chrismad Posted November 20, 2015 Share Posted November 20, 2015 (edited) Όνομα Συγγραφέα: Chris Mad Είδος: παραμύθι Ηλικίας 5 – 8 ετών Βία; (Όχι) Σεξ; (Όχι) Αριθμός Λέξεων: 3167 Αυτοτελής; (Ναι) Σχόλια: Ο Κωστάκης είναι ένα παιδάκι 6 ετών με μικρή στέρηση. Δεν μιλάει πολύ και φοβάται να πάει κάπου μόνος του. Ακόμα και όταν τον βαστάς από το χέρι εκείνος τραβιέται πίσω σου από φόβο. Έτσι φτιάχτηκε αυτό το παραμυθάκι αφιερωμένο σε αυτόν. Η περιπέτεια του φοβητσιάρη Λούη Τις πρώτες μέρες του φθινοπώρου στην άκρη του ποταμού έφτασαν για να κάνουν την φωλιά τους το ζευγάρι των κιτρινόμαυρων ψαριών. Ανάμεσα στις καλαμιές και δίπλα στα φύκια η μαμά ψαρίνα άφησε τα αυγά της. Το ζευγάρι τα φύλαγε και περίμενε να εκκολαφτούν. Όταν πέρασαν οι μέρες άρχισαν ένα ένα τα αυγά να ανοίγουν και μικρά κίτρινα ψαράκια με μαύρες γραμμούλες άρχισαν να βγαίνουν από τα αυγά και να τριγυρνάνε γύρω τους. Η μαμά και ο μπαμπάς τους όλη μέρα φρόντιζαν να τα φυλάνε μην τα πειράξει κανείς, αλλά και να ανακατεύουν την άμμο για να βρίσκουν τροφή. Μέσα στα ψαράκια αυτά ήταν και ο Λούης, ένα ψαράκι που άργησε να εκκολαφτεί και που όταν βγήκε αμέσως κρύφτηκε πίσω από ένα φύκι. Όλα τα ψαράκια έπαιζαν και έτρεχαν γύρω, αυτός ήταν κρυμμένος και όταν του έλεγαν τα άλλα να πάει να παίξει αυτός έλεγε «εδώ είναι πιο ασφαλές, εγώ εδώ θα μείνω». Οι μέρες πέρναγαν και έφτανε το καλοκαίρι, ερχόταν ο καιρός που τα ψάρια θα έπρεπε να κάνουν το ταξίδι τους προς την θάλασσα μιας και το ποτάμι το καλοκαίρι στέρευε από νερό. Ο μπαμπάς και η μαμά εξήγησαν στα παιδιά τους πώς θα έπρεπε να κάνουν το ταξίδι τους για να είναι πιο ξεκούραστο και πιο ασφαλές. «Θα ξεκινήσετε όταν το ποτάμι έχει ακόμα πολύ νερό» είπε ο μπαμπάς τους «έτσι θα πάτε πιο ξεκούραστα στην θάλασσα . θα ταξιδεύετε στη άκρη του ποταμού και όταν δείτε κάνα μεγάλο ψάρι θα κρύβεστε στην άκρη, στα φυτά και στις πέτρες. Όταν φτάσετε στις εκβολές, αριστερά και δεξιά στην θάλασσα έχει ξέρες. θα πάτε εκεί γρήγορα γρήγορα να κρυφτείτε. Εμείς θα σας περιμένουμε εκεί». Ο Λούης που άκουγε σκεφτόταν «Γιατί να μην μείνουμε εδώ, έχει τροφή και είναι ζεστά… άλλωστε εγώ φοβάμαι τα ταξίδια». Ένα από τα αδέρφια του ήρθε κοντά του και του είπε «Λούη θα πάμε μαζί;» ο Λούης τρέμοντας μόνο στην σκέψη του ταξιδιού είπε «Εγώ φοβάμαι, θα μείνω εδώ». «Μα τι λες