Jump to content

Ο άτυχος


MadnJim

Recommended Posts

Όνομα Συγγραφέα: MadnJim
Είδος: Troll story
Βία; Όχι
Σεξ; Όχι
Αριθμός Λέξεων: Περίπου 2000
Αυτοτελής; Ναι
Σχόλια: Πρόκειται για άλλη μια από τις διασκευές μου σε ανέκδοτα, παλιότερη και σχετικά ξεχασμένη, που τη θυμήθηκα διαβάζοντας αυτή και είπα να την ανεβάσω για να διασκεδάσετε. Ελπίζω να γελάσετε πολύ. :)
 
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
 
Ο ΑΤΥΧΟΣ
 
          «Όχι ρε γαμώ το» αναφώνησε ο Μιχάλης μόλις είδε το ψηφιακό ρολόι στο κομοδίνο του να λέει εννέα παρά είκοσι.
          Στις εννιάμισι είχε το σημαντικότερο ραντεβού της καριέρας του, θα συναντούσε τον εκπρόσωπο των Κινέζων επενδυτών για να κλείσουν τη συμφωνία για την αντιπροσωπία της εταιρίας του σε ολόκληρη την Κίνα. Πετάχτηκε όρθιος, ενώ η γυναίκα του απλώς άλλαζε πλευρό, πάτησε στραβά στην παντόφλα του, έχασε την ισορροπία του και έπεσε με το κεφάλι πάνω στην πόρτα αποκτώντας ένα ολοστρόγγυλο καρούμπαλο.
          «Γαμώ το, γαμώ το, γαμώ το» έβρισε ξανά ενώ στριφογύριζε κρατώντας με τα δυο του χέρια το κεφάλι του.
          «Θα σκάσεις καμιά φορά;» ακούστηκε η φωνή της γυναίκας του πνιχτή μέσα από τα σκεπάσματα.
          Ξαναέβρισε, μέσα από τα δόντια του αυτή τη φορά, και βγήκε από το δωμάτιο. Πήγε βιαστικά στην τουαλέτα και πήρε την ξυριστική του μηχανή για ένα γρήγορο φρεσκάρισμα, μόνο για να ανακαλύψει μόλις τέλειωσε το ένα μάγουλο ότι είχε ξεχάσει να την φορτίσει. Η ώρα πέρναγε βασανιστικά. Έβαλε αφρό κακήν κακώς, και με ένα ξυραφάκι που βρήκε ξυρίστηκε όσο πιο γρήγορα μπορούσε χωρίς να γίνει η μούρη του σαν φανέλα του Ολυμπιακού.
          Ντύθηκε άρον άρον και έφυγε, φορώντας ακόμα τα παπούτσια του στο διάδρομο της πολυκατοικίας χοροπηδώντας στο ένα πόδι ενώ κρατούσε το χαρτοφύλακα με τα δόντια. Οδήγησε σαν τρελός μέσα στην κίνηση, τρεις πεζοί την γλύτωσαν παρατρίχα σε αντίστοιχα φανάρια που δεν σταμάτησε στο κόκκινο. Όταν έφτασε όμως στο γραφείο ήταν ήδη αργά. Οι Κινέζοι είχαν φύγει λίγα λεπτά πριν, και είχαν ακυρώσει τη συμφωνία επειδή δεν ήταν εκεί στην ώρα του και φάνηκαν στα μάτια τους αφερέγγυοι. Ήταν στην κουζίνα όταν ήρθε η γραμματέας  του προέδρου και του είπε πως τον θέλει στον πάνω όροφο.
          Πήγε με κομμένα τα γόνατα. Ήταν σίγουρος γιατί τον ήθελε. Σ' αυτή τη συμφωνία είχαν επενδύσει πολλά, και έπρεπε να την κλείσουν οπωσδήποτε αλλιώς θα πέφτανε κεφάλια. Δεν έγινε τίποτα λιγότερο απ' ότι περίμενε.
          «Κύριε διευθυντά με ζητήσατε;» είπε μουδιασμένα μόλις μπήκε στο γραφείο του.
          «Πού στο διάολο ήσουν;» πετάχτηκε αυτός όρθιος αμέσως μόλις τον είδε.
