elgalla Posted November 16, 2015 Share Posted November 16, 2015 Όνομα Συγγραφέα: Αταλάντη ΕυριπίδουΕίδος: Αυτό από μόνο του δεν ξέρω τι είναι, ας το πούμε μύθο. Το συνολικό θα είναι βικτωριανό dark fantasy.Βία; ΌχιΣεξ; ΥπονοείταιΑριθμός Λέξεων:1297Αυτοτελής; Περίπου. Στην πραγματικότητα είναι ο πρόλογος που έγραψα για κάτι πιο μεγάλο, αλλά στέκεται μια χαρά και μόνο του, σαν φλασάκι.Σχόλια: Ο Ντανμπάλα και η Αγίντα Γουέντο (το φίδι και το ουράνιο τόξο) είναι θεότητες της αφρικανικής παράδοσης (και του βουντού), αλλά ο μύθος της δημιουργίας είναι δικής μου έμπνευσης. Η συνολική ιστορία δεν έχει ακόμη τίτλο, αλλά αναφέρομαι σ' αυτήν ως Βουντού & Νέα Ορλεάνη. «Παλιά, πολύ παλιά, πριν την αρχή των καιρών, ο Ντανμπάλα, το μεγάλο φίδι, δημιούργησε τον κόσμο. Επτά χιλιάδες σπείρες ήταν το σώμα του κι όπως κυλούσε και κουλουριαζόταν στο γαλατένιο Τίποτα, έφκιασε τʹ άστρα και το φεγγάρι, τα ουράνια και τη γη κι έπλασε με τις κουλούρες του λόφους και πεδιάδες. Με κεραυνούς δημιούργησε τα μέταλλα και τους ιερούς βράχους και τις πέτρες. Και, σαν ήρθε η εποχή του Ντανμπάλα νʹ αλλάξει δέρμα, έριξε το παλιό του στη γη και το ʹκαμε θάλασσες και ποτάμια και λίμνες και πηγές. Κι όταν ο ήλιος αχνοφάνηκε μέσα απʹ την ομίχλη που ʹχε κατακάτσει στα φυτά και στα δέντρα, ένα τόξο πολύχρωμο γεννήθηκε στον ουρανό και τʹ όνομά της ήταν Αγίντα Γουέντο. Ο Ντανμπάλα την αγάπησε και την έκαμε γυναίκα του και, ως τα σήμερα, είναι μαζί το άσπρο φίδι και το χρωματιστό, ο Ντανμπάλα και η Αγίντα Γουέντο. »Λένε πως ο Ντανμπάλα έφκιασε κι εμάς τους ανθρώπους. Σαν τέλειωσε με τα νερά του κόσμου, το μεγάλο φίδι έκατσε να ξαποστάσει, μα γρήγορα κατάλαβε ότι πολύ πεινούσε. Έπιασε, το λοιπόν, πουλιά απʹ τον αέρα και ζώα απʹ τη στεριά και ψάρια κι άλλα ζωντανά που κολυμπούν στις θάλασσες και τα ʹριξε στη Λίμνη που Χοχλάζει. Ταρακούνησε τα δέντρα να πέσουν φύλλα πολλά και σκούντηξε τα βουνά, να κυλήσουν απ’ τις κορφές τους κόλιανδρος και σουμπάλα, νʹ αρωματίσουν τη σούπα. Μα, όπως ήταν κουρασμένος, αποκοιμήθηκε ο Ντανμπάλα κι έπηξε το γκάμπο κι από μέσα βγήκαν οι άνθρωποι. Γιʹ αυτό άλλοι είναι μαύροι σαν το μελάνι της σουπιάς, άλλοι άσπροι σαν το φτερό του περιστεριού, άλλοι μελαψοί όπως τα στρείδια κι άλλοι κίτρινοι, όπως της κότας τα ποδάρια. Κι επειδή στη σούπα όλα ανακατώθηκαν τυχαία, κάποιοι αδικήθηκαν στη μοιρασιά και τους λείπει η υγειά τους ή τα λογικά τους και κάποιοι ευνοήθηκαν κι έχουν κι από τα δυο παραπανίσια. Τούτο, όμως, να θυμάσαι, κόρη μου: όλοι οι άνθρωποι του κόσμου δυο πράγματα έχουν κοινά, αυτό στο στήθος τους που χτυπάει κι αυτό στο κεφάλι τους που σκέφτεται. Άλλοι πήραν καρδιά ελαφιού