Jump to content

Στο στόμα του ατμού


Recommended Posts

Όνομα Συγγραφέα: Αλέκος Κοάν
Είδος: steampunk 
Βία; λίγο
Σεξ; μπα
Αριθμός Λέξεων: 5714
Αυτοτελής; Ναι
Σχόλια: Πρόσφατα ανακάλυψα σαν είδος το steampunk και μου άρεσε πολύ σαν ιδέα, γι' αυτό και αποφάσισα να κάνω μια προσπάθεια. Γενικά πιστεύω ότι κινείται σε κλασσικά steampunk μοτίβα, αλλά θέλω και τη γνώμη σας. Επίσης, εκτός από κριτική, αν θέλετε προτείνετε μου και κανα βιβλίο, καμιά ανθολογία, τίποτα τέτοιο.

Επίσης, για τον τίτλο δεν έχω καταλήξει, αυτός είναι προσωρινός. Αν έχετε καμιά πρόταση και γι' αυτό, καλοδεχούμενη.

Το ανεβάζω και σαν αρχείο και στη φόρμα.

*****

Ο Χάρης άνοιξε τη βαριά ξύλινη εξώπορτα του διαμερίσματος νούμερο τέσσερα, στον 13ο όροφο, και προχώρησε μέσα στο μικροσκοπικό δωμάτιο που ονόμαζε σπίτι. Έβγαλε βιαστικά τις μπότες του και την καφέ του φόρμα και, αφού τεντώθηκε για να ξεπιαστεί, περπάτησε ως το μπρούτζινο κουτί στη γωνία. Γύρισε τη βαλβίδα στο πάνω μέρος κατά 120 μοίρες, και μετά τράβηξε τον μικρό κόκκινο μοχλό. Ενάμισι λεπτό αργότερο ακούστηκε το ‘ΤΙΝΚ!’ Άνοιξε το κουτί κι έβγαλε από μέσα την κονσέρβα με τη σούπα του. Κούρδισε το ηλεκτρικό ανοιχτήρι, το άφησε προσεκτικά πάνω στο καπάκι κι εκείνο έμπηξε τα μυτερά δόντια του στο μέταλο και έκανε μια πλήρη περιστροφή. Η κονσέρβα άνοιξε. Ο Χάρης καταβρόχθησε την καυτή σούπα λαίμαργα μέσα σε λίγα κλάσματα του δευτερολέπτου.

 Μετά γδύθηκε κι έμεινε μόνο με το σώβρακο, κούρδισε το ξυπνητήρι του και ξάπλωσε στο κρεβάτι. Ο ύπνος φυσικά θα αργούσε πολύ να έρθει, και την αυριανή θα ξύπναγε πάλι με δυσκολία και, λογικά, θα καθυστερούσε πάλι μερικά λεπτά να πάει στη δουλειά. Έχωσε το κεφάλι του κάτω απ’ τα σκεπάσματα και δάγκωσε τα χείλη του. Όσο περνούσανε οι μέρες τόσο πιο πολύ σκεφτόταν ότι είχε κάνει λάθος, ότι δεν έπρεπε να χει έρθει ποτέ σ’ αυτήν την πόλη.

 Από τη μια ναι, όλα ήταν εξασφαλισμένα εδώ πέρα. Είχε τη δουλειά του, τα λεφτά του, το σπιτάκι του, το φαϊ του, όλα, και κυρίως, είχε αρκετά χρήματα για να μπορεί να στέλνει μερικά πίσω στην πατρίδα, στη μάνα του και τις αδερφές του που τα χανε ανάγκη. Αλλά πέρα απ’ αυτά; Πέρα απ’ τα λεφτά και τις βασικές του ανάγκες; Ξεσκιζότανε όλη τη μέρα στη δουλειά, δώδεκα ώρες στην ίδια λωρίδα, και δούλευε και δούλευε και τίποτ’ άλλο δεν έκανε. Ούτε χρόνος για χαλάρωση, ούτε για να πάει μια βόλτα, να πίει ένα ποτό, τίποτα. 

 Κι αυτή η δουλειά, όσο τη σκεφτότανε τόσο πιο πολύ τη σιχαινότανε. Εργοστάσιο παραγωγής βζιτρόιν σου λέει. Τι είναι τα βζιτρόιν δεν ήξερε. Κανείς δεν πρέπει να ήξερε, ούτε καν οι αρχιμηχανικοί του εργοστασίου. Η περιγραφή έλεγε πως είναι κάτι εξαιρετικά χρήσιμο για το γραφείο και το σπίτι, μα η αλήθεια είναι ότι ακόμα και οι μεγαλοαστοί που τ’ αγοράζανε (γιατί μόνο μεγαλοαστοί το αγοράζανε) το είχανε σαν διακοσμητικό για το σαλόνι τους. Ήταν ένα περίεργο πράμμα, κυλινδρικό, με μπρούτζινη βάση και ξύλινο λαιμό, και δυο μοχλούς, στα δεξιά κι αριστερά, που όσο κι αν τους τράβαγες τίποτα δε γινόταν - γενικά έμοιαζε λίγο σαν κηροπήγιο. Ο Χάρης δούλευε στη λωρίδα με τους ξύλινους λαιμούς, τους σκάλιζε. Δηλαδή όχι αυτός, αλλά το τεράστιο μηχάνημα πάνω απ’ το κεφάλι του που χειριζότανε. Δεν ήταν δύσκολη δουλειά, αλλά σίγουρα η πιο βαρετή και χρονοβόρα απ’ όλες. Όλη μέρα, κάθε μέρα, το ίδιο πράμα. Στρίψιμο βαλβίδας κατα 90 μοίρες, τράβηγμα πρώτου μοχλού προς τα κάτω, τράβηγμα δεύτερου μοχλού, το μηχάνημα σκάλιζε το ξύλο, στρίψιμο βαλβίδας πάλι στο μηδέν, τράβηγμα των δύο μοχλών προς τα πάνω, τράβηγμα τρίτου μοχλού, κίνηση λωρίδας, νέο ακατέργαστο ξύλο και πάλι απ’ την αρχή. Θέε μου!

 Φυσικά, η κατάσταση πίσω στην πατρίδα δεν ήτανε καλύτερη, το αντίθετο. Πείνα, φτώχια, εξαθλίωση, πόλεμος, τίποτα δεν πήγαινε καλά. Τον πατέρα του, όπως και τους περισσότερους άντρες στο νησί, τον είχανε στείλει στο μέτωπο, κι είχαν ν’ ακούσουν νέα του πάνω από δυο χρόνια. Τη μέρα τους, μάνα, γιός και κόρες, την περνούσανε στα άγονα χωράφια, όπου παλεύαν ώρες για να βγάλουν μερικούς καρπούς που ίσα ίσα τους φτάνανε για δυο-τρεις μέρες. Μαζί με τα άλλα αγόρια του χωριού, ο Χάρης έτρεχε στη θάλασσα και με αυτοσχέδια καλάμια προσπαθούσε να πιάσει κανά ψάρι - και όποτε τα κατάφερνε στο σπίτι του γινότανε γιορτή. Η εκβιομηνάχιση δεν είχε φτάσει ποτέ πίσω στην πατρίδα, και, απ’ ότι είχε ακούσει, ακόμα και στις μεγάλες πόλεις ο κόσμος πέθαινε απ’ την πείνα. Μα και πάλι, θυμότανε τον εαυτό του πιο ευτυχισμένο, θυμότανε να τρέχει στα βουνά και να κυνηγιέται με τους φίλους του, να πειράζει τα κορίτσια στο σχολείο, θυμότανε την γαλάζια θάλασσα να χτυπάει πάνω στα βράχια τις φουρτουνιασμένες μέρες, τον ουρανό να είναι μπλε, κι όχι κόκκινος όπως ήταν κάθε μέρα εδώ, σ’ αυτήν την τερατώδη πόλη. Η αλήθεια είναι, πάντως, πως όσο περνούσε ο καιρός τόσο θόλωναν οι αναμνήσεις. Όλες τους πλέον ήταν θαμπές, κι ενώ θυμόταν πως η θάλασσα ήταν γαλάζια, πια δεν ήταν σίγουρος για το πως μοιάζει αυτό το χρώμα, το γαλάζιο. Πίστευε πως γι’ αυτό ευθυνόταν το νερό - ή ό,τι ήταν τέλοσπαντων αυτό το πυκτό, άσπρο υγρό που έβγαινε απ’ τη βρύση...

