Jump to content

FFL #13 (Cassandra Gotha vs Eugenia Rose vs Elli Sketo vs elgalla vs Lady Nina vs MadnJim vs Mesmer vs Morfeas vs Nihilio vs Nienor vs Sonya vs jjohn)


Natasha

  

18 members have voted

  1. 1. Τα 4 διηγήματα που μου άρεσαν περισσότερο είναι:

    • Ο Αδάμ (Eugenia Rose)
      1
    • Η Τελευταία Ελπίδα της Ανθρωπότητας (Madnjim)
      1
    • Γκρίζο χιόνι (Nihilio)
      1
    • Κοινωνική εργασία (Elli Sketo)
      7
    • Η Αιώνια Πόλη (Cassandra Gotha)
      6
    • Το δώρο του χιονιού (Nienor)
      11
    • Κυρά του Χιονιού (jjohn)
      5
    • Ο Χιονιάς (Mesmer)
      2
    • Κόκκινο Χιόνι (Sonya)
      12
    • Καμώματα από Χιόνι (Lady Nina)
      10
    • Για μια χούφτα χιόνι (Morfeas)
      8
    • Λευκά Χριστούγεννα (elgalla)
      8

This poll is closed to new votes


Recommended Posts

Τώρα μπήκα σπίτι. Διάβασμα μικρού -ελπίζω να είμαι σε θέση μάχης στις 22:00....

  • Like 2
Link to comment
Share on other sites

Είμαι στη θέση μου, με το λάπτοπ αγκαλιά και αναμένω την ανακοίνωση του θέματος.

  • Like 3
Link to comment
Share on other sites

Τρώω κάτι και δηλώνω έτοιμος να κατεβώ στην αρένα.Δεν τρέφω πάντωςκαι πολλές ελπίδες :)

  • Like 2
Link to comment
Share on other sites

Το μωρό κοιμάται, η γυναίκα είναι κλειδωμένη στο υπόγειο. Δηλώνω έτοιμος.

 

 

 

Πέρα από την πλάκα, ο μικρός έκανε εμβόλιο σήμερα (δεύτερη φορά στη ζωή του) και είναι λίγο γκρινιάρης. Ελπίζω να κάνει λίγη υπομονή και ν' αφήνει τον πατέρα του να γράψει. Του έχω εξηγήσει τους κανόνες του FFL και καταλαβαίνει ότι δεν μπορούμε να πατήσουμε pause σε online διαγωνισμό συγγραφής.

 

 

  • Like 9
Link to comment
Share on other sites

Νυστάζω τόοοσο πολύ... Μα γιατί είμαι τόοοσο κουρασμένη; Θέλω να δω τι θα γράψω. Θα γράψω, όμως. Έστω και παρα

 

-ντουπ-

  • Like 4
Link to comment
Share on other sites

Το θέμα σας είναι ΧΙΟΝΙ  :skiing:

 

Γράφτε, γράφτε.

 

Σφυρίζω σε μιάμιση ώρα.

 

Καλή επιτυχία  :victory:

post-3700-0-04737000-1450209346_thumb.jpg

post-3700-0-83831500-1450209358.jpeg

post-3700-0-20822500-1450209367.jpg

  • Like 7
Link to comment
Share on other sites

Το θέμα ήταν τόσο προφανές που ούτε που μου πέρασε από τον νου ότι όντως θα ήταν χιόνι. :p

Καλές εμπνεύσεις σε όλους!

  • Like 1
Link to comment
Share on other sites

Εγκαταλείπω, το παλεύω είκοσι λεπτά και δεν είχα κάποια ιδέα, τώρα ακόμα και αν έρθει δεν θα αρκεί ο χρόνος.

Καλή τύχη στους υπόλοιπους.

Link to comment
Share on other sites

Ας τα λέμε ότι άμα βρω κι ένα τέλος μέσα στο επόμενο τρίλεπτο θα γράψω και το υπόλοιπο :p

Link to comment
Share on other sites

Πολύ δύσκολο θέμα. Το μόνο που μου ήρθε στο μυαλό ήταν κάτι σε sci fi που δεν ξέρω καν αν λογίζεται εντός θέματος. Λυπάμαι, αλλά δεν κατάφερα να σκεφτώ κάτι καλύτερο.

