chrismad Posted December 10, 2015 Share Posted December 10, 2015 Όνομα Συγγραφέα: Chris Mad Είδος: χιουμοριστικό Ηλικίας 18 ετών και άνω Βία; (Ναι) Σεξ; (Όχι) Αριθμός Λέξεων: 2800 Αυτοτελής; (Ναι) Σχόλια: Αυτοτελή χιουμοριστικό διηγήματα Πώς να σκοτώσετε την γυναίκα σας. Ο Κώστας και η Τούλα είναι ένα ζευγάρι συνηθισμένο αλλά και περίεργο μαζί. Η Τούλα ένα κορίτσι από ευκατάστατη οικογένεια με γαλλικά και πιάνο. Το κοριτσάκι του μπαμπά που δεν της χάλαγε χατίρι, που όταν ξεκίνησε να σπουδάζει Διοίκησης Επιχειρήσεων, της πήρε αυτοκίνητο, την έκανε συνέταιρο στην επιχείρηση και της έγραψε και το σπίτι πάνω από τις αποθήκες της επιχείρησης. Την Τούλα δεν την ενδιέφερε η εταιρία, το μόνο που ήθελε, ήταν να βολτάρει στα μαγαζιά με τις φίλες της και να δοκιμάζει όλα όσα έβλεπαν τα μάτια της, να σπάει τα νεύρα στις πωλήτριες και τελικά να αγοράζει όσα περισσότερα μπορούσε. Όχι ότι τα χρειαζόταν, αλλά να για να την σπάσει σε μερικές φίλες της, που το έπαιζαν μέσα στην μόδα. Όσο για την σχολή, την τελείωσε για το χατίρι του μπαμπά, αλλά και για να παινεύετε ότι διοικεί την επιχείρηση, παρ όλο που δεν πάταγε ποτέ, εκτός από τις φορές που ήθελε χρήματα. Ο Κώστας τώρα, ήταν ένας νέος από φτωχιά οικογένεια, που σπούδασε οικονομικά δουλεύοντας. Βασικά ήταν ένας έξυπνος νέος, αλλά η ζωή τον είχε κάνει μίζερο. Μπορούσε να περιμένει και μία ώρα με το φανελάκι, για να στεγνώσει το πουκάμισο του και να το ξαναφορέσει γιατί δεν ήθελε να πάρει δεύτερο. Έμενε σε ένα διαμέρισμα νοικιασμένο, λίγο ποιο κάτω από την επίχριση του πατέρα της Τούλας. Η επιχείρηση της Τούλας έκανε εμπόριο, σε ότι μπορούσε να πουληθεί και να έχει κέρδος. Όταν ο λογιστής της εταιρίας πήρε σύνταξη και έβαλαν αγγελία για λογιστή, ο Κώστας πήγε για να δώσει το βιογραφικό του και την είδε. Η Τούλα ήταν πώς να το πούμε, εντυπωσιακή κοπέλα, αλλά κυρίως αρκετά ευκατάστατη, έτσι όταν τον πήραν στην δαυλιά, ήταν η κόρη του αφεντικού με χρήμα. Μετά από κάποιους μήνες, βρέθηκαν στην ίδια παρέα, ο Κώστας είδε την ευκαιρία να την προσεγγίσει. Άρχισαν να βγαίνουν, κρυφά γελάκια στην δουλειά, και παιχνιδίσματα. Όταν προχώρησε η σχέση τους, έπρεπε να ξεκαθαρίσουν τι ήθελε ο καθένας από τον άλλον. Η Τούλα του είπε «Δεν θέλω ζήλιες, δεν θέλω περιορισμούς, δεν θέλω να με πιέζεις, δεν θέλω τσιγκουνιές». Ο Κώστας ήθελε να εργαστεί «Ωραία» σκέφτηκε «γυναίκα με περιουσία, δουλειά που όσα και να τρώει πάλι θα μπορώ να έχω και να κρύβω, που στο κάτω κάτω είναι και ωραία κοπέλα. Ανεβαίνει το κασέ μου πώς να το κάνουμε». Ο Πεθερός τώρα, είχε βρεί το κόκορα με το χρυσό αυγό. Θα μπορούσε να πάει στο χωριό, να ξεκουραστεί, να ξεφορτωθεί τα καπρίτσια της μοναχοκόρης