κακόμοιρε… εδώ δεν θα έχει νερό και σε λίγες μέρες θα ξεραθείς» Όταν το έμαθαν τα άλλα αδέρφια του, πέρναγαν για να τον πειράξουν «Λούη μπού…» και ο Λούης κρυβόταν πίσω από τα καλάμια. Μάλιστα του είχαν βγάλει και ποιηματάκι που το έλεγαν για να τον πειράξουν. «Ο Λούης ο τρελός που θα γίνει ξερός….» Μάταια οι γονείς του τον παρότρυναν να ξεκολλήσει από το καλάμι που κρυβόταν. Ήρθε η μέρα που θα ξεκίναγαν και μαζί με τους γονείς έφυγαν αρκετά μικρά. Ο Λούης κρύφτηκε πιο πολύ μήπως και τον πάρουν μαζί τους. Το νερό άρχισε να λιγοστεύει στο ποτάμι και η τελευταία παρέα ήταν έτοιμη να ξεκινήσει. Πήγαν στον Λούη για να τον πάρουν και αυτός τους είπε «Ένταξη ξεκινάμε… εγώ θα είμαι στο τέλος για να φυλάω» αλλά όταν ξεκίνησαν ο Λούης έμεινε πίσω πάλι. Όταν έμεινε μόνος του και πέρασε άλλη μια μέρα, βγήκε λίγο προς τα έξω καλάμια, μιας και το νερό στέρευε και τα πίσω δε είχαν πλέον νερό. Εκεί που κοίταγε το ποτάμι προς τα κάτω, άκουσε μια φωνή στο πλάι του που τον έκανε να πηδήξει από τον φόβο του και να του σηκωθούν τα αγκάθια στην πλάτη του. «Γεια σου κίτρινε τι κάνεις ακόμα εδώ?» Όταν συνήλθε κοίταξε πίσω του και είδε ένα θηλυκό μικρό ψαράκι. Ήταν πορτοκαλί χρώμα και τα πτερύγια και η ουρά της ήταν πιο σκούρο πορτοκαλί. «Με τρόμαξες καλέ» είπε ο Λούης «Τι κάνεις εδώ;» Η μικρή ψαρίνα ήρθε πιο κοντά του και του είπε «Ξεκίνησα το ταξίδι για την θάλασσα, όταν σε είδα και είπα να με ποιόν θα κάνω την διαδρομή. Πώς σε λένε και γιατί έχεις μείνει πίσω; Μήπως όπως και εγώ όργησες να εκκολαφτείς;. Αυτό είναι, το βρήκα». «Ναι αυτό είναι» είπε ο Λούης. Ντράπηκε να πει ότι φοβάται να ταξιδέψει στην ωραία ψαρίνα και ότι θα έμενε εκεί κρυμμένος. «Αα ωραία… πάμε πάμε» φώναξε η ψαρίνα και συνέχισε τραβώντας τον από το πτερύγιο του «Ταξίδι θα κάνω, στην θάλασσα θα πάω, και στο πλαγκτόν θα πέσω να πνιγώ». «Όπα, όπα περίμενε» είπε ο Λούης κρατώντας με το άλλο πτερύγιο του ένα καλάμι και φρενάροντάς την. «Τι έπαθες» ρώτησε η ψαρίνα «Μην μου πεις ότι φοβάσαι» «Όχι εγώ να φοβάμαι, όχι» απάντησε ο Λούης «Απλά δεν μου είπες το όνομά σου». Η ψαρίνα κούνησε το κορμί της, τίναξε τα πτερύγιά και την ουρά της κορδώθηκε και είπε «Πορτοκαλένια… δεν φαίνεται; Εσένα πώς σε λένε; Κιτρινούλη;» «Λούη με λένε» και κούνησε τις μαύρες ρίγες του. «Ωραία τότε, πάμε πρίν στερέψει όλο το νερό και