Jump to content

Τα ταξίδια της Αντζελίνας - Το χαμένο καράβι


chrismad

Recommended Posts

Όνομα Συγγραφέα: Chris Mad

Είδος: παραμύθι Ηλικίας 10 - 15 ετών

Βία; (Όχι)

Σεξ; (Όχι)

Αριθμός Λέξεων:  10265

Αυτοτελής; (Ναι)

Σχόλια:  Αυτοτελή διηγήματα με πρωταγωνίστρια την Αντζελίνα

 

                                               Τα ταξίδια της Αντζελίνας - Το χαμένο καράβι

 

Αυτό το Σαββατιάτικο πρωινό ήταν λίγο διαφορετικό από τα προηγούμενα. Δεν έκανε πολύ κρύο, δεν έβρεχε και ο ήλιος έριχνε τις ακτίνες του δυνατά στην Γή.

Η Αντζελίνα σηκώθηκε και ντύθηκε γρήγορα σήμερα ήταν μια σημαντική μέρα θα πήγαιναν με τους γονείς της στην πόλη που μεγάλωσε, θα έβλεπε τις φίλες τις και θα ήταν όλη μέρα μαζί τους.

Ο πατέρας της είχε να κάνει σημαντικές δουλειές στη πόλη. Θα έπρεπε  να κανονίσει για την παραγωγή που έβγαζαν αλλά και να πάρει ανταλλακτικά για τα μηχανήματα που χρησιμοποιούσε.

Μετά το γρήγορο πρωινό ξεκίνησαν για την πόλη είχαν κάποιες ώρες ταξίδι άλλα εκείνη δεν είχε πρόβλημα θα άκουγε την μουσική της και τις αναμνήσεις από τις φίλες της. Είχε περάσει αρκετός καιρός από την περιπέτεια της με το νησί της μοναξιάς. Το σχολείο της ήταν αρκετά μακριά από το σπίτι και με τα μαθήματά της δεν της έμενε πολύς χρόνος για να πηγαίνει στο σπιτάκι του κήπου, μόνο μερικές φορές για να δει αν όλα είναι καλά αλλά και για να τα κρατά καθαρό.

Θα ήθελε να πει την ιστορία της στις φίλες της αλλά ήξερε ότι δεν θα την πίστευαν και εξ άλλου δεν θα ήταν σωστό να φανερώσει ένα τέτοιο μυστικό.

Οι φίλες της την περίμεναν είχαν κανονίσει πολλές ετοιμασίες για την μέρα που θα πέρναγαν με την φίλη τους.

Η Ημέρα πέρασε υπέροχα στην παλιά γειτονιά της Αντζελίνας με γέλια, βόλτες για ψώνια και πολύ κουτσομπολιό ανάμεσα στην κοριτσίστικη παρέα, μέχρι που ήρθε η ώρα του γυρισμού. Χαιρέτισε τις φίλες της και μπήκε μαζί με τους γονείς της στο αυτοκίνητο για τον γυρισμό στο χωριό.

Τώρα αργά πια το βράδυ κουρασμένη και γεμάτη από το ταξίδι της στην πόλη ανέβηκε στο δωμάτιο της με τα ψώνια της για να ταχτοποιήσει και να ξεκουραστεί.

Η κούραση της ήταν τόση που με δυσκολία κρατούσε τα μάτια της ανοιχτά μάζεψε πρόχειρα τα ψώνια και αποφάσισε να κοιμηθεί και αύριο θα συνέχιζε να τα ταχτοποιεί.

Ο ύπνος ήρθε γρήγορα και ήρεμα σαν ομίχλη που καλύπτει τα θερισμένα χωράφια.

Ένα όνειρο κάλυψε το μυαλό της που σε αυτό έβλεπε τις φίλες τις και την βόλτα τους στο εμπορικό κέντρο να κάνουν τα ψώνια τους, αλλά κατά διαστήματα σαν να έβλεπε στο βάθος του όνειρο ένα ποτάμι, που όποτε τo κοίταγε για να το δει καλύτερα ξαφνιζόταν.

Κόντευε να ξημερώσει όταν το όνειρο τις Αντζελίνας άρχισε να παίρνει ένα θαλασσί χρώμα που όλο και δυνάμωνε και σκέπαζε όλες τις άλλες εικόνες μέχρι που στο τέλος ήταν όλο το όνειρο ένα δυνατό αλλά απαλό θαλασσί φώς.

Η Αντζελίνα άνοιξε σιγά τα μάτια της πράγματι υπήρχε το φώς, ήταν από το μενταγιόν που φορούσε με την γυναίκα, που είχε πάρει από το καλάθι στο νησί της μοναξιάς.

Ανακάθισε στο κρεβάτι της και κοίταξε γύρο της τίποτα δεν ήταν διαφορετικό αλλά όλα είχαν πάρει αυτό το θαλασσί φώς.

Ασυναίσθητα έφερε το χέρι της στο μενταγιόν της.

«Η γυναίκα, ο καθρέπτης πρέπει να πάω να δώ, αυτό είναι σήμα να πάω να δω τι συμβαίνει. Κάποιος θα χρειάζεται την βοήθειά μου και η γυναίκα με καλεί» σκέφτηκε και σηκώθηκε από το κρεβάτι της.

Είχε αρκετές ώρες μέχρι να ξημερώσει. Δεν μπορούσε να περιμένει μέχρι το πρωί μπορεί να ήταν πολύ αργά για αυτούς που την είχαν ανάγκη. Εξ άλλου είχε αποδεχθεί αυτόν τον ρόλο, έπρεπε να πάει τώρα. Με αυτή την σκέψη άρχισε να ντύνετε για να κατέβει στο σπιτάκι του παππού ενώ το μενταγιόν εξασθενούσε σιγά το φώς του.

Η Αντζελίνα κατέβηκε σιγά τις σκάλες να μην ξυπνήσει τους γονείς της και κατευθύνθηκε στο σπιτάκι μπήκε μέσα και άνοιξε την συρταριέρα.

Πήρε από μέσα το κουτί, το άνοιξε πήρε στο χέρι της το ραβδί άρπαξε το σακίδιό της που ήταν φυλαγμένο εκεί δίπλα και διάβασε τα λόγια από το καπάκι.

«ΚΑΜΠΟ ΣΑΜΠΟ ΡΙΜΕΣ ΡΑΛΙΑ ΛΙΜΟ»

Ο καθρέπτης άνοιξε και ένα άλλο δωμάτιο φάνηκε από την άλλη μεριά. Ήταν ένα δωμάτιο σκοτεινό η Αντζελίνα πήρα τον φακό της και φώτισε από την άλλη μεριά. Το φώς του φακού φώτισε κάποια ράφια με κούτες και πολλά πράγματα μέσα στο δωμάτιο σκεπασμένα με πανιά. Πέρασε διστακτικά από την άλλη μεριά και το μενταγιόν φώτισε το δωμάτιο εκείνη έσβησε τον φακό της και τον έβαλε στο σακίδιο.

Το δωμάτιο έμοιαζε για αποθήκη και η Αντζελίνα κοίταξε γύρο της δεξιά της είχε μια σκάλα που ανέβαινε προς τα επάνω και πίσω της ήταν ένας παρόμοιος καθρέπτης σαν και αυτόν που είχε στο σπιτάκι της.

Έκανε μερικά βήματα προς την σκάλα και είδε ότι κατέληγε σε μια πόρτα τότε γύρισε και διάβασε πάλι τα λόγια και έκλισε το πέρασμα.

Ανέβηκε σιγά την σκάλα και έφτασε στην πόρτα έσκυψε να ακούσει αν απ’ έξω ακούγονταν κάποιος θόρυβος. Τίποτα ησυχία. 

Έπιασε το χερούλι της και το γύρισε αργά τράβηξε σιγά την πόρτα και εκείνη άνοιξε με ένα σιγανό τρίξιμο. Από το πρώτο άνοιγμα της είδε ότι και εκεί ήταν σκοτάδι όσο άνοιγε την πόρτα το φως από το μενταγιόν εξασθενούσε και έτσι όταν η πόρτα ήταν πλέων ανοιχτή έμεινε να κοιτά έναν σκοτεινό μικρό δωμάτιο σε κάποιο σπίτι.

Ξαναπήρε τον φακό της τον άναψε και έβαλε το χέρι της μπροστά για να μετριάσει το πολύ φως.

Βγήκε από την πόρτα και βρέθηκε σε ένα χολ ενός σπιτιού που μάλλον ήταν ακατοίκητο μιας και η σκόνη που είχε γύρο αλλά και στο παλιό ρολόι στο πλάι, ήταν ένα αποχή στρώμα. «Θα έχει περάσει πολύς χρόνος από τότε που κάποιο χέρι το είχε ξεσκονίσει.» σκέφτηκε και κοίταξε γύρο της στην απέναντι μεριά από το ρολόι ήταν μια μεγάλη πόρτα που πρέπει να ήταν η κεντρική πόρτα του σπιτιού ενώ από τις δύο πλευρές του ρολογιού υπήρχαν άλλες δύο πόρτες αλλά απλές που ή μια ήταν και λίγο ανοικτή.

Απέναντι της ένα μεγάλο παράθυρο μαρτυρούσε ότι και εκεί η νύχτα είχε πολύ δρόμο ακόμα. Αριστερά και δεξιά από την πόρτα που μπήκε είχε δυό σκάλες που ανέβαιναν κυκλικά πάνω από εκείνην στον επάνω όροφο.

«Ένα παλιό αρχοντικό» σκέφτηκε πήγε μέχρι το παράθυρο και κοίταξε έξω αλλά ήταν πολύ σκοτεινά για να καταλάβει που ήταν. Πήγε στην μισάνοιχτη πόρτα και μπήκε στο δωμάτιο ήταν ένα μεγάλο μακρόστενο δωμάτιο που ήταν το σαλόνι του σπιτιού, στο βάθος έδειχνε να ήταν η τραπεζαρία του σπιτιού. Στην μέση του αριστερού τοίχου ένα μεγάλο τζάκι με πολλά σκαλίσματα και από τις δύο πλευρές του μεγάλες μπαλκονόπορτες με βαριές κουρτίνες που θα έβγαιναν σε αυλή ή βεράντα.

Στον δεξιό τοίχο του δωματίου είχε τρείς πόρτες. Η Αντζελίνα άνοιξε με προσοχή αυτήν που ήταν στο βάθος του δωματίου. Πήγαινε σε ένα δωμάτιο που θα ήταν καθιστικό γιατί είχε ένα μικρό σαλονάκι και πολλές καρέκλες γύρο, και αυτό είχε τζάκι και στην μια γωνιά ένα όρθιο μικρό πιάνο.

Η Αντζελίνα βγήκε από το δωμάτιο και δοκίμασε να ανοίξει την μεσαία πόρτα που άνοιξε χωρίς δυσκολία.

Η δεύτερη πόρτα πέρναγε σε ένα γραφείο με πολλά ράφια γεμάτα βιβλία και ένα μεγάλο γραφείο με πολλά χαρτιά επάνω του.

Μετά ξανά από το χολ πήγε στην Τρίτη πόρτα που ήτα προς την πόρτα που μπήκε.

Η Τρίτη πόρτα πήγαινε σε ένα δωμάτιο που ήταν η κουζίνα του σπιτιού μια κουζίνα και ένας χτιστός φούρνος διακοσμούσε το δωμάτιο ένας πάγκος για τις ετοιμασίες ήταν στην μέση και από πάνω πολλά κατσαρόλια κρέμονταν.  Στο βάθος της υπήρχε μια στριφτή σκάλα που κατέβαινε κάπου ποιο κάτω μάλλον θα πήγαινε στο κελάρι, και μια πόρτα που φαινόταν να βγαίνει έξω από το σπίτι. Στην δεξιά μεριά υπήρχε άλλη μια πόρτα πού όταν η Αντζελίνα την άνοιξε έβγαινε στο χολ ήταν η δεξιά πόρτα δίπλα στο ρολόι.