 

650 λέξεις, ορίστε:

Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΕΛΠΙΔΑ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΟΤΗΤΑΣ

 

 
     «Επιτέλους, νόμιζα πως το σκάφος δεν είχε ενέργεια για να βγάλει άλλον από τη στάση, για λίγο τα χρειάστηκα!»
     Ο υπολοχαγός Ρεντ κοίταξε θολωμένος ακόμα γύρω του. Ο διάδρομος με τις κάψουλες κρυοστάσης έδειχνε ατελείωτος. Κάποιες είχαν ανοίξει, αλλά τα σώματα μέσα τους ήταν ακόμα παγωμένα κι ακίνητα.
     «Τι έγινε, φτάσαμε;» ρώτησε βραχνά τον Ταγματάρχη Τζάρεντ, και αμέσως πνίγηκε από έναν δυνατό βήχα.
     «Μη μιλάς ακόμα υπολοχαγέ, χρειάζεσαι μερικά λεπτά για να επανέρθεις πλήρως. Και, δεν ξέρω ούτε αν φτάσαμε, ούτε που είμαστε. Το πρόγραμμα του σκάφους με επανέφερε αυτόματα, και αμέσως μετά άνοιξε τη δική σου κάψουλα και κάποιες ακόμα. Δεν έχω την παραμικρή ιδέα γιατί, ελπίζω όμως το ταξίδι μας να πέτυχε»
     Ο υπολοχαγός σηκώθηκε με κόπο, και στηρίχτηκε στο πλαϊνό μεταλλικό τοίχωμα. Πάτησε μερικά πλήκτρα σε μια μικρή κονσόλα, και μια οθόνη άρχισε να αραδιάζει δεδομένα.
     «Οξυγόνο, καθαρότητα, αναπνεύσιμη ατμόσφαιρα, χαμηλή θερμοκρασία, δείχνει να πέτυχε ταγματάρχα»
     «Μακάρι υπολοχαγέ. Πόσα χρόνια πίσω πήγαμε, είμαστε μέσα στους αρχικούς υπολογισμούς για εφτακόσιες χιλιάδες όπως είχε προγραμματιστεί;»
     «Δεν μπορώ να σας απαντήσω με σιγουριά, ίσως πρέπει να περιμένουμε να επανέρθουν οι επιστήμονές μας. Πάντως σίγουρα η Γη δεν είναι κατεστραμμένη, κι αυτό ταγματάρχα εμένα μου φτάνει»
     «Τρελό σχέδιο! Ομολογώ πως η ιδέα να ταξιδέψουμε πίσω στο χρόνο πέντε χιλιάδες επιλεγμένοι για να σώσουμε την ανθρωπότητα ακόμα με ανατριχιάζει. Να σωθούμε, αφού πρώτα φροντίσαμε να φτάσουμε στο τέλος μας!»
     «Εντελώς ταγματάρχα! Η στάχτη σκέπαζε τα πάντα όταν έμπαινα στο σκάφος, και οι προβλέψεις έλεγαν πως στα πρώτα εικοσιτετράωρα θα έφτιαχνε ένα στρώμα τόσο παχύ που θα έθαβε και τους ουρανοξύστες! Έξω από τη βάση δεν υπήρχε κανείς ζωντανός όταν επιβιβαστήκαμε»
     «Λες εδώ να είναι όλα καταπράσινα έξω, όπως οι εικόνες που μας έδειχναν στο σεμινάριο προσαρμογής;»
     «Είμαι περίεργος να δω δέντρο από κοντά!»
     «Εγώ θέλω να δω το χορτάρι, έδειχνε μαλακό, και... και πράσινο!»