 

 

ώρα ήταν 8 και τέταρτο, κι ο Χάρης έπρεπε ήδη να έχει αρχίσει τη δουλειά στο εργοστάσιο. Το ξυπνητήρι είχε πάει πάλι μια ώρα μπροστά. Μα τι σκατά είχε πάθει αυτό το ξυπνητήρι; Μήπως είχε αλλάξει η ώρα; Ουφ, ποτέ δε μπόρεσε να το καταλάβει αυτό το έθιμο. Μια φορά το χρόνο λέει, το χειμώνα, το ρολόι έπρεπε να πηγαίνει μια ώρα πίσω. Μα που διάολο χρησιμεύει αυτό; Γιατί; Κι επίσης οι εποχές ήταν όλες ίδιες, δε μπορούσες να ξεχωρίσεις χειμώνα από καλοκαίρι, γι’ αυτό κι ο Χάρης πάντα μπερδευότανε. Να κοιτάξω το ημερολόγιο όταν γυρίσω, σκέφτηκε. Φόρεσε τα ρούχα, τη φόρμα, το παλτό και τις μπότες του κι έγινε καπνός. Έτρεξε γρήγορα στους άδειους, βρώμικους δρόμους, κατέβηκε τις σκάλες κι έφτασε στην υπόγεια αποβάθρα, πήδηξε στο βαγόνι του πρώτου τραίνου που εμφανίστηκε μετά από λίγο και στάθηκε στην πόρτα, μιας και το εργοστάσιο ήταν μόνο μια στάση μακριά. Κατέβηκε στο πρώτο υπόγειο του εργοστασίου κι ανέβηκε στον πρώτο όροφο. Πήγε να χτυπήσει την κάρτα του, κι εκεί τον περίμενε ο προϊστάμενος. 

 “H.Η.30-1145, το γνωρίζεις ότι είσαι καθυστερημένος κατά 18 ακριβώς λεπτά;” 

 “Ναι, κύριε Tζ.Φ.01-34243, το γνωρίζω, κάτι έχει πάθει το ξυπνητήρι μου.”

 “Είναι η τρίτη φορά που καθυστερείς, σε τρεις συνεχόμενες μέρες!”

 “Ναι, το ξέρω, αλλά...”

 “Την πρώτη σε δικαιολόγησα, τη δεύτερη σε προειδοποίησα, μα την τρίτη δε θα ξεφυγείς. Θα πας αμέσως στη λωρίδα σου ν’ αρχίσεις δουλειά, κι εγώ θα πάω να ενημερώσω τον διευθυντή.”

 “Μάλιστα, κύριε.”

 Ο Χάρης προχώρησε με βαριά βήματα στο βάθος του αχανούς διαδρόμου, που ‘τανε γεμάτος με λωρίδες και με ανθρώπους που δεν είχαν ποτέ χρόνο να πουν ένα γειά ή ένα καλημέρα, ως τη λωρίδα του. Έβγαλε το παλτό του και κάθησε στην καρέκλα, κάτω απ’ το μηχάνημα. Κατέβασε τον ακριανό μοχλό και μπροστά του σύρθηκε αργά ένα κούτσουρο. Άρχισε τη δουλειά. Το μηχάνημα κατέβαζε τις δυο χρυσές δαγκάνες του και με προσοχή σκάλιζε το ξύλο ομοιόμορφα, το μετέτρεπε σ’ ένα κυλινδρικό πράμα. Χάρης απλά κουνούσε τα ακροδαχτυλά του, γύριζε τη βαλβίδα κι ανεβοκατέβαζε τους μοχλούς. 

 Έπρεπε να το χε καταλάβει, έπρεπε να το ξερε απ’ την πρώτη στιγμή. Κι ας μην ήξερε τίποτα για τις μηχανές, έπρεπε να το χε φανταστεί. Έπρεπε εκείνες τις νύχτες, τότε στο ιπτάμενο πλοίο του ξενιτέματος, έπρεπε να το βλεπε. Τα μάτια του είχαν δει τις λωρίδες στα μαγειρία, είχαν δει τους μουτζουρωμένους εργάτες που φτύναν τα πνευμόνια τους από το βήχα έξω απ’ τα φουγάρα. Το είχε δει, έπρεπε να το χε καταλάβει. Ότι γίνεται σ’ αυτόν τον κόσμο γίνεται εις βάρος κάτι άλλου. Όλα έχουν ένα τίμημα, ένα αντάλλαγμα. Τίποτα δε γίνεται δωρεάν. Και φυσικά οι μηχανές - κυρίως οι μηχανές - αυτές ζητάν τα περισσότερα. Το αντάλλαγμα τους είναι πολύ ακριβό, είναι ο ιδρώτας και ο μόχθος εκατοντάδων ζωντανών ανθρώπων. Αυτές οι μηχανές ήταν που χαν ρουφήξει τη χαρά από τα πρόσωπα εκείνων στο πλοίο, των μαγείρων, των εργατών. Έπρεπε να το χε καταλάβει.

 Mα τα μυαλά του του τα χε πάρει κείνο το πλοίο. Και τι πλοίο ήτανε! Απίστευτο! Τεράστιο, θα χώραγε μέσα ίσα με τρεις χιλιάδες ανθρώπους! Ψηλό σαν το ψηλότερο βουνό του νησιού! Γερό σα βράχος, κι όμως επέπλεε στο νερό και πετούσε στον αέρα σα φτερό! Σα να μην είχε βάρος. Κι εκείνα τα κατάρτια που φτάνανε ως τον ουρανό, και τα πανιά που ταν μεγάλα σα νησιά ολόκληρα! Και τα φουγάρα, που σαν τέρατα απλωνόντουσαν μέχρι τ’ αστέρια και αφήναν πίσω τους μαύρα σύννεφα, πιο πηχτά απ’ τον καπνό, πιο τρομακτικά από τα σύννεφα της καταιγίδας, που κι όμως δε ρίχναν ούτε σταλιά νερό! Ήταν πραγματικά απίστευτο κείνο το κατασκεύασμα. Ειδικά αν σκεφτείς πως ο Χάρης, κι άλλοι τρεις συγχωριανοί του, γυρνούσανε το πέλαγο κοντά ένα μήνα σε μια μπαλωμένη ψαρόβαρκα για να φτάσουν στο μεγάλο λιμάνι της πρωτεύουσας. Το θέαμα ήταν σίγουρα εκπληκτικό. 

 “Η.Η.30-1145!” ακούστηκε η φωνή εκείνου του ρουφιάνου, του προϊστάμενουαπό το βάθος του διαδρόμου.

