Jump to content

Ο καθρέφτης των μαχών της συνείδησης


chrismad

Recommended Posts

Όνομα Συγγραφέα: Chris Mad

Είδος: μεταφυσικό διήγημα  Ηλικίας 18 ετών και άνω

Βία; (Ναι)

Σεξ; (Όχι)

Αριθμός Λέξεων:  11927

Αυτοτελής; (Ναι)

Σχόλια: Οι περιοχές, πόλεις, δρόμοι και τα άτομα είναι πραγματικά αλλά καμιά σχέση δεν έχουν με την ιστορία μας.

 

Ο καθρέφτης των μαχών της συνείδησης

 

Το Ταξί σταμάτησε στην γωνία των οδών New Caventish St  και Browning Mews.  Ο Άλαν Σάμερ  πλήρωσε τον Οδηγό και κατέβηκε κλείνοντας την πόρτα του οχήματος. Στάθηκε λίγο στο πεζοδρόμιο κοιτάζοντας γύρο του τους δρόμους.  Έβγαλε από τη τσέπη του το γράμμα και κοίταξε πάλι την διεύθυνση.

«Δικηγορικό γραφείο Χάουαρντ Μαρς

Browning Mews 3 Μεριλμπον Λονδίνο.»

Έστριψε στον δρόμο και κοίταξε τα κτίρια γύρο να βρεί το νούμερο 3. Ήταν δίπλα από ένα καφέ. Το νούμερο ένα και τρία ήταν στο ίδιο κτήριο και οι πόρτες δίπλα η μία στην άλλη. Ανέβηκε τα λίγα σκαλιά και χτύπησε το κουδούνι της πόρτας. Δεν άργησε να ακούσει από μέσα κάποιον να ανοίγει την πόρτα. Στο άνοιγμά της εμφανίστηκε μία κοπέλα γύρο στα 40 με μικρά γυαλιά και πεταχτή μύτη.

«Παρακαλώ θα ήθελα να δώ τον δικηγόρο» ξεκίνησε να λέει την στιγμή που η κοπέλα τον διέκοψε.

 «Ο κύριος Άλαν Σάμερ;» ρώτησε αλλά χωρίς να περιμένει απάντηση συνέχισε «Περάστε παρακαλώ ο κύριος Χάουαρντ σας περιμένει».

Ο Άλαν πέρασε στο εσωτερικό απ’ όπου μια σκάλα ανέβαινε στον επάνω όροφο. Η κοπέλα αφού έκλεισε την πόρτα πέρασε μπροστά ανεβαίνοντας πρώτη. Ο Άλαν την ακολούθησε, η μάτιά του έπεσαν στα καλοσχεδιασμένα οπίσθιά της, που στο ανέβασμα κινιόντουσαν ρυθμικά. «Ωραίο θέαμα έχει ο δικηγόρος» σκέφτηκε.

Φτάνοντας στον επάνω όροφο η κοπέλα άνοιξε μια πόρτα και έκανε στην άκρη να περάσει ο Άλαν λέγοντας «Παρακαλώ περάστε ο δικηγόρος θα σας δεχτεί αμέσως».

 

Ο Άλαν μπήκε σε ένα δωμάτιο υποδοχής με παλιά σκαλιστά έπιπλά. Ήταν ένας προθάλαμος για μερικά ακόμα δωμάτια. Η κοπέλα μπήκε σε μία από τις πόρτες αφού χτύπησε πρίν, αλλά χωρίς να περιμένει απάντηση.  Σχεδόν αμέσως εμφανίστηκε ξανά στην πόρτα λέγοντας «Παρακαλώ περάστε».

Ο Άλαν μπήκε στην αίθουσα που ήταν το γραφείο του δικηγόρου. Ήταν ένα αρκετά μεγάλο δωμάτιο, με μια βιβλιοθήκη στον τοίχο απέναντι από την πόρτα. Μεγάλα παράθυρα άφηναν το φώς της μέρας να το φωτίζει. Ο δικηγόρος σηκωμένος από την καρέκλα που βρίσκονταν πίσω από ένα αρκετά μεγάλο γραφείο, άπλωσε το χέρι του προς τον Άλαν. «Καλημέρα σας κύριε Σάμερ παρακαλώ καθίστε» είπε την ώρα που οι δύο άντρες έδιναν τα χέρια τους.

Ο Άλαν κάθισε στην μία καρέκλα και αμέσως απευθύνθηκε προς τον συνομιλητή του.

«Είμαι πολύ περίεργος να μάθω για τι με καλέσατε».

«Μην ανησυχείτε, αμέσως θα σας ενημερώσω» και πήρε ένα φάκελο από την άκρη του γραφείου, την στιγμή που ξανακάθονταν στην θέση του.

«Λέγεστε Άλαν Σάμερ, γεννηθήκατε στο Σκάνθορπ το 1968. Τον πατέρα σας το έλεγαν Λούις και την μητέρα σας Μάρεν Χάνς. Σωστά;»

«Μάλιστα» απάντησε ο Άλαν «αλλά δεν καταλαβαίνω γιατί όλα αυτά»;

«Μην βιάζεστε παρακαλώ για καλό είναι. Η μητέρα σας είχε έναν αδερφό τον Σίμον Χάνς;»

«Μάλιστα, αλλά έχουμε πολλά χρόνια να μάθουμε κάτι για αυτόν. Δεν τον συναντήσαμε ούτε ακόμα όταν πέθαναν οι γονείς μου, παρόλο που ειδοποιήσαμε στο γραφείο που είχε. Εγώ ο ίδιος πήγα μέχρι εκεί. Η γραμματέας του μου είχε πει ότι και εκείνη μόνο τηλεφωνικά είχε επικοινωνία μαζί του, και θα τον ενημέρωνε. Πάντως δεν τον είδαμε στην κηδεία».

«Κατάλαβα» είπε ο δικηγόρος συμπληρώνοντας «για πάρα πολλά χρόνια δεν τον έχει δει κανείς, ο μόνος που τον επισκεπτόταν κατά καιρό ήταν ο οδηγός του. Και αυτός μετά από επικοινωνία μαζί του. Έμενε στο σπίτι που είχε λίγο έξω από το χωριό Wollaston κοντά στο Northampton.

Πρίν μερικές μέρες πήγε εκεί ο οδηγός του να τον ψάξει μετά από άκαρπες προσπάθειες να επικοινωνήσει μαζί του τηλεφωνικά. Δυστυχώς τον βρήκε νεκρό στην πολυθρόνα του στο σαλόνι. Ο ιατροδικαστής που τον εξέτασε αποφάνθηκε ότι είχε πεθάνει σχεδόν μια εβδομάδα από παθολογικά αίτια. Τα συλλυπητήρια μου» είπε τελειώνοντας.

«Ευχαριστώ. Τι θα πρέπει να κάνω εγώ;» ρώτησε.

«Η κηδεία του έχει γίνει από τον οδηγό του και την γραμματέα του.  Ήταν όλα κανονισμένα από πρίν. Απλά δεν μπορούσαμε να σας βρούμε μιας και είσαστε ο μοναδικός συγγενείς του εν ζωή και ο μοναδικός του κληρονόμος. Θα πρέπει να σας ενημερώσω ότι η περιουσία του ανέρχεται σε ένα εκατομμύριο λίρες».

Ο Άλαν πετάχτηκε από το κάθισμα του «Πόσο;» ρώτησε.

«Παρακαλώ ηρεμίστε, έχετε πολλά να ακούσετε ακόμα» είπε ο δικηγόρος και συνέχισε ατάραχος, λες και είχε ξεστομίσει κάτι πολύ φυσικό.

«Το θέμα είναι ότι σχεδόν όλα αυτά τα χρήματα, εκτός από το σπίτι που έμενε, είναι επενδυμένα σε εταιρίες και τράπεζες. Η γραμματέας του, που θα έρθει σε λίγο θα σας ενημερώσει, είχε την υποχρέωση να μεταφέρει τα χρήματα που κέρδιζαν οι επενδύσεις, σε άλλες επενδύσεις ή σε λογαριασμό σε τράπεζα».

Ο Άλαν δεν πρέπει να είχε ακούσει τα τελευταία λόγια και έπεσε κυριολεκτικά ξανά στην πολυθρόνα πίσω του.

«Εγώ τι κάνω»; Έκανε την ερώτηση λες και μίλαγε στον εαυτό του.

Εκείνη την στιγμή ένα χτύπος ακουστικέ στην πόρτα και εμφανίστηκε η γραμματέας του δικηγόρου.

«Η κυρία Σίμον» είπε και έκανε στην άκρη να περάσει.

Ο δικηγόρος σηκώθηκε από τη καρέκλα του και κατευθύνθηκε προς αυτήν. Ήταν μία κοπέλα γύρο στα σαράντα με καστανά μαλλιά όμορφο πρόσωπο και μάτια όλο λάμψη, που έδειχνα μια κοπέλα έξυπνη και δραστήρια.

«Καλησπέρα» είπε την ώρα που ο δικηγόρος της φιλούσε τα ακροδάχτυλα της.

«Καλησπέρα κυρία μου» είπε ο δικηγόρος. «Να σας συστήσω. Από εδώ ο κύριος Άλαν Σάμερ  η κυρία Χάρις Σίμον η γραμματέας του θείου σας».

Ο Άλαν σηκώθηκε από την καρέκλα του και της έδωσε το χέρι του.

«Παρακαλώ καθίστε» είπε ο δικηγόρος απευθυνόμενος κυρίως στην γραμματέα.

«Έκανα μια πρώτη ενημέρωση στον κύριο Άλαν. Θα πρέπει εσείς να του δώσετε μια πρώτη εικόνα για να συνεχίσουμε στις υπογραφές».

«Ο θείος σας» είπε απευθυνόμενη στον Άλαν «ήταν λίγο περίεργος θα μου επιτρέψετε να πω. Οι επενδύσεις του είναι σε πολύ σίγουρα χαρτιά. Μου είχε αφήσει την απλή διαχείριση τους ώστε να τον ενημερώνω για κάθε αλλαγή. Αν θέλετε να συνεργαστούμε θα σας πρότεινα και εσείς να συνεχίσετε το ίδιο μοτίβο. Είναι πολύ σίγουρες και αφήνουν ένα καλό εισόδημα ώστε κάποιος να μπορεί να ζει αρκετά καλά να μην πω πλουσιοπάροχα».

«Ναι φυσικά» βιάστηκε να πει ο Άλαν.

Η γραμματέας λες και δεν τον είχε ακούσει συνέχισε «Εκτός από το σπίτι, στην τράπεζα μετά την τελευταία επένδυση του, υπάρχουν 300 χιλιάδες λίρες».

Ο Άλαν την κοιτούσε περιμένοντας να συνεχίσει αλλά αντί της Χάρις μίλησε ο δικηγόρος.

«Θα πρέπει να υπογράψετε την αποδοχή κληρονομιάς. Εγώ μετά θα καταθέσω τα χαρτιά και σε δύο μέρες θα είστε ο κάτοχος της».

«Ναι, ναι φυσικά, που πρέπει να υπογράψω»;

Ο δικηγόρος έβγαλε επάνω κάτι χαρτιά και τα γύρισε προς τον Άλαν. Εκείνος παίρνοντας το στυλό που του πρότεινε άρχισε να υπογραφεί στα σημεία που του έδειχνε.

«Θα πρέπει να μου δώσετε όλα τα στοιχεία σας να τα συμπληρώσω» είπε ο δικηγόρος τραβώντας από μπροστά του τα έγραφα.

Ο Άλαν έδωσε ότι στοιχείο ζήτησε ο δικηγόρος και περίμενε να ετοιμάσει τα έγραφα.

Η Χάρις Σίμον συνέχισε μετά την διακοπή «Από εμένα μπορείτε όποτε θέλετε να έχετε ενημέρωση. Θα πρέπει να πάτε να δείτε και το σπίτι με τον κύριο Τζάκ τον οδηγό του θειου σας, αλλά θα πρέπει να τον ειδοποιήσουμε πιο πρίν. Πάρτε την κάρτα έχει όλα τα τηλέφωνα και επικοινωνήστε μαζί μου».

«Ευχαριστώ» είπε ο Άλαν «θα το κάνω σύντομα».

«Αν δεν θέλετε τίποτα άλλο θα επιθυμούσα να αποχωρίσω» είπε η Χάρις την ώρα που σηκωνόταν.

«Όχι δεν νομίζω ότι χρειάζεται κάτι άλλο» είπε ο δικηγόρος και σηκώθηκε να την χαιρετίσει. Το ίδιο έκανε και ο Άλαν.

Όταν η Χάρις έφυγε ο Χάουαρντ είπε στον Άλαν.

«Αυτή η κοπέλα είναι θησαυρός. Αν νομίζετε ότι δεν θέλετε να ασχοληθείτε μόνος σας με τις επενδύσεις, τότε φρόνιμο θα ήταν να την κρατήσετε στις υπηρεσίες σας».

Όταν όλα τελείωσαν και ο Άλαν υπέγραψε μερικά χαρτιά ακόμα, χαιρέτισε τον δικηγόρο και ξεκίνησε να φύγει από το γραφείο του.

 

Βγήκε στον δρόμο, ακόμα δεν μπορούσε να πιστέψει αυτά που έγιναν τις τελευταίες ώρες. Η Αγγλική ψυχρότητα που ο δικηγόρος τον είχε αντιμετωπίσει, δεν του είχε αφήσει περιθώριο να σκεφτεί λογικά. Έφτασε στην γωνία του δρόμου που ήταν το καφέ σαν ζαλισμένος, κάθισε σε ένα από τα τραπεζάκια. Ζήτησε από τον σερβιτόρο ένα ουίσκι και προσπάθησε να βάλει σε τάξη τις σκέψεις του.

Στα πενήντα του χρόνια ο Άλαν, εργένης ακόμα εργαζόταν σαν διευθυντής πωλήσεων σε μια επιχείρηση εξοπλισμού κατοικιών. Το παρουσιαστικό του δεν έδειχνε την πραγματική ηλικία του. Αθλητικό σώμα με λίγα γκρίζα μαλλιά, και ευγενικό κλασικό Αγγλικό παρουσιαστικό.