          «Ξέρετε κύριε διευθυντά» ξεκίνησε μάταια μια απέλπιδα προσπάθεια να δικαιολογηθεί.
          «Δεν ξέρω κι ούτε με νοιάζει, ακούς; Ούτε με νοιάζει! Απολύεσαι!»
          «Μα κύριε διευθυντά να σας εξηγήσω...»
          «Κουφός είσαι ή βλάκας; Απολύεσαι! Εξαφανίσου από τα μάτια μου»
          Γύρισε κι έφυγε με το κεφάλι κατεβασμένο. Πέρασε από το λογιστήριο, υπόγραψε την απόλυσή του, άκουσε τις διαβεβαιώσεις της λογίστριας πως εντός του μήνα θα κατατίθονταν στο λογαριασμό του η αποζημίωση, και βγήκε από το κτίριο. Ένιωθε χάλια. Σκέφτηκε για μια στιγμή να πάει στο καφέ απέναντι από την εταιρία να καθίσει για λίγο να ηρεμήσει πριν γυρίσει σπίτι, αλλά το μετάνιωσε. Ήθελε να κρυφτεί στο κρεβάτι του, αυτό ήθελε. Πήγε στο πάρκινγκ και κατευθύνθηκε αμέσως στη θέση που συνήθως παρκάρει το αυτοκίνητό του. 
          Έμεινε ακίνητος να κοιτάει την άδεια θέση. Το αυτοκίνητό του δεν ήταν εκεί! Του το είχανε κλέψει! Κάθισε αφηρημένα στο καπό μιας μαύρης Μερσεντές που ήταν εκεί δίπλα και πετάχτηκε σαν να ζεματίστηκε από το συναγερμό που άρχισε να ουρλιάζει μόλις την ακούμπησε. Αμέσως ήρθαν τρέχοντας δύο σεκιουριτάδες, τον άρπαξαν και τον έριξαν με φόρα στο τσιμεντένιο πάτωμα ακινητοποιώντας τον. Η Μερσεντές ήταν του διευθυντή, που κατέβηκε φουριόζος όταν τον ειδοποίησαν ότι κάποιος πήγε να του κλέψει το αυτοκίνητο αλλά τον έπιασαν στα πράσα.
          «Εσύ;» του είπε μόλις τον είδε δεμένο με τις χειροπέδες στο κιόσκι του θυρωρού.
          «Κύριε διευθυντά μου κλέψανε το αυτοκίνητο» ξεκίνησε να λέει ο Μιχάλης, αλλά οι σεκιουριτάδες τον καθίσαν πάλι κάτω με το ζόρι.
          «Και σκέφτηκες να πάρεις το δικό μου ρε αλήτη; Γιατί, επειδή σε έδιωξα από την εταιρία;»
          «Όχι κύριε διευθυντά, παρεξήγηση, εγώ, δηλαδή, να σας εξηγήσω...»
          Με τα πολλά κατάφερε να τους πει τι έγινε και τον άφησαν να φύγει. Τσαλακωμένος, λερωμένος, με πληγές στους καρπούς του από τις χειροπέδες, κι έναν δυνατό πονοκέφαλο από τις περιποιήσεις των σεκιουριτάδων μέχρι να κατέβει ο διευθυντής και να λυθεί η παρεξήγηση, άρχισε να ψάχνει για ταξί. Σταμάτησε ένα και μπήκε στο πίσω κάθισμα.
          «Στην οδό Ατυχίας 13 παρακαλώ» είπε στον ταξιτζή τη διεύθυνσή του, μια στιγμή πριν τον χτυπήσει η μυρωδιά του τσίπουρου.
          «Μά'στααα, έφτακεεε...» απάντησε εκείνος, και ξεκίνησε αφήνοντας μια σεβαστή ποσότητα ελαστικού στην άσφαλτο.
