chrismad Posted November 27, 2015 Share Posted November 27, 2015 Όνομα Συγγραφέα: Chris Mad Είδος: παραμύθι Ηλικίας 10 - 15 ετών Βία; (Όχι) Σεξ; (Όχι) Αριθμός Λέξεων: 10370 Αυτοτελής; (Ναι) Σχόλια: Αυτοτελή διηγήματα με πρωταγωνίστρια την Αντζελίνα Τα ταξίδια της Αντζελίνας - Το βασίλειο της ομίχλης Όταν περπατάς στα δρομάκια που συνδέουν τους πύργους του Βασιλείου της ομίχλης, νομίζεις ότι περπατάς πάνω σε μπαμπάκι, μιας και η ομίχλη φτάνει ως την άκρη κάτω από τους διαδρόμους. Όλοι οι πύργοι είναι ενωμένοι μεταξύ τους αλλά κυρίως με τον μεγάλο πύργο του βασιλείου που εκεί ζει και η βασιλική οικογένεια που είναι οι φύλακες της σφαίρας. Κάθε πύργος είναι και ένα μικρό χωριό που κάνει και μια εργασία για να μπορούν όλοι να αισθάνονται ασφαλείς και να ζουν άνετα επάνω στους βράχους που είναι το βασίλειο. Από τότε που φτιάχτηκε το βασίλειο πολλοί ήθελαν την δύναμη που έχει η ΣΦΑΙΡΑ και προσπάθησαν να το καταχτήσουν. Οι παλιοί όπως λέει ο μύθος για να μην μπορούν να δουν το βασίλειο το έκρυψαν μέσα στην ομίχλη. Έτσι για πολλούς αιώνες δεν είχαν ενοχληθεί από κανέναν. Τελευταία το βασίλειο το κυβερνούν δύο αδέρφια ο Μάρον και η Κάσια. Μετά τον χαμό των δύο γονιών τους σε μια αποστολή εκτός βασιλείου είναι οι επόμενοι άρχοντες της σφαίρας και του βασιλείου. Ο Μάρον είναι ένα αγόρι με ξανθά ίσια μαλλιά και πανέξυπνα μάτια, με πολύ σοβαρότητα και πυγμή. Ενώ η Κάσια είναι μια τρυφερή κοπέλα λίγο μικρότερη από τον αδερφό της με μακριά καστανόξανθα μαλλιά και γαλανά μάτια που θα έλεγε κανείς ότι υπάρχει για να αγαπάει όλο τον κόσμο. Τώρα τα αδέρφια έχουν να αντιμετωπίσουν ένα πρόβλημα το ίδιο πρόβλημα πήγαν να αντιμετωπίσουν και οι γονείς τους χωρίς να γυρίσουν ποτέ πίσω. Πρέπει να βρουν τρόπο να προστατέψουν την σφαίρα. Η σφαίρα αυτή είναι που κρατά τους διαφορετικούς κόσμους σε μια απόσταση και δεν μπορούν να περνάνε από τον ένα κόσμο στον άλλον διαφορετικά είδη λαών. Η καταστροφή ή η απόκτηση της ΣΦΑΙΡΑΣ από κακούς αιμοβόρους λαούς θα έκανε κάποιους πληθυσμούς να κατέστρεφαν τους άλλους. Η διαταραχή της ισορροπίας θα κατέστρεφε όλους τους κόσμους. Κάτω από την ομίχλη και το βουνό υπήρχαν τερατόμορφα πλάσματα που πολύ θα θέλανε να πάρουν την σφαίρα στην κυριαρχία τους. Το πρόβλημα ήταν ότι η ομίχλη είχε από καιρό αρχίσει να εξασθενεί και φαινόταν όλο και περισσότερο ότι σε λίγο καιρό θα διαλυόταν εντελώς. Η ομίχλη δημιουργούταν από την αντίδραση ενός πετρώματος που υπήρχε στις αρχαίες στοές της πεδιάδας των βάλτων κάτω από το βουνό. Η προσπάθειες να πάνε κάποιοι να φέρουν εξελισσόταν σε τραγωδία μιας και τα τέρατα τους καταλάβαιναν αμέσως μόλις πέρναγαν την πύλη του δέντρου. Τώρα οι σοφοί του βασιλείου έψαχναν στα αρχαία βιβλία για να βρουν την λύση μιας και στα αρχαία χρόνια ο τότε αρχιφύλακας της σφαίρας και βασιλιάς είχε φέρει το πρώτο πέτρωμα και είχε σταματήσει τους αιματηρούς πολέμους με τα τέρατα της πεδιάδας. Από τότε ζούσαν ειρηνικά και είχαν εξασθενίσει την πολεμική αμυντική φρούρηση του βασιλείου. «Άρχοντα Μάρον» φώναξε ένας φρουρός μπαίνοντας στην αίθουσα των αποφάσεων που ήταν η κεντρική αίθουσα του πύργου των φυλάκων «ελάτε παρακαλώ γρήγορα οι σοφοί σας θέλουν στην βιβλιοθήκη είναι επείγον» Ο Μάρον και η Κάσια σηκώθηκαν απ τις θέσεις του και σχεδόν τρέχοντας πήγαν στον πύργο της βιβλιοθήκης. Κατέβηκαν την στριφτή μεγάλη σκάλα και μετά από έναν διάδρομο μπήκαν στην βιβλιοθήκη. Η βιβλιοθήκη ήταν μια αίθουσα με πάρα πολλά βιβλία μερικά χαμηλά αναλόγια για να μπορεί κάποιος να γράψει ή να διαβάσει κάποιο βιβλίο και στο βάθος ένα μεγάλο τραπέζι με καρέκλες γύρο του. Ο βιβλιοθηκάριος που ήταν δίπλα στην πόρτα έκανε μια υπόκλιση με το κεφάλι του και έδειξε στο βάθος με το χέρι του. Στο τραπέζι πάνω από ένα βιβλίο όρθιοι ήταν οι έξι σοφοί και διάβαζαν. Όταν πήραν είδηση τον Μάρον και την Κάσια τραβηχτήκαν λίγο πίσω και αυτός που ήταν στο κέντρο ο γηραιότερος είπε. «Εδώ βρήκαμε» και σκύβοντας πάνω στο βιβλίο άρχισε να διαβάζει. «Ο Νάσιος (βασιλιάς της τότε εποχής) Κάλεσε για βοήθεια την γυναίκα που εξουσιάζει την πέτρα. Ήθελε με την δύναμη της να κάνει τις πέτρες να υπερασπιστούν το βασίλειο πρίν πέσει στους Τέργους (φυλή τεράτων της πεδιάδας). Εκείνη ήρθε μα αντί για να διώξει τους Τέργους από τα βράχια έφερε την πράσινη πέτρα. Έβαλε τότε την πράσινη πέτρα σε μεγάλο δισκοπότηρο και το τοποθέτησε στο υπόγειο του πύργου της σφαίρας. Διέταξε να ανοιχτούν τρύπες και ένα άσπρο πέπλο τύλιξε όλο το βασίλειο. Το άλλο πρωί οι Τέργοι δεν μπορούσαν να βρουν τον δρόμο για το βασίλειο και το πέπλο έμεινε στην ρίζα του βασιλείου. Από τώρα και έπειτα θα το ονομάζουμε το βασίλειο της ομίχλης». Ο Μάρον αμέσως ρώτησε «Ποια είναι αυτή η γυναίκα? Πως την κάλεσε και μπορούμε να την βρούμε και εμείς?» «Δεν ξέρουμε ακόμα θα ψάξουμε κι άλλο κάπου θα λέει για αυτήν» είπε ο σοφός κοιτώντας τα δύο αδέρφια «Ελπίζουμε να βρούμε γρήγορα και να υπάρχει ακόμα για να μας βοηθήσει». «Ψάξτε δεν έχουμε πολύ χρόνο ακόμα. Ίδη έχουν αρχίσει να φέρονται από κάτω τα βράχια». Και λέγοντας αυτά γύρισε να φύγει. Τον ακολούθησε και η Κάσια γυρνώντας και ευχαριστώντας πρώτα τους σοφούς. Η βροχή που έπεφτε όλη μέρα έκανε τους ανθρώπους να έχουν μια καταθλιπτική διάθεση. Η Αντζελίνα γύρισε από το σχολείο με τον πατέρα της χωρίς να έχει ιδιαίτερη χαρούμενη διάθεση. Μετά το μεσημεριανό πήγε στο σπιτάκι του παππού για να διαβάσει. Τον τελευταίο καιρό πέρναγε τις περισσότερες ώρες της σε αυτό, διάβαζε τα μαθήματά και όταν τελείωνε πέρναγε τις ώρες της μελετώντας ιστορίες από την συρταριέρα και μαθαίνοντας ευχές. Εκείνο το απόγευμα άναψε την μαντεμένια σόμπα του παππού και διάβαζε τα μαθήματά της όταν άκουσε έναν ανεπαίσθητο θόρυβο χωρίς να μπορεί να προσδιορίσει ούτε από πού ήταν ούτε τι θόρυβος ήταν. Περνώντας η ώρα τόσο ποιο πολύ άκουγε τον θόρυβο και συνειδητοποίησε ότι προέρχεται από την συρταριέρα. Πλησίασε την συρταριέρα και άνοιξε το συρτάρι με τα αντικείμενα. Ένα φώς πράσινο άρχισε να βγαίνει από μέσα. Ένα κλειδί φτιαγμένο από μπρούτζινο σύρμα είχε στο τέλος του δεμένη μια κωνική πράσινη πέτρα που λαμπίριζε. Το πήρε στο χέρι της και σκέφτηκε ότι ήταν ένα μήνυμα για κάποια αποστολή. Έπρεπε να ετοιμαστεί για να πάει, μάζεψε τα πράγματά της στο σακίδιό της, έβαλε μέσα και το κλειδί πήρε από την συρταριέρα το κουτί και είπε την ευχή. «ΚΑΜΠΟ ΣΑΜΠΟ ΡΙΜΕΣ ΡΑΛΙΑ ΛΙΜΟ». Ο Μάρον και η Κάσια μετά την βιβλιοθήκη ανέβηκαν στον πύργο στην αίθουσα των αποφάσεων οι σκέψεις του ήταν για το πώς ο τότε βασιλιάς κάλεσε την γυναίκα της πέτρας. Η Κάσια κάθισε σε μια από τις καρέκλες και είπε στον Μάρον «Ο αρχιφύλακας της σφαίρας κάλεσε την γυναίκα αλλά δεν γράφουν τα βιβλία πώς. Μάλλον γιατί τα βιβλία γράφτηκαν αφού είχε έρθει άρα μόνο εκείνος θα ήξερε πως να την καλέσει. Την ώρα της μάχη με τους Τέργους εκείνος πρέπει να ήταν μαζί με την σφαίρα όπως έπρεπε να κάνει. Από εκεί θα την κάλεσε ή από κάποιο άλλο κοντινό σημείο της σφαίρας. Πάμε να ψάξουμε?» Ο Μάρον συμφώνησε με την σκέψη της και ξεκίνησαν για την αίθουσα της σφαίρας Η αίθουσα της σφαίρας ήταν στο ψιλότερο σημείο του κεντρικού πύργου. Για να πάει κάποιος εκεί έπρεπε να ανέβει μια κυκλική σκάλα που γύρναγε εσωτερικά γύρο από τον πύργο. Η σφαίρα ήταν στο κέντρο της αίθουσας στην κορφή μιας πυραμίδας και λαμπύριζε με τα πανέμορφα χρώματά της. Τίποτα άλλο δεν υπήρχε μέσα γύρο στους τοίχους ψιλά κοντά στην οροφή τριγωνικές τρύπες για να περνά αέρας στην αίθουσα. Ο Μάρον και η Κάσια έψαξαν όλους τους τοίχους μήπως κάποιο κρυφό σημείο υπήρχε αλλά οι προσπάθειες τους έπεσαν στο