Jump to content

Τα ταξίδια της Αντζελίνας – Η πόλη κάτω απ’ το νερό


chrismad

Recommended Posts

Όνομα Συγγραφέα: Chris Mad

Είδος: παραμύθι Ηλικίας 10 - 15 ετών

Βία; (Όχι)

Σεξ; (Όχι)

Αριθμός Λέξεων:  10240

Αυτοτελής; (Ναι)

Σχόλια:  Αυτοτελή διηγήματα με πρωταγωνίστρια την Αντζελίνα

 

                                  Τα ταξίδια της Αντζελίνας – Η πόλη κάτω απ’ το νερό

 

Τον καιρό που οι κόσμοι είχαν πολέμους υπήρχε ένα μεγάλο νησί που κόντευε να αφανιστεί μιας και οι φιλές που το κατοικούσαν δεν ήταν πολεμοχαρείς και κάθε άλλος κατακτητικός λαός που πέρναγε από αυτό άφηνε τα κατάλοιπα μιας καταστροφής πίσω του.

Στο νησί αυτό που βρισκόταν σε έναν κόλπο οι δύο φυλές που το κατοικούσαν ήταν διαφορετικής κατανομής αλλά από την ίδια στο βάθος του χρόνου φυλής.

Η μία έμενε πάνω στο νησί ενώ η δεύτερη στον κόλπο γύρο από αυτό.

Πριν τους πολέμους και τον χαμό οι μεν Κάσιοι ήταν μια εργατική παραγωγική φυλή που με την εργασία τους έδιναν όλα τα αγαθά  οι δε Πάριοι ήταν του διοικητικού κλάδου φυλή. Οι Κάσιοι έκαναν τις αγροτικές και κτηνοτροφικές εργασίες αλλά και τις κατασκευαστικές ενώ οι Πάριοι έκαναν την κατανομή των αγαθών και εμπορευόταν με τους άλλους λαούς τα αγαθά που παρήγαγαν οι Κάσιοι.

Όταν οι πόλεμοι είχαν εξαντλήσει τις δύο φυλές μαζεύτηκαν σε μια μεγάλη συνεδρίαση και αποφάσισαν να εξαφανίσουν το νησί τους. Έτσι κανένας να μην μπορεί να τους ενοχλήσει πλέων και να ζήσουν ειρηνικά.

Έτσι αποφάσισαν να καλύψουν το νησί τους με έναν γυάλινο θόλο και να το βουλιάξουν στον πάτο της θάλασσας. Δεν θα άφηναν κανέναν διάδρομο πρόσβασης ώστε κανείς να μην μπορεί να βγει και να μπει ώστε να τους κάνει οτιδήποτε κακό ούτε και κάποιος να μπορεί από μέσα να δείξει τον δρόμο για το νησί.

Με το πέρασμα των χρόνων οι Πάριοι έγιναν η άρχον τάξη και οι Κάσιοι οι εργάτες για να μην πούμε το υπό δουλεία εργατικό δυναμικό.

Οι Πάριοι με άρχοντα τον Παρίοτη παλιάς οικογένειας και ένα συμβούλιο από πέντε μέλη όλοι αρχοντικών οικογενειών και μια φρουρά, από τους μόνους οπλισμένους στο νησί, είχαν υποδουλώσει τους Κάσιους που όλη μέρα δούλευαν για να παρέχουν όλα τα αγαθά στους Πάρίους που ζούσαν πλουσιοπάροχα και για τους Κάσιους άφηναν μόνο ελάχιστα ίσα ίσα να μπορούν να ζήσουν.

Όλες οι αντιρρήσεις και κατά καιρούς επαναστάσεις από τους Κάσιους είχαν πνιγεί στο αίμα και όποιος αντιδρούσε εξαφανιζόταν από το νησί.

Από τις αρχοντικές παλιές οικογένειας των Κασίων δεν είχαν μείνει καμία εκτός από τον γιό του Φρίνου ο οποίος όταν γεννήθηκε τον έδωσε σε έμπιστη οικογένεια για να σωθεί πριν από την τελευταία επανάσταση.

Ο Άρον Φρίνος μικρός ακόμα είχε φύγει από την οικογένεια  που τον φιλοξενούσε λίγο πριν πάνε να τον βρούν οι φρουροί και που η οικογένεια αρνήθηκε ότι ήξερε οτιδήποτε για το παιδί και έτσι γλίτωσαν τον εξαγνισμό όπως έλεγε ο Παριότης ότι πάθαινε όποιος εναντιωνόταν στον λόγο του.

Σήμερα ο Άρον Φρίνος ζει κριμένος μέσα στην πόλη μιας και είναι επικηρυγμένος και τον αναζητούν όλοι οι προύχοντες και η φρουρά. Κατά καιρούς καταφέρνει να πάρει μερικά τρόφιμα ή εργαλεία από τους Πάριους και τα δίνει στους Κάσιους που ανάμεσα τους είναι ένας ήρωας και πολλοί θα έδιναν και την ζωή τους για να τον προστατέψουν.

Ο Παριότης για να μπορέσει να τον συλλάβει γιατί φοβάται ότι όταν μεγαλώσει θα μπορέσει να οργανώσει μία ακόμα επανάσταση έχει συνεργαστεί με δύο Κάσιους που τους έχει δώσει μερικά προνόμια ώστε ότι μαθαίνουν να του το λένε.

Αυτούς οι Κάσιοι τους τρέμουν γιατί είναι οι προδότες της φυλής τους, μάλιστα τους ονομάζουν Σκοτεινούς ότι φέρνουν το σκοτάδι σε όποιον μιλάνε.

Ο Άρον Φρίνος σήμερα είναι δώδεκα χρονών και έχει βρεί καταφύγιο στην κορφή ενός κτιρίου σε ένα δωμάτιο που δεν είναι γνωστό και ορατό από τους άλλους.  Το κτίριο αυτό είναι η βιβλιοθήκη της πόλης και φρουρείτε έτσι κανείς δεν υποψιάζεται ότι ένα από τα δωμάτια που μένει είναι πάνω από τα κεφάλια τους. Ακόμα έχει και ένα υπόγειο δωμάτιο στο κτίριο του νερού. Είναι το κτίριο που καθαρίζει και παρέχει νερό σε όλη την πόλη. Μία καταπακτή είναι το πέρασμα για να πάει εκεί και τις περισσότερες φορές είναι και το αρχηγείο του μιας και είναι ποιο εύκολα προσβάσιμο και έχει δεύτερο πέρασμα στους υπονόμους της πόλης.

Αυτόν τον καιρό υπάρχει μεγάλη αναταραχή στην πόλη γιατί χάθηκε στην μεταφορά προς την κεντρική αποθήκη της πόλης ένα κιβώτιο «Πράσινο» και στους κύκλους των αρχόντων έχει διαρρεύσει ότι το έκλεψε ο Άρον και δεν έχουν άδικο.

Ο Παριότης είναι όλο νεύρα γιατί η κλοπή αυτή δίνει το δικαίωμα σε πολλούς να λένε ότι έχει γεράσει πιά και μπόρεσε ένα παιδί να τον κοροϊδέψει και να τον κλέψει.

Το «Πράσινο» είναι μία τροφή σε μικρές πλακέτες που φτιάχνετε από τα φύκια που μαζεύουν και έχει πολλές βιταμίνες και έχει και θεραπευτικές ιδιότητες. Το να ζεις χρόνια κάτω από το νερό με μυημένο το φώς του ήλιου φέρνει κατά καιρούς στους ανθρώπους μία ασθένεια που σε κάνει να χάνεις την νοημοσύνη σου. Οι πλάκες πράσινου δεν επαρκούν για να παίρνουν όλοι αρκετή ποσότητα έτσι στους Κάσιους δίνουν την ελάχιστη ποσότητα ώστε να μην τρελαθούν και χαζέψουν για να μπορούν να δουλεύουν.

Ο Άρον φρόντισε να μοιραστεί το «πράσινο» σε όποια οικογένεια το είχε περισσότερο ανάγκη.

Αυτήν την φορά όμως τα πράγματα δεν ήρθαν όπως τα περίμενε ο Άρον.

Ο Παριότης είχε εκνευριστεί πολύ και ήταν πρόθυμος να σταματήσει τις κλοπές από τον Άρον ή όποιον άλλον τις έκανε. Έδωσε εντολή να μειωθεί η δόση «πράσινου» σε όλους τους Κάσιους στο ελάχιστο ανακοινώνοντας ότι θα δώσει ξανά την σωστή ποσότητα μόνο όταν βρεθεί και παραδοθεί αυτός που έκλεψε το κιβώτιο.

Οι περισσότεροι Κάσιοι το δέχτηκαν αδιαμαρτύρητα μιας και ήξεραν ότι το κιβώτιο μοιράστηκε σε όσους το είχαν πραγματική ανάγκη αλλά υπήρχαν και αυτοί που κατά κυρίως είχαν μικρά παιδιά που έλεγαν «τι θα γίνουν τα παιδιά μας? Πριν κινδύνευαν λίγοι τώρα κινδυνεύουμε όλοι».

Ο Άρον ήταν σε πραγματικά δύσκολη θέση δεν το περίμενε αυτό και άλλη φορά είχε κλέψει κιβώτιο αλλά δεν είχε γίνει τόση φασαρία για αυτό. Μόλις πέρναγαν λίγες μέρες ξεχνιόταν και τα πράγματα ησύχαζαν.

Η Αριάνα ήταν ένα κορίτσι λίγο μικρότερο από τον Άρον και τα πρώτα χρόνια της ζωής τους τότε που ακόμα ο Άρον ζούσε στο σπίτι του με τους γονείς του εκείνη με την οικογένειά της ζούσε στο ίδιο σπίτι. Ο Άρον την είχε σαν αδερφή του αλλά δεν το έλεγαν πουθενά για να μην κινδυνεύει η Αριάνα που σήμερα χωρίς κανέναν άλλον στην ζωή της ζούσε στο «Ατομιστίριο» ένα υπόγειο κτίριο που εκεί ζούσαν όλα τα παιδιά χωρίς γονείς ή συγκινείς.

Αυτά τα παιδιά ήταν που έκαναν όλες τις βρόμικες δουλειές καθάριζαν όλη την πόλη και τους υπονόμους. Ήταν τα άτομα που δεν θα τα ζητούσε κανείς αν χανόντουσαν στους απέραντους λαβύρινθους των υπονόμων. Από εκεί το έσκασε και ο Άρον όταν ζούσε και εκείνος στο «Ατομιστίριο» για αυτό και δεν ήξερε κανείς το πρόσωπο του κανονικού Άρον Φρίνου.

Τώρα που η Αριάνα είχε μεγαλώσει λίγο ο Άρον ήθελε να την πάρει μαζί του αλλά τον πρόλαβε η τωρινή κατάσταση με το κιβώτιο «Πράσινου» που αν έφτανε σε άσχημη κατάσταση ο Άρον σκεπτόταν να παραδοθεί αν ο Παριότης ξανάδινε κανονικά «πράσινο» σε όλους του Κάσιους.

Ο Άρον καθισμένος στο δωμάτιο του κτιρίου του νερού όταν ένας πολύ δυνατός θόρυβος τον έκανε να πεταχτεί επάνω. Αυτό δεν ήταν φυσιολογικό κάτι κακό είχε συμβεί. Βγήκε αθόρυβα από την κρυψώνα του λέρωσε το πρόσωπό του πήρε τα πανιά και βγήκε στον δρόμο κάνοντας ότι είναι ένα παιδί για την καθαριότητα. Προχώρησε αρκετά μέχρι που βρήκε ένα παιδί που καθάριζε και τον Ρώτησε τι ήταν αυτός ο θόρυβος.

