαν σχεδόν στο τέλος του διαδρόμου και η βασίλισσα άνοιξε μια πόρτα, μπήκαν σε ένα μεγάλο δωμάτιο.

Το δωμάτιο είχε ένα μεγάλο κρεβάτι με δύο κομοδίνα, στον αριστερό τοίχο που ήταν και η πόρτα που μπήκαν είχε μια ντουλάπα με καθρέπτη, ένα τραπεζάκι με δύο καρέκλες στον δεξιό τοίχο κάτω από ένα παράθυρο με ωραίες κουρτίνες και στην άλλη μεριά μια δεύτερη πόρτα. Ένα φώς κρεμόταν από το ταβάνι με τρία φαναράκια.

Η βασίλισσα κατευθύνθηκε προς την πόρτα και της είπε «εδώ μπορείς να κάνεις ένα μπάνιο για να ξεκουραστείς» και άνοιξε την πόρτα μετά πηγαίνοντας προς την κεντρική πόρτα του δωματίου έδειξε ένα στρογγυλό κουμπί που γυρίζοντας το μικρές φλόγες βγήκαν στα φαναράκια του φωτιστικού στο ταβάνι «από εδώ ανάβεις και σβήνεις το φώς» είπε.

Και γυρίζοντας προς την Αντζελίνα την κοίταξε με μάτια όλο εξυπνάδα και της λέει «εμείς πρέπει να τα πούμε μετά λίγο μόνες μας. Ξεκουράσου λίγο και όταν είσαι έτοιμη τράβα αυτό το κορδόνι και θα έρθει ο υπευθύνως του αρχοντικού να σε φέρει σε μένα. Θα τα πούμε μετά.» γύρισε και έφυγε κλίνοντας την πόρτα πίσω της.

Η Αντζελίνα έμεινε μόνη της στο δωμάτιο να κοιτά γύρο της και σκέψεις να γυρίζουν στο μυαλό της. Πήγε προς το μπάνιο άνοιξε την πόρτα και κοίταξε μέσα είχε μια στρογγυλή από ξύλο σαν μισό βαρέλι μπανιέρα και απέναντι είχε ένα μικρότερο ξύλινο νιπτηράκι και δίπλα ένα σε σχήμα οβάλ αλλά πολύ χαμηλό. Και τα τρία είχαν σωληνάκια με στρογγυλούς διακόπτες όλα ξύλινα άνοιξε αυτόν στο νιπτηράκι και νερό έτρεξε αμέσως. Γύρισε στο δωμάτιο κάθισε σε μια καρέκλα και οι σκέψεις ξεχείλισαν. Για αυτό είναι όλα σχεδόν ξύλινα δεν μπορεί να φέρει εδώ κανείς κάτι άλλο από τον έξω κόσμο όλα τα έφτιαχναν μόνοι τους αλλά δεν τους έλειπε και τίποτα από ότι έβλεπε. Τι τέρατα ήταν αυτά και γιατί ήρθε εκείνη εδώ? Η βασίλισσα έδειξε ότι δεν την πίστεψε για το πώς ήρθε αλλά της άφησε χρόνο να σκεφτεί τι ήξερε?

Έπρεπε να μάθει περισσότερα και γρήγορα θα έπρεπε να γυρίσει σπίτι της πρίν οι γονείς της γυρίσουν από τα ψώνια αν δεν την βρουν εκεί θα τρελαθούν από την ανησυχία τους.

 

Η Αντζελίνα ετοιμάστηκα γρήγορα και τράβηξε το κορδόνι για να έρθουν να την πάνε στην βασίλισσα σε ελάχιστο χρόνο η πόρτα χτύπησε η Αντζελίνα την άνοιξε και ήταν ο άντρας που είχε γνωρίσει πριν στο σπίτι «Ελάτε παρακαλώ δεσποινίς»  της είπε « η μεγαλειοτάτη σας περιμένει» και ξεκίνησε να προχωρά στον διάδρομο η Αντζελίνα τον ακολούθησε σιωπηλή έφτασαν στην μέση του διαδρόμου και στάθηκε χτύπησε μια πόρτα και αμέσως από μέσα ακούστηκε η βασίλισσα να λέει «περάστε» ο άντρας έκανε στην άκρη και άφησε την πόρτα να περάσει η Αντζελίνα εκείνη πέρασε στο δωμάτιο. Ήταν ένα μικρό σαλόνι πάντα με ξύλινα έπιπλά αλλά με πολύ γούστο διακοσμημένο φαινόταν ότι ήταν το δωμάτιο για να κάθετε η βασίλισσα τον ελεύθερο χρόνο της.

«Κάθισε αγαπητή μου» είπε η βασίλισσα και έδειξε μια καρέκλα στο σαλονάκι αμέσως σέρβιρε σε ένα ποτήρι έναν χυμό που ήταν μέσα σε μια κανάτα το έδωσε στην Αντζελίνα, κάθισε καλύτερα στον καναπέ περνώντας το ποτήρι της στο χέρι.

«Το νησί μας ήταν από τα ποιο εμπορικά κάποτε. Καράβια έρχονταν και σταματούσαν σαν ενδιάμεσο σταθμό στα ταξίδια τους. Βλέπεις είναι στην μέση του ωκεανού και ήταν ένα μέρος για να ανεφοδιαστούν και να ξεκουραστούν οι ναυτικοί.  Τότε τα καλά χρόνια ήταν πλούσιο μέρος και είχαμε όλα τα καλά, αλλά και το νησί βγάζει πολλά που δεν υπήρχαν σε άλλα μέρη. Ο χυμός είναι από φρούτα που δεν υπάρχου αλλού και είναι πολύ θρεπτικός.

 Η μέρα που εμφανιστήκαν τα τέρατα έχει μείνει στην μνήμη όλων. Εγώ τότε ήμουν μικρή ήμασταν όλα τα παιδιά στο σχολείο βλέπεις εμείς εδώ δεν ξεχωρίζουμε πλούσιος. φτωχός, άρχοντας και ξαφνικά φωνές και τον κόσμο να τρέχει. Μας πήραν από το σχολείο και μας ανέβασαν στον λόφο για να γλυτώσουμε. Τότε στον λόφο ήταν οι αποθήκες μας. Πολλοί σκοτωθήκαν εκείνες τις μέρες. Δεν ξέρουμε από πού ήρθαν αυτά τα τέρατα αλλά από τότε κανείς δεν μπόρεσε να ξαναέρθει στο νησί ούτε και να φύγει.

Θέλω τώρα να μου πεις πραγματικά πώς ήρθες εδώ χωρίς να σε πιάσουν τα τέρατα πώς τα ξεγέλασες και γιατί ήρθες τι θέλεις από εμάς.»

Η Αντζελίνα άκουγε και σκεφτόταν γρήγορα πως θα πρέπει να το χειριστεί αλλά έπιασε τον εαυτό της να ξεκινά να μιλήσει χωρίς να έχει κανονίσει τι θα τις πει «Δεν ξέρω γιατί δεν με πείραξαν τα τέρατα. Ήρθα εδώ γιατί έχω στο σπίτι μου έναν καθρέπτη που πάνω του εμφανιστήκαν κάποιες λέξεις που μου έλεγαν ότι έπρεπε να έρθω μέχρι εδώ. Είναι η πρώτη φορά που το κάνει και δεν ξέρω ούτε γιατί με έστειλε εδώ ούτε σε τι μπορώ να βοηθήσω εγώ το νησί. Φυσικά δεν το είπα γιατί δεν περιμένω να με πιστέψετε ότι πίστεψα έναν καθρέπτη ούτε και εγώ θα με πίστευα άλλωστε. Όμως έκανα ένα τέτοιο ταξίδι και τώρα είμαι εδώ.»

Η βασίλισσα έδειχνε σκεπτική αλλά να την πιστεύει «Κάποτε είχα ακούσει έναν μύθο που μας έλεγαν οι μεγάλοι όταν ήμουν παιδί» είπε σαν να μονολογούσε η βασίλισσα και συνέχισε με το βλέμμα να είναι στις σκέψεις της «πρίν πάρα πολλά χρόνια τότε που στο νησί υπήρχε πόλεμος με κάποιους που είχαν έρθει να εκμεταλλευτούν τον λαό, σκότωναν και έκλεβαν, βασάνιζαν και φυλάκιζαν τους πολίτες μας είχε έρθει μία γυναίκα που όπως έλεγε ο μύθος είχε δύναμη μαγική.