Η Αντζελίνα βγήκε και άρχισε να ανεβαίνει στην σκάλα. Έφτασε στο πλατύσκαλο από εκεί ξεκίναγε ένας διάδρομος αριστερά της που έκανε τον γύρο από το κενό της σκάλας και τον ακολούθησε. Όταν είχε κάνει μερικά βήματα άκουσε από μακριά κάποια σιγανή μουσική λες και κάποιος μέσα στο σπίτι είχε αφήσει ένα ράδιο ανοιχτό.

Προχώρησε όσο ποιο αθόρυβα μπορούσε μέχρι που ο διάδρομος πέρναγε την το κενό και έστριβε ξανά αλλά αυτή την φορά δεξιά.

Η Αντζελίνα κοίταξε προσεκτικά αριστερά και δεξιά τον νέο διάδρομο.

Αριστερά μια σκάλα ανέβαινε ακόμα ποιο πάνω σε άλλο όροφο. Δεξιά της ο διάδρομος έφτανε μέχρι το βάθος του σπιτιού και είχε πολλές πόρτες. Στο βάθος σε μία είδε ένα αμυδρό φως να βγαίνει από μια χαραμάδα κάτω από την πόρτα. Πλησίασε με προσοχή και αγωνία από εκεί ακουγόταν η μουσική ήταν μουσική που όπως είχε ακούσει ήταν παλιάς εποχής ίσως την εποχή που ήταν παιδί ο πατέρας της.

Πλησίασε και χτύπησε την πόρτα «παρακαλώ είναι κανείς εδώ» είπε με τρεμάμενη φωνή χωρίς να ξέρει αν έκανε καλά.

Βήματα ακούστηκαν πίσω από την πόρτα και η πόρτα άνοιξε. Ένα αγόρι εμφανίστηκε στην πόρτα με το φώς που έβγαινε να μην αφήνει την Αντζελίνα να δει το πρόσωπο του.

«καλησπέρα» είπε το αγόρι «πέρασε μέσα δεν ήξερα αν θα είναι αλήθεια όσα διάβασα και αν θα έρθει κανείς».

Η Αντζελίνα πέρασε την πόρτα ήταν ένα δωμάτιο με ένα κρεβάτι στην μια πλευρά μία βιβλιοθήκη στην άλλη και ένα γραφείο κάτω από ένα μεγάλο παράθυρο.

Αυτό το δωμάτιο σε αντίθεση με τα άλλα ήταν πεντακάθαρο και ταχτοποιημένο.

Το αγόρι ήταν λίγα χρόνια μεγαλύτερο από εκείνη, είχε κοντά καστανά μαλλιά χτενισμένα στην δεξιά πλευρά του προσώπου του. Μια μικρή ελιά ήταν λες και ζωγραφισμένη την αριστερή πλευρά του προσώπου του. Το αγόρι δεν ήταν πολύ ψηλότερο από εκείνη με λαμπερά καστανά μάτια και ένα ευχάριστο χαμόγελο.

«Με λένε Άλκη συγνώμη που σε έφερα εδώ, αλλά έχω μεγάλο πρόβλημα και το βιβλίο έλεγε ότι μπορώ να ζητήσω βοήθεια και από τις δύο σας.»

Η Αντζελίνα τα είχε χάσει με δυσκολία άρθρωσε «Με λένε Αντζελίνα και ήρθα μόνη μου δεν ξέρω για τι μιλάς. Χάθηκα στην περιοχή είδα το σπίτι και ήρθα να ζητήσω βοήθεια» δεν ήξερε αν έπρεπε να πει την αλήθεια και πόσα ήξερε αυτό το αγόρι.

«Κάτσε και άσε με να σου εξήγηση σε παρακαλώ.» άρχισε να λέει το αγόρι «καταλαβαίνω την απορία σου και εγώ δεν είμαι σε καλύτερη θέση. Λοιπόν αυτό το σπίτι ανήκει στην οικογένεια μου πάρα πολλά χρόνια το έφτιαξε ο παππούς του πατέρα μου.

Ο πατέρας μου έλεγε ότι δεν πρέπει αυτό το σπίτι να φύγει από την οικογένεια. Είχε την δουλειά του και μαζί με την μητέρα μου και ζούσαμε αρκετά καλά.

Όταν ήμουν μικρός μου διάβαζε ένα βιβλίο που έλεγε ότι ένας άνδρας είχε δυο αδερφές όλοι τους είχαν από ένα χάρισμα. Το αγόρι εξουσίαζε τον άνεμο, το ένα κορίτσι το φώς και το άλλο το νερό. Και οι τρείς μαζί έκαναν ταξίδια και βοηθούσαν τους ανθρώπους.

Όταν οι γονείς μου σκοτώθηκαν πρίν σχεδόν ένα χρόνο κλίστηκα μέσα στο σπίτι.

Δεν ήθελα να πάω σχολείο ούτε και να βγω από το δωμάτιο μου.

Η επιχείρηση του πατέρα μου μετά τον θάνατό του φυσικά έκλισε και τα χρέη που μαζεύτηκαν έγιναν τεράστια χωρίς εγώ να ξέρω και να μπορώ να κάνω κάτι. Βλέπεις δεν έχω άλλους συγκινείς να με βοηθήσουν και να με συμβουλέψουν.

Πριν λίγες μέρες ήρθαν κάποιοι εδώ και μου είπαν ότι αν μέχρι το τέλος του μήνα δεν πληρωθούν οι λογαριασμοί θα πάρουν το σπίτι.

Είχα στενοχωρηθεί πολύ και γύρναγα μέσα στο σπίτι μέχρι που ένιωσα ότι ένας αέρας φυσούσε μέσα στο σπίτι. Έψαξα για το παράθυρο που μπορεί να είναι ανοιχτό αλλά δεν ήταν κανένα. Τότε κατάλαβα ότι ο αέρας ήταν από μένα όσο ποιο πολύ ήμουν στεναχωρημένος τόσος ποιο πολύ αέρας πέρναγε μέσα από το σπίτι. Εγώ δημιουργούσα τον αέρα λες και ήμουν το παιδί του παραμυθιού.

Έψαξα για το βιβλίο στο γραφείο του πατέρα μου και το βρήκα. Δεν έλεγε πολλά εκτός από αυτά που μου διάβαζε. Έψαξα όλα τα βιβλία, έψαξα και στο γραφείο του μέχρι που σε μια κρυψώνα βρήκα ένα βιβλίο, ένα κουτί που είχε μέσα ένα φτερό και ένα μενταγιόν αυτό» και έδηξε στην Αντζελίνα το μενταγιόν που φορούσε στο στήθος του. Ήταν στρογγυλό που πάνω του είχε σκαλισμένη δίνη και από το κέντρο του έβγαινα δύο φτερά σαν αυτά της γυναίκας στο δικό της.

Διάβασα το βιβλίο έλεγε κάποιες ευχές. Μία από αυτές ήταν για την ένωση της αγάπης. Τότε το συνδύασα με τα τρία άτομα του παραμυθιού και δοκίμασα χωρίς να ξέρω αν θα γίνει. Φαίνετε ότι έπιασε.»

Δεν πρόλαβε να τελειώσει ο Άλκης και μια υγρασία ένιωσαν να περνά το κορμί τους και ένα χτύπημα στην πόρτα ακολούθησε. Ο Άλκης άνοιξε την πόρτα και μια καστανόξανθη κοπέλα με μεγάλα αμυγδαλωτά μάτια εμφανίστηκε στο άνοιγμα της. Η κοπέλα μπήκε μέσα καλησπερίζοντας τους.

«Καλησπέρα είμαι η Έμιλι του νερού εσύ πρέπει να είσαι το αγόρι του αέρα» είπε στον Άλκη «και εσύ του φωτός» είπε κοιτώντας την Αντζελίνα.

Τα δύο παιδιά την κοιτούσαν σαν χαμένα με την φόρα που μπήκε η Έμιλι εκείνη τους είδε και συνέχισε.

«Μάλλον μάθατε για την δύναμη σας λίγο καιρό και για αυτό με κοιτάτε έτσι. Θα τα πούμε όλα αλλά πρέπει να μου πείτε γιατί έπρεπε να βρεθούμε όλοι μαζί»

Τα παιδιά συστήθηκαν και ο Άλκης της είπε όσα είχε είδη πει στην Αντζελίνα.

«Σε τι μπορούμε να βοηθήσουμε εμείς» είπε η Έμιλι «πρέπει να ξέρετε ότι η δύναμη που έχουμε και οι τρείς μαζί είναι πολύ μεγάλη και δεν είναι σωστό να βρισκόμαστε χωρίς ιδιαίτερο λόγο. Το σπίτι πρέπει να μείνει σε εσένα αλλά τι είναι αυτό που πρέπει να κάνουμε μαζί για να σώσουμε το σπίτι.»

Ο Άλκης συνέχισε να τους πει για το τι είχε βρει στα βιβλία. «ψάχνοντας τα βιβλία βρήκα ένα που έλεγε ότι το ποτάμι που είναι λίγο ποιο δίπλα κάποτε είχε πολύ νερό και ήταν πέρασμα για να πάνε καράβια στην πόλη που είναι αρκετά ποιο πάνω. Ο προπάππους μου είχε ένα καράβι που μετέφερε εμπορεύματα. Ένα δρομολόγιο θα μετέφερε χρυσό και πετράδια από την πόλη προς κάπου αλλού έξω από το ποτάμι. Ληστές που το έμαθαν είχαν στήσει καρτέρι για να το κλέψουν. Αλλά από το καράβι έμαθαν για τους ληστές στην μέση της διαδρομής όταν τους πήραν είδηση γύρισαν να πάνε πάλι πίσω στην πόλη, αλλά και εκεί υπήρχαν πολλοί που ήταν έτοιμοι να σκοτώσουν για τον πλούτο που κουβαλούσε. Το βιβλίο λέει ότι το καράβι χάθηκε και κανείς δεν το βρήκε από πότε.

Πιστεύω ότι αυτό είναι αλήθεια και αν μπορούσαμε να το βρούμε θα μπορούσα με λίγα από τα πλούτη του να σώσω το σπίτι μου.»

Η Έμιλι όλη αυτή την ώρα άκουγε με προσοχή στο τέλος τους είπε.

«Κατ’ αρχάς θα πρέπει να βρούμε όσα ποιο πολλά στοιχεία έχεις για το καράβι. Αλλά πρώτα θα πρέπει να σας πω μιας και απ’ ότι βλέπω είναι πολύ λίγα αυτά που γνωρίζετε για εμάς. Θα πρέπει πάντα να προστατεύουμε τους καθρέπτες που έχουμε για να μπορούμε να πηγαίνουμε όπου πρέπει ή θέλουμε. Πρέπει να έχετε καταλάβει ότι μόνο για καλό μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε τις δυνάμεις μας. 

Ο καθένας μας εξουσιάζει ένα στοιχείο. Τώρα για το πώς ξεκίνησαν όλα αυτά και γιατί εμάς δεν είναι για την ώρα θα τα βρείτε εξ’ άλλου μόνοι σας στην πορεία ή αν έχουμε ώρα θα σας πω εγώ μερικά.»

«Πώς μπορούμε να πάμε σε κάποιο μέρος που θέλουμε ? δεν μας ανοίγει εκεί που θέλει ο καθρέπτης?» ρώτησε η Αντζελίνα.

«Με το να βάλουμε το όνομα του τόπου μετά από την φράση» απάντησε η Έμιλι «και τώρα να δούμε το βιβλίο που μας είπες για να βρούμε από πού θα πρέπει να ξεκινήσουμε και στην διαδρομή θα πούμε για τα άλλα»

Ο Άλκης πήρε ένα βιβλίο που ήταν στο γραφείο του και το άνοιξε. Το βιβλίο άρχιζε με την εξιστόρηση για το δρομολόγιο που θα ακολουθούσε και σταματούσε στο «αύριο το πρωί ξεκινάμε για την πόλη μέχρι το βράδυ θα πρέπει να είμαστε ανοιχτά στην θάλασσα.»

«Λοιπόν» είπε η Έμιλι «πρέπει να ξεκινήσουμε να ανέβουμε το ποτάμι και θα ψάξουμε ένα στοιχείο για το που μπορεί να κρύφτηκε το καράβι και μάλιστα αμέσως».

