Jump to content

"Πάλι άργησες..."


SymphonyX13

Recommended Posts

Όνομα Συγγραφέα: SymphonyX13
Είδος:Τρόμου
Βία; Ναι
Σεξ;Όχι
Αριθμός Λέξεων:2632
Αυτοτελής; Ναι
Σχόλια: Δεν είναι εύκολο για μένα να αναπτύξω μια ιδέα αμέσως. Μπορεί να πάρει αρκετό καιρό για να "μεγαλώσει" μέσα στο μυαλό μου. Το ίδιο έγινε και με αυτήν την ιδέα που μου είχε έρθει ένα μήνα πριν για να συμετάσχω στο write-off #82. Έμεινε όμως σε πολύ πρώιμο στάδιο και τελικά την παράτησα και δεν πήρα μέρος. Η ιδέα όμως δεν με παράτησε, παρά έμεινε καρφωμένη στο μυαλό μου για να γεννηθεί τελικά στην παρακάτω ιστορία. Δεν έχω να προσθέσω κάτι άλλο, παρά ότι ελπίζω να σας αρέσει, θα αναμένω τα όπως πάντα πολύτιμα σχόλια σας και ότι χρωστάω ένα μεγάλο ευχαριστώ στην Ιρμάντα για άλλη μια ιστορία μου που γεννήθηκε από πρόλογο της, μετά τον "Κλέφτη..." Ευχαριστώ πολύ Ειρήνη!
Αρχείο:Πάλι άργησες....doc

 

 

 

Πάλι άργησες...”

 

 

 

Τζίμη, πρέπει να κόψεις επιτέλους το πιοτό”- η πρώτη του σκέψη. Ο διάδρομος του σπιτιού μάκραινε μπρος του: υπολογίζοντας λάθος την απόσταση, παρέσυρε κι έριξε την φωτογραφία της από ένα στρογγυλό τραπεζάκι που έστεκε στη γωνία. Την μάζεψε, απόρησε που δεν την είχε κάψει μαζί με τα άλλα της πράγματα, “άντε γαμήσου” της είπε και την έστησε ανάποδα στο τραπεζάκι. Η μανία του να γίνονται ανάποδα όλα ήταν το μόνιμο παράπονό της. Η οθόνη στον υπολογιστή του άναβε ακόμη, γεμίζοντας το σκοτεινό δωμάτιο με αλλόκοτο φως από το φρικαλέο screen saver ενός προσώπου που έλιωνε αέναα και ανασχηματιζόταν, σαν μηχανισμός ανακύκλωσης λιωμένου κεριού. Δεν θυμόταν να είχε αφήσει τίποτα ανοιχτό πριν φύγει. Τι στην ευχή.
Ένα τραγούδι ακούστηκε, ένας απόηχος από παλιά μουσική και ράδιο: πίσω του, άναψε ένα γλυκό, σπιτικό φως.
Άργησες απόψε, Τζίμη, είπε η άλλη φωνή. Ο Τζίμης γύρισε να κοιτάξει.
Ο πίνακάς του, μια σουρεάλ ελαιογραφία εμπνευσμένη από την κάρτα του Κρεμασμένου των Ταρώ, έπιανε σχεδόν τον μισό τοίχο. Η ένταση του ραδιοφώνου δυνάμωσε.
Πάλι άργησες, ξανάρθε η φωνή.

 

«Δεν υπάρχεις, βρίσκεσαι μόνο μέσα στο μυαλό μου» είπε φωναχτά, πέταξε τα κλειδιά στο τραπεζάκι και κατευθύνθηκε στο μπαράκι του σαλονιού. Γέμισε ξέχειλα ένα ποτήρι με ουίσκι και το έφερε στα χείλη του, “ναι, πρέπει να το κόψεις το πιοτό Τζίμη... κάποτε” ξανασκέφτηκε. Δεν σκόπευε να αρχίσει απόψε όμως, το μούδιασμα στο μυαλό του, αυτή η ευεργετική θολούρα που μέσα της ζούσε τους τελευταίους μήνες, είχε αρχίσει να υποχωρεί. Το ήπιε μονορούφι, σκούπισε το στόμα του, άφησε το ποτήρι στο τραπεζάκι και η ματιά του καρφώθηκε ξανά στον πίνακα.

 

Τα έντονα, φωτεινά χρώματα με τα οποία ήταν ζωγραφισμένος ο Κρεμασμένος και χαρακτήριζαν την τεχνοτροπία του, ήταν σε πλήρη αντίθεση με την μουντή,ζοφερή κόλαση που κυριαρχούσε στο φόντο και απεικόνιζε μια πόλη να καίγετε. Πυκνά σύννεφα μαύρου καπνού υψώνονταν στον ουρανό, κτίρια κατέρρεαν και οι δρόμοι που οδηγούσαν έξω από την πόλη ήταν κατακόκκινοι. Άλλοι έβλεπαν σε αυτούς τους δρόμους ποτάμια λάβας να κυλάνε κοχλάζοντας, ενώ μερικοί ξεχώριζαν χιλιάδες ανθρώπους που έτρεχαν φλεγόμενοι.