Μπορεί να εργαζόταν από μικρό παιδί, αλλά δεν είχε μπορέσει να κάνει μια δική του εργασία. Τώρα ξαφνικά από το πουθενά θα γινόταν εισοδηματίας.

Μην μπορώντας ακόμα να πιστέψει την καλή του τύχη, ξεκίνησε για το σπίτι του. Σταμάτησε το πρώτο ταξί που πέρασε και είπε στον οδηγό να τον πάει στον κοντινότερο σταθμό της μοβ γραμμής του μετρό. Έφτασαν στον Gread Portland street και κατέβηκε τις σκάλες του μετρό για την Metropolitan μοβ γραμμή, μπήκε στο βαγόνι που σταμάτησε μπροστά του.

Βασικά ήθελε να φωνάξει σε όλους ότι

«Τέλος τα βάσανα μου. Είμαι πλούσιος» αλλά ένα συναίσθημα φόβου και μην μπορώντας να το πιστέψει κρατιόταν από κάθε τολμηρή εκδήλωση των συναισθημάτων του.

 

Στον σταθμό Chesham ήταν το διαμέρισμα που νοίκιαζε. Όταν έφτασε ήταν είδη πέντε το απόγευμα. Είχε αρχίσει να πεινάει, έτσι αποφάσισε να περάσει από το μπαράκι που σύχναζε με τους φίλους του.

Το The Misty Moon Bar ήταν δύο τετράγωνα από τον σταθμό και αρκετά κοντά στο διαμέρισμά του. Έφτασε στον πεζόδρομο και μπήκε στην πόρτα του μαγαζιού. Κοίταξε γύρο και κατευθύνθηκε προς ένα τραπέζι στο βάθος. Χαιρέτισε σηκώνοντας το χέρι του τον μπάρμαν και κάθισε στον καναπέ του τραπεζιού. Άλλοι τρείς άντρες κάθονταν στο ίδιο τραπέζι συζητώντας και γελώντας.

«Καλησπέρα» είπε ο Άλαν «σήμερα κερνάω εγώ. Μην ρωτήσετε γιατί όταν έρθει η ώρα θα σας το πω».

«Γιατί να ρωτήσουμε» είπε ένας από την παρέα «εμείς το κέρασμα θέλουμε. Για να το κάνεις εσύ κάτι καλό και μεγάλο θα είναι».

«Ναι. Κάτι πολύ μεγάλο και καλό».

 

Είχαν περάσει δύο μέρες από την επίσκεψη στον δικηγόρο και δεν είχε νέα του. Εκείνη την μέρα φτάνοντας σπίτι του μετά την εργασία του, έξω από την πόρτα τον περίμενε η γραμματέας του θείου του και τώρα δικιά του.

«Καλησπέρα κύριε Άλαν. Έπρεπε να έρθω να σας συναντήσω».

«Καλησπέρα. Τι είναι το τόσο σοβαρό που σας έκανε να κάνετε τέτοιο ταξίδι;»

«Σήμερα πρίν λίγες ώρες βγήκε η απόφαση και η κληρονομά είναι όλη δική σας».

«Πολύ ωραία. Θα θέλατε να περάσετε μέσα καλύτερα; Φαντάζομαι έχετε και άλλα να μου πείτε για να κάνετε τόσο δρόμο μέχρι εδώ».

Άνοιξε την κεντρική πόρτα και προχώρησε για την  πόρτα του διαμερίσματος του.

«Περάστε. Να σας προσφέρω ένα τσάι;»

Η Χάρις έγραψε με το κεφάλι της καταφατικά και προχώρησε στο εσωτερικό του σαλονιού. Κάθισαν και ο Άλαν γέμισε τα φλιτζάνια τους με τσάι.

«Όλα τα χαρτιά είναι έτοιμα. Από σήμερα η περιουσία του θείου σάς ανήκει σε εσάς. Σας έφερα μια κάρτα αναλήψεων και το βιβλιάριο της τράπεζας που είναι οι καταθέσεις σας. Ο λογαριασμός σας έχει 300 χιλιάδες λίρες. Ακόμα εδώ είναι και τα χαρτιά για το γραφείο. Θα πρέπει να τα διαβάσετε και να τα υπογράψετε. Είναι μαζί και για το προσωπικό εμένα και τον οδηγό του θείου σας.  Αν θέλετε να συνεχίσουμε να εργαζόμαστε για εσάς η όχι».

«θέλω όλα να μείνουν όπως ήταν. Για να σας έχει εμπιστοσύνη ο θείος μου θα ήταν και το σωστό». Την διέκοψε ο Άλαν «Το μόνο θέλω είναι να πάω να δω το σπίτι που έμενε ο θείος μου, και να επισκεφτώ το νεκροταφείο».

Η Χάρις ζήτησε αν μπορούσε να τηλεφωνήσει στον οδηγό ώστε να πάνε ακόμα και αύριο.

«Ναι καλά είναι για αύριο» απάντησε εκείνος και της έδειξε το τηλέφωνο. Αμέσως η Χάρις τον πήρε τηλέφωνο και κανόνισε το άλλο πρωί να περάσει ο οδηγός να τον πάρει από το σπίτι.

«Κατά τις δέκα καλά είναι;» ρώτησε. Ο Άλαν έγνεψε ναι και εκείνη έκλισε το τηλέφωνο.

Όταν τελείωσαν και με αυτό η Χάρις ζήτησε αν δεν την χρειάζονταν άλλο να φύγει. Έτσι όταν ο Άλαν έμεινε μόνος του κάθισε στον καναπέ με διάφορα συναισθήματα να τον κυριεύουν.

Από την μια η χαρά του για την περιουσία, τον έκανε να θέλει να ανέβει στην ταράτσα και να αρχίσει να φωνάζει.

Από την άλλη ένα παράξενο ακαθόριστο συναίσθημα φόβου τον είχε κυριέψει. Δεν μπορούσε να αποφασίσει αν θα έπρεπε να σταματήσει την εργασία του, αν θα έπρεπε να το πει στους φίλους του, πόσο μεγάλη αλλαγή θα είχε η ζωή του.

 

Το άλλο πρωινό ο Άλαν επικοινώνησε με την δουλειά του και πήρε άδεια για όλη την μέρα. Έτσι ετοιμάστηκε και περίμενε πεινώντας το τσάι του.

Όταν στις δέκα το κουδούνι της πόρτας χτύπησε, ο Άλαν φόρεσε το σακάκι του, πήρε την καμπαρτίνα του και κατέβηκε στον δρόμο.

Μπροστά στην είσοδο ένα παλιού τύπου αυτοκίνητο ήταν σταματημένο και ο οδηγός του περίμενε δίπλα του στο πεζοδρόμιο.

Ο Τζάκ ήταν ένας γεμάτος κύριος με κουστούμι και καπέλο, όπως είχε δει ο Άλαν να είναι οι οδηγοί πλουσίων. Όταν αντίκρισε τον Άλαν να βγαίνει από την είσοδο ρώτησε

«Ο κύριος Σάμερ;» και έκανε την κίνηση να ανοίξει την πίσω πόρτα

«Ναι. καλημέρα» είπε εκείνος. «δεν θα ήθελα να καθίσω πίσω. Αν δεν πειράζει να καθίσω μπροστά;» .

Ο Τζάκ τον κοίταξε και είπε «Ότι επιθυμεί ο κύριος» ανοίγοντας την μπροστά πόρτα.

Ο Άλαν μπήκε και ο οδηγός έκλεισε την πόρτα. Με γρήγορα βήματα πέρασε στην άλλη μεριά, κάθισε στην θέση του και ξεκίνησε.

«Με λένε Τζάκ Μάρλοου και είμαι οδηγός του θείου σας εδώ και  δεκαπέντε χρόνια. Ευχαριστώ που μου επιτρέπετε να συνεχίσω να εργάζομαι για εσάς όπως μου είπε η κυρία Σίμον».

Ο Άλαν τον κοίταξε και του είπε

«Για μένα ήταν κάτι ξαφνικό. Δεν έχω την διάθεση να αλλάξω κάτι, από αυτά που είχε προγραμματίσει ο θείος μου. Εξ άλλου και εγώ εργαζόμενος είμαι και δεν θεωρώ προς το παρόν ότι πρέπει να αφήσω την εργασία μου»

«Αν θέλετε μπορείτε να μου πείτε τα πρόγραμμα σας σε σχέση με εμένα, ώστε να μπορέσω να είμαι συνεπείς στην εργασία μου» είπε ο Τζάκ.

«Δεν έχω σκοπό να αλλάξω τις συνήθειες μου και έτσι θα το κανονίσουμε στο μέλλον αν δεν σε πειράζει».

«Όταν αποφασίσετε θα μου πείτε. Το τηλέφωνό μου σας το έχει δώσει η κυρία Σίμον αλλά μπορείτε να με καλείτε και μέσω εκείνης».

Το αυτοκίνητο είχε πάρει την κεντρική οδό που έβγαζε από την πόλη προς Βορά.

Ο Τζάκ θεωρώντας ότι έπρεπε να κατατοπίσει το αφεντικό του συνέχισε.

«Το σπίτι βρίσκετε στο Wollaston κοντά στο Northampton. Ο θείος σας το αγόρασε πριν από δέκα χρόνια. Το είχε επισκευάσει και θα το χρησιμοποιούσε για να ξεκουράζετε κατά καιρούς.

Μετά την απόκτηση του όμως χωρίς να γνωρίζω τον λόγο έμεινε μόνιμα εκεί. Μπορώ να πω ότι δεν δεχόταν επισκέψεις και ούτε έβγαινε από αυτό πλέον.

Εγώ πήγαινα μία φορά τον μήνα για να του πάω τα ψώνια που μου παράγγελνε. Άφηνα τα πράγματα και έφευγα αμέσως.

Όταν πέρασαν οι μέρες που θα έπρεπε να έχει επικοινωνήσει μαζί μου ανησύχησα. Πήγα για να τον συναντήσω. Μετά από επανελεγμένα χτυπήματα στην πόρτα αναγκάστηκα να μπω στο σπίτι όπου και τον βρήκα νεκρό».

«Τι άνθρωπος ήταν ο θείος μου, ξέρεις είχαμε πολλά χρόνια να τον δούμε. Ήμουν νέος σπουδαστής ακόμα όταν τον συνάντησα τυχαία στον δρόμο».

«Ναι, ο θείος σας ακόμα και τον καιρό πριν να κλιστεί στο σπίτι, ήταν άτομο που δεν ήθελε πολλές σχέσεις με κανέναν.

Τον περισσότερο χρόνο τον πέρναγε στην εργασία του και δεν είχε επαφές σχεδόν με κανέναν. Μόνο η κυρία Σίμον μπορούσε να μιλήσει μαζί του. Από το σπίτι και μετά έγινε εντελώς απρόσιτος».

Με την συζήτηση έφτασαν τελικά στο Wollaston μια μικρή κωμόπολη με τα περισσότερα ωραία καινούργια σπίτια.

Πέρασαν από τον κεντρικό δρόμο, έστριψαν αριστερά και περνώντας μπροστά από ένα εργοστάσιο, βγήκαν σε έναν αγροτικό μπορούμε να πούμε δρόμο, που από αυτόν κάποιοι αγρότες πήγαιναν στα χωράφια τους. Λίγο μετά ο δρόμος πέρναγε έξω από ένα σπίτι που ήταν περιφραγμένο με μεγάλα δέντρα και θάμνους. Το αυτοκίνητο σταμάτησε μπροστά στην μεγάλη ξύλινη πόρτα του. Ο Τζάκ κατέβηκε από το αυτοκίνητο και άνοιξε την αυλόπορτα. Μετά καθισμένος στην θέση του οδηγού το κατεύθυνε στην μεγάλη αυλή.

 

Η εγκατάλειψη του χώρου ήταν εμφανής. Τα τελευταία χρόνια ο θείος του δεν θα πρέπει να είχε κάνει καμιά εργασία σε αυτό.

Περιφραγμένο από δέντρα και ψηλούς θάμνους, το σπίτι ήταν μαζί με την αυλή κρυμμένο από τα μάτια των περαστικών. Πετρόχτιστο με πέτρα του Έιλαμπι, στα πολλά χρόνια της ύπαρξής του είχε πάρει ένα απαλό κίτρινο χρώμα. Τα αναρριχόμενα φυτά είχαν αρχίσει να κυριεύουν όλο και περισσότερο την επιφάνια των τοίχων του.

Ο Άλαν κατέβηκε από το αυτοκίνητό και ένα περίεργο συναίσθημα του έφερε μια ανατριχίλα σε όλο το κορμί του. Κοίταξε γύρω του με μια ματιά ερευνητική αλλά και τρόμου μαζί. Είχε την αίσθηση ότι πολλά περίεργα μάτια τον παρακολουθούσαν. Περίεργα αγάλματα ανάμεσα στα δέντρα τράβηξαν την προσοχή του. Δεν ήταν άσχημα αλλά για κάποιο λόγο σου έφερναν τρόμο.

Ο Τζακ κατευθύνθηκε προς την πόρτα του σπιτιού, πήρε το κλειδί από ένα ξύλινο πρεβάζι ποιο δίπλα και άνοιξε την ξύλινη σκαλιστή πόρτα. Μπήκε στο εξωτερικό του και άναψε τα φώτα. Ο Άλαν πέρασε και εκείνος στο εσωτερικό του.

Στον απέναντι τοίχο ένα έπιπλο ρολόι έστεκε να δείχνει την ώρα σταματημένη σε κάποιο περασμένο χρόνο, αλλά και τα πολλά χρόνια του στο ίδιο σημείο. Από την δεξιά μεριά δίπλα σε μια πόρτα, ξεκίναγε μια σκάλα που πέρναγε πάνω από το ρολόι και έφτανε στον επάνω όροφο. Αριστερά άλλη μια πόρτα μισάνοιχτη άφηνε να μπεις στο διπλανό δωμάτιο. Δίπλα της ένα κομμό έστεκε παλιό λες και ήταν εκεί μόνο για να γεμίζει τον χώρο.

Ο Τζάκ πέρασε την αριστερή πόρτα λέγοντας.

«Εδώ είναι το σαλόνι, εδώ βρήκα τον θείο σας»

Μπαίνοντας στο σαλόνι ένοιωθες την υγρασία και την μυρωδιά του κλειστού χώρου. Ήταν αρκετά σκοτεινό με ένα μεγάλο πέτρινο τζάκι απέναντι από την πόρτα, που μέσα ακόμα υπήρχαν στάχτες και αποκαΐδια.