Το φώς της ημέρας μόλις είχε κάνει αισθητή την παρουσία του στην πεδιάδα όταν τα παιδί έφτασαν την κήτη του ποταμού. Ήταν ένα αρκετά φαρδύ ποτάμι αλλά με ελάχιστο νερό. Τα παιδιά άρχισαν να ανεβαίνουν παράλληλα με το ποτάμι. «Στέρεψε το νερό» παρατήρησε η Έμιλι.

«Όχι απλά έχουν φτιάξει πολλά χρόνια ένα φράγμα και για αυτό έχει νερό μόνο τον χειμώνα.» Απάντησε ο Άλκης.

Σε πολλά σημεία έπρεπε να κατέβουν μέσα στο ποτάμι και σε άλλα να περάσουν ανάμεσα από φυτά που είχαν φυτρώσει στις άκρες του ποταμού.

Είχε φτάσει μεσημέρι και ο ήλιος ήταν στο ψηλότερο σημείο του όταν το ποτάμι έκανε μια στροφή και πέρναγε ανάμεσα από κάποια μεγάλα βράχια. Τα παιδιά αναγκάστηκαν να περάσουν μέσα από το ποτάμι για να φτάσουμε μετά τα βράχια στις πλευρές του ποταμού, απ’ όπου ξεκίναγε ένα δάσος.

Μέχρι εκείνη την στιγμή τίποτα δεν έδειχνε ότι κάπου μπορούσε τνα έχει κρυφτεί το καράβι.

Όταν μπήκαν στην περιοχή που ήταν τα δέντρα βγήκαν στην κοίτη του ποταμού και κάθισαν κάτω από τα δέντρα για να ξεκουραστούν.

«Τι ξέρεις για την γυναίκα στο μενταγιόν σου» ρώτησε η Έμιλι την Αντζελίνα εκείνη της εξιστόρησε την πρώτη περιπέτεια της και για το άγαλμα στον βράχο. Ο Άλκης μιας και ήταν ο τελευταίος που βρήκε ότι διαθέτει μια δύναμη φυσικά δεν ήξερε τίποτα και άκουγε με ενδιαφέρον την ιστορία της.

«Δεν ξέρω ακόμα από πού πήρε τις δυνάμεις αυτή η γυναίκα αλλά έχω διαβάσει για εκείνη πολλά.» άρχισε να λέει η Έμιλι «Η γυναίκα είχε και τις τρείς δυνάμεις. Πήγαινε από κόσμο σε κόσμο και βοηθούσε όποιον χρειαζόταν βοήθεια. Κάποια μέρα σε κάποιο ταξίδι της γνώρισε έναν νέο που τον αγάπησε όπως και εκείνος. Δεν ξέρω αν έχεις καταλάβει» απευθύνθηκε στην Αντζελίνα «μιας και εσύ Άλκη δεν έχεις κάνει ακόμα ταξίδι, ότι όταν δεν είσαι στον κόσμο σου ο χρόνος είναι ποιο αργός. Μπορείς ακόμα και να τον σταματήσεις αλλά όχι να τον κάνεις κανονικό.

Η γυναίκα αγάπησε πολύ τον νέο και ήθελε να μείνει στον κόσμο του. Στα ταξίδια της είχε γνωρίσει κάποιους που άξιζαν και ήταν ικανοί να πάρουν δυνάμεις αλλά θα έδινε μία σε καθέναν ώστε για κάτι μεγάλο να πρέπει να είναι όλοι μαζί και να μην είναι δυνατόν να χρησιμοποιήσουν τις δυνάμεις για κακό.

Όταν το είπε στον άντρα που είχε αγαπήσει που ίδει ζούσε μαζί του πολλά χρόνια αυτός τις το αρνήθηκε γιατί ήξερε ότι αν έδινε τις δυνάμεις τις θα γέρναγε κανονικά στον κόσμο που ήταν και αυτός ήθελε να μείνει πάντα νέα και όμορφη.

Ο νέος άντρας πια ήξερε ότι υπήρχε ένα μέρος που θα γέρναγε αργά και ύπουλα την έστειλε εκεί παίρνοντας της το κουτί να μην μπορεί να επιστέψει και γεράσει μαζί του.

Χωρίς τις δυνάμεις της απ ότι ξέρω μέχρι τώρα έμεινε σε εκείνο το μέρος, δεν ξέρω τι έγινε μετά πάντως εμένα η προγιαγιά μου ήταν αυτή που πήρε την Δύναμη του νερού και την έδωσε σε μένα πριν λίγα χρόνια.»

«Πολλά από αυτά θα τα βρείτε μόνοι σαν στα ταξίδια σας αλλά και σε βιβλία που θα βρεθούν στα χέρια σας.»

Και με αυτά τα λόγια σηκώθηκε για να συνεχίσουν τον δρόμο τους τα παιδιά την ακολούθησαν. Είχαν πολλές ερωτήσεις να κάνουν αλλά πρώτα έπρεπε να βάλουν όλα αυτά σε τάξη στο μυαλό τους.

Ήταν αργά το απόγευμα όταν έφτασαν στο τέλος του δάσους από εκεί και μετά χωράφια που άλλα ήταν καλλιεργημένα και άλλα σκαμμένα υπήρχαν και από τις δυο μεριές του ποταμού. Στο βάθος ένα μεγάλο φράγμα υψωνόταν σαν τεράστιο βουνό.

«Εδώ είναι το φράγμα» είπε ο Άλκης «το χωριό είναι από πάνω δίπλα στην λίμνη που έχει γίνει με το φράγμα. Το παλιό χωριό ήταν εδώ ποιο μέσα που σήμερα είναι τα χωράφια. Από εδώ πρέπει να ξεκίνησαν.»

«Πρέπει να περάσαμε αυτό που ψάχνουμε» είπε η Αντζελίνα «και απ’ ότι καταλαβαίνω είναι καλά κρυμμένο για να μην το δούμε. Θα πρέπει να πάμε πίσω και να ψάξουμε ξανά.»

«Είναι αργά και σε λίγο νυχτώνει» βιάστηκε να πει ο Άλκης «έχω ακούσει ότι εδώ στην αρχή του δάσους υπάρχει ένα παλιό χάνι που οι ταξιδιώτες διανυχτέρευαν τα παλιά χρόνια και σήμερα οι αγρότες μένουν εκεί μερικές φορές. Θέλετε να πάμε να δούμε μπορεί να είναι κάποιος εκεί αλλά και να μην είναι θα έχουμε κάπου να μείνουμε έχει αρκετό κρύο τα βράδια στην περιοχή.»

Τα κορίτσια συμφώνησαν και ξεκίνησαν προς το χάνι. Το χάνι ήταν στα πρώτα δέντρα μετά τα χωράφια και πράγματι ήταν πολύ παλιό. Όταν ήταν στις δόξες του πρέπει να μπορούσε να φιλοξενήσει πολλούς ταξιδιώτες, σήμερα αρκετά κομμάτια είχαν καταστραφεί αλλά το κεντρικό μέρος του κτιρίου ήταν σε καλή κατάσταση. Όπως φαινόταν, κάποιοι το κρατούσαν σε καλή κατάσταση μάλλον αγρότες που πέρναγαν την νύχτα τους όταν με την δουλειά έμεναν μακριά από τα σπίτια τους τα βράδια.

Τα παιδιά άνοιξαν την πόρτα και μπήκαν στο σκοτεινό σπιτάκι η Αντζελίνα μπήκε πρώτη και το μενταγιόν αμέσως φώτισε τον χώρο. Ήταν ένα δωμάτιο που στο κέντρο του είχε ένα τραπέζι με καρέκλες, στην μία πλευρά του τοίχου μία σόμπα παλιά μεταλλική και γύρο αρκετά μικρά κρεβάτια που έδειχναν  τόσο παλιά λες και είχαν φτιαχτεί μαζί με το κτίριο.

Τα παιδιά άναψαν μία λάμπα που βρήκαν εκεί και κάθισαν στις καρέκλες. «Τι είναι αυτό που δεν είδαμε» αναρωτήθηκε η Έμιλι.

«Αν έφυγαν από εδώ θα έφτασαν μέχρι την πεδιάδα κάτω κοντά στο σπίτι του Άλκη» είπε η Αντζελίνα «όχι» είπε ο Άλκης οι ληστές τους περίμεναν πρίν την στροφή του ποταμού αυτό διάβασα, άρα δεν έφτασαν μέχρι το σπίτι»

«τότε» συνέχισε η Αντζελίνα μας μένει το κομμάτι από την στροφή μέχρι το τέλος του δάσους. Σε όλο αυτό το μέρος περάσαμε το δάσος μια κάποια βράχια. Στα βράχια δεν μπορούσαν να βγάλουν το καράβι άρα πέρασαν κάπου μέσα από το δάσος.»

Ο καθένας κλίστηκε στις σκέψεις του ο Άλκης κάθισε σε ένα κρεβάτι και τον πήρε ο ύπνος μέσα σε μια ομίχλη σκέψεων.

Τα κορίτσια καθισμένα στο τραπέζι ακούμπησαν στις καρέκλες τους και τα μάτια τους έκλεισαν χωρίς να το καταλάβουν.

 

«Ξυπνήστε υπναράδες» είπε η Αντζελίνα και ακούμπησε πάνω στο τραπέζι το μαντίλι της γεμάτο με διάφορα φρούτα. Τα παιδιά άνοιξαν τα μάτια τους νωχελικά, ο Άλκης σηκώθηκε και πλησίασε στο τραπέζι.

«Που τα βρήκες αυτά» ρώτησε και πήρε να φάει αμέσως.

«Ξύπνησα και έκανα μια βόλτα εδώ στα χωράφια, πρέπει κάτι να φάμε έχουμε πολύ δρόμο ακόμα»

Όταν έφαγαν τα φρούτα ξεκίνησαν περνώντας μέσα από το δάσος, δεν θέλανε να τους δουν και να παραξενευτούν τι κάνουν τρία παιδία εκεί.

Έφτασαν στην άκρη του ποταμού και άρχισαν να τον κατεβαίνουν ψάχνοντας για ένα σημείο που θα μπορούσε να περάσει το καράβι ή να εξαφανιστεί. Πολλές φορές πέρναγαν από την μία ακτή στην άλλη για να ψάξουν αυτή την φορά από ποιο κοντά και τις δύο πλευρές.

Κάθε τόσο ο Άλκης δημιουργούσε ένα αεράκι για να κουνιούνται τα δέντρα ώστε αν υπάρχει κάτι να μπορέσουν να το εντοπίσουν.

Κόντευαν να φτάσουν στην στροφή που ήταν και οι βράχοι όταν η Αντζελίνα σταμάτησε και είπε «Μα καλά πώς δεν το είδα πώς δεν το υποψιάστηκα εδώ είναι από εδώ φύγανε» και έδειξε τον βράχο που ήταν απ’ την αντίθετη μεριά.

«Όταν κατεβαίνεις ο βράχος είναι μπροστά σου, πρέπει κάποιος να στρίψει δεξιά για να τον αποφύγει. Αν όμως είναι πέρασμα για κάπου αλλού τότε περνάς και φεύγεις»

Και ξεκίνησε πρώτη για τον βράχο τα άλλα παιδιά την ακολούθησαν.

Στάθηκε μπροστά στον βράχο μέσα στο ποτάμι και έβγαλε το κουτί της πήρε το ραβδί και διάβασε τις λέξεις.

«ΚΑΜΠΟ ΣΑΜΠΟ ΡΙΜΕΣ ΡΑΛΙΑ ΛΙΜΟ»

Αμέσως ο βράχος άνοιξε και μεγάλη ποσότητα νερού άρχισε να πετιέται έξω από το άνοιγμα. Με μια κίνηση η Έμιλι άπλωσε το χέρι της είπε κάποια λόγια και το νερό σταμάτησε σαν να είχε παγώσει. «παραλίγο» είπε «έπρεπε να το φανταστούμε ότι θα έχει νερό πώς θα πέρναγε ολόκληρο πλοίο. Πάμε να περάσουμε από το πλάι. Γρήγορα δεν ξέρεις ποιο μπορεί να μας δει.»