κενό. Έλεγξαν τον χώρο όπως έπρεπε να κάνουν κάθε μέρα και κατέβηκαν πάλι την σκάλα. Έκλεισαν τη είσοδο της σκάλας και άφησαν τους δύο φρουρούς να την φυλάνε. «Τι μπορούμε να κάνουμε» αναρωτήθηκε η Κάσια. «Δεν βλέπω να μπορούμε κάτι να κάνουμε» είπε ο Μάρον «παρά μόνο να περιμένουμε τους σοφούς να βρουν την λύση. Πάμε να κάνουμε τον έλεγχο μας και στην πέτρα» είπε και ξεκίνησε για το χαμηλότερο σημείο του πύργου, ακολουθούμενος από την αδερφή του. Κατέβηκαν τις σκάλες για το δωμάτιο της πράσινης πέτρας. Παλιά αυτό το υπόγειο ήταν αποθήκη για την περιουσία του βασιλείου αλλά όταν βάλανε την πέτρα και σταμάτησαν οι πόλεμοι η αποθήκη όπως και η βιβλιοθήκη μεταφέρθηκε στον πύργο του στρατού μιας και στρατός δεν χρειαζόταν πια. Στον πύργο του στρατού μόνο οι λιγοστοί φρουροί έμεναν μαζί με τους σοφούς πλέων. Μπήκαν στην μεγάλη αποθήκη και πάνω σε μια κολόνα ήταν το δισκοπότηρο να αναβλύζει την ομίχλη, η οποία με την σειρά της χυνόταν στο πάτωμα και από εκεί μέσα από μικρές τρύπες σε όλο το βασίλειο. «Δεν έχουμε πολύ χρόνο» είπε ο Μάρον «ίσως θα πρέπει να ετοιμαζόμαστε για μάχες με τους Τέργους. Έχει μειωθεί πολύ η ομίχλη». Έκαναν έναν έλεγχο γύρο και ξεκίνησαν να φύγουν. Μόλις έκλεισαν την πόρτα πίσω τους η Κάσια σταμάτησε απότομα και έπιασε το χέρι του Μάρου. «Το δισκοπότηρο που βρέθηκε? Το έφερε η γυναίκα της πέτρας ή ήταν εδώ και αν ήταν εδώ από πού είχε έρθει τι άλλο ήταν μαζί του?». Ήταν μια αυθόρμητη σκέψη που είπε και τα μάτια του Μάρον που αμέσως κατάλαβε άνοιξαν διάπλατα. «Πάμε» είπε «οι σοφοί πρέπει να ψάξουν να το βρούν». Βγήκαν από τον πύργο και περνώντας το διάδρομο έφτασαν στον πύργο των σοφών. Μπήκαν στην αίθουσα της βιβλιοθήκης και βρήκαν τους σοφούς να είναι σκυμμένοι πάνω από βιβλία. Όταν είδαν τον Μάρον και την Κάσια σταμάτησαν το διάβασμα και μαζεύτηκαν προς το τραπέζι. Ο Μάρον άρχισε να τους εξηγεί την σκέψη που έκανε η Κάσια όταν τελείωσε τους ρώτησε «ξέρει κανείς που βρέθηκε το δισκοπότηρο?». Όλοι κοιτάχτηκαν μεταξύ τους κανείς δεν ήξερε τίποτα. Ο βιβλιοθηκάριος μόνο μίλησε από το βάθος της αίθουσας σκαρφαλωμένος πάνω σε μια σκάλα ψάχνοντας σε ένα ράφι «Αν μου επιτρέπετε» και χωρίς να περιμένει απάντηση συνέχισε «κάποτε όταν ταχτοποιούσα την βιβλιοθήκη έπεσε στα χέρια μου ένα μικρό βιβλίο που έγραφε απ έξω βιβλίο ευχών και είχε σκαλισμένη την εικόνα του δισκοπότηρου με ένα σπαθί αν θυμάμαι καλά». Συνέχισε να ψάχνει ενώ οι άλλοι τον κοίταζαν χωρίς να πουν τίποτα αλλά με την αγωνία τους να μεγαλώνει συνεχώς. «Το βρήκα αυτό είναι» είπε και κρατώντας ένα μικρό βιβλίο το σήκωσε ψιλά να το δουν όλοι, κατέβηκε γρήγορα την σκάλα την ώρα που οι υπόλοιποι έτρεξαν κοντά του να δουν. Το άρπαξε ο γηραιότερος από τους σοφούς και όλοι έσκυψαν να δουν μέχρι που πολλοί κουτούλισαν μεταξύ τους. Γρήγορα πήγαν στο τραπέζι και το ακούμπησε επάνω. Ήταν ένα μικρό σημειωματάριο με ξύλινο εξώφυλλο που επάνω του είχε σκαλισμένο ένα δισκοπότηρο και κάθετα πίσω του ένα σπαθί. Στην αρχή της λάμας ένα πετράδι φαινόταν να είναι καρφωμένο σαν να βλέπει και να προστατεύει το δισκοπότηρο. Άνοιξαν το βιβλίο και κοίταξαν τις ευχές ήταν όλες λέξεις χωρίς να καταλαβαίνουν τι λένε, προτάσεις χωρίς κανένα νόημα. Ο Μάρον είπε «Μάθετε τι λένε» και έφυγε για την αποθήκη του βασιλείου μαζί του πάντα η Κάσια. Στην αποθήκη μαζί με τον υπεύθυνο φύλακα άρχισαν να ψάχνουν για το σπαθί. Δεν άργησαν να το βρούν ήταν μαζί με άλλα όπλα σε μια κούτα το πήρε και ανέβηκε στην βιβλιοθήκη πάλι. Ακούμπησε το σπαθί πάνω στο τραπέζι και βάλθηκαν να διαβάζουν από το βιβλίο. Μάταια όμως τίποτα δεν γινόταν. Η Κάσια που ήταν στην άκρη του τραπεζιού άπλωσε το χέρι της και έπιασε το σπαθί για να το περιεργαστεί. Η πέτρα που ήταν στο σπαθί άρχισε με μιας να φωτίζετε μέχρι που έβγαλε ένα εκτυφλωτικό φώς και σταμάτησε. «Τι έκανες και άναψε» ρώτησε ο Μάρον Η Κάσια με έκπληξη στο πρόσωπο της κοίταξε γύρο και είπε «δεν ξέρω εγώ να το δώ ήθελα». «Ότι και να ήταν πάντως δείχνει να ενεργοποιήθηκε» είπε ο γηραιότερος από τους σοφούς «τώρα δεν έχουμε να κάνουμε κάτι άλλο παρά να περιμένουμε. Εμείς πάντως θα προσπαθήσουμε να διαβάσουμε και το βιβλίο». «Το σπαθί να το κρατήσουμε εδώ ασφαλές» και ο Μάρον γυρνώντας στον βιβλιοθηκάριο του είπε» βρες μια βάση να το βάλουμε και θα ενισχύσω και εδώ την φρουρά» και με αυτά τα λόγια βγήκε από την βιβλιοθήκη, ακολουθούμενος από την Κάσια που ακόμα δεν είχε ξεπεράσει το σοκ με το σπαθί. Στην άλλη μεριά του καθρέπτη ήταν ένα δάσος με μια λιμνούλα που ένα ποταμάκι λίμναζε τα νερά του πριν πάρει πάλι τον δρόμο του για να συνεχίσει το ταξίδι του μέχρι την πεδιάδα των βάλτων. Ένα βαρκάκι ήταν στην απέναντι όχθη και στο βάθος ένα κιόσκι λίγο ποιο ψηλά. Ακόμα ποιο πέρα πύργοι σκαρφαλωμένοι πάνω σε ψηλούς βράχους χαμένοι μέσα στην ομίχλη. Η Αντζελίνα πέρασε στην άλλη μεριά έκλεισε πάλι την είσοδο που ήταν ο κορμός ενός μεγάλου δέντρου και είπε την ευχή για να σταματήσει τον χρόνο στον κόσμο της. «ΤΙΜΕ ΣΤΑΜΠΟ» Πέρασε γύρο από την λιμνούλα και κατευθύνθηκε προς το κιόσκι. Όταν έφτασε στο κιόσκι η ομίχλη δεν την άφηνε να δει τον δρόμο για τους πύργους έτσι άρχισε να ψάχνει γύρο από το κιόσκι μήπως και με κάποιον άλλον τρόπο να μπορεί να πάει. Δεν έβρισκε κανέναν δρόμο τότε σκέφτηκε το μενταγιόν της το έπιασε στο χέρι της και αυτό έβγαλε ένα χαμηλό φώς τότε είδε ανάμεσα στα χόρτα κάτι κηλίδες λες και κάποιος είχε περάσει από εκεί με μπογιά και του είχε στάξει. Ακολούθησε τις σταγόνες μέχρι ποιο βαθειά στο δάσος όταν από μακριά άκουσε κάποιες κραυγές από ζώα. «Αυτό μου έλειπε τώρα» σκέφτηκε «δεν μπορώ να πάω κάπου που να μην έχει τέρατα ή ζώα» και συνέχισε να περπατά ακλουθώντας τις σταγόνες. Δεν είχε περπατήσει πολύ όταν τα μουγκρητά και οι κραυγές ακούστηκαν αρκετά κοντά. Γύρισε να δει από πού έρχονταν και όταν ξανακοίταξε για τις σταγόνες δεν ήταν εκεί. Έψαξε γύρο αλλά τίποτα. «τώρα που πάω» αναρωτήθηκε και σαστισμένη κοίταξε γύρο της αλλά δεν είδε κάπου που να μπορεί να κρυφτεί. «Να τρέξω στο δάσος μήπως και βρω κρυψώνα» σκέφτηκε και γύρισε να τρέξει. Τότε είδε ένα δέντρο να είναι εκεί που πρίν δεν ήταν μετά από μια μικρή ξύλινη γεφυρούλα που πέρναγε ένα ρυάκι και μετά το γεφυράκι πετρούλες να δείχνουν την πόρτα. «Καλά από που φύτρωσε αυτό» και πήγε στην πόρτα χτύπησε μήπως και της ανοίξει κάποιος αλλά τίποτα. Τα μουγκρητά και οι κραυγές ακούστηκαν λίγο πίσω της. Τότε θυμήθηκε το κλειδί το έβγαλε από το σακίδιό της και έψαξε για κλειδαριά αλλά δεν υπήρχε μόνο από την μια μεριά υπήρχε μια γυάλινη μπάλα. Πλησίασε το κλειδί και ή μπάλα φωτίστηκε πράσινη η πόρτα άνοιξε και εκείνη μπήκε μέσα γρήγορα και έκλεισε πίσω της την πόρτα. Από έξω ακούγονταν κραυγές και μουγκρητά τα ζώα ότι και αν ήταν είχαν φτάσει στο δέντρο μόλις είχε πρόλαβε και έλπιζε να μην μπορούσαν να μπουν. Μια σκάλα από ρίζες και κλαδιά ξεκινούσε από μπροστά της και ανέβαινε μέσα στον κορμό του δέντρου και εκείνη μην έχοντας αλλού να πάει ανέβηκε την σκάλα. Μετά από πολλά σκαλιά έφτασε σε ένα διάδρομο που τέλειωνε σε μια σκάλα που κατέβαινε τώρα αλλά λίγα σκαλιά αυτή την φορά και κατέληγε πάλι σε μια πόρτα. Άνοιξε την πόρτα σιγά με προσοχή μην ξερώντας τι θα συναντήσει και κοίταξε έξω. Ήταν στην ρίζα ενός δέντρου αλλά αυτή την φορά έβλεπε καθαρά χωρίς ομίχλη τους πύργους. Βγήκε από την πόρτα και την έκλεισε, λίγο ποιο μπροστά ξεκίναγε ένας διάδρομος που οδηγούσε σε έναν πύργο όταν έφτασε να τον περάσει είδε ότι ήταν γύρο του από κάτω η ομίχλη και ήταν σαν να περπατάς πάνω στ σύννεφα. Έφτασε στον πύργο αλλά δεν είδε κανέναν στην διαδρομή