 

Πόσο περήφανος ήταν για αυτό το έργο του. Το θεωρούσε το αποκορύφωμα της τέχνης του, λάτρευε και την τελευταία του πινελιά και απολάμβανε τους διθυράμβους κριτικών και κοινού και τις φιλότιμες προσπάθειες που έκαναν όλοι τους να εξηγήσουν τους συμβολισμούς του και να ξεκλειδώσουν τα μυστικά του. Όταν το είχε τελειώσει, έτρεξε, την άρπαξε από το χέρι και την οδήγησε μπροστά στον πίνακα, περιμένοντας ξέπνοος την γνώμη της, την επβράβευσή της νομίζοντας ότι υπήρχε ακόμα χρόνος να ξεκινήσουν από την αρχή, ότι δεν είχαν χαθεί όλα οριστικά. Αυτή, αφού τράβηξε απότομα το χέρι της, έριξε μια φευγαλέα ματιά στον Κρεμασμένο και ένα χαμόγελο σχηματίστηκε στο πρόσωπο της. Πόσο λάτρευε αυτό το χαμόγελο κάποτε, μπορούσε να κάθεται με τις ώρες να παρατηρεί την κάθε του λεπτομέρεια ή τον τρόπο που έκανε δυο μικρά λακάκια να ξεπηδάνε στα μαγουλά της. Σε αυτό το χαμόγελο έβλεπε παλιά την υπόσχεση της για αιώνια αγάπη, την διαβεβαίωση ότι όλα θα πήγαιναν καλά, πώς τίποτα δεν θα στέκοταν εμπόδιο στην ευτυχία τους. Αργότερα το μόνο που του πρόσφερε κάθε φορά που σχηματιζόταν στο πρόσωπο της, ήταν πληγές που έμεναν ανοιχτές.

 

«Τι είναι αυτός; Ένας αποτυχημένος κλόουν που απογοήτευσε το κοινό του;» του πέταξε, γύρισε την πλάτη και απομακρύνθηκε γελώντας, χωρίς καν να περιμένει την απάντηση του. Πόσο φαρμακερό ήταν αυτό το γέλιο, το ένιωσε εκείνη την στιγμή, να τον πλημμυρίζει, να του μαυρίζει την ψυχή. Ποιό είναι το σημείο χωρίς γυρισμό, αυτό που ξεπερνιούνται τα όρια, που πλέον δεν μπορείς να επιστρέψεις εκεί όπου βρισκόσουν όσο και να το θέλεις; Για τον Τζίμη ήταν εκείνη ακριβώς η στιγμή. Την μίσησε τότε. Όλα όσα έλπιζε, όλα όσα ήθελε, όσα ακόμα πίστευε ότι μπορούσαν να πραγματοποιηθούν, γκρεμίστηκαν τότε και σωριάστηκαν με θόρυβο.

 

Κάτι παράξενο του φάνηκε πως είχε ο πίνακας. Κοίταξε πιο προσεκτικά και για μια στιγμή νόμισε πως είδε την επιφάνεια του να κυμματίζει. Ναι, δεν έκανε λάθος, ο καμβάς τρεμούλιασε ξανά και τότε η εικόνα έπαψε να είναι στατική αφού απόκτησε κίνηση λες και έβλεπε μια ταινία στην τηλεόραση. Οι καπνοί που σηκώνονταν, άρχισαν να αναδεύονται στριφογυρνώντας, κτίρια ολοκλήρωναν την πτώση τους που είχε μείνει ημιτελής και παγωμένη, σκορπώντας συντρίμια και οι δρόμοι της λάβας ή των ανθρώπων που καίγονταν, άρχισαν να έρχονται προς το μέρος του. Για μια στιγμή σκέφτηκε τρελά, πως θα ξεχυθεί από την άκρη του πίνακα, ένας ποταμός φωτιάς και βασανισμένων ψυχών. Αυτή του την σκέψη διέκοψε απότομα, ένα εκκωφαντικό κρεσέντο ήχων που γέμισε το δωμάτιο. Το τριζοβόλημα και το βουητό της φωτιάς, ο ορυμαγδός των κτιρίων που γκρεμίζονταν και οι πονεμένες κραυγές χιλιάδων ανθρώπων, κόντεψαν να κάνουν τα τύμπανα του να σπάσουν. Έπεσε στα γόνατα ουρλιάζοντας, χωρίς καν να μπορεί να ακούσει το ουρλιαχτό του και κάλυψε τα αυτιά του με τα χέρια του. Όσο απότομα είχαν ξεκινήσει οι ήχοι, το ίδιο απότομα σταμάτησαν. Τράβηξε τα χέρια του από τα αυτιά του, σήκωσε το κεφάλι και ξανακοίταξε τον πίνακα.

 

Τα δέντρα που ήταν δεμένο το κλαδί από το οποίο κρεμόταν, είχαν τυλιχτεί στις φλόγες και ο Κρεμασμένος σπαρταρούσε. Το δεξί του πόδι που πριν ήταν λυγισμένο και σχημάτιζε ένα ανάποδο τέσσερα με το αριστερό, είχε τεντωθεί και χτυπιόταν όπως και το υπόλοιπο κορμί, λες και το διαπερνούσε ηλεκτρισμός. Η παράδοξα χαρούμενη και ήρεμη εικόνα του προσώπου του, είχε αντικατασταθεί από μια έκφραση ανείπωτης αγωνίας και τρόμου. Τότε το φωτοστέφανο που περιτριγύριζε το κεφάλι του, μετατράπηκε σε ένα στεφάνι φωτιάς και το πρόσωπο του άρχισε να καίγεται. Οι ήχοι ξαναγύρισαν απότομα, αλλά καλύπτονταν από τα ανατριχιαστικά ουρλιαχτά του Κρεμασμένου που καιγόταν ζωντανός. Ο Τζίμης είχε μείνει παγωμένος από τον τρόμο,ανήμπορος να κουνηθεί και παρακολουθούσε την φρικιαστική σκηνή που διαδραματιζόταν μπροστά στα ορθάνοιχτα μάτια του. Ο Κρεμασμένος κατάφερε να ελευθερώσει τα χέρια του που ήταν δεμένα πίσω από την πλάτη του, τα έφερε στο φλεγόμενο πρόσωπο του και άρχισε να ξεσκίζει τις σάρκες του που έλιωναν. Ξεκολούσε κομμάτια, το ένα μετά το άλλο, ενώ τα ουρλιαχτά του γινόνταν όλο και πιο δυνατά και τότε ο Τζίμης είδε ότι κάτω από το πρόσωπο που κομματιαζόταν, υπήρχε ένα άλλο, πολύ πιο γνώριμο.

