chrismad Posted December 26, 2015 Share Posted December 26, 2015 (edited) Όνομα Συγγραφέα: Chris Mad Είδος: παραμύθι Ηλικίας 5 – 8 ετών Βία; (Όχι) Σεξ; (Όχι) Αριθμός Λέξεων: 1660 Αυτοτελής (Ναι) Ένα αρκουδάκι μια φορά Στο μεγάλο δάσος, μαζί με τα άλλα ζώα, ζούσαν και οικογένειες αρκούδων. Μια από τις οικογένειες αρκούδων ήταν της κυρά Μαρίκας και του κυρ. Μήτσου. Αυτή την άνοιξη που ξύπνησαν από την χειμερία νάρκη τους, δεν ήταν μόνοι τους. Είχαν μαζί τους και το νέο μέλος της οικογένειας, το μικρό του αρκουδάκι τον Μάκη. Από την πρώτη στιγμή που ο Μάκης βγήκε από την σπηλιά τους, άρχισε να κάνει ότι τρέλα του ερχόταν. Έτρεχε γύρο από τους γονείς του, να πηδάει από βράχο σε βραχάκι, και να κυλίετε κάτω. Η μαμά του όλο του φώναζε «Μάκη, Μάκη, έλα εδω κάτσε καλά, θα χτυπήσεις». Αλλά αυτός που να ησυχάσει. Η μαμά είχε να ετοιμαστεί για να πάνε στο ποτάμι για να βρούν φαί, έτσι έλεγε στον άντρα της που είχε καθίσει στον ήλιο «Καλά Μήτσο αναίσθητος είσαι; δεν βλέπεις τι κάνει ο κανακάρης σου. Μάζεψέ τον» και μέσα από τα δόντια της «αμάν αν βγεί σαν εσένα, την πάτησα ποιος σας μαζεύει». Τελικά η κυρά Μαρίκα ετοίμασε ότι έπρεπε και ξεκίνησαν για το ποτάμι. Ο Μάκης σε όλη την διαδρομή έτρεχε μια πίσω μια μπρός. Σε κάποια στιγμή σκόνταψε σε ένα κλαδί και κουτρουβαλιάστηκε. Κουτούλησε το κεφάλι του σε έναν κομμένο κορμό και έβαλε τα κλάματα. Ο μπαμπάς του ατάραχος «Δεν έπαθες τίποτα» του είπε. Η κυρά Μαρίκα όμως έτρεξε κοντά του, να δει μήπως έχει χτυπήσει. Όταν είδε ότι δεν ήταν τίποτα, άρχισε πάλι να του γκρινιάζει «Είδες, είδες που δεν κάθεσαι σε μια μεριά. Καλά να πάθεις. Άντε να χτυπήσεις και να ψάχνουμε αρκούδο γιατρό τέτοια μέρα μέσα στο δάσος». Προχώρησαν έτσι μέσα στο δάσος, με φωνές και τρεχάματα, μέχρι που είδαν στο βάθος το ποτάμι. Ο Μάκης πήγε να τρέξει μπροστά, αλλά η μαμά του πρόλαβε και τον άρπαξε από την γούνα στην πλάτη και τον σταμάτησε. Κάτω στο ποτάμι και άλλες οικογένειες αρκούδων ήταν ειδή και πλενόντουσαν ή ψάρευαν το φαί τους. Η κυρά Μαρίκα ταρακούνησε τον Μάκη «Άκου με καλά, εδώ θα καθίσεις καλά. Μην σε πάρει το ποτάμι και τρέχουμε, αλλά να μην ενοχλήσεις τις άλλες οικογένειες και γίνουμε ρεζίλι. Δίπλα μας θα είσαι ήσυχος». Τον άφησε και εκείνος προχώρησε δίπλα της μέχρι που έφτασαν στην κοίτη του ποταμού. Μόλις ο Μάκης είδε το νερό λες και τρελάθηκε. Άρχισε να τρέχει από εδω και από εκεί πέφτοντας στο νερό και πιτσιλώντας όλους γύρω. Μια μικρή αρκουδίτσα, που