ξεραθούμε» τον τράβηξε πάλι και ξεκίνησαν πτερύγιο πτερύγιο να κολυμπάνε στο ποτάμι προς την θάλασσα. Η Πορτοκαλένια άρχισε πάλι τα τραγούδια «Ο Λούης κι η Πορτοκαλένια, πάνε ταξιδάκι, μες το ποταμάκι, στην θάλασσα να φτάσουν, και όλα θα περάσουν. Έλα Λούη τραγούδα και εσύ μαζί μου». Ο Λούης έτρεμε από τον φόβο του, του είχε κοπεί η μιλιά, αλλά δεν μπορούσε να πεί ότι φοβάται. Προχωρώντας στο ποτάμι κάθε τόσο συναντούσαν και άλλα μικρά ψαράκια να το κατεβαίνουν και όλα η Πορτοκαλένια τα χαιρετούσε «Γεια σας παιδιά, πάτε παραλία; χα χα» Άλλα της απαντούσαν και άλλα σήκωναν την μουσούδα τους και άνοιγαν ταχύτητα. Είχαν κάνει μια διαδρομή όταν έφτασαν σε έναν κομμάτι του ποταμού που ήταν πιο βαθύ και είχε ακόμα πολύ νερό. Ξαφνικά ο Λούης την τράβηξε στην άκρη κοντά σε κάτι φυτά. «Πρόσεχε, κάτι τέρατα μπροστά» είπε. Η Πορτοκαλένια κοίταξε γύρω και ρώτησε «Που τα βλέπεις καλέ τα τέρατα;» Ο Λούης τις έδειξε με το πτερύγιό του λίγο πιο κάτω. «Τι τέρατα καλέ, αυτές είναι χελώνες» και γέλασε «καλά δεν ξέρεις τις χελώνες; είναι καλά παιδιά πάμε να σου τις γνωρίσω» και τον τράβηξε προς ένα σημείο που είχαν μαζευτεί πολλές μικρές χελώνες και έπαιζαν. «Καλησπέρα παιδιά» χαιρέτησε η Πορτοκαλένια «Είμαι η Πορτοκαλένια και από εδώ ο Λούης. Πάμε για την θάλασσα και ο φίλος μου δεν σας είχε ξαναδεί». Οι χελωνίτσες σταμάτησαν για λίγο και πήγαν πιο κοντά τους. «Γειά σας και σε σας, έρχεστε από ψηλά;» «Όχι πολύ» απάντησε η Πορτοκαλένια «Θα πάτε για την θάλασσα;» Η δεύτερη χελώνα απάντησε τώρα «Όχι ακόμα, δεν βιαζόμαστε». Εκείνη την ώρα ο Λούης είδε μια μικρή χελώνα να βγαίνει στην ακτή και έτρεξε και την τράβηξε πάλι μέσα στο νερό. «Τι κάνεις ρε, γιατί τραβάς;» είπε το χελωνάκι «Μα θα πεθάνεις αν βγεις έξω» απάντησε ο Λούης. Το χελωνάκι γυρνώντας στην Πορτοκαλένια της λέει «Καλά… ο δικός σου είναι παιγμένος. Που τον βρήκες» και γυρνώντας στον Λούη του λέει «Καλά δεν ξέρεις ότι εμείς οι χελώνες ζούμε και στο νερό και στην ξηρά… τι χωριάτόψαρο είσαι εσύ». Ο Λούης ντράπηκε πολύ, κοκκίνισε η κίτρινη μούρη του και είπε χαμηλόφωνα «Συγνώμη δεν το ήξερα» και γύρισε την πλάτη του να φύγει. Όταν είχε πάει λίγο πιο κάτω, τον πρόλαβε η Πορτοκαλένια, αφού είχε χαιρετίσει τα χελωνάκια. Του έπιασε το πτερύγιο και είπε «Έλα άστους, αυτοί νομίζεις ότι τα ξέρουν όλα; Πάμε να προχωρήσουμε». Ο Λούης