Εκείνο του είπε ότι έπεσε μια αποθήκη στον συνοικισμό των λίγων όπως έλεγαν την περιοχή των φτωχών. «Υποχώρησε ο υπόνομος και τώρα θα μας βάλουν να τον ξαναφτιάξουμε» και γύρισε να συνεχίσει την δουλειά του.

«Υπόνομος» αναρωτήθηκε «Η Αριάνα που να ήταν άραγε σήμερα» έπρεπε να την βρεί αν ήταν εκεί θα χρειαζόταν βοήθεια αν όχι τότε είναι η καλύτερη ευκαιρία να την εξαφανίσει με το πρόσχημα ότι χάθηκε στην κατάρρευση. Αλλά έπρεπε να πάει να δεί μπορεί και κάποιο άλλο παιδί να χρειαζόταν βοήθεια.

Μπήκε στο πρώτο κτίριο που ήξερε ότι μπορούσε να έχει πρόσβαση στον υπόνομο και κατέβηκε στο υπόγειο. Πέρασε στον υπόνομο και άναψε τον φακό που είχε μαζί του παίρνοντας την διαδρομή για την αποθήκη.

Μετά από αρκετή ώρα συνάντησε τα πρώτα παιδιά που γύρναγαν από το σημείο της κατάρρευσης. «τι έγινε εκεί» ρώτησε «ήταν παιδιά από κάτω ? τη Αριάνα την έχετε δεί?»

Τα περισσότερα παιδιά αμίλητα έφευγαν προς την μεριά που είχε έρθει εκείνος εκτός από ένα που φαινόταν μεγαλύτερο στάθηκε και είπε «Ναι ήταν μερικά τώρα θα τα βρούμε όταν ξαναφτιάξουμε τον υπόνομο» και πήγε να φύγει ο Άρον του έπιασε το χέρι «Έλα μαζί μου να δούμε μήπως χρειάζεται κάποιος βοήθεια και μπορούμε να τον σώσουμε» και τον τράβηξε με δύναμη. Το παιδί ακολούθησε απρόθυμα τον Άρον. Όταν έφταναν στο σημείο της κατάρρευσης είδαν στο πάτωμα ένα παιδί να κλαίει και να φωνάζει έτρεξαν κοντά του. Μία πέτρα του είχε χτυπήσει αρκετά το πόδι και δεν μπορούσε να σηκωθεί ενώ σφάδαζε από τους πόνους. «Έλα είσαι εντάξει τώρα θα σε πάρουμε από εδώ» είπε ο Άρον και συνέχισε «είναι και άλλοι από κάτω? Μήπως είδες την Αριάνα?»

«Πρέπει να ήταν από την άλλη μεριά κάποιοι εγώ γύριζα γιατί έχασα το σκαλιστήρι μου (εργαλείο για να καθαρίζουν τα τοιχώματα)» είπε το παιδί ανάμεσα στους λυγμούς του πόνου του.

Τον σήκωσαν και το άλλο παιδί πήρε να τον βγάλει έξω ο Άρον του είπε ότι θα πήγαινε γύρο να δεί για τα άλλα παιδιά, και έφυγε από έναν πλαϊνό υπόνομο.

Όταν έφτασε στην άλλη μεριά δεν είδε κανέναν και άρχισε να φωνάζει «Είναι κανείς εδω» την δεύτερη φορά από το βάθος ποιο μακριά από την κατάρρευση άκουσε κάποιον να λέει «Εδώ είμαστε κολλήσαμε» γύρισε και πήγε προς τα εκεί.

Ήταν άλλα τρία παιδιά που το ένα είχε χτυπήσει και άλλοι δύο τον βαστούσαν. «Είστε καλά» ρώτησε «Ναι» απάντησε το ένα «τον πάμε επάνω» είπε και προχώρησαν. «Μήπως είδατε την Αριάνα» ξανά ρώτησε ο Άρον. «Ναι» απάντησε πάλι το ίδιο «Ήταν πίσω πρίν την κατάρρευση μετά δεν την είδαμε».

Ο Άρον έτρεξε πίσω φωνάζοντας την όταν έφτανε κοντά στο σημείο που είχαν πέσει οι πέτρες σε μια πλαϊνή στενή σήραγγα που καλά καλά δεν χώραγε άκουσε να τον φωνάζουν «Εδώ Άρον εδώ είμαι» ήταν η Αριάνα την βοήθησε να βγεί και της είπε «Είσαι καλά δεν χτύπησες?». «Όχι καλά είμαι» του απάντησε «Άκουσα να τρίζει το ταβάνι και μπέικα μέσα μήπως και γλιτώσω».

Εκείνος την πήρε στην αγκαλιά του και είπε χαμηλόφωνα «Ευτυχώς δεν έπαθες τίποτα». Είπε και τραβώντας την είπε «Έλα πάμε ευκαιρία είναι».

Της έκανε σήμα να μην μιλήσει και την οδήγησε σε πλαϊνούς διαδρόμους την στιγμή που έφταναν οι μεγάλοι που κατασκεύαζαν και επιδιόρθωναν τους υπονόμους.

Πέρασαν πολλές στροφές και στενούς υπονόμους όταν ο Άρον σταμάτησε σε ένα σημείο έψαξε στη άκρη του τοίχου και βρήκε κάτι τρύπες από αυτές πιάστηκε και ανέβηκε ποιο ψηλά έφτασε στο ταβάνι και άνοιξε μια καταπακτή, μετά κατέβηκε ξανά και την βοήθησε να ανέβει ενώ την ακολούθησε και εκείνος.

Μπήκαν σε μια υπόγεια στοά αρκετά χαμηλή που έπρεπε να σκύψουν για να περάσουν που είχε μέσα πολλές σωλήνες. «Που πάμε» ρώτησε η Αριάνα, ο Άρον μόνο της έγνεψε να μην μιλάει και συνέχισε να περνά σκυφτός για κάμποση ώρα. Έφτασαν σε ένα σημείο που οι σωλήνες ήταν πλέων πολλές και ο Άρον έσπρωξε στο ταβάνι μια νέα καταπακτή και της έδειξε να περάσει.

Μπήκαν στο δωμάτιο που ήταν στο κτίριο του νερού και έκλεισε πάλι την καταπακτή. Η Αριάνα κοίταζε γύρο της με περιέργεια τότε ο Άρον της είπε «Εδώ μπορείς να μιλάς όχι όμως να κάνεις πολύ θόρυβο. Εδώ θα είναι το σπίτι σου από εδω και πέρα, είσαι ελεύθερη χάθηκες στην κατάρρευση».

Το δωμάτιο σπίτι του Άρον που ήταν κάτω από το κτίριο του νερού εκτός από την καταπακτή στο πάτωμα που ήταν για την έκτακτη διαφυγή έμπαινες από μία άλλη στο ταβάνι και κατέβαινες από μία κάθετη ξύλινη σκάλα. Είχε δύο γραφεία τραπέζια το ένα μεγάλο το άλλο μικρότερο που είχε βάλει ο Άρον για την Αριάνα

Στον ένα τοίχο ένα τζάκι που χρησίμευε και για μαγείρεμα μιας και μπορούσες να το ανάψεις εύκολα γιατί ο καπνός μπερδευόταν με τον καπνό από τα μηχανήματα καθαρισμού του νερού.

Στον απέναντι τοίχο δύο κρεβάτια το ένα πάνω από το άλλο και στον πλαϊνό μία πόρτα που πήγαινε στο μπάνιο του.  Πάνω από το τζάκι και στα γύρο ραφάκια υπήρχαν βαζάκι με τρόφιμα. Η Αριάνα κοίταζε γύρο της χωρίς να μπορεί να πιστέψει τι έβλεπε «Εδώ μένεις» ρώτησε «Ναι» απάντησε εκείνος «Άπό τώρα και στο έξης εδώ θα είναι το σπίτι σου. Τέρμα πια τα καθαρίσματα εκεί είναι το μπάνιο πήγαινε να πλυθείς όσο εγώ θα φτιάξω κάτι να φάμε. Ρούχα έχει σε εκείνο το μπουλούκι ποιο μετά θα βρούμε και άλλα».

Όταν τελείωσαν το φαί τους ο Άρον θα πήγαινε να μάθει τι έγινε με την κατάρρευση αν υπήρχαν άλλοι μέσα και τι είχε γίνει ενώ η Αριάνα θα καθόταν να ξεκουραστεί.

Ο Άρον βγήκε πάλι στον δρόμο κάνοντας τον καθαριστεί και πήγε προς την κεντρική πλατεία καθαρίζοντας για να ακούσει τι λένε οι μαζεμένοι εκεί. Αυτό που άκουσε τον ξάφνιασε αλλά και τον νευρίασε ο Παριότης είχε διαδώσει ότι για το κτίριο που έπεσε υπεύθυνος ήταν Ο Άρον Φρίνος αυτός είχε φροντίσει να το ρίξει για να κάνει κακό στην πόλη και τον είχε επικηρύξει με μεγάλα αξιώματα σε όποιον τον καταδώσει.

«Τώρα μάλιστα» σκέφτηκε «αντί εγώ να του δημιουργήσω πρόβλημα μου δημιούργησε αυτός ακόμα και οι Κάσιοι θα με κυνηγάνε. Πρέπει να κάνω κάτι για να ξεμπλέξω» και άρχισε να απομακρύνετε σιγά προς την κρυψώνα του.

Ξαφνικά στη μέση της διαδρομής είδε φρουρούς να κάνουν ελέγχους σε όλους ιδικά στους Κάσιους και φυσικά σε όλα τα παιδιά που καθάριζαν δεν μπορούσε να περάσει από εκεί και δοκίμασε άλλο δρόμο αλλά και εκεί το ίδιο είχαν βγεί για ελέγχους όλοι. Μπήκε σε ένα από τα παλιά κτίρια που είχε υπόγειο για να περάσει από εκεί.

Πέρασε στο υπόγειο και μπήκε στους υπονόμους θα πήγαινε στο κτίριο της βιβλιοθήκης για να ψάξει στα βιβλία του μήπως κάτι άλλο μπορεί να κάνει μήπως κάτι νέο σκεφτεί.

Στην διαδρομή πέρασε κάτω από το κτίριο που ήταν οι κατασκευαστές και σκέφτηκε να δεί αν μπορεί να βρεί τον λόγο που έπεσε το κτίριο και να αποδείξει ότι δεν ήταν αυτός ο υπεύθυνος για αυτό. Πέρασε στο υπόγειό του διπλανού κτιρίου μιας και το κτίριο των κατασκευών θα φυλασσόταν. Ανέβηκε όσο ποιο κρυφά μπορούσε στην ταράτσα και από εκεί πέρασε στο κτίριο των κατασκευών. Μπήκε από μία πόρτα στο εσωτερικό της σοφίτας του που την είχαν για αποθήκη γεμάτη σκόνη. Έψαξε τα βιβλία που ήταν σε μια παλιά ραφιέρα και επάνω σε ένα παλιό γραφείο. Στον τοίχο ήταν ένας χάρτης που έδειχνε το νησί πρίν την βύθιση του. Όλα αυτά τον έκαναν να συνεχίσει το ψάξιμο μέχρι που κάθισε στο γραφείο κάτω από αυτό για να ακουμπάνε τα πόδια τους υπήρχε ένα μικρό μπαούλακι το τράβηξε έξω και προσπάθησε να το ανοίξει.

Το μπαουλάκι είχε επάνω του ένα σκαλιστό δέντρο το άνοιξε και μέσα βρήκε έναν παλιό χάρτη και ένα μεγάλο νόμισμα της παλιάς εποχής μιας και σήμερα δεν χρησιμοποιούσαν χρήματα.