 

Ούρλιαξε καταφέρνοντας να σπάσει την παράλυση που τον κρατούσε ακίνητο και προσπάθησε να σηκωθεί όρθιος, αλλά παραπάτησε μέσα στον πανικό του και έπεσε βαριά στο πάτωμα. Εκείνη ακριβώς την στιγμή, απόλυτη σιγή απλώθηκε στο δωμάτιο και το μόνο που έφτανε στα αυτιά του Τζίμη, ήταν η γρήγορη ανάσα του και ο ήχος της καρδιάς του που κάλπαζε ξέφρενα στο στήθος του. Σηκώθηκε και κοίταξε τον πίνακα που ήταν όπως πάντα, ακίνητος. Το μόνο πρόσωπο που του ανταπέδιδε το βλέμμα, ήταν αυτό του Κρεμασμένου, γαλήνιο και χαμογελαστό.Πήγε γρήγορα στο μπαράκι, ξαναγέμισε το ποτήρι και το έφερε στα χείλη του. Το κράτησε εκεί για λίγο και μετά το ακούμπησε στο τραπεζάκι, είχε πιεί αρκετά για απόψε.Έτσι και αλλιώς δεν πίστευε ότι το ποτό μπορούσε να τον βοηθήσει σε αυτήν την κατάσταση, χρειαζόταν κάτι πιο δυνατό για να ηρεμήσει. Έφυγε από το σαλόνι,ρίχνοντας μια επιφυλακτική ματιά στον πίνακα, προχώρησε στο διάδρομο και μπήκε στο λουτρό. Έριξε μια ματιά στην κουρασμένη εικόνα του, που του ανταπέδιδε το βλέμμα από τον καθρέφτη και άνοιξε το ντουλαπάκι. Πήρε το μπουκαλάκι με τα ηρεμιστικά,το άνοιξε και έριξε ένα στην χούφτα του. Σκέφτηκε για μια στιγμή, ότι ίσως δεν έπρεπε να το πάρει αφού είχε πιεί τόσο πολύ, αλλά το έχωσε στο στόμα του και έσκυψε να πιεί λίγο νερό από την βρύση του νιπτήρα. Όταν σηκώθηκε και κοίταξε στο καθρέφτη, είχε την ίδια κουρασμένη έκφραση. Έμεινε για λίγο εκεί κοιτώντας την αντανάκλαση του και μετά αναρωτήθηκε φωναχτά:

 

«Πώς στο διάολο γαμήθηκαν έτσι όλα;»

 

Πώς είχαν φτάσει σε αυτό το σημείο; Τι είχε πάει στραβά; Τι άλλαξε το λαμπερό, ευτυχισμένο μέλλον που απλωνόταν μπροστά τους, σε αυτή την θάλασσα από σκατά που είχαν καταλήξει να ζουν; Ποτέ δεν είχε καταφέρει να προσδιορίσει τι έφταιγε. Από την πρώτη στιγμή που είχαν συναντηθεί, είχε καταλάβει ότι προορίζονταν ο ένας για τον άλλο και αυτή έδειχνε να συμμερίζεται την αποψή του. Πόσο τέλεια ήταν όλα στην αρχή. Ακόμα και τη συνήθεια που είχε, να κάνει πολλά πράγματα ανάποδα, αυτή την έβρισκε χαριτωμένη. Πόσο διασκέδαζε να τον βλέπει να αλείφει την μαρμελάδα πρώτα στην φρυγανιά και μετά από πάνω της το βούτυρο. Συνήθιζε να κάθεται στα γόνατα του, να τρώει την υπόλοιπη φρυγανιά που της έδινε και μετά να μοιράζονται και ένα γλυκό φιλί. Στο τέλος αυτή του η συνήθεια μόνο χαριτωμένη δεν της φαινόταν. «Ευτυχώς που δεν συνηθίζεις να φοράς και το σώβρακο, πάνω από το παντελόνι» του είχε πει κάποτε γελώντας κοροιδευτικά. Έριξε μια τελευταία ματιά στο είδωλο του, «Σκρόφα!» είπε και γύρισε να φύγει από το λουτρό.

 

Στεκόταν εκεί, πίσω του, γυμνή και ματωμένη και τον κοιτούσε με το τσακισμένο της βλέμμα. «Πάλι άργησες...» του είπε και άπλωσε τα χέρια της πάνω του. Το σοκ ήταν τέτοιο που δεν μπόρεσε ούτε να ουρλιάξει, απλά πισωπάτησε προσπαθώντας να αποφύγει το άγγιγμα της, έχασε την ισορροπία του και έπεσε προς τα πίσω, χτυπώντας το κεφάλι του στον τοίχο. Το βλέμμα του θόλωσε, σχεδόν έχασε τις αισθήσεις του, αλλά συνέχιζε να την βλέπει με τα μισάνοιχτα μάτια του, μια ακαθόριστη φιγούρα που τον πλησίαζε όλο και περισσότερο. Ένα χέρι απλώθηκε ξαφνικά και έφτασε μια ανάσα μακριά από το προσωπό του. Ήταν γεμάτο ματωμένες γρατζουνιές και χώματα που είχαν χωθεί κάτω από τα νύχια που ήταν τέλεια μέχρι την τελευταία λεπτομέρεια. Αυτό έκανε ακόμα πιο φρικτή την εικόνα του δείκτη που το νύχι είχε ξεριζωθεί και στην θέση του υπήρχε μια ωμή πληγή. Ένας λυγμός του ξέφυγε και έκλεισε τα μάτια του όσο πιο σφιχτά μπορούσε, περιμένοντας ένα άγγιγμα που δεν ήρθε ποτέ. Μετά από λίγο τα άνοιξε και είδε ότι ήταν ολομόναχος. Ανασηκώθηκε λίγο και αφού σύρθηκε όσο πιο γρήγορα μπορούσε στην λεκάνη, ξέρασε ότι είχε φάει, ή καλύτερα ότι είχε πιει, τις προηγούμενες ώρες. Έμεινε για λίγο εκεί, περιμένοντας να περάσει και ο τελευταίος σπασμός του στομαχιού του, μετά σηκώθηκε και πήγε στον νιπτήρα. Γέμισε τις τρεμάμενες χούφτες του με νερό, έπλυνε το πρόσωπο του και μετά κοίταξε πάλι στον καθρέφτη. «Δεν συμβαίνει, δεν είναι δυνατόν να συμβαίνει αυτό.Έτσι δεν είναι;» ρώτησε την αντανακλασή του. «Δεν υπάρχεις!» φώναξε ξαφνικά, «Είσαι...», άφησε την φράση μισοτελειωμένη, βγήκε από το λουτρό, προχώρησε στον διάδρομο και πήγε προς την πόρτα που οδηγούσε στο υπόγειο.