παίρνοντας θάρρος της είπε «Δεν ήξερα για αυτούς, δεν είχα ξαναδεί χελώνες. Δεν ξέρω αν δεν φόραγαν αυτό στην πλάτη τους, μήπως τους αναγνώριζα». Η Πορτοκαλένια έκρυψε ένα γέλιο που με το ζόρι κράτησε. Αν ήταν άλλη περίπτωση θα κτύπαγε από τα γέλια την ουρά της στον βράχο, αλλά τώρα δεν έπρεπε να κάνει κάτι τέτοιο στον φίλο της και του είπε. «Οι χελώνες δεν φοράνε κάτι στην πλάτη τους. Αυτό είναι το σπίτι τους, απλά το έχουν πάντα μαζί τους. Άκουγα πριν εκκολαφτώ, τον μπαμπά μου που το εξηγούσε στα αδέρφια μου και έτσι το ξέρω». Πέρασαν ένα κομμάτι του ποταμιού, που για να περάσουν έπρεπε να σπαρταρίσουν στα βότσαλα και μετά μπήκαν σε ένα πιο μεγάλο και βαθύ μέρος. Συνέχισαν να κατεβαίνουν ώσπου ένας περίεργος θόρυβος ακούστηκε σε όλο το ποτάμι «Τι είναι αυτό» ρώτησε ο Λούης «Δεν ξέρω» είπε η Πορτοκαλένια και τον τράβηξε στην άκρη. Κρύφτηκαν δίπλα σε κάτι φυτά και βότσαλα. Δίπλα τους ήταν ένα άλλο πλάσμα. Ο Λούης το σκούντησε και του είπε «Συγνώμη χελώνα, να σε ρωτήσω» δεν πρόλαβε να τελειώσει την πρόταση του, όταν το πλάσμα τον έσπρωξε και είπε φωνάζοντας «Ποιόν είπες ρε χελώνα έ εέ ποιόν; Χελώνα να πεις τον ψαροθείο σου ρε». Η Πορτοκαλένια γύρισε και είδε ένα σαλιγκάρι που και αυτή δεν ήξερε τι ήταν «Τι σπρώχνεις τον φίλο μου, τι είσαι;». «Εγώ είμαι ο Σάκης το σαλιγκάρι εσείς ποιοι είστε;» ρώτησε ο Σάκης «Εμείς είμαστε η Πορτοκαλένια και ο Λούης και πάμε στην θάλασσα. Συγνώμη αλλά δεν έχουμε ξανασυναντήσει σαλιγκάρι και δεν ξέρουμε. Μπερδεύτηκε ο φίλος μου από το καβούκι σου». «Άντε καλά τότε, αν θέλετε να πάμε μαζί και εγώ για εκεί ξεκίνησα» και την ώρα που έλεγε αυτά έβγαλε μια φοβισμένη φωνή και έδειξε πίσω τους. Ένα μεγάλο ψάρι τρομερό ερχόταν καταπάνω τους. Τρομαγμένοι ο Λούης και η Πορτοκαλένια έκαναν να κρυφτούν αλλά το μεγάλο ψάρι είχε ανοίξει το στόμα του και έφτασε λίγο πρίν να τους καταβροχθίσει. Προσπαθούσε να τους φτάσει αλλά κάτι το κρατούσε και δεν έφτανε. Τα δόντια του είχαν φτάσει να γαργαλάνε τα μουτράκια τους. Τότε είδε ότι από το στόμα του μεγάλου ψαριού, έβγαινε κάτι στο πλάι. Πριν τους επιτεθεί είχε πιαστεί από ψαράδες. Αμέσως μετά άρχισε αυτό από το στόμα του, να τον τραβά και έφυγε από μπροστά τους. Ο Σάκης το κοχύλι βγήκε από το καβούκι του, άπλωσε τα πόδια του μπροστά και φώναξε «Ναι ρε φύγε, γιατί αλλιώς να δεις τι θα σου