Άνοιξε τον χάρτη που έδειχνε μια διαδρομή στο νησί από την κεντρική πλατεία να βγαίνει μέχρι ένα σημείο στο διπλανό δάσος που ήταν και το τέλος του θόλου.

Εκεί στο τέλος ήταν ζωγραφισμένο ένα δέντρο που στον κορμό του υπήρχε ένα κενό και από μέσα φαινόταν να βγαίνουν άνθρωποι.

«Κάτι σημαίνει αυτό το δέντρο για το νησί» σκέφτηκε «πρέπει να πάω ως εκεί και να δώ». Έφυγε από τον δρόμο που είχε έρθει και γύρισε στο υπόγειο που ήταν η Αριάνα.

Η Αριάνα ήταν ξαπλωμένη στο κρεβάτι και ξεκουραζόταν όταν άκουσε την καταπακτή να ανοίγει και πετάχτηκε έντρομη. Ο Άρον εμφανίστηκε στην σκάλα και εκείνη του είπε χαμηλόφωνα «Με τρόμαξες».

Ο Άρον της εξήγησε τι βρήκε και τι σκεφτόταν να κάνει. Η Αριάνα ήθελε να πάει μαζί του και επέμενε ας είχε εκείνος αντίρρηση. «Δεν έχω βγεί από τους υπονόμους ποτέ τώρα είναι η ευκαιρία να δω και εγώ το νησί μαζί σου δεν θα έχω κανένα πρόβλημα».

Τελικά ο Άρον πείστηκε και άρχισε να ετοιμάζετε για το ταξίδι μέχρι την άκρη του θόλου. Θα ταξίδευαν νύχτα ώστε όσο λιγότερα μάτια να μπορούν να τους δούν.

Είχε είδη νυχτώσει όταν ο Άρον με την Αριάνα ξεκίνησαν για το δέντρο στην άκρη του νησιού. Ξεκίνησαν να περάσουν γύρο από την πόλη από σημεία που δεν θα είχε πολλούς ανθρώπους για να τους δούν. Έφτασαν στο τέλος της πόλης και πήραν έναν δρόμο που τελείωνε στην αρχή του δάσους, από εκεί και μετά δεν υπήρχε ούτε μονοπάτι απλά με την βοήθεια του χάρτη θα έπαιρναν μια κατεύθυνση προς τα εκεί που νόμιζε ο Άρον ότι θα πρέπει να ήταν το δέντρο.

Είχε ξημερώσει πιά όταν και οι δύο ήταν πολύ κουρασμένοι για να ψάξουν άλλο έτσι βρήκαν ένα σημείο που να είναι λίγο ποιο άνετο μέσα στο πυκνό δάσος και κάθισαν να ξεκουραστούν.

Ο Άρον κοιτούσε τον χάρτη προσπαθώντας να βρεί το πώς θα φτάσουν στο δέντρο. «Το δέντρο αν λέει σωστά ο χάρτης είναι στην ευθεία του πύργου των αρχόντων με τον λόφο των ορυκτών» είπε λες και εξηγούσε στον εαυτό του τι έβλεπε «πώς θα το βρω αυτό από εδώ» αναρωτήθηκε.

Τότε του ήρθε η ηδέα πετάχτηκε όρθιος και άρχισε να ανεβαίνει σε ένα από τα δέντρα. Η Αριάνα τον έχασε απ’ τα μάτια της για λίγη ώρα μέχρι που τον άκουσε να κατεβαίνει και να λέει «Από εκεί είναι το βρήκα. Πάμε». Ξεκίνησαν πάλι αλλά τώρα σε διαφορετική κατεύθυνση.

Περπάτησαν για αρκετή ώρα όταν ξαφνικά το νησί έφτανε στο τέλος του από εκεί που είχαν φτάσει έβλεπαν τον θόλο που προστάτευε το νησί δεν είχαν παρά να κάνουν μερικά μέτρα ακόμα. Ο Άρον απογοητευμένος είπε «Πάλι λάθος έκανα ή ο χάρτης είναι ψεύτικος» και έβγαλε το νόμισμα μήπως και δεί το δέντρο που ήταν σκαλισμένο.

Η Αριάνα το είδε πρώτη ήταν πίσω από τον Άρον και άπλωσε το χέρι της χωρίς να μπορεί να βγάλει λέξη ένα δέντρο είχε ανοίξει μια τρύπα στον κορμό του και στο εσωτερικό του μία σκάλα ξεκίναγε να ανεβαίνει με πέτρινα σκαλιά.

Ο Άρον γύρισε να δεί τι του έδειχνε και ένας κρύος ιδρώτας πέρασε από το κορμί του. Αυτό ήταν το είχαν βρεί.  Διστακτικά στην αρχή μπήκαν μέσα και το δέντρο έκλεισε την είσοδο αμέσως. Άρχισαν να ανεβαίνουν τα σκαλιά που ήταν πολλά.

Κάποτε τα σκαλιά τελείωσαν και έφτασαν σε ένα πυκνό από κλαδιά σημείο αναγκάζοντας τους να παραμερίσουν τα κλαδιά για να περάσουν. Ένα ποταμάκι ήταν μπροστά τους και από την άλλη μεριά ένα μικρό σπιτάκι που τα παράθυρα του ήταν φωτισμένα. Λίγο ποιο δίπλα ένα καζάνι ήταν πάνω από φωτιά να ετοιμάζει κάποιο φαί.

«Πάμε να ρωτήσουμε που είμαστε» είπε ο Άρον «αλλά με προσοχή δεν ξέρουμε τι μπορεί να είναι εδώ». Πέρασαν το ποτάμι και πλησίασαν το σπιτάκι για να δούν από το παράθυρο ποιος είναι μέσα. Στο σπίτι μία κοπέλα με μακριά καστανά μαλλιά ετοίμαζε ένα τραπέζι για το βραδινό της.

Ο Άρον πήγε στην πόρτα και χτύπησε δειλά από μέσα ακούστηκαν βήματα και η πόρτα άνοιξε η κοπέλα ήταν στην πόρτα «Πέρασε μέσα» του είπε «σε περίμενα» τότε ήταν που είδε και την Αριάνα και συνέχισε «Α! ελάτε και οι δύο, ετοίμασα να φάμε κάτι βλέπετε περιμένω αρκετές ώρες μέχρι να έρθετε».

Η κοπέλα πήγε και πήρε το καζάνι έσβησε την φωτιά και το έφερε στο σπίτι. Άρχισε να σερβίρει και τους είπε «Είμαι η Αντζελίνα κάποιος από εσάς με κάλεσε». Τους είδε που η απορία στα μάτια τους ήταν μεγάλη και συνέχισε «δεν βλέπω να ξέρετε τι έγινε και ποια είμαι. Μπορείτε να μου πείτε τα ονόματά σας πρώτα?».

Ο Άρον συνήρθε πρώτος και μίλησε ακόμα σοκαρισμένος από την έκπληξη.

«Εμένα με λένε Άρον και την φίλη μου Αριάνα. Είμαστε από το νησί κάτω από την θάλασσα. Πώς μας περιμένατε δεν κατάλαβα».

Η Αντζελίνα άρχισε να τους εξηγεί «Κάτι που κάνατε με κάλεσε γιατί χρειάζεστε την βοήθειά μου. Είμαι απεσταλμένη της γυναίκας του βράχου και έχω σαν αποστολή να βοηθώ όσους καλούς έχουν την ανάγκη μου. Ελάτε να φάμε λίγο και θα μου πείτε τι σας συμβαίνει».

Η Αντζελίνα είχε πάρει σήμα από το μενταγιόν της όταν ήταν ακόμα στο σχολείο αλλά δεν μπορούσε να φύγει μέχρι να γυρίσει σπίτι με τον πατέρα της. Μόλις όμως γύρισε πήγε αμέσως στο σπιτάκι του παππού και άνοιξε την συρταριέρα.  Στο συρτάρι που ήταν τα έγραφα ήταν ένα πακέτο με χαρτιά που έλεγε για έναν πόλεμο καi που για να σωθούν οι άνθρωποι βούλιαξαν το νησί τους με την βοήθεια της γυναίκας του βράχου στον πάτο της θάλασσας.

Στο σημείωμα αυτό τα γράμματα φωτίζονταν λες και είχαν πάρει φωτιά. Η Αντζελίνα πήρε το σακίδιό της το κουτί με το ραβδί και πέρασε από το τον καθρέπτη σε ένα μικρό σπιτάκι μέσα σε ένα δάσος. Σταμάτησε τον χρόνο στον κόσμο της και έψαξε για να βρεί ποιος την κάλεσε αλλά μάταια δεν ήταν κανείς. Έτσι περίμενε και ξεκίνησε να ετοιμάσει φαί μιας και από την βιασύνη της δε πρόλαβε να φάει.

Όταν είχαν φάει πιά Η Αντζελίνα τους είπε «Ξέρω ότι ένα νησί το βούλιαξαν στον πάτο της θάλασσας για να αποφύγουν τον πόλεμο που γινόταν εκεί. Τώρα θέλω να μου πείτε τι ξέρετε και τι συμβαίνει».

Ο Άρον σηκώθηκε από την καρέκλα και ξεκίνησε να εξηγεί στην Αντζελίνα όσα ήξερε και είχε διαβάσει για το νησί. Όταν έφτασε στο σήμερα εξήγησε για τον Παριότη που καταπίεζε τους φτωχούς και έφτασε στο σημείο που εκείνος έκλεψε το κιβώτιο, ότι ο Παριότης θα σταμάταγε να δίνει σε όλους μέχρι να τον βρεί αλλά και για το κτίριο που το πέσιμό του το φόρτωσαν σε αυτόν.

Μετά της είπε για την σοφίτα στο κτίριο των κατασκευών για τον χάρτη, το δέντρο  και το νόμισμα.

Και τέλος της είπε για την διαδρομή τους εκεί «Μπήκαμε στο δέντρο και ανεβήκαμε εδώ που σε βρήκαμε».

«Μπορείς να μας βοηθήσεις να σταματήσουμε τον Παριότη να κάνουμε επανάσταση για τους φτωχούς του νησιού?» ρώτησε στο τέλος.

Η επανάσταση θα έφερνε σκοτωμούς και εγώ δεν είμαι για οτιδήποτε θα έφερνε κακό. Για να έχω καλεστεί θα πρέπει να υπάρχει άλλος τρόπος να σωθούν οι άνθρωποι στο νησί σας. Πρέπει εκεί που βρήκες τον χάρτη να υπάρχουν και άλλα στοιχεία για να βρούμε την λύση. Θα πρέπει να με πάς εκεί».

Έτσι αποφάσισαν να περάσουν πάλι από το δέντρο και να πάνε στο νησί. Όταν έφτασαν κάτω στο δέντρο και πλησίασε ο Άρον το δέντρο άνοιξε και βγήκαν στο δάσος. Μόλις βγήκαν στο δάσος το μενταγιόν της Αντζελίνας άρχισε να βγάζει ένα χαμηλό φώς και εκείνη για να μην φαίνετε έκλεισε καλύτερα την μπλούζα της αλλά μετά από λίγο το φως σταμάτησε «Κάτι ήθελε να μου δείξει» σκέφτηκε η Αντζελίνα. Με τον Άρον μπροστά περνούσαν το πυκνό δάσος μέχρι το τέλος του. Όταν έφτασαν στην αρχή της πόλης ήταν μεσημέρι και ο Άρον εξήγησε στην Αντζελίνα ότι δεν μπορούσαν να περάσουν γιατί θα τους έβλεπαν οι φρουροί και η Αντζελίνα ήταν περίεργα για το νησί ντυμένη. Έτσι περίμεναν να νυχτώσει στην αρχή του δάσους.