Με την δύναμη της βοήθησε τον λαό τότε και έδιωξαν αυτούς τους πειρατές από το νησί και ελευθέρωσε τον λαό μας. Μάλιστα έκαναν και ένα άγαλμα την στην άλλη πλευρά του λόφου πάνω σε έναν βράχο που όπως έλεγαν ότι από τον βράχο βγήκε και σε αυτόν μπήκε και είναι το σπίτι της μετά την απελευθέρωση του λαού μας. Εσύ είσαι αυτή? μπορείς να κάνεις μαγικά και να μας ξανά σώσεις?»

Η Άντζελα απάντησε με σταθερά λόγια «Όχι δεν ξέρω τίποτα για αυτό εγώ είναι ότι ακριβός σου είπα αλλά θα ήθελα να δω τον βράχο που μου λέτε γιατί μπορεί να καταλάβω γιατί με έστειλε εδώ ο καθρέπτης και τι σχέση μπορώ εγώ να έχω με όλα αυτά. Μακάρι να μπορέσω να βοηθήσω το νησί αλλά ακόμα δεν ξέρω πώς. Μπορεί να με πάει κάποιος μέχρι εκεί να δω?»

«Θα το κανονίσω αμέσως « απάντησε η βασίλισσα «αλλά τώρα είναι ώρα για το μεσημεριανό θα μας κάνεις την τιμή να φάμε μαζί απλά θέλω να σε παρακαλέσω να μην μάθει ο Βασιλιάς την συζήτηση μας μέχρι να ξέρουμε τι γίνετε γιατί όλα αυτά τα χρόνια στεναχωριέται για το νησί και δεν θέλω να έχει ελπίδες που θα διαψευστούν.»

Και σηκώθηκε για να πάνε στην τραπεζαρία, η Αντζελίνα ακολούθησε και τότε κατάλαβε ότι πεινούσε είχαν περάσει πόσες ώρες άραγε και δεν είχε φάει τίποτα αλλά είχε κολλήσει εδώ μιας και δεν μπορούσε να φύγει το καλύτερο που μπορούσε να κάνει ήταν να πάει για φαί μαζί της.

 

Μετά το φαί ο Βασιλιάς αποσύρθηκε στη αίθουσα συσκέψεων γιατί είχε συνάντηση με ανθρώπους του χωριού για να μιλήσουν για την παραγωγή τροφίμων και την κατανομή στον λαό και έτσι η βασίλισσα με την Αντζελίνα βρήκες την ευκαιρία να ξεκινήσουν για τον βράχο που ήθελαν να πάνε. Μαζί τους θα έπαιρναν και έναν φύλακα του βασιλιά έμπιστο της βασίλισσας.

Βγήκαν από το παλάτι και πήραν τον δρόμο αντίθετα από αυτόν που είχε έρθει η Αντζελίνα προς τον βράχο πέρασαν από τον κεντρικό δρόμο και σε όλη την διαδρομή όλοι τους χαιρετούσαν και πολλοί έπιαναν σύντομη και σύντομη συζήτηση με την βασίλισσα που αν δεν ήξερες ότι ήταν βασίλισσα θα νόμιζες ότι είναι μια παλιά φίλη της εκείνη μιλούσε με όλους με σεβασμό και αγάπη «Πρέπει να είναι πολύ καλός λαός» σκέφτηκε η Αντζελίνα «αξίζει κάθε βοήθεια μακάρι να είμαι αυτή που θα τους βοηθήσω να ελευθερωθούν από τα δεσμά τους.»

Ο δρόμος κατέληγε σε μια μεγάλη πύλη στην άκρη του λόφου και από κάτω φάνηκε ένας κόλπος που τα ερείπια που φαίνονταν έδειχναν ότι κάποτε ήταν ένα μεγάλο λιμάνι με πολύ κίνηση πρέπει να υπήρχαν κτίρια γύρο που τώρα ήταν σκόρπιες πέτρες.

Δεξιά της πύλης ένα μονοπάτι ανέβαινε σε ένα όχι πολύ ψηλότερα από εκείνους βράχο που επάνω του ήταν κάποιες πέτρες επιμελώς βαλμένες και το κέντρο τους φαινόταν ένα άγαλμα.

Πρίν ξεκινήσουν να αναβαίνουν το μονοπάτι η βασίλισσα είπε στον φρουρό να τις περιμένει εκεί να μην πάει μαζί τους και παρά τις αντιρρήσεις του έμεινε να τις περιμένει στην αρχή του μονοπατιού.

Όταν έφτασαν επάνω η βασίλισσα έδειξε στην Αντζελίνα το άγαλμα και από την μεριά του κενού που ήταν στην άκρη του κόλπου είχε μερικά σκαλιά και κατέβαινες σε ένα μικρό πάτημα που δύο άνθρωποι χώραγαν ίσα ίσα «Εδώ λέει ο μύθος ότι εμφανίστηκε η γυναίκα και ότι είναι μέχρι σήμερα το σπίτι της» τις έδηξε η βασίλισσα.

Η Αντζελίνα ήθελε να βγάλει το κουτί και να χρησιμοποιήσει το ραβδί αλλά δεν έπρεπε να φανερώσει τα πάντα καλύτερα να μείνουν με τον μύθο, και ζήτησε από την βασίλισσα να κατεβεί στο μονοπάτι μήπως και φανερωθεί κάτι όταν είναι μόνη της ίσος να μην πρέπει να βρίσκετε κάποιος άλλος εκεί.

Η βασίλισσα παρά του ότι φάνηκε ότι δεν της άρεσε αυτό απομακρύνθηκε και πήγε προς το μονοπάτι χωρίς να πει λέξι.

Η Αντζελίνα με γρήγορες κινήσεις έβγαλε το κουτί το άνοιξε πήρε στο χέρι τις το ραβδί και διάβασε στο καπάκι τις λέξεις.

Κοίταξε γύρο της και δεν είδε τίποτα μετά κοίταξε και προς το πλάτωμα από κάτω και είδε ότι ο βράχος είχε ανοίξει και μια σπηλιά είχε εμφανιστή κατέβηκε γρήγορα τα σκαλιά και μπήκε στην σπηλιά. Ξαναδιάβασε τις λέξεις και η σπηλιά έκλισε αλλά δεν ήταν σκοτεινά ένα περίεργο φώς φώτιζε την σπηλιά παρά του ότι δεν είχε κάποιον εμφανή φωτισμό.

Κοίταξε γύρο της ένα κρεβάτι σκαλισμένο στον βράχο ένα ξύλινο τραπέζι και μια καρέκλα ήταν όλα τα έπιπλα.

Τίποτα δεν υπήρχε που να της δίνες μια ελπίδα ότι κάτι μπορεί να μάθει.

Διάβασε πάλι τις λέξεις βγήκε από την σπηλιά προσέχοντας μήπως και κάποιος ήταν από πάνω και την δει και φρόντισε να κλίσει την σπηλιά.

Ανέβηκε τα σκαλιά και πήγε στην μπροστινή μεριά του αγάλματος. Το άγαλμα ήταν μια γυναίκα με ριχτό φόρεμα και μακριά μαλλιά ριγμένα στους ώμους της. Το δεξί της χέρι ήταν ελαφριά σηκωμένο με την παλάμη της προς τα μπροστά σαν να ήθελε να προστατέψει όλους που ήταν χαμηλότερα.

«Ποια είσαι και τι σχέση έχω εγώ μαζί σου τι πρέπει να κάνω» μονολόγησε χαμηλόφωνα.

«Έμαθες τίποτα» ακούστηκε η φωνή της βασίλισσας πίσω της τρομάζοντάς την.

«Όχι αλλά πιστεύω ότι κάτι θα μου πει στις επόμενες ώρες αυτό την παρακάλεσα εξ άλλου» απάντησε η Αντζελίνα και γύρισε να φύγει προς το μονοπάτι. Πήραν τον δρόμο του γυρισμού χωρίς να πουν άλλες λέξεις πέρασαν πάλι τον δρόμο και έφτασαν στο παλάτι.

 

Την ώρα που έμπαιναν ακούστηκαν από μακριά κάποιοι ήχοι σαν κάποιος να χτυπά με δύναμη κάποιο δέντρο. Αμέσως ακούστηκαν και από πολλές μεριές.