κάνω. Έτσι να με φοβάσαι, ξούτ». Γύρισε και κοίταξε τον Λούη και την Πορτοκαλένια που τον κοίταζαν με απορία και συνέχισε «Αν δεν έφευγε θα του έριχνα μια να δεί, θα του πήγαιναν όλα τα λέπια στην ουρά». Είχαν γλυτώσει από τύχη και χάρη στους ψαράδες την ζωή τους. Μετά από ένα καλό ψάξιμο στην άμμο για ένα καλό γεύμα, ξεκίνησαν πάλι να κατηφορίζουν το ποτάμι. Από εδώ και κάτω το ποτάμι ήταν αρκετά φαρδύ και βαθύ με πολύ νερό. Μετά από αρκετή ώρα και ενώ κόντευε να νυχτώσει, είχαν φτάσει στις εκβολές του ποταμού. Αποφάσισαν να κοιμηθούν εκεί κοντά σε κάποιες καλαμιές και το πρωί να συνεχίσουν. Τη νύχτα εκείνη έπεσε η τελευταία βροχή της άνοιξης και το νερό του ποταμού έγινε αρκετό για να περάσουν όσοι είχαν μείνει πίσω. Όταν το πρωί ξεκίνησαν για να προχωρήσουν, είχε πολύ δύναμη το ρεύμα και άρχισε να τους παρασύρει. Η Πορτοκαλένια άρχισε να παίζει με το νερό, να τρέχει μπροστά και μετά να έρχεται πίσω «Έλα Λούη να παίξουμε». Και να τραγουδά «Τρέχα να με πιάσεις αν μπορείς, μόνο πίσω μου θα ‘ρθεις, δεν θα με φτάσεις, να το δεις». Ο κακόμοιρής ο Λούης φοβόταν να πάει στο ρεύμα και κολυμπούσε στην άκρη του ποταμού κοντά στα καλάμια. Ξαφνικά σε μια τρέλα της η Πορτοκαλένια χάθηκε από τα μάτια του. Ο Λούης βάλθηκε να την φωνάζει αλλά απάντηση δεν έπαιρνε. Κοίταξε δεξιά, κοίταξε αριστερά, αλλά τίποτα, πουθενά η Πορτοκαλένια. «Σάκη χάθηκε, δεν την βλέπω» είπε στον κοχύλι που και εκείνος ήταν δίπλα του. «Θα την πήρε το ρεύμα» είπε ο Σάκης «πάμε προς τα κάτω και θα την βρούμε στον ύφαλο». Έτσι ξεκίνησαν πάλι να προχωράνε μέχρι που έφτασαν στην αρχή της θάλασσας. «Τώρα τι κάνουμε Σάκη» ρώτησε ο Λούης «που θα πάμε να βρούμε την Πορτοκαλένια;». Ο Σάκης κοίταξε γύρω τους και είπε «Τώρα πρέπει να περάσουμε σε εκείνον τον ύφαλο γρήγορα γιατί εδώ έχει πολλά μεγάλα ψάρια και θα μας καταβροχθίσουν». Και έδειξε μακριά στην θάλασσα έναν σκούρο όγκο που ήταν ο ύφαλος. Ο Λούης φοβόταν να πάει αλλά για να βρεί την Πορτοκαλένια πήρε το θάρρος και άρχισε να κολυμπά γρήγορα, χωρίς να προσέξει ότι ο Σάκης δεν μπορούσε να τρέξει και έτσι έμενε πίσω όλο και περισσότερο. Όταν ο Λούης είχε φτάσει στην μέση της απόστασης, ένιωσε ότι κάποιος τον ακολουθεί και είδε πολλά άλλα ψαράκια να τρέχουν να κρυφτούν. Έριξε μια κλεφτή ματιά πίσω του και είδε να έρχεται καταπάνω του ένα μεγάλο άγριο