ήταν στο πέρασμα του, πλένοντας την μουσούδα της, άρχισε να κλαίει και να φωνάζει. «Μαμά αυτός μου έβρεξε την γούνα μου και μόλις την είχα χτενίσει». Ξαφνικά τον Μάκη τον άρπαξε ένα χέρι, τον σήκωσε στον αέρα και τον γύρισε προς το μέρος του. Ήταν μια αρσενική τεράστια αρκούδα. «Άκου να δεις νεαρέ. Αν δεν κάτσεις φρόνιμος θα σε κρεμάσω στο δέντρο. Εδώ προσπαθούμε να ψαρέψουμε, δεν θα μας διώχνεις εσύ τα ψάρια» και τον ακούμπησε στην όχθη. Ο Μάκης ήταν σαν να μην είχε ακούσει όλα αυτά. Στα αφτιά του βούιζαν τα λόγια από μια όμορφη φωνή, που είχε ακούσει λίγο πρίν, της μικρής αρκουδίτσας. Γύρισε και την κοίταξε. Ήταν μια κούκλα με την ανοιχτόχρωμη καφετιά γούνα της και τα μεγάλα μάτια της. Η καρδιά του άρχισε να χτυπά δυνατά και ένα αίσθημα ντροπής του ήρθε για την συμπεριφορά του. «Πω πω τι κούκλα είναι αυτή, και εγώ την έβρεξα. Τώρα δεν θα θέλει να με δει». Κατέβασε το κεφάλι του και πήγε προς την μητέρα του, που στεκόταν λίγο ποιο κάτω, με τα χέρια στην μέση και να κουνά το ένα πόδι της. «βρε παλιάρκουδο, τι σου είπα λίγο πρίν. Μην μας κάνεις ρεζίλι. Τώρα θα πας τιμωρία» αλλά ο Μάκης δεν είχε ακούσει τίποτα. Με κατεβασμένο το κεφάλι, πήγε σε μια άκρη πίσω από κάτι δέντρα και κάθισε σε έναν πεσμένο κορμό. Το κεφάλι του πήγαινε να σπάσει. Έπρεπε να βρει κάτι για να μιλήσει στην αρκουδίτσα. Ξαφνικά του ήρθε μια ιδέα. Αν έπιανε ένα σολομό και της τον πρόσφερε; Τότε θα του μιλούσε. Πήγε κοντά στον μπαμπά του και του είπε «Μπαμπά θέλω να με μάθεις να ψαρεύω». Ο πατέρας του τον κοίταξε απορημένος. «Τώρα βρήκες; Ήθελα να πάω στους φίλους μου εκεί κάτω» είπε ενώ σκεφτόταν «όχι τώρα θέλω να πάω στους φίλους μου. Θα συζητάνε για αρκούδοποδόσφαιρο». Αλλά δεν μπορούσε να κάνει κάτι τέτοιο, μιας και η κυρά του είχε ακούσει τον μικρό και ποιος την άκουγε μετά. «Όλο με τους κοπρίτες τους φίλους σου τρέχεις και γα το παιδί τίποτα» Θα έλεγε. Έτσι αποφάσισε να του δήξει στα γρήγορα, ελπίζοντας να βαρεθεί και να φύγει. «Έλα» του είπε «πάμε λίγο ποιο πάνω να σου δείξω» και προχώρησε σε ένα άδειο σημείο. Εκεί άρχισε να του δείχνει πώς περιμένεις και πώς ορμάς και πιάνεις ψάρι. Αλλά για κακή του τύχη, δεν μπόρεσε να πιάσει με την πρώτη, μα ούτε με την δεύτερη, ούτε με την Τρίτη, την τέταρτη. Ο Μάκης τραβώντας τον από την γούνα στο πόδι του είπε «Να δοκιμάσω και εγώ;» ο πατέρας του νομίζοντας ότι τον κοροϊδεύει του απάντησε «Πήγαινε ποιο πάνω αν θέλεις». Ο Μάκης πήγε λίγα μέτρα ποιο δίπλα, άπλωσε