Η Αντζελίνα από μακριά έμεινε να κοιτά την πόλη. Ήταν μια ωραία δομημένη πόλη με σπίτια πέτρινα και ξύλινα που το κέντρο της φαινόταν να είναι τα καλύτερα γύρο από έναν στρογγυλό πύργο που επάνω στο τέλος του ήταν σαν να είναι φάρος.

«Πως είναι η πόλη σας και τι είναι αυτό στο κέντρο» ρώτησε.

Ο Άρον άρχισε να της εξηγεί «Στην μέση μένουν οι Πάριοι που είναι οι άρχοντες και γύρο κατοικούν οι Κάσιοι που κάνουν όλες τις εργασίες. Το κτίριο στο κέντρο είναι η διοίκηση εκεί μένει και ο Παριότης. Αυτό εκεί είναι φάρος παλιά άναβε για να βλέπουν το νησί οι ναυτικοί λένε αλλά τώρα ανάβει όταν ο Παριότης θέλει να φωτίσει την πόλη κυρίως στις επαναστάσεις. Όταν ο πατέρας μου έκανε την τελευταία το φως του έδειξε στην φρουρά που να τους κυνηγήσουν. Τα παιδιά εδώ είναι να καθαρίζουν και κυρίως τον υπόνομο από εκεί θα περάσουμε και έτσι κυκλοφορούμε τις περισσότερες φορές στην πόλη.

Στον υπόνομο δεν μπαίνουν οι Πάριοι και φυσικά πολύ ελάχιστες φορές οι φρουροί και μόνο στις μεγάλες σήραγγες».

Όταν άρχισε να νυχτώνει η παρέα ξεκίνησε για να πάνε στο δωμάτιο που είχε ο Άρον στο κτίριο του νερού.

Πέρασαν από τους υπονόμους και μπήκαν απ την καταπακτή στο δωμάτιο εκεί άφησαν την Αριάνα και ξεκίνησαν για την σοφίτα στο κτίριο των κατασκευών. Όταν έφτασαν η Αντζελίνα άρχισε να ξεφυλλίζει τα βιβλία και τους χάρτες που ήταν μέσα σε αυτό μήπως μπορέσει να βρεί κάτι για το νησί. Ένας χάρτης έδειχνε το νησί πρίν βυθιστεί ήταν στην μέση ενός μεγάλου κόλπου και ενωνόταν με την στεριά από μεγάλες γέφυρες.

Σε ένα βιβλίο βρήκε για τους πολέμους που είχε περάσει το νησί και ήταν πολλοί πραγματικά. Σε ένα άλλο βρήκε ότι στο νησί κατοικούσαν οι Κάσιοι και οι Πάριοι ήταν στον κόλπο γύρο από το νησί αλλά όλοι μαζί έκαναν μία φυλή που ζούσε αρμονικά.

Όταν έψαξε πολύ ώρα είπε στον Άρον «Δεν μπορεί εδώ δεν έχει τίποτα άλλο που μπορούμε να ψάξουμε αλλού?»

Ο άρον της είπε ότι όλα τα άλλα βιβλία ήταν στο κτίριο της βιβλιοθήκης αλλά δεν θα μπορούσαν να πάνε εκεί γιατί φυλασσόταν από φρουρούς και επιτρέπονταν να μπουν μόνο οι Πάριοι.

Η Αντζελίνα ρώτησε «Πώς θα μπορέσουμε να πάμε κρυφά έστω και για λίγο. Θα μπω μόνη μου εμένα δεν με ξέρουν και μπορώ να ξεφύγω. Αν μπορέσαμε να πάμε κάποια ώρα που δεν θα είναι πολλοί εκεί» και άφησε ατελείωτη την πρόταση της σαν να το σκεφτόταν.

Η ώρα είχε περάσει και έτσι ο Άρον πήγε να βρεί την Αριάνα και θα γύρναγε να πάρει την Αντζελίνα για να πάνε στην βιβλιοθήκη. Η Αντζελίνα συνέχισε να ξεφυλλίζει τα βιβλία και τους χάρτες.

Η νύχτα ήταν στη αρχή της όταν ο Άρον μπήκε στο κρυφό δωμάτιο του κτιρίου των κατασκευών. Η Αντζελίνα πετάχτηκε όρθια, την είχε πάρει ο ύπνος εκεί καθισμένη στο παλιό γραφείο διαβάζοντας.

«Σε τρόμαξα συγνώμη» της είπε ο Άρον «Είναι ώρα να πηγαίνουμε. Βρήκα μια διαδρομή να ανέβουμε στην οροφή του κτιρίου και από εκεί να πάμε στην κεντρική αίθουσα της βιβλιοθήκης. Σού έφερα ένα πανωφόρι από αυτά που φοράμε εδώ για να μην ξεχωρίζεις αν κάποιος σε δεί». Η Αντζελίνα έτριψε λίγο τα μάτια της και πήρε τα πράγματά της, και έριξε στην πλάτη της την κάπα που της έφερε ο Άρον.

Ανέβηκαν στην οροφή του κτιρίου και από εκεί πέρασαν σε ένα διπλανό, μετά από κάποιες σωληνώσεις που πέρναγαν σε ένα άλλο κτίριο. Κατέβηκαν στο υπόγειο και μέσα από τον υπόνομο πέρασαν μερικά κτίρια ακόμα μετά ανέβηκαν από μια σκάλα και βγήκαν σε ένα μπαλκόνι εκεί ο Άρον της είπε να περιμένει να πάει πρώτος στο απέναντι μπαλκόνι και όταν της κάνει νόημα να πάει και αυτή.

Ο Άρον πέρασε από ένα πρεβάζι και καβάλησε κάποια κάγκελα βγήκε σε μια σκάλα που ένωνε δύο στοές και μίλησε για λίγο με κάποια παιδιά που ήταν εκεί.

Τα παιδιά άκουγαν τον Άρον και μετά έφυγαν από διαφορετικές κατευθύνσεις. Τότε έκανε νόημα στην Αντζελίνα να πάει σε εκείνον.

Η Αντζελίνα έφτασε στην στοά και τον ρώτησε «Όλα καλά?» «Ναι» απάντησε τους έστειλα να φυλάνε αν δούν κάτι περίεργο θα μας δώσουν σήμα. Φτάνουμε» και ξεκίνησε ακολουθούμενος από την Αντζελίνα. Ανέβηκαν μια εξωτερική σιδερένια κάθετη σκάλα και έφτασαν στην οροφή του κτιρίου. Μπήκαν από ένα μικρό πορτάκι στο τελείωμα της κεντρικής σκάλας της βιβλιοθήκης και κατέβηκαν στην μεγάλη αίθουσα.

Μια έντονη μυρωδιά χαρτιού ήρθε να τους χαϊδέψει την μύτη. Στο κέντρο ήταν μερικά μεγάλα τραπέζια στην μεριά που ήταν η μεγάλη πόρτα ένα μικρό γραφείο στεκόταν στην μέση του διαδρόμου και γύρο πολλές σειρές με ράφια δημιουργούσαν διαδρόμους.

Τα παιδιά δεν ήξεραν από πού να ξεκινήσουν άρχισαν μνα ψάχνουν το καθένα από άλλη πλευρά για να καταλάβουν που μπορεί να είναι τα βιβλία που ήθελαν.

Ξαφνικά ένα ελαφρύ σφύριγμα ακούστηκε και ο Άρον έτρεξε προς την Αντζελίνα «Τρέχα πάμε να κρυφτούμε κάποιος έρχεται» ήταν το σήμα από κάποιο παιδί απ έξω και την τράβηξε προς την σκάλα.

Δεν πρόλαβαν να ανέβουν μερικά σκαλιά όταν στην αίθουσα μπήκαν δύο άντρες.

«Να βρούμε τα χαρτιά με τα παιδιά που γεννήθηκαν τότε» είπε ο πρώτος «Λες να γέννησαν και δεύτερο παιδί και να μην το ξέρει κανείς?» είπε ο δεύτερος «δεν μας έφτανε ένας  Φρίνος να υπάρχει και άλλος?». Ο Άρον ενώ ήταν έτοιμος να συνεχίσει να ανεβαίνει την σκάλα κόλλησε στο σκαλί σαν άγαλμα. «Τι συμβαίνει» ρώτησε η Αντζελίνα χαμηλόφωνα.

«Για εμένα μιλάνε» είπε «λένε ότι έχω αδερφό?» απόρησε και τα μάτια του άνοιξαν διάπλατα «δεν έχω ή νομίζω ότι δεν έχω δεν ξέρω να έχω. Δεν θα το είχα μάθει?»

Γύρισε και πήγε όσο ποιο κοντά μπορούσε χωρίς να τον δούν για να δεί τι έκαναν οι άντρες.

Ο ένας άντρας πήγε σε μία ραφιέρα κοίταξε με προσοχή κάποια βιβλία, πήρε ένα μεγάλο και το ακούμπησε σε ένα τραπέζι.

Το άνοιξε και άρχισε να ψάχνει τις σελίδες μέχρι που σταμάτησε σε μία «Ναι οι Φρίνοι έκαναν δύο παιδιά» είπε «Και το δεύτερο ήταν κορίτσι άλλα δεν λέει περισσότερα λες και όταν γεννήθηκε εξαφανίστηκε κιόλας. Δεν γράφει τίποτα για το που είναι και αν μοιάζει στον Άρον Φρίνο».

«Έχω αδερφή?»  μονολόγησε ο Άρον «δεν το ήξερα, δεν την ξέρω, πρέπει να μάθω να την βρω».

Οι άντρες έκλεισαν το βιβλίο και έφυγαν από την αίθουσα.

Ο Άρον δεν κούνησε από την θέση του τα μάτια του ήταν καρφωμένα στην βάση της σκάλας χωρίς να κοιτάνε. Το μυαλό του έτρεχε στο ότι έχει μια αδερφή και δεν την ξέρει.

Η Αντζελίνα τον σκούντησε να συνέλθει λέγοντας «Έλα πάμε να δούμε τι βρήκαν. Ίσως να σου δείξει κάτι και να καταλάβεις». Τον ακούμπησε στην πλάτη και τότε μόνο συνήλθε. Κατέβηκαν πάλι την σκάλα και πήγαν στο βιβλίο που είχαν αφήσει οι άντρες. Ήταν ένα μεγάλο βιβλίο που απ’ έξω έλεγε ότι είναι η ιστορία των οικογενειών για τους Κάσιους και μάλιστα ο έκτος τόμος. Η Αντζελίνα άνοιξε και άρχισε να ψάχνει για την οικογένεια Φρίνου. Όταν την βρήκε πήγε στην τελευταία σελίδα κατευθείαν και άρχισε να διαβάζει «Ο Μάρον Φρίνος και η Λάθα Φρίνου τον δεύτερο μήνα στις ενεά έκαναν έναν γιό που τον ονόμασαν Άρον έχει καστανά μαλλιά και μάτια» παρακάτω διάβασε «Ο Μάρον Φρίνος και η Λάθα Φρίνου τον έκτο μήνα στις είκοσι δύο έκαναν το δεύτερο παιδί τους ένα κορίτσι που το ονόμασαν» εκεί ήταν σβησμένο ότι και να έγραφε και η Αντζελίνα συνέχισε λέγοντας «Το έχουν σβήσει κάποιος ήθελε να την προστατέψει και έτσι δεν γράφει τίποτα άλλο. Αυτό είναι καλό γιατί κανείς δεν θα μπορεί να την βρεί».

«Ναι» είπε ο Άρον «Αλλά ούτε και εγώ. Τι μπορώ να κάνω τώρα πώς θα την βρω».