ψάρι με το στόμα έτοιμο να τον κατασπαράξει. Από ένστικτο και μόνο μιας και ο φόβος του είχε κόψει τα πτερύγια, άρχισε να κάνει ελιγμούς. Πάνω, κάτω, πλάγια, όσο έκανε ελιγμούς τόσο το μεγάλο ψάρι μπερδευόταν και έμενε πίσω. Σιγά σιγά έφτασε στον ύφαλο την στιγμή που πάλι το μεγάλο άγριο ψάρι τον είχε φτάσει. Είδε μπροστά του έναν βράχο που είχε μια σκισμή και έκανε ελιγμό για αυτήν. Μόλις μπήκε στην σκισμή άκουσε πίσω του έναν γδούπο, ήταν το μεγάλο ψάρι που είχε κουτουλίσει στον βράχο, μιας και αυτό δεν χώραγε να περάσει. Από γύρω στις άλλες τρύπες, άκουσε ο Λούης να τον πτερύγιοκροτούν και να ζητωκραυγάζουν που ο κακός δεν τον είχε πιάσει. «Μπράβο κίτρινε, του την έφερες» είπε κάποιος λίγο πιο δίπλα «Είσαι γρήγορος». Ο Λούης για πρώτη φορά, ένιωθε υπερήφανος για τον εαυτό του και άρχισε να καταλαβαίνει ότι δεν φοβάται και ότι μπορεί να κάνει πολλά. Τώρα έπρεπε να βρεί την Πορτοκαλένια. Άρχισε να τριγυρνά μέσα στον ύφαλο και να ζητάει την φίλη του όταν σε ένα βραχάκι συνάντησε έναν περίεργο τύπο. Ήταν ένα μεγάλο κεφάλι με πόδια και χέρια «Τι περίεργος είναι αυτός; θα πάω να του μιλήσω» σκέφτηκε και τον πλησίασε. «Έ φίλε, γιατί με κοιτάς έτσι; Δεν έχεις ξαναδεί κάβουρα» είπε ο τύπος που τον πήρε είδηση. «Όχι δεν έχω ξαναδεί» είπε ο Λούης. «Εμένα με λένε Λούη και έχω έρθει από το ποτάμι, εσένα πώς σε λένε;» «Με λένε Ράκι από το καβουράκι» είπε ο κάβουρας «Και είμαι από τον ύφαλο. Ένταξη, τώρα μπορείς να μου δείξεις την ουρά σου;» Ο Λούης μην ξέροντας την φράση γύρισε και είπε «Να την, εδώ είναι τι την θέλεις». Ο Ράκις έσκασε στα γέλια μέχρι που χτύπαγε τις δαγκάνες του στον βράχο. «Κατάλαβα» είπε ο Ράκις μέσα στα γέλια του «Είσαι για τα φύκια εσύ». Ο Λούης που πάλι δεν κατάλαβε είπε «Ναι, στα φύκια θέλω να πάω, αλλά πρώτα θέλω να βρω την Πορτοκαλένια. Μήπως την έχεις δεί;». «Όχι δεν έχω δει καμιά Πορτοκαλένια εδώ τριγύρω. Είναι κίτρινη σαν εσένα; έπρεπε να την λένε κιτρινένια… χα χα» είπε ο Ράκις και πήγε να μπει στην τρύπα του. «Μα δεν είναι κίτρινη, πορτοκαλί είναι» πήγε να πεί ο Λούης αλλά ο Ράκις δεν του έδωσε σημασία. Ο Λούης τον άφησε και ξεκίνησε να ψάχνει σε όλο τον ύφαλο. Πέρασε από τις ανεμώνες και έφτασε στα φύκια, εκεί συνάντησε ένα ιππόκαμπο τον Ντορίκο. Τον ρώτησε αν ήξερε την Πορτοκαλένια «Όχι δεν την ξέρω, αλλά τέτοιο χρώμα ψάρια