          Οδηγούσε σαν μεθυσμένος, πιθανότατα επειδή νωρίτερα περίμενε στην πιάτσα πίνοντας μερικά τσιπουράκια, για να κυλήσει το αίμα καλύτερα όπως συνήθιζε να λέει στους συναδέλφους του όταν τον ρωτούσαν γιατί πίνει πρωί πρωί. Η ευθεία ήταν άγνωστη λέξη γι' αυτόν. Έκανε σλάλομ ανάμεσα στα άλλα αυτοκίνητα σαν να έτρεχε σε αγώνα επίδειξης, τα φανάρια τα θεωρούσε εντελώς άσκοπο έξοδο της πολιτείας, ενώ η άποψή του για τους πεζούς έδινε άλλη χρησιμότητα  στο αστέρι στο καπό του ταξί του, το είχε για στόχο. Όταν φτάσανε κατέβηκε σχεδόν μπουσουλώντας, ευχαριστώντας το θεό που πατούσε πάλι έδαφος. Ο ταξιτζής έφυγε χωρίς καν να περιμένει να πληρωθεί, τραγουδώντας δυνατά το “Πήγαινέ με όπου θέλεις ταξιτζή” . Ο Μιχάλης τον φώναξε κάνοντας νοήματα και πηδώντας για να τον δει, αλλά μάταια, έστριψε στη γωνία κι εξαφανίστηκε. 
Έκανε να βάλει το πορτοφόλι του πίσω στη τσέπη του και τότε αντιλήφθηκε πως δεν το κράταγε στο χέρι του όπως νόμιζε. Έψαξε στη μέσα τσέπη του σακακιού του που το βάζει πάντα, αλλά δεν ήταν ούτε εκεί. Ανησύχησε, γιατί είχε μέσα από την προηγούμενη μέρα τα λεφτά από το μισθό του, όπως τα είχε βγάλει από το ΑΤΜ. Κοίταξε στις πλαϊνές τσέπες, τίποτα, μόνο ένα χρησιμοποιημένο χαρτομάντηλο. Ψαχούλεψε την κωλότσεπη, πάλι τίποτα. Στο μυαλό του γυρόφερνε επιδεικτικά η εικόνα του να κυλιέται στο πάτωμα του ταξί όταν ο οδηγός έκανε εκείνο το εντυπωσιακό χειρόφρενο στην στρογγυλή πλατεία, που έριξε με το πίσω μέρος όλα τα τραπεζάκια παρακείμενης καφετερίας που καταπατούσαν το πεζοδρόμιο, μαζί με τις καρέκλες και μερικούς από τους θαμώνες που πίνανε ήσυχοι το καφεδάκι τους και δεν πρόλαβαν να πεταχτούν έξω από την πορεία του. Κατάλαβε ότι μάλλον εκεί θα του έπεσε από την τσέπη.
          Κοίταξε προς τον ουρανό σηκώνοντας τα χέρια του ψηλά.
          «Τι άλλο θεέ μου» φώναξε αγανακτισμένος.
          Ένα περιστέρι πέρναγε εκείνη τη στιγμή από πάνω του και αποφάσισε πως είναι μια καλή ώρα για την πρωινή του ανακούφιση. Η κουτσουλιά πέτυχε τον Μιχάλη ακριβώς στο μέτωπο, κι άρχισε να στάζει ζεστή στο πλάι της μύτης του. Έβγαλε ανήμπορος το χαρτομάντηλο και σκουπίστηκε με στωικότητα. Το μόνο που ήθελε ήταν να πάει στο σπίτι του, στο κρεβάτι του, να χωθεί κάτω από τα σκεπάσματα και να κλάψει με την ησυχία του.
          Ανέβηκε τα σκαλιά της πολυκατοικίας του και μπήκε στο ασανσέρ. Τη στιγμή που πατούσε το κουμπί για τον όροφό του, η νέα καθαρίστρια, μία Ελληνίδα κυρία που έκανε την Αλβανή για να μπορέσει να βρει δουλειά στο τοπικό γραφείο ευρέσεως εργασίας, δεν άντεχε άλλο την αϋπνία γιατί τα βράδυα ήταν αποκλειστική νοσοκόμα ενός παππού που μεταξύ άλλων είχε και ακράτεια και έπρεπε να τον αλλάζει κάθε τρεις και λίγο, και αναποδογύρισε κλοτσώντας κατά λάθος τον κουβά ενώ σφουγγάριζε τη σκάλα. Τα νερά πετάχτηκαν μέχρι τον πίνακα του ηλεκτρικού και έκαναν ένα ωραίο βραχυκύκλωμα, που έριξε όλες τις ασφάλειες ακινητοποιώντας