Μέσα από το άνοιγμα φαινόταν το ποτάμι να συνεχίζει αλλά υπήρχε μόνο η μία όχθη έτσι γρήγορα ανέβηκαν στην δική τους όχθη και πέρασαν από το σταματημένο νερό στην άλλη μεριά. Η Έμιλι πάτησε πάνω στο νερό λες και ήταν δρόμος, τα άλλα δύο παιδιά την ακολούθησαν αλλά τρομαγμένα λες και πέρναγαν πάνω από καρφιά.

Η Αντζελίνα έκλεισε με το ραβδί της το πέρασμα και σταμάτησαν στην μέσα όχθη. Το ποτάμι συνέχιζε αλλά ποιο μεγάλο και φαρδύ από το έξω.

Η Έμιλι έκανε πάλι το νερό να κυλά κανονικά σε εκείνο το σημείο το ποτάμι έστριβε τα παιδιά βρέθηκαν στην μία πλευρά του. Οι κοίτες του ήταν πολύ ψιλότερα από το νερό και από τις δύο πλευρές έμενε λίγος χώρος για να περάσουν.

Δεν έβλεπαν ήλιο αλλά η μέρα έμοιαζε σαν να ήταν νωρίς απόγευμα την ώρα που ο ήλιος έχει κρυφτεί αλλά η νύχτα δεν έχει απλώσει ακόμα τα δίχτυα της.

«Αν μπέικε εδώ το πλοίο θα ακολούθησε την ροή του ποταμού» σχολίασε η Έμιλι «αυτό θα κάνουμε και εμείς όπου υπάρχει πρόβλημα θα φτιάχνω διάδρομο, ακολουθήστε με» και ξεκίνησε.

Ξεκίνησαν να προχωράνε στο πλάι του ποταμού άλλες φορές ήταν εύκολο να περάσεις από το πλαϊνό πέρασμα άλλες ήταν ποιο δύσκολο και άλλες έπρεπε η Έμιλι να παγώσει το νερό και να περάσουν από πάνω.

Είχαν περπατήσει αρκετά όταν ο Άλκης παρατήρησε «Δεν βλέπω να νυχτώνει. Περίεργο αυτό σε  ποιό μέρος είμαστε ξέρετε?»

Και τα δύο κορίτσια είπαν ότι δεν ήξεραν, καμιά τους δεν είχε έρθει εδώ άλλη φορά. Η Αντζελίνα ρώτησε την Έμιλι «Είπες ότι μπορούμε να σταματήσουμε τον χρόνο μήπως μπορείς να μου πεις πώς?»

Η Έμιλι σταμάτησε και γύρισε προς το μέρος τους άπλωσε το δεξί χέρι της και τότε για πρώτη φορά η Αντζελίνα είδε ότι φορούσε ένα δαχτυλίδι στο ένα δάχτυλό της. Ήταν ένα δακτυλίδι που επάνω του είχε τρείς σειρές που έκαναν ζικ ζακ.

«ΤΙΜΕ ΣΤΑΜΠΟ» είπε «Αυτή την ευχή μπορείτε να την λέτε και εσείς αλλά κάτι πολύ σοβαρό. Μην ξεχάστε ποτέ να ξαναρχίζετε τον χρόνο πρίν αλλάξτε κάποιο μέρος. Ποτέ δεν περνάμε από πέρασμα με σταματημένο χρόνο μπορεί να μας διαλύσει. Μπορεί να περάσεις και από την άλλη μεριά να έχουν περάσει για σένα 200 χρόνια. Όπως καταλαβαίνετε δεν θα υπάρχετε.» Γύρισε πάλι και συνέχισε να περπατά.

Το ποτάμι άρχισε να στενεύει και το πέρασμα ήταν όλο και δυσκολότερο όλο και ποιο πολύ η Έμιλι σταθεροποιούσε το νερό για να περνάνε μέχρι που το ποτάμι έστριβε τότε άκουσαν έναν ήχο που μεγάλωνε σε κάθε βήμα τους. Ήταν σαν να τον άκουγαν ώρες αλλά και σαν να ήταν κάτι φυσιολογικό. Τώρα όμως ήταν αρκετά δυνατό για να είναι κάτι καλό, κάτι εύκολο. Όταν έφτασαν στην στροφή του ποταμού είδαν ότι μερικά μέτρα παρακάτω δύο καταρράκτες έπεφταν στο ποτάμι, ο καθένας και από μία πλευρά του. Με την δύναμη που έπεφτε το νερό σηκωνόταν ένα σύννεφο από μικρές σταγόνες που σαν πέπλο κάλυπταν το πέρασμα ώστε τα παιδιά δεν μπορούσαν να δουν τι υπήρχε μετά τους καταρράκτες.

«Πως θα περάσουμε τώρα» είπε ο Άλκης «Να τους σταματήσω» είπε η Έμιλι «αλλά νομίζω ότι με τόση ποσότητα νερού είναι πολύ επικίνδυνο».

Ο Άλκης προχώρησε και πέρασε μπροστά από την Έμιλι πήγε άκρια στον γκρεμό που πέρναγε το νερό και έβγαλε το φτερό του άνοιξε ένα σημειωματάριο και είπε «Ετοιμαστείτε να περάσετε γρήγορα όταν σας πω» είπε μια ευχή και ένας δυνατός αέρας πέρασε από τα παιδιά και έφτασε στο νερό. Αμέσως το νερό ξεχώρισε από το τοίχωμα του γκρεμού και ένα πέρασμα φάνηκε. Τα κορίτσια βιάστηκαν να περάσουν. Τελευταίος πέρασε ο Άλκης και με την ευχή πάλι σταμάτησε ο άνεμος να διώχνει το νερό.

Η άλλη μεριά ήταν παρόμοια με την προηγούμενη αλλά πλέων το νερό ανέβαινε πολύ τότε κοίταξαν γύρο και είδαν ποιο ψηλά στο τοίχωμα του γκρεμού. είχε μία σπηλιά αλλά ήταν αρκετά ψηλά για να φτάσουν. Η Έμιλι είπε πάλι μια ευχή και νερό έκανε μια σκάλα μέχρι εκεί.

Τα παιδιά ανέβηκαν μέχρι το άνοιγμα που ήταν όσο να περάσει ένας ένας και η Αντζελίνα πέρασε μπροστά χάιδεψε το μενταγιόν της που αμέσως έβγαλε το γαλάζιο φώς του και φώτισε την σπηλιά.

Το πέρασμα ήταν για μερικά μέτρα με βότσαλα κάτω αλλά μετά άρχισε να γίνετε ανηφορικό με μεγαλύτερες φυτεμένες πέτρες. Όσο προχώραγαν τόσο και ποιο ανηφορική γινόταν και ποιο δύσκολο να περνάνε μέχρι που το ανηφορικό μέρος τελείωσε και βγήκαν σε ένα ξέφωτο. Μια μεγάλη σπηλιά σαν μεγάλη αίθουσα κτιρίου υπήρχε μπροστά τους. Πολλά μέτρα ψηλά ήταν η οροφή που στο κέντρο της είχε μία τρύπα που έμπαινε ένα αμυδρό φώς.

Στην απέναντι πλευρά υπήρχε ένα μεγαλύτερο άνοιγμα από αυτό που είχαν περάσει. Η σπηλιά ήταν λες και κάποιοι την είχαν κατοικίσει πολλά χρόνια πρίν. Στο κέντρο κάτω από την τρύπα της οροφής ένας κύκλος με μεγάλες πέτρες και μισό καμένα ξύλα μέσα έδειχνε ότι εκεί είχαν φωτιά. Στις πλευρές ήταν χωρισμένα με πέτρες σαν να ήταν δωμάτια χωρίς τοίχους.

Τα παιδιά έφτασαν στην εστία και κάθισαν στις πέτρες που ήταν γύρο της. «Μας χρειάζεται λίγο ξεκούραση» είπε η Αντζελίνα και έβγαλε το σακίδιό της.

«Κάποιοι έμειναν εδώ μέσα.» είπε ο Άλκης «δεν βλέπω όμως να έχουν μείνει πράγματα από αυτούς εκτός από μερικά μισόκαμένα ξύλα εδώ. Περίεργο μου φαίνετε αυτό. Ή την έφτιαξαν και δεν κατοικήθηκε ή για κάποιον λόγο την αδειάσανε και έφυγαν.»

«Ναι αυτό σκέφτηκα και εγώ» είπε και η Έμιλι «ελπίζω να μην ήταν κάτι τρομερό αυτό που τους έκανε να φύγουν. Πιστεύω ότι γρήγορα κάτι θα μας δώσει εξηγήσεις σε αυτό».

Η Αντζελίνα σηκώθηκε απότομα άρπαξε το σακίδιό της και είπε με τρεμάμενη φωνή «Πρέπει να φύγουμε, πρέπει να συνεχίσουμε. Δεν ξέρω γιατί αλλά νιώθω ότι πρέπει να φύγουμε αμέσως.»

 

Τα παιδιά δεν είπαν τίποτα ξεκίνησαν με γρήγορα βήματα προς την άλλη στοά. Μπήκαν μέσα ήταν πολύ ποιο φαρδιά μπορούσαν άνετα να περάσουν τρείς και τέσσερεις άνθρωποι μαζί. Η στοά ανηφόριζε συνέχεια μέχρι που έφτασαν στην είσοδό της. Το φώς από το μενταγιόν της Αντζελίνας έσβησε ξαφνικά και τα παιδιά αρκέστηκαν στο φώς που έμπαινε απ’ έξω.

«Κάτι συμβαίνει» είπε ψιθυριστά η Αντζελίνα έσβησε το φώς μου. «Πάμε σιγά με προσοχή.»

Βγήκαν στην επιφάνια ήταν σε μια πεδιάδα που ήταν πάνω από την κοίτη του ποταμού που είχαν περάσει. Αριστερά μακριά τους άκουσαν νερό να περνά. Πρέπει να ήταν το νερό που έπεφτε στους καταρράκτες και ευθεία μπροστά τους αρκετά μακριά υπήρχε μια μεγάλη φωτιά αναμμένη.

Κινήσεις φάνηκαν γύρο της σαν κάποιοι να τριγύρναγαν γύρο. «περιμένετε» είπε ο Άλκης και έκλυσε τα μάτια του ανάσαινε αργά για λίγο «Δεν είναι άνθρωποι το αεράκι μου έδειξε ότι είναι ψηλά πλάσματα με νύχια και μεγάλα δόντια. Πάντως άνθρωποι δεν είναι.»

Ένα ολόκληρο φεγγάρι ήταν στον ουρανό αριστερά τους για να φωτίζει την πεδιάδα.

Κοίταξαν γύρο τους και η Έμιλι τους έδηξε προς τα δεξιά τους «Από εδώ πρέπει να πάμε μυρίζω το νερό θα είναι το ποτάμι.» και σκυφτά με προσοχή ξεκίνησε αθόρυβα πρώτη. Οι άλλοι την ακολούθησαν χωρίς να μιλήσουν προσέχοντας κάθε βήμα τους.

Προχώρησαν αρκετά ανάμεσα σε κάποια βράχια που ήταν σπαρμένα στην περιοχή μέχρι που η Έμιλι ξαφνικά τους τράβηξε και κρυφτήκαν πίσω από έναν βράχο.

Λίγο ποιο κάτω ακούστηκαν βαριές πατημασιές και κάποιες στριγκλίσετες άγνωστες για τα παιδιά λέξεις. Ήταν τρία πλάσματα σαν και αυτά που είχε περιγράψει πρίν ο Άλκης αλλά ακόμα ποιο άσχημα και επικίνδυνα.

Ήταν πολύ ψηλά ανθρωπόμορφα με μακριά χέρια που στα άκρα τους εξείχαν μεγάλα νύχια. Μακριές τρίχες έβγαιναν από το κορμί τους και μεγάλα στραβά δόντια εξείχαν από τα χείλη τους.