Την ώρα που σκέπτονταν αυτά ο Άρον η Αντζελίνα συνέχισε να κοιτά στο βιβλίο για την οικογένεια του και η ματιά της έπεσε στης λέξεις «Έφτιαξε τον πύργο του φάρου» διάβασε όλο το κομμάτι «σχεδίασε και επίβλεψε την κατασκευή του φάρου. Έφεραν το φώς για να δώσει σε όλους την σωτηρία και πέθανε σε εξαγνισμό στην αρχή του έκτου μήνα μετά τον θόλο». Έψαξε να δεί για ποιόν μίλαγε και βρήκε ότι ήταν ο προπάππους του Άρον αυτός που έφτιαξε τον φάρο και έφερε το φώς και δημιουργήθηκε ο θόλος.

Η Αντζελίνα θυμήθηκε ότι είχε διαβάσει στις σημειώσεις από το συρτάρι ότι για τον θόλο ήταν και η γυναίκα του βράχου. Τι σχέση μπορεί να είχε η γυναίκα με τον προπάππου του Άρον και σε τι χρησίμευε ο φάρος?. Πήγε στα ράφια και έψαξε να βρεί για τον φάρο αλλά ότι βρήκε δεν της έδωσε καμιά εξήγηση.

Η ώρα πέρασε και έπρεπε να φύγουν από το κτίριο δεν έπρεπε να τους βρούν εκεί έτσι ανέβηκαν την σκάλα και πέρασαν από την πόρτα στην ταράτσα. Πήγαν να κατεβούν την εξωτερική σιδερένια κάθετη σκάλα αλλά είδαν ότι στην βάση της υπήρχαν κάποιοι φρουροί που εκεί είχαν βρεθεί και συζήταγαν. «Δεν μπορούμε να κατέβουμε από εδώ» είπε ο Άρον «πάμε από την άλλη μεριά να περάσουμε σε διπλανό κτίριο» και προχώρησε μπροστά. Η άλλη πλευρά του κτιρίου των βιβλίων ήταν κολλητή με το διπλανό αλλά ποιο ψιλά από αυτό έτσι τα παιδιά έπρεπε να κρεμαστούν από την άκρη και να πηδήξουν στο άλλο κτίριο. Όταν πάτησαν στην ταράτσα του άλλου κτιρίου είδαν ότι είχε μία πόρτα στην ο τοίχος του κτιρίου των βιβλίων. Ο Άρον απόρησε γιατί δεν την είχε δεί από μέσα και είπε «Αυτή η πόρτα δεν την ξέρω λες να βγαίνει στο υπόγειο?» και άρχισε να την ανοίγει με προσοχή μην ξέροντας τι θα συναντήσει.

Όταν άνοιξαν την πόρτα βρέθηκαν σε ένα δωμάτιο μακρόστενο χωρίς άλλη πόρτα μόνο ένα παράθυρο από την μια πλευρά. Το δωμάτιο είχε μέσα ένα γραφείο με μια βιβλιοθήκη στην πλευρά που ήταν το παράθυρο και στην άλλη είχε ένα κρεβάτι που μάλλον το χρησιμοποιούσε ο κάτοικός του σαν καναπέ και ένα επιπλάκι με μια βρύση και ένα νιπτηράκι. Είχε και άλλη μια πόρτα αλλά φαινόταν ότι είχε κλειστεί εδώ και πολλά χρόνια.

«Τι είναι εδώ» ρώτησε η Αντζελίνα «Δεν ξέρω» απάντησε ο Άρον «Αλλά πρέπει να φύγουμε και να γυρίσουμε άλλη ώρα γιατί μετά δεν θα μπορούμε να φύγουμε». «φύγε εσύ να πάς και στην Αριάνα θα ανησυχεί. Εγώ θα μείνω εδώ και έλα όταν μπορέσεις να με πάρεις. Θα ψάξω να δω τι μπορεί να έχει εδώ» είπε η Αντζελίνα. Είχε νιώσει από την ώρα που άνοιξαν την πόρτα ότι το μενταγιόν της είχε πάλι το γαλάζιο φώς του και προσπάθησε να το κρύψει από τον Άρον αλλά δεν μπορούσε και να φύγει χωρίς να ψάξει.

Ο Άρον έφυγε για να πάει στη Αριάνα και η Αντζελίνα έμεινε μόνη στο κρυφό δωμάτιο της βιβλιοθήκης, άρχισε να ψάχνει τα βιβλία που ήταν στην ραφιέρα . Βρήκε ένα που μίλαγε για την ιστορία του νησιού για τους Κάσιους που με την εργασία τους προμήθευαν τους Πάριους με αγαθά που κατοικούσαν στον κόλπο και εκείνοι τα πουλούσαν στους εμπόρους που πέρναγαν από την περιοχή. Για τις οικογένειες που είχαν την διοίκηση του νησιού και τον αρχηγό της φυλής που ήταν πρόγονος του Άρον. Για την κατασκευή της πόλης και για τις καλλιέργειες γύρο από αυτήν.

Σε ένα άλλο βιβλίο ήταν γραμμένο από τον γέρο Φρίνο  που μίλαγε για την οικογένεια και το σπίτι στο δάσος. Σε ένα ράφι ήταν χάρτες και σχέδια για την κατασκευή της πόλης, τους υπόνομους και την κατανομή των κτιρίων. Ψάχνοντας βρήκε ένα που έγραφε για της μέρες των μαχών στο τέλος ήταν το κεφάλαιο που αποφάσισαν για να αποφύγουν τους πολέμους να βουλιάξουν το νησί.

«Το συμβούλιο» έγραφε «αποφάσισε να ακολουθήσουμε την πρόταση της βύθισης του νησιού. Η πρόταση να ακολουθήσουν και οι Πάριοι και να έρθουν στο νησί όσοι θέλουν δεν ήταν καλή και μερικοί στο συμβούλιο είχαν αντίρρηση. Στο τέλος το συμβούλιο δέχτηκε να έρθουν μόνο αυτοί που είχαν οικογένεια με μικρά παιδιά. Πρώτα θα έπρεπε να κατασκευαστεί ο φάρος που θα μας πήγαινε στον προορισμό μας. Οι εργασίες κράτησαν πέντε μήνες και όταν ήταν έτοιμος η γυναίκα έφερε το φώς για να μπορέσει να λάμψει. Τώρα είμαστε εδώ κάτω προφυλαγμένοι από κάθε κακό. Κανείς δεν ξέρει τον δρόμο για την έξοδο εκτός από το συμβούλιο και δεν πρέπει να μαθευτεί γιατί θα είναι κίνδυνος για όλους μας».  

Η Αντζελίνα συνέχισε να διαβάζει για την ζωή κάτω από το νερό μέχρι που έφτασε στο σημείο για τους Παρίους. «Τελικά δεν έπρεπε να πάρουμε τους Παριότες μαζί μας άρχισαν να δημιουργούν προβλήματα και φασαρίες θέλουν να πάρουν την διοίκηση της πόλης. Πρέπει να κρύψω τον τρόπο να επανέλθει το νησί στην αρχική του θέση κάπου που δεν θα το βρούν γιατί αν γίνει με λάθος τρόπο θα χαθούμε όλοι. Όταν έρθει η ώρα θα το κάνουμε εμείς έχουμε καιρό μέχρι να σταματήσουν οι σκοτωμοί επάνω». Άρα σκέφτηκε η Αντζελίνα θα μπορούσε το νησί να έρθει στην αρχική του θέση. Και τότε δεν θα μπορούσαν οι Πάριοι να κρατούν τους Κάσιους σαν σκλάβους. Αλλά πρώτα πρέπει να βρω με ποιόν τρόπο μπορεί να γίνει.

Έψαξε για τον τρόπο σε όλα σχεδόν τα βιβλία που ήταν εκεί μέσα αλλά δεν βρήκε πουθενά τι ήταν αυτό που έκανε το νησί να βυθιστεί και πως θα μπορούσε να το επαναφέρει στην θέση του.

Καθισμένη στο κρεβάτι έμεινε να κοιτά έναν χάρτη του νησιού και βυθισμένη στις σκέψεις της για όλα αυτά που είχε διαβάσει. Τελικά οι Πάριοι είχαν προμελετήσει την καταστροφή των Κάσιων. Είχαν έρθει μαζί τους για να καταχτήσουν το νησί ή μήπως δεν ήταν αυτό το αρχικό σχέδιο τους? Η Αντζελίνα άρχισε να καταλαβαίνει τι είχε πραγματικά συμβεί. «Οι Πάριοι ήθελαν να ανεβάσουν το νησί να διώξουν τους Κάσιους ή να κρατήσουν λίγους σαν δούλους και να ξανά βουλιάξουν το νησί. Δεν έμαθαν όμως το πώς μπορούσαν να το κάνουν και έτσι αποφάσισαν μόνο να καταχτήσουν τους Κάσιους μήπως και βρούν τον τρόπο». Με τις σκέψεις αυτές πείσμωσε να βρεί τον τρόπο να σώσει τους Κάσιους θα επανέφερε το νησί στην επιφάνια και θα φρόντιζε οι Πάριοι να φύγουν από αυτό. «Δεν μπορεί θα υπάρχει τρόπος, αλλά ποιος πρέπει να ψάξω κάπου αλλού ποτέ δεν θα έκρυβαν ένα τέτοιο μυστικό σε εμφανή μέρος, και φυσικά δεν θα το ήξεραν πολλοί να μην πω ότι το συμβούλιο δεν το είπε σε κανέναν».

Κοίταξε ξανά τον χάρτη του νησιού που κρατούσε «Που μπορεί να είναι ένα τέτοιο μυστικό κριμένο να είναι σε κάποιο κτίριο, τα κτίρια εδώ όλο κρυφά δωμάτια έχουν. Πρέπει να είναι σε κάποιο που θα είχε σχάση με τον γέρο Φρίνο. Πρέπει να μάθω από τον Άρον σε ποιο κτίριο ήταν το συμβούλιο και που έμενε η οικογένεια του και που ήταν το σπίτι στο δάσος».

Όταν ο Άρον επέστρεψε η Αντζελίνα του είπε τι είχε διαβάσει και τον ρώτησε που έμενε η οικογένεια του, σε ποιο κτίριο ήταν το συμβούλιο εκείνος της είπε «Το συμβούλιο ήταν στο κτίριο του φάρου άρα αν ήταν εκεί θα το είχε βρεί ο Παριότης μιας και τώρα εκείνος με τους δικούς του το είχαν καταλάβει. Η οικογένειά του έμενε σε ένα σπίτι στην άκρη της πόλης αλλά όχι ο προπάππους του είχε πάει η οικογένειά του πολύ μετά. Δεν ήξερε που έμενε η οικογένεια του πρίν από την παππού του.

Για το σπίτι στο δάσος δεν ήξερε τίποτα έπρεπε να δούν στον χάρτη που υπάρχει το σπίτι στο δάσος. «Δεν ξέρω να υπάρχει έξω από την πόλη σπίτι» είπε «έχω έναν χάρτη που έχει αναλυτικά όλα τα κτίρια του νησιού τον έχω πάρει από το κτίριο των κατασκευών και τον έχω στο δωμάτιο στο κτίριο του νερού. Να πάμε να τον δούμε εκεί ίσος έχει κάτι». Ο Άρον ρώτησε την Αντζελίνα αν βρήκε κάτι να γράφει για την αδερφή του «Όχι» του απάντησε «και λυπάμαι που δεν έχω βρεί οτιδήποτε» ο Άρον κατέβασε το κεφάλι του λέγοντας «Δεν πειράζει κάποια μέρα θα την βρω».

