Jump to content

Χωρίς τίτλο.


Recommended Posts

Όνομα Συγγραφέα: Βουγιουκαλάκης Αλέξανδρος
Είδος: Δυστοπική φαντασία 
Βία: Ναι
Σεξ: Όχι
Αριθμός Λέξεων: 2408
Αυτοτελής: Όχι (Μέρος πρώτο, περίπου εισαγωγή)
Σχόλια: Αν και η πρώτη μου ιστορία που ανεβάζω, αποφάσισα πως περισσότερο νόημα θα είχε αν ήταν κάτι πειραματικό. 

Αυτό το σύντομο πρώτο μέρος είναι απλά η εισαγωγή, που πρακτικά περιέχει ελάχιστα στοιχεία. Ο κόσμος στον οποίο διαδραματίζεται είναι ένα σύμπαν που δημιούργησα με βάση διάφορες ιδέες που είχα μέσα από τους καιρούς και αυτήν την στιγμή σχεδιάζω το extended universe. 

Αφότου τελειώσω με την συνέχεια της μικρής ιστορίας αυτής, σκοπεύω να παραθέσω και το αρχείο που θα περιέχει σημαντικές πληροφορίες για το παρελθόν του κόσμου, την λογική, την τεχνολογία, την πολιτική και κοινωνική ανάπτυξη κ.λ.π.

Δεν πρόκειται να συνεχίσω το σύμπαν από άποψη ιστοριών, απλά θα είναι σαν οδηγός για σημαντικά γεγονότα που οδηγούν την ίδια την ιστορία. Μπορεί μέσα στις ιστορίες να μην το αναφέρω, αλλά υπάρχουν γεγονότα και ομάδες που συνδέουν τους βασικούς χαρακτήρες. 

Τα κομμάτια που θα ακολουθήσουν έχουν πολύ διαφορετικό χαρακτήρα, και γι'αυτό αφήνω αυτό το κομμάτι ξεχωριστό από αυτά, παρότι είναι πολύ σύντομο. Αν υπάρχει κάποιο πρόβλημα με αυτό θα αλλάξω το θέμα και θα τα βάλω όλα μαζί. (Επίσης αγνοήστε τον τίτλο, δεν έχω ιδέα πως να δίνω ονόματα)

Without further ado, υποθέτω.

Αρχείο

Η λέξη χρόνος για τους περισσότερους ανθρώπους είναι απόλυτη. Έχει μια συγκεκριμένη έννοια, που σαν κοινή αποδοχή είναι η μονοδιάστατη πορεία του σύμπαντος. Ενώ μπορεί να υποστεί κάποιος εννοιολογικές αλλαγές ως προς το πως ο καθένας τον αντιλαμβάνεται, είναι κοινώς γνωστό το τι αντιπροσωπεύει.

Στην ταράτσα ενός κτιρίου στην άκρη της πόλης μια κοπέλα σκεφτόταν. Είχε περάσει τόσο καιρό προσπαθώντας να ζήσει μια ζωή γεμάτη δράση και να συναντήσει το παράλογο, όμως δεν είχε καταφέρει τίποτα. Ο χρόνος σαν έννοια ήταν αυτό που δεν την άφηνε να κάνει αυτά που ήθελε. Γνώριζε πως αργά ή γρήγορα θα πέθαινε. Δεν ήθελε να το αποδεχτεί, όχι πριν καταφέρει να ξεφύγει από μια καθημερινότητα εξαθλίωσης.

Στην ίδια πολυκατοικία ένας άντρας μιλούσε μέσα στο μυαλό του με τους υπόλοιπους. Μετά από τόσο καιρό που προετοίμαζαν κάτι τόσο μεγάλο δεν μπορούσε να γυρίσει πίσω. Η γυναίκα του και τα παιδιά του θα περίμεναν εκείνο το βράδυ να επιστρέψει και ήθελε να τηρήσει την υπόσχεση που τους είχε δώσει πριν φύγει. Αύριο θα πάμε να σας πάρω δώρα. Κάτι τόσο απλό και καθημερινό είχε τεράστιο αντίκτυπο λίγο πριν ρισκάρει τα πάντα.

Μερικά χιλιόμετρα δυτικά, μια άλλη γυναίκα έπαιζε με ένα κέρμα ανάμεσα στα δάχτυλα της. Το χαμόγελο στο πρόσωπο της δεν ήταν ειλικρινές. Ήθελε να δείξει πως δεν φοβάται. Οι δύο άνθρωποι μπροστά της αυτό ήθελαν να ξέρουν. Όμως η ίδια πότε ήταν η τελευταία φορά που δέχτηκε θελκτικά ερεθίσματα; Πάντα προσπαθούσε να το παίξει καλή με όλους, και παρόλο που ήταν ισχυρογνώμων πάντα λύγιζε τα πιστεύω της για να αφήνει τους άλλους γύρω ήσυχους.