 

«Πάλι άργησες...» του είχε πει εκείνο το βράδυ, όταν αυτός άνοιξε την πόρτα και μπήκε μέσα παραπατώντας. Πόση ώρα να στεκόταν εκεί; Πάντα την έβρισκε να τον περιμένει, να του λέει αυτήν ακριβώς την σιχαμένη φράση, τίποτα παραπάνω και να του γυρίζει την πλάτη. Δεν το άντεχε αυτό, γιατί δεν του φώναζε; Θα προτιμούσε να καυγαδίσουν, να ορμήσουν ο ένας στον άλλο, να πιαστούν στα χέρια, οτιδήποτε άλλο εκτός από αυτήν την γαμημένη αδιαφορία. Του χάρισε ένα πικρόχολο χαμόγελο, πόσο το απεχθανόταν, του γύρισε την πλάτη και πήγε να φύγει. Στο έπιπλο που υπήρχε στο χωλ, λίγο πιο μακριά από την πόρτα στεκόταν ένα βαρύ μπρούτζινο άγαλμα της θεάς Αφροδίτης. Το λάτρευε αυτό το άγαλμα, ήταν το πρώτο πράγμα που ήθελε να βλέπει, όταν έμπαινε στο σπίτι και το τελευταίο όταν έφευγε. Αυτός το μισούσε. Τι πιο ταιριαστό; Το πήρε στο χέρι του, το ζύγιασε, το σήκωσε πάνω από το κεφάλι του και την πλησίασε. «Τζένη» της είπε. Αυτή γύρισε αδιάφορα. Όταν η αδιαφορία έγινε έκπληξη, η στιγμή ήταν απολαυστική. Όταν η έκπληξη μετατράπηκε σε τρόμο, ήταν οργασμική.

 

Άνοιξε την πόρτα του υπογείου, πάτησε τον διακόπτη ανάβοντας τα φώτα και άρχισε να κατεβαίνει την σκάλα. Στα μισά κοντοστάθηκε και αφουγκράστηκε. Του φάνηκε πως άκουγε έναν απροσδιόριστο, ρυθμικό γδούπο. Ήταν κραυγή αυτό που τον συνόδευε; Κούνησε το κεφάλι του να το αδειάσει από τις σκέψεις και συνέχισε να κατεβαίνει κοιτώντας τον χώρο που απλωνόταν μπροστά του. Όλα ήταν όπως έπρεπε, τίποτα δεν είχε αλλάξει. Κατέβηκε και το τελευταίο σκαλοπάτι και τα πόδια του βούλιαξαν στο πάτωμα, μέχρι λίγο κάτω από τα γόνατα. Έβγαλε μια έκπληκτη, τρομαγμένη κραυγή και έπεσε με την πλάτη στα σκαλοπάτια.Το τσιμέντο που ο ίδιος είχε ρίξει στο υπόγειο είχε χάσει την σκληρότητα του και είχε μετατραπεί σε μια κινούμενη άμμο που έδειχνε ικανή να τον ρουφήξει ολόκληρο. Τύλιξε τα χέρια του στα ξύλινα κάγκελα της κουπαστής της σκάλας και κρατήθηκε όσο πιο γερά μπορούσε. Τότε πρόσεξε πως στη μέση του δαπέδου του υπογείου, το τσιμέντο αναδεύοταν και κόχλαζε. Ένα σκελετωμένο χέρι ξεπρόβαλε ξαφνικά, μετά και το άλλο, ένα κρανίο τα ακολούθησε και σε λίγο ένας σκελετός βρισκόταν ξαπλωμένος στο πάτωμα, που έδειχνε να έχει σκληρύνει ξανά από κάτω του.

 

Ο Τζίμης τότε, παγωμένος από τον τρόμο έγινε μάρτυρας μιας απίστευτης σκηνής, μιας επιταχυμένης,αντίστροφης, διαδικασίας αποσύνθεσης. Χόνδροι, άρχισαν να σχηματίζονται γύρω από τα κόκκαλα, μύες δημιουργούνταν από το τίποτα και τα κάλυπταν και ένα κορμί άρχισε να σχηματίζεται σιγά σιγά. Στην θωρακική και στην κοιλιακή κοιλότητα, όργανα έκαναν την εμφανισή τους και λίγο πριν κλείσουν από τις σάρκες που τις κάλυψαν ο Τζίμης νόμισε ότι είδε τους πνεύμονες να φουσκώνουν και την καρδιά να χτυπάει ξανά. Το κρανίο απόκτησε και αυτό σάρκα, και οι άδειες κόγχες του, γέμισαν από δύο καταπράσινα μάτια που αμέσως καρφώθηκαν πάνω του. Το πλάσμα άρχισε να σέρνεται προς το μέρος του ένω η αναγεννησή του ολοκληρονώταν. Υποδόριο λίπος κάλυψε τους μύες και μετά ένα ολόλευκο αψεγάδιαστο δέρμα σχηματίστηκε. Τα μάγουλα γέμισαν και δύο κατακόκκινα γεμάτα, σαρκώδη χείλη σχημάτισαν ένα τόσο γνώριμο χαμόγελο. Ξανθά μακριά μαλλιά ξεφύτρωσαν και έπεσαν στους ώμους της, και τότε βρισκόταν εκεί, μαζί του, να τον πλησιάζει.