Η Αντζελίνα με τον Άρον έφτασαν στο δωμάτιο του κτιρίου του νερού που τους περίμενε η Αριάνα και είχε ετοιμάσει να φάνε. Όταν τελείωσαν το φαί τους ο Άρον έφερε τον χάρτη τον άνοιξαν στο μεγάλο γραφείο και άρχισαν να κοιτάνε που μπορεί να ήταν το σπίτι στο δάσος. Δεν ήταν σχεδιασμένο πουθενά, κανένα κτίσμα εκτός της πόλης «πώς μπορούμε να το βρούμε» αναρωτήθηκε ο Άρον. Κανείς τους δεν είχε να δώσει μια απάντηση και έτσι αποφάσισαν να κοιμηθούν μέχρι να νυχτώσει και να ανέβουν σε κάποιο ψηλό κτίριο ώστε το πρωί από εκεί να μπορέσουν να δούν στο δάσος που μπορεί να είναι και αν υπάρχει ακόμα το σπίτι.

Ο Άρον παραχώρησε το κρεβάτι του στην Αντζελίνα και πήγε να κοιμηθεί σε μια κουβέρτα που άπλωσε σε μια γωνιά. Η Αντζελίνα βυθίστηκε σε ένα ύπνο όλο σκέψεις που έκαναν τα όνειρά της να μεταφέρεται από τον κόσμο της σε άλλους κόσμους όταν σε έναν από αυτούς βρέθηκε σε ένα δάσος ένα σπίτι ήταν στο βάθος κτισμένο πάνω σε ένα ποταμάκι. Μια γυναικεία φιγούρα ήταν στο μπαλκόνι του ξαφνικά γύρισε και εξαφανίστηκε στην πόρτα του κεντρικού κτίσματος.

Το όνειρο άλλαξε αλλά μετά από λίγο πάλι το ίδιο σπίτι ήρθε να εμφανιστεί στο όνειρό της. Αυτή την φορά δεν ήταν κανείς και το σπίτι ήταν σκοτεινό μόνο που σε κάποια στιγμή ένα φώς σαν να πέρασε από κάποιο παράθυρο και να χάνετε στο εσωτερικό του.

Η Αντζελίνα ξύπνησε και σηκώθηκε από το κρεβάτι πήγε στον Άρον και τον ξύπνησε. «Ξύπνα να σε ρωτήσω υπάρχει κάπου που να έρχεται ποτάμι από το δάσος?» ο Άρον ακόμα μες τον ύπνο του σαστισμένος της απάντησε «Ποτάμι με νερό από το δάσος έρχεται ένα που παίρνουμε το νερό. Το μεγάλο ποτάμι που αναβλύζει από τον λόφο. Γιατί τι το θές το ποτάμι έχει νερό στην βρύση».  «Έχεις πάει εκεί» τον ρώτησε ξανά η Αντζελίνα και τότε ο Άρον συνειδητοποίησε ότι κάτι σοβαρό έχει σκεφτεί και σηκώθηκε από κάτω που ήταν ξαπλωμένος. «Τι έγινε τι βρήκες» την ρώτησε «το ποτάμι αυτό το φυλάνε φύλακες από την ώρα που βγαίνει από τον βράχο μέχρι εδώ που μοιράζετε στα κτίρια και δεν υπάρχει σπίτι σε όλη την διαδρομή».

Η Αντζελίνα ξαναρώτησε «Δεν υπάρχει ένα άλλο μικρό ποτάμι που να περνά μέσα στο δάσος?» ο Άρον έμεινε λίγο να σκέφτεται και μετά είπε σαν να μίλαγε μόνος του «Το νησί έχει μόνο ένα βουνό που είναι και το ποτάμι όλο το άλλο είναι πεδιάδα εκτός από τον λόφάκι στην άλλη μεριά του δάσους αλλά δεν ξέρω να έχει ποτάμι. Αν θέλεις μπορούμε να πάμε να δούμε».

Όταν Άρχισε να σουρουπώνει αποφάσισαν να πάνε να δούν για το ποτάμι πρώτα. Η Αριάνα επέμενε να πάει μαζί τους «Δεν μπορώ να είμαι εδώ χωρίς να κάνω κάτι και εσείς να πηγαίνετε παντού. Θα έρθω και εγώ» διαμαρτυρήθηκε και ετοιμάστηκε να πάει μαζί τους.

Τα παιδιά ξεκίνησαν πέρασαν από τους υπονόμους προς την μεριά που θα έβρισκαν τον λόφο και έφτασαν στην άκρη της πόλης.

Πέρασαν τα χωράφια που ήταν εκεί σπαρμένα και μπήκαν στο πυκνό δάσος για να ανέβουν τον μικρό λόφο.

Με πολύ δυσκολία πέρασαν τα πρώτα δέντρα και ανέβαιναν όταν ο Άρον τους σταμάτησε. «Ακούστε» είπε «Νερό ακούω νερό» όταν προχώρησαν λίγο ακόμα είδαν ένα ποταμάκι με αρκετό νερό να έρχεται μέσα από το δάσος και να χάνετε κάτω από κάποιους μεγάλους βράχους. «Για αυτό δεν το ξέρω. Δεν φτάνει κάτω στην πεδιάδα» είπε ο Άρον «εσύ που το ήξερες» ρώτησε κοιτάζοντας την Αντζελίνα.

«Αν σου πω ότι το είδα στο όνειρό μου θα με πιστέψεις?» του είπε «μου το έδειξε η γυναίκα του βράχου. Πάμε να βρούμε το σπίτι τώρα». Δεν πέρασε πολύ ώρα όταν στο βάθος του δάσους είδαν το σπίτι όπως το είχε δεί στο όνειρό της η Αντζελίνα.

Ήταν ένα πολύ όμορφο σπίτι ήταν σε τρία μέρει που ενώνονταν μεταξύ τους. Στο κέντρο ένα κομμάτι με τρείς ορόφους που έμοιαζε με πύργο και από τις άλλες μεριές από ένα μικρότερου ύψους αλλά όχι μικρότερο σε μέγεθος παρά μόνο σε ύψος.

Γύρο του ένα μπαλκόνι απλωνόταν σαν βάση και κάτω από το σπίτι πέρναγε το ποτάμι, λες και το είχαν κάνει για να επιπλέει σε αυτό.

Όλο το σπίτι ήταν από ξύλο και είχε πολύ ωραία διακόσμηση απ’ έξω.

Έφτασαν στην βεράντα και μπήκαν από την κεντρική πόρτα. Το μενταγιόν της Αντζελίνας είχε αρχίσει να φωτίζετε από την ώρα που είχαν φτάσεις το σπίτι, τώρα πλέων δεν θα μπορούσε να τους το κρύψει έτσι το έβγαλε έξω από την μπλούζα της και τα άλλα παιδιά το κοίταξαν με γουρλωμένα μάτια. «Τι είναι αυτό» ρώτησε ο Άρον η Αντζελίνα του εξήγησε γρήγορα και σιγανά ότι είναι αυτό που τις δίνει την δύναμη της και προχώρησε στο εσωτερικό του σπιτιού με προσοχή.

Με το μενταγιόν να φωτίζει τον χώρο μπήκαν στο χολ του σπιτιού που ήταν και η σκάλα που ανέβαινε στους επάνω ορόφους. Στην πίσω μεριά του υπήρχε μια πόρτα που πήγαινε στην κουζίνα και άλλα βοηθητικά δωμάτια. Αριστερά και δεξιά υπήρχαν πόρτες που πήγαιναν στα δύο παράπλευρα κολλητά κτίρια.

Το σπίτι ήταν γεμάτο με έπιπλα λες και σήμερα κάποιοι κατοικούσαν ακόμα μέσα. Το αριστερό δωμάτιο στο ισόγειο ήταν ένα μεγάλο σαλόνι με μια τραπεζαρία ένα μεγάλο τζάκι και βαριά πανέμορφα έπιπλα. Πιάτα και ποτήρια ήταν πάνω στο τραπέζι σαν να περίμενε να έρθει το γεύμα της ημέρας.

Το δεξί δωμάτιο είχε στο βάθος του ένα τεράστιο γραφείο με πολλά ράφια με βιβλία από πίσω και το υπόλοιπο δωμάτιο ήταν ένα καθιστικό στο οποίο θα γίνονταν κάποτε όλες οι συναντήσεις με τους καλεσμένους. «Εδώ θα ψάξουμε τα βιβλία κάτι θα λένε» είπε ο Άρον και πήγε στο μεγάλο γραφείο Η Αντζελίνα ακολούθησε ενώ ή Αριάνα είπε «Εγώ θα πάω να δώ το υπόλοιπο σπίτι και αν βρω κάτι θα σας φωνάξω». Πήρε ένα κηροπήγιο που ήταν εκεί δίπλα το άναψε και βγήκε από το δωμάτιο και πήγε στα πίσω που ήταν η κουζίνα τους σπιτιού και οι αποθήκες τροφίμων εκεί είδε ότι ενώ το σπίτι ήταν λες και οι κάτοικοι του θα έρθουν από στιγμής σε στιγμή οι αποθήκες ήταν άδειες δεν υπήρχε τίποτα εκτός από λίγα μπουκάλια κρασί σε ένα ράφι.

Γύρισε στο χολ και ανέβηκε στον επάνω όροφο πήγε πρώτα στην αριστερά μεριά που. Ένας διάδρομος χώριζε τον χώρο, σε τρία υπνοδωμάτια που είχαν πολύ όμορφα έπιπλα το καθένα σε άλλο σχέδιο θα έλεγε κανείς ότι θα τους είχαν δώσει και ονόματα. Μπήκε στο πρώτο και άνοιξε την ντουλάπα ήταν άδεια όπως και στα άλλα δωμάτια έτσι βγήκε και πήγε στην δεξιά μεριά. Εδώ ήταν ένα καθιστικό στην μπροστά μεριά και πίσω ήταν ένα άλλο υπνοδωμάτιο. Αυτό το δωμάτιο είχε ένα μεγάλο διπλό κρεβάτι στρωμένο με βαριά υφάσματα και κουρτίνες. Στην μια μεριά υπήρχε ένα τραπεζάκι με καθρέπτη που αντίθετα με τα άλλα δωμάτια επάνω του υπήρχαν κουτάκια με καλλυντικά και ένα μεγαλύτερο που όταν το άνοιξε η Αριάνα είχε μέσα λίγα κοσμήματα. Η ντουλάπα ήταν μεγάλη και χωριζόταν σε δύο μέρει στο ένα αντρικά ρούχα ήταν καλά τοποθετημένα και στην άλλη πλευρά γυναικεία ρούχα που μια αρχόντισσα θα τα ζήλευε. Σε μια μεριά ένα άλλο μικρό γραφείο που σε αυτό θα μπορούσαν να κάτσει κάποιος να γράψει ένα γράμμα ή κάποιο σημείωμα. Στην άκρη υπήρχε μια ζωγραφισμένη μικρή εικόνα που ήταν σε αυτή ένα ζευγάρι να στέκονται στην βεράντα του σπιτιού.

Στο κέντρο είχε μια βάση που είχε μια πένα ένα δοχείο για μελάνι και μπροστά του ένα σημειωματάριο που δεν ήταν τίποτα γραμμένο.

Η Αριάνα βγήκε και από αυτό και ανέβηκε την σκάλα στο χολ που ανέβαινε στο τρίτο επίπεδο που μόνο το κεντρικό κτίριο είχε.

Εκεί το μόνο δωμάτιο ήταν μια αποθήκη που ήταν αρκετά ακατάστατη.

Κάτω στοιβαγμένα λίγα βιβλία ένα παιδικό καροτσάκι χαλασμένο κάποια κάντρα το ένα ήταν τρία παιδιά καθισμένα σε ένα παγκάκι. Δύο κορίτσια και ένα αγόρι αν δεν ήξερε θα έλεγε ότι το ένα ήταν εκείνη και το αγοράκι ο Άρον αλλά στην φωτογραφία το κοριτσάκι ήτα μεγαλύτερο από το αγόρι που αυτό δεν γίνονταν. Στο πάτωμα υπήρχε ένα κάντρο που ήταν επάνω ζωγραφισμένος ένα άντρας και δίπλα ένα άλλο που είχε μία πόλη και έμοιαζε με την πόλη τους.