Όλοι κοίταγαν τρομαγμένοι και Η Αντζελίνα απορημένη κοίταξε γύρο της. Ο φρουρός που εκείνη την στιγμή θα έφευγε γύρισε και έσφιξε το ξύλινο ακόντιο στο χέρι του, ενώ η Βασίλισσα ήταν έτυμη να τρέξει προς την πλευρά που ακούστηκε ο πρώτος ήχος. «μπες μέσα θα σε προστατέψουμε» είπε η βασίλισσα ενώ από πίσω τους ακούστηκε ο Βασιλιάς να έρχεται με γρήγορα βήματα σχεδόν τρέχοντας «Πάλι ήρθαν τα τέρατα μπείτε μέσα να προστατευτείτε είπε και γνέφοντας στον φρουρό έτρεξαν προς τον δρόμο αμέσως και άλλοι φρουροί εμφανίστηκαν από το πλάι του παλατιού και ακολούθησαν.

«Πρέπει να τα δώ « είπε η Αντζελίνα «πρέπει να ξέρω τι είναι αυτά και πώς μπορώ να τα σταματήσω» και χωρίς να περιμένει να της δώσουν την άδεια έτρεξε ξοπίσω τους μαζί πήγε και η βασίλισσα που της φώναξε «Από εδώ έλα από εδώ θα δεις» την τράβηξε σε έναν αριστερό δρόμο από τον κεντρικό που είχε έρθει η Αντζελίνα αλλά προς εκείνη την πλευρά. Πέρασαν όλο το χωριό και έφτασαν σε ένα κομμάτι βράχου που ήταν η άκρη του τοίχους και έβλεπε στο ξέφωτο που είχε περάσει το πρωί.

Κάποιοι έτρεχαν στο ξέφωτο προς το μονοπάτι που είχε ανέβει και εκείνη και σε όλο το μήκος του κάστρου άντρες είχαν φέρει στην άκρη μυτερούς κορμούς δεμένους μετάξι τους να σχηματίζουν μπάλες. Μέσα στο δάσος φασαρία και δέντρα να κουνιούνται και κορμοί να σπάνε. «εκεί» της έδηξε η απλώνοντας το χέρι τις Βασίλισσα στην άκρη του δάσους στο ξέφωτο δέντρα έσπασαν και ένας τεράστιος όγκος άρχισε να εμφανίζετε ήταν σαν τρείς άντρες ψηλό με κεφάλι ψαριού κοφτερά δόντια και μικρά αλλά όπως φάνηκε δυνατά πόδια. Σε όλο το κορμί του μεγάλα λέπια υπήρχαν που γυάλιζαν στον απογευματινό ήλιο.

Το τέρας πέρασε στο ξέφωτο αλλά σταμάτησε η φωνή του έκανε το έδαφος να τρέμει σαν σεισμό, γύρισε απότομα για να φύγει από εκεί που είχε έρθει και φάνηκε η ουρά του που ήταν και αυτή ψαριού.

«Φεύγει δεν προσπάθησε αυτή την φορά να ανέβει,  γιατί τι το σταμάτησε» μονολόγησε η βασίλισσα και ασυναίσθητα γύρισε και κοίταξε την Αντζελίνα εκείνη έπιασε τον εαυτό της να μην είναι τρομαγμένη και μάλιστα να νιώθει μια συμπάθεια για το τέρας «Τι φταίει αυτό έτσι φτιάχτηκε» σκέφτηκε κάτι είναι αυτό που το κάνει κακό.

Κοίταξε την βασίλισσα και είπε «Πάμε τώρα ξέρω με τι έχω να κάνω αλλά ακόμα δεν ξέρω τι πρέπει να κάνω. Θα το βρω στο υπόσχομαι»

Γύρισαν και κατευθύνθηκαν προς το παλάτι περνώντας πάλι από τον πλαϊνό δρόμο σε όλη την διαδρομή η βασίλισσα προσπαθούσε να καθησυχάσει τους ανθρώπους με το χαμόγελό της και την ευγένεια της.

Όταν έφτασαν στο παλάτι η Αντζελίνα έπιασε το χέρι της βασίλισσας και της είπε χαμηλόφωνα «Εγώ δεν θα έρθω μέσα θα πάω να μείνω το βράδυ στο άγαλμα δεν μπορεί κάτι θα έχει να μου πει, πρέπει να μου πει, μου το οφείλει δεν ήρθα άδικα ως εδώ. Σε παρακαλώ δικαιολόγησε με στον βασιλιά» και ξεκίνησε χωρίς δεύτερη κουβέντα προς τον βράχο.

Είχε πέσει το σούρουπο όταν έφτασε στο άγαλμα έβγαλε τον φακό της από το σακίδιο της και έψαξε γύρο μήπως και κάτι δεν είχε προσέξει πρίν.

Τίποτα δεν της έδινε κάποια ιδέα κατέβηκε τα σκαλάκια και στάθηκε στο πλάτωμα έσβησε τον φακό της και κοίταξε από κάτω τον κόλπο εικόνες ήρθαν στο μυαλό της, καράβια αραγμένα και κόσμος να πηγαινοέρχεται στα καταστήματα, φωνές, τραγούδια, όλα όσα θα είχε ένα πολυσύχναστο λιμάνι και τώρα τίποτα μόνο μερικά ερείπια.

Έβγαλε το κουτί το άνοιξε πήρε στο χέρι της το ραβδί διάβασε το ξόρκι και άνοιξε πίσω της ο βράχος μπήκε μέσα και ξανάκλεισε την είσοδο.

Πάλι δεν ήταν εντελώς σκοτάδι κάτι φώτιζε τον χώρο πήρε τον φακό της και τον άναψε. Φώτισε γύρο της όλη την σπηλιά δεν υπήρχε τίποτα ούτε λέξεις ούτε ζωγραφιές στους τοίχους τίποτα μόνο το κρεβάτι, το τραπεζάκι και η καρέκλα.

Ακούμπησε τον σάκο της και τον φακό πάνω στο τραπέζι και πήγε στο κρεβάτι κάθισε και χάθηκε στις σκέψεις της τι είχε περάσει σε μια μέρα πόσα είχε γνωρίσει πόσα ακόμα την περίμεναν. Τι να έκαναν οι γονείς της θα είχαν τρελαθεί από την απουσία της αλλά δεν μπορούσε να φύγει είχε αγαπήσει αυτόν τον λαό που με χαμόγελο και ειρηνικά ζούσαν παρόλο που ήταν απομονωμένοι από τον άλλο κόσμο. Η βασίλισσα και ο βασιλιάς την δέχτηκαν στο παλάτι και ήταν όλο αγάπη για τον λαό τους.

Θα ήθελε να ζούσε σε ένα τέτοιο χωριό για πάντα αλλά είχε να λύσει πρώτα το πρόβλημα με τα τέρατα.

Με τις σκέψεις αυτές ξάπλωσε στο κρεβάτι και τα μάτια της έκλεισαν χωρίς να το καταλάβει.

Δεν ήξερε πόση ώρα είχε περάσει έτσι αλλά κάποια στιγμή ξύπνησε από ένα δυνατό φώς το κρεβάτι έλαμπε μέσα στο δωμάτιο με ένα γαλάζιο δυνατό φώς εκείνη πατάχτηκε τρομαγμένη στο κέντρο της σπηλιάς.

Άπλωσε το χέρι τις να το αγγίξει και αυτό άρχισε να τρέμει τραβηχτικέ πάλι και το κρεβάτι σταμάτησε να τρέμει.

Η Αντζελίνα ξανά άπλωσε το χέρι της πηγαίνοντας ποιο κοντά το κρεβάτι έτρεμε για λίγο ακόμα και το χέρι τις πέρασε μέσα, το φώς παρέμενε να είναι εκεί αλλά το κρεβάτι έγινε διαφανές. Μέσα του είδε να υπάρχει ένα μικρό καλάθι από ξύλο και ένα βιβλίο. Πήρε το βιβλίο και το τράβηξε με προσοχή έξω αυτό πέρασε από το κρεβάτι και το κράτησε με τα δύο χέρια.

Το εξώφυλλο του ήταν από φλοιό δέντρου και τα φύλα του από φύλα κάποιου φυτού που δεν μπορούσε να καταλάβει από ποιο.

Ξαναέβαλε το χέρι της και έπιασε το καλάθι το τράβηξε και το έβγαλε μέσα υπήρχαν μερικά κοσμήματα και κάποιες φωτογραφίες. Δεν ήταν καλές για να διακρίνεις άτομα αλλά έδειχναν μία κοπέλα και έναν νέο να φωτογραφίζονται.

Ένα σημείωμα ήρθε στο χέρι της έγραφε «να θυμάσαι όπου και να είσαι όποτε και να είναι εγώ θα σε αγαπώ»

Πήρε το βιβλίο και κάθισε στην καρέκλα με το άπλετο φώς του δωματίου μπορούσε να το διαβάσει.