Τα πλάσματα προχώρησαν και απομακρύνθηκαν από τα παιδιά προς την φωτιά και μόνο τότε τα παιδιά συνέχισαν τον δρόμο τους «Τώρα καταλαβαίνω αν υπήρχαν άνθρωποι στην περιοχή και την σπηλιά, γιατί έφυγαν αν πρόλαβαν φυσικά» παρατήρησε ο Άλκης.

Περπάτησαν αρκετά μέχρι που έφτασαν σε μια κατηφορική πλαγιά. Από κάτω είδαν μια λίμνη που σε αυτή πρέπει να χυνόταν ο ποταμός. Ήταν αρκετά μεγάλη γιατί δεν μπορούσαν να δουν την απέναντι πλευρά παρά μόνο κάποια σκιά της. Στην μέση τις λίμνης υπήρχε ένας βράχος μεγάλος και ψιλός από πάνω του στο βάθος ένα μεγάλο ολόκληρο φεγγάρι τον φώτιζε.

Τα παιδιά άρχισαν να κατεβαίνουν την πλαγιά με προσοχή να μην κάνουν θόρυβο. «τώρα θα πρέπει να βρούμε που άραξε το πλοίο και σε τι κατάσταση θα είναι. Αν φυσικά δεν το έχουν αηδιάσει τα πλάσματα.» είπε ο Άλκης.

Η ακτή ήταν καλυμμένη με μια σκληρή αλλά ομοιόμορφη άμμο. Κατά διαστήματα θάμνοι ξεπρόβαλαν ήταν ολόκληροι με κλαδιά σαν αγκάθια και σε μερικά κλαδιά υπήρχαν κόκκινα και κίτρινα μπαλάκια ήταν λες και κάποιος τα είχε πετάξει και είχαν κολλήσει εκεί.

Δεξιά τους στο βάθος το ποτάμι έριχνε τα νερά του στην λίμνη.

«Πάμε απ’ αριστερά» είπε η Αντζελίνα «προς το ποτάμι δεν βλέπω να μπορεί να έχει σταματήσει το καράβι.»

Ξεκίνησαν με προσοχή να περπατάνε στην όχθη για να κάνουν τον κύκλο της λίμνης. Περπάτησαν αρκετή ώρα μέχρι που ο Άλκης σταμάτησε ξαφνικά «Τι είναι αυτό» τα κορίτσια γύρισαν να τον κοιτάξουν. Ο Άλκης τέντωσε τα χέρια του και στις δύο πλευρές του κορμιού του και συνέχισε «δύο φεγγάρια. Ένα αριστερά μου και ένα δεξιά μου. Για αυτό δεν νυχτώνει».

Τότε η Αντζελίνα αναφώνησε «νάτο δεν το πιστεύω, αυτό είναι. Το καράβι είναι» και έδειξε τον βράχο στην μέση τις λίμνης.

Είχαν φτάσει στο πλάι της λίμνης και από εκεί φαινόταν το πλαϊνό του καραβιού και διαγραφόταν το σχήμα του καλύτερα.

«Το καράβι είναι ο βράχος. Πέτρωσε στην λίμνη».

 

Στάθηκαν ο ένας δίπλα στον άλλον και δεν μίλαγαν για κάποια ώρα. Ήταν καταπληκτικό ήταν ολόκληρο πετρωμένο και έδειχνε σαν να ταξίδευε για πάντα χωρίς λιμάνι και προορισμό.

«Πρέπει να πάμε στο καράβι, αλλά πως θα φτάσουμε μέχρι εκεί? Δεν βλέπω καμιά βάρκα.» είπε ο Άλκης

Η Έμιλι άπλωσε το χέρι της και ένα κομμάτι νερού πάγωσε ήταν τόσο μεγάλο που του χώραγε και τους τρείς.

«φέρε αέρα να μας σπρώξει» είπε στον Άλκη. Ανέβηκαν όλοι επάνω και το αεράκι ξεκίνησε να φυσά ο πάγος γλίστρησε στην επιφάνια σαν καλό πλεούμενο. Όταν έκανα μερικά μέτρα σκιές φάνηκαν μέσα στο νερό κάτω και γύρο από τον πάγο. «δυνάμωσε τον αέρα» είπε η Αντζελίνα στον Άλκη «δεν ξέρουμε τι μπορεί να είναι αυτά» ο αέρας δυνάμωσε και κόντευαν να φτάσουν στο καράβι όταν από μακριά ένας σκούρος όγκος βγήκε στην επιφάνια και κατευθυνόταν προς εκείνους.

Η Αντζελίνα χωρίς να το σκεφτεί έπιασε το μενταγιόν της και μια δυνατή δέσμη από φως έπεσε πάνω στο πλάσμα που αμέσως βούτηξε στα νερά.

Η Πετρωμένη σκάλα του καραβιού ήταν εκεί τα παιδιά πάτησαν στα σκαλιά και άρχισαν να ανεβαίνουν με προσοχή. Έφτασα στο κατάστρωμα και κατευθύνθηκαν προς τα αμπάρια ήταν σκεπασμένα και κλειστά. Προσπάθησαν να τα ανοίξουν με την ευχή αλλά δεν έγινε τίποτα.

«Πάμε στο δωμάτιο του καπετάνιου ίσως εκεί βρούμε κάτι» είπε η Έμιλι και κατευθύνθηκε σε μια πόρτα μισάνοιχτη που ήταν κάτω από το τιμόνι στην πίσω πλευρά του πλοίου.

Τα παιδιά μπήκαν μέσα και κοίταξαν γύρο. Το δωμάτιο ήταν ανακατεμένο μια μάχη είχε γίνει εδώ. Καρέκλες ριγμένες κάτω ντουλάπια ανοιγμένα και πράγματα πεταμένα ολόγυρα όλα πετρωμένα στο πάτωμα.

Στο βάθος στην πίσω μεριά του δωματίου μπροστά από τα παράθυρα ένα μεγάλο τραπέζι που και αυτό επάνω του είχε σπασμένα αντικείμενα και καρφωμένο ένα σπαθί.

Τα παιδιά γύριζαν μέσα στο δωμάτιο κοιτάζοντας όλα αυτά γύρο τους μήπως και βρουν ένα πέρασμα αλλά μάταια δεν υπήρχε καμιά άλλη πόρτα στο δωμάτιο.

Η Αντζελίνα πέρασε πίσω από το τραπέζι και στο πάτωμα είδε ένα ξύλινο μαχαίρι που δεν είχε πετρώσει. Απορημένη έσκυψε να το πιάσει διστακτικά.

«Ένα ξύλινο μαχαίρι» μονολόγησε σιγανά τόσο όσο να το ακούσουν τα παιδιά και να γυρίσουν προς το μέρος της. Έπιασε το μαχαίρι και την ώρα που σηκωνόταν είδε στο γραφείο μια σχισμή «και εδώ μια σχισμή» είπε κοιτάζοντας τα παιδιά.

Πήγαν όλοι κοντά της και κοίταξαν το μαχαίρι και την σχισμή ο Άλκης πήρε στο χέρι του το μαχαίρι και το έβαλε στην σχισμή σιγά. Όταν μπήκε ολόκληρη η λάμα του μέσα, ένας ελαφρύς ξερός ήχος ακούστηκε και αμέσως ένας μεγάλος γδούπος κάτω από το τραπέζι με πολύ σκόνη να σηκώνετε. 

Τρομαγμένοι πετάχτηκαν πίσω με τα μάτια καρφωμένα κάτω από το τραπέζι. Ο Άλκης αμήχανα τράβηξε το μαχαίρι έξω από την σχισμή λες και θα διόρθωνε ότι είχε γίνει. Όταν η σκόνη άρχισα να φεύγει είδαν ένα μεγάλο βιβλίο χωρίς να είναι πετρωμένο να απλώνετε ορθάνοιχτο στο πάτωμα.

Η Έμιλι έσκυψε το πήρα και το έβαλε πάνω στο τραπέζι έκλισε να δει το εξώφυλλο και διάβασε «ημερολόγιο καραβιού». Άνοιξε πάλι ψάχνοντας τις σελίδες του για να βρει τα τελευταία γραφόμενα. Βρήκε το τελευταίο ταξίδι που το ονόμαζε ο καπετάνιος «ταξίδι του χρήματος» με γρήγορες ματιές έφτασε στο σημείο που το καράβι περιτριγυρισμένο από ληστές ήταν στο ποτάμι.

«17/9  Δεν έχω άλλη επιλογή να εξαφανίσω το πλοίο. Αυτός ο πλούτος δεν πρέπει να πέσει σε χέρια ληστών θα αποχτήσουν δύναμη και δεν είναι καλό για τους άλλους ανθρώπους. Θα περάσω από τον βράχο στην λίμνη των δύο φεγγαριών εκεί οι άνθρωποι είναι ειρηνικοί και δεν ξέρουν από χρήμα δεν θα μας ενοχλήσουν.

18/9 Περάσαμε και φτάσαμε στην μέση τις λίμνης. Έστειλα τρόφιμα στον λαό της λίμνης και είναι ευχαριστημένοι. Μπορούμε να μείνουμε όσο θέλουμε τώρα.

24/9 Αναταραχή υπάρχει στο πλοίο δεν πιστεύω ότι το πλήρωμα θα θέλει να κλέψει τα χρήματα. Αν είναι αυτό τότε θα έχω πάλι μεγάλο πρόβλημα. Δεν μπορώ ακόμα να βγω από την κρυψώνα.

27/9 Οι φασαρίες μεγαλώνουν μέρα με την μέρα. Αν δώ ότι δεν γίνετε αλλιώς θα καταραστώ το πλοίο και το πλήρωμα ακόμα και αν ξέρω ότι αυτό θα είναι ο θάνατός μου.

28/9 Προσπαθούν να σπάσουν την πόρτα. Πρέπει να σώσω τον λαό της λίμνης. Εγώ τους έφερα σε αυτό το σημείο. Το πλοίο πετρώνει και το πλήρωμα μεταμορφώνονται σε τέρατα δεν το ήξερα αυτό.

Πρέπει να ασφαλίσω την καταπακτή να μην την βρουν. Πρώτα όμως τον λα…» εδώ τελειώνει το γράψιμο και τα παιδιά κοιτάχτηκαν με απορία.

«Καταραμένος θησαυρός αυτό ψάχναμε? Δεν θα μπορέσω να σώσω το σπίτι μου και κάναμε τόσο ταξίδι άδικα» είπε ο Άλκης και γύρισε την πλάτη του προς το βιβλίο έτσι που η ματιά του έπεσαν από το παράθυρο που ήταν μπροστά του στην λίμνη και φώναξε.

 «Έρχονται μας πήραν είδηση» και έδηξε στην λίμνη που φαίνονταν κάποιοι πυρσοί πάνω σε βάρκες να έρχονται προς το μέρος τους.

«Πρέπει να βρούμε το μέρος που έφυγαν οι άνθρωποι» είπε η Έμιλι «δεν νομίζω ότι θα μπορέσουμε να γυρίσουμε από εκεί που ήρθαμε.

Προσπάθησε με αέρα να τους καθυστερήσεις μέχρι να βρούμε το πέρασμα. Κάτι πρέπει να υπάρχει εδώ»

Και άρχισε να ψάχνει γύρο ενώ ο Άλκης έφερε τον αέρα να φυσά τις βάρκες και να μένουν στάσιμες παρά το κουπί που έκαναν τα πλάσματα.

Έψαχναν γύρο μέχρι που η Έμιλι πάτησε κάτι που έσπασε κάτω από το βάρος της. Κοίταξε να δει τι ήταν αυτό και είδε ότι ένα από τα σπασμένα κομμάτια είχε καρφωθεί σε κάποια σχισμή.

Ήταν η καταπακτή αμέσως και χωρίς να διστάσει προσπάθησε να την ανοίξει λέγοντας αμέσως μετά «Τι προσπαθώ να κάνω μόνο αν ανοίγει με ευχή» είπε την ευχή και η καταπακτή άνοιξε. «Ελάτε θα κρυφτούμε εδώ δεν θα μας βρουν και όταν φύγουν θα μπορέσουμε να πάμε από εκεί που ήρθαμε».