     «Ταγματάρχα η οθόνη δείχνει ότι άρχισε η επαναφορά σε όλες τις κάψουλες. Ίσως να είναι φρόνιμο να ξεκινήσετε την διαδικασία αποβίβασης, όταν επανέρθουν όλοι το σύστημα υποστήριξης ζωής του σκάφους δεν θα μπορεί να αντεπεξέλθει. Πρέπει να αποβιβαστούμε όλοι γρήγορα»
     «Θα προτιμούσα να είχαμε λίγο χρόνο να ρίξουμε πρώτα μια ματιά έξω»
     «Για ποιο λόγο ταγματάρχα; Το σκάφος έχει προγραμματιστεί για το ταξίδι, ξέρουμε ακριβώς τι πρόκειται να βρούμε μόλις βγούμε. Μια μεγάλη πεδιάδα, πιθανότατα κάποιο δάσος, καθαρό αέρα, θηλαστικά που δεν αποτελούν κίνδυνο για τον οπλισμό μας, είμαστε όλοι προετοιμασμένοι για να ξεκινήσουμε την πρώτη χρονοαποικία.»
     «Έχεις δίκιο υπολοχαγέ, πάω, εσύ μείνε εδώ και παρακολούθησε τη διαδικασία επαναφοράς»
     Ο ταγματάρχης Τζάρεντ πήγε στον πλησιέστερο θάλαμο κίνησης και έδωσε εντολή να μεταφερθεί στην γέφυρα ελέγχου. Στιγμές αργότερα στεκόταν μπροστά στην κεντρική κονσόλα και ρύθμιζε τις τελευταίες παραμέτρους για την αποβίβαση. Ο υπολοχαγός Ρεντ του ανάφερε από την ενδοεπικοινωνία πως η επαναφορά εξελισσόταν ομαλά, και ήδη οι πρώτοι χίλιοι είχαν μεταφερθεί εκτός του σκάφους.
     Όταν ο υπολογιστής του σκάφους επεσήμανε κάποιο λάθος στην λειτουργία του και ζήτησε χειροκίνητη επαλήθευση, οι χρονοεπιζώντες είχαν ήδη αποβιβαστεί όλοι. Ο ταγματάρχης πέρασε τα στοιχεία από την αρχή, και γεμάτος αγωνία κοίταξε το διορθωμένο αποτέλεσμα. Συνειδητοποιώντας τι διάβαζε όρμησε στον θάλαμο κίνησης και έδωσε εντολή να μεταφερθεί στον χώρο κρυοστάσης. Δεν υπήρχε κανείς εκεί, η επαναφορά και η αποβίβαση είχε μόλις ολοκληρωθεί. Μπήκε πάλι στον θάλαμο μεταφοράς και αυτή τη φορά ζήτησε να μεταφερθεί έξω από το σκάφος.
     Βρέθηκε βουτηγμένος στο χιόνι μέχρι το λαιμό. Γύρω του, μέχρι εκεί που έφτανε το βλέμμα του δεν υπήρχε τίποτ' άλλο εκτός από κατάλευκο παχύ χιόνι. Χιλιάδες κεφάλια εξείχαν, των χρονοεπιζώντων που είχαν αποβιβαστεί και βρέθηκαν εγκλωβισμένοι κι ανήμποροι να αντιδράσουν στην παγωμένη παγίδα θανάτου, άλλα ήδη νεκρά από το δριμύ ψύχος, κι άλλα να έχουν ζωγραφισμένη την απόγνωση καθώς πέθαιναν με ραγδαίους ρυθμούς. Το σκάφος είχε κάνει λάθος, αντί για εφτακόσιες χιλιάδες χρόνια πίσω τους ταξίδεψε εφτακόσια εκατομμύρια χρόνια στο παρελθόν, και μόλις είχαν αποβιβαστεί στην Κρυογενή Περίοδο, την εποχή που η Γη χαρακτηρίζεται και ως Χιονόμπαλα Γη.