και το ασανσέρ μεταξύ πρώτου και δευτέρου ορόφου. Η καθαρίστρια μάζεψε γρήγορα τον κουβά και τα νερά, και έκανε την ανήξερη για να μη βρει κάνα μπελά και χάσει τη δουλειά της. Έτσι, ο ηλεκτρολόγος της γειτονιάς που ήρθε μετά από μισή ώρα, αποφάνθηκε αφού κοίταξε τον πίνακα για λίγα λεπτά ξύνοντας με σοβαρό ύφος το αξύριστο σαγόνι του, πως είναι κλασική περίπτωση βλάβης, κι εν μέσω έντονων παραπόνων από τους ένοικους που είχαν μαζευτεί και απειλούσαν τον διαχειριστή ότι αν χάσουν τη Φαίη και τον Λιάγκα θα τον λυνσάρουν, έστειλε τον βοηθό του να πεταχτεί να πάρει έναν καινούριο πίνακα από τον συνεταιρισμό ηλεκτρολόγων λίγο έξω από την πόλη.
          Κόντευε μεσημέρι όταν άκουσε κάποιος τον Μιχάλη να ωρύεται ανάμεσα στους ορόφους και φώναξε την πυροσβεστική για να τον βγάλουν. Παραδομένος εντελώς έσυρε το βήμα του στις σκάλες μέχρι τον πέμπτο όπου ήταν το διαμέρισμά του και ξεκλείδωσε με κόπο την πόρτα του. Η γυναίκα του δεν είχε ανοίξει τις γρίλιες, και στο μισοσκόταδο δεν είδε το κασελάκι με τα εργαλεία του υδραυλικού που είχε έρθει επιτέλους για να σφίξει τη βρύση στο μπάνιο που έσταζε ένα μήνα τώρα. Σκόνταψε πάνω του, αιωρήθηκε για δυο στιγμές μετέωρος, και μετά πήρε μαζί του τον καλόγερο με τα παλτά και τις ομπρέλες και σωριάστηκε στο χαλί του διαδρόμου, χτυπώντας για δεύτερη φορά στην ίδια μέρα με το κεφάλι του την πόρτα της κρεβατοκάμαρας. Η πόρτα άνοιξε, και ο Μιχάλης καθώς χρησιμοποιούσε τις τελευταίες του δυνάμεις για να σηκωθεί είδε τον υδραυλικό γυμνό πάνω από την επίσης γυμνή γυναίκα του, να τον κοιτάνε κι οι δυο ξαφνιασμένοι γεμάτοι απορία. 
          «Αγάπη μου τι κάνεις εδώ τέτοια ώρα;» τον ρώτησε αυτή.
          «Φίλε ήρεμα, συμβαίνουν αυτά» είπε ταυτόχρονα ο υδραυλικός.
          Δεν μίλησε, παρά έσκυψε ξανά το κεφάλι και γύρισε την πλάτη. Έφυγε με αργό βήμα, εντελώς καταβεβλημένος, με ένα τεράστιο κενό στο μυαλό του ακριβώς κάτω από το επίσης τεράστιο καρούμπαλο στο μέτωπό του, που δίπλα δίπλα με το πρωινό καρούμπαλο έμοιαζαν πολύ ύποπτα με κέρατα. Κατέβηκε τις σκάλες, πέρασε ανάμεσα στους ενοίκους που ακόμα τσακώνονταν στο ισόγειο μεταξύ τους, και βγήκε έξω στο δρόμο όπου στάθηκε και για μια ακόμα φορά σήκωσε το βλέμμα του ψηλά με παράπονο.
          «Είμαι μαλάκαααας...» ξέσπασε φωνάζοντας με όση δύναμη είχε.
          «Δεν είσαι ο μόνοοος...» του απάντησε κάποιος από διπλανή πολυκατοικία.
          Κοίταξε γύρω του ξαφνιασμένος, αλλά γρήγορα αποφάσισε να αγνοήσει τη φωνή και να γυρίσει στη μιζέρια του. Τώρα πια δεν ήθελε να κρυφτεί στο κρεβάτι του. Τώρα ήθελε να δώσει ένα τέλος στη ζωή του να ησυχάσει μια κι έξω, δεν άντεχε άλλο. Άρχισε να περπατάει χωρίς προορισμό ενώ μια ξαφνική μπόρα μετέτρεπε τους δρόμους σε κωπηλατοδρόμια.