 

Ούρλιαξε τότε και προσπάθησε να ελευθερωθεί, αλλά το τσιμέντο είχε σκληρύνει πάλι και βρισκόταν παγιδευμένος, με τα πόδια βυθισμένα μέσα στο πάτωμα. Αυτή τον έφτασε, τα χέρια της τον ακούμπησαν, σκαρφάλωσε πάνω του και κόλλησε το πρόσωπο της στο δικό του. «Πάλι άργησες...» του είπε. Μετά τον κοίταξε με ένα απορημένο βλέμμα. «Τι έγινε, δεν με γνωρίζεις;» τον ρώτησε, «Α, κατάλαβα...» πρόσθεσε και κάτι αόρατο την χτύπησε λίγο πάνω από το αριστερό μάτι. Το δέρμα σχίστηκε και μια βαθιά πληγή εμφανίστηκε.Άλλο ένα χτύπημα και το μέτωπο βαθούλωσε με έναν πνιχτό ήχο.Πολλαπλά χτυπήματα ακολούθησαν, το κρανίο άνοιξε, η μύτη έσπασε και στράβωσε σκορπώντας αίμα παντού και το αριστερό μάτι διαλύθηκε και χύθηκε στο μαγουλό της. «Καλύτερα τώρα;» τον ρώτησε και ο Τζίμης άρχισε να ουρλιάζει με όλη του την δύναμη, τόσο δυνατό ήταν το ουρλιαχτό του, που ένιωσε τις φωνητικές του χόρδές να σκίζονται και το μόνο που το διέκοψε ήταν η Τζένη που του έκλεισε το στόμα με ένα ματωμένο φιλί.

 

Ο νοσοκόμος έκλεισε το συρταρωτό παραθυράκι, που βρισκόταν στην πόρτα του δωματίου του άντρα, που ούρλιαζε και χτυπούσε συνεχόμενα το κεφάλι του στους επενδυμένους τοίχους και γύρισε στον νέο του συνάδελφο. «Όρίστε, ικανοποιήθηκε η περιεργειά σου τώρα;» τον ρώτησε. «Ναι, σε ευχαριστώ πολύ» απάντησε εκείνος. «Ώστε αυτός είναι ο Τζίμης! Μα τον μαλάκα! Τι τον οδήγησε να το κάνει αυτό; Διάσημος καλλιτέχνης αυτός, περιζήτητο μοντέλο η άλλη, το τέλειο ζευγάρι ήταν, και πάει και την σκοτώνει;»

 

«Όχι μόνο την σκότωσε, αλλά την είχε σκαπουλάρει κιόλας! Όλους τους είχε ξεγελάσει, την αστυνομία, τους δημοσιογράφους, όλους! Τον έβλεπες να σπαράζει στην τηλεόραση και μαύριζε και η δική σου η ψυχή. Όταν μάλιστα, βρήκαν το αμάξι της στον γκρεμό, στην θάλασσα, πραγματικά τον είχα λυπηθεί έτσι που έκανε, έκλεισα την τηλεόραση μιλάμε. Και δεν θα μάθαινε κανένας τίποτα, αν δεν τον έβρισκε η γυναίκα που είχε πάει να καθαρίσει το σπίτι, να ουρλιάζει στο υπόγειο, μπροστά από μια μισοανοιγμένη τρύπα. Η αστυνομία βρήκε μετά έναν στενό κατακόρυφο τάφο, που υπήρχαν τα υπολείματα της γυναίκας του. Το καθίκι την είχε θάψει ανάποδα, με το κεφάλι προς τα κάτω!»

 

«Και ποτέ δεν δικάστηκε, ε;»

 

 

«Τι να δικάσουν; Δύο χρόνια τώρα, είναι ακριβώς όπως τον είδες! Ουρλιάζει και χτυπιέται από το πρωί έως το βράδυ. Μόνο όταν τον γεμίζουμε ηρεμιστικά, σταματάει λίγο. Φαίνεται ότι τιμώρησε μόνος του τον εαυτό του, όσο πιο σκληρά γινόταν. 'Ελα, πάμε να κεράσω καφέ.» Οι δύο νοσοκόμοι απομακρύνθηκαν και άφησαν τον Τζίμη να ουρλιάζει σε κάτι που μόνο αυτος μπορούσε να δει και να ακούσει...

 

«Πάλι άργησες...»

 

 

 

                                                                                                                                                             SymphonyX13

                                                                                                                                                  Νοέμβριος 2015

Edited by SymphonyX13
  • Like 7
Link to comment
Share on other sites

Μπράβο ρε Δημήτρη, για άλλη μια φορά έγγραψες μια πολύ ωραία ιστορία και έχεις γίνει πλέον, για μένα, σταθερή αξία στο κομμάτι του τρόμου.

 

Όσον αφορά τώρα την ιστορία, κυλάει πολύ όμορφα από την αρχή μέχρι το τέλος χωρίς να κουράζει και να σε κρατάει σε αγωνία εως το πολύ ωραίο φινάλε.  :)

Επίσης μου άρεσε πολύ ο Τζίμης αλλά και οι σκηνές "φρίκης" που περνάει αλλά όπως αποδεικνύεται στο φινάλε μάλλον του άξιζαν,  χαχα.

 

 

Edit: Πρόσθεσα κάτι ακόμα που δεν πρόλαβα πριν.

Edited by Blacksword
  • Like 1
Link to comment
Share on other sites

Σε ευχαριστώ πολύ Κώστα για την ανάγνωση και το σχόλιο, χαίρομαι που σου άρεσε η ιστορία μου. Τώρα όσο για το "σταθερή αξία στον τρόμο" τι άλλο να πω παρά ακόμα ένα ευχαριστώ. Είναι να μην αρχίσει να φουσκώνει το παγώνι, άντε να το ξεφουσκώσεις μετά! :D

  • Like 1
Link to comment
Share on other sites

Δημήτρη φίλε μου τα είπαμε ήδη, ξέρεις ότι μου άρεσε και πόσο, απλά να επαναλάβω κι εδώ πως εκείνη τη σκηνή όπου

η γυναίκα του ξανασχηματίζεται στο υπόγειο, και μετά αρχίζουν να φαίνονται ξανά τα χτυπήματά του στο πρόσωπο και το κεφάλι της και καλά για να τον βοηθήσει να την θυμηθεί,

είναι για μένα πολύ κορυφαία εικόνα, και τώρα που την ξανασκέφτηκα ανατρίχιασα πάλι.