 

Το βιβλίο ήταν γραμμένο από χέρι με τον ίδιο γραφικό χαρακτήρα που είχαν τα σημειώματα της συρταριέρας ήταν το μισό γεμάτο «αυτό ίσος μου δώσει κάποιες λύσεις» σκέφτηκε και άρχισε να το ξεφυλλίζει.

Στην πρώτη σελίδα έγραφε «Το κακό μόνο με το καλό το πολεμάς αλλά το καλό της ψυχή σου να βρεις θα πρέπει να ζητάς»

Σε κάθε σελίδα είχε και μία ευχή όπως τις ονόμαζε.

Ευχή πρώτη «φυτά και δέντρα να καρπούς να βγάλουν και ότι πρέπει να σου δώσουν» και από κάτω κάποιες λέξεις άγνωστες στην Αντζελίνα που κατάλαβε ότι ήταν το ξόρκι.

Ευχή δεύτερη «άνθρωποι σαν καθρέπτη βλέπου ανθρώπινο εαυτό τους»

Ευχή Τρίτη «Κύμα να έρθει κύμα να φύγει ότι πεις να γίνει»

Συνέχισε να διαβάζει άλλες τις καταλάβαινε και άλλες πάλι όχι για τέρατα δεν βρήκε κάτι μόνο για ζώα.

Ευχή εικοστή δεύτερη «Ζώο μόνο τρόμο έχει παρέα δώσε του φίλος να γίνει.»

Ευχή τριακοστή Τρίτη «φύσα για να γίνει αέρας δυνατός και να φύγει το κακό»

Όταν είχε φτάσει στο τέλος είχε αρχίσει να απελπίζετε τίποτα για τέρατα πώς θα τα πολεμούσε?

Γύρισε πάλι στην πρώτη σελίδα και βυθίστηκε πάλι στις σκέψεις της, τι της ξεφεύγει τι δεν καταλαβαίνει. Η κούραση της ήταν που βάραιναν τα μάτια της και πήγε πάλι στο κρεβάτι και κάθισε το φώς έγινε απαλό εκείνη ξάπλωσε και ένας ήρεμος ύπνος ήρθε να την πάρει.

Η Αντζελίνα άνοιξε τα μάτια της ήταν ήρεμη είχε ξεκουραστεί και ένιωθε γαλήνια λες και η σπήλια ήταν πάντα το σπίτι της. Σηκώθηκε και το φώς δυνάμωσε πάλι. Μάζεψε το βιβλίο και το έβαλε με προσοχή μέσα στο κρεβάτι μετά μάζεψε το σακίδιο της, πήρε το ραβδί και άνοιξε την είσοδο πρίν βγει από την σπηλιά έριξε μια ματιά πίσω της θα γυρνούσε σίγουρα πάλι, έκλισε την σπηλιά και ανέβηκε τα σκαλάκια, έριξε μια ματιά στο άγαλμα της γυναίκας σαν να την καλημέριζε και ξεκίνησε προς το μονοπάτι.

Ήθελε να κατεβεί στο παλιό λιμάνι να δει μήπως κάτι βρει εκεί. Όταν  έφτασε στην αρχή του μονοπατιού είδε ότι ήταν ο χθεσινός φύλακας και περίμενε σε μία άκρη «καλημέρα» του είπε.

«Καλημέρα κυρία» απάντησε αυτός «Η μεγαλειοτάτη με έστειλε να φιλάω το μονοπάτι χωρίς να σας ενοχλήσω ελπίζω να μην τάραξα την ηρεμία σας»

«Όχι ευχαριστώ για το ενδιαφέρον σας, Θα ήθελα να μου δείξεις τον δρόμο για το παλιό λιμάνι παρακαλώ» του είπε Η Αντζελίνα.

Ο φρουρός έσφιξε με το χέρι του το ακόντιο που κρατούσε και τα μάτια του άνοιξαν διάπλατα «Δεν το βλέπω σοφό να πάτε εκεί είναι πολύ επικίνδυνα τα τέρατα μπορούν να εμφανιστούν ξαφνικά και..» άφησε ατελείωτη την φράση του.

Η Αντζελίνα τον κοίταξε καθησυχαστικά «Πρέπει να πάω, δεν μπορώ να βρω λύση και πρέπει να προσπαθήσω. Δήξε μου τον δρόμο δεν είσαι υποχρεωμένος να έρθεις και εσύ εξ άλλου θα προσέχω.»

«Μαζί σας θα είμαι και εγώ δεν φοβάμαι ξέρω ότι προσπαθείτε να σώσετε το νησί μου και τους ανθρώπους του και σας είμαστε ευγνώμονες όλοι άσχετα αν τα καταφέρετε» και με το χέρι του της έδηξε προς την μεγάλη πύλη που ήταν παρακάτω.

Από την πύλη ξεκίναγε ένα φαρδύς πλακόστρωτος δρόμος με ελαφριά κλίση που ελίσσονταν στην πλαγιά σε κάθε στροφή του είχε ένα πλάτωμα.

 

Ξεκίνησαν να κατεβαίνουν και η Αντζελίνα θέλησε να μάθει για την ιστορία του νησιού πώς έφτασαν ως εδώ έτσι ρώτησε τον φρουρό που λες και το περίμενε και άρχισε να της εξιστορεί.

«Αυτός είναι ο κεντρικός δρόμος από το λιμάνι στον λόφο που ήταν η διοίκηση του νησιού και οι αποθήκες αγαθών. Την καλή εποχή έφταναν εδώ πολλά πλοία άλλα ήθελαν να φυλάξουν εμπορεύματα άλλα για να ξαποστάσουν τα πληρώματα και άλλα για να πουλήσουν οι έμποροι από εδώ την πραμάτεια τους. Το κάστρο στον λόφο ήταν ασφαλές για όλους αλλά και όλοι το σεβόντουσαν και δεν προσπαθούσαν να κλέψουν έτσι η εμπιστοσύνη μεγάλωνε όλο και περισσότερο.

Τα πλατώματα ήταν για να ξεκουραστούν τα ζώα και σε κάθε πλάτωμα υπήρχαν καταγραφείς και φρουροί ώστε όποιος ήθελε να έκανε τα χαρτιά του πρίν παραδώσει το εμπόρευμα στις αποθήκες.

Κάτω στο λιμάνι υπήρχαν πολλά μαγαζιά που μπορούσες να βρεις ότι αγαθό ήθελες αλλά και δωμάτια για να κοιμηθείς και ταβέρνες να διασκεδάσεις.

Οι ντόπιοι έμεναν γύρο από τον λόφο και στο άλλο λιμάνι, το μικρό εκεί που βγήκαν τα τέρατα χθες.  Έτσι ζούσαν φυσιολογικά χωρίς να ενοχλούνται από τους επισκέπτες αλλά και λάμβαναν όλα τα κέρδη του νησιού.

Οι άνθρωποι εδώ όλοι είναι εργατικοί έχουν από μία δουλειά που καταγράφετε όπως και κάθε παραγωγή από τους ελεγκτές του βασιλείου και όλα τα αγαθά πάνε στις αποθήκες του βασιλείου από εκεί παίρνουν όλοι αυτό που χρειάζονται και δικαιούνται χωρίς να χρειάζεται να χρησιμοποιούμε χρήματα.

Το νησί μας έχει το προτέρημα να έχει το υγρό φώς βγαίνει από ένα μέρος στον λόφο και το έχουμε πάει σε όλα τα σπίτια έτσι έχουμε φώς αλλά και για ζεστασιά.

Το νερό το παίρνουμε από το πηγάδι που είναι στην πλαϊνή αλέα την αλέα της ζωής όπως την λέμε και εκεί κάθε χρόνο μία μέρα γίνετε μεγάλη γιορτή η γιορτή της ζωής γιατί χωρίς αυτό δεν θα μπορούσαμε να ζήσουμε.

Ξαφνικά ένα απόγευμα η θάλασσα έξω από τον κόλπο έμοιαζε να βράζει και το βράσιμο αυτό έφτασε στο λιμάνι και τότε τα τέρατα κατέστρεψαν τα πάντα διέλυσαν τα καράβια και βγήκαν στην παραλία σκοτώνοντας όσους δεν προλάβαιναν να απομακρυνθούν καταστρέφοντας κτήρια. Πολλοί σκοτώθηκαν εκείνο το απόγευμα αλλά ευτυχώς γλύτωσαν πολλοί που ήταν σε άλλα μέρει του νησιού.