απορώντας που είχαν πάει όλοι «Δεν υπάρχει κανείς εδώ άραγε» σκέφτηκε αλλά αμέσως μετά είδε έναν άντρα με στολή να στέκετε μπροστά στην είσοδο του πύργου. Τον πλησίασε και ρώτησε «Συγνώμη που μπορώ να βρω τον άρχοντα του τόπου αυτού» ο άντρας σαστισμένος μιας και δεν περίμενε να δει κανέναν αρκέστηκε να σηκώσει το χέρι του και να δείξει έναν πύργο στο βάθος. Εκείνη δεν είπε τίποτα και ξεκίνησε να πάει στον πύργο περνώντας από άλλον έναν διάδρομο ανάμεσα στην ομίχλη. Δένε είχε καλά καλά φτάσει στην πόρτα του πύργο όταν από μέσα βγήκε ένα αγόρι και ένα κορίτσι που στην θέα της κοκάλωσαν σαν να έβλεπαν φάντασμα. «Συγνώμη» είπε πάλι η Αντζελίνα «πως θα μπορούσα να βρω τον άρχοντα των πύργων» Ο φύλακας πίσω από τα παιδιά έπιασε με τα δύο χέρια του ένα ακόντιο που βαστούσε και το έστρεψε προς την Αντζελίνα. «Δεν ήρθα σαν εχθρός» βιάστηκε να πει η Αντζελίνα. Τότε μόνο ο Μάρον ανήλθε από την έκπληξη και είπε «σε περιμέναμε γυναίκα της πέτρας. Παρακαλώ περάστε» και κάνοντας στην άκρη άφησε να περάσει η Αντζελίνα. Την οδήγησαν προς την αίθουσα των αποφάσεων και περνώντας από τον φρουρό είπε ο Μάρον «φωνάξτε τους σοφούς ήρθε η γυναίκα της πέτρας». Η Κάσια οδήγησε την Αντζελίνα στο μεγάλο τραπέζι και της έδειξε μια καρέκλα να καθίσει. Αμέσως μετά της είπε «Είμαι η Κάσια και από εδώ ο Μάρον αδερφός μου. Είμαστε οι φύλακες της σφαίρας. Εγώ μάλλον σε κάλεσα για να μας βοηθήσεις στο πρόβλημα που έχουμε». Η Αντζελίνα κοίταξε την Κάσια και μετά τον Μάρον και είπε αφού σηκώθηκε από την καρέκλα της. «Είμαι η Αντζελίνα. Δεν είμαι η γυναίκα της πέτρας αλλά η γυναίκα αυτή μου έχει δώσει την δύναμη του φωτός για να βοηθώ όποιων με καλεί. Δεν ξέρω κατά πόσο μπορώ να βοηθήσω στο πρόβλημά σας αλλά να ξέρετε ότι με την καθοδήγηση της γυναίκας θα προσπαθήσω για το καλύτερο». Πάλι είχαν μείνει άφωνα τα δυό παιδιά. Πρώτη ανήλθε η Κάσια «Καλός όρισες στο βασίλειο της ομίχλης. Παρακαλώ να περιμένουμε τους σοφούς μας για να σε ενημερώσουμε» και λέγοντας αυτά τραβήχτηκαν λίγο προς την πόρτα για να υποδεχτούν τους σοφούς. Η Αντζελίνα έμεινα να τους κοιτά αλλά κατάλαβε ότι τα μάτια της είχαν κολλήσει στο αγόρι ήταν πολύ όμορφος. Τα ίσια ξανθά μαλλιά του που έφταναν μέχρι τους ώμους του και το ίσιο κορμί του την έκαναν να νιώθει την καρδιά της να χτυπά. «Τι έπαθα, γιατί νιώθω έτσι» σκέφτηκε «δεν είναι ώρα να μου αρέσει κάποιος. Δεν μπορεί να γίνει Θα πρέπει να γυρίσω στον κόσμο μου. Δεν πρέπει να το αφήσω αυτό» είχε βυθιστεί στις σκέψεις της και δεν έβλεπε τους άλλους που είχαν μπει στην αίθουσα λες και ο μόνος εκεί μέσα ήταν το αγόρι. Τα παιδιά μαζί με τους σοφούς ήρθαν και κάθισαν στο τραπέζι και άρχισε ο γηραιότερος να της εξηγεί για την σφαίρα τις μάχες με τους Τέργους, για την γυναίκα και την ομίχλη. Η Αντζελίνα με προσοχή άκουσε όλα όσα της έλεγαν, στο τέλος σηκώθηκε και είπε. «Δεν είμαι η γυναίκα της πέτρας αλλά θα προσπαθήσω να βρω την πράσινη πέτρα για να βάλουμε πάλι στο δισκοπότηρο και να παραμείνει η ομίχλη. Θα ήθελα όμως να δώ το δισκοπότηρο, το σπαθί αλλά και την διαδρομή αν την έχουμε που πρέπει να πάω να φέρω την πέτρα». Η Κάσια έπιασε τον Μάρον να έχει αλλού το μυαλό του και τον σκούντησε. «Ναι» είπε ο Μάρον «θα σε συνοδέψω εγώ» και σηκώθηκε να πάει προς την Αντζελίνα. Αμέσως σηκώθηκε και η Κάσια κει περνώντας μπροστά από τον Μάρον είπε στην Αντζελίνα «Πιστεύω ότι καλύτερα είναι να ξεκουραστείς για λίγο και μετά θα πάμε όλοι μαζί. Εξ’ άλλου τώρα είναι αργά για να ξεκινήσεις αλλά θα πρέπει οι σοφοί να σου ετοιμάσουν ότι ξέρουμε για τον χάρτη». Και περνώντας το χέρι της στην πλάτη της Αντζελίνας της έδειξε να πάνε προς μία πόρτα στο βάθος του δωματίου. Η Κάσια συνόδεψε την Αντζελίνα σε ένα δωμάτιο του πύργου και την ενημέρωσε ότι θα στείλει να την συνοδέψουν για το γεύμα, μετά γύρισε και έφυγε. Το δωμάτιο ήταν πολύ όμορφο με ένα μεγάλο κρεβάτι, μια ντουλάπα που επάνω της ήταν σκαλισμένα δέντρα, ένα τραπεζάκι με καθρέπτη και μια καρεκλίτσα μπροστά του. Στη άλλη μεριά του δωματίου ένα έπιπλο που επάνω του είχε μια κανάτα με νερό και μια λεκανίτσα. Η Αντζελίνα έριξε λίγο νερό στο πρόσωπο της και μετά πήγε στο κρεβάτι, ξάπλωσε και άρχισε να σκέφτεται το τι έπρεπε να κάνει. Η σκέψη της μετά από λίγο πήγε στο αγόρι τον Μάρον και απόρησε με τον εαυτό της ήταν η πρώτη φορά στην ζωή της που σκεφτόταν τόσο πολύ ένα αγόρι. Η Κάσια κατέβηκε στην αίθουσα των αποφάσεων και τους βρήκε όλους ακόμα εκεί να συζητάνε πλησίασε και είπε «Αφού αυτή δε είναι η γυναίκα της πέτρας πώς μπορούμε να την εμπιστευτούμε ότι δεν έχει έρθει από κάπου για την σφαίρα?» όλοι την κοίταξαν με απορία κατάλαβαν ότι είχε δίκιο χωρίς να την ξέρουν ήταν έτοιμοι να τις δείξουν τα πάντα. Ο γηραιότερος από τους σοφούς σηκώθηκε και είπε «έχει δίκιο η Κάσια παρασυρθήκαμε από την αγωνία μας για την πράσινη πέτρα. Πιστεύω ότι μπορούμε να της δώσουμε χάρτη να πάει να φέρει πέτρα και αν την φέρει τότε μπορούμε να την εμπιστευτούμε». «Και θα την στείλουμε μόνη της στους Τέργους? Είναι σαν να την καταδικάζουμε « είπε ο Μάρον. «Αν είναι αυτή που λέει τότε δεν έχει να φοβηθεί τίποτα και θα τα καταφέρει» είπε η Κάσια και συμφώνησαν όλοι οι σοφοί. Οι σοφοί έφυγαν να πάνε να ετοιμάσουν τον χάρτη και τα δύο αδέρφια έμειναν μόνα τους στην αίθουσα τότε η Κάσια είπε στον Μάρον «Σου αρέσει αυτή η κοπέλα το κατάλαβα» Ο Μάρον κατέβασε το κεφάλι του λίγο και η Κάσια συνέχισε «Είναι όμορφη κοπέλα αλλά δεν πρέπει να παρασύρεσαι από την ομορφιά της. Δεν ξέρεις τίποτα για αυτήν. Αν είναι αυτό που λέει εγώ πρώτη θα την δεχτώ σαν αδερφή μου αν όχι εγώ θα την κυνηγήσω. Αυτό έχουμε ορκιστεί να κάνουμε και αυτό κάνει η οικογένεια μας εδώ και χρόνια». «Έχεις δίκιο» είπε ο Μάρον χωρίς να σηκώσει το κεφάλι του «παρασύρθηκα, Βλέπεις μπήκε στην ζωή μας τόσο απότομα που μπερδεύτηκα». Η Αντζελίνα είχε βυθιστεί στις σκέψεις της μέχρι που άρχισε να βυθίζετε σε έναν ήρεμο ύπνο όταν χτυπήματα στην πόρτα την έκαναν να πεταχτεί απότομα. «Παρακαλώ» είπε η πόρτα άνοιξε και εμφανίστηκε η Κάσια λέγοντας «Αγαπητή μου θα έρθεις για το γεύμα είναι έτοιμο» και γυρνώντας έκανε την Αντζελίνα να την ακολουθήσει. Το γεύμα ήταν λιτό κυρίως με φρούτα και καρπούς. Όταν έφαγαν η Κάσια πήρε την Αντζελίνα παραδίπλα σε ένα καθιστικό και κάθισαν παίρνοντας μαζί τους τα ποτήρια τους με ένα τοπικό χυμό. «Δεν ξέρουμε τίποτα για σένα και θα ήθελα να μην με παρεξηγήσεις αλλά θα ήθελα να μάθω πώς ήρθες ως εδώ?» Η Αντζελίνα της είπε για το κλειδί με την πέτρα και για την γυναίκα που της έδωσε το χάρισμα του φωτός χωρίς να της πει περισσότερα για τον καθρέπτη τις ευχές και τα άλλα παιδιά με χάρισμα. Μετά ρώτησε με την σειρά της για τους πύργους και τον λαό εδώ. Η Κάσια άρχισε να της λέει για τον λαό της. «Οι αρχαίοι του λαού της ζούσαν στην πεδιάδα των βάλτων τότε δεν ήταν βάλτοι αλλά είχαν συνέχεια πολέμους με τους Τέργους. Σε μια μάχη εκεί που ήταν σε πολύ δύσκολη θέση εμφανίστηκε ένα άντρας που εξουσίαζε το νερό και τους έσωσε. Είπε λοιπόν στον βασιλιά να πάρει τον λαό μας και να ανέβει στους ψιλούς βράχους εκεί θα μπορεί ο λαός μας να προστατευθεί από τους Τέργους. Πράγματι ανέβηκαν στους βράχους και τότε στον μεγάλο βράχο βρήκαν την σφαίρα. Ο άντρας τους είπε να την προστατεύουν από όλους και αυτή θα ισορροπεί τους κόσμους. Για πολλά χρόνια δεν είχαμε πρόβλημα με τους Τέργους μιας και δυσκολεύονταν να ανέβουν ως εδώ αλλά και είχε μείνει όλη την πεδιάδα για αυτούς. Με τα χρόνια η πεδιάδα έγινε βάλτος και οι Τέργοι έμαθαν για την σφαίρα και την δύναμη της. Έτσι άρχισαν να προσπαθούν να την πάρουν ξεκινώντας