                                                                      By MadnJim

 

Edited by MadnJim
  • Like 9
Link to comment
Share on other sites

Α μπα τίποτα. Πήγαινε να γίνει ποίημα, αλλά είμαι πολύ εκτός. Χρόνου δηλαδή.

Συγχαρητήρια στους γρήγορους και καλή τύχη σε όλους! Θα διαβάσω /σχολιάσω /ψηφίσω εννοείται.

  • Like 1
Link to comment
Share on other sites

ό,τι να ναι :p

 

1620 μαζί με τον τίτλο

 

Το δώρο του χιονιού

 

 

Χειμώνας. Κι όχι μόνο, την άλλη μέρα άλλαζε ο χρόνος. Κι όμως, στο μεγάλο αρχοντικό είχε μιζέρια και ησυχία την ίδια στιγμή που αλλού ο κόσμος γιόρταζε.

Το πευκοδάσος έξω από το αρχοντικό αργοσάλευε στον παγωμένο αέρα. Χιόνιζε από χτες και ήδη ο έξω κόσμος είχε μια αρκετά παχιά χιονένια κουβέρτα στρωμένη επάνω του. Οι θόρυβοι έμοιαζαν να πνίγονται εκτός από  κάποιο πατζούρι που χτυπούσε απαλά στον επάνω όροφο, μα ούτε η κυρία  Άνδρια ούτε και ο σύζυγός της είχαν τη διάθεση να ασχοληθούν μαζί του. Η φωτιά τριζοβολούσε στο αναμένο τζάκι απέναντί τους και τα επάνω δωμάτια είχαν πολλή υγρασία. Ο κύριος Αγκέρης διάβαζε την αλληλογραφία της δουλειάς του, η οποία φυσικά ήταν καθυστερημένη, αφού για να φτάσει οτιδήποτε επάνω στον Αιθέρα στην κορφή του βουνού, έπρεπε οι δρόμοι να είναι ανοιχτοί. Ο συνεργάτης του τού έγραφε πως οι αρχές έψαχναν ακόμα να βρουν τις πέντε φρεγάτες της εταιρείας τους που χάθηκαν ταυτόχρονα μέσα σε μία νύχτα, ένα περίπου δεκαήμερο πριν, από το πόρτο Αράνε. Καμία εξέλιξη δεν υπήρχε για το θέμα. Διάβαζε δυνατά για να μπορεί να ακούει η κυρία Άνδρια, η οποία του απαντούσε τακτικά με μικρά «μμμ...» ισιώνοντας τα σεμεδάκια στα έπιπλα του σαλονιού.

Με τον συγκεκριμένο τρόπο είχαν περάσει σχεδόν όλες τους τις χειμωνιάτικες νύχτες στο παρελθόν, χωρίς τίποτα να ταράξει την ηρεμία του αρχοντικού. Κι από μέρα σε μέρα, νύχτα σε νύχτα, μήνα σε μήνα, χρόνο το χρόνο, τίποτα δεν άλλαζε εκτός τα πρόσωπά τους που ζάρωναν όλο και πιο πολύ και τα κόκαλά τους που κουράζοντας λες κάθε μέρα και περισσότερο.

Διατηρούσαν περίπου δώδεκα υπηρέτες και υπηρέτριες, που τώρα ήτανε μαζεμένοι στη ζεστή τους κουζίνα. Η κυρία Άνδρια είχε πολλές φορές ευχηθεί, νύχτες σαν και τούτη, να ήταν μία από αυτές για να βρίσκεται στην κουζίνα μαζί με τους υπόλοιπους υπηρέτες, να κουτσομπολεύει, να πίνει ρετσίνα και να τρώει σαρδελίτσες αντί για σολομό με ακριβό μπρούσκο ακούγοντας τα περί εταιρείας του συζύγου της. Γιατί τα άλλα της όνειρα τα είχε χάσει χρόνια πριν, προτού ακόμα ζαρώσει το πρόσωπό της από το βάρος της χασούρας τους.

Όταν ο άνεμος έξω σταματούσε, ακούγονταν πνιχτά γελάκια και χαμηλόφωνες συζητήσεις από την κουζίνα. Αυτά σκεφτόταν και ζήλευε η κυρία Άνδρια και τίποτα από τα όσα της έλεγε ο σύζυγός της δεν την απασχολούσε, ούτε και το δράμα που ζούσε επειδή του είχαν κλέψει τις βάρκες του. Όχι βάρκες, όχι, φρεγάτες είναι η σωστή λέξη, είπε στον εαυτό της καθώς του απαντούσε με άλλο ένα «μμμ...» κι ύστερα σώπασε κι αφουγκράστηκε. Για άλλη μια φορά ο άνεμος κόπασε και άκουσε τα γέλια και το σούσουρο από την κουζίνα. Σήκωσε το κεφάλι της απότομα. Ίσως να ήταν μόνο η ιδέα της, μα πίστευε πως είχε ακούσει και κάτι άλλο μαζί: το κλάμα ενός παιδιού. Ύψωσε στα χείλη της ένα δάχτυλο και σφύρισε ένα «σους» στον κύριο Αγκέρη ο οποίος τη στραβοκοίταξε, αλλά συμμορφώθηκε με την επιθυμία της.