Από τότε πολλοί προσπάθησαν να έρθουν και να φύγουν αλλά όλοι είχαν την ίδια τύχη χανόντουσαν στα νερά.

Πολλές φορές τα τέρατα βγαίνουν στην ακτή προσπαθώντας να ανέβουν τον λόφο αλλά πάντα τα σταματάμε σε αυτό και το ξέφωτο για να μπορούμε να τα απομακρύνουμε και να ζούμε μόνοι μας χωρίς καμιά επικοινωνία με τον άλλο κόσμο.»

Είχαν φτάσει στο τέλος του δρόμου σε μια μεγάλη πλατεία που από αυτήν έφευγαν μισό κατεστραμμένοι δρόμοι προς πολλές κατευθύνσεις αλλά και ένας μεγάλος που κατέληγε στην θάλασσα.

Γύρο ερείπια από σπίτια λες και είχε γίνει ο μεγαλύτερος σεισμός.

Στις δύο άκρες του κόλπου πάνω σε ψιλά απότομα λόφάκια υπήρχαν κάποια μικρά κτίσματα σαν κιόσκια που ακόμα έστεκαν στην θέση τους ανέπαφα. Η Αντζελίνα όταν τα είδε ρώτησε τι ήταν και ο φύλακας της εξήγησε ότι ήταν τα φυλάκια που με φανούς και καθρέπτες κατεύθυναν τα πλοία για να μπουν και να βγουν από το λιμάνι.

Δεν φαινόταν κάτι στο λιμάνι να υπάρχει που να μπορεί να βοηθήσει την Αντζελίνα στο πρόβλημα και έτσι ξεκίνησαν να ανεβαίνουν πάλι τον δρόμο για την επιστροφή στον λόφο.

Όταν έφτασαν στον λόφο κατευθύνθηκαν προς το παλάτι για να δει την βασίλισσα και να της εξηγήσει ότι δεν είχε βρει λύση στο πρόβλημα τους.

Ο βασιλιάς και η βασίλισσα την υποδέχτηκαν στην αίθουσα με τους θρόνους η Αντζελίνα έκανε μια ελαφριά υπόκλιση και ο βασιλιάς της έδειξε την πολυθρόνα στην άκρη να καθίσει.

«Μεγαλειότατε μεγαλειοτάτη» είπε μόλις κάθισε «δεν μπόρεσα μέχρι τώρα να βρω με τι μπορώ να βοηθήσω το νησί στο πρόβλημά του θα ήθελα την άδεια σας να μην σταματήσω να έχω την ελπίδα ότι θα βρω λύση στο πρόβλημα του νησιού. Δεν μπορώ να πιστέψω ότι η τύχη που με έφερε εδώ είναι χωρίς κάποιο λόγο.»

Ο βασιλιάς πήρε τον λόγο «Αγαπητή μας Αντζελίνα είσαι ευπρόσδεκτη στο νησί και αν δεν μπορέσεις να βρεις κάποια λύση στην σωτηρία του λαού. Και εμείς πιστεύουμε ότι η παρουσία σου εδώ δεν είναι τυχαία κάνε ότι νομίζεις ότι είναι καλύτερο για το νησί. Αλλά θέλω να μας ενημερώνεις κάθε φορά και αν θέλεις κάποια βοήθεια από εμάς να μας το ζητήσεις. Ο φύλακας που σου έστειλε η Βασίλισσα είναι στη διάθεσή σου για όσο θέλεις φρόντισε να είσαι ασφαλείς.»

 

Μετά το φαί που της πρόσφεραν στο παλάτι η Αντζελίνα ξεκίνησε χωρίς τον φρουρό για τον λόφο με το άγαλμα. Στον φύλακα είπε που θα ήταν αλλά δεν θα τον χρειαζόταν και υποσχέθηκε ότι δεν θα πάει πουθενά επικίνδυνα μόνη της. Αν έκανε κάτι διαφορετικό θα τον έπαιρνε μαζί της.

Όταν έφτασε στον λόφο χαιρέτισε την γυναίκα του αγάλματος λες και ήταν μια φίλη που συνάντησε εκεί και κατευθύνθηκε στην σπηλιά μπήκε μέσα και πλησίασε το κρεβάτι, αυτό φωτίστηκε πάλι και εκείνη έβαλε το χέρι της μέσα τράβηξε έξω το βιβλίο και μετά το καλάθι και το έβγαλε. Κοίταξε μέσα στο καλάθι παρατηρώντας όλα τα αντικείμενα πολλά από αυτά τα έπιανε στα χέρια της να τα επεξεργαστεί.

Στα κομμάτια μέσα είχε ένα που ήταν για κρεμαστό στον λαιμό και ήταν μία γυναίκα που έμοιαζε με αυτήν στο άγαλμα, πρέπει να ήταν αυτή η Αντζελίνα το έβαλε απλά μπροστά στο στήθος της και ξαφνικά ή αλυσίδα του, έδεσε μόνη τα γύρο από τον λαιμό της, το άφησε να πέσει μπροστά της, ήταν υπέροχο.

«Μάλλον μπορώ να το κρατήσω» σκέφτηκε «εξ άλλου μόνο του ήρθε σε εμένα και είναι πανέμορφο.» με το χέρι της χάιδεψε το κόσμημα.

Μάζεψε όλα τα άλλα και τα έβαλε στο καλάθι και το καλάθι πάλι μέσα στο κρεβάτι. Πήρε το βιβλίο και κάθισε στο τραπέζι άρχισε πάλι να το επεξεργάζεται μήπως και κάτι δεν είχε προσέξει ή δεν είχε διαβάσει καλά. Όταν κουράστηκε έκλισε το βιβλίο και βάλθηκε να παρατηρεί το εξώφυλλο τι υπέροχη δουλειά είχε κάνει αυτός που το έφτιαξε το ξύλο του ήταν καλό αλλά και συνάμα ελαφρύ, άνοιξε το εξώφυλλο και έκανε πίσω στην καρέκλα της. Το βλέμμα της ήταν στο βιβλίο αλλά χωρίς πραγματικά να το κοιτά. Οι σκέψεις της διαδέχονταν η μία την άλλην σαν τρένο που περνά μπροστά σου με μεγάλη ταχύτητα, μετά το τρένο αυτό άρχισε να κόβει ταχύτητα μέχρι που σταμάτησε εντελώς και η ματιά της έπεσε στις λέξεις του βιβλίου που ήταν γραμμένες στην πρώτη σελίδα.

«Το κακό μόνο με το καλό το πολεμάς αλλά το καλό της ψυχή σου να βρεις θα πρέπει να ζητάς»

«Το κακό μόνο με το καλό το πολεμάς» και αμέσως όλα ξεκαθάρισαν στο μυαλό της «αυτό είναι πώς δεν το είχα καταλάβει πρίν. Δεν υπάρχουν ξόρκια ή κατάρες στο βιβλίο. Δεν πολεμάς με κατάρες το κακό αλλά με ευχές με το καλό»

Άρπαξε το βιβλίο «Ναι αλλά δεν λέει τίποτα για τέρατα» σκέφτηκε «για κακά τέρατα , μα ναι δεν είναι τέρατα πλάσματα είναι και αυτά πλάσματα σαν όλα τα άλλα απλά επειδή για κάποιον λόγο κάνουν κακό εμείς τα λέμε τέρατα. Και αν το κακό που κάνουν είναι γιατί κάτι ή κάποιος τα ενοχλεί τότε εμείς θα είμαστε τέρατα για αυτά.

Θα πρέπει να ψάξω για ζώα» Στο μυαλό της ήρθε όταν είδε το τέρας να βγαίνει από το δάσος και θυμήθηκε ότι έμοιαζε με ψάρι. Είχε διαβάσει κάπου παλιά ότι στα βάθη των ωκεανών ζούνε τεράστια ψάρια που κανείς δεν έχει δει και που δεν βγαίνουν στα ρηχά.

«Στο βιβλίο είχε μια ευχή για ζώα»  μονολόγησε και άρχισε να ψάχνει στα γρήγορα να την βρει.

Ευχή εικοστή δεύτερη «Ζώο μόνο τρόμο έχει παρέα δώσε του φίλος να γίνει.»

«ΦΥΣΙΟΥΣ ΑΡΑΜΟΥΣ ΤΙΛΗΜΟΥΣ»

 

Η Αντζελίνα άρπαξε την τσάντα της και πήρε το σημειωματάριο της και έγραψε τα λόγια της ευχής. Έβαλε γρήγορα το βιβλίο μέσα στο κρεβάτι άρπαξε την τσάντα της και χωρίς να πάρει τις προφυλάξεις που έπαιρνε κάθε φορά που έβγαινε από την σπηλιά βγήκε και την έκλισε πάλι.