Μπροστά του δύο πολυθρόνες και ανάμεσά τους ένα τραπεζάκι που επάνω του υπήρχε ένα φλιτζάνι τσαγιού. Δίπλα του μια πίπα και μια ταμπακιέρα για τον καπνό. Ένα καναπές αριστερά κάτω από τα παράθυρα σκεπασμένος με ένα πανί που μαρτυρούσε ότι κάποτε θα ήταν άσπρο. Δεξιά από την πόρτα ένα τραπέζι παλιάς Αγγλικής τέχνης

με τέσσερεις καρέκλες. Στην εποχή του μπορεί να πέρναγε μεγάλες δόξες, αλλά σήμερα ήταν σκεπασμένο με ένα πετσετάκι σκονισμένο και αυτό. Στον δεξιό τοίχο μια πόρτα ανοιχτή έδειχνε το πέρασμα στην κουζίνα.

«Εδώ πέρναγε τον καιρό του ο θείος σας. Είχα πολλά χρόνια να μπω μέσα. Κάθε φορά άφηνα τα ψώνια στο χολ και έφευγα».

«Είναι φανερό ότι ο θείος μου δεν ήθελε κανέναν. Φαίνεται από την σκόνη και την ακαταστασία».

«Ελάτε να δούμε και το υπόλοιπο σπίτι;».

Ο Άλαν βγήκε πάλι στο χολ και πέρασε στην δεξιά πόρτα. Το δωμάτιο ήταν ένα γραφείο. Μια μεγάλη βιβλιοθήκη στον αριστερό τοίχο. Μπροστά της ένα μεγάλο γραφείο πολύ ακατάστατο. Μερικά βιβλία πεταμένα στο πάτωμα και στο γραφείο. Φλιτζάνια από τσάι παρατημένα σε ένα τραπεζάκι και μέσα τους έδειχναν ότι το περιεχόμενο τους είχε προ πολλού στέγνωση. Και σε αυτό το δωμάτιο είχε τζάκι αλλά πρέπει να είχε ανάψει πριν πάρα πολλά χρόνια. Δύο πολυθρόνες  όλες και όλες στο χώρο συμπλήρωναν το σκηνικό μπροστά από το γραφείο.

Ένα καναπές που χρόνια ανέγγιχτος ήταν κάτω από το παράθυρο δεξιά από την πόρτα. Δίπλα ένα μικρό επιπλάκι με δύο συρτάρια και επάνω του ένα μπουκάλι που από την σκόνη δεν θα ήσουν σίγουρος τι είχε μέσα.

Στον επάνω όροφο υπήρχαν τρία δωμάτια και ένα μπάνιο το ένα δωμάτιο ακατάστατο σαν αποθήκη με αρκετές κούτες να σαπίζουν.

Το υπνοδωμάτιο αρκετά βρόμικο και τα σκεπάσματα του κρεβατιού απλά ριγμένα επάνω του. Μαζί με την ντουλάπα και μια τουαλέτα πάντα παλιού Αγγλικού ρυθμού, έκλειναν την σύνθεση του χώρου.

Στο τελευταίο δωμάτιο Άλαν έμεινε στην πόρτα με το στόμα ανοιχτό. Το δωμάτιο ήταν καθαρό άδειο από όλα τα έπιπλά του. Στο κέντρο του ένα μεγάλο ύφασμα σκέπαζε ένα ψηλό αρκετά ψηλό αντικείμενο.

Ο Άλαν πλησίασε προσεκτικά και με απαλή κίνηση άρχισε να το ξεσκεπάζει. Ένα καθρέπτης μεγάλος κρυβόταν από κάτω.

Άφησε το ύφασμα να πέσει στο πάτωμα, στον καθρέφτη είδε τον εαυτό του. Πίσω του η πόρτα ήταν ανοιχτή, στο άνοιγμα της εμφανίστηκε να έρχεται ένα περίεργο πλάσμα, τριχωτό ανθρωποειδές με μεγάλα μαύρα μάτια να εξέχουν από τις κόχες τους και τρία δόντια στο μπροστά μέρος του στόματος του να καλύπτουν το κάτω χείλος του.

Ο Άλαν πετάχτηκε τρομαγμένος στο πλάι. Ένα ρεύμα κρύου διαπέρασε την σπονδυλική του στήλη. Έντρομος κοίταξε την πόρτα. Στο άνοιγμά της ο Τζάκ ο οδηγός στεκόταν και κοίταζε μέσα στο δωμάτιο.

«Τι πάθατε; Είστε καλά;» ρώτησε βλέποντας την αντίδραση του Άλαν.

Ο Άλαν κοίταξε γύρο στο δωμάτιο ακόμα και πίσω από τον καθρέπτη. Πουθενά το τέρας που είχε δει. Όταν κοίταξε πάλι στον καθρέπτη ήταν μέσα, στο άνοιγμα τις πόρτας ασάλευτο να κοιτά. Στην πόρτα ο Τζάκ με ένα βλέμμα απορίας για το τι συνέβαινε με τον Άλαν.

«Τι βλέπεις στον καθρέπτη» ρώτησε ο Άλαν

«Εσάς και εμένα στην πόρτα. Γιατί συμβαίνει κάτι με τον καθρέπτη;»

«Όχι απλά ρώτησα. Αναρωτήθηκα αν βλέπεις καθαρά από εκεί» δικαιολογήθηκε ο Άλαν.

Ο Τζάκ κούνησε το κεφάλι του και έφυγε από την πόρτα, την ώρα που και το τέρας χανόταν και εκείνο από το κενό της πόρτας.

«Εδώ κάτι δεν πάει καλά» σκέφτηκε ο Άλαν «έχω αρχίσει και τα χάνω ή ο καθρέπτης μου δείχνει κάτι που δεν καταλαβαίνω»

Πήρε το ύφασμα από το πάτωμα και σκέπασε πάλι τον καθρέπτη. Κατέβηκε στο γραφείο κάτω στο ισόγειο. Η σκέψη του ήταν να ψάξει στα χαρτιά του θείου του μήπως βρεί κάτι για αυτό που είδε.

«Δεν μπορώ να πω ότι ήταν η φαντασία μου» σκέφτηκε «αλλά δεν μπορώ πάλι να φανώ τρελός ή τουλάχιστον παρανοϊκός στον Τζάκ. Καλύτερα να το ψάξω μόνος μου».

Πήγε να συναντήσει τον Τζάκ στην είσοδο του σπιτιού.

«Μπορούμε να φύγουμε. Αρκετά είδα εδώ. Θα κανονίσω να καθαριστεί και θα δω τι μπορώ να το κάνω». Είπε

«Μάλιστα κύριε Άλαν. Είμαι έτοιμος να αναχωρήσουμε». Είπε ο Τζάκ και κατευθύνθηκε στο αυτοκίνητο.

Ο Άλαν έκλεισε την πόρτα. Έβαλε το κλειδί στο πρεβάζι και μπήκε στην θέση του συνοδηγού.

Το αυτοκίνητο βγήκε από την αυλή ο Τζάκ πήγε και έκλεισε την αυλόπορτα. Ξανακάθισε στην θέση του και ξεκίνησαν για τον γυρισμό.

«Είσαι παντρεμένος Τζάκ;»

Μάλιστα κύριε. Εδώ και πολλά χρόνια. Έχω δύο παιδιά που είναι μεγάλα. Μένω μαζί με την γυναίκα μου».

Όλη την διαδρομή της επιστροφής η συζήτηση περιστράφηκε γύρο από τον γάμο, τα παιδιά, από τις ελεύθερες ώρες και από το πώς μπορεί να είσαι Εργένης που είχε αρχίσει να ενοχλεί τον Άλαν.

Πολλές φορές είχε αυτή την σκέψη. Αν θα ήταν καλύτερα σαν παντρεμένος η θα έβαζε πάνω από το κεφάλι του έλεγχο και τον περιορισμό. Αλλά πάλι μόνος χωρίς κάποιος να είναι εκεί να τον ελέγχει, χωρίς μουρμούρα, χωρίς ζήλιες.

 

Όταν έφτασα στο σπίτι του Άλαν, ο Τζάκ πάρκαρε και ετοιμάστηκε να κατέβει για να του ανοίξει την πόρτα.

«Μην κατεβαίνεις μπορώ και μόνος μου» ο Άλαν κατέβηκε και λίγο πριν απομακρυνθεί του είπε.

«Μπορείς να φύγεις. Αν σε χρειαστώ θα σε ειδοποιήσω ή θα πω στην Χάρις να σε πάρει τηλέφωνο».

«Ευχαριστώ κύριε» είπε «πάντα στην διάθεση σας».

Όταν το αυτοκίνητο απομακρύνθηκε ο Άλαν μπήκε στο σπίτι του με όλες τις απορίες να στριφογυρίζουν στο κεφάλι του.

Το πρώτο που έκανε μόλις μπήκε στο διαμέρισμα του ήταν να φτιάξει ένα φρέσκο τσάι. Το έβαλε σε ένα μεγάλο φλιτζάνι και κάθισε στο μικρό γραφειάκι που βρισκόταν σε μια γωνιά του σαλονιού του.

Πήρε στο τηλέφωνο τον διευθυντή στην εργασία του και κανόνισε να πάρει την άδειά του. Δεν μπορούσε να παραιτηθεί ακόμα. Δεν μπορούσε να πιστέψει ότι δεν θα χρειαζόταν να δουλέψει ξανά.

Μετά πήρε την γραμματέα του.

«Κυρία Σίμον ο Άλαν είμαι».

«Μάλιστα κύριε Άλαν. Πήγατε να δείτε το σπίτι; Όλα καλά; συμβαίνει τίποτα;»

 «Όχι όλα καλά. Το σπίτι θέλει κάποιες επισκευές και θα ήθελα να ρωτήσω να ο θείος μου είχα κάποια εταιρία για καθαρισμό και επισκευές».

«Όχι απ’ ότι ξέρω. Για πολλά χρόνια δεν είχε ζητήσει κάτι τέτοιο. Αλλά και ούτε κάποιο χαρτί μου έχει έρθει για να το καταχωρίσω. Αν θέλετε να βρω κάποια εταιρία και να το κανονίσω».

«Όχι θα το κάνω εγώ. Ευχαριστώ θα σας ενημερώσω αν κάτι χρειαστεί».

Το επόμενο τηλέφωνο ήταν σε ένα φίλο του τον David ο οποίος συνεργαζόταν με μια εταιρία καθαρισμού. Πήρε το τηλέφωνό τους και πήρε. Η εταιρία μπορούσε να πιάσει δουλειά μετά από δύο μέρες, την επόμενη τετάρτη.

Μετά πήρε για να νοικιάσει αυτοκίνητο. Ήθελε να πάει στο σπίτι χωρίς να είναι υποχρεωμένος να έχει μαζί του τον Τζάκ, και αυτό οα έκανε το επόμενο πρωί.

 

Ήταν νωρίς το επόμενο πρωί όταν ο Άλαν σταματούσε στην αυλή του σπιτιού. Είχε σταματήσει πριν σε ένα μάρκετ και είχε αγοράσει μερικά τυποποιημένα τρόφιμα, νερό και ότι άλλο θα χρειαζόταν τις λίγες μέρες που θα έμενε εκεί. Μετά πέρασε από ένα πρατήριο και αγόρασε μερικά ξύλα για τζάκι.

«Στο υγρό περιβάλλον της Αγγλικής επαρχίας πάντα χρειάζεται μια εστία ζέστης» σκέφτηκε.

Έκλεισε την αυλόπορτα πήρε από το αυτοκίνητο ένα σακίδιο και πήγε προς το σπίτι. Στο κορμί του ένιωθε πάλι την ανατριχίλα ότι κάποιος τον παρακολουθεί.

Κοίταξε πίσω του, τα αγάλματα στην σκιά κάτω από τα δέντρα της περίφραξης, έστεκαν εκεί ασάλευτα. Του έδιναν την εντύπωση ότι πάντα είχαν καρφωμένα τα μάτια τους σε αυτόν. Προχώρησε προς την πρασιά.

Το άγαλμα ενός άντρα, που πίσω από μια κομμένη κολόνα, ακουμπούσε πάνω της με τους αγκώνες του. Στο πρόσωπο του ένα μεγάλο μούσι και πάνω από αυτό μια μεγάλη μύτη, δύο μάτια σαν σχισμές συμπλήρωναν το κεφάλι. Ήταν το πρώτο από την μεριά της αυλόπορτας.

Λίγα μέτρα ποιο κάτω το άγαλμα μια γυναίκας με φουντωτά μαλλιά και ριχτό φόρεμα. Να έχει το ένα χέρι της στην μέση και στο άλλο να στηρίζετε σε μια κλιστεί ομπρέλα στο πλάι της. Τα μάτια της ορθάνοικτα να κοιτάνε την πόρτα του σπιτιού, λες και ήθελε να ξέρει καθέναν που έμπαινε σε αυτό.

Το επόμενο ήταν ένας μεγάλος σκύλος, να στέκετε με τα μάτια και αυτός στην πόρτα του σπιτιού και στην πλάτη του να κάθετε ένα μικρό παιδί. Το παιδί με σγουρά κοντά μαλλιά στο ένα χέρι να βαστά την χαίτη του σκύλου και το άλλο στο πλάι του σκύλου να βαστά ένα κλαδί.

Το τέταρτο και τελευταίο ήταν μια γριά γυναίκα με μπέρτα και κουκούλα να στηρίζει το καμπουριασμένο σώμα της σε ένα κοντάρι από μεγάλο κλαδί. Το πρόσωπό της, ζαρωμένο να στολίζετε από δύο μικρά αλλά πεταχτά ορθάνοιχτα μάτια. Από κάτω τους μια γαμψή μύτη κάλυπτε το μικροσκοπική σχισμή που είχε για στόμα, πάνω από ένα μυτερό πιγούνι.

Αυτά ήταν τα αγάλματα που έστεκαν ανάμεσα στους κορμούς της πρασιάς απέναντι από την είσοδο του σπιτιού.