Η κυρία Άνδρια κατέβηκε όσο πιο γρήγορα της επέτρεπαν τα πονεμένα κόκαλά της στην κουζίνα, σιώπησε το υπηρετικό προσωπικό της κι άνοιξε την πόρτα διάπλατα να αφουγκραστεί. Βγήκε έξω στην πνιγερή σιγή που τώρα μονάχα ο άνεμος την έσπαζε πού και πού. Ύστερα το άκουσε και πάλι. Έριξε μια ματιά στο παχύ χιονένιο χαλί μπροστά της κι άλλη μια στα πασούμια που φορούσε μέσα στο σπίτι. Ούτε που σκέφτηκε να στείλει κάποιον άλλον.

Κατέβηκε από το κατώφλι στο μονοπάτι που οδηγούσε στην εξώθυρα και βυθισμένη στο χιόνι, σέρνοντας και σηκώνοντας τα πόδια της ψηλά, προσέχοντας μη σωριαστεί, ακολουθούσε το κλάμα του παιδιού ώσπου βγήκε στο χιονισμένο πευκοδάσος.

Πίσω της άκουσε κάνα δυο φορές να τη φωνάζουν η μαγείρισσα και οι δυο μικρότερες από τις υπηρέτριές της, κι όταν στράφηκε είδε πως την ακολουθούσαν από μακριά, μα τους είπε να κάνουν ησυχία και δεν τις περίμενε.

Το κλάμα είχε σταματήσει τώρα, και τα κουρασμένα μάτια της έψαχναν στο μισοσκόταδο να βρούνε την πηγή του κλάματος. Κα τη στιγμή που είχε αρχίσει να απελπίζεται το άκουσε ξανά, ήτανε ένα καθάριο κλάμα, μελωδικό σαν καμπανάκι και παραπονεμένο τόσο που έκανε την κυρία Άνδρια να ξεχνά το κρύο που περόνιαζε τα έρημα τα κόκαλά της. Παρακάτω, κάτω από ένα μεγάλο πεύκο, ήτανε ένα καλάθι. Η κυρία Άντρια το έβλεπε καθαρά, να φωσφορίζει σαν κεράκι κι άκουγε το καμπανιστό γέλιο του μικρού πλάσματος μέσα του.

Προς στιγμήν φοβήθηκε και δίστασε. Τι σόι παιδί ήτανε αυτό που φωσφόριζε και καμπάνιζε; Μα ύστερα, ό,τι και να ήτανε, ήτανε ένα μωρό. Όποιο πλάσμα κι αν το είχε γεννήσει, τούτο δω το καψερό ήτανε μοναχό του μέσα στη νύχτα, στα χιόνια και την παγωνιά και έκλαιγε γοερά και παραπονεμένα. Σήκωσε για άλλη μια φορά το πόδι της ψηλά, με υπερπροσπάθεια γιατί είχε ξυλιάσει από το κρύο κι έκανε τις λίγες δρασκελιές που της είχανε απομείνει ως το μεγάλο πεύκο.

Βούτηξε το καλάθι, είδε δυο εντελώς ανθρώπινα μεγάλα και μπλε μάτια να την κοιτάζουν λαμπερά από τα δάκρυα και γουρλωμένα, κι ύστερα άκουσε ένα μικρό χάχανο πίσω από την κουκουλωμένη λαμπερή μορφή του μωρού. Σάστισε προς στιγμή, μα μετά έπιασε γερά το καλάθι από τα χερούλια του, δρασκέλισε το χιόνι αποφασιστικά και λίγα βήματα μετά την έφτασαν και οι καμαριέρες της να τη βοηθήσουν.