Μπήκε πρώτη η Αντζελίνα και το φώς από το μενταγιόν άναψε τα άλλα παιδιά ακολούθησαν και η Έμιλι έκλισα πάλι την καταπακτή.

Κατέβηκαν τα σκαλιά σε ένα δωμάτιο που πρέπει να ήταν αποθήκη για τρόφιμα γιατί είχε βαρέλια και κούτες όλα πετρωμένα, ακόμα και μερικά φρούτα που ήταν ακουμπισμένα πάνω στις κούτες ήταν πέτρα.

Κατέβηκαν τις σκάλες που ήταν στο τέλος του δωματίου και έβγαινε σε έναν διάδρομο με πόρτες όλες κλειστές και πετρωμένες.

Στο τέλος του διαδρόμου άλλη μια πόρτα λίγο ανοιχτή που με το ζόρι πέρασαν τα παιδιά σπρώχνοντας και τραβώντας το ένα το άλλο.

Από πάνω τους τώρα άκουγαν στρίγκλιστες φωνές και τρεξίματα από βαριά βήματα. Έψαχναν να τους βρουν.

Πέρασαν μέσα ήταν τα αμπάρια που ενώνονταν με μεγάλες πόρτες χωρίς κάτι να τις κλίνει όμως. Κιβώτια πετρωμένα και ντανιασμένα γύρο αλλά και στο κέντρο που έφταναν μέχρι το ταβάνι, Λίγο ποιό ψηλά από το ύψος ανθρώπου δοκάρια τα κρατούσαν στην θέση τους ώστε αν είχε κύμα να μην πέφτουν. Μερικά ήταν δεμένα και με σχοινιά όλα πετρωμένα.

Γύρισαν όλα τα αμπάρια και δεν βρήκαν κάτι που να τους δείχνει τι έγινε εδώ κάτω αν κατέβηκαν τα τέρατα ή δεν πρόλαβαν να δουν τον θησαυρό.

Τα παιδιά γύρισαν στο πρώτο δωμάτιο που ήταν τα τρόφιμα από πάνω τους ακούγονταν ακόμα τα ποδοβολητά. Κάθισαν σε κάποια χαμηλά κιβώτια και περίμεναν να φύγουν τα πλάσματα.

Πέρασε αρκετή ώρα και τα πλάσματα δεν έλεγαν να φύγουν τα παιδιά καθισμένα είχαν αρχίσει να πιστεύουν ότι θα μείνουν εκεί για πολύ ακόμα.

Ο Άλκης βυθισμένος στις σκέψεις του ήξερε ότι δεν μπορεί να περιμένει τίποτα από τον θησαυρό, το σπίτι του θα χανόταν και μόνος του πλέων θα έπρεπε να βρει κάπου αλλού να μείνει.

Τα μάτια του κοίταγαν χωρίς να βλέπουν τον τοίχο και εικόνες πέρναγαν θολές μπροστά του το σπίτι του, οι γονείς του εικόνες από την ζωή που πέρασε εκεί υα παιδικά τους χρόνια, ο παππούς του να παίζει μαζί του.

Ξαφνικά μια σκέψη ήρθε να διώξει όλες τις εικόνες και να τον κάνει να σηκωθεί όρθιος μιλώντας σιγά σαν να το έλεγε στον εαυτό του.

«Η καταπακτή ήταν μπροστά από το τραπέζι προς την πόρτα που μπήκαμε. Εδώ είναι άκρια στο τοίχο άρα υπάρχει και άλλο δωμάτιο πίσω από αυτόν το τοίχο» και προχώρησε προς τον τοίχο περνώντας τα κιβώτια που καθόταν η Αντζελίνα. Βάλθηκε με το χέρι του να ψαχουλεύει τον τοίχο από την μια πλευρά στην άλλη.

Όταν έφτασε στην μέση του τοίχου ξαφνικά έφυγε το πάτωμα κάτω από τα πόδια του και έπεσε μέσα σε μια τρύπα όχι μεγαλύτερη από το ύψος του.

Η Τρύπα ήταν κλισμένη με ένα ψιλό ξύλο που είχε πετρώσει αλλά δεν άντεξε κάτω από το βάρος του Άλκη. Ο θόρυβος που έκανε δημιούργησε πανικό στα κορίτσια που πετάχτηκαν από τις θέσεις τους αλλά και από πάνω στο πλοίο περισσότερες κινήσεις και φωνές.

«Ελάτε» είπε ο Άλκης τα κορίτσια πλησίασαν εκείνος έσκυψε και χάθηκε στην τρύπα αμέσως ξαναέβγαλε το κεφάλι του και του είπε. «Από εδώ βρήκα» και ξανάχάθηκε στην τρύπα. Πρώτη ακολούθησε η Αντζελίνα που πέρασε και εκείνη και τελευταία  η Έμιλι.

Το δωμάτιο ήταν μακρόστενο όσο ήταν από πάνω ο χώρος που ήταν το τραπέζι μέχρι τα παράθυρα. Στην μια πλευρά ήταν μια τρύπα που κατέβαινε με μια σκάλα κάθετη που πριν πετρώσει θα ήταν ξύλινη και στην άλλη άκρη πεσμένα στο πάτωμα κάποια ρούχα και μια άμμος. Πλησίασε η Έμιλι ακούμπησε την άμμο και είπε με φωνή όλο φόβο και λίπη. «Δεν είναι άμμος είναι ο καπετάνιος έτσι έχω διαβάσει ότι γίνετε αν δεν αλλάξεις τον χρόνο. Φαίνετε ότι υπάρχουν και άλλες αιτίες να γίνει αυτό.»

Κούνησε μα τα δάκτυλα της την άμμο και ξέθαψε ένα μικρό βιβλιαράκι δεν είχε πετρώσει το είχε προστατέψει η στάχτη. Το πήρε στα χέρια της

Δεν πρόλαβε να το ανοίξει όταν από πάνω τους ακούστηκαν δυνατά χτυπήματα τα πλάσματα πρέπει να είχαν βρει την καταπακτή και προσπαθούσαν να την σπάσουν.

«Τι κάνουμε τώρα» ρώτησε ο Άλκης «Αν από εδώ πέρασε τους ανθρώπους ο καπετάνιος αυτή η στοά θα βγάζει σε αυτούς σε άλλο κόσμο.» από πάνω ακούγονταν τα χτυπήματα και συμπλήρωσε «Τα τέρατα αν περάσουν θα είναι πολύ επικίνδυνο για όλους μας»

Η Αντζελίνα θυμήθηκε μια ευχή που είχε διαβάσει στο βιβλίο στο νησί της μοναξιάς που ήταν για να παθαίνει λήθη κάθε πλάσμα να για λησμονεί τις τελευταίες ώρες του.

Έβγαλε το σημειωματάριο της και είπε στον Άλκη «Τρέχα στο μεσαίο αμπάρι και κάνε θόρυβο για να πάνε προς τα εκεί. Όταν φύγουν θα τους κάνω να ξεχάσουν το τι έκαναν».

Πράγματι ο Άλκης μπήκε πάλι στο πέρασμα και χάθηκε από τα μάτια τους. Δεν πέρασε πολύς χρόνος όταν άκουσαν από μακριά κάποια χτυπήματα και από πάνω τους βήματα να τρέχουν προς τα εκεί.

Η Αντζελίνα διάβασε την ευχή «ΛΗΘΙΟΝΟ ΩΡΟΝΤΑ» που είχε βρει ως τότε κρατώντας το ραβδί της και μετά ησυχία. Ξαφνικά από το πέρασμα πετάχτηκε ο Άλκης που τρόμαξε τα κορίτσια «έπιασε» είπε «τους άκουγα να τριγυρνάνε απλά στο κατσάρωμα μάλλον δεν θα θυμούνται ούτε γιατί ήρθαν στο καράβι.»

Στης Αντζελίνας το πρόσωπο ένα χαμόγελο διαγράφηκε τα είχε καταφέρει.

Τα παιδιά πήγαν να κατέβουν την σκάλα όταν η Έμιλι τους σταμάτησε «να ξεκινήσουμε τον χρόνο δεν ξέρουμε που θα βγούμε» και άπλωσε το χέρι της λέγοντας

«ΤΙΜΕ ΞΕΜΠΟ»

Πάμε τώρα και κατέβηκε πρώτη την κάθετη σκάλα. Μερικά σκαλιά ποιο κάτω ήταν ένα πέρασμα κατηφορικό και στριφτό προς τα αριστερά.

Η Αντζελίνα μόλις κατέβηκε τα πρώτα σκαλιά έπιασε στο χέρι τις το μενταγιόν της και το γαλάζιο φως έλουσε την στοά.

Κατέβηκε και ο Άλκης και ξεκίνησαν την κατηφόρα.  Πέρασαν πολλές στροφές μέχρι που η κατηφόρα σταμάτησε και ένας ποιο φαρδύς διάδρομος ήταν μπροστά τους ίσιος όμως αυτή την φορά το πάτωμα του ήταν με βότσαλα που τα παιδιά πέρναγαν με δυσκολία.  Όταν άρχισαν να τον περνάνε το φως της Αντζελίνας αδυνάτισε λίγο και εκείνη έπιασε το μενταγιόν της αυθόρμητα.

«Περνάμε σε άλλο κόσμο» είπε η Έμιλι και προχώρησε.

Ο Άλκης κάτι κλότσησε με το πόδι του και κοίταξε κάτω να δει τι ήταν αυτό δεν ήταν πέτρα ήταν ένα πακετάκι από ύφασμα, έσκυψε και το έπιασε στα χέρια του και άρχισε να το γυρνά γύρι γύρο.

«Κάτι βρήκα» είπε και συνέχισε να το γυρνά και να το επεξεργάζεται

«Άνοιξέ το» είπε η Αντζελίνα όλο αγωνία «θέλει να το ζαλίσει πρώτα» είπε η Έμιλι και τα παιδιά γέλασαν φαινόταν ότι η αγωνία και ο φόβος από την λίμνη των δύο φεγγαριών είχε αρχίσει να φεύγει από πάνω τους.

Ο Άλκης τράβηξε τον σπάγκο και το πανί άνοιξε στην παλάμη του γυαλιστερά πετράδια εμφανίστηκα αμέσως ήταν από τον θησαυρό του καραβιού.

Κάποιος είχε πάρει μερικά ή τους τα είχε δώσει  καπετάνιος και τα είχε κρύψει στο πάνινο πακέτο. Τα παιδία κοιτάχτηκαν «δεν θα είναι καταραμένα αλλιώς θα είχαν πετρώσει» είπε με ένα τεράστιο χαμόγελο ο Άλκης που του ξαναήρθε η ελπίδα για να σώσει το σπίτι του «λέτε να έχει και άλλα» αναρωτήθηκε σιγανά .

Τα παιδιά άρχισαν να ψάχνουν ανάμεσα στα βότσαλα όλη την διαδρομή και βρήκαν άλλα δύο πακετάκια τα έβαλαν στο σακίδιο της Αντζελίνας και ξεκίνησαν την υπόλοιπη διαδρομή αλλά τώρα κοίταζαν ποιο πολύ κάτω.

Όταν έφτασαν στο τέλος της στοάς μια μικρή αίθουσα βρέθηκε μπροστά τους άδεια που στην απέναντι μεριά φαινόταν ότι είχε μία πόρτα αλλά ένας μεγάλος βράχος την έκλεινε από έξω.

Η Αντζελίνα χωρίς να το σκεφτεί έπιασε το ραβδί της και είπε την ευχή.

«ΚΑΜΠΟ ΣΑΜΠΟ ΡΙΜΕΣ ΡΑΛΙΑ ΛΙΜΟ»

Η πέτρα εξαφανίστηκε και φάνηκε μια πλαγιά ενός λόφου με δέντρα.

Ο ήλιος έλαμπε και ο ουρανός ήταν γαλάζιος και καθαρός. Κάτω στο βάθος μια πεδιάδα που από μέσα της ένας ποταμός πέρναγε και στην μία πλευρά της πεδιάδας στους πρόποδες του βουνού ένα χωριό φαινόταν.  