Κοιτώντας την γεμάτος λαγνεία ο άντρας απέναντι της είχε ήδη σκεφτεί τι θα έκανε όταν τελείωναν την δουλειά. Στην τελική δεν τον ενδιέφερε ιδιαίτερα τι πίστευαν γι'αυτόν. Η βία και η καταστροφή ήταν απλά υποκατάστατα του πραγματικού του σκοπού. Σίγουρα του άρεσε να βλέπει τις σφαίρες να πετυχαίνουν, κρανία να σπάνε κάτω από την δύναμη του χεριού του, τα δάκρυα στα πρόσωπα των θυμάτων- όμως τίποτα δεν θα μπορούσε να αντικαταστήσει την αχόρταγη ανάγκη του για το αντίθετο φύλο. Δεν έβαζε συναισθήματα στην μέση- ήταν απλά σαρκικό το κάλεσμα.

Με το χέρι του στην λαβή του μαχαιριού, το αγόρι κοιτούσε αυτό το ανώμαλο πλάσμα γεμάτος αηδία. Γνώριζε πως o ίδιος ίσως ήταν ο μοναδικός στην ομάδα που δεν είχε καμία δυνατότητα να παλέψει, είτε νοητικά είτε με το σώμα του, όμως πάλι είχε μια θέση εκεί και δεν σκόπευε να ανεχτεί την προσβλητική συμπεριφορά κανενός. Αυτά τα μάτια μπορεί να μην κατευθυνόντουσαν προς αυτόν, όμως σίγουρα έκαναν την ατμόσφαιρα απωθητική.

Όλοι μαζί σχημάτιζαν μια ομάδα. Σίγουρα δεν ήταν ισορροπημένοι, ούτε είχαν κάποιον ξεκάθαρο στόχο, αλλά αυτή η άγνοια του αύριο τους έδινε την δύναμη που είχαν μαζέψει. Όλοι τους είχαν σκοτώσει, βασανίσει, καταστρέψει. Καμία κοινωνία δεν θα μπορούσε να δεχτεί τις πράξεις τους ως σωστές, όσο διεστραμμένη και αν ήταν. Ακόμα και αν δεν είχαν δει ποτέ την γη στην οποία ζούσαν.

Ήταν απόβλητα και ήθελαν να πάρουν εκδίκηση από το σύστημα που τους βάφτισε έτσι. Μπορεί να ήταν άδικο να ζητάνε εξηγήσεις από κάποιον που είχαν ήδη βλάψει αλλά αυτή ήταν η ανθρώπινη φύση. Εγωιστική μέχρι το τέλος. Ο αρχηγός τους έδωσε μια τελευταία διαταγή πριν πατήσει το κουμπί. Συνεχίστε να ζείτε, ο,τι και να γίνει από εδώ και πέρα.

Η δράση είχε τελειώσει. Οι προετοιμασίες που πήραν εβδομάδες να ολοκληρωθούν απόψε θα έδιναν από τα πιο ψηλά κλαδιά τους καρπό για να απολαύσουν. Ο ήχος του πυροκροτητή πέρασε το ασύρματο σήμα στα εκρηκτικά μεταδόθηκε στα συστήματα επικοινωνίας όλων.

Ίσως αυτός ο πόλεμος ήταν το κατάλληλο πεδίο για να αναδείξουν τι ήταν ικανοί να κάνουν. Μερικές στιγμές ακολούθησαν και όλοι μαζί κοίταξαν στο κτίριο που θα άλλαζε το πεπρωμένο τους.

Γιατί όμως;

Αυτήν την ερώτηση δεν θα έπαιρνε πολύ για να την εξηγήσει κανείς. Στον κόσμο που ζούσαν δεν υπήρχε ισότητα. Οι νέοι, μέσα στην απραξία της κοινωνίας, ήταν οι μόνοι που δρούσαν ως αντιστασιακοί. Σε εκείνο το κτίριο είχαν χτίσει την βάση επιχειρήσεων τους. Φυλλάδια, κουτιά παραπόνων, αιτήσεις για παραίτηση της κυβέρνησης. Τέτοιου είδους συμβάντα ήταν σχεδόν καθημερινά. Αλλά πρόσφατα, ο αρχηγός της ομάδας που μόλις αναφέρθηκε τους έδωσε πρόσβαση σε νέο εξοπλισμό.