του, η επιχείρηση σε καλά χέρια, και τον έλεγχο σε εκείνον, μιας και είχε ακόμα την μισή επίχριση στο όνομά του . «Όταν κάτι δεν πάει καλά, ξαναμπαίνω στην επιχείρηση και τους πετάω όλους έξω» σκέφτηκε. Έτσι όλοι ευχαριστημένοι, έγινε ο γάμος ένας γάμος με όλα τα καλά. Καλεσμένοι όλη η καλή κοινωνία, μπουφέ με ότι καλύτερο μπορούσες να επιθυμήσεις, μέχρι και ζωντανή ορχήστρα. Έτσι λοιπόν ξεκίνησε το ζευγάρι την νέα ζωή του. Η Τούλα, προσέλαβε μια υπηρέτρια στο σπίτι, για να είναι όλα εντάξει, έπρεπε και να τρώνε, αλλά και κάποιος να τους πλένει. Βόλτες με τις φίλες της, ψώνια και αγαθοεργίες ήταν η απασχόληση της, δεν είχε χρόνο για το σπίτι. Ο πατέρας της στο χωριό, παινευόταν για την κόρη και τον γαμπρό και έτρωγε στο καφενείο το μερίδιό του, που δεν ήταν και λίγο, μέχρι που σκεφτόταν να βάλει και για δημοτικός σύμβουλος. Ο Κώστας από τα άγρια ξημερώματα στην δουλειά, μέχρι αργά το βράδυ. Τι θα έρθει, τι θα πουληθεί. Μια φορά την βδομάδα ένα διάλυμα από όλα, ήταν όταν πήγαινε στο μπαράκι, κάθε Τετάρτη και έβλεπε την παλιά παρέα του. Άντε και κάνα πεταχτό, με καμία πιτσιρίκα, αλλά στο όσο ποιο τσάμπα μπορούσε «Δεν είναι καιρός για έξοδα». Τα χρόνια πέρναγαν και είχαν αρχίσει, να είναι ποιο ξένοι από πρίν να γνωριστούν. Η Τούλα ήθελε όλο και περισσότερα και την ενοχλούσε ότι έκανε ο Κώστας αλλά και η παρουσία του και μόνο. Εκείνος είχε φτάσει στα όρια του, όλο και ποιο αργά γυρνούσε από την δουλειά στο σπίτι και πάντα έτρωγε κάτι πρόχειρο και κοιμόταν στον ξενώνα. Τα τελευταία χρόνια, ετοίμαζε την ηρωική έξοδο του από αυτή την ζωή που έκανε. «Αν χωρίσουμε να μην είμαι εγώ ο χαμένος» σκεφτόταν. Είχε μεταφέρει στους νέους συνεργάτες, να φαίνετε ποιο πολύ το όνομά του, αλλά και όλα τα στοιχεία από τους καλούς πελάτες. Η Τούλα τώρα, βλέποντας την κατάσταση και μην θέλοντας να χάσει τον εργαζόμενο της οικογένειας, συναντήθηκε με τον δικηγόρο της, κανόνισε ότι χρειαζόταν, σε περίπτωση διαζυγίου, ο Κώστας να μην μπορεί να πάρει τίποτα από την επιχείρηση. Όταν ο Κώστα το έμαθε, κόντεψε να φάει όλο το πακέτο Α4 από τον εκτυπωτή απ την τσαντίλα του. «Θα μου το πληρώσεις αυτό» έλεγε και ξανάλεγε στην φωτογραφία της, που ήταν κρεμασμένη στον τοίχο του γραφείου του. Μετά από ένα μεθύσι, που έκανε μια Τετάρτη με την παρέα του, πήρε την απόφαση του «Θα την σκοτώσω ναι θα την σκοτώσω. Έτσι, δεν θα μπορεί να φάει τον κόπο μου όλα αυτά τα χρόνια». Η ιδέα του έγινε εμμονή και έψαχνε τρόπο να την σκοτώσει, χωρίς να κατηγορηθεί. «Πρέπει να φανεί σαν ατύχημα» και άρχισε να διαβάζει ότι βιβλίο μπορούσε για φόνους, που δεν καταδικαστικέ κανείς. «Η Τούλα κάνει κάθε πρωί μπάνιο» σκέφτηκε «θα βάλω το σεσουάρ έτσι, ώστε