κι είναι δειλοί, άλλοι καρδιά λιονταριού κι είναι γενναίοι. Άλλοι πήραν μυαλό αλεπούς κι είναι ξύπνιοι κι άλλοι μυαλό πετεινού κι είναι ζαβοί. Πιότερο απʹ όλους να φοβάσαι κείνους που έχουν καρδιά σπουργιτιού, γιατί είναι μικρή και δεν χωράει τίποτα, και μυαλό παγωνιού, γιατί δεν βλέπουν πέρα απʹ τα πλουμίδια της ουράς τους». Ήταν κι οι δυο καθισμένες στο χωματένιο δάπεδο της καλύβας, η γριά και το κορίτσι, κι οι φλόγες φώτιζαν τα σκούρα πρόσωπά τους. Η ηλικιωμένη γυναίκα είχε δέρμα κατάμαυρο, ρυτιδιασμένο και σαν πετσί σκληρό. Τα μαλλιά της, αλλού λευκά κι αλλού γκρίζα, πλαισίωναν το πρόσωπό της, φουντωτά σαν θάμνος, και διακοσμημένα με χρωματισμένες χάντρες από κόκαλο και βαμμένα φτερά. Τα φουστάνια της ήταν παλιά και χιλιομπαλωμένα, μα καθαρά, κι από μέσα φαίνονταν τα κρεμασμένα στήθια κι οι φαρδιοί γοφοί που είχαν γεννήσει και θρέψει επτά παιδιά. Ιερός αριθμός, καλότυχος, λέγαν όσοι ακολουθούσαν την παλιά θρησκεία, κι ας είχε χάσει και τα επτά, άλλα εξαιτίας του πολέμου κι άλλα εξαιτίας της δικής τους ανοησίας. Μόνο το κορίτσι της είχε μείνει, της μικρότερης κόρης της η κόρη, με το καραμελένιο δέρμα και τα πράσινα μάτια που γέμιζαν θαυμασμό κάθε φορά που η γριά της έλεγε ιστορίες απʹ την παλιά πατρίδα. Τα μαλλιά του κοριτσιού ήταν σφιχτοπλεγμένα σε δεκάδες μικρά κοτσίδια και κατέληγαν κι αυτά σε χάντρες πολύχρωμες που κροτάλιζαν μεταξύ τους ευχάριστα κάθε που κουνιόταν. Το καλύβι ήταν γεμάτο από κάθε λογής πράγματα: κούκλες, βοτάνια, σφραγισμένα δοχεία, λαγοπόδαρα και παράξενες σκόνες που βρωμούσαν. Στην πυροστιά, κρεμόταν ένα τσουκάλι με γκάμπο που έβραζε. Όταν κατάλαβε πως η ιστορία είχε τελειώσει, το κορίτσι σηκώθηκε και πήρε δυο ξύλινες γαβάθες από τον πάγκο όπου ήταν στοιβαγμένες. Κοντοστάθηκε λίγο μπροστά στο τσουκάλι, θαρρείς και περίμενε πως θα πετιόνταν άνθρωποι από μέσα, όπως στο μύθο του Ντανμπάλα, του λευκού φιδιού, μα τίποτα τέτοιο δεν συνέβη και, με μια βαθιά κουτάλα, γέμισε τις γαβάθες ως επάνω. Άφησε τη δική της χάμω, έδωσε την άλλη στη γριά και πήγε πίσω στον πάγκο να φέρει κουτάλια και δυο κομμάτια φρέσκο ψωμί που είχαν ψήσει νωρίς το πρωί σʹ ένα λάκκο στο χώμα. Το κορίτσι δεν ζούσε πάντα στο καλύβι. Κάποτε ζούσε σʹ ένα σπίτι μεγάλο, με πολλές γυναίκες και τα παιδιά τους. Πριν βγει ο ήλιος το πρωί, οι γυναίκες σηκώνονταν, έδεναν τα παιδιά στους γοφούς ή στις πλάτες τους, και τα παίρναν μαζί τους στις φυτείες. Στο δρόμο, συναντιόνταν με τους άντρες και με τα χλωμά αφεντικά που κρατούσαν μαστίγια κι είχαν χρυσά δόντια. Το κορίτσι ήταν αρκετά μεγάλο κι η μάνα του δεν το κουβαλούσε πια, μόνο το ʹπαιρνε απʹ το χέρι και τʹ άφηνε να παίζει δίπλα