Αν θέλετε να αλλάξετε την ζωή σας, ο μόνος τρόπος είναι ο πόλεμος. Όμως όχι αυτός που περιέχει αίμα- Είναι θέμα ηθικής. Κάντε τους να σας φοβούνται, χωρίς να απομακρυνθείτε από το κοινό. Τρομάξτε τους, δείξτε τους πως τα μέτρα φόβου που παίρνουν δεν θα σας σταματήσουν!

Και αυτό έκαναν. Ανόητα όπως ήταν, άκουσαν. Έβαλαν μερικές βόμβες σε σημεία που ήξεραν πως δεν θα υπήρχαν άνθρωποι και τις πυροδότησαν. Να στείλουν ένα μήνυμα πως έχουν δύναμη, όχι μόνο φωνές.

Αυτό έκανε τα παιδιά αυτά τους τέλειους αποδιοπομπαίους τράγους. Η κυβέρνηση θα τους κατηγορούσε στην συνέχεια, θα καταδίκαζε τις πράξεις και θα έμπαινε στο τρυπάκι μικροπολιτικών διαμαχών μέσα στο ίδιο το κοινοβούλιο ως τους τρόπους που έπρεπε να τα αντιμετωπίσει.

Αν όμως κάποιος έστηνε μια μαζική δολοφονία των μαθητών, και στην συνέχεια κατηγορούσε την κυβέρνηση γι'αυτό; Δεν θα ήταν απίθανο το κοινό να πεισθεί πως προσέλαβε ένα μάτσο μισθοφόρους για να κάνει αυτήν την βρώμικη δουλειά ενώ παράλληλα προσπαθούσε να καλύψει τα νότα της από τον ΟΗΕ.

Ανατίναζαν παιδιά. Παιδιά γεμάτα ελπίδες και ιδέες. Το μόνο που οι ίδιοι είχαν να προσφέρουν ήταν πεπαλαιωμένες ηθικές και περιορισμένη χρήση αυτών στην κοινωνία. Αλλά εκεί φτάνει ο εγωισμός. Όταν θέλεις να αποδείξεις πως έχεις δίκιο θα φτάσεις στα άκρα. Κανείς δεν θέλει να κατηγορείτε αδίκως.

Αν τα πάντα πήγαιναν σύμφωνα με το σχέδιο και το κοινό έχαφτε το δόλωμα, θα ακολουθούσαν διαδηλώσεις και ξεσηκωμοί. Οι ταράτσες των κτιρίων θα γέμιζαν ανθρώπους έτοιμοι να ρίξουν το σύστημα. Τρομαγμένοι όμως γεμάτοι πόθο για εξουσία αυτοί που κυβερνούσαν θα καταπίεζαν με βία αυτές τις αντιδράσεις, φανερώνοντας έτσι τα πραγματικά πρόσωπα τυραννίας που είχαν μασκαρευτεί σαν δημοκρατία σε έναν κόσμο που δεν είχε πλέον ωκεανό.

Στεκόντουσαν εκεί, κοιτώντας την μάζα τσιμέντου να στέκετε ακίνητη. Τι έγινε; Την ίδια στιγμή σκέφτηκαν το ίδιο ακριβώς πράγμα. Δεν ήταν ανήσυχοι, δεν είχαν χρόνο να εκτιμήσουν την κατάσταση. Το μόνο πράγμα που ένιωθαν εκείνη την στιγμή ήταν απορία. Κανένα περίπλοκο σύνολο συναισθημάτων, τίποτα βαθύ. Η περιέργεια ίσως είναι το δεύτερο πιο βασικό σημείο του είδους.

Και τότε η απορία μετατράπηκε σε κατανόηση.

Από κατανόηση σε θυμό.

Από θυμό σε φόβο.

Τα ελικόπτερα σύντομα τους έκοψαν την θέα. Οι έλικες έκαναν τόσο δυνατό θόρυβο που δεν μπορούσαν να συγκεντρώσουν τις σκέψεις τους. Μόλις προσπάθησαν να επικοινωνήσουν μεταξύ τους, μια φωνή ήχησε βαθιά στο μυαλό του καθενός.

-Συγνώμη που σας χαλάω την μικρή γιορτή σας, όμως ήρθε η ώρα να τελειώσει αυτή η φάρσα. Μην ανησυχείτε, δεν θα σας σκοτώσω, όχι ακόμα τουλάχιστον. Σας παρακολουθούσαμε εδώ και αρκετούς μήνες, τον καθέναν ξεχωριστά, σίγουροι πως θα ετοιμάσετε κάτι. Το σχέδιο σας σίγουρα ήταν από μια άποψη έξυπνο, αλλά μάλλον θα έπρεπε να περιμένετε μέχρι να βρείτε κάποιον ειδικό στους υπολογιστές, γιατί δεν χρειαζόταν καν να κρυβόμαστε με περίπλοκα μέσα, απλά δεν μας βλέπατε. Όπως και να'χει, ακολουθήστε όλοι μαζί τους καλούς άντρες με τις στολές μέσα στα ελικόπτερα. Έχουμε νέα.