 

Well done my friend, μπράβο! :thumbsup:

  • Like 1
Link to comment
Share on other sites

Χαίρομαι που σου άρεσε Σπύρο, σίγουρα θα τα πούμε αναλυτικότερα. Όντως η σκηνή που αναφέρεις είναι πιστεύω δυνατή και αποτελεί μια καλή κορύφωση για την ιστορία!  Thnx again! :)

  • Like 1
Link to comment
Share on other sites

Σκοτεινό, ανατριχιαστικό, με πολύ δυνατές εικόνες. Μοναδική εξαίρεση η σκηνή στο μπάνιο που μπερδεύονται λιγάκι τα χέρια του με τα δικά της. Φυσικά και η παραπάνω παρατήρησή μου είναι χωρίς νόημα γιατί συνολικά η ιστορία είναι καταπληκτική! Νομίζω πως η φαντασία σου και το ένστικτό σου ήταν σωστά από την αρχή που σου κάρφωσαν την συγκεκριμένη ιδέα στο μυαλό. Πάντα τέτοια!  :hi:

  • Like 1
Link to comment
Share on other sites

Σε ευχαριστώ πολύ φίλε μου για την ανάγνωση και το σχόλιο, χαίρομαι πολύ που σου άρεσε η ιστορία και την βρήκες τόσο καλή! :) Δεν μπορώ να καταλάβω όμως σε ποιο σημείο σε μπέρδεψε η σκηνή στο μπάνιο.

Όσον αφορά τα χέρια, αναφέρονται στην αρχή, όταν η Τζένη πάει να τα απλώσει πάνω στον Τζίμη και μετά το χέρι που βλέπει ξαφνικά μπροστά από το προσωπό του, ανήκει επίσης στην Τζένη.

Πες μου αν θέλεις που σε μπέρδεψε.

Link to comment
Share on other sites

Έχεις δίκιο. Μάλλον εγώ μπερδεύτηκα διαβάζοντας γρήγορα, στο ρυθμό που εκτυλίσσεται η δράση και νόμιζα πως 

 

τα χέρια τα είχες βάλει ανάποδα στο σημείο που τα απλώνει επάνω του.

 

Sorry! Να σου πω και πάλι πως ήταν μια παρατήρηση χωρίς νόημα. Η ιστορία είναι άψογη.

  • Like 1
Link to comment
Share on other sites

Κανένας λόγος να απολογείσαι φίλε μου. Αντιθέτως, όσο και να με ικανοποιούν τα θετικά σχόλια, από τις παρατηρήσεις για αρνητικά σημεία βελτιώνομαι. Και πάλι χαίρομαι που σου άρεσε τόσο και σε ευχαριστώ για τα σχόλια σου! :)

Link to comment
Share on other sites

Πολύ δυνατό! Ατμόσφαιρα και γρήγορος τρομος χωρίς περιθώριο να το σκεφτείς. Ωραία περιγραφή γενικα και ειδικά στα horror parts. Δυνατές εικόνες και ανατριχίλα! Τι άλλο θέλουμε από ένα horror story? Well done!

  • Like 1
Link to comment
Share on other sites

Xαίρομαι πολύ Μάριε που σου άρεσε η ιστορία και την βρήκες δυνατή και ανατριχιαστική. Σε ευχαριστώ πολύ, τόσο για την ανάγνωση όσο και για το σχόλιο! Τhnx! :)

  • Like 1
Link to comment
Share on other sites

Δημήτρη θα το έλεγα ανατριχιαστικό! Και όχι μόνο εξαιτίας αυτών των γλαφυρών περιγραφών σου στα σημεία που απαιτείτο. Ασχέτως που ήταν εξαιρετικές και αυτές, αυτό που με ανατρίχιασε περισσότερο ήταν η εναλλαγή μεταξύ καθημερινότητας/gore καταστάσεων του ζευγαριού. Αυτός ήταν ''τρόμος καθημερινότητας'' όπως τον αποκαλώ εγώ. Τρόμος κρυμμένος τριγύρω μας. Ανάμεσά μας. Well done!

 

Να αναφέρω επίσης πως σημασία δεν έχει να μπορεί να αναπτύξει κανείς ιδέα αμέσως, αλλά να μπορεί να την αναπτύξει καλά. :) Κι εσύ το κατάφερες! 

 

Τέλος, έχω να πω ότι το συγκεκριμένο write off μπορεί να αποδείξει από μόνο του τη μαγεία της συγγραφής. 3 ιστορίες προέκυψαν από αυτό, και όλες τόσο, μα τόσο διαφορετικές... 

  • Like 2
Link to comment
Share on other sites

Χαίρομαι που σου άρεσε η ιστορία Γιώργο και βρήκες καλές τις περιγραφές και την εναλλαγή που χρησιμοποίησα μεταξύ των τραμακτικών σκηνών και των σκηνών "καθημερινότητας" του ζευγαριού. Νομίζω, απ`ότι διαβάζω δηλαδή από τα σχόλια, ότι τελικά λειτούργησε καλά! :) Όντως, τελείως διαφορετικές οι ιστορίες που γεννήθηκαν από αυτό το write-off, oι δύο (πολύ ωραίες) που πήραν μέρος στο διαγωνιστικό κομμάτι, αλλά και η δικιά μου που καθυστέρησε πολύ, αλλά δημιουργήθηκε τελικά! Σε ευχαριστώ πολύ για την ανάγνωση και το σχόλιο! :)

  • Like 1
Link to comment
Share on other sites

Ω σπλατεριά.