 “Μάλιστα!” απάντησε ο Χάρης.

 “Έλα εδώ αμέσως!”

 Ο Χάρης έτρεξε προς το μέρος του. “Σε θέλει ο διευθυντής,” είπε ο προϊστάμενος και γύρισε την πλάτη κι έφυγε.

 O Χάρης περπάτησε ως τη γυριστή, σιδερένια σκάλα και, αφού πήρε μια βαθιά ανάσα, άρχισε να ανεβαίνει. Τα γραφεία των διευθυντών βρίσκονταν στον ένατο όροφο, και απαγορευόταν στους εργάτες να πάρουν το ασανσέρ. Θεέ μου, σκεφτότανε λαχανιασμένος, μπορεί να μην είχαμε ασανσέρ πίσω στην πατρίδα, αλλά ποτέ μου δε χρειάστηκε να ανέβω τόσες σκάλες. Έφτασε και προχώρησε στο γυμνό διάδρομο, τέταρτη πόρτα αριστέρα, αριθμός 9Η, τοκ-τοκ. 

 “Παρακαλώ,” ακούστηκε μια ξύλινη φωνή από μέσα. Ο Χάρης άνοιξε και μπήκε. Ο διευθυντής καθότανε σε μια τεράστια καρέκλα πίσω από ένα ακόμα πιο τεράστιο γραφείο, κι ήταν πολύ γέρος και ξερακιανός, ασπρομάλλης μ’ ένα γκρίζο, χοντρό μουστάκι. Φορούσε ένα ακριβό φράκο, ένα ημίψηλο, μαύρο καπέλο και στο μάτι του είχε στερεωμένο καλά ένα μονόκλ. 

 “Με ζητήσατε, κύριε διευθυντά;” ρώτησε δειλά ο Χάρης.

 Είσαι ο Η.Η.30-1145;”

 “Μάλιστα.”

 “Χμμ, κάθισε.”

 Ο Χάρης κάθισε στην αναπαυτική, δερμάτινη πολυθρόνα κι ο διευθυντής συνέχισε.

 “Ξέρεις, αγαπητέ Η.Η.30-1145, ο προϊστάμενος σου με ενημέρωσε για κάποια περιστατικά αργοπορίας...”

 “Ναι κύριε διευθυντά, αλήθεια είναι.”

 “Θες να μου μιλήσεις γι’ αυτό;”

 “Δεν έχω καλή δικαιολογία, κύριε διευθυντά. Κάτι έχει πάθει το ξυπνητήρι μου, δεν ξέρω τι. Και μπερδεύομαι και με την αλλαγή της ώρας, κύριε, δεν το είχαμε αυτό πίσω στην πατρίδα μου.”

 “Χμμ, μάλιστα, μάλιστα... Ο προϊστάμενος πάντως μου είπε πως δεν είναι η πρώτη φορά που συμβαίνει, αλλά η τρίτη συνεχομένη! Αληθεύει αυτό;”

 “Ναι.”

 “Και τρεις μέρες στη σειρά, δε βρήκες λίγο χρόνο να φτιάξεις το ξυπνητήρι σου και να καταλάβεις ότι η ώρα άλλαξε;”

 “Έχετε δίκιο, κύριε διευθυντά.”

 “Το ξέρω ότι έχω δίκιο... Και δεν είναι μόνον αυτό, Η.Η.30--1145. Γεγονός είναι επίσης ότι η παραγωγικότητα σου έχει μειωθεί πολύ τον τελευταίο μήνα. Παράγεις λίγο παραπάνω απ’ τα μισά βζιτρόιν απ’ ότι παρήγαγες τον Οκτώβριο.”

 “Συγγνώμη.”

 “Δε θέλω τη συγγνώμη σου, θέλω να μου πεις το γιατί συμβαίνει αυτό.”

 “Πραγμάτικα δεν ξέρω, κύριε διευθυντά.”

 “Δεν ξέρεις... Μάλιστα... Πες μου, Η.Η.30-1145, αν ήσουν εσύ στη θέση μου, τι θα έκανες;”

 “Δεν ξέρω... Ίσως να μου έδινα άλλη μια ευκαιρία.”

 “Άλλη μια ευκαιρία, ε; Αυτό θα έκανες στη θέση μου;”

 “Πιστεύω πως ναι.”

 “Χμμ, μάλιστα... Εντάξει λοιπόν, θα σου δώσω άλλη μια ευκαιρία.”

 “Αλήθεια, κύριε διευθυντά;”

 “Ναι, αλήθεια, αλλά...”

 “Ω, σας ευχαριστώ, σας ευχαριστώ πολύ!”

 “Περίμενε, δεν τελείωσα. Θα σου δώσω άλλη μια ευκαιρία, αλλά όχι στη γραμμή παραγωγής. Θα σε μεταφέρω στο τμήμα των μηχανικών.”

 “Πώς; Μα εγώ δεν έχω ιδέα από μηχανικά!”

 “Μην ανησυχείς, θα είσαι ένας απλός βοηθός. Απλά θα κάνεις ό,τι σου λέει ο προϊστάμενος σου. Οι αποδοχές σου θα μειωθούν βέβαια, αλλά αν αποδείξεις την αξία σου θα σε προβιβάσω πάλι στο τμήμα της παραγωγής.”

 “Εντάξει, το δέχομαι.”

 “Καλώς. Το λοιπόν, πρώτα πρέπει να γίνουν κάποιες γραφειοκρατικές διαδικασίες. Θα πάρεις ρεπό για την υπόλοιπη μέρα και θα πας αμέσως στο Κεντρικό Κτήριο Δημοσίων Υπηρεσιών, στον δυτικό τομέα Β. Θα τους παραδώσεις αυτά τα δυο έγγραφα που θα σου δώσω σε λίγο, αφού τα υπογράψεις, και θα σε καθοδηγήσουν αυτοί για το τι πρέπει να κάνεις. Αύριο το πρωί, στις επτά και σαράντα ακριβώς, θα έρθεις πάλι εδώ και θα μου παραδώσεις τα απαραίτητα χαρτιά. Και μετά θα ξεκινήσεις την καινούρια σου δουλειά.”

 “Εντάξει.” 

 Ο διευθυντής έβγαλε απ’ το συρτάρι τα δύο έγγραφα, τα υπέγραψε και τα έδωσε στο Χάρη. 

 “Υπέγραψε εδώ κι εδώ. Ωραία. Τώρα εξαφανίσου, και μην τυχόν και δεν τα έχεις όλα έτοιμα μέχρι αύριο γιατί θα σε απολύσω. Αυτή είναι η τελευταία σου ευκαιρία.”

 “Μάλιστα, κύριε διευθυντά. Φεύγω.”

 

 

 Το Κεντρικό Κτήριο Δημοσίων Υπηρεσιών. Η απόλυτη φρίκη! Η πόλη χωριζόταν σε πέντε κυκλικούς τομείς, πέντε ομόκεντρους κύκλους. Στον πρώτο, το κέντρο δηλαδή, βρισκόταν το Κτήριο της Διοίκησης, και γύρω του απλωνότανε και περικύκλωνε σαν τείχος το Κεντρικό Κτήριο Δημοσίων ΥπηρεσιώνΤο Κτήριο της Διοίκησης δεν το χε δει ποτέ κανείς, αφού ήταν εντελώς αποκλεισμένο και υπήρχε μόνο μια πρόσβαση, μια πόρτα στον βόρειο τομέα του ΚΚΔΥ η οποία φυλασσόταν από τέσσερα γιγαντιαία ρομπότ που δεν αφήνανε κανέναν να περάσει - κι επίσης, στην πίσω μεριά του ΚΚΔΥ δεν υπήρχανε παράθυρα. 