να πέσει στην μπανιέρα και να πάει από ηλεκτροπληξία» Ετοίμασε το σχέδιο του και μια μέρα, ξύπνησε ποιο πρωί, πήγε στο μπάνιο και έβαλε το σεσουάρ, δίπλα στην μπανιέρα, στο επιπλάκι που ήταν εκεί. Για να είναι σίγουρος, ότι θα πέσει μέσα, το έδεσε με μια κλωστή που την τράβηξε μέχρι έξω από την πόρτα. Έτσι όταν θα άκουγε το ντους θα τραβούσε την κλωστή και το μπιστολάκι θα έπεφτε μέσα. Πράγματι, η Τούλα πήγε να κάνει το πρωινό μπάνιο της. Εκείνος, σιγά πήγε έξω από την πόρτα του μπάνιου και την ώρα που άκουσε το ντους, τράβηξε την κλωστή. Το σεσουάρ έπεσε μέσα στην μπανιέρα και κόπηκε το ρεύμα. Κατά κακή του τύχη έπεσε το ρελέ διαρροής στον πίνακα του ηλεκτρικού. Εκείνος συνέχισε να τραβά την κλωστή μέχρι να λυθεί και να βγεί απ την πόρτα. Η Τούλα, που σταμάτησε η μουσική που πάντα άκουγε στο μπάνιο, το φώς που πάντα ήθελε να είναι αναμμένο, άρχισε να τον φωνάζει μέσα από τις σαπουνάδες. «Κώστα ρε Κώστα ακούς;» ο Κώστας τρομαγμένος και απογοητευμένος από την αποτυχία, τραβήχτηκε ποιο πίσω και της απάντησε «Έλα Τούλα μου τι θέλεις;» «Ρε Κώστα έπεσε το ρεύμα, για δες να ξανάρθει» του είπε. Ο Κώστας πήγε στον πίνακα του ηλεκτρικού για να σηκώσει το ρελέ. Ο πίνακας ήταν ψιλά στον τοίχο και μιας και ήταν και λίγο κοντός, σηκώθηκε στις μύτες των ποδιών του, έβαλε το χέρι του για το ρελέ και ακούμπησε την ασφάλεια. Ξαφνικά ένα μπούφ ακούστηκε και βρέθηκε να κάθετε στο πάτωμα στον απέναντι τοίχο, με το μαλλί σηκωμένο και μαυρισμένο δάχτυλο, να τραντάζετε λες και είχε καταπιεί δόνηση κινητού και απ τα δόντια του να βγαίνουν σπινθήρες. Η Τούλα, που ωστόσο είχε ξεβγαλθεί και βγεί από το μπάνιο τυλιγμένη σε μια άσπρη πετσέτα και στο κεφάλι μία άλλη σαν φακιόλι, φάνηκε στον Κώστα, σαν τον αρχάγγελο που είχε έρθει να τον πάρει. «Αποτυχία, είμαι σκέτη αποτυχία. Ήταν τυχερή η μέγαιρα» έλεγε στον εαυτό του για να δικαιολογηθεί ο Κώστας «πρέπει να βρω κάτι άλλο και να μην αποτύχω αυτή την φορά». Άρχισε με περισσότερο πείσμα και ζήλο να ψάχνει την επόμενη ευκαιρία. Όταν άκουσε στις ειδήσεις, ότι ο καιρός θα χάλαγε του ήρθε η ιδέα για τον ιδανικό φόνο. Πήγε σπίτι και πήρε την γούνα της, την αγαπημένη γούνα της απ την ντουλάπα που την είχε και την ανέβασε στην επάνω μεριά της ντουλάπας. «Θα πάρει την σκάλα να ανέβει και θα πέσει» έκανε τους υπολογισμούς του «Τόσα έπιπλα έχει το δωμάτιο, κάπου μπορεί να βρεί το κεφάλι της» και ένα χαμόγελο χαράχτηκε στα χείλη του. Ετοιμάζει την σκάλα, κόβει την αλυσίδα που την βαστά να μην ανοίξει εντελώς και την μαγκώνει απλά να μην φαίνετε. Το επόμενο απόγευμα, βρίσκει τον Κώστας στο σαλόνι, να κάθετε και να διαβάζει τα αθλητικά, όταν βλέπει την Τούλα να τραβά την σκάλα. «Ωραία