το χέρι του και ένας μεγάλος σολομός καρφώθηκε στα νύχια του. Τον ακούμπησε στην άκρη και ξανά το ίδιο και δεύτερο σολομό ο μικρός. Πήρε τους δύο σολομούς ο Μάκης και περνώντας δίπλα από τον πατέρα του είπε «Ευχαριστώ μπαμπά, είσαι ο καλύτερος δάσκαλος». Περιττό να πούμε ότι ο κύριος Μήτσος, ακόμα χτυπά το κεφάλι του στο δέντρο. Ο Μάκης με τους δύο σολομούς κατευθύνθηκε προς την αρκουδίτσα. Την ώρα που την πλησίαζε εκείνη γύρισε και τον είδε «Μην με βρέξεις πάλι θα σε σκοτώσω. Ξέρεις τι τράβηξα για να ακονίσω τα νύχια μου;» «Όχι δεν θέλω να σε βρέξω» είπε ο Μάκης «σου έφερα αυτό για να με συγχωρέσεις» είπε και της έδειξε τον ένα σολομό. Στην θέα του μεγάλου σολομού η μικρή αρκουδίτσα μαλάκωσε. «Τελικά δεν είσαι τόσο χαζός όσο φάνηκες» είπε «πως σε λένε; Έμενα με λένε Λίτσα» «Μάκη με λένε» είπε εκείνος «Θέλεις να πάμε μια βόλτα;» «Δεν μπορώ σήμερα» είπε η Λίτσα «έχω να καθαρίσω με την μαμά μου την σπηλιά μας. Αύριο αν θέλεις μετά το πρωινό πάμε». Έτσι ο Μάκης έφυγε από εκεί, με την εικόνα της όμορφης Λίτσας στο μυαλό του. Όλη νύχτα μέτραγε τις ώρες, μέχρι να ξημερώσει και με το πρώτο χάραμα ξύπνησε τους γονείς του. «Ξυπνήστε να πάμε στο ποτάμι» τους έλεγε αλλά εκείνοι γύρισαν πλευρό. «Είναι νωρίς ακόμα, κοιμήσου» τον μάλωσε η μαμά του. Τελικά ήρθε η ώρα που ξεκίνησαν για το ποτάμι. όταν έφτασαν εκεί ο Μάκης έψαξε απεγνωσμένα την αρκουδίτσα Λίτσα, αλλά δεν την είδε πουθενά. Στενοχωρημένος πήγε και κάθισε σε μια άκρη. «Δεν θα έρθει, μου είπε ψέματα. Ήθελε να με ξεφορτωθεί» σκέφτηκε. Ξαφνικά όμως ένα ακούμπημα στο ώμο του τον έκανε να πεταχτεί. Ήταν η Λίτσα που μόλις είχε έρθει. «Συγνώμη αργήσαμε να έρθουμε». «Δεν πειράζει» είπε ο Μάκης «τώρα που ήρθες πάμε βόλτα». «Ναι» απάντησε η Λίτσα «αλλά θέλω να πάω για γλυκό. Ξέρεις κάνα καλό μέρος;» Ο Μάκης δεν ήξερε και κρύος ιδρώτας τον περιέλουσε «θα μάθω» και έτρεξε στον μπαμπά του που μιλούσε λίγο ποιο κάτω με άλλους αρκούδους, και έλεγε για εκείνον τον αρκουδοτερματοφύλακα που αντί να πιάσει την μπάλα, έπιασε το κεφάλι του αντιπάλου και απορούσε μετά, γιατί πριν το κλοτσήσει η μπάλα φώναζε «Ρε μη». «Μπαμπά. Μπαμπά που μπορώ να πάω μια φίλη μου για γλυκό;» Ο πατέρας του, του έδειξε μέσα στο δάσος λέγοντας «εκεί έχει μελίσσια» και γύρισε στην παρέα του. Ο Μάκης πήγε κοντά στην Λίτσα και της πρότεινε το μπράτσο του είχε δει να το κάνουν οι μεγάλοι, και σκαφτικέ «είμαι επίσημος τώρα». Η Λίτσα πιάστηκε στο χέρι του και ξεκίνησαν. Προχώρησαν