 Στο δεύτερο κύκλο ήταν τα σπίτια των μεγαλοαστών. Ιδιοκτήτες εργοστασίων, τραπεζίτες, διευθυντές και μεγαλοστελέχη, όλοι αυτοί. Στον τρίτο ήταν οι διάφοροι δημόσιοι υπάλληλοι και κάποιοι μικρομαγαζάτορες, στον τέταρτο οι υψηλά ιστάμενοι των εργοστασίων (όπως ο πρώην προϊστάμενος του Χάρη, ο Τζ.Φ.01-34243), και στον πέμπτο ήταν φυσικά όλοι οι εργάτες σαν τον Χάρη και τα εργοστάσια. 

 Το ΚΚΔΥ ήταν ένα τεράστιο, κόκκινο κτήριο φτιαγμένο από τούβλο. Αχανές, ένας πραγματικός λαβύρινθος, κι αν δεν ήξερες που ακριβώς να πας ήταν σίγουρο πως θα χανόσουν στους διαδρόμους του. Χωριζότανε σε τέσσερις τομείς, τον βόρειο, το νότιο, τον ανατολικό και το δυτικό, και κάθε τομέας χωριζόταν σε τέσσερις υποτομείς, για τη διευκόλυνση των πολιτών. Συνολικά το κτήριο είχε 24 ορόφους, αλλά μόνον οι 23 χρησιμοποιούνταν και ο 24ος ήταν μόνιμα κλειστός. Μέσα στο ΚΚΔΥ υπήρχαν όλες οι δημόσιες υπηρεσίες, φορολογικές, ασφαλιστικές κλπ, καθώς και τα κεντρικά γραφεία της αστυνομίας, του στρατού, της πυροσβεστικής, το ταχυδρομείο και τα δυο δημόσια νοσοκομεία - ένα στον ανατολικό και ένα στο δυτικό τομέα. Γενικά τα πάντα σχετικά με το δημόσιο βρίσκονταν σ’ αυτό το κτήριο. 

 Δυτικός τομέας Β. Ο Χάρης έσπρωξε την σιδερένια πόρτα και προχώρησε προς το γραφείο πληροφοριών. Ήταν η τρίτη φορά στη ζωή του που ερχότανε σ’ αυτό το κτήριο. Η πρώτη ήταν όταν είχε πρωτομεταναστεύσει σ’ αυτήν την πόλη, και η δεύτερη όταν τον προσέλαβαν στο εργοστάσιο. Ο λεπτοκαμωμένος υπάλληλος στο γραφείο ήταν προσηλωμένος στην τηλεοθόνη του στα δεξιά, και ταυτόχρονα με το αριστερό του χέρι, που ήταν συνδεδεμένο με τον εγκεφαλο του με κάτι παράξενα πολύχρωμα καλώδια που στις άκρες τους μοιάζαν με απλά αυτοκόλλητα, έγραφε κάποιο κείμενο στη γραφομηχανή.

 “Καλημέρα,” είπε ο Χάρης, “είμαι εδώ για...”

 “Σας παρακαλώ κύριε, μα σας παρακαλώ, δε βλέπετε ότι είμαι απασχολημένος; Ένα λεπτό δώστε μου, ένα λεπτό!” τσίριξε ο υπάλληλος.

 “Καλά, θα περιμένω απ’ έξω.”

 “Ε όχι, τώρα θα κατσέτε εδώ, σκατά τα κανα! Να μην αφήσουμε έναν άνθρωπο να δουλέψει με την ησυχία του, όχι, να ρθουμε μέσα, να τον διακόψουμε, να του πούμε τη μαλακία μας ίσα ίσα να χάσει τη συγκεντρωσή του και να διαλύσει όλα! Σκατά!”

 “Εντάξει κύριε, συγγνώμη, δεν ήξερα.”

 “Τι δεν ήξερες ρε φίλε; Να άνοιγες τα μάτια σου και να βλεπες!”

 “Καλά, συγγνώμη.”

 “Καλά, καλά, άντε, συγχωρεμένος. Πες μου.”

 “Ναι, λοιπόν, με στείλανε απ’ το εργοστάσιο της Βζιτρόιν...”

 “Βζιτρόιν, ε; Τι βλακείες κι αυτά, ποτέ δεν κατάλαβα σε τι χρησιμεύουν.”

 “Ναι, τέλοσπαντων, με στείλανε γιατί με μεταφέρουνε από το τμήμα παραγωγής στο τμήμα μηχανικής, και πρέπει να μαζέψω κάποια έγγραφα ή κάτι τέτοιο.”

 “Χμμ, έγγραφα, παράξενο. Ποτέ κανένας δεν έρχεται για έγγραφα και τέτοιες δουλειές σ’ αυτό το μέρος. Χαχαχα, όχι ντάξει, πλάκα κάνω! Έλα, δως μου τα χαρτιά σου.”

 “Να, ορίστε, αυτά μου έδωσε ο διευθυντής μου.”

 “Ναι, ναι, επίσης ταυτότητα, χαρτιά μετανάστευσης, αριθμός ασφάλισης, βιβλιάριο εργασίας, βιβλιάριο υγείας, βιβλιάριο τραπέζης, βεβαιώσεις από όλα τα εμπλεκόμενα πρόσωπα και χαρτιά σπιτιού.”

 “Ναι, μισό λεπτό, κάπου εδώ στις τσέπες μου τα χω... Τι εννοείτε βεβαιώσεις από όλα τα εμπλεκόμενα πρόσωπα;”

 “Τίποτα, τίποτα, αφήστε το, το χει στο χαρτί εδώ που μου δώσατε.”

 “Α... Να, ορίστε.” Άφησε όλα τα απαραίτητα πάνω στο γραφείο, κι ο υπάλληλος άρχισε να τα αντιγράφει με μανία στη γραφομηχανή του. “Ξέρετε, τα χαρτιά του σπιτιού δεν τα έχω μαζί μου.”

 “Τι; Πώς; Αμαν! Την πατήσατε!”

 “Γιατί; Είναι τόσο σημαντικά;”

 “Όχι, έχετε δίκιο, δεν είναι στην περιπτωσή σας, δε χρειάζονται καθόλου. ΑΛΛΑ, προσέξτε κύριε Η.Η.30-1145! Προσέξτε καλά! Να έχετε πάντα πάνω σας, μαζί με τ’ άλλα έγγραφα, τα χαρτιά σπιτιού! Δεν ξέρετε πότε θα σας χρειαστούν! Είναι πολύ σημαντικό! Ήξερα έναν τύπο - προσέξτε με - ήξερα έναν τύπο που επειδή δεν τα χε μαζί του σε μια δουλειά παρόμοια με τη δική σας, έχασε τη δουλειά του! Ναι, ναι, αλήθεια! Επειδή έμενε μακριά και οι υπηρεσίες έκλειναν μετά από λίγη ώρα και δεν προλάβαινε να πάει να τα φέρει! Κι ήξερα κι έναν άλλον - ω τι φρίκη! - που, ακούστε με, που επειδή δεν είχε τα χαρτιά σπιτιού μαζί του σε μια ξαφνική επιδρομή ανθρώπων μας στο γραφείο του, έχασε το σπίτι του! Τρομερό, ε; Ναι, ναι, επειδή λέει είχε καθυστερήσει να τα ανανεώσει! Και μετά πουλήσανε το σπίτι του σε κάποιον άλλο! Ξέρω τι σκέφτεστε, απίστευτο! Κι όμως αληθινό! Γι’ αυτό σας λέω, κύριε, να έχετε πάντα...”