πάλι τους πολέμους. Πολλές μάχες γίνανε μέχρι που η Γυναίκα της πέτρας εμφανίστηκε και έφερε την πράσινη πέτρα την έβαλε στο δισκοπότηρο και η ομίχλη μας έκρυψε από τα μάτια των Τέργων. Μέχρι σήμερα που η πέτρα εξασθενεί και η ομίχλη χάνετε. Οι γονείς μας πήγαν προς αναζήτηση νέας πέτρας αλλά δεν γύρισαν και δεν μάθαμε τίποτα για την τύχη τους. Οι σοφοί βρήκαν κάποια κείμενα για την γυναίκα και ψάχνοντας βρήκαμε το σπαθί όταν το έπιασα φωτίστηκε μια πράσινη πέτρα που είχε επάνω του έτσι μάλλον σε καλέσαμε». Η Αντζελίνα κατάλαβε ότι δεν την εμπιστευόταν η Κάσια άλλωστε και εκείνη αυτό θα έκανε και έτσι τις είπε. «Αύριο το πρωί θα μου δείξετε τον δρόμο και θα προσπαθήσω να φέρω την πράσινη πέτρα έτσι θα έχετε την ομίχλη σας και δεν θα υπάρχει πρόβλημα. Δεν ξέρω αν θα πρέπει να την βάλω εγώ στην θέση της ή κάποιος άλλος αλλά αυτό θα το μάθουμε τότε». Και σηκώθηκε λέγοντας «θα μου επιτρέψεις να πάω να ξεκουραστώ αύριο έχω δύσκολο δρόμο». Η Κάσια συνόδεψε την Αντζελίνα μέχρι το δωμάτιο της και εκείνη ξάπλωσε στο κρεβάτι της και αποκοιμήθηκε αμέσως. Στην αίθουσα των αποφάσεων ο Μάρον καθόταν σκεφτικός όταν μπήκε η Κάσια και τον πλησίασε «Έφτιαξαν οι σοφοί τον χάρτη? Αύριο η Αντζελίνα πρέπει να τον έχει». Και κάθισε κοντά του «λες να τα καταφέρει να περάσει από τους Τέργους?» «Μήπως πρέπει να πάει κάποιος μαζί της για βοήθεια» μουρμούρισε ο Μάρον? Η Αντζελίνα ξύπνησε όταν ακόμα η νύχτα ήταν στο τέλος της. Σηκώθηκε από το κρεβάτι και έλεγξε τα πράγματα μέσα στο σακίδιο της το έκλεισε και ξεκίνησε να κατέβει στην αίθουσα των αποφάσεων. Στον διάδρομο συνάντησε έναν φρουρό που την συνόδεψε μέχρι την αίθουσα, που είδη είχαν μαζευτεί οι σοφοί αλλά και τα δύο αδέρφια που όλοι την υποδέχτηκαν καλημερίζοντας την. «Ο χάρτης είναι έτοιμος» είπε ο Μάρον «και σκεφτήκαμε μήπως θα έπρεπε να σε συνοδέψει κάποιος οι Τέργοι είναι αρκετά επικίνδυνοι για μία κοπέλα μόνη της» «Όχι δεν χρειάζεται» είπε η Αντζελίνα «δεν θέλω να κινδυνεύσει κανείς εκτός αυτού όταν είμαι μόνη μου θα μπορέσω να περάσω ποιο εύκολα από τους Τέργους άσε που δεν θα ξέρουν ότι πάω να βοηθήσω εσάς». Η Αντζελίνα πήρε τον χάρτη και τον κοίταξε έπρεπε να βγει από το κάτω δέντρο και να ακολουθήσει το ποταμάκι μέχρι το δέντρο της πέτρας στο δάσος του βάλτου. Από αυτό θα περάσει μέσα για να πάει στις υπόγειες πράσινες πέτρες. Μόνο αυτά έλεγαν τα παλιά βιβλία και αυτά δεν ήταν κατατοπιστικά αλλά ούτε αρκετά για να πάει μέχρι εκεί. Τίποτα δεν ήξερε για το μετά για τις υπόγειες στοές και την πράσινη πέτρα. Όταν όλα ήταν έτοιμα η Αντζελίνα ξεκίνησε από τον πύργο της σφαίρας να πάει προς το δέντρο με την πόρτα που οδηγούσε κάτω. Οι υπόλοιποι την συνόδευαν μέχρι την πόρτα όταν πίσω τους κάποιος ερχόταν τρέχοντας και φωνάζοντας. Ήταν ο βιβλιοθηκάριος όταν τους έφτασε είπε «Το σπαθί, το σπαθί φωτίζει η πέτρα του πάλι». Σταμάτησαν όλοι και κοιτάχτηκαν τι συνέβαινε γιατί η πέτρα φωτίστηκε μόνη της. «πάμε να δούμε» είπε ο Μάρον και μαζί με την Αντζελίνα ξεκίνησαν για την βιβλιοθήκη. Όταν μπήκαν μέσα το σπαθί δυνάμωσε το φώς του και μια ακτίνα πετάχτηκε και έπεσε στο μενταγιόν της Αντζελίνας που και αυτό φωτίστηκε με πράσινο φώς. Η Αντζελίνα προχώρησε και έπιασε το σπαθί που αμέσως έσβησε το φώς του. «Μάλλον θέλει να το πάρω μαζί μου, παρόλο που δεν ξέρων να το χειρίζομαι και ούτε πρόκειται να το χρησιμοποιήσω». Πήρε το σπαθί και χωρίς να πει τίποτα άλλο το έβαλε στο σακίδιό της και ξεκίνησε για το δέντρο. Η Αντζελίνα πέρασε την πόρτα του δέντρου και άρχισε να ανεβαίνει την σκάλα έφτασε στο πλατύσκαλο και κατέβηκε τα πολλά σκαλιά προς το έδαφος. Όταν έφτασε στην κάτω πόρτα ξεκλείδωσε με το κλειδί την πόρτα και την άνοιξε με προσοχή. Δεν ήξερε τι θα βρει από έξω. Για καλή της τύχει κανείς δεν ήταν έξω έτσι βγήκε και έκλεισε την πόρτα που αμέσως εξαφανίστηκε και έμεινε ένα απλό δέντρο. Προχώρησε προς το κιόσκι, από εκεί προχώρησε παράλληλα με το ποταμάκι για αρκετή ώρα όταν από μακριά ακούστηκαν κραυγές και μουγκρητά σαν να μάλωναν μεγάλα άγρια ζώα. Η Αντζελίνα πάγωσε για λίγο και όταν συνήρθε άρχισε να τρέχει ποιο γρήγορα. Δεν ήξερε πόσο μακριά ήταν το δέντρο της πέτρας ούτε πώς ήταν. Οι Τέργοι έφταναν όλο και ποιο κοντά της τώρα τους άκουγε γύρο της σε όλο το δάσος. Ο τρόμος την έκανε να ψάχνει κάπου να κρυφτεί είδε ένα δέντρο μεγάλο και έτρεξε κοντά του. Τα μάτια της κοίταγαν γύρο, σκιές έβλεπε μέσα στα δέντρα, ακουμπισμένη στο δέντρο ασυναίσθητα έπιασε το σπαθί από το σακίδιό της με το ένα χέρι της και με το άλλο το μενταγιόν της. Το δέντρο τραντάχτηκε και μια τρύπα άνοιξε στην πλευρά που ακούμπησε το σπαθί τρομαγμένη η Αντζελίνα μπήκε μέσα στην τρύπα και αυτή έκλεισε αμέσως αφήνοντάς την στο σκοτάδι του κορμού. Από έξω οι κραυγές ακούγονταν δυνατά Η Αντζελίνα κρατώντας ακόμα το σπαθί είχε κουρνιάσει σε μια άκρη και περίμενε. Το μενταγιόν της άρχισε να βγάζει το γαλάζιο φώς του και η Αντζελίνα τρομαγμένη ότι θα δουν το φώς οι Τέργοι το έσφιξε στην παλάμη της. «Μα τι κάνω αν ήταν να φαίνετε δεν θα άναβε» σκέφτηκε και ηρέμησε λίγο. Κοίταξε γύρο της ήταν ανάμεσα στις ρίζες του δέντρου λες και ο κορμός του ήταν μόνο από ρίζες. Κάθισε σε μία και περίμενε να ακούσει τους Τέργους να έχουν φύγει. Πέρασε πολύ ώρα μέχρι να μην ακούει πια τίποτα. Πήρε το σπαθί πάλι και το ακούμπησε δειλά στον κορμό. Αυτός άνοιξε και η τρύπα φάνηκε πάλι το φώς από το μενταγιόν της έσβησε και εκείνη δειλά κοίταξε έξω. Κανείς δεν φαινόταν και δεν ακούγονταν. Βγήκε από την τρύπα και κοίταξε το ήσυχο πλέων δάσος. Άρχισε να περπατά πάλι γρήγορα ακλουθώντας το ποταμάκι. Το δάσος γινόταν όλο και ποιο πυκνό και αδιαπέραστο συνάμα τρομαχτικό, όταν ξαφνικά το είδε. Ένα τεράστιο δέντρο ήταν μπροστά της ήταν πετρωμένο μέχρι ψιλά που ξεκίναγαν τα κλαδιά του. Η Αντζελίνα το πλησίασε και ακούμπησε το σπαθί στον κορμό, τίποτα δεν έγινε γύρισε γύρο από το δέντρο αλλά τίποτα δεν έδειχνε από κάπου να ανέβει ή να περάσει. «Τώρα τι κάνουμε» σκέφτηκε «πως μπορώ να ανέβω σε ένα πετρωμένο δέντρο» και βάλθηκε να κοιτά γύρο μήπως και καταλάβει τι πρέπει να κάνει. «Πετρωμένο δέντρο?» και αμέσως της ήρθε η λύσει έβγαλε το ραβδί της και είπε «ΚΑΜΠΟ ΣΑΜΠΟ ΡΙΜΕΣ ΡΑΛΙΑ ΛΙΜΟ». Αμέσως οι ρίζες του άρχισαν να κινούνται αριστερά και δεξιά και μια είσοδος φάνηκε μπροστά της. Η Αντζελίνα πέρασε μέσα και είπε πάλι την ευχή που πίσω της έκλεισε το πέρασμα. Μπροστά της ξεκίναγε ένα μονοπάτι σαν γέφυρα από ξύλινες σανίδες που πέρναγε ανάμεσε από τις ρίζες του δέντρου σαν τεράστιοι κορμοί, και κατηφόριζε σε ένα δαιδαλώδες διάδρομο. Το μενταγιόν την γέμισε τον χώρο με το γαλάζιο φώς του να φωτίζει την διαδρομή της. Η διαδρομή μεγάλη πέρναγε πάνω και κάτω από ρίζες μέχρι που το μονοπάτι κατέληγε σε μια κατηφορική πλαγιά που στο τέλος του ήταν μια πύλη από ξύλο. Η Αντζελίνα έφτασε στην πύλη και στάθηκε να θαυμάσει αυτό που έβλεπε. Μια αλάνα ήταν μπροστά της από αριστερά ένα ποταμάκι έριχνε τα νερά του σε μια λιμνούλα δεξιά μετά δύο καταρράκτες έκαναν μια είσοδο για το μισογκρεμισμένο κτίριο που ήταν μπροστά της. Ρίζες είχαν περάσει από τα ανοίγματα του κτιρίου που το έκαναν να φάνετε σαν τα δέντρα να το βαστάνε να μην σωριαστεί. Το κτίριο ήταν όλο καμάρες και στο βάθος φαινόταν μια μεγάλη είσοδος πάλι με καμάρες. «Κάποτε αυτό θα ήταν ένα από τα ανάκτορα της πράσινης πέτρας» σκέφτηκε και προχώρησε για την είσοδο. Πέρασε ανάμεσα από ρίζες και πέτρες και έφτασε στα σκαλιά που ήταν μπροστά από την είσοδο του κτιρίου. Μια μεγάλη πέτρινη πόρτα ήταν μπροστά της και ήταν κλιστεί. Η Αντζελίνα έψαξε για το πώς μπορεί να την