στο δάσος, ο Μάκης έψαχνε απεγνωσμένα για να βρει κάποιο μελίσσι. Η Λίτσα πολλές φορές έκανε ότι δεν μπορούσε να ανέβει κάποιο βραχάκι για να την βοηθήσει ο Μάκης στα δύσκολα περάσματα. Ξαφνικά πάνω σε ένα δέντρο είδε ένα μελίσσι. «Να» της είπε και της έδειξε. «Κάτσε εσύ εδώ στο βραχάκι και θα πάω εγώ να το φέρω». Ο Μάκης πλησίασε το δέντρο αλλά το μελίσσι ήταν αρκετά ψιλά. Άρχισε να σκαρφαλώνει στον κορμό αλλά όπως ήταν μικρός ακόμα γλίστρησε και έπεσε με το κεφάλι κάτω και τα πόδια επάνω. Η Λίτσα γύρισε και τον ρώτησε «Έπεσες;» «Όχι, όχι» είπε εκείνος «ασκήσεις κάνω για να είμαι ποιο δυνατός» και ξαναπροσπάθησε. Μετά από πολλά γλιστρήματα και προσπάθειες έφτασε στο μελίσσι. Το έπιασε με το χέρι του την ώρα που οι μέλισσες είχαν αρχίσει να μάχονται για την φωλιά τους. Ο Μάκης τις έβλεπε να παίρνουν φόρα και να έρχονται καταπάνω του μια σε σχήμα καρφίτσας που σημάδευαν τον πισινό του, μια σε σχήμα σφυρί στο κεφάλι του. Εκείνος όμως ατρόμητος δεν θα άφηνε την ευκαιρία να πάει χαμένη η Λίτσα του, έπρεπε να φάει γλυκό. Στο τέλος τα κατάφερε. Έπιασε το μελίσσι, που ξεκόλλησε από το δέντρο και άρχισε να πέφτει μαζί του χτυπώντας στα κλαδιά. Ο Μάκης χτύπαγε μια το κεφάλι του μια τον ποπό του και με αυτόν στο τέλος ήταν που προσγειώθηκε στην ρίζα του δέντρου. Σε όλο το πέσιμό του κραυγές πνιχτές έβγαιναν από τα χείλη του «οχ, Αχ ουμπ, οπ απ» «Τι έπαθες» είπε η Λίτσα κάνοντας την ανήξερη «Τίποτα» απάντησε εκείνος « ένα τραγουδάκι λέω» και συνέχισε τραγουδιστά «οχ, Αχ ουμπ, οπ απ, λέμε εμείς οι δυνατοί». Κάθισε δίπλα της στο βραχάκι τρίβοντας κρυφά τον ποπό του και της πρόσφερε το μελίσσι. Εκείνη με γυναικεία τσαχπινιά έβαλε το χεράκι της και πήρε από μέσα λίγο μέλι. Δοκίμασε πρώτη και μετά του έδωσε και εκείνου. Όταν τελείωσε το μέλι είχαν και οι δύο πασαλειφτεί και λιγωθεί από το πολύ γλυκό. «Πρέπει να γυρίσουμε» είπε η Λίτσα «Η γονείς μου θα ηνιοχούν» και έτσι ευχαριστημένοι και χεράκι χεράκι γύρισαν στο ποτάμι. Από εκείνη την μέρα και μετά οι δυό τους ήταν αχώριστοι. Κάποιοι λένε ότι το τραγούδι που είχε πει ο Μάκης έγινε μεγάλο σουξέ για τους πονεμένους. Ακόμα λένε ότι Ο Μάκης και η Λίτσα έχουν την δική τους σπηλιά και κατεβαίνουν στο ποτάμι μαζί με τα αρκουδοπαιδά τους κάθε άνοιξη. By Chris Mad Edited December 26, 2015 by chrismad Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Recommended Posts
Join the conversation
You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.