 “Καλά, καλά, κατάλαβα. Από δω και το εξής θα τα χω μαζί μου. Σας παρακαλώ, βοηθήστε με τώρα να κάνω τη δουλειά μου.”

 “Θα πάτε στο γραφείο 11-27, στον 11ο όροφο, σ’ αυτόν τον υποτομέα. Το ασανσέρ είναι στο τέρμα του διαδρόμου προς τ’ αριστερά. Μην τρομάξετε με το ρομπότ μέσα, είναι μόνιμα εκεί για ασφάλεια, αλλά δε θα σας πειράξει αν δεν το προκαλέσετε.”

 “Εντάξει, ευχαριστώ.”

 “Κλείστε την πόρτα όπως θα βγαίνετε.”

 Βγήκε, έκλεισε, πήρε το ασανσέρ, χαμογέλασε αμήχανα στο ρομπότ και κατέβηκε στον 11ο όροφο. Προχώρησε προς το γραφείο 11-27, χτύπησε την ξύλινη πόρτα κι εκείνη άνοιξε αυτόματα. Ένας χοντρός άντρας, θα ταν γύρω στα 50 - φαινόταν απ’ το μουστάκι του που άσπριζε και τη καράφλα του που γυάλιζε κάτω απ’ το φως της λάμπας - καθόταν σιωπηλός σ’ ένα μικρό γραφείο, πάνω από μια στοίβα χαρτιών. 

 “Καλημέρα,” είπε ο Χάρης.

 “Ναι, ναι, ξέρω, καθίστε.”

 “Με στείλανε από...”

 “Σας είπα, ξέρω, έχω ενημερωθεί.”

 “Καλά...”

 Ακολούθησαν μερικά λεπτά άβολης σιωπής, και κάποια στιγμή ο υπάλληλος έβγαλε από ένα συρτάρι κάτι χαρτιά και τα παρουσίασε στο Χάρη. 

 “Λοιπόν,” είπε, “θα υπογράψετε εδώ κι εδώ κι εδώ κι εδώ κι εδώ. Μετά θα κατεβείτε στον έκτο, γραφείο 6-07...”

 Και κάπως έτσι κύλησε η μέρα. Ο Χάρης, αφού πέρασε από εννιά διαφορετικά γραφεία και επτά διαφορετικούς ορόφους, κατάφερε να μαζέψει όλα τα απαραίτητα έγγραφα και υπογραφές. Την επόμενη κιόλας μέρα θα ξεκινούσε τη νέα του δουλειά. 

 

 

 Ο διευθυντής έβγαλε απ’ την τσέπη στο ύψος του στήθους του το χρυσό ρολόι χειρός του, το άνοιξε και χωρίς να πάρει τα μάτια του από πάνω του, είπε:

 “Καθυστέρησες δύο λεπτά και δεκαέξι δευτερόλεπτα ακριβώς, Η.Η.30-1145.”

 “Δε φταίω εγώ κύριε διευθυντά, είχε μια μικρή καθυστέρηση το τραίνο.”

 Υπό άλλες συνθήκες, Η.Η.30-1145, αυτή η χρονική καθυστέρηση δε θα ήταν σε καμία περίπτωση πρόβλημα, αλλά συμπέφτει με την ημέρα που θα σου έδινα μια δεύτερη ευκαιρία, κι αυτό δε μ’ αρέσει καθόλου.”

 “Σας παρακαλώ, κύριε διευθυντά, σας το υπόσχομαι πως δε θα ξαναγίνει, από αύριο θα έρχομαι είκοσι λεπτά νωρίτερα.”

 “Αυτό το είχες πει και την προηγούμενη φορά, Η.Η.30-1145. Γιατί να σε εμπιστευθώ πάλι;”

 “Σας το υπόσχομαι!”

 “Χμμ, καλά. Άντε. Έχεις τα έγγραφα;”

 “Ναι κύριε, τα έχω όλα, ορίστε.”

 “Χμμ, μάλιστα, μάλιστα... Χμμ, καλώς, καλώς... Ωραία, ωραία... Εντάξει. Όλα είναι τακτοποιημένα. Μπορείς να πηγαίνεις. Καλή αρχή στη νέα σου δουλειά - και είμαι σίγουρος πως αυτή θα είναι η τελευταία φορά που καθυστερείς στο καθήκον σου και δημιουργείς τέτοιο πρόβλημα.”

 “Ευχαριστώ κύριε διευθυντά, σας το υπόσχομαι, είναι η τελευταία φορά!” έκανε να φύγει, μα θυμήθηκε ότι δεν ήταν σίγουρος που έπρεπε να πάει. “Κύριε, σε ποιόν όροφο δουλεύω;” 

 “Α, ναι. Στο τέταρτο υπόγειο, στις κεντρικές μηχανές. Θα σε περιμένει στις 8 ακριβώς ο προϊσταμενός σου.”

 Κατέβηκε τις σκάλες και πήγε στο κυλικείο στο ισόγειο να πιεί έναν καφέ - είχε δέκα λεπτά μέχρι τις 8. Και στις 8 και 1 ακριβώς κατέβηκε στο τέταρτο υπόγειο, το κατώτερο υπόγειο του κτιρίου. Δεν είχε ξανακατέβει ποτέ τόσο χαμηλά, και η αλήθεια είναι πως ένιωθε κάπως ενθουσιασμένος που επιτέλους θα έκανε κάτι διαφορετικό μετά από τόσο καιρό στη λωρίδα. 

 

 

 Το υπόγειο εκείνο ήταν ένα τεράστιο δωμάτιο, γεμάτο με χοντρούς, μπρούτζινους σωλήνες που μπερδεύονταν μεταξύ τους και δημιουργούσαν ένα αχανές δίκτυο στο ταβάνι και στους τοίχους, και κάτι τεράστιες, σιδερένιες μηχανές με άπειρες βαλβίδες και μοχλούς, που ατμίζαν και καπνίζαν συνεχώς κι έβγαζαν έναν φρικτό, ασταμάτητο θόρυβο. Για να πας από τη μια μηχανή στην άλλη έπρεπε να διασχίσεις κάτι στενές, μεταλικές, δικτυωτές γέφυρες, και κάτω απ’ τις γέφυρες έκαιγε μια ακατάπαυστη φωτιά - ή μπορεί να ταν και λάβα. Το κόκκινο χρώμα της φωτιάς χτυπούσε στους σωλήνες και τα σίδερα, κι έτσι όλο το δωμάτιο είχε πάρει μια χρυσαφένια απόχρωση. Η θερμοκρασία θα φτανε τους 40 βαθμούς, κι ο ιδρώτας είχε ήδη αρχίσει να κυλάει στο μέτωπο του Χάρη. 