ανοίξει αλλά μάταια δεν μπόρεσε, ακόμα και η ευχή για το πέρασμα από βράχους δεν έκανε τίποτα. Απελπισμένη έβγαλε το σακίδιό της και κάθισε σε έναν πεσμένο βράχο ήταν πολύ κουρασμένη και απογοητευμένη που είχε κωλύσει εδώ. Το πόδι της κούνησε τα χώματα μπροστά της και στο πάτωμα είδε σκαλισμένο κάποιο σχέδιο. Καθισμένη ακόμα στον βράχο με το πόδι της καθάρισε λίγο περισσότερο ήταν ένα πλατύ αλλά ρηχό χαντάκι και ποιο δίπλα μια άλλη γραμμή ποιο ψιλή. Σηκώθηκε από την πέτρα που καθόταν και με το πόδι της καθάριζε όλο και ποιο μεγάλη επιφάνια. Ήταν κάποιες γραμμές που πήγαιναν προς την πόρτα και έδειχναν ότι κάπου πριν από αυτήν θα ενώνονται μεταξύ τους. Η Αντζελίνα ακολούθησε τις γραμμές μέχρι εκεί που ενώνονταν εκεί η μεσαία και ποιο φαρδιά γραμμή που ήταν κάθετη προς την πόρτα ήταν μακρύτερη από τις άλλες. Στο τέλος της ένα σχήμα σαν σπαθί ήταν σκαλισμένο. Έβγαλε το σπαθί και το ακούμπησε κάτω μέσα στο χαντάκι. Το σπαθί ταίριαζε κανονικά και η πέτρα του άρχισε να βγάζει το πράσινο φώς της και η πόρτα να άνοιξε. Όταν άνοιξε καλά το φώς του σπαθιού έσβησε έτσι η Αντζελίνα το πήρε ξανά στο χέρι της και βιάστηκε να περάσει την πόρτα. Μια πόλη φανερώθηκε μπροστά της αλλά έρημη και μισόχαλασμένη. Ένας δρόμος ξεκίναγε μπροστά της με μισογκρεμισμένα κτίρια. Η Αντζελίνα προχώρησε τον άδειο δρόμο κοιτώντας πότε αριστερά και πότε δεξιά μήπως και δει που μπορούσε να καταλάβει που θα βρει την πράσινη πέτρα. «Τι είχε γίνει σε αυτήν την πόλη» που είναι οι κάτοικοι της γιατί την εγκατέλειψαν?» αναρωτήθηκε. Όταν έφτασε στην μέση του δρόμου παρατήρησε ότι μια αψίδα ένωνε δύο όμοια κτίρια που ήταν από τις δυό μεριές του δρόμου. Τα κτίρια αυτά ήταν μεγαλύτερα και ποιο καλοδιατηρημένα. Προχώρησε στο αριστερό και μπήκε στην πόρτα. Αγάλματα ήταν γύρο στους τοίχους τα περισσότερα πεσμένα και σπασμένα λες και ένας σεισμός τα είχε ρίξει από τις βάσεις τους. Στο τέλος του δωματίου ένα μεγάλο άγαλμα ενός άντρα με το ένα χέρι σπασμένο από ψιλά και στο άλλο να κρατά ένα κοντάρι που το τέλος του έλειπε. Στο πάτωμα μπροστά του ήταν πολλά μικρότερα κομμάτια του αγάλματος και μια σπασμένη πλάκα. Η Αντζελίνα την ένωσε πρόχειρα και διάβασε «Τιμάτε εαυτούς όπως τιμάτε αυτούς». Η Αντζελίνα γύρισε να βγει από το δωμάτιο πέρασε πάλι στον δρόμο και μπήκε στο απέναντι κτίριο που έμοιαζε με το προηγούμενο. Όταν πέρασε την πόρτα είδε ότι ήταν ολόιδιο με το απέναντι. Τα ίδια αγάλματα στο ίδιο σημείο. Και στο τέλος το άγαλμα του ίδιου άντρα αλλά το χέρι με την επιγραφή δεν ήταν σπασμένο. Έφτασε στην μέση του δωματίου και ενώ ήταν έτοιμη να φύγει είδε ότι η επιγραφή που κρατούσε το άγαλμα δεν έλεγε λέξεις αλλά είχε ένα σχέδιο. Πλησίασε και είδε ότι ήταν ένα σχέδιο της πόλης που εκτινόταν από την αρχή του κτιρίου έως και έξω από αυτό μέχρι ένα άλλο κτίριο που σε εκείνο το σημείο είχε σχεδιασμένο ένα αστέρι. «Εκεί πρέπει να είναι η πέτρα» σκέφτηκε και προσπάθησε να θυμάται τον χάρτη. Βγήκε από το κτίριο και κατευθύνθηκε προς την άλλη πόρτα που ήταν λίγο ανοιχτή. Πέρασε από αυτήν και βγήκε σε ένα βραχώδες μέρος που ένα μονοπάτι έκανε την διαδρομή του ανάμεσα στις πέτρες. Όταν προχώρησε αρκετά άκουσε από κάπου να πέφτει νερό «κάπου εδώ έχει καταρράκτη» είπε χαμηλόφωνα και συνέχισε τον δρόμο της μέχρι που έφτασε σε έναν γκρεμό. Ένας καταρράκτης έπεφτε από πολύ ψιλά μέσα στο φαράγγι. Στην απέναντι μεριά και χαμηλότερα ήταν ένα κτίριο χτισμένο μέσα στον βράχο και ένα γεφύρι πολύ ποιο κάτω από την μεριά που ήταν η Αντζελίνα. Σε πολλά σημεία πυρσοί ήταν αναμμένοι λες και κάποιος υπήρχε εκεί και τους είχε ανάψει για να φωτίσει το ανάκτορο της πράσινης πέτρας. Στα βράχια σκαλισμένα αγάλματα που κοιτούσαν την διαδρομή σε έκαναν να έχεις την εντύπωση ότι κάποιοι σε κοιτάνε και θα σου φωνάξουν ξαφνικά. Έψαξε πώς μπορούσε να πάει μέχρι το κτίριο ο μόνος δρόμος ήταν ένα μονοπάτι μαζί με σκαλιά σκαλισμένα τον γκρεμό. Η Αντζελίνα πάρα τον φόβο της άρχισε να κατεβαίνει το μονοπάτι που σε κάποια σημεία είχε διακλαδώσεις και έπρεπε να διαλέξει ποια διαδρομή να πάρει. Δυό φορές η διαδρομή που πήρε έβγαζε σε αδιέξοδο και έπρεπε να γυρίσει πίσω. Όταν τελικά έφτασε στο γεφύρι είδε ότι ήταν πολύ στενό το μυαλό της έλεγε να μην περάσει αλλά η καρδιά της και το πείσμα της την έκανε με τρεμάμενα πόδια να το περάσει. Όταν έφτασε στον προαύλιο χώρο μπροστά από το ανάκτορο της πράσινης πέτρας πέρασε τις κολόνες που ήταν η στήριξη του από επάνω βράχου και έφτασε σε τρείς πέτρινες πόρτες. Κάθε πόρτα είχε απάνω τη μία υποδοχή που μέσα την άναβε από μία φωτιά. Ποιο πάνω από τις φωτιές κάθε πόρτα είχε ένα σκαλισμένο σχέδιο. Η μεσαία είχε μία μπάλα με μια γραμμή στην μέση και ακτίνες να βγάνουν από το επάνω μισό της. Η δεξιά είχε έναν κάθετο οβάλ κύκλο που μια κάθετη γραμμή τον διαπερνούσε και έξεχε λίγο από κάθε πλευρά. Η αριστερή είχε ένα ημικύκλιο με την ίσια πλευρά του κάτω που από αυτό ακτίνες κατέβαιναν ποιο χαμηλά αλλά και μια κάθετη γραμμή από το επάνω μέρος του ημικύκλιου μέχρι κάτω από τις ακτίνες. Πάνω από τις πόρτες μια επιγραφή έγραφε «Με την σειρά το σκοτάδι να δεις το φως». Η Αντζελίνα διάβασε την επιγραφή και στάθηκε απορημένη τι έπρεπε να κάνει για να ανοίξει η πόρτα. «Με το σκοτάδι» είπε χαμηλόφωνα «να γίνει σκοτάδι, άρα να σβήσω τις φωτιές. Αλλά αν σβήσω τις φωτιές πως θα δω το φως? Μα την σειρά» αμέσως κατάλαβε τι έπρεπε να κάνει αν έσβηνε με την σειρά τις φωτιές θα άνοιγε η πόρτα για να δει το φως της πράσινης πέτρας. «Τώρα μάλιστα άντε να βρεις την σειρά» μουρμούρισε και έκανε λίγο πίσω για να σκεφτεί. Κουρασμένη όπως ήταν κάθισε στην άκρη σε μια πεσμένη πέτρα για να σκεφτεί ποια μπορεί να ήταν η σειρά. Δεν ήξερε αν θα έκανε λάθος αν θα είχε άλλη ευκαιρία. Δεν είχε περάσει πολύ ώρα όταν ένα ανεπαίσθητο ωραίο άρωμα έφτασε από κάπου κοντά να της γαργαλίσει την μύτη και τις αισθήσεις της. Κοίταξε γύρο και ποιο δίπλα στην άκρη του γκρεμού ένα πανέμορφο άσπρο λουλούδι ήταν ανθισμένο. Σηκώθηκε και πλησίασε τότε είδε ότι και άλλα τέτοια άνθη υπήρχαν στα βράχια. Ήταν ένα πανέμορφο άσπρο λαμπερό λουλούδι που τα φωτεινά μυτερά πέταλά του το έκαναν να λάμπει σαν ήλιος. Αμέσως της ήρθε η λύση για το τι πρέπει να κάνει για να ανοίξει την πόρτα. Πλησίασε τις πόρτες πρώτη έσβησε την φλόγα με τον οβάλ κύκλο το λουλούδι πριν ανθίσει μετά αυτό στο κέντρο με το λουλούδι ανθισμένο και τέλος την αριστερή με το λουλούδι μαραμένο. Αμέσως η μεσαία πόρτα άνοιξε και από μέσα ένα πράσινο φώς φάνηκε. Η Αντζελίνα μπήκε στην αίθουσα που φωτιζόταν από τις πράσινες πέτρες. Στο βάθος της αίθουσας υπήρχε ένα άγαλμα μιας γυναίκας μέσα σε μια αψίδα που έκαναν κορμοί δέντρων και ήταν με ανοιχτά τα χέρια. Στο αριστερό της χέρι βάσταγε μια πέτρα. Ένα δέντρο ήταν ποιο μπροστά και γύρο πράσινες πέτρες σκορπισμένες. Η πέτρα του σπαθιού φωτίστηκε και αυτή μαζί και του κλειδιού. Το μενταγιόν της Αντζελίνας έβγαλε μια ακτίνα που έπεσε στην πέτρα που κρατούσε η γυναίκα και το πράσινο φώς ήρθε από αυτήν να φωτίσει με το ίδιο χρώμα το μενταγιόν της που μια αντανάκλαση έπεσε πάνω σε μια από τις πέτρες στο πάτωμα. Η Αντζελίνα κατάλαβε ότι αυτή θα πρέπει να είναι η πέτρα που θα έπαιρνε, πλησίασε και την πήρε στα χέρια της. Το μενταγιόν σταμάτησε να φωτίζετε όπως και το σπαθί και το κλειδί. Την έβαλε μέσα στο σακίδιό της ευχαρίστησε την γυναίκα στο άγαλμα και βγήκε από την πόρτα που είχε έρθει. Μόλις βγήκε οι πόρτες έκλεισαν και οι φωτιές ξανάναψαν στις υποδοχές τους. Η Αντζελίνα πριν ξεκινήσει τον δρόμο του γυρισμού κοίταξε γύρο της στους ποιο μακρινούς βράχους παρόμοια κτίσματα