άντε να τελειώνουμε» σκέφτηκε και την φαντάστηκε να είναι πεσμένη στο πάτωμα. Η Τούλα, έβαλε την σκάλα μπροστά από την ντουλάπα και άρχισε να ανεβαίνει. Όταν έφτασε ψηλά, απλώθηκε να πιάσει την γούνα της. Μόλις την είχε ξεκρεμάσει, όταν η αλυσίδα έφυγε, η σκάλα άνοιξε, και τα πόδια της σκάλας σταμάτησαν ανάμεσα στο κρεβάτι και την ντουλάπα, με την Τούλα να κρατιέται όρθια πάνω της, μετά από μια χορευτική φιγούρα στον αέρα. Μερικές λέξεις βγήκαν από το στοματάκι της, που δεν τις λέμε, γιατί θα κοκκίνιζε και το γραφτό μας. Ο Κώστας, ακούγοντας την και καταλαβαίνοντας ότι πάλι επέτυχε, έφτυσε το ταβάνι και της φώναξε «Τι έπαθες αγάπη μου;». «Έλα να πάρεις αυτό το παλιόπραμα από εδώ, κόντεψα να σκοτωθώ». Ο Κώστας βρίζοντας την τύχη της, πήγε κοντά της. Έπιασε την σκάλα να την κλίσει, από εκεί που ήταν μαγκωμένη, η σκάλα έκλισε απότομα και τα δάχτυλά του έμεινα ανάμεσα στα πόδια της. Μία κραυγή ακούστηκε από τα χείλη του και τράβηξε το χέρι του. Βάλθηκε να φυσά κάθε δάχτυλο μπας και σταματήσει ο πόνος, αλλά αυτά φούσκωναν και ξεφούσκωναν σαν μπαλονάκια. Η Τούλα, πιάνοντας το στήθος της είπε «Με τρόμαξες κακόμοιρε» και πήρε την σκάλα, τραβώντας την να την πάει στη θέση της, την ώρα που μέσα απ τα δόντια της έλεγε «Για τίποτα δεν είσαι πιά». Ο Κώστας, συνέχιζε να βρίζει την ατυχία του και την τύχη της Τούλας. Δεν πέρασαν πολλές μέρες, που ο Κώστας γυρνάει στο σπίτι και στην κουζίνα είναι η γυναίκα του, να φτιάχνει καφέ. Η πόρτα της κουζίνας μισάνοιχτη. Βλέπει το μπρίκι που ήταν σχεδόν έτοιμος ο καφές και είχε εκεί την προσοχή της και αμέσως του ήρθε η ιδέα. Θα την τρομάξω αν δεν πάθει καρδιά, τουλάχιστον θα καεί, να πάρω μια ευχαρίστηση τουλάχιστον. Παίρνει από το σαλόνι έναν μπρούτζινο διακοσμητικό δίσκο που είχαν και πάει στην πόρτα της κουζίνας. Μπαίνει λίγο στο άνοιγμα και τον πετά στο πάτωμα με δύναμη. Την επόμενη στιγμή στο κεφάλι του Κώστα πέφτει μία μεγάλη κατσαρόλα, που η υπηρέτρια πίσω από την πόρτα προσπαθούσε να την βάλει σε ψιλό ράφι. Ένα κάψιμο σε όλο το σόμα του, από τον καφέ που πέταξε η γυναίκα του, νομίζοντας ότι το γκαζάκι θα έσκαγε, και το γκαζάκι να του καίει τα πόδια. Πάλι κραυγές από τον Κώστα και πάλι η γυναίκα του να λέει «Τι στο καλό έπαθες, όλο κάτι θα σου πέσει, κάτι θα πάθεις. Θα σκοτωθείς στο τέλος μόνος σου». Την άλλη μέρα ο Κώστας με επιδέσμους στο κεφάλι, στα χέρια και στο πόδι. Έπρεπε να αναθεωρήσει, αν ήθελε να πεθάνει προσπαθώντας ή να τα παρατήσει. Το να την σκοτώσει πλέων, ήταν η εμμονή, που είχε ριζώσει στο κεφάλι του και δεν θα έκανε πίσω. Το επόμενο Σαββατοκύριακο, η υπηρέτρια είχε άδεια. Θα ήταν μια μέρα να προσπαθήσει και πάλι έτσι ετοίμασε αυτή την φορά