 “Α, ήρθες;” ακούστηκε μια φωνή πίσω του. Ο Χάρης γύρισε ξαφνιασμένος. “Εσύ πρέπει να είσαι ο Η.Η.30-1145, σωστά;”

 Ε λοιπόν, σαν αυτό το πλάσμα που στεκότανε τώρα μπροστά του δεν είχε ξαναδεί ποτέ του τίποτα. Αυτό το πλάσμα σίγουρα δεν ήτανε άνθρωπος. Η μια του πλευρά, η δεξιά, ήταν κανονική, αλλά η αριστερή ήταν μεταλική, και ακόμα και το πρόσωπο του ήταν χωρισμένο στα δύο, και το αριστερό του μάτι ήταν ένα στρογγυλό πράμα σα μπουλόνι, που όμως φαινόταν άδειο - δεν υπήρχε ασπράδι, ούτε κόρη, ούτε ίριδα. Ο Χάρης θυμήθηκε για μια στιγμή εκείνον τον συμπατριώτη του στο πλοίο, που του χε μιλήσει για τα ρομπότ, τους τενεκεδανθρώπους που δεν έχουν ούτε ψυχή ούτε αισθήματα, αλλά κανένα τους δεν τον είχε μπερδέψει τόσο όσο αυτό το πλάσμα. Άραγε να τανε ρομπότ, ή μήπως κάτι άλλο;

 “Είμαι ο Χ-1843,” είπε το πλάσμα και προέταξε το δεξί του χέρι, το καλό. Ο Χάρης δεν ανταπέδωσε τη χειραψία.

 “Ω, έλα τώρα, μικρέ,” συνέχισε το πλάσμα, “μη μου πεις ότι δεν έχεις δει ποτέ σου σάιμποργκ.”

 Ο Χάρης έμεινε σιωπηλός.

 “Κατάλαβα, δεν έχεις δει ποτέ σου σάιμποργκ... Ε, λοιπόν, να, το βλέπεις τώρα!”

 “Τι είναι το σάιμποργκ;”

 “Ουφ, που να σου εξηγώ τώρα... Εγώ, ας πούμε, είμαι σάιμποργκ.”

 “Είσαι τεχνητός;”

 “Χαχα, όχι, δε θα το λεγα. Δηλαδή το μισό μου σώμα είναι τεχνητό, ναι, αλλά εγώ όχι.”

 “Και τι είσαι;”

 “Άνθρωπος βέβαια! Άνθρωπος σαν κι εσένα! Περίπου δηλαδή...”

 “Και γιατί είσαι έτσι;”

 “Με προσβάλλεις.”

 “Συγγνώμη, δεν το ήθελα, απλά δεν έχω ξαναδεί τίποτα σαν κι εσένα.”

 “Ναι, το χω καταλάβει.”

 “Τότε πες μου, γιατί είσαι έτσι;”

 “Ωχ, είναι μεγάλη ιστορία. Ας πούμε απλά ότι τα κατάφερα και πέρασα τη δοκιμασία... Αλλά έλα τώρα, έχουμε αργήσει, έχουμε πολύ δουλειά μπροστά μας.” 

 Ο Χ-1843 προχώρησε με γρήγορο βάδην προς μια μηχανή. Ο Χάρης ακολούθησε. 

 “Το λοιπόν,” είπε το σάιμποργκ, “αυτό το δωμάτιο είναι το πιο σημαντικό σ’ όλοκληρο το εργοστάσιο. Υπάρχουν συνολικά έντεκα μηχανές, που δουλειά τους είναι να μετατρέπουν τον ατμό, που έρχεται απ’ τη φωτιά που βλέπεις κάτω, σε ενέργεια, κι έτσι κινείται ολόκληρο το εργοστάσιο. Ουσιαστικά είναι λέβητες, αλλά η κεντρική μηχανή που βρίσκεται στο βάθος έχει πολλαπλές χρήσεις - μα αυτά είναι λεπτομέρειες που δε χρειάζεται να μάθεις. Η λωρίδα στην οποία δούλευες κινούνταν λόγω αυτής εδώ της μηχανής, το ίδιο και το μηχάνημα που χρησιμοποιούσες για να σκαλίζεις τα ξύλα. Δε θα σε ζαλίσω με τα τεχνικά θέματα, γιατί απ’ ότι φαντάζομαι δε θα ξέρεις και πολλά από μηχανική.”

 “Όχι, δεν έχω ιδέα.”

 “Ήμουν σίγουρος. Αλλά μην ανησυχείς, δε χρειάζεται να μάθεις. Ο ρόλος σου και η δουλειά σου εδώ είναι πολύ απλή και συγκεκριμένη. Απλά θα κάνεις ό,τι σου λέω.”

 “Εντάξει. Να σε ρωτήσω κάτι;”

 “Ρώτα.”

 “Δεν έχεις άλλους βοηθούς;”

 “Εχμ... Όχι, όχι δεν έχω. Δηλαδή είχα, αλλά όχι πια. Είσαι ο μοναδικός.”

 “Μα δε χρειάζονται περισσότερα χέρια γι’ αυτές τις μηχανές;”

 “Χαχα, μην ανησυχείς γι’ αυτό φίλε μου. Οι μηχανές είναι ουσιαστικά αυτόνομες. Εμείς απλά τις ελέγχουμε και τις τροφοδοτούμε.”

 “Τις τροφοδοτούμε;”

 “Ναι, ρίχνουμε το καύσιμο. Να, τα βλέπεις εκείνα τα τσουβάλια στην άκρη; Αυτά είναι γεμάτα κάρβουνο. Κάθε πρωί αδειάζουμε από δυο μες στη φωτιά. Αυτό είναι όλο κι όλο.”

 “Δυο τσουβάλια; Φτάνουν δυο τσουβάλια κάρβουνο για να κινείται το εργοστάσιο όλη τη μέρα;”

 “Πολλά ρωτάς, Η.Η.30-1145... Αλλά ναι, έχεις δίκιο, δε φτάνουν πάντα, γι’ αυτό και κάποιες φορές χρησιμοποιούμε και άλλα καύσιμα.”

 “Δηλαδή τι;”

 “Θα μάθεις σύντομα. Έλα τώρα, τελείωσε το μάθημα. Θα πας να ελέγξεις τους πέντε πίνακες ελέγχου. Θα τους καταλάβεις, είναι κάτι ξύλινα κουτιά που αν τ’ ανοίξεις θα δεις μέσα μια οθόνη με αριθμούς. Θα καταγράψεις αυτούς τους αριθμούς σ’ ένα χαρτί και θα μου το δώσεις να το δω. Αν όλα είναι εντάξει, θα σ’ αφήσω να κάνεις διάλλειμα. Αλλιώς θα σου πω τι πρέπει να κάνεις.”

 “Εντάξει, ξεκινάω.”

 “Ωραία, εγώ θα πάω στο ισόγειο να πιώ έναν καφέ. Θα ξανακατέβω σε μια ώρα ακριβώς. Αν τελειώσεις νωρίτερα μην κάνεις τίποτα, απλά περίμενε με.”

 “Εντάξει.”

 

 

O X-1843 μπήκε στο ασανσέρ, μα αντί να κατέβει στο ισόγειο, κατέβηκε στον ένατο όροφο. Προχώρησε προς το γραφείο 9Η, το γραφείο του διευθυντή. Χωρίς καν να χτυπήσει, άνοιξε την πόρτα και μπήκε μέσα.

 “Αα, Τζόνυ, σε περίμενα.”

 “Καλημέρα, κύριε διευθυντά.”

 “Καλημέρα, καλημέρα. Κάθισε, μη στέκεσαι όρθιος. Παρέλαβες τον καινούριο;”

 “Ναι, πριν λίγο.”

 “Ωραία, ωραία. Και πως σου φαίνεται;”

 “Ουφ, τι να σας πω; Εντάξει...”

 “Είσαι έτοιμος λοιπόν να προχωρήσεις;”

 “Ξέρετε, κύριε διευθυντά, σκεφτόμουνα ότι μπορεί να μου χρησιμεύσει πολύ σαν βοηθός...”