Ο Άλαν γύρισε να πάει προς την πόρτα, όταν το μάτι του σαν να είδε κάτι να υπάρχει στην πλαϊνή πρασιά. Προχώρησε προς τα εκεί. Πίσω από ένα μισοσπασμένο κλαδί υπήρχε και ένα άλλο άγαλμα. Ήταν ένα άγαλμα πουλιού που δεν πατούσε στο έδαφος. Ήταν κρεμασμένο με ένα χοντρό σκηνή από ένα κλαδί του δέντρου που το σκίαζε. Το πουλί αυτό είχε τα φτερά του μισόκλειστα, το ράμφος τεντωμένο εμπρός, σαν να ήταν έτοιμο να βουτήξει για την τροφή του. Το περίεργο ήταν ότι στα πόδια του είχε έξι δάχτυλά εμπρός και ένα πίσω. Επτά δάχτυλα με γαμψά νύχια.

Ο Άλαν τράβηξε το πεσμένο κλαδί και το μάγκωσε στην άκρη στο δέντρο. Γύρισε και πήγε τελικά στην πόρτα. Πήρε το κλειδί από το πρεβάζι, μπήκε στο σπίτι και άναψε το φώς. Έφερε από το αυτοκίνητο τα πράγματα που είχε αγοράσει και τα έβαλε όλα στο δωμάτιο που ήταν το γραφείο.

Ακούμπησε το σακίδιο του σε μια καρέκλα και ανοίγοντας το έβγαλε από μέσα ένα φλιτζάνι και το θερμός με ζεστό τσάι. Γέμισε το φλιτζάνι και το ακούμπησε στο τραπεζάκι.

Πήγε στο γραφείο και άρχισε να ταχτοποιεί τα βιβλία που ήταν επάνω του. Κοιτάζοντας τα μήπως και κάποιο θα του έδινε πληροφορίες για τον θείο του και κυρίως για την εμπειρία του με τον καθρέπτη.

Πήρε από τα πράγματα που είχε αγοράσει πανιά και βάλθηκε να καθαρίζει το γραφείο. Μετά επεκτάθηκε και στο υπόλοιπο δωμάτιο, σε επιλεγμένα σημεία που ήξερε ότι θα τα χρειάζονταν.

Τέλος κάθισε στην πολυθρόνα του γραφείου και παίρνοντας ένα ένα τα βιβλία άρχιζε να διαβάζει τους τίτλους και να ρίχνει μια ματιά στο εσωτερικό τους.

Υπήρχαν πολλά βιβλία μεγάλων συγγραφέων, διηγήματα, βιογραφίες, ποιήματα. Μερικά ήταν οικονομικά για επενδύσεις και ψυχολογία της αγοράς.

Έβαλε όσα δεν του χρειάζονταν στην βιβλιοθήκη και άρχισε να ψάχνει τα συρτάρια. Διάφορα έγγραφα για επενδύσεις ήταν διάσπαρτα σε όλα.

Το επόμενο σημείο για να ψάξει ήταν τα ντουλαπάκια του δωματίου. Σε ένα από αυτά βρήκε ένα ξύλινο κουτί το οποίο ήταν κλειδωμένο.  Θυμήθηκε ότι δεν είχε δεί πουθενά κανένα κλειδί.

«Μπορεί να το έχει κριμένο κάτω ή πίσω από κανένα συρτάρι».

Άρχισε να τα βγάζει και να κοιτάει από κάτω και πίσω τους. Σε ένα από αυτά βρήκε έναν φάκελο κολλημένο από κάτω. Τον άνοιξε και άρχισε να διαβάζει.

«Δεν ξέρω που θα καταλήξει όλη αυτή η τρέλα. Όποιος βρεί αυτό το γράμμα να ξέρει ότι προσπάθησα να ξεφύγω, να διορθώσω όλο αυτό το κακό. Μπορεί να μην τα καταφέρω και στο τέλος να υποκύψω, πάντως προσπάθησα».

Ο Άλαν υποψιάστηκε τον καθρέπτη. Τι το τόσο κακό είχε και πόσο κακό μπορούσε να κάνει. Έβαλε το γράμμα μέσα στο ένα συρτάρι.

Όσο διάβαζε όλα αυτά ο Άλαν το δωμάτιο είχε πάρει μια κρύα ατμόσφαιρα. Μια υγρασία είχε περάσει στους τοίχους και είχε φτάσει μέχρι μέσα στο κορμί του. Λες και προσπαθούσε να του παγώσει την ψυχή. Πολλές φορές είχε τέτοιες σκέψεις για το καλό και το κακό. Πολλές συζητήσεις με την Emile παιδική του φίλη, είχαν περάσει ώρες συζήτησης για αυτό το θέμα. Πολλές φορές είχαν πιάσει το θέμα πόσο κακιά πράξη είναι, όταν με αυτή βγαίνει σε καλό για τον άλλον. Όταν ένα ζώο είναι βαριά τραυματισμένο το αφήνεις να παιδεύετε ή τελειώνεις τα βάσανά του; Τώρα βρίσκετε μπροστά σε αυτά πάλι τα προβλήματα και αυτή την φορά είναι μέσα σε αυτό, μέσα στην διαμάχη του κακού με το καλό.

Ο καθρέπτης έδειχνε τον κάθε άνθρωπο όπως ακριβός ήταν η ψυχή του, οι πράξεις του. Αν ήταν έτσι τότε ο οδηγός του πρέπει να ήταν ένα τέρας σαν αυτό που εκείνος έβλεπε. Έπρεπε να μάθει γιατί βρισκόταν εκεί ο καθρέπτης και τι έπρεπε να κάνει εκείνος. Ο θείος του τι έκανε; Αυτός ήταν ο λόγος που είχε αποτραβηχτεί από τους υπόλοιπους ανθρώπους; Έπρεπε να συνεχίσει πρίν να έρθουν για τον καθαρισμό του σπιτιού να βρει τι ήταν όλα αυτά. Δεν μπορούσε να διακινδυνεύσει κάτι διαφορετικό.

Σηκώθηκε από την πολυθρόνα και άναψε το τζάκι η ώρα είχε περάσει αλλά είχε μπροστά του πολλές ώρες ακόμα. Πήρε ένα μπουκάλι κονιάκ από το τα πράγματα που είχε πάρει και έβαλε ένα ποτήρι. Ήπιε μερικές γουλιές για να ζεσταθεί αλλά και να πάρει θάρρος να συνεχίσει.

Πήρε ένα φακό που είχε φέρει μαζί του, και πήγε στο σαλόνι του σπιτιού. Εκεί που πέρναγε τις ώρες του ο θείος του. Άναψε το φως και άρχισε να ψάχνει γύρο. Το δωμάτιο σχετικά άδειο δεν είχε και πολλά σημεία να ψάξει κανείς. Ο Άλαν βάλθηκε να ψάχνει γύρο στο πάτωμα, τον καναπέ, στο τραπεζάκι ανάμεσα στις δύο πολυθρόνες, ακόμα και αυτές τις έψαξε καλά. Τίποτα δεν είχε ενδιαφέρον. Πήγε μέχρι το τραπέζι τίποτα και εδω. Πέρασε στην κουζίνα. Μια κλασική παλιά Αγγλική κουζίνα με τα σκεύη να κρέμονται από το ταβάνι πάνω από έναν πάγκο. Λιγοστά ράφια σχεδόν άδεια. Λίγες συσκευασίες τροφίμων ακόμα αχρησιμοποίητες. Μία εστία με καμένα λάδια γύρο της έδειχνε ότι είχε πολύ καιρό να καθαριστεί. Ένα παλιό ψυγείο που θα πέρναγε άνετα σαν αντίκα του περασμένου αιώνα. Περιέργως δούλευε ακόμα αλλά μέσα του λίγο γάλα χαλασμένο σίγουρα και ένα μπουκάλι νερό.

Γύρισε πάλι στο σαλόνι και κατευθύνθηκε προς την πόρτα, όταν η ματιά του έπεσε στο μεγάλο πέτρινο τζάκι. Το πρεβάζι επάνω του ήταν από μάρμαρο σκαλιστό και βρόμικο. Κοίταξε πάνω σε αυτό τίποτα άλλο από ένα παχύ στρώμα σκόνης.

Βγήκε από το δωμάτιο σβήνοντας το φώς και ανέβηκε στα επάνω δωμάτια. Πήγε πρώτα στην κρεβατοκάμαρα. Βάλθηκε να ψάχνει σε όλα τα έπιπλα. Το κρεβάτι βρόμικο έστεκε στο κέντρο του δωματίου. Άνοιξε την ντουλάπα μερικά ρούχα μέσα. Η μυρωδιά της κλεισούρας, να φτάνει μέχρι βαθειά στο λαρύγγι σαν  αγκάθι που δεν λέει να φύγει. Τίποτα και εδώ. Έψαξε την τουαλέτα καμία πρόοδο μια τσατσάρα, ένα μικρό μπουκαλάκι κολόνιας που πλέων δεν θα είχε κανένα άρωμα. Στα συρτάρια μερικά εσώρουχα και κάλτσες έδειχναν ότι είχαν κάποτε πλυθεί αλλά ποτέ δεν ταχτοποιήθηκαν. Στον καθρέπτη της τουαλέτας, φαινόταν ότι στο κέντρο, κάποιος είχε πολλές φορές προσπαθήσει να βγάλει λίγη σκόνη για να δεί μέσα της το πρόσωπο του.

Πήγε μετά στο άλλο δωμάτιο που είχε δει πολλά κουτιά. Με μεγάλη του έκπληξη είδε ότι σχεδόν όλα τα μισό σαπισμένα χαρτόκουτα ήταν άδεια. Ένα μόνο είχε μέσα κάποια χαρτιά, κάποια έγραφα. Ο Άλαν το έσυρε μέχρι την πόρτα για να το κατεβάσει στο γραφείο και να το δει με την ησυχία του.

Τέλος πήγε στον δωμάτιο με τον καθρέπτη. Τράβηξε το πανί και στάθηκε μπροστά του. Είδε το είδωλο του να στέκετε εκεί χωρίς εκπλήξεις. Γύρισε και έσκυψε να πιάσει το ύφασμα πάλι και τότε με την άκρη του ματιού του είδε ότι το είδωλο δεν κουνήθηκε. Είχε μείνει ασάλευτο να κοιτά. Τρομαγμένος σήκωσε πάλι το κορμί του. Έκανε μια κίνηση με το χέρι του και το είδωλο έκανε και αυτό την ίδια κίνηση. Έκανε και άλλη πάλι τι ίδιο. «Θα ήταν η ιδέα μου» σκέφτηκε και πήγε να σκύψει να πιάσει το ύφασμα. Πάλι το είδωλο δεν κούνησε. Ήταν φανερό κάτι ήθελε ο καθρέπτης από τον Άλαν να κάνει. Όρθιος μπροστά ο Άλαν άπλωσε το χέρι του να ακουμπήσει τον καθρέπτη. Το ίδιο έκανε και το είδωλό του. Όταν τα ακροδάχτυλα του ακούμπησαν στο γυαλί, το χέρι του πέρασε μέσα λες και ήταν από νερό και στην μεριά του, το χέρι από το είδωλο είχε εμφανιστεί. Τραβήχτηκε απότομα πίσω με την ίδια κίνηση να γίνετε και από την άλλη μεριά.

Ο Άλαν έκανε πάλι την ίδια κίνηση πέρασε το χέρι του στον καθρέπτη και αυτή την φορά σιγά σιγά όλο και περισσότερο. Το χέρι από το είδωλο έβγαινε και αυτό όταν σε κάποια στιγμή μία μεγάλη δύναμη τον τράβηξε ξαφνικά. Ο Άλαν έβγαλε μια κραυγή αλλά δεν μπόρεσε να κρατηθεί και έπεσε μέσα στον καθρέπτη βγαίνοντας πάλι το δωμάτιο.

Κοίταξε γύρο του όλα ήταν όπως πριν λες και δεν είχε γίνει τίποτα. Βγήκε από την πόρτα και κοίταξε έξω στον διάδρομο τίποτα διαφορετικό. Έφτασε στο πλατύσκαλο όλα ίδια. Όταν όμως γύρισε να μπει στο δωμάτιο πάλι είδε ότι η πόρτα του υπνοδωματίου που ήταν απέναντι, άνοιγε από την άλλη μεριά. Ήταν σαν το είδωλο στον καθρέπτη.

«Άρα όλα θα είναι ανάποδα;» αναρωτήθηκε και άρχισε να κατεβαίνει την σκάλα. Έφτασε στο χολ ναι πράγματι οι πόρτες ήταν ανάποδα. Μπήκε στο γραφείο. Η βιβλιοθήκη και το γραφείο ήταν πλέων δεξιά και τα παράθυρα αριστερά.

«Τι άλλο μπορεί να είναι ανάποδα» σκέφτηκε; πήγε προς την βιβλιοθήκη και κοίταξε τα βιβλία. Τα γράμματα ήταν ανάποδα. Τότε άκουσε θόρυβο από τον κήπο και έτρεξε στο παράθυρο. Στην αρχή δεν είδε κάτι περίεργο ναι ήταν όλα ανάποδα αλλά όλα στην θέση τους. Ξαφνικά όπως κοίταγε έξω από το παράθυρο στο άνοιγμά του εμφανίστηκε ένα πρόσωπο που τον έκανε να πηδήξει πίσω και να πέσει πάνω στο τραπεζάκι. Ήταν το πρόσωπο του γέρου αγάλματος που ήταν στην αυλή. Τον κοίταζε με τα σαν σχισμή μάτια του. Πίσω του μία φιγούρα κινήθηκε.

Ο Άλαν πετάχτηκε επάνω έντρομος και άρχισε να τρέχει προς το χολ. Ανέβηκε στο επάνω όροφο και πήγε στο δωμάτιο με τον καθρέπτη. Πέρασε το χέρι του μέσα και μετά ολόκληρος. Βρέθηκε πάλι στο δωμάτιο. Κοίταξε την πόρτα ήταν στην κανονική της θέση.

Το είδωλό του κανονικά έκανε τις κινήσεις που έκανε και εκείνος. Βγήκε στο πλατύσκαλο και κατέβηκε στο χολ. Μπήκε στο γραφείο.