συχνάζουν στην σφουγγάροπεριοχή». Ο Λούης άρχισε να έχει ελπίδες ότι θα την βρει, έτσι τον ρώτησε πώς θα πάει εκεί. «Θα πάρεις τον δρόμο προς το τρελό κοράλλι και μετά θα στρίψεις δεξιά στο τέλος του ύφαλου». Ο Λούης πήγε να τον ευχαριστήσει όταν θυμήθηκε ότι δεν ήξερε ούτε το τρελό κοράλλι και ρώτησε πάλι. «Που είναι αυτό, ξέρεις σήμερα ήρθα και δεν ξέρω τον ύφαλο». «Όπως ήρθες προς τις ανεμώνες και μετά όλο ίσια, μέχρι το τρελό κοράλλι». Ο Λούης τον ευχαρίστησε και πήρε τον δρόμο για το τρελό κοράλλι. Όταν έφτασε στα τρελά κοράλλια είδε ένα ψαράκι «Γειά σου κίτρινε» του είπε «είμαι ο Λούης εσύ;» «Εσύ» του απάντησε το ψαράκι. Ο Λούης το κοίταξε και του ξανάπε «Γειά σου μικρέ είμαι ο Λούης, εσύ ποιος είσαι;» και το ψαράκι ξανάπε «Εσύ». Ο Λούης άρχισε να τσαντίζεται που το ψαράκι τον κορόιδευε και είπε πλησιάζοντας ποιο κοντά του «Ρε με κοροϊδεύεις, θέλεις να νευριάσω;» Τότε το ψαράκι τρόμαξε ότι ο Λούης θα του έκανε κακό και έκλεισε τα μάτια του. Αμέσως άρχισε να φουσκώνει και έγινε τεράστιο σαν μπάλα. Ο Λούης τρόμαξε και αυτός και γρήγορα έτρεξε να κρυφτεί πίσω από ένα κοράλλι. Το ψαράκι όταν κρύφτηκε ο Λούης, άρχισε να ξεφουσκώνει και έγινε πάλι μικρό. Ο Λούης το κοίταγε κρυμμένος και όταν ξεφούσκωσε καλά, βγήκε δειλά από το κοράλλι. Όταν το ψαράκι τον είδε πάλι, φούσκωσε και πάλι, ο Λούης τρόμαξε και κρύφτηκε. Πάλι το ψαράκι ξεφούσκωσε και έγινε πάλι μικρό. Τότε μόνο ο Λούης κατάλαβε ότι αυτό γινόταν από τον φόβο του έτσι δεν βγήκε από το κοράλλι, αλλά από την θέση του, είπε «Δεν θέλω να σε πειράξω, μην με πειράξεις ούτε εσύ» Το ψαράκι κοίταξε γύρω και είπε με φοβισμένη φωνή. «Ο Εσύ δεν πειράξει κίτρινο». Τότε ο Λούης βγήκε και πλησίασε δειλά κοντά του «Εσύ, είναι το όνομά σου;» ρώτησε «Ναι, Εσύ είναι το όνομα, Εσύ;» είπε ο Εσύ. Ο Λούης του απάντησε «Εμένα με λένε Λούη. Μήπως είδες μια πορτοκαλί ψαρίνα που την λένε Πορτοκαλένια;» Ο Εσύ ρώτησε «Ποιος, εγώ;» «Ναι» είπε πάλι ο Λούης «Εσύ». «Ο Εσύ δεν ξέρει πορτοκαλί ψαρίνα, να πάς άλλο πορτοκαλί ψάρι να πει». Ο Λούης κούνησε το κεφάλι του τον ευχαρίστησε και έφυγε δεξιά για την σφουγγάροπεριοχή. Προχώρησε πολύ ώρα μέχρι που ανάμεσα σε φύκια και άλλα λουλούδια της θάλασσας είδε ένα πορτοκαλί να είναι μισοκρυμμένο. Ο Λούης πήρε φόρα και έτρεξε προς το πορτοκαλί φωνάζοντας «Πορτοκαλένια, Πορτοκαλένια». Κόντευε