 “Ω, άσε τώρα τις βλακείες, Τζόνυ. Ξέρεις πολύ καλά πως έχει η κατάσταση. Η παραγωγή μας έχει μειωθεί τραγικά πολύ τους τελευταίους μήνες. Δεχόμαστε παραγγελίες απ’ όλον τον κόσμο - ανατολή, δύση, βορά και νότο - και δεν προλαβαίνουμε να φτιάξουμε αρκετά βζιτρόιν και τις ακυρώνουν! Η εταιρία μας βρίσκεται σε ελεύθερη πτώση, τα έξοδα πλέον είναι σχεδόν διπλάσια απ’ τα έσοδα, κι αν συνεχίσουμε έτσι, αργά ή γρήγορα θα κλείσουμε. Το ξέρεις ότι δεν υπάρχει άλλη επιλογή.” 

 “Το ξέρω, αλλά απλά δε θέλω να το ξανακάνω.” 

 “Ω, Τζόνυ, φίλε μου. Σε καταλαβαίνω. Κανείς μας δεν το θέλει. Αλλά δεν υπάρχει άλλη επιλογή. Εκτός αν προτιμάς να κλείσει το εργοστάσιο και να μείνουμε κι οι δυο στο δρόμο, και μαζί μας και άλλες εκατό οικογένειες. Αυτό θες;”

 “Όχι, σε καμία περίπτωση...”

 “Τότε πρέπει να προχωρήσεις.”

 “Έχετε δίκιο.”

 “Φυσικά κι έχω δίκιο... Τι κάνει τώρα;”

 “Τον έχω βάλει να ελέγξει τους πίνακες ελέγχου.”

 “Ωραία, ωραία. Πιστεύεις ότι υποψιάζεται τίποτα;”

 “Μπα, δε νομίζω.”

 “Υπέροχα, υπέροχα! Ωραία λοιπόν, τότε προχωράμε κανονικά. Αύριο το πρωί πρέπει να γίνει.”

 “Αύριο κιόλας;”

 “Ναι, αύριο, και πάλι αργά είναι. Έπρεπε να το χαμε κάνει πριν μήνες. Δεν έπρεπε να το σταματήσουμε καθόλου.”

 “Εντάξει. Αύριο το πρωί θα γίνει.”

 “Ωραία! Μπορείς να πηγαίνεις τώρα.”

 “Καλώς. Καλή σας μέρα, κύριε διευθυντά.”

 “Επίσης, Τζόνυ, επίσης.”

 Το σάιμποργκ βγήκε στο διάδρομο, πήρε το ασανσέρ και κατέβηκε στο κυλικείο στο ισόγειο. Πήρε μια σιδερένια κούπα, περπάτησε ως την καφετιέρα, και τη γέμισε καφέ. 

 Χάρης είχε τελειώσει με τους πίνακες σε λιγότερο από μισή ώρα, και τώρα απλά στεκόταν σε μια γέφυρα ιδρωμένος και χάζευε τους αριθμούς που είχε καταγράψει στο χαρτί του. Προσπαθούσε και προσπαθούσε, μα δε μπορούσε να καταλάβει τι συμβόλιζε ο καθένας. Κάποια στιγμή θα μαθώ, σκέφτηκε από μέσα του.

 Ο Χ-1843 κατέβηκε μετά από λίγο, άρπαξε το χαρτί απ’ τα χέρια του Χάρη και το κοίταξε. 

 “Εντάξει,” είπε, “όλα καλά. Δε σε χρειάζομαι άλλο σήμερα, μπορείς να πας σπίτι σου.”

 “Τι; Κιόλας; Μα δε δούλεψα ούτε μια ώρα!”

 “Σου λέω, ΔΕ σε χρειάζομαι άλλο! Δε μ’ ενδιαφέρει πόσο δούλεψες, η βάρδια σου τελειώνει εδώ σήμερα.”

 “Καλά ντε, μην τσαντίζεσαι! Απλά μου κάνει εντύπωση.”

 “Ωραία, άντε πήγαινε τώρα.”

 “Φεύγω... Τα λέμε αύριο!”

 “Ναι... Αύριο...”

 

 

 O Xάρης άλειψε προσεκτικά τη φρυγανιά του με λίγη μαργαρίνη, δάγκωσε μια μπουκιά και κατάπιε. Μετά σηκώθηκε, φόρεσε την καφέ του φόρμα και τις μπότες του και ξεκίνησε να πάει στο τραίνο. Σήμερα είχε επιτέλους καταφέρει να σηκωθεί στην ώρα του, και για πρώτη φορά εδώ και μήνες, ίσως και χρόνια, ένιωθε χαρούμενος που πήγαινε στο εργοστάσιο. Και γιατί να μη νιώθει χαρούμενος; Χτες είχε ξεμπερδέψει απ’ τις 9 το πρωί, η δουλειά ήταν χαλαρή και εύκολη, κι ακόμα και το περίεργο σάιμποργκ που είχε για προϊστάμενο ήταν πολύ πιο συμπαθητικό απ’ τον προηγούμενο προϊστάμενο του στη λωρίδα. Εντάξει, ο μισθός του ήταν λίγο χειρότερος από πριν, αλλά όσο υπολόγιζε τα συν και τα πλην, ένιωθε πως βγαίνει κερδισμένος. Την επόμενη βδομάδα μάλιστα θα πληρωνότανε, και ανυπομονούσε να γράψει στο γράμμα που θα έστελνε στη μάνα του, μαζί με το ποσό που της έστελνε κάθε μήνα, για τη νέα του θέση!

 Στις 8 παρά 2 ακριβώς βρισκότανε στο τέταρτο υπόγειο, και λίγα δεύτερα αργότερα ανοίξανε οι ξύλινες πόρτες του ασανσέρ και εμφανίστηκε ο Χ-1843. 

 “Καλημέρα, αφεντικό!” φώναξε ο Χάρης.

 “Καλημέρα,” απάντησε το σάιμποργκ βαριεστημένα. 

 “Πώς πάει;”

 “Ε... Καλά... Έτοιμος ν’ αρχίσεις;”

 “Έτοιμος!”

 “Ωραία. Θα κάνεις το ίδιο με χτες, θα τσεκάρεις τους πίνακες ελέγχου.”

 “Εντάξει! Μα κάτσε, δεν πρέπει πρώτα να ρίξουμε στη φωτιά το κάρβουνο;”

 “Πολύ βιαστικός είσαι,” μουρμούρησε ο προϊστάμενος. “Μην ανησυχείς, έριξα το πρώτο τσουβάλι πριν λίγο. Θα ρίξουμε τα υπόλοιπα μετά.”

 “Έγινε! Ξεκινώ.”

 “Άντε. Θα γυρίσω σε μια ώρα.”

 Ο Χ-1843 πήρε πάλι το ασανσέρ και ανέβηκε στο ισόγειο. Γέμισε τη σιδερένια κούπα με καφέ, και κάθισε σ’ ένα τραπεζάκι στη γωνία. Σκεφτότανε πως θα πρεπε να γίνει η δουλειά. Είχαν περάσει μήνες απ’ την τελευταία φορά που το χε κάνει, και δεν του χε καθίσει καθόλου καλά που θα πρεπε να το ξανακάνει τώρα. Πώς θα του το φερνε; Θα του το λεγε ευθέως; ‘Η μήπως ήταν καλύτερα να μην του πει τίποτα; Ουφ, τι σκατοδουλειά! Δεν τον είχανε πιάσει φυσικά οι συναισθηματισμοί του - εξάλλου φημιζότανε για το ψυχρό, μεταλικό του αίμα - μα απλά τη σιχαινότανε όλη αυτή τη διαδικασία. Ήταν η πιο βρώμικη δουλειά του εργοστασίου. Μα κάποιος έπρεπε να την κάνει. Δεν υπήρχε άλλη επιλογή. 