της και να πηδάει σαν το κατσίκι και να κάνει στα ψέματα πως κι εκείνο δούλευε στα καπνά, όπως κι αυτή. Κάθε μέρα, ερχόταν ένας απʹ τους χλωμούς άντρες, με σημαδεμένο πρόσωπο και πράσινα μάτια, κι έπαιρνε τη μάνα του κοριτσιού παράμερα και το κορίτσι έβλεπε τα καπνά να ταρακουνιούνται κι άκουγε τη μάνα του να βογκάει κι έτρεχε μακριά, γιατί τη μια φορά που είχε τολμήσει να κρυφοκοιτάξει, είχε φάει ξύλο. Συχνά, ο άντρας με το σημαδεμένο πρόσωπο ξεμονάχιαζε τη μάνα του κοριτσιού και δυο και τρεις φορές τη μέρα και το κορίτσι ζήλευε που η μητέρα του δεν ασχολιόταν μαζί του κι έκανε πείσματα. Μέχρι που η κοιλιά της μάνας του άρχισε να φουσκώνει και να πρήζεται και το κορίτσι κατάλαβε ότι θα ʹκανε κι άλλο παιδί σύντομα και, θυμωμένο, ευχήθηκε να πεθάνουν κι οι δυο. Όταν ήρθε η στιγμή της γέννας, οι άλλες γυναίκες έδιωξαν τα παιδιά και το κορίτσι δεν ξανάδε τη μητέρα του. Μερικές μέρες μετά, εμφανίστηκε η γριά και πήρε το κορίτσι μαζί της. Είχαν χάσει τον πόλεμο, είχε πει, κι αυτό σήμαινε πως ήταν ελεύθεροι. Της είχε πει κι άλλα πράγματα η γριά στο δρόμο για τους βάλτους, όπου βρισκόταν το καλύβι της. «Ο Πάπα Λέγκμπα σου άνοιξε μια πόρτα, κόρη μου. Άμα τη διάβηκες γνώση δεν έχω, μα οσμίζομαι πάνω σου τη δύναμη. Έχεις μαγεία και τα Λόα το ξέρουν. Σου ʹπε τίποτα η μάνα σου για τα Λόα, κορίτσι, ή μήπως σʹ είχε να προσκυνάς το Λευκό Χριστό σαν τον πατέρα που σʹέσπειρε;» Το κορίτσι δεν είχε καλοκαταλάβει για τι πράγμα μιλούσε η γριά και δεν ήξερε ούτε τα Λόα τι ήταν, ούτε ο Λευκός Χριστός, ούτε ποτέ είχε γνωρίσει κάναν πατέρα. Άλλα παιδιά που ήταν μαζί της στο μεγάλο σπίτι είχαν πατεράδες. Εκείνη όχι. Μόνο τη μάνα της είχε κι αυτή δεν άργησε να τη λησμονήσει όσο περνούσε ο καιρός και συνήθιζε το καλύβι και το βάλτο. Ξυπνούσε πρωί, όχι για να πάει στις φυτείες, μα για να βοηθήσει τη γριά με τις δουλειές της. Όλη τη μέρα ζύμωναν, έπλεναν και σκούπιζαν κι όταν ερχόταν το γιόμα κάθονταν να ξαποστάσουν και να φάνε. Τʹ απόγεμα, το κορίτσι πήγαινε μόνο του να εξερευνήσει τους βάλτους κι η γριά έβλεπε κόσμο στο καλύβι της. Έρχονταν πολλοί άνθρωποι για να τους βοηθήσει: άνθρωποι κανονικοί κι άνθρωποι χλωμοί, γυναίκες κυρίως, αλλά και άντρες. Έρχονταν πονεμένοι και στεναχωρημένοι, κι έφευγαν καλύτερα. Το κορίτσι πάντα το ʹχε απορία αν όλοι οι χλωμοί άνθρωποι ήταν άρρωστοι κι εκείνο το βράδυ δεν άντεξε και ρώτησε τη γριά. Εκείνη της είπε, τότε για τον Ντανμπάλα και τη γυναίκα του και τους ανθρώπους που βγήκαν απʹ το γκάμπο πολύχρωμοι κι είχαν κάθε λογής καρδιές και κάθε λογής μυαλά. Το επόμενο πρωί, η γριά ξεκίνησε να μαθαίνει στο κορίτσι την παλιά θρησκεία, τα ονόματα των Λόα και τα βεβέ, τα σύμβολά τους, τα βοτάνια και τα μυρωδικά, τα βατράχια και τις σαύρες του νερού και του χώματος. Έμαθε πολλά πράγματα το κορίτσι κοντά στη γριά, μα κανένα τόσο σημαντικό όσο εκείνο το πρώτο: ότι όλοι οι άνθρωποι του κόσμου καμώθηκαν επειδή ο θεός παρακοιμήθηκε. 9 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