Τα παιδιά πέρασαν την πόρτα και η Αντζελίνα έκλισε το πέρασμα πάλι. Ξεκίνησαν να κατηφορίζουν προς το χωριό «εδώ πρέπει να είναι οι άνθρωποι από την λίμνη των δύο φεγγαριών» είπε η Έμιλι « αυτό το μέρος το ξέρω, πρέπει να έχω έρθει. Ναι» θυμήθηκε «είναι η πεδιάδα του βάλτου. Είχα έρθει εδώ ήταν κάποτε βάλτος και οι άνθρωποι που ζούσαν εδώ δεν μπορούσαν να φυτέψουν τίποτα γιατί κάτω στο ποτάμι υπήρχε ένας βράχος που το έκλινε και τα νερά πλημύριζαν την πεδιάδα.  Ήρθα και βοήθησα να αλλάξει το ποτάμι για να σταματήσει να είναι βάλτος και να ζήσουν άνετα οι άνθρωποι. 

Δεν βλέπω να είναι καλλιεργημένο όμως εκτός από εκείνο το σημείο που έχει ένα σπίτι. Τι συμβαίνει άραγε πάμε να δούμε.»

Κατηφόρισαν τον λόφο και έφτασαν στα πρώτα σπίτια του χωριού. Ήταν ένα πολύ φτωχικό χωριό που όμως έδειχνε ότι κάποτε πέρασαν από πάνω του καλές μέρες.

Οι δρόμοι αρκετά φαρδιοί που κάποτε ήταν η αγορά του χωριού. Σήμερα παιδιά ντυμένα με παλιά ρούχα καθισμένα σε παρέες και μεγάλοι κάθονταν σε πολλά σημεία. Μόνο λίγοι μικροί πάγκοι είχαν επάνω τους κάποιες λίγες ρίζες και μανιτάρια μαζεμένα από το δάσος.

Τα παιδιά σταμάτησαν δίπλα σε έναν αδύνατο κύριο που καθόταν στο χώμα και κρατούσε με τα χέρια του το κεφάλι του λες και φοβόταν μην του πέσει.

«Συγνώμη κύριε» είπε η Έμιλι «ποιος είναι ο αρχηγός του χωριού»

Ο Κύριος σήκωσε νωχελικά μάλλον με δυσκολία το κεφάλι του κοίταξε τα παιδιά και είπε «Ο γέροντας είναι ο ποιο παλιός εδώ αν θέλετε κάτι αυτόν πρέπει να δείτε. Είναι στο τελευταίο σπίτι του δρόμου θα τον δείτε κάθετε σε έναν κορμό πάντα.» και έσκυψε πάλι το κεφάλι του.

Τα παιδιά κατευθύνθηκαν προς το τέλος του δρόμου. Σε όλο τον δρόμο άνθρωποι καθόντουσαν αλλά κανείς δεν είχε την διάθεση αλλά ούτε την δύναμη να σηκώσει το κεφάλι του πόσο μάλλον να μιλήσει μαζί τους.

Έφτασαν στο τέλος του δρόμου όπου ένας γέρος σκελετωμένος που μπορούσες να δεις και να μετρήσεις τα κόκαλά του ήταν καθισμένος πάνω σε έναν κομμένο κορμό που ακούμπαγε στον τοίχο του σπιτιού και σε κάτι σκαλιά που ανέβαιναν στην είσοδο του. Σαν να ήταν από πάντα εκεί λες και χρόνια δεν είχε κουνήσει. Θα έλεγε κάποιος ότι θα έβρισκες αράχνες γύρο του.

«Καλημέρα κύριε» είπε η Έμιλι «θέλω να μάθω για το χωριό σας δεν βλέπω να μπορούμε να βρούμε κάτι για να φάμε. Μήπως θα μπορούσατε να μας πείτε που θα βρούμε?»

Ο γέρος σήκωσε το βλέμμα του και είπε «Εδώ δεν έχουμε τίποτα εκτός αν πάτε να μαζέψετε από το δάσος γιατί αν πάτε στον» άφησε κενό στην κουβέντα του ίσος για να μην πει κάτι κακό «δεν πρόκειται να σας δώσει αλλά θα κινδυνέψετε κιόλας.»

«Καλά γιατί δεν πάτε στην πεδιάδα να φυτέψετε και να έχετε να φάτε?» ρώτησε η Αντζελίνα.

«Αυτός» είπε ο γέρος «δεν αφήνει όποιος πάει κοντά στέλνει τα ζώα του να τον κατασπαράξουν, είναι δική του λέει και θέλει χρήματα για να μας αφήσει. Εμείς δεν έχουμε.» και έσκυψε λυπημένος το κεφάλι του.

Τα παιδιά απομακρύνθηκαν ήσυχα και πήγαν λίγο έξω από το χωριό να συζητήσουν.

Η Έμιλι ήταν όλο νεύρα «εγώ βοήθησα για να έχουν όλοι οι άνθρωποι να φάνε δεν το έκανα για να είναι ενός. Κάτι τέτοιες στιγμές έρχονται κακές σκέψεις στο μυαλό μου που με αρρωσταίνουν.»

«Μπορούμε να πάμε να τον βρούμε να δούμε ποιος είναι και τι ζώα είναι αυτά που φοβερίζουν τους ανθρώπους» είπε ο Άλκης.

«Ναι πάμε» είπε η Αντζελίνα «αλλά πρέπει να είμαστε έτοιμοι για όλα δεν ξέρουμε τι μπορεί να γίνει» και έβγαλε το ραβδί της από το κουτί ο Άλκης έπιασε το φτερό του από την τσέπη του και ξεκίνησαν για την πεδιάδα.

Όταν έφτασαν στην αρχή της ένας δρόμος ξεκίναγε από εκεί και πήγαινε μέχρι το σπίτι που ήταν σχεδόν στο κέντρο της.

Άρχισαν να περπατάνε στον δρόμο όταν από μακριά είδαν κάποια μεγάλα φαίνονταν πολύ ψηλά σαν σκυλιά να τρέχουν προς το μέρος τους. Η Αντζελίνα σήκωσε το χέρι της και είπε την ευχή του φωτός που είχε διαβάσει λίγο πρίν από το σημειωματάριο της.

«ΕΓΝΕΤΟ ΛΑΜΨ» Και αμέσως ένα πολύ δυνατό φως βγήκε από το ραβδί και έπεσε πάνω στα ζώα να τα τυφλώνει ώστε να μην τους βλέπουν. Τα ζώα κοντοστάθηκαν αλλά δεν σταμάτησαν συνέχιζαν αργά να πλησιάζουν τότε ο Άλκης είπε την δική του ευχή και ένας δυνατός αέρας έσπρωξε τα ζώα που τώρα τρομαγμένα άρχισαν να υποχωρούν. Τα παιδιά προχώρησαν προς το σπίτι ρίχνοντας φώς και αέρα μέχρι που τα ζώα γύρισαν στο σπίτι και εξαφανίστηκαν.

Τα παιδιά σταμάτησαν αλλά κρατώντας τα ραβδιά τους  έφτασαν κοντά στο σπίτι. Ένας άντρας εμφανίστηκε στην βεράντα και δίπλα του τα ζώα χωρίς όμως να κάνουν καμιά κίνηση.

«Ποιοι είστε και τι θέλετε στα χωράφια μου» φώναξε

«Είμαι αυτή που έφτιαξε την πεδιάδα» φώναξε η Έμιλι « και την έφτιαξα για όλους όχι για έναν. Τα χωράφια είναι για όλο το χωριό και εσύ έμαθα δεν τους αφήνεις να τα καλλιεργήσουν».

Ο άντρας σηκώνοντας τα χέρια του φώναξε διακόπτοντας την Έμιλι «Την πεδιάδα την πήρα από τον παππού μου και είναι δική μου αν δεν φύγετε θα αφήσω τους φύλακες να σας σκοτώσουν» και ετοιμάστηκε να δώσει εντολή στα ζώα του να ορμήσουν.

Την ώρα που αυτός φώναζε η Έμιλι είχε αρχίσει να κουνά το χέρι της και ξαφνικά μεγάλη ποσότητα νερού περιτριγύρισε το σπίτι σηκώθηκε ένα μέτρο ψηλά και μετά έκανε ένα ποτάμι που κυλούσε κυκλικά γύρο από το σπίτι με μεγάλη φόρα, έτσι που αν πήγαινε κάποιος να περάσει να τον πάρει το ρεύμα του.

«Σου έχω μια πρόταση με δύο λύσεις» φώναξε η Έμιλι για να ακουστεί πάνω από τον δυνατό ήχο που έκανε το νερό «να πάρεις αρκετά πετράδια και να φύγεις με τα ζώα σου ή να κάνω το νερό να πάρει το σπίτι σου και να το βγάλει στην θάλασσα. Αποφάσισε αμέσως.»

«Σταμάτα το, σταμάτα το» είπε τρομαγμένος ο άντρας «Εντάξει θα φύγω να μου δόσεις τα πετράδια πρώτα»  ο άντρας πίστευε ότι με πονηριά θα έπαιρνε τα πετράδια και μετά θα έμενε στο σπίτι του έτσι όταν θα φεύγαμε αυτοί οι παράξενοι θα είχε στο χέρι τους ανθρώπους του χωριού και τα χωράφια καλλιεργημένα έτσι και αλλιώς δεν μπορούσε να τα καλλιεργήσει μόνος του αλλά τα τρόφιμα τους τα ήθελε.

Η Έμιλι ζήτησε από την Αντζελίνα ένα πακέτο με πετράδια που είχε βάλει στο σακίδιό της και είπε στον Άλκη «Ελπίζω ότι φτάνουν και για το σπίτι σου.» «Φυσικά είπε ο Άλκης και πολλά είναι δώσε του να φύγει να ησυχάσουμε».

Η Έμιλι πέταξε μα δύναμη το πακέτο που έτρεξε να πιάσει ο άντρας. Το άνοιξε γρήγορα και τα ματιά του γούρλωσαν. Ένα πονηρό χαμόγελο διαγράφηκε στο πρόσωπο του.

Η Έμιλι με μια κίνηση του χεριού της έκανε το σπίτι να είναι σαν να κτίστηκε πάνω σε νησί και άρχισε να κυλά σιγά προς το ποτάμι «Καλό ταξίδι» φώναξε την ώρα που το σπίτι απομακρυνόταν.

Ο άντρας άρχισε να φωνάζει «Δεν μπορείς να το κάνεις αυτό εδώ είναι το σπίτι μου. Με κορόιδεψες.» και η φωνή του χάθηκε μαζί με το σπίτι στο βάθος της πεδιάδας προς το ποτάμι.

«Πάμε να πούμε τα νέα στο χωριό» είπε τη Έμιλι και γύρισε να ξεκινήσει τα άλλα παιδιά έβαλαν τα ραβδιά τους στη θέση τους και με ένα χαμόγελο ευχαριστημένο την ακολούθησαν.

Ή Έμιλι κάθισε δίπλα στον γέροντα για να του πει τα νέα, τα άλλα δύο πήγαν ποιο κάτω να βρουν κάποια παιδιά να τα στείλουν να πάνε να φωνάξουν όλο το χωριό για κάτι καλό και για να πάρουν φαί.

 Η Έμιλι σηκώθηκε και βοήθησε τον γέροντα να σηκωθεί και εκείνος ο Άλκης πήγε να την βοηθήσει.

Προχώρησαν λίγα βήματα όταν από το βάθος του δρόμου κόσμος ερχόταν με δύσκολα βαριά βήματα.

Όταν μαζεύτηκαν η Έμιλι σήκωσε το χέρι της για να την προσέξουν και με δυνατή φωνή τους είπε «Ο άντρας που έμενε στο κέντρο της πεδιάδας έφυγε και μαζί του πήρε και το σπίτι και τα ζώα του.

Η πεδιάδα τώρα είναι δική σας. Φροντίστε να την καλλιεργήσετε με σύνεση και αγάπη για να σας δώσει τους καρπούς της.

Για αρχή πηγαίνετε να πάρετε ότι καρπούς είναι έτοιμοι και μοιράστε τους στο χωριό. Φροντίστε να μην κάνετε τα λάθει που έκαναν οι προηγούμενοι.»