Αυτό λοιπόν και χωρίς παρεξήγηση είναι αγορίστικη ιστορία. Είχε κάποιες καλές ιδέες, ότι την είχε θάψει ανάποδα για παράδειγμα. Ή ότι ζωντάνευε ο πίνακας. Είχε και μερικά τεχνικά θεματάκια, όπως εκεί που λες ότι τρέχουν να φύγουν από τους φλεγόμενους δρόμους χιλιάδες άνθρωποι, το χιλιάδες είναι υπερβολή νομίζω. Επίσης αναρωτήθηκα ποια ήταν η επίσημη ετυμηγορία, όταν βρέθηκε το αμάξι φουνταρισμένο και δεν υπήρχε μέσα πτώμα. Οτι παρασύρθηκε από τα ρεύματα; Ότι φαγώθηκε;

Γενικά πέρα από ένα μικρό λουστράρισμα δεν βλέπω άλλο πρόβλημα και η ιστορία είναι δυνατή για το είδος της.

 

Μα, να την τσιμεντώσει! Τι ψυχάκιας!

 

Ευχαριστούμε Δημήτρη!

  • Like 1
Link to comment
Share on other sites

Ε, όχι και σπλατεριά βρε Ειρήνη! :) Σοβαρά τώρα, δεν θα την χαρακτήριζα έτσι, έχει μεν δύο έντονες σκηνές, αλλά έχω γράψει πολύ αιματηρότερες ιστορίες. Αν μάλιστα την συγκρίνεις με τον "Κλέφτη.." δεν τη λες ούτε καν γρατζουνιά! :) Ναι, η ιδέα σε αυτό που ρωτάς, είναι ότι κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι όντως παρασύρθηκε από τα ρεύματα. Χαίρομαι που την βρήκες δυνατή για το είδος της και σε ευχαριστώ για την ανάγνωση και το σχόλιο. Σε ευχαριστώ επίσης, γιατί ο πρόλογος σου, με οδήγησε σε άλλη μια ιστορία τρόμου, κάτι που είχε να συμβεί από τον "Καθρέφτη". Μany thnx! :)

Link to comment
Share on other sites

Εντάξει φίλε μου! Αίμα είδα σπλάτερ το είπα. Ζητώ συγνώμη! Πάντως εξακολουθεί να μου αρέσει και χαίρομαι που το έγραψες πάνω σε δικό μου κομμάτι. Θα ψάξω κι άλλες δουλειές σου!

Edited by Ιρμάντα
  • Like 1
Link to comment
Share on other sites

Ειρήνη, τώρα με κάνεις και αισθάνομαι άσχημα! :( Κανένας λόγος να ζητάς συγνώμη! Προς θεού δηλαδή! Εξέφρασες την άποψη σου και εγώ την δική μου! Απλώς η έννοια που έχω εγώ για το σπλάτερ, μετριέται με πολύ μεγαλύτερες ποσότητες αίματος! :) Δες π.χ. το "Βraindead" του Peter "Lord of the Rings" Jackson, για να καταλάβεις! :) Αντιθέτως χαίρομαι πολύ που σου άρεσε, και το ίδιο εύχομαι να συμβεί και με άλλες ιστορίες μου που ίσως διαβάσεις στο μέλλον. :)

Ένα πράγμα που προσωπικά με έχει ικανοποιήσει πολύ από αυτήν την ιστορία, είναι το πόσο πολύ συνδεδεμένη θεωρώ πως είναι με τον πρόλογο σου. Νομίζω ότι τον έχει εκμεταλευτεί στο έπακρο. Δεν ξέρω αν το βλέπεις και εσύ έτσι.

Link to comment
Share on other sites

Ειρήνη, τώρα με κάνεις και αισθάνομαι άσχημα! :( Κανένας λόγος να ζητάς συγνώμη! Προς θεού δηλαδή! Εξέφρασες την άποψη σου και εγώ την δική μου! Απλώς η έννοια που έχω εγώ για το σπλάτερ, μετριέται με πολύ μεγαλύτερες ποσότητες αίματος! :) Δες π.χ. το "Βraindead" του Peter "Lord of the Rings" Jackson, για να καταλάβεις! :) Αντιθέτως χαίρομαι πολύ που σου άρεσε, και το ίδιο εύχομαι να συμβεί και με άλλες ιστορίες μου που ίσως διαβάσεις στο μέλλον. :)

Ένα πράγμα που προσωπικά με έχει ικανοποιήσει πολύ από αυτήν την ιστορία, είναι το πόσο πολύ συνδεδεμένη θεωρώ πως είναι με τον πρόλογο σου. Νομίζω ότι τον έχει εκμεταλευτεί στο έπακρο. Δεν ξέρω αν το βλέπεις και εσύ έτσι.

Ναι. Για αυτό μου άρεσε το ανάποδο θάψιμο.

Διάβασα και τον Καθρέφτη, τώρα μόλις. Εντός ολίγου καταφτάνει σχολιασμός...

  • Like 1
Link to comment
Share on other sites

  • 3 weeks later...

Ωραία ιστορία. Μ'άρεσε πολύ ο ρυθμός, γρήγορος αλλά μετρημένος από την αρχή μέχρι το τέλος. Σαν λάτρης του τρόμου κι εγώ , δε μπορώ παρά να θεωρώ πως μια εκ των σημαντικότερων αρετών του είδους είναι η παράθεση μικρών στιγμιοτυπων καθαρής φρίκης , κάτι το οποίο αποδίδεται πολύ καλά στην ιστορία σου. Πολυ καλή είναι και η απόδοση του χαρακτήρα. Το συμπάθησα αυτό τον περιθωριακό καλλιτέχνη απ' την αρχή και έτσι στο τέλος είναι ακόμα μεγαλύτερη η επίπτωση του εγκλήματος του. Αν και μου άφησε λίγο την εντύπωση ότι Καλά της έκανε ( έχω να πάρω τα φάρμακά μου τρεις μέρες και το χω ρίξει και στον μπαρκερ ).