Τρέχοντας ανέβηκε τα σκαλιά και κατευθύνθηκε προς το παλάτι.

Χτύπησε την πόρτα του παλατιού και πριν προλάβει ο άντρας να ανοίξει καλά καλά τον έσπρωξες και έτρεξε στο δωμάτιο με τους θρόνους φωνάζοντας «το βρήκα, βρήκα την λύση μεγαλειότατε που είστε»

Έσπρωξε την πόρτα του δωματίου και μπήκε την ώρα που μάλλον τρέχοντας ερχόταν προς τα εκεί και η βασίλισσα ενώ ο βασιλιάς ήταν όρθιος με ένα βιβλίο στο χέρι.

«Βρήκα πώς να διώξω τα ζώα» είπε «θέλω την βοήθειά σας και θα τα ελευθερώσω τα κακόμοιρα» η βασίλισσα και ο βασιλιάς την κοιτούσαν απορημένοι, κακόμοιρα? Ελευθερώσω? Κάτι έπαθε η κοπέλα θα σκέφτηκαν.

«Ηρέμισε και πες μας ήσυχα για να καταλάβουμε, γιατί πολύ περίεργα είναι αυτά που ακούμε» της είπε κάπως φωνακτά η βασίλισσα για να συγκρατήσει τη ορμή της.

Η Αντζελίνα κοντοστάθηκε και σκέφτηκε ότι δεν ήταν μαζί της και φυσικά δεν μπορούσαν αν δεν εξηγούσε να την καταλάβουν και έτσι πήγε προς την μία πολυθρόνα κάθισε και άρχισε να εξηγεί.

«Η γυναίκα του βράχου μου έδωσε την λύση. Δεν είναι τέρατα είναι τεράστια ψάρια που μάλλον ζουν στα βάθη του ωκεανού και για κάποιον λόγο ενοχλήθηκαν και ήρθαν ως εδώ. Πρέπει να τα δώ, να τα ηρεμίσω, να τους μιλήσω. Να καταλάβω τι τα ενόχλησε για να τα ελευθερώσω να φύγουν και να ησυχάσετε και εσείς. Δεν είναι εύκολο αλλά η γυναίκα του βράχου μου έδηξε τον δρόμο που πρέπει εγώ τώρα να πάρω.»

«Δεν νομίζω ότι θα προλάβεις να τους μιλήσεις, κανείς δεν γλίτωσε όταν τα πλησίασε, αλλά αν νομίζεις ότι θα μπορέσεις εμείς θα κάνουμε ότι είναι δυνατόν για να το κάνεις και ελπίζουμε να τα καταφέρεις.» είπε ο βασιλιάς «Πες μας τι χρειάζεσαι».

«Αν έχω καταλάβει τα ζώα εμφανίστηκαν το λιμάνι για πρώτη φορά θέλω να πάω εκεί να τα βρω. Ίσως χρειαστεί να τα φωνάξω με κάτι να εμφανιστούν.»

Ο βασιλιάς σηκώθηκε και τράβηξε ένα κορδόνι λίγο πιο πίσω. Σε ελάχιστο χρόνο ο άντρας του παλατιού εμφανίστηκε στην πόρτα. Ο βασιλιάς χωρίς δεύτερη κουβέντα έδωσε τις διαταγές του «φώναξε όλη την φρουρά του παλατιού να έρθει εδώ και το νησί να μπει σε ετοιμότητα και η φρουρά στην θέση της.»

Σε ελάχιστα λεπτά καμιά δεκαριά φρουροί ήταν παρατεταγμένοι στην αίθουσα.

«Ετοιμαστείτε η κοπέλα θα προσπαθήσει να διώξει τα τέρατα αλλά δεν θέλω να πάθει κανείς τίποτα για αυτό πρέπει να είμαστε όλοι έτοιμοι για οτιδήποτε κάντε το καθήκον σας.» τους είπε τότε ο φρουρός που ήταν μαζί με την Αντζελίνα την προηγούμενη φορά στην βόλτα της στο λιμάνι βγήκε μπροστά και ζήτησε την άδεια να την συνοδέψει στην αποστολή της. Ο βασιλιάς συμφώνησε και όλοι οι άλλοι βγήκαν από την αίθουσα.

«Σε ευχαριστώ για την βοήθειά σου» είπε στον φρουρό η Αντζελίνα «δεν είναι ανάγκη να κινδυνέψεις και εσύ αλλά μιας και το θέλεις έλα μέχρι εκεί μαζί μου».

Ξεκίνησαν την ώρα που ο βασιλιάς και η βασίλισσα ετοιμάζονταν να πάνε και εκείνοι μαζί τους.

«Είσαι σίγουρη για αυτό που θα κάνεις» την ρώτησε ο φύλακας την ώρα που πήγαιναν προς το λιμάνι. «Όχι» του απάντησε «δεν το έχω ξανακάνει και ούτε ξέρω αν είναι αυτό που πρέπει αλλά κάτι μου λέει ότι τα ζώα αυτά δεν είναι τόσο κακά όσο τα βλέπουμε και σε λίγο αν εμφανιστούν θα το μάθουμε»

 

Έφτασαν στην πύλη πάνω από το λιμάνι οι φρουροί της πόλης ήταν στις θέσεις τους γύρο στο κάστρο η Αντζελίνα τους κοίταξε γύρισε και κοίταξε τον βασιλιά και την βασίλισσα έγνεψε με το κεφάλι της και μαζί με τον φρουρό άρχισαν να κατεβαίνουν τον δρόμο αμίλητοι.

Όταν έφτασαν στο τελευταίο πλάτωμα του δρόμου η Αντζελίνα είπε στον φρουρό να περιμένει εκεί και εκείνη κατέβηκε το τελευταίο κομμάτι και έφτασε στην μεγάλη πλατεία.

Έβγαλε το σακίδιο της πήρες από μέσα το ραβδί της και το χαρτί από το σημειωματάριο που είχε γράψει την ευχή.

Τώρα θα μάθαινε αν ήταν σωστή η απόφασή της να συναντήσει αυτά τα τεράστια ζώα.

Άρχισε να περπατά στον κεντρικό δρόμο προς την θάλασσα. Δεν είχε κάνει πάνω από πέντε βήματα όταν η θάλασσα έξω από τον κόλπο άρχισε να φουσκώνει λες και ήταν μια κατσαρόλα που το νερό μέσα της έβραζε. Κοντοστάθηκε τρομαγμένη αλλά πήρε όσο θάρρος της είχε απομείνει και συνέχισε σιγά να περπατά.

Όταν είχε φτάσει στην μέση του δρόμου η θαλασσοταραχή είχε φτάσει στην ακτή και τότε ξαφνικά η θάλασσα ηρέμισε και από την θάλασσα ξεπρόβαλαν τα δύο κεφάλια των ζώων. Τα τεράστια μάτια τους έπεσαν πάνω στην Αντζελίνα που την έκαναν να παγώσει για λίγο αλλά αμέσως σήκωσε το χέρι της με το ραβδί προς το μέρος τους σαν να τα δείχνει και διάβασε την ευχή.

«ΦΥΣΙΟΥΣ ΑΡΑΜΟΥΣ ΤΙΛΗΜΟΥΣ»

Ένα αεράκι σαν να πέρασε από την Αντζελίνα και ένα φώς βγήκε από το μενταγιόν που φορούσε στο στήθος της.

Το μενταγιόν που είχε πάρει από το καλάθι, την γυναίκα. Δυό ακτίνες πετάχτηκαν από άσπρο φώς προς τα δύο κιόσκια στους ακριανούς λόφους του κόλπου από εκεί πετάχτηκαν μέχρι κάπου στο βάθος του ωκεανού.

Τα ζώα βρυχηθήκαν με την τρομακτική φωνή τους. Οι ακτίνες άρχισαν να έρχονται προς την ακτή και όταν έφτασαν στην είσοδο του κόλπου η μία συνάντησε την άλλη και το ένα κιόσκι έτιλε την ακτίνα του στο άλλο. Τα κιόσκια φωτίζονταν όλο και ποιο πολύ μέχρι που με μια μεγάλη έκρηξη τα διέλυσαν. Η ακτίνα σταμάτησε να βγαίνει από το μενταγιόν και η Αντζελίνα κοίταξε τα ζώα που τα μάτια τους ήταν τώρα ήρεμα, αυτά σαν να κούνησαν το κεφάλι τους στην Αντζελίνα και βυθιστήκαν πάλι στην θάλασσα αλλά αυτή την φορά χωρίς να ταράξουν τα νερά. Μόνο όταν είχαν φτάσει βαθειά έβγαλαν πάλι το κεφάλι τους κοίταξαν την ακτή και εξαφανίστηκαν.