Ο σύζυγός της την περίμενε στην εξώθυρα και κοιτούσε έξω το χιονισμένο σκοτάδι με έγνοια. Αφού μπήκανε ξανά στην έπαυλη και μανταλώσανε τις πόρτες πίσω τους, η κυρία Άνδρια απίθωσε το καλάθι μπροστά στο τζάκι και βάλθηκε να ξεσκεπάζει το μωράκι που γελούσε τώρα σαν να το γαργαλούσε. Τα πανιά και η κουβερτούλα με την οποία ήτανε τυλιγμένο ήτανε κρύα σαν πάγος και της πονούσανε τα χέρια. τα ρουχαλάκια του ήτανε τόσο παγωμένο που η κυρία Άνδρια αναρωτιότανε πώς το παιδί ζούσε ακόμα, την ώρα που του τα έβγαζε να το τυλίξει στα ζεστά που της έφεραν οι καμαριέρες της από τα κρεβάτια τους.

Καθώς του έβγαλε το σκουφί, είδε πως τα αυτιά του μωρού, αντί για κανονικά αυτιά, ήτανε χνουδωτά και τριγωνικά. Είχανε μάλιστα μια όμορφη γαλάζια γούνα που συνέχιζε στο κεφάλι και τον σβέρκο του. Επίσης, το περίεργο πλασματάκι είχε μια επίσης χνουδωτή γαλάζια ουρά την οποία κουνούσε αφηρημένα όσο η κυρία Άνδρια το τύλιγε σε μια ζεστή κουβέρτα κι αυτό γελούσε.

Ο κύριος Αγκέρης μια χτυπούσε τα χέρια του μεταξύ τους, μια τα έδενε πίσω από την πλάτη του. «Γυναίκα, δεν βλέπεις την ουρά του;» έλεγε στην κυρία Άνδρια. «Δεν βλέπεις τα μπλε αυτιά του;»

Μα η κυρία Άντρια δεν του έδινε σημασία και μάλιστα σκεφτόταν πως αυτή η μπλε γούνα ήτανε τρισχαριτωμένη έτσι που σπινθήριζε καθώς το κανάκευε και το χαϊδολόγαγε.

Οι υπηρέτες και η μαγείρισσα μια γελούσαν, μια χτυπούσαν τα κεφάλια τους και το ξύλο στις πόρτες να φύγει το κακό.

Η κυρία Άντρια κάποια στιγμή το ζέστανε, το ησύχασε κι ύστερα το πήρε στην αγκαλιά της και τους είπε: «Τούτο δω το μικρό, ό,τι κι αν είναι, έχει την ανάγκη μας αυτήν εδώ την ώρα και θα μείνει μαζί μας. Δεν χρειάζεται να το φοβόσαστε» και τους έδειξε το μωράκι που είχε κουρνιάσει στον κόρφο της, με τα μάτια του βασιλεμένα και το μεγάλο δάχτυλο του ενός μικροσκοπικού χεριού του πιπίλα στο στόμα του.

Τη νύχτα εκείνη, η κυρία Άνδρια άλλαξε χρόνο με το μωρό να κοιμάται στην αγκαλιά της και το σύζυγό της να τους κοιτάζει και να χαμογελάει. Όλοι τους οι υπηρέτες κάθονταν μαζεμένοι στο μεγάλο σαλόνι με το τζάκι, κι είχαν φέρει εκεί και το κρασί και το φαγητό. Κι όχι μόνο, γιατί και οι υπόλοιπες εφτά μέρες πέρασαν κάπως έτσι, με το σπίτι μια πρωτόγνωρη συντροφιά που γελούσε και χάζευε το πλασματάκι να βγάζει σπίθες από την ουρά του και να τους κοιτάζει όλους τους λιώνοντάς τους με εκείνα τα μαριόλικα μπλε φωσφορούχα μάτια του.

Την έβδομη μέρα του χρόνου το χιόνι άρχισε να λιώνει και το παιδί εξαφανίστηκε. Και όχι μόνο του, μα μαζί με όλα του τα υπάρχοντα. Σαν να μην ήτανε ποτέ εκεί. Ψάξανε μέσα και έξω, στο δάσος και στο βουνό, μουσκίδι γυρνούσαν όλη την ημέρα όλοι τους από τα χιόνια που έλιωναν, μα του κάκου. Έμοιαζε σαν το είχαν ονειρευτεί.