Το παράθυρο κανονικά στην δεξιά μεριά. Κοίταξε με ανησυχία και προσοχή έξω, εστιάζοντας τα μάτια του στο σημείο που ήταν τα αγάλματα. Ήταν εκεί ακίνητα όπως το πρωί.

Ανέβηκε πάλι στο δωμάτιο με τον καθρέπτη και τον σκέπασε με το ύφασμα. Αυτή την φορά το είδωλο του, έκανε όλες τις κινήσεις του. Βγήκε και έκλεισε την πόρτα. Κλείδωσε και πήρε το κλειδί. Δεν ήθελε άλλες εκπλήξεις για σήμερα. Αρκετά είχε δει και περάσει.

Κατέβασε την κούτα με τα έγραφα στο γραφείο κλείδωσε την πόρτα και έβαλε ένα ποτό στο ποτήρι του. Το ήπιε σχεδόν μονορούφι, έβαλε ένα δεύτερο και κάθισε σε μια πολυθρόνα.

Ήταν πολύ κουρασμένος για να κάνει οτιδήποτε. Θυμήθηκε το κλειδωμένο κουτί, από την πολυθρόνα που καθόταν το έβλεπε πάνω στο γραφείο.

«Δεν έχω βρεί το κλειδί. Τι να έχει μέσα;» αναρωτήθηκε. Ακούμπησε το κεφάλι του πίσω και κατάλαβε ότι τα μάτια του έκλειναν. Η σκέψη του άγνωστου, του περίεργου, του τρομακτικού, τον έκανε να ανοίξει πάλι διάπλατα τα μάτια του. Προσπάθησε να ακούσει αν υπάρχει κανένας ήχος γύρο αλλά όχι δεν ακουγόταν τίποτα εκτός από το κάψιμο των ξύλων στο τζάκι που και αυτά ήταν στο τέλος τους.

Σηκώθηκε πλησίασε στο τζάκι έβαλε μερικά ξύλα ακόμα και φύσηξε για βοηθήσει τις φλόγες να αρπάξουν στην αγκαλιά τους τα νέα ξύλα. Πήρε το σίδερο του τζακιού και τα ταχτοποίησε. Μετά γύρισε στην πολυθρόνα που ήταν κοντά στο τζάκι, κρατώντας ακόμα το σιδερένιο εξάρτημα.

Την γύρισε προς το τζάκι. Έφερε δίπλα το μικρό τραπεζάκι. Έβγαλε από τις σακούλες που είχε φέρει ένα σάντουιτς και το ακούμπησε δίπλα. Πήρε και το μπουκάλι με το κονιάκ. Θα ήταν μια δύσκολη νύχτα και χρειαζόταν συμπαράσταση. Κάθισε και τραβώντας το μπουφάν του σκέπασε το σόμα του. Έφαγε το σάντουιτς και ήπιε ακόμα λίγο κονιάκ. Μετά ακούμπησε πίσω και προσπάθησε να μην κοιμηθεί. Πολλές φορές τις επόμενες ώρες πετιόταν μόλις καταλάβαινε ότι τον έπαιρνε ο ύπνος. Έτσι κοιμισμένο τον βρήκε το πρωί. Τελικά ο Μορφέας δεν του άφησε πολλά περιθώρια και τον πήρε στην αγκαλιά του.

 

Τα μάτια του άρχισαν να ανοίγουν σιγά σιγά. Στο τζάκι λίγα ακόμα πυρωμένα κάρβουνα κάπνιζαν βγάζοντας την τελευταία τους πνοή. Έτριψε νωχελικά τα μπράτσα του. Η υγρασία είχε περάσει το μπουφάν του. Κοίταξε γύρο όλα ήταν εκεί ακίνητα. Σκάλισε την θράκα και έβαλε κάποια μικρά κομμάτια ξύλο. Ήθελε όσο τίποτα ένα καυτό φλιτζάνι τσάι. Πήγε στην κουζίνα, για καλή του τύχη η συσκευή δούλευε ακόμα. Βρήκε κρεμασμένο ένα κατσαρολάκι το έπλυνε όσο καλύτερα μπορούσε και έβρασε νερό. Πήγε στο γραφείο και έφτιαξε το τσάι.

Πήρε την κούτα που είχε αφήσει δίπλα στην πόρτα και την ακούμπησε σε μια καρέκλα. Άρχισε να βγάζει από μέσα τα χαρτιά. Ήταν παλιά έγραφα του θείου του από την εποχή που εργαζόταν. Κανένα δεν του έδωσε κάποιο φώς για τον καθρέπτη αλλά ούτε για τα αγάλματα στο κήπο. Έβαλε πάλι όλα τα χαρτιά στην κούτα και την πήρε να την Βάλη στην άκρη. Την ακούμπησε κάτω δίπλα στην πόρτα και τότε διάβασε πάνω της  «Αντίκες & Έργα Τέχνης Mercers Row Northampton».

«Μπορεί από αυτό το μαγαζί να έχει αγοράσει ο θείος μου όλα αυτά. Πρέπει να μάθω» σκέφτηκε. Ετοιμάστηκε πήρε μερικά πράγματα και βγήκε από το σπίτι. κλείδωσε αλλά αυτή την φορά το κλειδί το πήρε μαζί του. Μπήκε στο αυτοκίνητο και ξεκίνησε για το Νορθάμπτον.

Πάρκαρε το αυτοκίνητό του σε ένα πάρκιν και πεζός έφτασε στο κατάστημα. Άνοιξε την πόρτα και μπήκε μέσα την ώρα που ένα καμπανάκι χτύπησε πάνω από το κεφάλι του. Προχώρησε ανάμεσα σε παλιά έπιπλα μέχρι το γραφειάκι που καθόταν ένας ηλικιωμένος κύριος.

«Καλημέρα σας κύριε. Σε τι μπορώ να σας φανώ χρήσιμος» είπε ο ηλικιωμένος άντρας.

«Καλημέρα σας λέγομε Άλαν Σάμερ, είμαι ανιψιός του κυρίου Σίμον Χάνς αν σας λέει κάτι το όνομα»

«Μάλιστα ο κύριος Χάνς ήταν πελάτης μας. Τι κάνει ο αξιότιμος θείος σας;».

«Δυστυχώς ο θείος μου μας άφησε.  Και εγώ κληρονόμησα την περιουσία του»

«Τα θερμά μου συλληπτήρια για τον χαμό του».

«Ήθελα να μάθω πληροφορίες για κάποιες αντίκες που έχει σπίτι του»

«Σε τι ακριβός αναφέρεστε; Ο θείος σας είχε πάρει μερικές από εμάς».

«Έναν μεγάλο καθρέπτη, μερικά έπιπλα και κάποια αγάλματα που βρίσκονται στο σπίτι».

«Μάλιστα. Παρακαλώ καθίστε. Θυμάμαι για τον καθρέπτη και τα αγάλματα. Μισό λεπτό να δω το βιβλίο μου. Κρατάμε σημειώσεις για όλα τα αντικείμενα που πουλάμε».

Πήγε σε ένα ντουλάπι το άνοιξε και πήρε ένα μεγάλο τετράδιο. Κάθισε πάλι στο γραφείο του και άρχισε να το ξεφυλλίζει.

«Εδώ είμαστε. Σίμον Χάνς. Πήρε από εμάς ένα γραφείο, ένα σαλόνι, ένα κρεβάτι, μία τουαλέτα, έναν καθρέπτη και πέντε αγάλματα. Αυτά ιδικά ήταν κατά παραγγελία».

«Δηλαδή;» ρώτησε ο Άλαν όλο αγωνία.

«Ο θείος σας ήθελε να τα πάρει από μία δημοπρασία αλλά δεν ήθελε να φαίνετε εκείνος. Έτσι τα χτυπήσαμε εμείς για λογαριασμό του. Η Δημοπρασία έγινε πριν  οκτώ χρόνια από τον οίκο «Delon». Εμείς τα παραδώσαμε στο σπίτι του».

«Είχε κάτι άλλο μαζί; Κάποια χαρτιά κάποια πιστοποιητικά;»

«Όχι ότι χαρτιά να είχαν θα πήγαν μέσω του δικηγόρου του. Εμείς την αγορά κάναμε».

«Πήρε από εσάς ένα κουτί με σκάλισμα;»

Ο γέρος κοίταξε στο τετράδιο και είπε. «Όχι τίποτα άλλο».

Ο Άλαν τον ευχαρίστησε και έφυγε από το μαγαζί. Δεν μπορούσε εδώ να βρεί κάτι άλλο. Πριν γυρίσει στο σπίτι έκανε κάποιες άλλες εργασίες, αγόρασε ξύλα για το τζάκι και κανόνισε να ξανασυνδεθεί το τηλέφωνο που ήταν κομμένο από καιρό.

Ήταν μεσημέρι όταν έφτασε πάλι στο σπίτι μαζί με την εταιρία που έφεραν τα ξύλα. Έδειξε στους εργάτες να τα ταχτοποιήσουν και όταν έμεινε μόνος του, έκλεισε την εξώπορτα και μπήκε στο σπίτι.

Έφτιαξε ένα πρόχειρο γεύμα, έβαλε ένα ποτήρι κρασί και καθίστε πάλι στο γραφείο. Πήρε το ξύλινο σκαλιστό κουτί στα χέρια του. Η κλειδαριά του μαρτυρούσε ότι το κλειδί έπρεπε να είναι παλαιού τύπου. Που ήταν κριμένο και τι μπορεί να περιείχε.  Ο θείος του δεν έπρεπε κάτι να γράφει για τον καθρέπτη ή για τα αγάλματα;

Άρχισε πάλι να ψάχνει τα βιβλία που βρίσκονταν στην βιβλιοθήκη πίσω του. Δεν βρήκε κάτι νέο. Πήγε πάλι στο σαλόνι.

«Ο θείος μου καθόταν τις περισσότερες ώρες εδώ όπως φαίνετε» σκέφτηκε

«Αν ήθελε κάτι να είναι κριμένο και συγχρόνως να το φυλάει θα το έβαζε σε αυτό το δωμάτιο».

Άρχισε να ψάχνει πάλι όλα τα έπιπλα, ακόμα και κάτω από αυτά μήπως σε κάποιο ήταν κάτι κολλημένο, κρυμμένο. Καμιά πρόοδος. Στάθηκε ανάμεσα στις δύο πολυθρόνες πίσω από το τραπεζάκι που είχε την ταμπακιέρα, την πίπα του και το άδειο φλιτζάνι του τσαγιού.

Κοίταξε το τζάκι και έφερε την εικόνα του θείου του, να κάθετε και να βλέπει τις φλόγες.

«Το Τζάκι» είπε κάπως δυνατά ο Άλαν «πώς δεν το σκέφτηκα» πήγε στο γραφείο και πήρε τον φακό του. Γύρισε στο τζάκι και άρχισε να φωτίζει γύρο. Έβαλε το χέρι του και έψαξε το μέσα τοίχωμα από την πρόσοψη του. Ένα αντικείμενο ήταν καλά δεμένο στην αριστερή άκρη. Το έπιασε και το τράβηξε με δύναμη. Στο χέρι του κρατούσε ένα πακέτο από αλουμινόχαρτο καλά δεμένο με σύρμα. Το άνοιξε όσο ποιο προσεκτικά μπορούσε. Δύο κλειδιά ήταν μέσα κρυμμένα. Το ένα απλό παλιό κλειδί που ίσως έκανε στο κουτί, όπως φαντάστηκε ο Άλαν και το δεύτερο είχε δύο μέρει που μπαίνουν στην κλειδαριά. Λες και κάποιος είχε αφαιρέσει τα σημεία που κρατάμε τα κλειδιά και τα είχε ενώσει σε ένα.

Ο Άλαν έψαξε να βρεί το σημείο που ενώνονταν αλλά μάταια λες και ήταν φτιαγμένο από την αρχή έτσι.

Πήρε το κλειδί που πίστευε ότι μπορεί να κάνει στο κουτί και πήγε στο γραφείο. Πήρε το κουτί στο χέρι του και έβαλε στην κλειδαριά το κλειδί. Το γύρισε με προσοχή και η κλειδαριά άνοιξε. Με προσοχή άνοιξε το καπάκι. Στο κουτί μέσα υπήρχε ένα παραλληλόγραμμο αντικείμενο. Ο Άλαν το έβγαλε με προσοχή και το ακούμπησε στο γραφείο. Ήταν από χαλκό με γραμμωτό σκάλισμα. Πάνω του είχε μερικά κινητά σημεία.

Τέσσερα στην επάνω πλευρά ένα στην μέση και τέσσερα κάτω. Ήταν εσωτερικά Κυλινδράκια που στην επιφάνια φαινόταν μόνο ένα μέρος τους. Τα τέσσερα επάνω είχαν νούμερα. Ένα, εννέα, εννέα, οκτώ.

Το μεσαίο είχε γραμμικό σύμβολο ζώου και τα τέσσερα κάτω γραμμικά σύμβολα άγνωστα στον Άλαν.

Το γύρισε από τις άλλες πλευρά παντού ήταν το ίδιο σκάλισμα. Προσέχοντας λίγο καλύτερα είδε ότι ήταν λες και ένα κλαδί χωρίς διακοπές να περιτριγυρίζει όλο το αντικείμενο, χωρίς αρχή και τέλος.

Ο Άλαν δοκίμασε να γυρίσει τα Κυλινδράκια κούνησε το μεσαίο που απεικόνιζε ένα πουλί αλλά αυτό δεν γύρναγε. Δοκίμασε να γυρίσει το τελευταίο από τα επάνω που ήταν νούμερα. Το οκτώ έγινε εννέα και μετά μηδέν. Ο Άλαν κοίταξε γύρο του λες και μια ζαλάδα πέρασε μπροστά από τα μάτια του. Γύρισε πάλι το νούμερο εκεί που ήταν στο οκτώ.

«Ας μην κάνω κάτι που το μετανιώσω μετά» σκέφτηκε «πρώτα να καταλάβω τι κάνει και μετά το πειράζω».

Έβαλε πάλι το αντικείμενο στο κουτί και το κλείδωσε.

Έβαλε το κουτί στο συρτάρι του γραφείου και τα κλειδιά στην τσέπη του. Τώρα έπρεπε να βρει την κλειδαριά για το περίεργο κλειδί.