Οι άνθρωποι του χωριού είχαν μείνει να τους κοιτάνε. Δεν πίστευαν όλα αυτά που άκουγαν.

 Ο γέροντας έκανε δυό βήματα και είπε «Τα παιδιά μας έδωσαν το χωριό μας πάλι» και απευθυνόμενος στα παιδιά «ευχαριστούμε για όλα. Δε θα σας ξεχάσουμε ποτέ.»

Η Έμιλι έγνεψε στα άλλα παιδιά «Πάμε έχουμε να κάνουμε πολύ δρόμο αλλά και μια τελευταία δουλειά εδώ» και ξεκίνησαν να φύγουν.

Βγήκαν από το χωριό και προχώρησαν στον δρόμο η Έμιλι είπε μια ακόμα ευχή και νερό από το ποτάμι σηκώθηκε πέρασε πάνω από τα κεφάλια τους και σαν βροχή πότιζε τα χωράφια απ’ όπου είχαν περάσει. Όλο το χωριό ήταν τώρα στην άκρη του δρόμου μην μπορώντας να πιστέψουν αυτό που ήταν πλέων η πραγματικότητα.

 Όταν έφτασαν στην μέση εκεί που ήταν πρίν το σπίτι ο Άλκης σταμάτησε και είπε «Τα διαμάντια είναι πολλά για μένα. Φτάνει το ένα πακέτο.» και απευθυνόμενος στην Αντζελίνα είπε «δώσε μου το ένα πακέτο.» πήρε το πακέτο το άνοιξε έβγαλε το ραβδί του είπε και εκείνος μια ευχή πέταξε τα πετράδια στον αέρα και εκείνος περνώντας από πάνω τους τα μοίρασε σε όλη την πεδιάδα. «θα τα βρίσκουν με τον καιρό» είπε.

Τώρα τα παιδιά πήραν έναν πλαϊνό δρόμο ανάμεσα στα χωράφια που οδηγούσε προς το βουνό ενώ πίσω τους οι άνθρωποι μάζευαν ότι τροφή υπήρχε στα λίγα καλλιεργημένα χωράφια που είχε ο άντρας.

Έφτασαν μετά από λίγη ώρα στους πρόποδες του βουνού. Δεν θα περνούσαν από εκεί που είχαν έρθει δεν ήταν αυτή η είσοδος για το σπίτι του Άλκη. Η Έμιλι που είχε ξαναέρθει εδώ θυμήθηκε ότι ήταν το εσωτερικό μιας σπηλιάς απ όπου πέρασε την προηγούμενη φορά, δεν θυμόταν που ακριβός αλλά θα την έβρισκε.

Ήταν έτοιμοι να ανέβουν το βουνό όταν πίσω τους άκουσαν κάποια φωνή «Περιμένετε παρακαλώ» γύρισαν ήταν ένα μικρό αγοράκι από το χωριό που τους έφτανε. «Θέλω να σας δώσω αυτά» είπε και έδειξε μέσα στα χεράκια του που βαστούσε τρία σκαλισμένα σε ξύλο μικρά κουκλάκια. «Τα έφτιαξα για εσάς. Όταν το κρύο είναι πολύ μια μικρή φλόγα μπορεί να το διώξει» τους έδωσε τα κουκλάκια και χωρίς άλλη λέξη γύρισε και έφυγε.

Τα παιδιά δεν πρόλαβαν να πουν τίποτα έμειναν να κοιτάνε τα σκαλιστά κουκλάκια που το καθένα είχε στο χέρι του. Έμοιαζαν με αυτούς λες και το αγοράκι όταν τα έφτιαχνε ήξερε ότι τα παιδιά θα πάνε εκεί.

Πάμε είπε η Έμιλι η σπηλιά είναι εδώ ποιο πάνω θα τη δούμε. Τα παιδιά έφτασαν στην σπηλιά μπήκαν μέσα ήταν μια μικρή σπηλιά χωρίς τίποτα ιδιαίτερο μέσα. «Άλκη κάντο εσύ» είπε η Έμιλι «πρέπει να αρχίσεις να μαθαίνεις» και ένα χαμόγελο διαγράφηκε στα χείλη της.

Ο Άλκης έβγαλε το φτερό του και είπε.

«ΚΑΜΠΟ ΣΑΜΠΟ ΡΙΜΕΣ ΡΑΛΙΑ ΛΙΜΟ» «ΧΟΡΟΣΤΑΣΙ» όπως λεγόταν η περιοχή που ήταν το σπίτι του, και αμέσως ο απέναντι βράχος έφυγε και από την άλλη μεριά φάνηκε το υπόγειο του σπιτιού του εκεί που είχε περάσει και η Αντζελίνα. Τα παιδιά πέρασαν και η Αντζελίνα άναψε

Φως με το μενταγιόν της για να βλέπουν.

Αμέσως όμως το έσβησε και είπε χαμηλόφωνα «σσς κάποιος είναι στο σπίτι»

Από πάνω τους βήματα ακούγονταν και ομιλίες. Ανέβηκαν την σκάλα και σιγά άνοιξαν την πόρτα. Ήταν κάποιοι άντρες που τριγύρναγαν μέσα στο σπίτι.

Όταν το χολ ήταν άδειο τα παιδιά βγήκαν και προχώρησαν προς το σαλόνι απ’ όπου ακουγόντουσαν τώρα ομιλίες.

Μπήκαν μέσα ήταν κάποιοι άντρες που γύρναγαν μέσα στο σαλόνι. Ο Άλκης τους είπε «Τι γυρεύετε στο σπίτι μου κύριοι».

Ένα άντρας καλά ντυμένος γύρισε και τον πλησίασε «δεν σας βρίσκαμε κύριε. Το σπίτι πια δεν σας ανήκει. Σας είχαμε δώσει κάποια διορία που έληξε και εσείς δεν είσαστε εδώ.»

Ο Άλκης αρκετά νευριασμένα του απάντησε «Μπορούσατε να περιμένετε λίγο είχαμε πάει να φέρουμε τα χρήματα» και γυρνώντας στην Αντζελίνα έκανε νόημα να του δώσει το τελευταίο πακέτο με τα πετράδια.

«Πολύ αργά το σπίτι δεν σας ανήκει πια» είπε ο άντρας προσπαθώντας να περιφρονήσει το παιδί.

«Ακούστε με» είπε φωνάζοντας ο Άλκης τόσο που ο άντρας γύρισε και τον κοίταξε. «Είναι πολλά αυτά που σας δίνω. Και εξ άλλου για εσάς αυτό το σπίτι δεν κάνει. Το σπίτι είναι χάλια μιας και τρέχουν νερά στους τείχους» και έδηξε στον άντρα γύρο που πράγματι νερά έτρεχαν από παντού. Η Έμιλι είχε κάνει την κίνηση της είχε κάνε νερό να τρέχει από παντού σε όλους τους τείχους.

Ο άντρας όπως και οι άλλοι με γουρλωμένα μάτια κοίταζαν γύρο τους. Πώς δεν το είχαν προσέξει πριν.

Ο Άλκης άνοιξε το πακέτο πήρε από μέσα τέσσερα πετράδια και τέντωσε το χέρι του προς το μέρος του άντρα. Εκείνος στην θέα των πετραδιών έκανε μια κίνηση να τα πάρει αλλά ο Άλκης γρήγορα τράβηξε το χέρι του πίσω και είπε «Το χαρτί παρακαλώ και υπογεγραμμένο αν θέλετε.»

Ο άντρας έβγαλε από το σακάκι του ένα χαρτί το υπέγραψε και το άπλωσε στον Άλκη που με την σειρά του, του έδωσε τα πετράδια.

Ο άντρας τα έλεγξε και είπε δικό σας κύριε, καλό ψάρεμα να έχετε» και γυρνώντας στους άλλους που ήταν μαζί του είπε «πάμε αρκετή ώρα χάσαμε εδώ».

Μόλις έφυγαν η Έμιλι σταμάτησε το νερό και το σπίτι ήταν σαν να μην  είχε γίνει ποτέ τίποτα. Τα παιδιά κοιτάχτηκαν χαμογέλασε ο ένας στον άλλον και ο Άλκης τους πρότεινε να κάτσουν λίγο «πάω να φέρω μπισκότα και αναψυκτικά τα δικαιούμαστε νομίζω.» και πήγε στην κουζίνα.

Ο Άλκης επέστρεψε με έναν δίσκο με πορτοκαλάδες και ένα μπολ κουλούρια το ακούμπησε στο τραπέζι έδωσε στην καθεμιά από ένα ποτήρι και σήκωσε το δικό του σαν να ήταν το καλύτερο κρασί. «Εύχομαι πάντα να κάνουμε καλό και σας ευχαριστώ για όλα. Χωρίς εσάς δεν θα είχα το σπίτι μου.»

Όλοι ήπιαν από τα ποτήρια τους. Η Αντζελίνα σηκώθηκε λέγοντας «πρέπει να γυρίσω σπίτι μου και εγώ, θα ξημερώνει πια και θα ξυπνήσουν και οι γονείς μου. Χάρηκα που σας γνώρισα και έμαθα πολλά».

Η Έμιλι με το βλέμμα στο κενό για να μην δείξει την συγκίνηση της απάντησε «με το καλό» ήταν μια ευχή που από εδώ και πέρα θα τους ακολουθούσε.

Τα παιδιά την αγκάλισαν και η Αντζελίνα έφυγε για την επιστροφή της.

Η Έμιλι έδωσε το βιβλιαράκι που είχε βρει δίπλα στον καπετάνιο που ήταν ο παππούς του Άλκη. «Αυτό ανήκει σε σένα ζήσε με σύνεση και αγάπη» γύρισε και φεύγοντας προς το υπόγειο είπε στον Άλκη «Πρόσεχε, κάποια μέρα θα τα ξαναπούμε. Με το καλό».

Ο Άλκης έμεινε μόνος στο άδειο σπίτι πολύ θα ήθελε να μπορούσαν τα κορίτσια να μείνουν μαζί του αλλά ήξερε ότι αυτό δεν μπορεί να γίνει. Ήξερε ακόμα ότι η ζωή του δεν θα ήταν ποτέ ίδια από εδώ και μπρός και ότι κάποιες φίλες θα τον σκέπτονται.

 

Η Αντζελίνα κατέβηκε στο υπόγειο και είπε την ευχή, πέρασε από το πέρασμα του καθρέπτη στο σπιτάκι του παππού. Το φώς από το πρώτο ξημέρωμα έπαινε από το παράθυρο.

 Έβαλε το ραβδί στο κουτί και αυτό στην συρταριέρα μαζί έβαλε και το κουκλάκι που της έδωσε το αγόρι. Έκλεισε την συρταριέρα άφησε το σακίδιο της στην άκρη και ξεκίνησε σιγά για το δωμάτιό της.

Ξάπλωσε στο κρεβάτι της και έκλεισε τα μάτια της. Εικόνες από το ταξίδι πέρασαν από τα κλειστά βλέφαρά της.

Μια πόρτα ακούστηκε να κλείνει θα ήταν από το δωμάτιο των γονιών της. Σε λίγο θα έπρεπε να σηκωθεί, άλλο ένα ταξίδι είχε τελειώσει και μια μέρα ξεκίναγε.

 

                                                                            ejofilo%202_zpsmuldc9bk.jpg

 

                                                                                                                                           By   chrismad

Link to comment
Share on other sites

Join the conversation

You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.

Guest
Reply to this topic...

×   Pasted as rich text.   Paste as plain text instead

  Only 75 emoji are allowed.

×   Your link has been automatically embedded.   Display as a link instead

×   Your previous content has been restored.   Clear editor

×   You cannot paste images directly. Upload or insert images from URL.

Loading...
  • Upcoming Events

    • 0
      13 December 2025 05:00 PM
      Until 07:00 PM

×
×
  • Create New...

Important Information

You agree to the Terms of Use, Privacy Policy and Guidelines. We have placed cookies on your device to help make this website better. You can adjust your cookie settings, otherwise we'll assume you're okay to continue..