που βρίσκονταν εκεί, και συλλογίστηκε πώς θα ήταν αυτός ο τόπος και οι κάτοικοι του στις καλές μέρες της πόλις. Πέρασε πάλι την γέφυρα και ακολούθησε το μονοπάτι για την κορφή του βράχου. Πήρε το μονοπάτι ανάμεσα στους βράχους μέχρι που έφτασε στην μισάνοικτη πόρτα και μπήκε στην πόλη που είχε δει τον χάρτη. Έφτασε στην πόρτα που την είχε ανοίξει ποιο πριν με το να βάλει το σπαθί στο σχέδιο αλλά ήταν κλιστεί. Έψαξε γύρο για κάποιο σχέδιο αλλά δεν είδε κανένα, τότε έψαξε για μυστικούς διακόπτες αλλά πάλι οι προσπάθειες της δεν είχαν καμιά τύχη. Άρχισε να ψάχνει γύρο στα άλλα δωμάτια ακόμα και σε αυτά που ήταν στο κέντρο και είχαν τα αγάλματα αλλά τίποτα καμία έξοδος. Είχε αρχίσει να πιστεύει ότι θα έμενε για πάντα εκεί όταν θυμήθηκε την επιγραφή από το πρώτο σπασμένο άγαλμα. «Τιμάτε εαυτούς όπως τιμάτε αυτούς» Μήπως αυτό της έδινε την λύση που έψαχνε αλλά ποιόν έπρεπε να τιμήσει δεν υπήρχαν άλλα αγάλματα και αυτά στα δωμάτια τα είχε δει ξανά. Άρχισε πάλι να περνά όλο τον χώρο και να κοιτά ποιο προσεκτικά για κάποιο σημάδι που θα της έδειχνε τον δρόμο. Έφτασε πάλι στην μισάνοιχτη πύλη και βγήκε έξω στο μονοπάτι με τα βράχια τίποτα πέρασε πάλι στην πόλη από την μισάνοιχτη πύλη και έμεινε να την παρατηρεί ήταν διαφορετική από αυτήν της άλλης μεριάς. Για να δει το σχέδιο της προσπάθησε να την κλίσει τραβώντας πότε το ένα μέρος της και πότε το άλλο. Όταν έφτασαν τα δύο φύλλα λίγο ποιο κοντά κατάλαβε ότι επάνω της έπεφτε μια σκιά που ήταν η δική της. Έψαξε ποιο προσεκτικά μπροστά στην πόρτα στο πάτωμα μήπως και είχε κάποιο σχέδιο. Το μόνο που έβλεπε ήταν ένα λακκουβάκι σε κάποιο σημείο όπως και άλλα σπασίματα από την κατολίσθηση, αλλά αυτό δεν ήταν σπάσιμο αλλά σημάδι. «Τιμάτε εαυτούς όπως τιμάτε αυτούς» Έβγαλε το σπαθί και έβαλε την μύτη του στο λακκουβάκι το κράτησε μπροστά της όρθιο αλλά τίποτα. «Τιμάτε εαυτούς» σκέφτηκε «οι ιππότες γονάτιζαν για να τιμήσουν κάποιον» και έβαλε το ένα γόνατό της στο πάτωμα. Η πόρτα έκλεισε με αρκετό θόρυβο και αμέσως ξανάνοιξε. Η Αντζελίνα είδε από το άνοιγμα γρασίδι και δέντρα σηκώθηκε και πλησίασε περισσότερο. Το βραχώδες μονοπάτι είχε χαθεί και μπροστά της ένα δάσος ανοιγόταν που ανάμεσα στα δέντρα του ένα ποταμάκι πήγαινε τα νερά του στην άκρη της μεριάς που ήταν η πόρτα. Κάθε δέντρο είχε επάνω του και μια πορτούλα που αν ήθελε η Αντζελίνα να περάσει αν δεν έσκυβε να έβρισκε το κεφάλι της. Προχώρησε στο γρασίδι και έφτασε στο πρώτο δέντρο που αμέσως η πόρτα του άνοιξε και ένα άνδρας εμφανίστηκε. Ήταν κοντύτερος από την Αντζελίνα με μεγάλα στρογγυλά μεγάλα μάτια και τα ρούχα του ήταν ωραία φτιαγμένα από φύλλα και φυτά του δάσους. Η Αντζελίνα είπε αμέσως «Καλημέρα, είμαι περαστική από τον τόπο σας και θα ήθελα να μιλήσω μα τον αρχηγό σας» «Αν δεν ήρθες για κακό καλός το έκανες. Αν ήρθες για κακό κακό που θα σου έρθει» είπε ο άντρας με βραχνή φωνή αλλά σαν να έλεγε ποίημα. «Όχι δεν ήρθα για κακό περαστική είμαι και χάθηκα» του απάντησε. Μέσα από την πόρτα και πίσω από τον άντρα κάποια κεφαλάκι κρυφοκοίταζαν για να την δουν. Ο άντρας έκλεισε την πόρτα και ξεκινώντας για μέσα στο δάσος της είπε «ο καλός καλό θα δει όταν πάει να κοιμηθεί ο κακός δεν θα μπορεί τα μάτια του να κλείσει» Η Αντζελίνα κατάλαβε ότι εδώ μιλούσαν με στιχάκια και ένα χαμόγελο χαράχτηκε στο πρόσωπό της. Προχώρησαν δίπλα στο ποταμάκι στο βάθος του δάσους. Από όλα τα δέντρα μισάνοιχτες πόρτες κοίταγαν την νεοφερμένη ξένη με περιέργεια. Έφτασαν σε ένα μικρό ξέφωτο ανάμεσα στα δέντρα που ήταν ένας άντρας πάλι κοντός αλλά φορούσε ποιο πολύ περιποιημένα ρούχα φτιαγμένα και αυτά από φύλλα και φυτά. Στο κεφάλι του φορούσε ένα στεφάνι από κλαδιά σκαλισμένο και διακοσμημένο και πολύχρωμες πετρούλες. «Καλημέρα» είπε κάνοντας μια μικρή υπόκλιση με το κεφάλι της «έρχομαι από την πόλη της πράσινης πέτρας και πάω στην πόλη της ομίχλης. Χάθηκε στην διαδρομή και βρέθηκα στα μέρη σας. Μήπως θα μπορούσατε να μου δείξετε τον δρόμο για την πόλη της ομίχλης» Ο νέος άντρας την κοίταξε για λίγη ώρα και είπε «Μιλάς περίεργα πολύ, μα πρώτα θέλω να μου πεις, της ομίχλης πως βρήκες το βουνό» «Η Κάσια με κάλεσε για να τους βοηθήσω, και εγώ ανταποκρίθηκα να μην τους δυσαρεστήσω». Είπα και εγώ το ποιηματάκι μου σκέφτηκε η Αντζελίνα. «Αν είναι έτσι έλα εδώ να ξαποστάσεις, και εγώ τον δρόμο θα σου πω πώς θα τον περάσεις» και ξεκίνησε για ένα μεγάλο δέντρο που ήταν εκεί δίπλα. Κάθισαν στα σκαλάκια μπροστά από το δέντρο γιατί η Αντζελίνα με δυσκολία θα χωρούσε στο δέντρο. Αμέσως από τα γύρο δέντρα εμφανίστηκαν πολλοί άλλοι κάτοικοι του χωριού, γυναίκες, παιδιά που μαζεύτηκαν γύρο τους. Μερικές γυναίκες έφεραν φρούτα και χυμούς και τους τοποθέτησαν σε μικρά τραπεζάκια μπροστά τους. Ο άντρας ήθελε να μάθει περισσότερα για την Αντζελίνα και εκείνη του περιέγραψε για το τι συνέβαινε στο βασίλειο της ομίχλης και το τι έκανε εκείνη για να σώσει την κατάσταση. Όταν τελείωσε ο άντρας σηκώθηκε από την θέση του και ρώτησε «Μια πράσινη πέτρα έχεις εσύ στο χέρι απ’ το ανάκτορο φερμένη?» Η Αντζελίνα τρομαγμένη φοβούμενη μήπως δεν έπρεπε να του πει τράβηξε κοντά της την τσάντα έβαλε μέσα το χέρι της και ανοίγοντας το κουτί που είχε έπιασε το ραβδί της. «Είναι κακό αυτό?» ρώτησε και ετοιμάστηκε για ότι μπορούσε να συμβεί. «Τιμή για μας, το χωριό γιορτάζει, το φώς της να δώσει, ζωή σε μας» Και γονάτισε μπροστά της, το ίδιο έκαναν όλοι οι γύρο. Η Αντζελίνα έβγαλε από την τσάντα της δειλά την πέτρα που φωτίστηκε αμέσως. Το φώς της απλώθηκε γύρο σαν σύννεφο και φώτισε όλο το δάσος. Στο δάσος ξαφνικά άρχισε να φυτρώνουν άνθη παντού γύρο και στα δέντρα να βγάνουν νέοι καρποί μέχρι που γέμισαν τα πάντα και το φώς της πέτρας σταμάτησε να λάμπει. Η Αντζελίνα έκπληκτη έβαλε πάλι την πέτρα μέσα στο σακίδιο της. Τότε μόνο σήκωσε το κεφάλι του ο άντρας μπροστά της και όλοι οι άλλοι μετά. Απορημένη η Αντζελίνα τον ρώτησε «γιατί έγινε αυτό» ο άντρας κάθισε πάλι δίπλα και της είπε την ιστορία τους. «Κάποτε κάποιοι κόσμοι ήταν ενωμένοι ο καθένας είχε και μια αποστολή να εκτελέσει για να είναι όλα αρμονικά. Κάποιοι όμως ήθελαν να εξουσιάζουν τους υπολοίπους και άρχισαν τις μάχες. Τότε οι για να σταματήσουν οι σκοτωμοί οι αρχηγοί των ειρηνικών κόσμων τους χώρισαν σε διαφορετικά επίπεδα και άφησαν μερικές πόρτες για να μπορούν εκείνοι να επικοινωνούν. Έφτιαξαν όμως την σφαίρα για να κρατά τους κόσμους σε αρμονία και την έδωσαν να την φυλά ο λαός της Σελίνας που ζει στο βασίλειο της ομίχλης. Στο βασίλειο της πράσινης πέτρας όπου έγινε και η μεγάλη μάχη έμειναν οι Λίνιοι και την κρατούσαν φυλαγμένη. Σήμερα λένε ότι σαν σκιές την φυλάνε ακόμα και μπορείς να πάς μόνο αν σε εγκρίνουν αυτοί και περάσεις από τις δοκιμασίες τους. Η πράσινη πέτρα είναι αυτή που δίνει ζωή στα δέντρα και φυτά για να κρατάνε αυτά τους κόσμους σταθερούς. Εσύ πρέπει να είσαι η εκλεκτή για να μπορέσεις να πάς μέχρι το ανάκτορο της πράσινης πέτρας και να γυρίσεις πίσω». Η Αντζελίνα άκουγε με προσοχή όσα της εξιστορούσε ό άντρας και όταν τελείωσε του είπε. «Δεν είμαι παρά μια απλή κοπέλα που προσπαθεί να βοηθήσει όποιον μπορεί». Όταν ξεκουράστηκε λίγο ακόμα ζήτησε να της δείξουν πώς θα πάει για το βασίλειο της ομίχλης. Ο Αντρός την συνόδεψε μέχρι το τέλος του χωριού των δέντρων και της έδειξε το μονοπάτι «Όταν θα βρεις στον δρόμο σου, το δέντρο που τα ξέρει όλα, εσύ με σοβαρότητα, απάντηση να δόσεις». Χαιρετήθηκαν και η Αντζελίνα ξεκίνησε το μονοπάτι που πέρναγε ανάμεσα από ένα ολάνθιστο όλο αρώματα δάσος. Μετά από ώρα είδε μπροστά της ένα δέντρο με μάτια. Μύτη και γένια. Όταν