Η ώρα είχε περάσει και έπρεπε να ετοιμαστεί για την νύχτα. Για μία ακόμα νύχτα στο σπίτι του θείου. Πήγε στην αυλή κοίταξε γύρο του τα αγάλματα εκεί ακούνητα να κοιτάνε το σπίτι. πήρε μερικά ξύλα και τα έφερε στο γραφείο. Μετά ετοίμασε νερό για το τσάι και το έβαλε στο θερμός του για να ζεστό για μετά. Την ώρα που πέρναγε από το χολ ένα κουδούνισμα τηλεφώνου ακούστηκε από το σαλόνι, μπήκε μέσα και πήγε στο τηλέφωνο που ήταν κοντά στον καναπέ. Σήκωσε το ακουστικό.

«Παρακαλώ;» είπε

«Καλησπέρα σας είμαι από την εταιρία τηλεφωνίας και πήρα να επιβεβαιώσω ότι το τηλέφωνό σας λειτουργεί κανονικά».

«Ναι ευχαριστώ» είπε ο Άλαν. Ο συνομιλητής του τον χαιρέτισε και έκλεισαν την γραμμή.

Γύρισε στο γραφείο και ετοίμασε το τσάι του. Άναψε το τζάκι και κάθισε να το απολαύσει. κλεισμένος στις σκέψεις του. Στο μυαλό του πέρναγαν όλα τα σημεία του σπιτιού που είχε ψάξει.

«Που είναι αυτό που μου ξεφεύγει; δεν μπορεί ο θείος να μην κρατούσε σημειώσεις ή να έχει κρατήσει κάποια χαρτιά. Για να θέλει με αυτόν τον τρόπο τον καθρέπτη και τα αγάλματα, ήξερε για αυτόν».

Με αυτές τις σκέψεις και τα μάτια καρφωμένα στις φλόγες διάφορες εικόνες του σπιτιού πέρναγαν από μπροστά του.

Ξαφνικά πετάχτηκε από την πολυθρόνα με διάπλατα ανοιγμένα τα μάτια του. Το ρολόι αυτό δεν το έχει ψάξει. Ήταν μεγάλο για να μπορεί μέσα να κρύψει κάποιος μέσα διάφορα.

Βλέποντας το είχε γίνει συνήθεια στα μάτια του και δεν του είχε δώσει την προσοχή που έπρεπε. Πήγε στο χολ μπροστά στο μεγάλο ρολόι και άρχισε να το παρατηρεί. Προσπάθησε να το ανοίξει αλλά η πόρτα του ήταν κλειδωμένη. Πήρε το περίεργο κλειδί που είχε και έβαλε την μια πλευρά του στην κλειδαριά. Ο ήχος της κλειδαριάς που ανοίγει ακούστηκε στο δωμάτιο. Η πόρτα άνοιξε και ο Άλαν είδε μέσα τον μηχανισμό του. Με τον φακό του άρχισε να ψάχνει στο εσωτερικό μήπως και κάτι υπήρχε. Εκτός από τον μηχανισμό τίποτα άλλο δεν φαινόταν να δίνει κάποιο φως στα ερωτήματά του.

«Γιατί το κλειδί έχει δύο πλευρές αφού είναι για το ρολόι;» την ώρα που πήγε να κλείσει την πόρτα παρατήρησε ότι όταν έβαζε το χέρι του μέσα το βάθος ήταν μέχρι σχεδόν τον αγκώνα του. Η εξωτερική πλευρά όμως το χέρι του έφτανε μετά τον αγκώνα του. Ή είχε χοντρό ξύλο στην πλάτη ή είχε και άλλο κομμάτι. Χτύπησε το ξύλο στο βάθος του ρολογιού και ένας ήχος κενού ακούστηκε. Άρχισε να ψάχνει πώς μπορεί να ανοίγει το δεύτερο κενό. Τότε σκέφτηκε το δεύτερο κλειδί. Έψαξε για κλειδαριά αλλά μάταια. Έκλεισε την πόρτα και έβαλε στην κλειδαριά κατά λάθος το κλειδί της άλλης πλευράς. Προσπάθησε να το γυρίσει αλλά δεν γύρναγε. Έβαλε την πρώτη πλευρά και η πόρτα κλείδωσε. Μετά ξαναδοκίμασε την άλλη πλευρά. αυτή την φορά το κλειδί γύρισε και ένα νέο ξεκλείδωμα ακούστηκε. Τράβηξε την πρόσοψη του ρολογιού και αυτή άνοιξε σε ένα σημείο του πλαϊνού που δεν μπορούσες να το δεις πριν. Ένας μεγάλος φάκελος από δέρμα παλιό, δεμένος με δερμάτινα κορδόνια βρισκόταν μπροστά του. Τον πήρε στα χέρια του και τον έφερε στο φως. Το δέρμα που ήταν φτιαγμένος είχε επάνω του τυπωμένα σχέδια. Ήταν ζωγραφισμένα με πυρογραφή.

Έκλεισε απλά την πόρτα του ρολογιού και πήγε στο γραφείο. Τον ακούμπησε πάνω στο γραφείο και με αργές κινήσεις άρχισε να ξελύνει τα κορδόνια. Τα έβαλε στην άκρη και κοίταξε το σχέδιο. Ήταν ζωγραφισμένος ό καθρέπτης και σαν από μέσα του έβγαιναν μορφές που ήταν οι μορφές των αγαλμάτων. Στην επάνω του πλευρά έγραφε με γοτθική γραφή.

«Ο καθρέφτης των μαχών της συνείδησης».

Γύρισε τον φάκελο και κοίταξε την πίσω πλευρά. Ήταν ακριβός το ίδιο σχέδιο και γράμματα αλλά ήταν ανάποδα σαν να ήταν το είδωλο σε καθρέπτη.

Άνοιξε με προσοχή τον φάκελο. Μερικά φύλα περγαμηνής υπήρχαν μέσα. Πήρε άρχισε να διαβάζει το πρώτο.

 

«Υπάρχει ένας κόσμος μαγικός. Ένα ταξίδι που αξίζει να το διαβούμε και όλα όσα περάσουμε είναι για να τον κερδίσουμε.

Ω ναι υπάρχει και αυτό το άλλο από το αυτό.

Τίποτα δεν είναι έξω από εσένα …τίποτα δεν μπορεί να σε αγγίξει αν δεν το αφήσεις εσύ …αν δεν αφήσεις εσύ να σε αγγίξει ο εαυτός σου!

Όλα όσα μας ενοχλούν είναι αντανάκλαση του εαυτού μας !

Εικόνα μέσα στην εικόνα ,όνειρα μέσα στα όνειρα ..και εμείς πάντα ξύπνιοι να παρατηρούμε τους κόσμους μας… τις εξελίξεις μας σε κάθε κόσμο…!

Το παρόν μας είναι αποτέλεσμα του παρελθόντος μας.

Ανάμεσα στον χρόνο και την ιστορία υπάρχουν χρόνοι και ιστορίες που ποτέ δεν θα τις πούμε …

Θα φοβηθούμε να τις δούμε… να τις εξιστορήσουμε …. Να τις ξομολογηθούμε..

Έτσι και αλλιώς κανείς δεν θα τις πιστέψει… έτσι και αλλιώς ο χρόνος είναι πολύ εύθραυστος να τις αντέξει….

Τα πάντα θα είναι συνείδηση σε ένα καθρέφτη όταν τον κοιτάξουμε με τα μάτια της ψυχής…

Όταν θυμώνεις ,όταν αρρωσταίνεις , όταν λυπάσαι…. δες την αντανάκλαση ….και αναρωτήσου.. μου επιτρέπω να είμαι αυτός ; … μου επιτρέπω να είμαι εδώ ; …. ΑΛΛΑΞΕ ΤΟ … εσύ είσαι η αντανάκλαση του εαυτού σου !

Πρόσεχε όμως αν δεν μπορείς να αντιμετωπίσεις τις πράξεις σου στον καθρέπτη….. αν δεν μπορείς να συγχωρέσεις τον εαυτό σου… δεν θα σε αφήσουν τα τέρατα της συνείδησης να ξεφύγεις.

Δες τον εαυτό σου στον καθρέπτη και αντιμετώπισε τον. Για μια φορά αντιμετώπισε ότι είσαι, ότι έκανες, ότι έπρεπε να κάνεις….. δέξου την τιμωρία σου και πορεύσου τον νέο δρόμο σου χωρίς τα λάθει του παρελθόντος.

Μην ξεχνάς ότι το είδωλό σου θα υπάρχει πάντα να σε καταδιώκει».

Έβγαλε στη άκρη την περγαμηνή και άρχισε να διαβάζει την δεύτερη πάλι με την ίδια γραφή.

 

«Τα πρόσωπα του κακού και του καλού».

Διάβασε τον πρόλογο που έλεγα για την μάχη του κακού με το καλό αλλά κάπως ακαταλαβίστικα για αυτόν και έφτασε στο πρώτο κεφάλαιο.

 Ήταν η ανάλυση για το τι είναι κακό και τι καλό.

«Η μάχη για το κακό και το καλό είναι η μάχη δύο τεράτων, που υπάρχουν μέσα σε όλους μας.

Το ένα είναι το Κακό. Είναι ο θυμός, η απογοήτευση, η απληστία, η αλαζονεία, η αυτολύπηση, η ενοχή, η προσβολή, η κατωτερότητα, τα ψέματα, η ματαιοδοξία, η υπεροψία, το εγώ.

Το άλλο είναι το Καλό. Είναι η χαρά, η ειρήνη, η αγάπη, η ελπίδα, η ηρεμία, η ταπεινοφροσύνη, η ευγένεια, η φιλανθρωπία, η συμπόνια, η γενναιοδωρία, η αλήθεια, η ευσπλαχνία, η πίστη στον Θεό.»

«Σε εσάς ανήκει η δύναμη και η απόφαση ποιο θα νικήσει. Πάντα όμως την νίκη παίρνει αυτό που αποφασίζεις να ταΐσεις.

Πάντα θα έχεις πέντε όπλα για την μάχη αυτή. Η απόφαση αν τα όπλα αυτά τα χρησιμοποιήσεις για καλό ή για κακό είναι δική σου και το τι έχεις μέσα στην ψύχη σου».

Το δεύτερο κεφάλαιο ήταν.

«Τα όπλα»

Το πρώτο όπλο

«ο Γέρος»

«Ο γέρος έχει την γνώση, την πείρα, και την δύναμη της σκέψης. Αλλά συγχρόνως είναι αργός, κουρασμένος, χωρίς να ακούει πάντα καλά και πολλές φορές ξεχνάει.

Το δεύτερο όπλο είναι

 «Η κοπέλα»

«Όμορφη, αέρινη, γρήγορη. Μπορεί να σε σαγήνευση, να σε δελεάσει με τα κάλλη της, να σε συκοφαντήσει. Αλλά συγχρόνως είναι και μητέρα μπορεί να σε πάρει στην αγκαλιά της, να σε ταΐσει, να σε αναστήσει, να σου δήξει τον δρόμο που πρέπει να ακολουθήσεις.

Το τρίτο όπλο είναι

«Το παιδί»

«Νέο, αγνό, αθώο, που μπορείς να το ξεγελάσεις με τα παραμύθια σου αλλά και γρήγορο, με αντοχές που θα σου πει την αλήθεια και μπορεί να σε καταστρέψει με το παιχνίδι του. Το ζωάκι του το αγαπά πολύ όπως και εκείνο μπορεί να κάνει πολλά για να προστατέψει το μικρό παιδί».

Ο Άλαν είχε πλέων καταλάβει ότι όλα αυτά έδειχναν τα αγάλματα στον κήπο. Συνέχισε για να μάθει περισσότερα.

Το τέταρτο

«Η γριά»

«Αργή, πονηρή, που μπορεί να τα μαθαίνει όλα, να μην μπορείς να της κρύψεις τίποτα. Αλλά και γιαγιά που μπορεί να σε φροντίσει, ξέρει πολλά μαντζούνια για να σε θεραπεύσει, αλλά και κακιά μάγισσα που μπορεί να σε μαγέψει και να αποζουμίσει από εσένα ότι τις χρειάζεται».

Και τέλος

«Το πουλί»

«Γρήγορο, ευέλικτο, με γαμψά νύχια μπορεί να σε ξεσκίσει, να σε ανεβάσει ψηλά και να σε αφήσει να πέσεις μέχρι τα τάρταρα. Αλλά και μπορεί να σε ανεβάσει να σου δήξει όλο τον κόσμο από ψηλά, να σου κάνει παρέα ακόμα και το χρυσό αυγό».

«ο επίλογος»

«Κατά συνέπεια, η αιώνια διαμάχη του Καλού με το Κακό είναι πρωτίστως μάχη που έχει να κάνει με τον εσωτερικό κόσμο του καθενός ο οποίος γαληνεύει και ηρεμεί μόνον όταν μία πράξη του διαπιστώνει ότι έχει ευεργετικά αποτελέσματα γύρω του. Κι θεωρεί Καλό αυτό που εκείνος καταλαβαίνει για καλό. Πολλές φορές αυτό που θεωρεί ο καθένας καλό στην πραγματικότητα είναι κακό και το αντίθετο. Η μόνη που κατά βάθος ξέρει την αλήθεια είναι η ήρεμη και καθαρή συνείδησή του».

 

Ο Άλαν μάζεψε τους πάπυρους μέσα στον δερμάτινο φάκελο με προσοχή και τον έδεσε με το κορδόνι. Για σιγουριά τον έβαλε πάλι μέσα στο ρολόι και κλείδωσε την πόρτα του.

Μετά γύρισε στο γραφείο και έβαλε ένα κονιάκ. Έριξε μερικά ξύλα στην φωτιά και κάθισε στην πολυθρόνα. Τελικά ο καθρέπτης ήταν για να σου δείχνει τον πραγματικό σου εαυτό, την συνείδηση σου. Μπροστά σε αυτόν έπρεπε να αντιμετωπίσεις το καλό και το κακό που είχες κάνει στην ζωή σου. Έπρεπε να αντιμετωπίσεις και την τιμωρία σου και έχεις την δύναμη να αλλάξεις τις πράξεις σου. Το πώς θα γινόταν αυτό δεν το ήξερε ούτε και τις συνέπιες που θα είχε σε κάποιον, μιας και εκείνος δεν είχε δει την συνείδηση του αλλά το είδωλό του.