διπλό χτύπημα. Θα έβαζε δηλητήριο στο φαί που είχε φτιάξει η υπηρέτρια το πρωί και σαπούνι στην σκάλα. Αν έτρωγε πρίν βγεί για την βόλτα της, δεν θα προλάβαινε να κάνει άλλα ψώνια, αλλά και αν πρώτα έβγαινε, θα τσακιζόταν στην σκάλα και πάλι θα γλύτωνε τα νέα έξοδα. Έτσι πρωί πρωί πήγε στην κουζίνα και έβαλε στο τάπερ με το φαί το δηλητήριο, που είχε προμηθευτεί από κατάστημα, σε άλλη περιοχή ντυμένος εργάτης. Άπλωσε στο πλατύσκαλο σαπούνι, να γλιστρά και έφυγε για την δουλειά. Εκεί έκανε επισκέψεις στην αποθήκη, ώστε να τον δούν όλοι για να έχει άλλοθι. Το ρολόι έδειχνε δώδεκα, όταν το τηλέφωνο χτύπησε στο γραφείο του. Ήταν η Τούλα. Την άκουσε από την άλλη μεριά να του λέει «Έλα σπίτι, είχαμε ένα ατύχημα. Περίμενα να μου φέρουν κάτι πράγματα, που είχα αγοράσει από το ιντερνέτ και ο κούριερ που τα έφερνε, έπεσε από τις σκάλες μας. Τον πήγαν στο νοσοκομείο, πρέπει να έσπασε πολλά κόκαλα και πρέπει να πάμε να τον δούμε» Ο Κώστας βρέθηκε να χτυπά το κούτελό του και την ρώτησε «Καλά πώς έγινε;» «Τι να σου πω» απάντησε εκείνη «Μάλλον είχε χυθεί κάτι, από τα πράγματα που είχε ψωνίσει η υπηρέτρια και γλίστρησε». Την υπόλοιπη μέρα ο Κώστας έτρεχε να καλύψει τον κακομοίρη τον υπάλληλο, που ήταν στο νοσοκομείο μες στον γύψο. Κανόνισε να αποζημιωθεί και να τον προσέξουν, μπας και γλυτώσουν τη μήνυση. Τελική κατά το βράδυ, ξεκίνησε να γυρίσει σπίτι, αφού σταμάτησε να φάει κάτι πρόχειρο στον δρόμο. Σε όλη την διαδρομή σκεφτόταν το δηλητηριασμένο φαί «Θα πείνασε δεν μπορεί και θα έφαγε. Θα πάω και θα την βρω τέζα επιτέλους. Μπορούμε να πούμε ότι από την στενοχώρια για το ατύχημα, δεν άντεξε, και αυτοκτόνησε». Ο Κώστας παρκάρει κάτω από το σπίτι. Με τρεμάμενα πόδια και με όλο ελπίδα ανεβαίνει στο σπίτι. Ανοίγει την πόρτα και κοιτά γύρο του. Η τηλεόραση ανοιχτή και στον καναπέ η Τούλα με το κεφάλι να ακουμπά πίσω. «Καλησπέρα Τούλα» λέει ο Κώστας, αλλά απάντηση καμία. Η Τούλα ασάλευτη. Πλησιάζει περισσότερο, με ακόμα ποιο πολύ να τρέμει. «Τούλα» ξαναλέει, «Τούλα είσαι καλά» και πλησιάζει. Το κεφάλι της πίσω και τα μάτια της κλειστά. Με τρεμάμενο χέρι την σκουντά. Τίποτα καμία απάντηση. Η σκέψη του ανάμεσα στην χαρά και λύπη, από την μια θα την ξεφορτωνόταν, από την άλλη λίγες τύψεις ότι την είχε σκοτώσει. Γυρίζει να πιάσει το τηλέφωνο από το τραπεζάκι μπροστά από τον καναπέ, να καλέσει ασθενοφόρο, πεπεισμένος ότι είναι νεκρή. Σκύβει να το πιάσει και νιώθει κάτι να του ακουμπά τα οπίσθια, και μια φωνή να του λέει. «Είσαι μπροστά και δεν βλέπω. Τελείωνε πια με το τηλέφωνο». Πάλι κραυγή και ο Κώστας πάνω στο τραπεζάκι στα τέσσερα να τρέμει σαν βρεγμένη γάτα. «Τι έπαθες τρόμαξες» του είπε η Τούλα; Ο Κώστας χωρίς