Την επομένη ανέβηκε στον Αιθέρα ο ταχυδρόμος και τους έφερε ένα γράμμα από τον συνεργάτη του κυρίου Αγκέρη. Εκείνος είπε να το ανοίξει για να ασχοληθεί με κάτι άλλο και να διασκεδάσει τη στεναχώρια του. Μα στον δίσκο με τον οποίο του το έφερε η μικρή υπηρέτρια υπήρχε άλλο ένα γράμμα, χωρίς παραλήπτη, το οποίο το κοιτούσαν και οι δυο τους παραξενεμένοι, αφού τη μία στιγμή δεν ήτανε τίποτα εκεί και την άλλη είχε εμφανιστεί, έτσι από το πουθενά.

Ο κύριος Αγκερης το ξεδίπλωσε και είδε το όμορφα μπλε καλλιγραφικά και στρογγυλά γράμματα στο χαρτί, που φωσφόριζαν σαν τον νυχτερινό ουρανό. Το διάβασε φωναχτά, όπως συνήθιζε, για να τον ακούει και η γυναίκα του:

«Σας μεταβιβάζω τις ευχαριστίες όλων των υπηκόων του βασιλείου μου. Χωρίς τις φρεγάτες σας δεν θα είχαμε γιορτάσει με τον σωστό τρόπο την αλλαγή του χρόνου. Ξέρετε, τις στολίζουμε γιορτινά κι ανεβαίνουμε πάνω τους για να περάσουμε στην επόμενη χρονιά με ασφάλεια και να μην χαθούμε στη λησμονιά.

Πάντοτε δική σας,

η κυρά του Χιονιού

Υ.Γ. Ο γιος μου σας στέλνει την αγάπη του και σας ευχαριστεί που τον φροντίσατε. Θα σας επισκέπτεται πού και πού, αν και βρίσκει το σπιτικό σας πολύ ζεστό για τα γούστα του.»

Η κυρία Άνδρια σκούπισε ένα δάκρυ από το πρόσωπό της.

Ο σύζυγός της άνοιξε αμέσως μετά το γράμμα του συνεταίρου του, το οποίο τον πληροφορούσε πως οι φρεγάτες τους βρίσκονταν και πάλι αραγμένες στο λιμάνι της Αράνε.

Η έπαυλη ξαφνικά ήτανε πολύ ζεστή για τα γούστα όλων τους, κι έτσι πού και πού, τον υπόλοιπο χειμώνα όταν χιόνιζε άφηναν ένα παράθυρο ανοιχτό να περνάνε μέσα μερικές χιονονιφάδες να τους φέρνουν τα νέα του μικρού τους φίλου. Και καμιά φορά θυμόντουσαν και να μην είναι μίζεροι - καμιά φορά…

 

 

  • Like 9
Link to comment
Share on other sites

Έξι στορίες μέχρι τώρα. Όσοι κάνουν πέρασμα έχουν άλλα πέντε λεπτά για να ανεβάσουν.

Edited by Natasha
  • Like 1
Link to comment
Share on other sites

Έτοιμος.

 

Ίσως να είμαι  λίγο εκτός θέματος (ας το δει κάποιος υπεύθυνος), αλλά νομίζω πως έχω νέα αγαπημένη δικιά μου ιστορία.

 

Νατάσα ευχαριστώ για το πολύ όμορφο θέμα :)

 

 

FFL13jjohn.pdf

Edited by jjohn
  • Like 9
Link to comment
Share on other sites

Join the conversation

You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.

Guest
Reply to this topic...

×   Pasted as rich text.   Paste as plain text instead

  Only 75 emoji are allowed.

×   Your link has been automatically embedded.   Display as a link instead

×   Your previous content has been restored.   Clear editor

×   You cannot paste images directly. Upload or insert images from URL.

Loading...
×
×
  • Create New...

Important Information

You agree to the Terms of Use, Privacy Policy and Guidelines. We have placed cookies on your device to help make this website better. You can adjust your cookie settings, otherwise we'll assume you're okay to continue..