είδε την Αντζελίνα της είπε. «Μεταφέρεις ένα καλό και το πάς εκεί που αγαπάς» «Ναι πάω σε αυτούς που χρειάζονται αυτό που κουβαλώ» απάντησε η Αντζελίνα. «Αγαπάς και χρειάζονται τα έκανες όλα ένα, αλλά πρόσεχε μην μείνεις μόνο σε ένα» είπε πάλι το δέντρο και άνοιξε κάτω στα γένια του μια τρύπα που αέρας πέρναγε και συνέχισε «πέρνα για να πας, πάντα να βοηθάς». Και έκλεισε τα μάτια του. Η Αντζελίνα έσκυψε και μπήκε στην τρύπα που αμέσως βρέθηκε να βγαίνει από το δέντρο της πέτρας στο δάσος του βάλτου, Όταν έκανε μερικά βήματα άκουσε από μακριά φασαρία, μουγκρητά και κραυγές. Τρομαγμένη κρύφτηκε πίσω από ένα δέντρο «πρέπει να πάω στην είσοδο» σκέφτηκε και άρχισε προσεκτικά να ανεβαίνει παράλληλα με το ποταμάκι άλλοτε κρυμμένη πίσω από δέντρα άλλοτε σε θάμνους. Όταν έφτασε κοντά στο δέντρο για το βασίλειο της ομίχλης είδε ότι γύρο από αυτό και από τους βράχους είχαν μαζευτεί πολλοί Τέργοι που προσπαθούσαν να ανέβουν τα βράχια για το βασίλειο της ομίχλης και ότι η ομίχλη δεν υπήρχε σχεδόν καθόλου. Από το μέρος που ήταν η Αντζελίνα έβλεπε το δέντρο που θα πέρναγε για να ανεβεί στο βασίλειο αλλά δεν μπορούσε να πάει σε αυτό χωρίς να την δουν οι Τεργιοι που ήταν γύρο του. Έπρεπε κάτι να σκεφτεί για να τους τραβήξει την προσοχή και να μπορέσει να περάσει. Άνοιξε το σακίδιό της για να βρει το κλειδί να το έχει έτοιμο και είδε το σπαθί που η πέτρα του έκανε σαν νερά φωτός και της ήρθε η ιδέα για το πώς θα περάσει. Πέρασε στην μεριά που ήταν το δέντρο που είχε περάσει από τον καθρέπτη και κάρφωσε στο χώμα το σπαθί. Μετά πήγε από την άλλη μεριά της λιμνούλας και κρυφά πλησίασε όσο μπορούσε το δέντρο που θα πέρναγε για να ανεβεί στο βασίλειο της ομίχλης. Έβγαλε το ραβδί της και λέγοντας την ευχή του φωτός έστειλε μια ακτίνα στην πέτρα του σπαθιού. Η πέτρα του σπαθιού άρχισε να βγάζει ένα πράσινο φώς που όλο και ποιο δυνατό γινόταν μέχρι που άρχισε να φωτίζει όλο το δάσος. Οι Τέργιοι κοίταξαν το σπαθί και άρχισαν δειλά να πηγαίνουν προς τα εκεί για να πάρουν αυτό που βγάζει το φώς. Η Αντζελίνα σταμάτησε να ρίχνει την ακτίνα αλλά το σπαθί συνέχισε να δυναμώνει το φώς του. Όταν όλοι σχεδόν οι Τέργιοι είχαν την προσοχή τους στο σπαθί η πόρτα στο δέντρο φάνηκε και η Αντζελίνα έτρεξε με το κλειδί στο χέρι της προς την πόρτα. Ξεκλείδωσε και μπήκε μέσα την ώρα που έκλεινε την πόρτα το σπαθί έβγαλε μια εκτυφλωτική λάμψη που τύφλωσε όλους γύρο και χάθηκε. Η πόρτα είχε κλείσει πίσω από την Αντζελίνα που ακόμα έτρεμε από την αγωνία της. Άρχισε να ανεβαίνει τα σκαλιά σχεδόν τρέχοντας και έφτασε στην επάνω πόρτα βγήκε και είδε γύρο της τους λίγους φρουρούς του βασιλείου να την κοιτάν με τα ακόντιά τους τεντωμένα προς την πόρτα. «Εγώ είμαι» είπε « έφερα την πέτρα πάμε γρήγορα» και έτρεξε προς τον κεντρικό πύργο. Ο Μάρον και η Κάσια έτρεξαν προς αυτήν και την πήραν αγκαλιά «φοβηθήκαμε ότι είχες πάθει κάτι και δεν θα γύρναγες» είπε η Κάσια. Έτρεξαν όλοι μαζί στην υπόγεια αίθουσα που ήταν η παλιά πράσινη πέτρα και η Αντζελίνα έβγαλε την παλιά από το δισκοπότηρο και την ακούμπησε σιγά κάτω και πήρε την νέα από το σακίδιό της, την έβαλε στην θέση της και αμέσως αυτή έλαμψε και άρχισε να βγάζει ένα σύννεφο ομίχλης που χυνόταν στο πάτωμα και από εκεί έξω σε όλο το βασίλειο. Η Αντζελίνα πήρε από το πάτωμα που είχε ακουμπήσει την παλιά πέτρα και την έβαλε σε μία άκρη της αίθουσας σαν να ήταν ακόμα ενεργή. «πρέπει να τιμούμε ότι μας δίνετε κι ας μην το έχουμε ανάγκη» είπε και ξεκίνησε να βγει από το δωμάτιο. Ο Μάρον και η Κάσια ακολούθησαν την Αντζελίνα στην αίθουσα των αποφάσεων και οι σοφοί που ήταν ίδει εκεί περίμεναν να μιλήσουν με την Αντζελίνα. Ο γηραιότερος σοφός έκανε μια υπόκλιση μπροστά της και ακολούθησαν και οι υπόλοιποι. «Κυρία μας τιμήσατε με την βοήθειά σας. Σας είμαστε ευγνώμονες για ότι κάνατε. Θα θέλαμε αν μπορούσατε να μας πείτε για το ταξίδι σας για να τα γράψουμε στα βιβλία μας». Ο Μάρον τον διέκοψε «Καλύτερα να πάει να ξεκουραστεί και αύριο αν θέλει μπορεί να μας πει για την περιπέτεια της». Η Κάσια πριν μιλήσει η Αντζελίνα την ακούμπησε ελαφριά στην πλάτη και της είπε «από εδώ έλα αγαπητή μου» και ξεκίνησε να την πάει στο δωμάτιο που της είχε προσφέρει όταν είχε πρωτοέρθει. Η Αντζελίνα ήταν πολύ κουρασμένη για να αντισταθεί και έτσι ακολούθησε χωρία να πει τίποτα. Όταν μπήκαν στο δωμάτιο η Κάσια της είπε «ξεκουράσου τώρα και όταν είσαι κατεβαίνεις θα σε περιμένουμε για να σε τιμήσουμε όπως σου αξίζει» έκλεισε την πόρτα και έφυγε αφήνοντας την Αντζελίνα μόνη της. Η Αντζελίνα άφησε το σακίδιό της στην άκρη και πήγε στη κανάτα με νερό και έπλυνε το πρόσωπο της στην λεκανίτσα, μετά πήγε στο κρεβάτι και ξάπλωσε. Ο ύπνος ήρθε να την πάρει στην αγκαλιά του αμέσως. Στο όνειρο της πέρασε από ένα σύννεφο με σκόρπιες εικόνες από τα μέρει που πέρασε και που μερικές φορές η εικόνα του Μάρον πέρναγε από μπροστά της. Οι Τέργιοί είδαν το πράσινο φώς να βγαίνει από το σπαθί και ήθελαν όλοι να το πάρουν για να έχουν την δύναμη που φαντάστηκαν ότι θα είχε. Όταν έφτασαν κοντά του μια εκρηκτική λάμψη βγήκε από το σπαθί που τους τύφλωσε για αρκετή ώρα. Όταν συνήρθαν άρχισαν να τσακώνονται μεταξύ τους για το ποιος πήρε το σπαθί που είχε ως τότε εξαφανιστεί. Έτσι ξέχασαν για λίγο τον λόγο που ήταν εκεί. Όταν μετά από λίγο η ομίχλη είχε σκεπάσει τους βράχους και έτσι δεν μπορούσαν να δούν το βασίλειο της ομίχλης. Συνέχισαν να τσακώνονται και απομακρύνθηκαν από εκεί πηγαίνοντας προς την πεδιάδα των βάλτων. Όταν η Αντζελίνα ξύπνησε η νέα μέρα μόλις είχε αρχίσει την διαδρομή της στο βασίλειο της ομίχλης. Σηκώθηκε από το κρεβάτι έπλυνε λίγο τα χέρια της και το πρόσωπο της και βγαίνοντας από το δωμάτιο πήγε προς την αίθουσα των αποφάσεων. Ο Μάρον έκανε τον συνηθισμένο έλεγχο στην σφαίρα και την πράσινη πέτρα και γύρισε στην αίθουσα των αποφάσεων. Η Κάσια ήταν εκεί καθισμένη στο μεγάλο τραπέζι. «Καλημέρα Κάσια» της είπε «Η Αντζελίνα δεν ξύπνησε ακόμα?» «Όχι» απάντησε η Κάσια «θα είναι πολύ κουρασμένη φαίνετε, όταν κατέβει θα μας πεί τι πέρασε και θα καταλάβουμε. Πρέπει να καταγράψουμε την διαδρομή για το αν χρειαστεί ξανά, που ελπίζω να μην γίνει ποτέ». Η Αντζελίνα μπήκε στην αίθουσα των αποφάσεων και βρήκε τα δύο παιδιά να κάθονται στο μεγάλο τραπέζι. Τους καλημέρισε και κάθισε μαζί τους. Ένας άντρας έφερε φρούτα και χυμό για να φάνε πρωινό και βγαίνοντας από την αίθουσα έκανε άκρη για να μπουν οι σοφοί που μόλις είχαν φτάσει από τον πύργο τις βιβλιοθήκης. Καλημερίστηκαν και κάθισαν στο τραπέζι. Ο γηραιότερος από αυτούς ρώτησε την Αντζελίνα αν ήταν αρκετά ξεκούραστη για να τους πει για την περιπέτεια της. Η Αντζελίνα άρχισε την διήγηση της περιγράφοντας την διαδρομή της. Οι σοφοί κράταγαν σημειώσεις για την διαδρομή και όταν τελείωσε την ιστορία της για το ταξίδι η Αντζελίνα η Κάσια την ρώτησε. «Μήπως συνάντησες πουθενά τους γονείς μας ή κάτι που θα σού έλεγε ότι μπορεί να πέρασαν από κάποιο μέρος?». Η Αντζελίνα χαμηλώνοντας την φωνή της απάντησε αρνητικά «Όχι δυστυχώς πουθενά δεν βρήκα κάτι που να μου δείχνει ότι πέρασαν από εκεί αλλά Αφού δεν είχαν το σπαθί δεν θα μπορούσαν να περάσουν στην άλλη αίθουσα» τότε θυμήθηκε ότι το σπαθί είχε μείνει κάτω στους Τέργους έτσι αν το χρειάζονταν ξανά δεν θα το είχαν. «συγνώμη για την απώλεια του αλλά δεν θα μπορούσα να περάσω αλλιώς και μπορεί η πράσινη πέτρα να έπεφτε στα χέρια τους. Ο Μάρον σηκώθηκε και είπε «Αρκετά κύριοι μάθαμε τώρα είναι ώρα να την ξεναγήσουμε στο βασίλειό μας» οι σοφοί έφυγαν και ο Μάρον είπε στη Αντζελίνα να πάνε μαζί για τον έλεγχο και να της