Έπρεπε να το δοκιμάσει, αλλά θυμήθηκε ότι το άλλο πρωί θα ερχόταν το συνεργείο για τον καθαρισμό. Θα έκανε υπομονή για άλλη μια μέρα.

Η νύχτα πέρασε ήρεμα με τον Άλαν κουλουριασμένο για άλλη μια φορά στην πολυθρόνα. 

Νωρίς το επόμενο πρωί το κουδούνι και χτυπήματα στην πόρτα τον έκαναν να πεταχτεί όρθιος. Το συνεργείο καθαρισμού είχε έρθει και είχαν αρχίσει να ξεφορτώνουν στην αυλή τα πράγματά τους. Άνοιξε την πόρτα και μία γυναίκα με φόρμα βρέθηκε μπροστά του.

«Καλημέρα σας κύριε» είπε και άρχισαν να μπαίνουν μέσα αρκετοί γυναίκες και άντρες. «Θα θέλαμε να μας δείξετε τους χώρους για να αρχίσουμε τον καθαρισμό».

Ο Άλαν τους έδειξε το σαλόνι την κουζίνα και το γραφείο. Στο γραφείο μάζεψε τα πράγματα του και τα έβαλε σε μια άκρη. Πήρε το κουτί στα χέρια του και το έβαλε σε μια σακούλα να μην φαίνετε. Το ανέβασε στο δωμάτιο του καθρέπτη και κλείδωσε την πόρτα. Αυτό δεν θα το καθάριζαν. «Δεν έπρεπε να μπουν» σκέφτηκε.

Είχε περάσει αρκετή ώρα όταν ένας άντρας γύρο στα σαράντα καθάριζε την σκάλα και κόντευε στο πλατύσκαλο. Ο ‘Άλαν είχε μιλήσει για λίγο μαζί του και είχε καταλάβει ότι ήταν πολύ αγαθός. Από την αρχή όλοι οι άλλοι εργαζόμενοι τον έβαζαν να κουβαλήσει τα δυσκολότερα, και του φέρνονταν αρκετά υποτιμητικά.

«Αυτός δεν πρέπει να έχει κακία μέσα του» σκέφτηκε «Θα είναι ιδανικός για να δώ τι κάνει ο καθρέπτης. Αν κάτι δεν πάει καλά δεν θα τον πιστεύουν για το τι είδε ή συνέβη».

Όταν έφτασε στην κορφή της σκάλας ο Άλαν ξεκλείδωσε το δωμάτιο με τον καθρέπτη, έβγαλε το ύφασμα και τον φώναξε για να κάνει μέσα κάποια υποτιθέμενη εργασία. Μόλις ο άντρας μπήκε στο δωμάτιο στον καθρέπτη εμφανίστηκε αντί για το είδωλό του ένα μικρό παιδί, με άσπρα αλλά βρόμικα ρούχα. Κοίταγε προς τον Άλαν λες και περίμενε να του μιλήσει.

Η σακούλα με το κουτί που είχε αφήσει ο Άλαν άρχισε να βγάζει ένα παράξενο φως. ο Άλαν την άνοιξε και ξεκλείδωσε το κουτί. Το αντικείμενο από μέσα φάνηκε να παράγει το φως. το έπιασε στα χέρια του και είδε ότι κάποια από τα νούμερα και σύμβολα που ήταν επάνω του ήταν φωτισμένα. Προσπάθησε να γυρίσει το πρώτο φωτισμένο αλλά δεν γύρναγε. Τελικά γύρισε το πρώτο που δεν ήταν φωτισμένο στην επάνω σειρά και σταμάτησε στο επόμενο νούμερο που ήταν φωτισμένο. Όταν τελούσε με την επάνω πλευρά προσπάθησε να γυρίσει αυτό στην μέση αλλά δε μπόρεσε. Έκανε το ίδιο και στην κάτω σειρά. Όταν όλα ήταν φωτισμένα το μεσαίο άρχισε να γυρνά μόνο του μέχρι που εμφανίστηκε το σχέδιο μιας χελώνας. Φωτίστηκε και αυτό μόνο του και σταμάτησε. Ο Άλαν κοίταξε τον άντρα ήταν σαν άγαλμα. Σαν ο χρόνος να είχε σταματήσει και εκείνος να ήταν εκεί ακίνητος μέσα σε αυτόν. Το παιδί μέσα στον καθρέπτη εκεί και αυτό ασάλευτο. Ο Άλαν πλησίασε τον καθρέπτη και πέρασε το χέρι του στην αρχή μέσα. Όταν έφτασε κοντά στο παιδί εκείνο έκανε μια κίνηση να το πιάσει. Ο Άλαν τραβήχτηκε απότομα και το παιδί ξανά στάθηκε ακίνητο. Πέρασε μετά σιγά μέσα και πήγε κοντά του. Το παιδί καθισμένο τώρα κάτω στα πόδια του, βαστούσε με τα χέρια του ακουμπισμένα στα γόνατά του το κεφάλι του και φαινόταν κλαμένο.

«Γειά σου» του είπε.

Το παιδί σήκωσε το κεφάλι του και άπλωσε το χέρι του στον Άλαν. Εκείνος δίστασε για λίγο αλλά πρότεινε το χέρι του στο παιδί. Όταν ακούμπησε το χέρι ήταν σαν να έπιανε κάτι απαλό κάτι σαν μπαμπάκι.

«Έχεις κάτι» το ρώτησε «μπορώ να σε βοηθήσω;».

Η ματιά του παιδιού γύρισε στο κενό πίσω από τον Άλαν που γύρισε σιγά να δεί τι κοίταγε. Το παιδί που ήταν το άγαλμα στην αυλή με το σκυλί να είναι δίπλα του εμφανίστηκε να έρχεται από τον καθρέπτη.

Ήρθε μπροστά στο παιδί που άφησε το χέρι του Άλαν, και σηκώθηκε όρθιο. Το αγόρι του αγάλματος άπλωσε το χέρι του και χάιδεψε το κεφάλι του άλλου αγοριού. Λόγια μέσα από κενό ακούστηκαν να λένε χωρίς τα χείλη του να κινούνται.

«Παιδικοί εφιάλτες χρόνια κριμένοι στο μυαλό να γίνουν τροφή για το καλό. Ελεύθερα από την φυλακή του κακού και της άγνοιας να είναι όλα».

Τράβηξε από το κεφάλι το χέρι του που τώρα κρατούσε ένα κόκαλο. Το έδωσε στο σκυλί δίπλα του που το έφαγε αμέσως. Γύρισε την πλάτη του και χάθηκαν μέσα στον καθρέπτη, όπως είχαν έρθει. Το αγόρι κοίταξε τον Άλαν και χαμογέλασε. Μετά με το χέρι απλωμένο του έδειξε τον καθρέπτη. Ο Άλαν γύρισε και πέρασε μέσα από τον καθρέπτη. Όταν βρέθηκε από την κανονική πλευρά στον καθρέπτη υπήρχε το είδωλο του άντρα και μόνο. Τα φωτισμένα σύμβολα στο αντικείμενο έσβησαν και ο άντρας άρχισε να κοιτά γύρο του. Κοίταξε τα ρούχα του και πέρασε τα χέρια του από επάνω τους, λες και δεν τα γνώριζε ή ήθελε να τα ξεσκονίσει.

«θέλετε κάτι να σας βοηθήσω;» ρώτησε τον Άλαν αλλά φερνόταν ότι αν τον ρωτούσες δεν θα ήξερε γιατί και που ήταν.

«Όχι όλα είναι καλά ευχαριστώ» απάντησε ο Άλαν.

Ο άντρας γύρισε και βγήκε από την πόρτα. Ο Άλαν τον ακολούθησε και όταν βγήκαν από το δωμάτιο κλείδωσε την πόρτα. Ο άντρας κατέβηκε την σκάλα κοίταξε γύρο του. Κάποιος από τους εργάτες πήγε κάτι να του πεί αλλά εκείνος χωρίς να απαντήσει, σαν χαμένος βγήκε από την πόρτα και έφυγε από το σπίτι στον δρόμο προς το χωριό. Ο Άλαν τον ακολούθησε και στάθηκε στην αυλόπορτα να τον κοιτά, μέχρι που χάθηκε στο βάθος του δρόμου.

Γύρισε στην αυλή και κοίταξε τα αγάλματα. Το αγόρι με το σκυλί ήταν εκεί στην θέση του. Μπήκε στο σπίτι και πήγε στο γραφείο που το είχαν πλέων καθαρίσει. Από το χολ άκουσε κάποια συνομιλία.

«Τι έπαθε αυτός;» ρωτούσε μια γυναίκα φωνή.

«Δεν ξέρω αποτρελάθηκε νομίζω» απάντησε κάποιος άντρας.

Ο Άλαν κατάλαβε ότι μιλούσαν για τον άντρα που είχε φύγει. 

«Καλύτερα που έφυγε έτσι δεν θα υποψιαστούν εμένα και τον καθρέπτη αν κάτι συμβεί» σκέφτηκε ο Άλαν.

Κάθισε στο γραφείο και έβαλε ένα ποτήρι κονιάκ. Ήθελε όσο τίποτα να μάθει για τον άντρα αλλά δεν μπορούσε να δώσει αιτία για συζήτηση στους υπολοίπους.

Όταν το συνεργείο καθαρισμού τελείωσε η γυναίκα που ήταν υπεύθυνη πέρασε για να του μιλήσει. Μαζί επιθεώρησαν όλους τους χώρους και της είπε να περάσουν από το γραφείο να πληρωθούν.

Ήταν απόγευμα όταν έφυγαν όλοι και έμεινε μόνος στο σπίτι. Έκλεισε την αυλόπορτα και την κεντρική πόρτα του σπιτιού πρίν να πάει στο γραφείο.

Έπρεπε μα μάθει και άλλα. Έπρεπε να το δοκιμάσει και με άλλον. Σκέφτηκε ποίον μπορούσε να καλέσει και στο μυαλό του ήρθε ένας συνεργάτης του στην δουλειά. Ανύπαντρος και αυτός ήταν ο άσπονδος φίλος του. Οι κακές γλώσσες έλεγαν για αυτόν ότι είχε μια κρυφή πολυτάραχη ζωή. Ότι έπρεπε για την δοκιμή του. Από περιέργεια και μόνο αλλά και για να μπορέσει να κουτσομπολεύει θα ερχόταν ας ήταν και στην άκρη του κόσμου.

Πήγε στο σαλόνι και τον πήρε τηλέφωνο.

«Εμπρός» ακούστηκε από την άλλη πλευρά μετά από μερικά κουδουνίσματα.

«William καλησπέρα. Ο Άλαν είμαι».

«Καλησπέρα. Που είσαι εσύ; Δεν σε έχω δει τις τελευταίες μέρες».

«Ναι δεν έχω έρθει στην δουλειά. Συνέβη κάτι καλό και θα ‘θελα να σε καλέσω για αύριο να έρθεις στο σπίτι του θείου μου».

«Του θείου σου; Δεν ήξερα ότι έχεις θείο».

«Ναι και κληρονόμησα το σπίτι του. Θέλεις να έρθεις από εδώ; Είναι λίγο μακριά αλλά πιστεύω ότι αξίζει τον κόπο».

«Ναι ευχάριστος».

Ο Άλαν του είπε πως θα έρθει και έκλεισαν το τηλέφωνο. Τώρα έπρεπε να περιμένει την άφιξη του και την επόμενη μέρα.

Πήρε τον δερμάτινο φάκελο από το ρολόι και κάθισε στην πολυθρόνα αφού πρώτα ζωντάνεψε την φωτιά και έβαλε άλλο ένα κονιάκ. Ήθελε να διαβάσει πάλι τα γραφόμενα, ίσως αυτή την φορά καταλάβαινε περισσότερα.

Ο ύπνος τον πήρε εκεί αργά και χαλαρά ήρθε να βαρύνει τα βλέφαρα και αυτά να κλείσουν, αφήνοντας τις λέξεις και την φλόγα του τζακιού απ’ έξω.

Η υγρασία του δωματίου τον έκανε να ξυπνήσει στην πολυθρόνα, με σβηστή την φωτιά, είχε κουλουριαστεί εκεί που καθόταν το προηγούμενο βραδύ. Σηκώθηκε και έκανε μερικές κινήσεις για να αρχίσει το σώμα του να αντιδρά. Σκάλισε την θράκα στο τζάκι και έβαλε μερικά ξύλα επάνω της. Πήγε στην κουζίνα και ετοίμασε ένα καυτό τσάι. Γύρισε στο γραφείο και μάζεψε τις περγαμηνές που είχαν πέσεις το πάτωμα την ώρα του ύπνου. Έβαλε τον φάκελο στο ρολόι, ανέβηκε το δωμάτιο με τον καθρέπτη, τον ξεσκέπασε και άνοιξε το κουτί με το αντικείμενο για να είναι όλα έτοιμα για την δοκιμή. Μετά πήγε πάλι στο γραφείο και κάθισε να απολαύσει το τσάι του.

Δεν πέρασαν πάνω από δύο ώρες όταν χτύπησε το τηλέφωνο. Ήταν ο William.

«Καλημέρα. Δεν μπορώ να βρω το σπίτι» είπε «είμαι στο Wollaston».

«Καλημέρα. Πάρε την  York Rd στο 24 θα στρίψεις αριστερά ο δρόμος μετά από ένα εργοστάσιο θα σε βγάλει στο σπίτι. Θα σε περιμένω στην εξώπορτα».

«ΟΚ έρχομαι» είπε και έκλισε το τηλέφωνο.

Πραγματικά μετά από λίγα λεπτά έμπαιναν στο σπίτι. πέρασαν στο γραφείο και ο Άλαν έφτιαξε φρέσκο τσάι. ‘Ο Άλαν του είπε για τον θάνατο του θείου που μέχρι τώρα σχεδόν δεν τον ήξερε και για την κληρονομιά του σπιτιού. Ο William παρά το «χαίρομε για σένα» που είπε στην πραγματικότητα το πρόσωπό του έδειξε ένα φθόνο.