Δυό βαλίτσες συμπλήρωναν τον χώρο.

Η Αριάνα κατέβηκε και βρήκε τους άλλους σκυμμένους πάνω από βιβλία να ψάχνουν. Τους περιέγραψε το σπίτι και φυσικά το δωμάτιο στην κορφή της σκάλας ο Άρον την πήρε να πάνε μέχρι εκεί και να δούν ή να φέρουν τα βιβλία αυτά κάτω στο γραφείο.

Έφεραν τα βιβλία στην βιβλιοθήκη και μαζί τις εικόνες και συμφωνήσαν με την Αριάνα ότι έμοιαζαν τα παιδιά με τα άτομα στην φωτογραφεία «Μπορεί οι πρόγονοι μας να ήταν από τότε φίλοι» είπε ο Άρον «για να δούμε και αυτά τα βιβλία και άνοιξε το πρώτο.

Τελικά βρήκαν ένα βιβλίο που έλεγε για τον φάρο ο Άρον διάβασε δυνατά «Η Μάρσα ήρθε μαζί μου πήγαμε στην άκρη της γέφυρας και με το ραβδί της έριξε το φώς της στον φάρο. Ο φάρος φωτίστηκε και από εκεί ξεκίνησε ο θόλος. Όταν ο θόλος συμπληρώθηκε τότε το νησί άρχισε να κατεβαίνει στον βυθό. Ήταν μια εμπειρία που δεν μπορούσα να φαντασθώ ότι θα την ζούσα. Με την βοήθεια της σταγόνας έκανε το νερό να μας δίνει το οξυγόνο και με το φτερό να υπάρχει ο καιρός μέσα στον θόλο. Αυτή η γυναίκα έχει το χάρισμα να σώζει αν την χρειαστούμε ξανά θα την καλέσουμε με το νόμισμα εξ άλλου όταν όλοι οι πόλεμοι τελειώνουν θα ξανανεβάσουμε το νησί μας στην επιφάνια.

Πρέπει να προστατέψουμε την οικογένεια μας και το μυστικό πέρασμα γιατί είναι η μόνη που μπορεί να την καλέσει. Όταν δύο από την οικογένεια έχουν μαζί το νόμισμα τότε θα την καλέσει. Για να προστατέψουμε όλα αυτά το σπίτι θα είναι ορατό μόνο στην οικογένεια και εκείνη».

Η Αντζελίνα χαμογέλασε στον Άρον που την κοιτούσε χωρίς να καταλαβαίνει «Τι είναι τι με κοιτά έμαθες πως βυθίστηκε το νησί» η Αντζελίνα χωρίς να σταματήσει να χαμογελά είπε «Αυτό το κατάλαβα εσύ κατάλαβες αυτό που διαβάσαμε ?» και ξαναδιαβάζει «Όταν δύο από την οικογένεια έχουν μαζί το νόμισμα τότε θα την καλέσει» τότε μόνο ο Άρον κατάλαβε τα λεγόμενα της η Αριάνα ήταν η αδελφή του δεν ήταν από φιλική οικογένεια αυτό είχαν πεί για να την προστατέψουν γύρισε κοίταξε την Αριάνα της έπιασε το χέρι και της είπε «Κατάλαβες αδερφούλα? είμαστε αδέρφια για αυτό το νόμισμα κάλεσε την Αντζελίνα» και την πήρε αγκαλιά του. Είχε βρεί την αδερφή του και τον μόνο συγγενή του όπως και εκείνη τον μόνο που θα μπορεί να είναι δίπλα της.

Τώρα που είχαν μάθει πως το νησί βυθίστηκε και ήξεραν πώς μπορούν να το επαναφέρουν στην επιφάνια το μόνο που έμενε ήταν να αντιμετωπίσουν τον Παριότη. Θα έμενα στο σπίτι για λίγο μέχρι να αποφασίσουν πώς έπρεπε να φερθούν και τι να κάνουν εξ άλλου ο Άρον και η Αριάνα θα ήθελαν λίγο χρόνο μέχρι να το χωνέψουν ότι είναι αδέρφια.

Η Αντζελίνα θα έπρεπε να βρεί σε περίπτωση που ήθελε να επαναφέρει το νησί στην επιφάνια τι θα έκανε η Γυναίκα Μάρσα όπως την έλεγαν εδώ γιατί η Αντζελίνα πίστευε ότι ήταν ένα απλός όνομα για το νησί και όχι το κανονικό της χρησιμοποίησε όλες τις δυνάμεις της για να το βυθίσει ενώ εκείνη είχε μόνο την μία.

Σκέφτηκε να κάνει μια βόλτα στο σπίτι και έτσι σηκώθηκε και βγήκε στο χολ πήγε στην κουζίνα και κοίταξε στις αποθήκες δεν είχαν τίποτα να φάνε μόνο μερικά μπουκάλια κρασί, Να έβρισκα κάτι να φάμε και με το κρασί να γιορτάσουμε την ένωση των αδερφιών. Τότε σκέφτηκε μήπως μπορούσε να περάσει σε άλλον κόσμο και να φέρει τροφή. Ανέβηκε στον επάνω όροφο και στο μεγάλο υπνοδωμάτιο είδε ένα μεγάλο καθρέπτη.

Έβγαλε το ραβδί της από το κουτί και είπε «ΚΑΜΠΟ ΣΑΜΠΟ ΡΙΜΕΣ ΡΑΛΙΑ ΛΙΜΟ» σπίτι του δάσους. Ο καθρέπτης άνοιξε και το σπιτάκι στο δάσος εμφανίστηκε. Πέρασε μέσα και πήγε σε ένα ντουλάπι πήρε κάποια τρόφιμα και ήταν έτοιμη να γυρίσει πίσω στο σπίτι του δάσους όταν άκουσε από έξω θόρυβο.  Είπε την ευχή και έκλεισε το πέρασμα, πήγε στο παράθυρο και κοίταξε έξω. Είδε ένα ζευγάρι μεγάλους ανθρώπους στην σβησμένη φωτιά που είχε ανάψει για να ψήσει όταν περίμενε τα παιδιά. «Κάποιος ήταν εδώ» είπε ο άντρας και έσφιξε στην παλάμη του ένα σπαθί που κρεμόταν στην ζώνη του. Η Αντζελίνα με το ραβδί στο χέρι ήταν έτοιμη να ανοίξει το πέρασμα και να περάσει όταν άκουσε την γυναίκα να λέει «Λες ο Παριότης να βρήκε το πέρασμα?»

Ο άντρας την κοίταξε και της είπε «Όχι δεν είναι Πάριοι αν ήταν τώρα θα ήμασταν κρατούμενοι ή νεκροί. Κάποιος άλλος ήταν εδώ και θα ‘θελα να έχουν βρεί τα παιδιά μας το πέρασμα. Πάμε να δούμε μέσα».

Η Αντζελίνα αποφάσισε να μιλήσει μαζί τους φυσικά χωρίς να τους αποκαλύψει ποια ήταν και έτσι κάθισε στο τραπέζι και περίμενε.

Ο άντρας άνοιξε την πόρτα και είδε την Αντζελίνα εκείνη αμέσως σηκώθηκε αργά και είπε «καλησπέρα σας. Χάθηκα στο δάσος και βρήκα το σπιτάκι σας συγγνώμη αν μπήκα μέσα αλλά φοβόμουν να μείνω έξω». Ο άντρας και η γυναίκα μπήκαν και έκλεισαν την πόρτα πρίν μιλήσει «Ποιά είσαι εσύ και από πού ήρθες κοπέλα» η Αντζελίνα άρχισε να λέει «Είμαι από μια μακρινή πόλη και χάθηκα στο δάσος»

Ο άντρας την διέκοψε «Για πες μας την αλήθεια μιας και πόλη δεν υπάρχει εδώ Πάρια είσαι? Γιατί για Κάσια δεν μου φαίνεσαι και δεν έχω όρεξη για ψέματα».

Η Αντζελίνα είπε να τους δοκιμάσει και σφίγγοντας το ραβδί της στο χέρι της κάτω από την κάπα που της είχε δώσει ο Άρον είπε «Έχω έρθει από την πόλη κάτω από το νερό».

Η γυναίκα είπε χωρίς να περιμένει «Δεν είσαι Κάσια πώς πέρασες το πέρασμα τι έκανες στα παιδιά μας?»

Η Αντζελίνα αποφάσισε να ανοιχτεί λίγο ακόμα «Είμαι φίλη του Άρον» είπε και παρέμενε την αντίδρασή τους. «Φίλη» είπε η γυναίκα «που είναι το αγόρι μου είναι καλά?»

Η Αντζελίνα ρώτησε παρόλο που περίμενε ότι ήξερε πλέων την απάντηση «είστε οι γονείς του?»

«Ναι» είπε ο άντρας «που είναι το παιδί μας» κοιτάζοντας γύρο.

Η Αντζελίνα κάθισε στην καρέκλα και τους είπε «Παρακαλώ καθίστε θα σας πω. Είναι καλά και είναι με την αδερφή του» και τους είπε ότι είχαν βρεθεί και ήταν καλά στο σπίτι του δάσους εκείνη είχε έρθει εδώ για να βρεί φαί μιας και στο σπίτι δεν υπήρχε τίποτα στο τέλος ρώτησε πώς εκείνοι είχαν μείνει εδώ και δεν είχαν γυρίσει πίσω στην πόλη. Ο άντρας σηκώθηκε και κατεβάζοντας το κεφάλι είπε ξεμείναμε εδώ από ένα λάθος περάσαμε το πέρασμα του δέντρου αλλά κλιστήκαμε εδώ και αφήσαμε τα παιδιά μας στα χέρια του Παριότη. Χρόνια κλαίμε για το λάθος μας περιμένοντας να βρούν το νόμισμα και το πέρασμα».

Ελάτε είπε η Αντζελίνα πάρτε μερικά τρόφιμα και πάμε στα παιδιά σας τώρα σας έχουν ακόμα περισσότερο ανάγκη.

Πράγματι πήραν ότι περισσότερα μπορούσαν και η Αντζελίνα είπε «Δεν είμαι η Μάρσα απλά έχω ένα από τα χαρίσματά της και ήρθα να βοηθήσω τα παιδιά σας να σώσουν το νησί».

Έβγαλε το ραβδί της άνοιξε το πέρασμα και τους είπε «Περάστε» πέρασαν στο υπνοδωμάτιο έκλεισε το πέρασμα και κατέβηκαν στο χολ η Αντζελίνα τους έγνεψε να περιμένουν εκεί.

Μπήκε στο γραφεί και τα παιδιά γύρισαν να την κοιτάξουν ο Άρον πετάχτηκε και είπε «Κάτι βρήκες για να χαμογελάς πες μας».

«Ελάτε εδώ σας έχω μία έκπληξη. Σήμερα είναι η μέρα της οικογένειας σας» είπε η Αντζελίνα «έκανα μια βόλτα και βρήκα κάποιους και σας τους έφερα» και γυρνώντας προς την πόρτα φώναξε «ελάτε μέσα».

Σχεδόν τρέχοντας μπήκαν μέσα οι γονείς των παιδιών. Τα παιδιά έμειναν για λίγο έκπληκτα και μετά έπεσαν στην αγκαλιά των γονιών τους. Είχαν τόσα πολλά να πουν.  Η Αντζελίνα έφερε τα φαγητά και κρασί από την αποθήκη και τους κάλεσε να έρθουν ήταν ένα οικογενειακό τραπέζι όπως έκαναν με τους γονείς της.