          Λίγη ώρα αργότερα καθόταν σ' ένα μπαρ, κοιτώντας αμίλητος το γεμάτο ποτήρι μπροστά του ενώ έσταζε ολόκληρος στο ξύλινο πάτωμα. Η δυστυχία του ήταν τόσο φανερή που ο μπάρμαν δεν του είπε απολύτως τίποτα όταν τον είδε έτσι μούσκεμα να κάθεται στο ψηλό σκαμπό. Δεν σκέφτηκε έτσι όμως κι ο σωματώδης τύπος που μπήκε κι άρχισε να ενοχλεί τον κόσμο, μέχρι που έφτασε και δίπλα στον ακίνητο Μιχάλη. Άπλωσε το χέρι του, πήρε το γεμάτο ποτήρι, το άδειασε μονορούφι, και μετά ρεύτηκε δυνατά και σκούπισε με την ανάστροφη το στόμα του ενώ ακουμπούσε το άδειο ποτήρι πίσω στη θέση του μπροστά στον απελπισμένο φίλο μας. Αυτός το μόνο που έκανε ήταν να γυρίσει, τον κοίταξε με τα κατακόκκινα γεμάτα φλεβίτσες μάτια του, και έβαλε τα κλάματα. Λυγμοί τον τράνταζαν ολόκληρο, αναφυλητά έβγαιναν από τα βάθη της ψυχής του. Ο σωματώδης τύπος ένιωσε άσχημα, κάτι πραγματικά σπάνιο γι' αυτόν.
          «Εντάξει ρε φίλε, μη κάνεις έτσι» του είπε κουνώντας τον από τον ώμο.
          Ο Μιχάλης συνέχισε να κλαίει σπαρακτικά.
          «Ρε φιλαράκι, θα σου παραγγείλω άλλο ποτό, μη κάνεις έτσι» ξανάπε ο τύπος.
          Ο Μιχάλης τον κοίταξε με τα δάκρυα να τρέχουνε ποτάμι στα μάγουλά του. Ρούφηξε δυνατά τη μύτη του και κούνησε αργά το κεφάλι του.
          «Δεν φταις εσύ φίλε» του απάντησε με ραγισμένη φωνή, «είναι η μέρα που μου πάει τόσο στραβά. Το πρωί άργησα να ξυπνήσω κι έχασα ένα σημαντικό ραντεβού με αποτέλεσμα το αφεντικό μου να με απολύσει. Βγήκα από την εταιρία και είδα ότι μου είχαν κλέψει το αυτοκίνητο, και με κατηγόρησαν μάλιστα ότι εγώ ήθελα να κλέψω το αυτοκίνητο του αφεντικού μου και με χτύπησαν μέχρι να τους εξηγήσω πως εγώ ήμουν το θύμα. Μετά πήρα ένα ταξί να πάω σπίτι και ο ταξιτζής ήταν μεθυσμένος και κόντεψε να με σκοτώσει τουλάχιστον τριάντα φορές μέχρι να φτάσουμε, κι όταν έφυγε ανακάλυψα πως μου είχε πέσει μέσα στο ταξί το πορτοφόλι μου με όλα μου τα λεφτά»
          «Όχι ρε φίλε, και τι έκανες;» τον ρώτησε ο άγνωστος τύπος γεμάτος ενδιαφέρον.
          «Τι να κάνω; Ένα περιστέρι με κουτσούλισε, κλείστηκα στο ασανσέρ, κουτούλησα στην πόρτα της κρεβατοκάμαράς μου,...»
          «Τι λες τώρα!»
          «...έπιασα τη γυναίκα μου αγκαλιά με τον υδραυλικό, έφαγα τη βροχή της ζωής μου,...»
          «Απίστευτο!»
          «...και πάνω που αποφάσισα πως δεν πάει άλλο κι είπα να αυτοκτονήσω μπαίνεις εσύ ρε φίλε και μου πίνεις μονορούφι το δηλητήριο;»..-
                                                                                                  By MADnJIM