να την ακουμπήσει όταν το πορτοκαλί αυτό, πετάχτηκε επάνω και φώναξε «Ε όχι και Πορτοκαλένια κοτζάμ αστερίας. Μην τα πάρω τώρα» ο Λούης έκανε έναν ελιγμό για να μην πέσει επάνω του και έπεσε πάνω σε ένα μικρό βράχο. Όταν συνήλθε είπε στον Αστερία «Συγνώμη κύριε αλλά σας πέρασα για μια φίλη μου την Πορτοκαλένια. Αλλά φαίνεται ότι δεν είσαστε εσείς αυτή». «Αυτό μας έλειπε» είπε ο Αστερίας «Κοτζάμ αστέρι. Εγώ ρε χαραμίζομαι εδώ, έπρεπε να παίζω στην εκπομπή του Μπόμπ σφουγγαράκι, όχι που παίζει αυτός ο χοντρός ο Πάτρικ Αστέρης, είχε μέσον και πήρε τον ρόλο. Ξέρω εγώ που σου λέω» και συνέχισε κουνώντας τα πόδια του «δεν είμαι καλύτερος ε.. εεε;» Ο Λούης που δεν ήξερε κανέναν από αυτός, αρκέστηκε να πεί μόνο «Ναι, ναι είσαι καλύτερος» έσκυψε το κεφάλι του και συνέχισε τον δρόμο του. Μετά από λίγο έφτασε επιτέλους στην σφουγγάροπεριοχή. Πολλά ψάρια ήταν εκεί και έτρεχαν ανάμεσα στα σφουγγάρια. Μπλε, πράσινα, πορτοκαλί με βούλες, με γραμμές, ακόμα και πολλά σαν και εκείνον. Πήγε πιο κοντά και είδε ένα πορτοκαλί, το πλησίασε και του είπε «Μήπως ξέρεις την Πορτοκαλένια, την ψάχνω;» Το ψάρι τον κοίταξε και του έγνεψε να πάει προς ένα σημείο, χωρίς να πεί λέξη. Ο Λούης προχώρησε λίγο και τότε την είδε, ήταν σαν μια χορεύτρια που χόρευε στα νερά και φουσκάλες έβγαιναν γύρω της. Έμεινε να την κοιτάζει και τότε ήταν που και εκείνη τον είδε. Έτρεξε προς το μέρος του φωνάζοντας «Λούη το ‘ξερα ότι θα τα κατάφερνες να έρθεις, το ‘ξερα». Όπως έτρεχε προς το μέρος του δεν πρόσεξε ότι ένα μεγάλο ψάρι είχε φτάσει στα σφουγγάρια και ήταν έτοιμο να της επιτεθεί. Ο Λούης δεν ήταν σε θέση να την χάσει τώρα που την βρήκε, έτσι πήρε φόρα, την προσπέρασε και όρμησε στο μεγάλο ψάρι που βλέποντας τον να έρχεται προς τα πάνω του τρόμαξε και γύρισε να φύγει. Ο Λούης γύρισε στην Πορτοκαλένια που δεν πίστευε στα μάτια της. Ο Φοβητσιάρης Λούης έδιωξε ένα μεγάλο και την έσωσε. Ο Λούης πλησίασε, έπιασε το πτερύγιο της και της είπε «Τι λες να κάνουμε κάπου εδώ την φωλιά μας. Βαριέμαι να ανεβαίνω όλο το ποτάμι πάλι». Η Πορτοκαλένια του χαμογέλασε και τον ακολούθησε ανάμεσα στα μεγάλα σφουγγάρια. By chrismad Edited November 20, 2015 by chrismad Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Recommended Posts
Join the conversation
You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.