  • Like 2
Link to comment
Share on other sites

Χαίρομαι που σου άρεσε η ιστορία Χρήστο και σε ευχαριστώ πολύ για την ανάγνωση και το σχόλιο! Χαίρομαι επίσης για το σχόλιο σου για τον ήρωα της, αφού αν κατάφερε να σε κάνει να τον συμπαθήσεις σε μια ιστορία με μικρή σχετικά έκταση, σημαίνει ότι μάλλον κατάφερα να τον αναπτύξω, τουλάχιστον ικανοποιητικά! :) Να ομολογήσω επίσης ότι η σκέψη "καλά της έκανε" έχει περάσει και από το δικό μου μυαλό! :) Φυσικά, τίποτα δεν μπορεί να δικαιολογήσει την πράξη του, κάτι που τελικά αντιλαμβάνεται πολύ σκληρά και ο ίδιος, όπως δείχνει το τέλος της ιστορίας.

Και πάλι σε ευχαριστώ πολύ!

Link to comment
Share on other sites

  • 1 year later...

Καλημέρα Δημήτρη!

Λοιπόν, σε κάθε δική σου ιστορία που διαβάζω, τόσο πιο πολύ παγιώνεται μέσα μου η άποψη πως είσαι μια ήρεμη δύναμη στο sff. Μια δύναμη που βελτιώνεται διακριτικά, μεθοδικά, χωρίς τυμπανοκρουσίες και μεγάλα λόγια. Κρατάς χαμηλούς τόνους, γράφεις όποτε σου κάνει κέφι, γράφεις αυθεντικά, κι αυτό φαίνεται στο κείμενο. Προσωπικά, αν κρίνω από το σύνολο κι όχι από την κάθε ιστορία, νιώθω πως είσαι από τις καλύτερες πένες εδώ μέσα, και μάλιστα αυτος ο συγγραφέας που μπορώ να πως πως ανήκω στο 100% του target group στο οποίο απευθύνεται. Θα μου πεις, δεν υπάρχουν περιθώρια βελτίωσης; Υπάρχουν σίγουρα πολλά. (Θα το διαπιστώσεις και ο ίδιος αν ξαναγυρίσεις στα κείμενα σου για ένα ακόμη πέρασμα επιμέλειας... βασικά θα στο πρότεινα να το κάνεις, για να βελτιωθείς ακόμη περισσότερο. Μετά το βιβλίο μου, πιστεύω ακράδαντα πως το να διορθώνει κάποιος είναι απείρως πιο δύσκολο από το να γράφει). 

Συνέχισε την καλή δουλειά, με αυτοπεποίθηση και την ίδια όρεξη που επιδεικνύεις σε κάθε σου προσπάθεια.:)

Τώρα, όσον αφορά την ιστορία: την βρήκα πολύ καλογραμμένη. Ωραίες εικόνες και περιγραφές, ωραίες ιδέες, αξιόλογη πλοκή. Διαβάζεται κάτι παραπάνω από ευχάριστα. Τι δεν μου έκατσε καλά: το όνομα "Τζίμης". Όχι Τζιμ ή Τζίμυ, μα η... ελληνική του βερσιόν. Δεν ταιριάζει νομίζω. Επίσης, βρήκα το gore κομμάτι αταίριαστο σ' αυτή την ιστορία, που βαδίζει κατ΄ εμέ περισσότερο σε ψυχολογικά μονοπάτια τρόμου. Κατάλαβα γιατί το έδειξες έτσι, αλλά νιώθω πως θα το ήθελα περισσότερο ατμοσφαιρικό το συγκεκριμένο κομμάτι. 

Αυτά! Well done!

  • Like 1
Link to comment
Share on other sites

Σε ευχαριστώ πολύ Γρηγόρη τόσο για την ανάγνωση και το σχόλιο, όσο και για τα καλά λόγια όσον αφορά το σύνολο των ιστοριών μου αλλά και το ότι βλέπεις βελτίωση στην γραφή μου. Αυτό προσπαθώ να κάνω σε κάθε ιστορία που γράφω, να βελτιώνομαι όσο μπορώ περισσότερο και σχόλια σαν το δικό σου, πραγματικά με κάνουν να προσπαθώ ακόμα περισσότερο. Ευχαριστώ πολύ! :)

Στα της ιστορίας τώρα, χάρηκα που σου άρεσε και την βρήκες ένα ευχάριστο ανάγνωσμα. Όσον αφορά το "Τζίμης" από την μια είναι λεπτομέρεια του προλόγου που μας είχε δοθεί σε εκείνο το write-off, από την άλλη, πρόκειται ακριβώς για την ελληνοποίηση του "Τζιμ". Όσο για το gore, νομίζω ότι έτσι έγινε ακόμα πιο έντονο και χαρακτηριστικό το μέγεθος της φρίκης που ζει ο Τζίμης. Ναι μεν έχει ψυχολογική αίσθηση η ιστορία, αλλά για μένα μια ιστορία τρόμου, χρειάζεται και τέτοιες στιγμές, όταν φυσικά υπηρετούν την ιστορία και όχι καθαυτού το ίδιο το gore. Σε ευχαριστώ και πάλι φίλε μου! :)

  • Like 1
Link to comment
Share on other sites

  • 5 years later...

Νίκο σε ευχαριστώ πολύ για την επαναφορά  της ιστορίας  στο προσκήνιο με την επιλογή της στο "Our picks". 

  • Like 2
Link to comment
Share on other sites

Join the conversation

You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.

Guest
Reply to this topic...

×   Pasted as rich text.   Paste as plain text instead

  Only 75 emoji are allowed.

×   Your link has been automatically embedded.   Display as a link instead

×   Your previous content has been restored.   Clear editor

×   You cannot paste images directly. Upload or insert images from URL.

Loading...
×
×
  • Create New...

Important Information

You agree to the Terms of Use, Privacy Policy and Guidelines. We have placed cookies on your device to help make this website better. You can adjust your cookie settings, otherwise we'll assume you're okay to continue..