Ήρθε η ώρα να του δείξει το σπίτι. Ξεκίνησαν από το σαλόνι και την κουζίνα και ανέβηκαν στον επάνω όροφο. Όταν μπήκαν στο δωμάτιο με τον καθρέπτη ο William έμεινε ασάλευτος να τον κοιτά. Στον καθρέφτη ένα περίεργο πλάσμα καθρεπτιζόταν είχε μεγάλα χέρια με γαμψά νύχια, στο κεφάλι δύο γυριστά προς τα πίσω κέρατα και στην πλάτη του φτερά μαύρα από δέρμα που ήταν μισάνοιχτα. Το αντικείμενο φώτισε μερικούς από τους κυλινδρικά σύμβολα του. Ο Άλαν το πείρε στα χέρια του και γύρισε όλα όσα δεν ήταν φωτισμένα. Η επάνω σειρά σταμάτησε στο ένα, εννιά, επτά, πέντε (1975) και η κάτω σειρά σε κάποια γραμμικά που στον Άλαν δεν έλεγαν τίποτα. Το μεσαίο άρχισε να γυρνά μόνο του και σταμάτησε σε ένα σχήμα που θα θύμιζε σε κάποιον σαύρα.

Ο Άλαν με προσοχή πέρασε μέσα στον καθρέπτη. Αμέσως πίσω του ένιωσε μια παρουσία. Ήταν η γυναίκα από τα αγάλματα. Το τέρας άρχισε να φωνάζει. Η γυναίκα χωρίς να φοβάται ακούμπησε τα ακροδάχτυλα του δεξιού χεριού της στο κούτελο του.

«Δες στη ψύχη σου μέσα ότι έχεις βάλει» είπε μα λέξεις που θα έλεγες ότι ερχόντουσαν από κάπου μακριά. Το τέρας άρχισε να ουρλιάζει και να κινείτε σαν να ήθελε να αρπάξει την γυναίκα αλλά κάτι το κρατούσε.

«Όνειρο μέσα στο όνειρο είναι η καρδιά σου που χτυπά …. Αγάπησες τον εαυτό σου τόσο πολύ, θα αφήσεις να χαθείς; …. μην φοβάσαι … θα είμαι εδώ μέχρι να μάθεις, να αλλάξεις ή να χαθείς … Μην αντιστέκεσαι στις πράξεις σου και αποφάσισε ποιόν δρόμο θα πάρεις… είμαι εδώ για να σου δώσω ή να σου πάρω. Δέξου τις πράξεις σου και τιμωρήσου για αυτές. Άλλαξε τις σκέψεις σου και πάρε νέες.»

Το τέρας αντιστεκόταν στα λόγια της γυναίκας. Το πρόσωπο της άρχισε να αλλάζει. Τα μάτια της έδωσαν την θέση τους σε κάτι μαύρα βαθουλώματα, κόχες πετάχτηκαν από το ήρεμο πριν πρόσωπο της. Και τα μαλλιά της άρχισαν να πάλλονται σαν φίδια. Ο Άλαν είχε τραβηχτεί πίσω και είχε κολλήσει την πλάτη του στον τοίχο.

Η Γυναίκα τότε τραβήχτηκε και αυτή και από τον καθρέπτη μπήκε το πουλί με τα δυνατά φτερά του όρμηξε πάνω στο τέρας. Στην αρχή άρπαξε τα κέρατα του που τα κομμάτιασε με το ράμφος του. Το τέρας ούρλιαζε και χτυπιόταν αλλά σαν να ήταν δεμένο δεν μπορούσε να σταματήσει το πουλί. Μετά σε δεύτερη επίθεση άρχισε με τα νύχια του να ξεσκίζει τα φτερά του τέρατος. Κομμάτια από δέρμα έπεφταν παντού γύρο. Όταν τελείωσε έφυγε όπως είχε έρθει. Η γυναίκα πλησίασε και με τα χέρια της έκλεισε τα μάτια του τέρατος που αυτό σταμάτησε να χτυπιέται.

«Μείνε στο σκοτάδι, κακό να μην μπορείς να κάνεις, για πάντα να βλέπεις τις πράξεις σου, αυτές που δεν ήθελες να δεις και να συγχωρέσεις». Μετά γύρισε και έφυγε από τον καθρέπτη. Το τέρας εκεί ασάλευτο.  Ο Άλαν πέρασε και αυτός από την άλλη μεριά και είδε τον William να κοιτά ακόμα στον καθρέπτη. Τα φωτισμένα σύμβολα στο αντικείμενο είχαν σβήσει. Και στον καθρέπτη πλέων ήταν το είδωλο του William. Εκείνος γύρισε σαν υπνωτισμένος και βγήκε από το δωμάτιο. Κατέβηκε την σκάλα ακολουθούμενος από τον Άλαν.

«William» είπε ο Άλαν αλλά δεν πήρε καμία απάντηση. Βγήκαν από το σπίτι ο William μπήκε στο αυτοκίνητο του και άρχισε να οδηγεί τον χωματόδρομο αντίθετα από την πόλη. Ο Άλαν έκανε το ίδιο ακλουθώντας τον. Τα δύο αυτοκίνητα πήγαιναν στους χωματόδρομούς για αρκετή ώρα. Ξαφνικά το αυτοκίνητο του William σταμάτησε στην άκρη από ένα χωράφι. Ο Άλαν σταμάτησε πίσω του, κατέβηκε και έτρεξε στο παράθυρο του αυτοκινήτου. Κοίταξε τον William που ήταν ακίνητος στο κάθισμα του. Άνοιξε την πόρτα τον ακούμπησε και του μίλησε.

«William» τίποτα καμία απάντηση του μίλησε ξανά και ξανά αλλά φαινόταν σαν χαμένος σαν να κοιμόταν έναν ύπνο βαθύ. Μόνο συσπάσεις στο πρόσωπο του έδειχναν ότι ήταν ακόμα στην ζωή.

Ο Άλαν γύρισε στο αυτοκίνητό του και πήρε τον δρόμο για το σπίτι, περνώντας από ένα χωριό, σταμάτησε και τηλεφώνησε στην αστυνομία.

«Παρακαλώ θέλω να αναφέρω ένα γεγονός» είπε «είδα ένα αυτοκίνητο σταματημένο και ο άντρας που είναι μέσα κάτι έχει πάθει. Δεν μπόρεσα να μιλήσω μαζί του».

Έδωσε τα στοιχεία που βρίσκετε το αυτοκίνητο και ψεύτικα στοιχεία για εκείνον που πήρε τηλέφωνο. Δεν μπορούσε να φύγει χωρίς να κάνει κάτι εξ’ άλλου εκείνος ήταν υπεύθυνος για αυτό. Μετά γύρισε στο σπίτι, έκλεισε την αυλόπορτα και κλίστηκε στο σπίτι. Σκέπασε τον καθρέπτη και μάζεψε το κουτί με το αντικείμενο. Κλείδωσε την πόρτα και πήγε στο γραφείο. Έβαλε ένα ποτήρι κονιάκ αλλά τελικά ήπιε αρκετό από το μπουκάλι. Δεν μπορούσε να χωνέψει το τι είχε γίνει. Στο μυαλό του ήρθε ο άντρας από το συνεργείο καθαρισμού που και αυτός έφυγε μετά από τον καθρέπτη. Αποφάσισε να πάρει στην εταιρεία τηλέφωνο και με πρόφαση την πληρωμή τους να ρωτήσει και για αυτόν. Πήγε στο σαλόνι και τους κάλεσε τηλεφωνικά.

«Παρακαλώ» ακούστηκε από την άλλη μεριά.

«Καλησπέρα, χθες είχε έρθει το συνεργείο σας και καθάρισε το σπίτι μου. Λέγομαι Άλαν Σάμερ».

«Μάλιστα κύριε Σάμερ υπάρχει κάποιο πρόβλημα;»

«Όχι, Όχι , απλά πήρε να μάθω αν πήρατε τα χρήματά σας από την γραμματέα μου».

«Μάλιστα κύριε Σάμερ όλα εντάξει η κυρία Σίμον τα κανόνισε όλα. Ευχαριστούμε»

«Α ωραία. Να ρωτήσω και κάτι άλλο;»

«Πείτε μου παρακαλώ»

«Χθες κάποιος εργαζόμενος κύριος σε εσάς κάτι έπαθε και έφυγε ξαφνικά. Είναι καλά; Τι συνέβη; Ανησύχησα ξέρετε».

«Ναι, ναι είναι πολύ καλά θα έλεγα περισσότερο από ότι μπορούσαμε να φανταστούμε».

«Δηλαδή;»

«Να ξέρετε μέχρι προχθές είχε κάποιο πρόβλημα. Καταλαβαίνετε νοητικό. Απ’ ότι ξέρουμε από καταστάσεις που είχε περάσει παιδί. Αλλά ξαφνικά κάτι συνέβη και τώρα αυτό το πρόβλημα εξαφανίστηκε. Μπορώ να πω ότι η αλλαγή του μας ξάφνιασε αλλά τώρα είναι πολύ ποιο δραστήριος και πανέξυπνος. Πάντως ότι και να ήταν αυτό που έπαθε ήταν προς καλό του».

«ΑΑ πολύ χαίρομαι. Προς στιγμή δεν σας κρύβω ότι τρόμαξα μιας και ότι έγινε ήταν στο σπίτι μου. Ευχαριστώ για όλα σας χαιρετώ».

«Γειά σας κύριε Σάμερ εμείς ευχαριστούμε».

Και τελείωσαν την συνομιλία τους. Γύρισε στο γραφείο. Τώρα ακόμα ποιο μπερδεμένος δεν ήξερε τι έπρεπε να κάνει. Αυτός ο καθρέπτης θεράπευε ή σκότωνε. Και ποιος μπορούσε να αποφασίσει για το ποιος έπρεπε να τιμωρηθεί και ποιος όχι. Ο καθρέπτης ή τα αγάλματα. Εκείνος τι ρόλο θα έπαιζε; του μεσάζοντα στην θεραπεία ή την καταστροφή; Ήταν έτοιμος ο κόσμος για να δεί τον πραγματικό εαυτό του και να τιμωρηθεί για αυτό;.

Δε μπορούσε να καταστρέψει τον καθρέπτη αλλά ούτε να τον αφήσει απλά σε ένα δωμάτιο. Ο θείος του έγινε φύλακας του και απομονώθηκε από τον κόσμο για να τον φυλάει. Ο Άλαν δεν ήθελε μια τέτοια ζωή αλλά ούτε ένα τέτοιο τέλος. Η απόφαση ήταν δική του και έπρεπε να την πάρει μέχρι το πρωί. Κάθισε στην πολυθρόνα μπροστά στο αναμμένο τζάκι και πίνοντας κονιάκ βάλθηκε να δεί τον πάτο του μπουκαλιού άδειο. Έτσι μισοζαλισμένο τον πήρε ο ύπνος.

Το πρωί ξύπνησε με την απόφαση να είναι είδε στο μυαλό του. Έφτιαξε ένα φλιτζάνι καυτό τσάι και έφυγε για την πόλη. Έπρεπε να αγοράσει μερικά πράγματα. Γύρισε μετά από μερικές ώρες μαζί με ένα φορτηγό μεταφορικής εταιρίας. Οι εργάτες κατέβασαν τα πράγματα από το αυτοκίνητο και τα μετέφεραν στο πλατύσκαλο του επάνω ορόφου, μετά τον χαιρέτισαν και έφυγαν. Ο Άλαν άνοιξε το δωμάτιο με τον καθρέπτη, πήρε τα εργαλεία και σφράγισε το παράθυρο του. Μετά σε ένα μεταλλικό κιβώτιο έβαλε το κουτί με το αντικείμενο και τον δερμάτινο φάκελο και το διπλοκλείδωσε. Σκέπασε τον καθρέπτη με ένα χοντρό ύφασμα και τον τύλιξε με χαρτόνι που το έδεσε καλά. Μετέφερε με δυσκολία αλλά το έκανε ένα ένα τα αγάλματα από τον κήπο. Το καθένα το σκέπαζε με χοντρό ύφασμα και το έδενε καλά.  Όταν όλα ήταν μέσα στο δωμάτιο, έκλεισε την πόρτα την κλείδωσε και έριξε το κλειδί από κάτω μέσα στο δωμάτιο. Πήρε έναν μεγάλο πίνακα που είχε αγοράσει και τον βίδωσε στην πόρτα, έτσι που όποιος κοίταγε να μην μπορούσε να την δει. Κατέβηκε στο δωμάτιο του γραφείου. Κάθισε στην πολυθρόνα και έβγαλε το γράμμα του θείου του από το συρτάρι.

Πήρε μια κόλα χαρτί και άρχισε να γράφει.

«Δεν έχω το δικαία να αποφασίσω ποιος είναι καλός και ποιος κακός. Αυτό το αφήνω σε άλλους να το κρίνουν. Εγώ θα κριθώ κάποια μέρα για τις αποφάσεις μου και τις πράξεις μου. Μέχρι τότε θέλω να ζήσω αξιότιμα και καλά. Ελπίζω να τα καταφέρω».

Έβαλε το χαρτί μαζί με το γράμμα του θείου του σε έναν φάκελο και τον κόλλησε κάτω από ένα συρτάρι στο γραφείο.

Μάζεψε όλα τα πράγματά του, κοίταξε να είναι καλά σβησμένη η φωτιά στο τζάκι. Κλείδωσε το σπίτι και έκρυψε το κλειδί σε άλλο σημείο που θα ήξερε μόνο αυτός. Έβγαλε το αυτοκίνητο από την αυλή και κλείδωσε την αυλόπορτα καλά. Κάθισε στο τιμόνι του αυτοκινήτου και άφησε τον κόσμο του είδωλου για πάντα! ….

 

test4_zpspb5xcf1k.jpg

 

                                                                                      By Chris Mad

  • Like 1
Link to comment
Share on other sites

Join the conversation

You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.

Guest
Reply to this topic...

×   Pasted as rich text.   Paste as plain text instead

  Only 75 emoji are allowed.

×   Your link has been automatically embedded.   Display as a link instead

×   Your previous content has been restored.   Clear editor

×   You cannot paste images directly. Upload or insert images from URL.

Loading...
×
×
  • Create New...

Important Information

You agree to the Terms of Use, Privacy Policy and Guidelines. We have placed cookies on your device to help make this website better. You can adjust your cookie settings, otherwise we'll assume you're okay to continue..