 Η ώρα πέρασε σαν καπνός, και το σάιμποργκ κατέβηκε πάλι στο υπόγειο. Ο Χάρης τον περίμενε κρατώντας το χαρτί με τους αριθμούς στο χέρι. 

 “Αφεντικό,” του είπε, “όλα καλά! Οι αριθμοί είναι ακριβώς ίδιοι με τους χτεσινούς.”

 “Ωραία, ωραία.”

 “Να ρίξουμε τα καύσιμα τώρα;”

 “Ναι, αυτό θα κάνουμε. Έλα μαζί μου.”

 Προχωρήσανε στην άκρη της αίθουσας, εκεί που υπήρχε ένας τεράστιος μπρούτζινος σωλήνας, που στην άκρη του έμοιαζε με χωνί. Ο σωλήνας αυτός κατέληγε απ’ ευθείας στην τεράστια φωτιά που έκαιγε από κατώ. 

 “Πριν ρίξουμε τα καύσιμα,” είπε ο Χ-1843, “θα σου εξηγήσω κάποια πράματα για το πως λειτουργεί το σύστημα. Όπως λογικά θα γνωρίζεις, το κάρβουνο - ο άνθρακας δηλαδή - είναι ιδανικό για τη φωτιά, διότι παίρνει πολύ ώρα να καεί.”

 “Ναι, σωστά.”

 “Αυτό που πιθανότατα δε γνωρίζεις, είναι ότι το ανθρώπινο σώμα αποτελείται, μεταξύ άλλων, από άνθρακα. Περίπου το 18 τοις εκατό του σώματος μας, είναι άνθρακας.”

 Ο Χάρης γούρλωσε τα μάτια μα δεν είπε λέξη. 

 “Μα φυσικά, αποτελείται επίσης από πολλές άλλες ουσίες - οξυγόνο, υδρογόνο, μεταλικά στοιχειά και λοιπά. Να μην πολυλογώ με χημείες και βιολογίες, ένα ανθρώπινο σώμα μπορεί να τροφοδοτεί μια μηχανή σαν κι αυτές που έχουμε εδώ για περίπου 90 συνεχόμενες μέρες, και ολόκληρο το εργοστάσιο για σχεδόν 8 μέρες - απίστευτο, ε;!”

 Ο Χάρης έκανε ένα βήμα προς τα πίσω. 

 “Η αλήθεια είναι πως το φαινόμενο αυτό είναι πολύ περίεργο,” συνέχισε το σάιμποργκ, “σχεδόν ανεξήγητο, διότι αν απλά ρίχναμε τα στοιχεία που βρίσκονται στο ανθρώπινο σώμα ξεχωριστά στη φωτιά, η διάρκεια ζωής τους θα ήταν πολύ μικρότερη. Κανείς δε μπορεί να πει με ακρίβεια τι είναι αυτό που κάνει το ανθρώπινο σώμα τόσο ισχυρό καύσιμο - και οι περισσότερες θεωρίες τείνουν προς την ικανότητα της ψυχής να συντηρείται περισσότερο απ’ ότι το σώμα, μα οι θεωρίες αυτές είναι πολύ αυθαίρετες για να τις πάρουμε στα σοβάρα. Αλλά είναι ένα γεγονός!”

 “Τι θες να πεις;” ψέλλισε ο Χάρης φοβισμένος.

 “Θέλω να πω, πως αν αντί για κάρβουνο χρησιμοποιούσαμε ως καύσιμο έναν ζωντανό άνθρωπο, τότε θα μειώναμε απίστευτα πολύ τα έξοδα του εργοστασίου. Για την ακρίβεια, αν ρίχναμε έναν άνθρωπο στη φωτιά κάθε βδομάδα, τότε δε θα χρειαζόταν να χρησιμοποιούμε καθόλου κάρβουνο - και φαντάζομαι ξέρεις πόσο ακριβό είναι το κάρβουνο στις μέρες μας.”

 “Ω ΘΕΕ ΜΟΥ! ΠΕΣ ΤΟ ΜΟΥ ΕΥΘΕΩΣ!” φώναξε με όλη του τη δύναμη ο Χάρης, τρομαγμένος όσο ποτέ.

 “Εντάξει, λοιπόν. Θα στο πω ευθέως. Η.Η.30-1145, το καύσιμο που θα ρίξουμε στη φωτιά σήμερα, είσαι εσύ.”

 Το σάιμποργκ τότε τίναξε το σιδερένιο χέρι του κι έδωσε δυο γερές μπουνιές στο Χάρη, τον έριξε κάτω αναίσθητο. Μετά τον σήκωσε στους ώμους, πλησίασε στο σωλήνα και τον πέταξε μέσα. Το σώμα του κύλησε μέσα στα μπρούτζινα τοιχώματα σα νερό που κυλάει σε καλαμάκι, και κατέληξε στη φωτιά που δε σβήνει ποτέ. 

 

 Ο Χ-1843 μπήκε πάλι στο ασανσέρ και ανέβηκε στον ένατο. Μπήκε στο γραφείο του διευθυντή.

 “Καλημέρα, Τζόνυ.”

 “Καλημέρα, κύριε διευθυντά.”

 “Τι κάνεις;”

 “Καλά.”

 “Το κανόνισες;”

 “Ναι, μόλις.”

 “Ωραία, ωραία, υπέροχα! Σημέρα είναι τετάρτη, σωστά;”

 “Ναι, τετάρτη.”

 “Ωραία. Την άλλη τρίτη θα σου στείλω τον επόμενο. Για κάτσε να κοιτάξω τα χαρτιά μου... Α, ναι. Ο Κ.Σ.90-1268. Πριν δυο μέρες δεν εμφανίστηκε καθόλου στη δουλειά χωρίς να ειδοποιήσει, και σήμερα καθυστέρησε είκοσι ολόκληρα λεπτά.”

 “Εντάξει. Μπορώ να πάρω ρεπό για την υπόλοιπη μέρα σήμερα;”

 “Ω, έλα τώρα, Τζόνυ. Σε χρειάζομαι να ελέγξεις τις μηχανές, δεν ξέρουμε πως θα αντιδράσουνε, έχουν πολύ καιρό να λειτουργήσουν με ανθρώπινο καύσιμο. Θα σε αφήσω όμως να φύγεις μια ώρα νωρίτερα!”

 “Καλά. Πάω. Καλή σας μέρα.”

 “Επίσης, Τζόνυ. Επίσης.”

 

ατμοπανκ.doc

  • Like 1
Link to comment
Share on other sites

Ωραίο, μου άρεσε! Γίνεται άνετα και αστυνομική νουβέλα ή και μυθιστόρημα!

  • Like 1
Link to comment
Share on other sites

Join the conversation

You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.

Guest
Reply to this topic...

×   Pasted as rich text.   Paste as plain text instead

  Only 75 emoji are allowed.

×   Your link has been automatically embedded.   Display as a link instead

×   Your previous content has been restored.   Clear editor

×   You cannot paste images directly. Upload or insert images from URL.

Loading...
×
×
  • Create New...

Important Information

You agree to the Terms of Use, Privacy Policy and Guidelines. We have placed cookies on your device to help make this website better. You can adjust your cookie settings, otherwise we'll assume you're okay to continue..