wordsmith Posted November 16, 2015 Share Posted November 16, 2015 Πολύ όμορφο, γραμμένο με ατμοσφαιρική γλώσσα και ο κοσμογονικός μύθος (μου αρέσουν αυτά!) φαίνεται πολύ αυθεντικός. Αλλά ευτυχώς που είπες στην αρχή ότι είναι εισαγωγή σε άλλο, γιατί φαίνεται ότι δεν έχει ολοκληρωμένη υπόθεση, απλώς στήνει την κατάσταση και τους χαρακτήρες. Μπράβο, πολύ καλό. 1 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
SymphonyX13 Posted November 16, 2015 Share Posted November 16, 2015 Πολύ ωραίος πρόλογος Αταλάντη, με έκανε να θέλω να διαβάσω και άλλα από αυτό το σύμπαν! Το μόνο σίγουρο όμως είναι ότι τις επόμενες μέρες θα ακούω τον δίσκο από τον οποίο προέρχεται το παρακάτω ομώνυμο τραγούδι... 1 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Ιρμάντα Posted November 16, 2015 Share Posted November 16, 2015 Αυτό ήταν πολύ όμορφο! Ευκολοδιάβαστο, ισορροπημένο και ενδιαφέρον. Δεν κατάλαβα μονάχα τι απέγινε η μάνα. Πέθαναν επειδή το ευχήθηκε η μικρή; Ή ο χλωμός πατέρας την πήρε κοντά του και την υποχρέωσε να διώξει το πρώτο της παιδί; O.T. Λοιπόν ό,τι ξέρω από Ταμπάλα (ή Νταμπάλα) και Λόα είναι από τους Δαίμονες του Καρβέλα. 1 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
elgalla Posted November 16, 2015 Author Share Posted November 16, 2015 (edited) Σας ευχαριστώ πολύ και τους τρεις! Ειρήνη, η μαμά και το μωρό πέθαναν επειδή το ευχήθηκε η μικρή, που είναι μάγισσα αλλά δεν το ξέρει ακόμη. Γι' αυτό η γιαγιά της λέει ότι ο πάπα Λέγκμπα της άνοιξε μια πόρτα Y.Γ. Νιωθω λίγο ψυχάκι που έβαλα χαμογελαστή φατσούλα στην παραπάνω πρόταση. Υ.Γ. 2 Ο λευκός βιαστής της μαμάς είναι ο μπαμπάς της μικρής, έχουν κι οι δύο πράσινα μάτια ;) Edited November 16, 2015 by elgalla 1 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Ιρμάντα Posted November 16, 2015 Share Posted November 16, 2015 Y.Γ. Νιωθω λίγο ψυχάκι που έβαλα χαμογελαστή φατσούλα στην παραπάνω πρόταση. Χμ...... Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