δείξει την σφαίρα. Ξεκίνησαν αφήνοντας πίσω την Κάσια που με ένα πονηρό χαμόγελο τους κοίταζε να βγάνουν από την πόρτα της αίθουσας. Στην αρχή ανέβηκαν στο δωμάτιο της σφαίρας που η Αντζελίνα δεν είχε δει και που έμεινε κατάπληκτη με τις πολλές αποχρώσεις που έκαναν τα φωτεινά νερά της. «Είναι πανέμορφή» είπε « δεν περίμενα ότι θα ήταν έτσι πραγματικά σε σαγηνεύουν τα χρώματά της». Μετά κατέβηκαν για να πάνε στην αίθουσα της πράσινης πέτρας για να δούν αν είναι εντάξει. Όταν μπήκαν στην αίθουσα η πράσινη πέτρα έβγαζε την ομίχλη της. Οι δύο τους έμειναν έκπληκτοι όταν είδαν την παλιά πέτρα που είχε αφήσει στην άκρη η Αντζελίνα να είναι επάνω της καρφωμένο το σπαθί. «Γύρισε» είπε η Αντζελίνα «Το σπαθί γύρισε εδώ, δεν το πήραν οι Τέργοι». Ο Μάρον πλησίασε και έπιασε το σπαθί που ήταν χωμένο μέσα βαθιά στην πέτρα. «ήρθε κοντά στο δισκοπότηρο» είπε «ελπίζω ότι δεν θα το χρειαστούμε για πολλά χρόνια. Τώρα είμαι περισσότερο ήσυχος με αυτό». Ανέβηκαν στην αίθουσα των αποφάσεων να πουν τα νέα στην Κάσια που πήγε με την σειρά της να ενημερώσει τους σοφούς. Ο Μάρον είπε στην Αντζελίνα ότι ήθελε να της δείξει ακόμα ένα μέρος στο βασίλειο που ήταν το αγαπημένο του. Φυσικά η Αντζελίνα δέχτηκε δεν έβλεπε τον λόγο να μην περάσει λίγη ώρα μαζί του. Βγήκαν από τον πύργο της σφαίρας και κατευθύνθηκαν αντίθετα από το δέντρο που ήρθε. Πέρασαν ένα μονοπάτι και βρέθηκαν στον βράχο που ήταν ο πύργος των τροφίμων. Ήταν αρκετά μεγάλος βράχος με ποτάμι που ένας καταρράκτης του έστελνε τα νερά του. Πολλά σπαρμένα χωράφια και γύρο δέντρα που έδιναν τους καρπούς τους στο βασίλειο. Ο Μάρον της έδειξε ένα φρούτο που έβγαινε από ένα μικρό δεντράκι και ήταν στρογγυλό με ψιλή φλούδα. Έκοψε ένα και πήρε από έναν αγρότη που ήταν εκεί ένα μαχαίρι έβγαλε την φλούδα και της είπε. «Αυτό είναι το φρούτο της ζωής βγαίνει εδώ μόνο σε αυτά τα δέντρα αλλά δεν ζουν πολλά χρόνια και θεραπεύει πολλές ασθένειες όταν το φας». Η Αντζελίνα το δοκίμασε είχε πολύ ωραία γλυκιά γεύση και ήταν αρκετά ζουμερό. Μετά γύρισαν στον κεντρικό βράχο και πήγαν στην βιβλιοθήκη η Αντζελίνα ήθελε να δεί το βιβλιαράκι που στο εξώφυλλο του ήταν το σπαθί και το δισκοπότηρο. Όταν το έπιασε στα χέρια της κατάλαβε ότι ήταν ευχές για να μπορεί εκείνη να τις διαβάσει έτσι ζήτησε να καθίσει να το αντιγράψει. Οι σοφοί προθυμοποιήθηκαν να της το ετοιμάσουν εκείνοι ώστε να συνεχίσει την βόλτα της και να το πάρει φεύγοντας. Έτσι με τον Μάρον πήραν μια άλλη διαδρομή. Έφτασαν στον βράχο των τεχνών ήταν ποιο ψηλά από τους άλλους και είχε πάνω του δύο λοφάκια απ όπου ανέβλυζαν οι πηγές που τροφοδοτούσαν με νερό τους άλλους βράχους. Όλος ο βράχος ήταν γεμάτος με παρτέρια που είχαν λουλούδια και γύρο άνθρωπο που ήταν μουσικοί, ζωγράφοι, ποιητές όλοι ασχολούνταν με ότι έκαναν. Ο Μάρον σταμάτησε σε έναν ζωγράφο που τους χαιρέτισε και του είπε «μπορείς να ζωγραφίσεις την δεσποινίδα» εκείνος έγνεψε καταφατικά και έδειξε ένα σημείο να σταθεί η Αντζελίνα πήρε τα χρώματά του και σε ελάχιστο χρόνο είχε κάνει το πορτρέτο της. Η Αντζελίνα είχε μείνει κατάπληκτη απ’ την δαυλιά του. Ο Μάρον τον παρακάλεσε να το στείλει στον πύργο της σφαίρας και είπε στην Αντζελίνα «Έλα πάμε να δεις το σημείο που μου αρέσει να κάθομαι». Έπιασε το χέρι της και προχώρηση εκείνη δεν τράβηξε το χέρι της απορώντας με τον εαυτό της για αυτό. Πέρασαν μεγάλο μέρος του βράχου και έφτασαν στην μια άκρη του. Ένα μπαλκόνι ήταν φτιαγμένο σε αυτό το σημείο, στην άκρη του λουλούδια και κλαδιά έκαναν ένα καρεκλάκι ώστε να μπορεί κανείς να φτάσει άκρια χωρίς να έχει φόβο να πέσει από κάτω. Από το μπαλκονάκι έβλεπες όλη την πεδιάδα από κάτω με τα ποτάμια και τα δέντρα. Στο βάθος ένα βουνό λίγο ποιο ψιλό από τον λόφο. Δεξιά και λίγο χαμηλότερα ήταν ένας άλλος βράχος που ένας καταρράκτης από τον βράχο των τεχνών έριχνε τα νερά του με δύναμη κάνοντας να πετιέται ένα πέπλο νερού και να παίρνει ότι χρώμα μπορούσες να φανταστείς. Η Αντζελίνα είχε μείνει να κοιτά με θαυμασμό όλα αυτά όταν κατάλαβε ότι ο Μάρον ήταν πίσω της και την είχε πιάσει αγκαλιά. «Δεν είναι πανέμορφα» της είπε? Εκείνη ήθελε να φύγει από την αγκαλιά του αλλά δεν το έκανε απλά απάντησε «είναι πολύ ωραία» και έμεινε στην αγκαλιά του να θαυμάζει το τοπίο. Ο Μάρον την γύρισε προς το μέρος του. Σήκωσε το δεξί χέρι του και το έφερε στο πρόσωπο της Αντζελίνας λέγοντας «είσαι πολύ όμορφη θα ήθελα να έμενες μαζί μας.». Η Αντζελίνα απότομα ανήλθε θυμήθηκε την ιστορία με την γυναίκα του βράχου που είχε αγαπήσει τον νεαρό τότε και το πώς κατέληξαν και τραβήχτηκε ποιο πίσω λέγοντας. «Ο τόπος σας είναι πολύ όμορφος και εσύ το ίδιο θα ήθελα αν μπορούσα να μείνω. Είμαι από άλλο κόσμο και έχω και μια αποστολή δεν μπορώ να αφήσω στον κόσμο μου τους δικούς μου ανθρώπους ούτε να σταματήσω να ακούω την γυναίκα που μου έδωσε το χάρισμα. Δεν θα μου είναι εύκολο να σας αφήσω για αυτό σε παρακαλώ μην το κάνεις δυσκολότερο». Γύρισε πάλι προς την έξω πλευρά και εκείνος χωρίς να πεί τίποτα την πήρα πάλι αγκαλιά. Έμειναν εκεί για αρκετή ώρα έτσι αγκαλιασμένοι. Η Κάσια ετοίμασε κάποια πράγματα για την Αντζελίνα για να την ευχαριστήσει για ότι έκανε ήταν ένα πέτρινο στρογγυλό μενταγιόν με το βασίλειο της ομίχλης σε μικρογραφία και τον πίνακα με το πορτρέτο της που είχε φτάσει από τον πύργο των τεχνών και το αντίγραφο από το βιβλιαράκι των ευχών. Όταν ήρθε η ώρα να φύγει πήγαν όλοι μαζί της ως το δέντρο εκεί αγκαλιάστηκαν για να χαιρετηθούν και η Αντζελίνα συγκινημένη είπε. «Σας εύχομαι να μην έχετε ξανά άλλο πρόβλημα και να ξέρετε ότι θα σας θυμάμαι πάντα με αγάπη. Ίσως μια μέρα ο δρόμος μου να με ξαναφέρει εδώ» γύρισε και έφυγε χωρίς να περιμένει από τους άλλους να πουν τίποτα. Πέρασε την πόρτα στο δέντρο και ανέβηκε τα λίγα σκαλιά μετά το πλατύσκαλο άρχισε να κατεβαίνει. Ήθελε να γυρίσει πίσω αλλά το μυαλό της, της έλεγε ότι δεν θα ήταν σωστό και μόνο προβλήματα θα έφερνε αυτό. Έφτασε στην κάτω πόρτα την άνοιξε με προσοχή και κοίταξε έξω δεν ήταν κανείς έτσι βγήκε και κατευθύνθηκε προς το κιόσκι, από εκεί πέρασε στην απέναντι όχθη της λίμνης και έβγαλε το ραβδί της. Είπε την ευχή και άνοιξε το πέρασμα για το σπιτάκι του παππού ήταν έτοιμη να περάσει όταν είδε ότι μέσα στο σπιτάκι οι φλόγες από το Τζαμάκι στην μαντεμένια σόμπα ήταν ακούνητες και θυμήθηκε ότι είχε σταματήσει τον χρόνο. «ΤΙΜΕ ΞΕΜΠΟ» είπε αμέσως και ο χρόνος άρχισε πάλι να κυλά στο σπιτάκι του παππού «τι θα πάθαινα» σκέφτηκε «πρέπει κάτι να κάνω για την άλλη φορά που θα σταματήσω τον χρόνο μην τον ξεχάσω». Πέρασε μέσα και έκλεισε πίσω της το πέρασμα. Έβγαλε από το σακίδιο της τις σημειώσεις με τις ευχές που τις είχαν δώσει και ανοίγοντας την συρταριέρα τις έβαλε μέσα. Μετά έβαλε και το κουτί με το ραβδί και ετοιμάστηκε να βάλει το μενταγιόν. «Αυτό θα κάνω για να μην ξεχνώ τον χρόνο αλλά και τους φίλους μου» σκέφτηκε αλλά περισσότερο εννοούσε τον Μάρον. Πήρε λοιπόν το μενταγιόν που της είχε δώσει η Κάσια και το κρέμασε με ένα σπάγκο από ψιλά λίγο ποιο μπροστά από τον καθρέπτη. «Κάθε φορά θα το κουνάω έτσι που όταν έχω σταματήσει τον χρόνο θα το βλέπω ακίνητο και θα θυμάμαι». Έκλεισε την συρταριέρα και κάθισε στο τραπέζι που ήταν τα βιβλία του σχολείου. «Άντε τώρα μετά από αυτά να διαβάσω για να μάθω υα μάθημα στον (κουρκούτι)» έτσι έλεγαν κοροϊδευτικά τον καθηγητή της στο σχολείο. Έσκυψε πάνω στο βιβλίο της και βυθίστηκε στις εικόνες που είχε δεί. By chrismad Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Recommended Posts
Join the conversation
You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.