 

Φωνές και πανηγυρισμοί ακούστηκαν από ψηλά στον λόφο αλλά Η Αντζελίνα είχε μείνει ακίνητη σαν άγαλμα τα πόδια της έτρεμαν γύρισε σιγά και ήταν έτοιμη να κατάρρευση. Ένα χέρι την έπιασε ήταν ο φρουρός που είχε μείνει πίσω «Έλα να σε βοηθήσω έσωσες το νησί. Ηρέμησε τώρα» και κρατώντας την πήγαν μέχρι την πλατεία που είχε αφήσει το σακίδιο της την έβαλε να καθίσει και της έφερε το σακίδιο έπιασε το χέρι της που βαστούσε το ραβδί και το έβαλε μέσα στο σακίδιο η Αντζελίνα το άφησε εκείνος το έκλισε και της είπε σιγά «Κατεβαίνουν ο βασιλιάς και η βασίλισσα» σαν να της έλεγε ξέρω τι βαστούσες και ξέρω ότι δεν θα ήθελες να μαθευτεί το μυστικό σου εγώ δεν θα το προδώσω.

Όταν έφταναν οι άλλοι κάτω στο λιμάνι η Αντζελίνα είχε συνέλθει αρκετά σηκώθηκε πήρε το σακίδιό της και τους πρόλαβε στην αρχή του δρόμου «Πάμε επάνω» είπε δεν έχουμε να κάνουμε κάτι άλλο εδώ προς το παρόν» εκείνοι της άνοιξαν δρόμο και ξεκίνησαν για την κορφή  ο Βασιλιάς αρκέστηκε σε ένα «Ευχαριστούμε κυρία» η Αντζελίνα στην διαδρομή κατάλαβε ότι θα την αντιμετώπιζαν σαν να ήταν η γυναίκα του αγάλματος και δεν θα έπρεπε, θα έπρεπε να βρει κάτι για να πει να το αλλάξει αυτό.

Στην κορφή μετά την πύλη είχαν αρχίσει να μαζεύονται πολύς κόσμος τα νέα ταξίδεψαν γρήγορα και μαζεύονταν για να την χειροκροτήσου.

Η Αντζελίνα προχώρησε προς ένα ποιο ψιλό σημείο για να την βλέπουν και είπε σχεδόν φωνάζοντας για να την ακούσουν όσο γίνετε περισσότεροι.

«Ότι έγινε σήμερα εδώ δεν είναι δικό μου δημιούργημα. Όλα τα έκανε η γυναίκα του βράχου. Αυτή οδήγησε εμένα για να ελευθερωθούν τα ζώα και εσείς από αυτά. Τιμήστε την όπως της πρέπει και όχι εμένα».

Ο βασιλιάς σήκωσε το χέρι του για να τον ακούσουν όλοι. «Τιμάμε την γυναίκα του βράχου και μαζί της την Αντζελίνα που από σήμερα θα είναι η πριγκίπισσα του βράχου.

Αύριο θα είναι μία μέρα γιορτής για να τιμήσουμε την γυναίκα του βράχου όπως το νησί μας γνωρίζει.» και με τα λόγια αυτά όλοι μαζί ξεκίνησαν για την πόλη και το παλάτι.

Στους δρόμους πολύς κόσμος χειροκροτούσε και επευφημούσε αλλά η Αντζελίνα ήταν σκεπτική. Όλα αυτά έπρεπε να τα εξηγήσει και τι έπρεπε να γίνει από εδώ και πέρα στο νησί. Όταν έφτασαν στο παλάτι πήγε με τον βασιλιά και την βασίλισσα στο δωμάτιο με τους θρόνους εκεί η Αντζελίνα πήρε πρώτη τον λόγο.

«Μπορώ να σας ρωτήσω πότε φτιάχτηκαν αυτά τα κιόσκια μετά την εμφάνιση των ζώων ή πριν? Γιατί από ότι κατάλαβα τα ζώα έφυγαν μετά την καταστροφή τους»

«Μετά» απάντησε ο βασιλιάς

«Νομίζω ότι αυτά ήταν που ενόχλησαν τα ζώα και θα πρέπει εκεί επάνω να μην ξαναφτιάξετε κάτι παρόμοιο» συνέχισε η Αντζελίνα.

Ο Βασιλιάς κούνησε καταφατικά το κεφάλι του και συμπλήρωσε «Και εγώ αυτό σκέφτηκα και από εδώ και πέρα θα πρέπει να προσέχουμε τι κάνουμε και να σεβόμαστε τον ωκεανό.  Δεν μπορώ να φανταστώ σε τι και πόσο κακό μπορεί να κάναμε σε αυτά τα ζώα.» σηκώθηκε από τον θρόνο του και συνέχισε.

«Τα χρόνια αυτά που είμαστε μόνοι μας μπορέσαμε να επιβιώσουμε χωρίς άλλους λαούς σκέφτομαι να κάνω πρόταση στους ελεγκτές και στον λαό να μην ξαναγυρίσουμε στην παλιά μας ζωή. Δεν είναι ανάγκη να μάθουν όλοι ότι πλέον δεν υπάρχει φόβος να έρχονται στο νησί μας. Μπορούμε να ταξιδεύουμε σε όλο τον κόσμο αλλά όχι να δεχόμαστε όλα τα πλοία στο νησί μας. Το να είμαστε φιλόξενοι δεν αλλάζει αλλά δεν θα θέλαμε με τίποτα να ξαναενοχλήσουμε τα ζώα αυτά αλλά και κανένα άλλο.»

Όλοι συμφώνησαν σε αυτό και ο βασιλιάς κάλεσε να έρθουν στο παλάτι όλοι οι ελεγκτές του βασιλείου όπως λέγονταν που ήταν και οι αρχηγοί ομάδων του λαού.

Η Αντζελίνα τους χαιρέτησε και είπε ότι ήθελε να πάει στον βράχο με την γυναίκα για να την ευχαριστήσει για ότι τις πρόσφερε.

Η Αντζελίνα άφησε πίσω της το παλάτι και κατευθύνθηκε προς τον βράχο όταν έφτασε εκεί πλησίασε το άγαλμα της γυναίκας και μονολόγησε χαμηλόφωνα «Σε ευχαριστώ δεν ξέρω πώς αποφάσισες ότι είμαι άξια για όλα αυτά θα ήθελα πολύ να μπορούσα να σε γνωρίσω και να μου μάθαινες όλα αυτά θα ήσουν μια καλή δασκάλα για εμένα.» εκείνη την στιγμή κατάλαβε ότι το μενταγιόν που φορούσε έβγαζε ένα γαλάζιο ελαφρύ  φως, όπως το φώς που είχε μέσα η σπηλιάς.

Κούνησε το κεφάλι της σαν μια μικρή υπόκλιση και κατέβηκε τα σκαλιά για να μπει στην σπηλιά για άλλη μια φορά, μάλλον τελευταία. Έβγαλε το βιβλίο μέσα από το κρεβάτι και  το ακούμπησε πάνω στο τραπέζι το άνοιξε «Πρέπει να αντιγράψω μερικές ευχές θα μου χρειαστούν.

Δεν θα ήταν σωστό να πάρω το βιβλίο μαζί μου δεν θα ήταν ασφαλές.» και έβγαλε το μπλοκάκι της για να γράψει.

Όταν τελείωσε δεν ήξερε πόσες ώρες είχαν περάσει έβαλε το μπλοκάκι στο σακίδιο και το βιβλίο πάλι μέσα στο κρεβάτι.

«Είναι ώρα να γυρίσω σπίτι μου εδώ η δουλειά μου τελείωσε» σκέφτηκε και ετοιμάσθηκε να φύγει έριξε μια ματιά γύρο της ένιωθε ότι άφηνε έναν δικό της χώρο αλλά έπρεπε.

Βγήκε απ’ την σπηλιά και έκλεισε τον βράχο πίσω της χωρίς να κοιτάξει και ανέβηκε τα σκαλιά.