Η οικογένεια του Άρον κάθισαν στον καναπέ και συζήταγαν κάθε τόσο έπεφταν στην αγκαλιά ο ένας του άλλου.

Η Αντζελίνα πήρε το μικρό βιβλίο και κάθισε στο γραφείο για να το διαβάσει πάλι έπρεπε να βρεί έναν τρόπο να ελευθερώσει το νησί.

«Με το ραβδί της έριξε το φώς της στον φάρο. Ο φάρος φωτίστηκε και από εκεί ξεκίνησε ο θόλος. Όταν ο θόλος συμπληρώθηκε τότε το νησί άρχισε να κατεβαίνει στον βυθό» διάβασε πάλι .και άρχισε να καταστρώνει το σχέδιό της. Θα επανέφερε το νησί στην επιφάνια έτσι και αλλιώς οι πόλεμοι είχαν τελειώσει. Όταν θα είναι στην επιφάνια οι Πάριοι δεν θα μπορούν να κρατούν φυλακισμένους και σε δουλεία τους Κάσιους. Θα μπορούν οι Κάσιοι να πάνε να ζήσουν αλλού άσε που μάλλον τώρα που θα είναι μαζί τέσσερεις από την οικογένεια Φρίνου και ανέβει το νησί στην επιφάνια να φύγουν οι Πάριοι φοβούμενοι μια επανάσταση αλλά και την ίδια την Αντζελίνα καταλαβαίνοντας την δύναμή της και ότι μπορεί να ξανά βυθίσει το νησί όταν οι Κάσιοι έχουν φύγει από αυτό.

Στην πόλη υπήρχε μεγάλη αναστάτωση και φασαρία ο Παριότης είχε βάλει όλη την φρουρά να ψάχνει τα δύο αδέρφια νομίζοντας ότι ο Άρον έκρυβε την αδερφή του και ετοίμαζε άλλη μια επανάσταση.

Οι φρουρεί είχαν πάρει εντολή να ψάξουν όλα τα σπίτια και όπου αλλού μπορούσε να ήταν κριμένος και με την ευκαιρία αυτή είχαν γίνει πολύ κακοί και επικίνδυνοι. Όταν ο Άρον με την οικογένεια του και την Αντζελίνα έφτασαν στην πόλη έμαθαν για την κατάσταση και ο πατέρας του ήθελε να ετοιμαστεί για άλλη μια επανάσταση. Η Αντζελίνα τον σταμάτησε «Μην κάνετε τίποτα έχω ένα σχέδιο που θα σώσει όλο το νησί αλλά θέλω εσείς να ακολουθήσετε και να μην κινδυνέψετε μέχρι να έρθει η ώρα» είπε και συνέχισε «ποιο κτίριο εκτός από τον φάρο φαίνετε από το μεγαλύτερο μέρος του νησιού?» Ο Άρον απάντησε «Η βιβλιοθήκη αυτό είναι το ψιλότερο μετά τον φάρο»

«Ωραία» είπε η Αντζελίνα εκεί θα πάτε και θα κρυφτείτε και όταν πάρετε το σήμα μου θα εμφανιστείτε στην ταράτσα. Όλα τα άλλα αφήστε τα σε μένα». Όταν έφτασαν και κρύφτηκαν στο κτίριο η Αντζελίνα κατέβηκε στον δρόμο και σταμάτησε τους πρώτους φρουρούς που συνάντησε. «Θέλω να με πάτε στον Παριότη έχω πληροφορίες για τους Φρίνους αλλά μόνο σε εκείνον θα τις πω» είπε και περίμενε. Οι φρουροί την συνόδεψαν στο κτίριο του φάρου και ειδοποίησαν την εσωτερική φρουρά. Ένας από την φρουρά του Πρίνου της είπε «τι έχεις να μας πεις». «Εξήγησα ότι έχω να πω θα το πω μόνο στον Παριότη αν δεν θέλει να φύγω» είπε και συνέχισε «αλλά να του πείτε ότι εσείς δεν με πήγατε να τον δω» και έκανε να φύγει. Ο Φύλακας τότε την σταμάτησε «Ωραία θα τον ενημερώσω περιμένετε».

Και έφυγε προς την σκάλα. Η Αντζελίνα είχες έτυμο μέσα από την κάπα της το ραβδί της και περίμενε να μιλήσει πρώτα με τον Παριότη και μετά να κάνει την κίνηση της.

Ο φύλακας εμφανίστηκε στην σκάλα και της έγνεψε να πάει προς τα εκεί μαζί με άλλους δύο φύλακες την οδήγησαν στους επάνω ορόφους του κτιρίου του φάρου σε ένα μεγάλο δωμάτιο πολύ πλούσια φτιαγμένο που σε ένα μεγάλο γραφείο ήταν ένας άντρας και γύρο του άλλοι  δύο στέκονταν. Ο άντρας που ήταν ο Παριότης είπε χωρίς να σηκώσει το κεφάλι του από ένα χαρτί μπροστά του «έχεις κάτι να μου πεις για τον Άρον Φρίνο και την αδερφή του?»

Η Αντζελίνα σφίγγοντας το ραβδί της άρχισε να λέει «Ναι και για τους γονείς του. Θα αφήσεις όλους τους Κάσιους ελεύθερους και θα πάρουν όλα τα προνόμια που έχουν και οι Πάριοι αμέσως τώρα».

Ο άντρας είχε πεταχτεί από την καρέκλα του μόλις άκουσε για τους γονείς του και κοιτώντας την Αντζελίνα με μάτια όλο κακία και φόβο είπε «θα σας εξαγνίσω όλους κανείς δεν μπορεί να μου πάρει το νησί

Δεν κάναμε τόσους πολέμους για να μας το έχουν αυτοί» ετοιμαζόταν να δώσει εντολή να πιάσουν την Αντζελίνα όταν εκείνη έβγαλε το ραβδί και είπε την ευχή για το φώς και το κατεύθυνε επάνω προς τον φάρο. Ένα εκτυφλωτικό φώς βγήκε και όλοι τραβήχτηκαν πίσω. Όταν άρχισαν να συνέρχονται από το φώς ο Παριότης φώναξε «Πιάστε την σταματήστε την» Τότε ήταν που όλα κουνήθηκαν το νησί είχε αρχίσει να ανεβαίνει στην επιφάνια. «Όχι μη δεν μπορείς να το κάνεις αυτό» φώναξε ο Παριότης οι φρουροί έφυγαν τρέχοντας και οι άλλοι δύο που ήταν εκεί έπεσαν τρομαγμένοι στο πάτωμα.

Το νησί όλο και ανέβαινε μέχρι που το νερό έφυγε από γύρο του και ο θόλος άρχισε να φεύγει. Ένας δυνατός αέρας τράνταξε όλα τα κτίρια και τα δέντρα πάνω στο νησί ήταν ο αέρας εκτός θόλου που έπνεε καθαρός

Πάνω στο νησί.

Όταν το νησί σταμάτησε να ανεβαίνει και ήρθε στην θέση του και ο θόλος έφυγε η Αντζελίνα είπε στον Παριότη «Τώρα φύγε από το νησί μαζί με τους άλλους Πάριους αλλιώς θα σας βουλιάξω χωρίς τον θόλο. Έχετε δύο μέρες να φύγετε με ότι μπορείτε να πάρετε στα χέρια σας.

Μετά σταμάτησε το φώς και η Αντζελίνα ανέβηκε ποιο ψηλά σε ένα μπαλκονάκι γύρο από τον φάρο. Όλοι είχαν βγεί έξω στους δρόμους και η Αντζελίνα κοίταξε στην Ταράτσα της βιβλιοθήκης, Η οικογένεια του Άρον ήταν έξω πάνω στην ταράτσα. Με το ραβδί της έστειλε ένα φώς στον φάρο που άναψε και με την σειρά του φώτισε με μια ακτίνα τον Φρίνο έτσι που όλοι από παντού να δούν που ρίχνει το φώς του ο φάρος. Ο πατέρας του Άρον κατάλαβε την κίνηση της και πήγε στην άκρη της ταράτσας και σήκωσε τα χέρια του. Από κάτω στην αρχή λίγοι αλλά μετά όλο και ποιο πολύ τον γνώρισαν και κατάλαβαν ότι είχε έρθει η μέρα της ελευθερίας τους. Φώναζαν το όνομά του και χόρευαν στους δρόμους.

Η Αντζελίνα κατέβηκε προς τα κάτω και όταν έφτασε στο επίπεδο που ήταν ο Παριότης τον είδε να την κοιτά με μίσος. Γύρισε να κατέβει την σκάλα όταν ο Παριότης άρπαξε ένα σπαθί και το σήκωσε να επιτεθεί στην Αντζελίνα που δεν είχε πάρει είδηση την κίνησή του. Ένας δυνατός ήχος ακούστηκε και ένας κεραυνός από τον φάρο είχε χτυπήσει το σπαθί που κρατούσε ο Παριότης και τον είχε εξαφανίσει. Το μόνο που έμεινε ήταν λίγο άμμος που ο αέρας είχε ίδει αρχίσει να σκορπά έξω στην πόλη.

Η Αντζελίνα όταν έφτασε στο ισόγειο βρήκε όλη την οικογένεια να την περιμένει.

«Σε ευχαριστούμε» είπε ο πατέρας του Άρον «πρέπει να σε τιμήσουμε όπως αξίζει σε μια απελευθερώτρια του νησιού». Η Αντζελίνα τον σταμάτησε «Όχι δεν έκανα τίποτα εξ’ άλλου πρέπει να φύγω απλά να ξέρετε ότι όλους τους πολέμους που είχαν γίνει ήταν φτιαχτοί από τους Πάριους για να καταλάβουν το νησί. Τους έδωσα δύο μέρες να φύγουν μακριά. Τώρα είναι στα χέρια σας η ζωή σας φροντίστε να είστε καλά και αν χρειαστείτε άλλη φορά ξέρετε τι πρέπει να κάνετε»

Η Αριάνα έτρεξε και την πήρε αγκαλιά μετά χαιρέτισε όλους και έφυγε προς το σπίτι στο δάσος. Σε όλο τον δρόμο άνθρωποι χαίρονταν και γλένταγαν στους δρόμους.

Η Αντζελίνα έφτασε στο σπίτι στο δάσος ανέβηκε στο δωμάτιο και είπε την ευχή «ΚΑΜΠΟ ΣΑΜΠΟ ΡΙΜΕΣ ΡΑΛΙΑ ΛΙΜΟ» σπίτι. Ο καθρέπτης άνοιξε το πέρασμα στο σπιτάκι του παππού είπε μετά την ευχή για τον χρόνο «ΤΙΜΕ ΞΕΜΠΟ» και πέρασε στο πέρασμα. Έκλεισε πάλι το πέρασμα και μάζεψε τα πράγματά της στην συρταριέρα.

«Πάω να πάρω κάτι να φάω» σκέφτηκε «έχω πολλές ασκήσεις να κάνω για αύριο στο σχολείο και πήγε προς το σπίτι.

 

                                                     Eta%20pilambdaeta%20kappatauomega%20alph

 

                                                                                                                                      By Chris Mad

Link to comment
Share on other sites

Join the conversation

You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.

Guest
Reply to this topic...

×   Pasted as rich text.   Paste as plain text instead

  Only 75 emoji are allowed.

×   Your link has been automatically embedded.   Display as a link instead

×   Your previous content has been restored.   Clear editor

×   You cannot paste images directly. Upload or insert images from URL.

Loading...
×
×
  • Create New...

Important Information

You agree to the Terms of Use, Privacy Policy and Guidelines. We have placed cookies on your device to help make this website better. You can adjust your cookie settings, otherwise we'll assume you're okay to continue..