να πεί λέξη, μόνο γνέφοντας με το κεφάλι ένα «ΝΑΙ» κατέβηκε από το τραπεζάκι και πήγε στην κουζίνα να βάλει λίγο νερό. Έπρεπε να καταπιεί τον γρόμπο που είχε σφηνώσει στο λαρύγγι του. Όταν συνήρθε λίγο, το μάτι του παίρνει το τάπερ άδειο. «Τι έγινε, έφαγε το φαί και δεν έπαθε τίποτα» σκέφτηκε. Βγαίνει στην πόρτα της κουζίνας και την ρωτά «Δεν έμεινε τίποτα για φαί;» «Κάνε κάτι πρόχειρο» παίρνει την πρώτη απάντηση «Το έβαλα σε κάτι γατάκια που είχαν μαζευτεί στο διπλανό οικόπεδο» η δεύτερη και ποιο τρανταχτή. Τα μάτια του Κώστα γουρλωμένα και το μυαλό του να λέει «πάνε τα γατάκια. Κρίμα». Η απογοήτευση του μεγάλη «Δεν θα τα καταφέρω ποτέ. Δεν αντέχω άλλο. Τα παρατάω. Είμαι καταδικασμένος». Και ένας λυγμός πνίγηκε πρίν καλά καλά βγεί. Είχε περάσει σχεδόν ένας μήνας. Ο Κώστας δεν σκεφτόταν πια τον φόνο. Είχε μαζέψει και όλα τα βιβλία και τα πήγε σε έναν που πουλούσε παλιά βιβλία, μήπως πάρει κάνα ευρώ πίσω. Ένα πρωινό που ήταν πεσμένος πάνω από τα χαρτιά του, χτυπά το τηλέφωνο. Ήταν η Τούλα «Έλα Κώστα, χθες πήγα στο συνεργείο το αυτοκίνητό μου. Τους είπα να το φέρουν εκεί και θα περάσω το μεσημέρι να το πάρω. Κανόνισε να πληρώσεις τον άνθρωπο». Στο μυαλό του Κώστα ήρθε η εικόνα, η Τούλα με το αυτοκίνητο της να μην σταματά και να μπαίνει στην μεγάλη λεωφόρο ποιο κάτω από το μαγαζί. Αυτοκίνητα ή καλύτερα κάνα φορτηγό να την παρασύρει. Το σχέδιο ήταν ωραίο. Κάποιο λάθος από το συνεργείο. Όταν έφεραν το αυτοκίνητο και το πάρκαραν στο πάρκιν, ο Κώστας βρήκε την ευκαιρία και έκοψε το σωληνάκι των φρένων. Ο κατηφορικός δρόμος θα την πήγαινε κατευθείαν στο κέντρο της λεωφόρου. Δεν πέρασαν πολλές ώρες και η Τούλα φάνηκε στην πόρτα του γραφείου. «Καλός την» την καλωσόρισε ο Κώστας «το αυτοκίνητο σου είναι κάτω στο πάρκιν». Η Τούλα άπλωσε το χέρι της και εκείνος της έδωσε τα κλειδιά. «Ωραία» του είπε «Θα σε δώ το βράδυ» και γύρισε να φύγει. Ο Κώστας σηκώθηκε από την καρέκλα του και ακλουθώντας την είπε «Να σε συνοδέψω» δεν ήθελε να χάσει το θέαμα. Κατέβηκαν μαζί και πήγαν στο πάρκιν. Η Τούλα μπήκε στην θέση του οδηγού και ο Κώστας προσέχοντας να μην βρεθεί μπροστά από το αυτοκίνητο πήγε στην πίσω πλευρά του. Η Τούλα, άναψε την μηχανή, έβαλε ταχύτητα, πάτησε το γκάζι, άφησε το αμπραγιάζ και κόλλησε το αυτοκίνητο στον τοίχο παρασύροντας τον Κώστα. Ο Κώστας άνοιξε τα μάτια του. Στο άσπρο ταβάνι μια σειρά από φώτα και σωληνάκια να κρέμονται από μία βάση. Πονούσε παντού. Γύρισε το κεφάλι του στο πλάι και είδε το πρόσωπο της Τούλας. «Μην κουνιέσαι Κώστα μου» του είπε και ένα δάκρυ κύλισε από τα μάτια της. «Συγνώμη. Τι αδέξια που είμαι» είπε «δεν το ήθελα. Κόντεψα να σε σκοτώσω και τι θα έκανα μετά χωρίς