Ο ήλιος είχε πάρει ένα πορτοκαλί χρώμα είχε αρχίσει να πηγαίνει προς την δύση του και άφηνε χώρο στην επόμενη νύχτα. Ήταν το τέλος της τρίτης μέρας και η Αντζελίνα σκεφτόταν την ανησυχία των γονιών της τρείς μέρες χαμένη θα είχαν πεθάνει από την αγωνία τους. Χαιρέτησε για άλλη μια φορά την γυναίκα και ξεκίνησε για τη άλλη παραλία.

Δεν ήθελε να την δουν οι άλλοι δεν μπορούσε τους αποχωρισμούς αλλά θα έπρεπε να δώσει και εξηγήσεις πως θα φύγει. Θα πέρναγε γύρο από το χωριό από τον ακριανό δρόμο σαν να πήγαινε βόλτα. Κατέβηκα από τον βράχο και εκεί την περίμενε ο φύλακας της Βασίλισσας την κοίταξε και της είπε «ξέρω πρέπει να φύγεις το καταλαβαίνω κάπου θα έχεις και εσύ το δικό σου χωριό και θα πρέπει να πας.  Θέλω να σου πω πώς όλοι στο νησί θα σε θυμούνται με αγάπη και εγώ με ευγνωμοσύνη και πάντα εδώ θα υπάρχει ένα μέρος για να επισπευτείς και να ζήσεις. Θα ήθελα να σε συνοδέψω μέχρι εκεί που θέλεις χωρίς να σου δημιουργήσω πρόβλημα.»

 Η Αντζελίνα τον κοίταξε συγκινημένη και έπεσε στην αγκαλιά του σαν να ήταν παλιοί φίλοι.

«Σε ευχαριστώ για όλα ήταν πολύ σημαντικό για μένα να ξέρω πώς λίγο πιο πίσω μου ήταν ένας φίλος που θα με προστάτευε. Το νησί και τον λαό τον αγάπησα και εγώ και ίσως κάποια μέρα να μπορέσω να γυρίσω να σας ξαναδώ» και μαζί ξεκίνησαν προς την άλλη μεριά του λόφου.

Σε όλη την διαδρομή δεν είπαν τίποτα άλλο εκτός από τον φύλακα που της εξηγούσε για τις τροφές που παρήγαγε το νησί, τους ανθρώπους που ο καθένας έκανε και μια δουλειά και πώς είχαν ενώσει όλοι μαζί τις ζωές τους ειρηνικά.

Με την συζήτηση έφτασαν στην άλλη πλευρά λίγο πρίν την μικρή πύλη Η Αντζελίνα του είπε ότι μέχρι εδώ θα πήγαιναν μαζί τον χαιρέτισε για άλλη μια φορά και πέρασε την πύλη. Ο ήλιος από εκεί που ήταν κόντευε να φτάσει στον ορίζοντα και εκείνη βιάστηκε να κατέβει το μονοπάτι έπρεπε να περάσει το ξέφωτο και το δάσος όσο ακόμα δεν είχε πέσει η νύχτα.

 

Βγήκε από το δάσος στην παραλία και κατευθύνθηκε προς τον βράχο από όπου είχε έρθει. Σταμάτησε και κοίταξε γύρο της μήπως κάποιος ήταν εκεί, δεν ήθελε να δει κανείς το πέρασμα. Έβγαλε το ραβδί και το κουτί διάβασε τις λέξεις.

«ΚΑΜΠΟ ΣΑΜΠΟ ΡΙΜΕΣ ΡΑΛΙΑ ΛΙΜΟ»

Ο βράχος άνοιξε και η Αντζελίνα είδε το δωμάτιο από την αποθήκη του παππού έριξε μια γρήγορη ματιά πίσω της σαν χαιρέτισμα και πέρασε στο άνοιγμα. Αμέσως διάβασε πάλι τις λέξεις και ο καθρέπτης έκλισε το άνοιγμα. Ήταν πάλι σπίτι της γρήγορα έβαλε το ραβδί μέσα στο κουτί μετά το κουτί και το σημειωματάριο της μέσα στην συρταριέρα την κλείδωσε άφησε το σακίδιο της σε μια άκρη και έτρεξε στο σπίτι να βρει τους γονείς της.

Στο σπίτι δεν ήταν κανένας η Αντζελίνα άρχισε να φωνάζει την μαμά της και τον μπαμπά της αλλά καμιά απάντηση. Τι είχε γίνει θα έχουν πάει να την βρουν θα πήγαν στην αστυνομία τι έγινε και την ώρα που κατέβαινε τα σκαλιά για να βγει στον δρόμο άκουσε το αυτοκίνητο του πατέρα της να παρκάρει στην αυλή.

Έτρεξε και βγήκε από την μπροστινή πόρτα και πρίν προλάβει να πάει κοντά τους η μητέρα της είπε «Μπράβο μας άκουσες έλα να βοηθήσεις στα ψώνια να τα πάμε μέσα» η Αντζελίνα απόρησε τι έγινε έκαναν τρείς μέρες ψώνια ή κάτι άλλο συνέβαινε?

Έφτασε κοντά τους και η μητέρα της της έδωσε σακούλες να τις πάει σπίτι εκείνη τις πήρε και πήγε στην κουζίνα. Κοίταξε το ρολόι είχαν περάσει τρείς ώρες αλλά πόσες μέρες κοίταξε το ημερολόγιο ήταν η ίδια ημέρα που ήρθαν δεν είχε περάσει καμιά μέρα απλά οι τρείς μέρες στο νησί ήταν τρείς ώρες στο σπίτι της.

Μια ανακούφιση πέρασε από μέσα της δεν θα έπρεπε να δώσει εξηγήσεις και το κυριότερο δεν ανησύχησαν οι γονείς της.

Ταχτοποίησαν τα πράγματα στα ράφια και η Αντζελίνα είπε στους γονείς της ότι θα φτιάξει εκείνη φαί για το βράδυ αρκετά είχαν κουραστεί σήμερα.

Ετοίμασε την αγαπημένη μακαρονάδα με σάλτσα της οικογένειας και μετά που έφαγαν όλοι μαζί η Αντζελίνα τους είπε.

«Θέλω να σας πω ότι σας αγαπώ και δεν έχω κανένα πρόβλημα που ήρθαμε στο χωριό. Όταν έχω εσάς όπου και να είμαστε θα είναι υπέροχα»

Οι γονείς της χαμογέλασαν και την ρώτησαν για το πώς πέρασε την μέρα της. Με τις συζητήσεις αυτέ πέρασε η ώρα και η Αντζελίνα πήγε στο δωμάτιο της ξάπλωσε στο κρεβάτι της και ο ύπνος την πήρε αμέσως.

 

Ένα φώς άρχισε να φαίνετε στο δωμάτιο και να δυναμώνει μέχρι που η Αντζελίνα άνοιξε τα μάτια της.

Μέσα από το φώς η γυναίκα του βράχου εμφανίστηκε αχνά και της είπε «Η καλή ψυχή ενός ανθρώπου μπορεί να βοηθήσει πολλούς να ζήσουν καλύτερη ζωή. Εσύ έχεις μια άξια και καλή ψυχή και είμαι περήφανη για σένα. Κάποια μέρα σε κάποιο ταξίδι σου θα βρεθούμε και θα έχουμε πολλά να πούμε. Κοιμήσου τώρα μικρή μου πριγκίπισσα» και το φώς άρχισε να εξασθενεί μέχρι που χάθηκε. 

Η Αντζελίνα προσπάθησε να σηκωθεί να μιλήσει να τις φωνάξει να περιμένει είχε τόσα πολλά να της πει αλλά δεν μπόρεσε να κουνήσει. Ο ύπνος την είχε στην αγκαλιά του.

Το μόνο που ήταν σίγουρο είναι ότι από σήμερα είχε πολλά να σκεφτεί και να κάνει.

 

                                                                  Antzelina%202_zpsxcmunw8n.jpg

 

                                                         post_zpscs276wny.jpg

 

                                                                                By   chrismad

Edited by chrismad
Link to comment
Share on other sites

Join the conversation

You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.

Guest
Reply to this topic...

×   Pasted as rich text.   Paste as plain text instead

  Only 75 emoji are allowed.

×   Your link has been automatically embedded.   Display as a link instead

×   Your previous content has been restored.   Clear editor

×   You cannot paste images directly. Upload or insert images from URL.

Loading...
  • Upcoming Events

    • 0
      13 December 2025 05:00 PM
      Until 07:00 PM

×
×
  • Create New...

Important Information

You agree to the Terms of Use, Privacy Policy and Guidelines. We have placed cookies on your device to help make this website better. You can adjust your cookie settings, otherwise we'll assume you're okay to continue..