MadnJim Posted November 16, 2015 Share Posted November 16, 2015 Το ότι είναι πολύ καλογραμμένο εξυπακούεται, δεν περίμενα τίποτα λιγότερο από σένα Αταλάντη. Ο μύθος τέλειος, και σαν ιστορία (τι έγινε) αλλά και με τον τρόπο που δίνεται με την αφήγηση της γριάς. Παρότι δεν με ενδιαφέρει συνήθως η συγκεκριμένη κουλτούρα-εποχή, θα ήθελα να διαβάσω και παρακάτω. Η τελευταία φράση όλα τα λεφτά. 1 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Nienor Posted November 16, 2015 Share Posted November 16, 2015 Είναι ήδη γοητευτικό σε όλα του, ιδέα, μύθος, χαρακτήρας (-ες γιατί υποψιάζομαι λίγο και το στυλ της γιαγιάς). Θα γίνει μια πανέμορφη ιστορία όταν θα μεγαλώσει. 1 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
alkinem Posted November 16, 2015 Share Posted November 16, 2015 Όμορφος πρόλογος που γεμίζει τον αναγνώστη με πολλές υποσχέσεις για την συνέχεια. Ήταν άψογα γραμμένο, η θεματολογία γοητευτική. Γενικώς, το ευχαριστήθηκα πολύ. Well done! 1 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Solonor Posted November 19, 2015 Share Posted November 19, 2015 Συμπαθητική η γραφή κι ο μύθος. Επίσης η ιδέα δείχνει ενδιαφέρουσα και ζουμερή, θα ήθελα να διαβάσω περισσότερα. Μου άρεσε πολύ η οπτική του παιδιού, την έχεις πετύχει. Επίσης η πλοκή υπόσχεται πολλά, ειδικά αυτό που πας να φορτώσεις στο καημένο το παιδάκι. Σαν φλασάκι δεν στέκει. Δεν έχει ούτε αρχή, ούτε τέλος. Σαν ξεκίνημα και πάλι δεν δουλεύει, εκτός αν ακολουθεί κάτι πολύ ενδιαφέρον στις αμέσως επόμενες σελίδες. Δηλαδή εκτός από το ωραίο τοπίο και τη γραφή δεν σου δίνει λόγο να συνεχίσεις να διαβάζεις. Επίσης μου δίνει την εντύπωση πως θες απεγνωσμένα να βάλεις στο χαρτί τις ιδέες σου, γρήγορα. Μέσα σε 1200 λέξεις έχεις πόσες γροθιές. Την ικανότητα της μικρής και τι έφερε αυτό, τον πατέρα της, το βιασμό της μάνας κλπ. Όλα αυτά παραείναι συμπιεσμένα. Θέλουν χώρο. Προσωπικά μπορώ να το φανταστώ ως μέρος του προλόγου, όχι πρώτες σελίδες πάντως. Αν ήταν απλωμένο κι ανεπτυγμένο όπως του αρμόζει, θα μπορούσε να είναι μέρος ενός πολύ καλού κειμένου. 1 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Morfeas Posted November 19, 2015 Share Posted November 19, 2015 Ο Μορφέας δεν σχολιάζει, ο Μορφέας απλώς περιμένει το υπόλοιπο. Και σημειωτέον: το περιμένει κάμποσο καιρό τώρα, με αμείωτο ενδιαφέρον, που σημαίνει ότι μάλλον μια χαρά λειτουργεί ως αρχή (και σε περίπτωση που λίγες σελίδες μετά δεν έχει ήδη ξεχειλωθεί η ιστορία, δεν βρίσκω λόγο να απλωθεί το συγκεκριμένο - μένει βέβαια να δω και το τελικό κείμενο). Απλώς και μόνο για στατιστικούς λόγους το αφήνω (το σχόλιο) εδώ χάμω. 1 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Cassandra Gotha Posted December 18, 2015 Share Posted December 18, 2015 Είναι πολύ ωραίο. Γεμάτο, χορταστικό, και υπόσχεται μεγαλύτερη απόλαυση παρακάτω. 1 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Recommended Posts
Join the conversation
You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.