 

  • Like 6
Link to comment
Share on other sites

Και αναρωτιόμουν πότε θα την ανέβαζες αυτήν την ιστορία. Απολαυστική, από τις ιστορίες σου που έχω ρίξει πολύ γέλιο διαβάζοντας την, αν και η πρωτιά ακόμα ανήκει στα γερόντια! Πολλές στιγμές με έκαναν να γελάσω ξανά, με αγαπημένη αυτήν...

 

 

«Είμαι μαλάκαααας...» ξέσπασε φωνάζοντας με όση δύναμη είχε.

          «Δεν είσαι ο μόνοοος...» του απάντησε κάποιος από διπλανή πολυκατοικία."
 
 

 

 

 

 

:rofl2: :rofl2: :rofl2:

 

 

  • Like 1
Link to comment
Share on other sites

Δεν υπάρχει φίλε μου... Δεν υπάρχει! Τσίριξα πολλές φορές, ειλικρινά. 

 

Μέσα σε μία σωρεία κορυφαίων, κράτησα τα εξής 2. (Κουτσουρεμένα για να μη βάλω καν spoil):

 

...πως είναι μια καλή ώρα για την πρωινή του ανακούφιση...

...Δεν είσαι ο μόνοοος...

 

Και το ''twist'' στο τέλος... Χε, χε!

 

Φοβερό! :)

Edited by GeorgeDamtsios
  • Like 1
Link to comment
Share on other sites

Ούτε ο Ντόναλτ να 'τανε.

 

Το καλύτερο ήταν το τέλος, όχι μόνο για του τουίστ, αλλά για το πως συγκινήθηκε ο σωματαράς όταν ο άλλος άρχισε να κλαίει.

 

Νάις ουάν.

  • Like 1
Link to comment
Share on other sites

Χαίρομαι πάρα πολύ που γελάσατε! Τα εύσημα φυσικά στο ανέκδοτο που είναι από τα κορυφαία (γιατί όπως έγραψα και στον πρόλογό μου πρόκειται για διασκευή ανέκδοτου). Να είστε καλά όλοι, και να γελάτε όσο περισσότερο μπορείτε. :)

  • Like 1
Link to comment
Share on other sites

Φυσικά είχα λιώσει στο γέλιο με την ιστορία και μόλις έφτασα στο τέλος είπα: Μα δεν γινόταν και χωρίς μια ανατροπή γινόταν; 

Είσαι φοβερός φίλες μου και είχα την χαρά να απολαύσω την ιστορία μιας και δεν ήξερα το ανέκδοτο.

  • Like 1
Link to comment
Share on other sites

Join the conversation

You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.

Guest
Reply to this topic...

×   Pasted as rich text.   Paste as plain text instead

  Only 75 emoji are allowed.

×   Your link has been automatically embedded.   Display as a link instead

×   Your previous content has been restored.   Clear editor

×   You cannot paste images directly. Upload or insert images from URL.

Loading...
×
×
  • Create New...

Important Information

You agree to the Terms of Use, Privacy Policy and Guidelines. We have placed cookies on your device to help make this website better. You can adjust your cookie settings, otherwise we'll assume you're okay to continue..