εσένα;» Πρώτη φορά σε τόσα χρόνια γάμου, ο Κώστας την έβλεπε να ζητά συγνώμη και να κλαίει για εκείνον. Μήπως είχε κάνει λάθος και έφταιγε εκείνος. Μήπως δεν έβλεπε ότι η Τούλα τον αγαπούσε;. Στο μυαλό του, ήρθαν οι φορές που προσπάθησε να την σκοτώσει και απέτυχε. Τώρα έπρεπε να αναθεωρήσει όλα. Έπρεπε να αρχίσουν από την αρχή, με διαφορετικό προσανατολισμό. By Chris Mad 4 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
MadnJim Posted December 11, 2015 Share Posted December 11, 2015 Χαχαχα, ρε τον γκαντέμη! Του βγήκε σε καλό όμως τελικά η γκαντεμιά του, ε; Διασκεδαστική ιστορία, αν και αρκετά τετριμμένη σε κάνα δυο σημεία γέλασα, και γενικά τη διάβαζα και χαμογελούσα. Να 'σαι καλά φίλε μου. 1 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Βελόρεν Posted December 11, 2015 Share Posted December 11, 2015 (edited) Ξέχασες να γράψεις πως η Τούλα θα έλεγε σίγουρα, αν την ρωτούσαν, πως ήταν αυτοδημιούργητη. Ξέρεις... όπως κάνουν όλοι όσοι τα βρίσκουν έτοιμα στη ζωή τους... Π Ο Λ Λ Η γκαντεμιά όμως βρε παιδί μου! Edited December 11, 2015 by Βελόρεν Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Lady Nina Posted December 11, 2015 Share Posted December 11, 2015 χαχα Πλάκα είχε! Μου θύμισε λίγο ένα-δυο επεισόδια από Δέκατη Εντολή! Κάποιες λέξεις που σου έχουν ξεφύγει διορθώνονται πανεύκολα με ένα-δυο περάσματα. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
SymphonyX13 Posted December 11, 2015 Share Posted December 11, 2015 Διασκεδαστική, αστεία ιστορία που την ευχαριστήθηκα. Αυτό θα πει γκαντεμιά όμως! Λίγο ο τίτλος, λίγο η υπόθεση, θυμήθηκα αυτήν την ταινία του 1986 με τον φοβερό Danny DeVito! Πάνε πολλά χρόνια από τότε που την είδα τελευταία φορα, καιρός να την ξαναδώ μου φαίνεται! Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
chrismad Posted December 11, 2015 Author Share Posted December 11, 2015 Ευχαριστώ για τα σχολειά σας. Ο καθηγητής και φίλος μου Καστρινάκης είχε πεί κάποτε «όταν μπορέσεις να προσφέρεις έστω και για δύο λεπτά ένα χαμόγελο σε συνάνθρωπό σου, είναι σαν να έχεις φυτέψει ένα λουλούδι. Αν φυτέψεις πολλά θα μπορείς να πεις ότι έκανες έναν κήπο χαράς». 3 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Silvertooth Posted December 11, 2015 Share Posted December 11, 2015 Ντάξει, τ' άξιζε όλα ο τυπάς. Συνήθως είμαι με τη μεριά του Ντόναλτ (vs Γκαστόνε), κογιότ (vs Road Runner), Τομ (vs Τζέρι) κτλ, αλλά σε τούτο ήμουν με την Τούλα. Φάση είχε. Μ' άρεσε η μετάβαση του καλού και αδικημένου της υπόθεσης σε αντιήρωα. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Recommended Posts
Join the conversation
You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.