Η κοπέλα στην ανατολική μεριά κοίταξε τον ουρανό για μια τελευταία φορά πριν μπει στο κλουβί. Γιατί της έδινε την αίσθηση πως κάτι δεν πήγαινε καλά με αυτόν τον κόσμο; Είχε μεγαλώσει εκεί. Δεν είχε ζήσει κάπου που τα πράγματα να ήταν αλλιώς, ούτε είχε ακούσει κάτι που να δήλωνε πως ο τρόπος ζωής εδώ δεν αντιπροσώπευε όλη την γη. Καθώς περνούσε μέσα στην μαύρη αγκαλιά του σιδερένιου θηρίου κοίταξε κάτω.

Η πράσινη ομίχλη που κάλυπτε την επιφάνεια της γης. Που δεν επέτρεπε σε τίποτα να επιβιώσει. Αυτό το υλικό που κατανάλωνε κάθε βιολογικό ων που γνώριζαν. Η άμορφη μάζα που τόσα χρόνια θεωρούσε έναν οργανισμό. Ήταν πάντα εκεί; Οι άνθρωποι ήταν πάντα αναγκασμένοι να τρέχουν από τον ίδιο τους τον πλανήτη στην συντροφιά των ουρανών για να επιβιώσουν; Ήξερε πως αυτό δεν ήταν αλήθεια, τόσο καιρό έψαχνε τον παλιό κόσμο. Μπορεί όχι η ίδια, αλλά προσπαθούσε να καταλάβει.

Ο άντρας δίπλα της γέλασε μόλις είδε το πρόσωπο της. Κοίταξε τις γραμμές των τελεφερίκ που συνέδεαν τα κτίρια μεταξύ τους και χαμογέλασε. Δεν θα κατάφερνε να είναι με τα παιδιά του εκείνο το βράδυ. Ίσως ποτέ. Το αποδέχτηκε σχετικά γρήγορα, δεδομένου του πόσο τα αγαπούσε. Ίσως η ζωή του να μην τον ενδιέφερε ποτέ, όσο η ελπίδα του καλύτερου αύριο για αυτούς που αγαπούσε. Μόλις είδε αυτήν την ελπίδα να καταπατείτε, απλά δεν ήθελε κάτι άλλο.

Όμως δεν είχε σκοπό να δράσει. Αν υπήρχε η παραμικρή ελπίδα να αλλάξει κάτι, θα ζούσε μέχρι το τέλος. Όσο και αν ήξερε πως δεν είχε νόημα. Για πρώτη φορά στην ζωή του θα έκανε ο,τι περνούσε από το χέρι του, δεν θα παραιτούνταν, δεν θα έτρεχε.

Πίσω στην δύση, η κοπέλα είχε σταματήσει να γελάει. Ένιωθε ασφαλής επιτέλους. Ήξερε πως δεν είχε νόημα να παλεύει. Η πορεία από εδώ και πέρα ήταν σίγουρη. Θα πέθαινε. Η ανασφάλεια της δεν είχε πλέον λόγο να εκδηλώνεται. Ήταν χαρούμενη, αλλά δεν είχε την δύναμη να χαμογελάσει. Έτσι νιώθουν αυτοί που είναι χαρούμενοι στην ζωή...;

Ο λάγνος άντρας δεν μπορούσε να παραμείνει ήρεμος. Χτυπιόταν μέσα στο μικρό κουβούκλιο σαν πουλί που είχαν σπάσει τα φτερά του. Δεν ήθελε να τον κρατάνε φυλακισμένο. Τον έπνιγε. Γιατί είχε μείνει ακίνητος αρκετή ώρα να τον πιάσουν; Γιατί δεν αντιστάθηκε; Είχε μεγαλώσει πλέον. Πως μπορούσε να πέφτει θύμα στο ίδιο λάθος ξανά και ξανά; Τι ακατανόητη στροφή της μοίρας τον είχε φέρει σε αυτήν την κατάσταση;

Το παιδί είδε το πρόσωπο του να παραμορφώνεται από τον θυμό και το αγνόησε. Ήξερε πως αργά ή γρήγορα θα τους έπιαναν, καθώς δεν ακολουθούσαν τον κόσμο γύρω τους, παρά ένα κομμάτι που ήταν βολικό γι'αυτούς. Δεν θα ζητούσε συγνώμη. Δεν θα παρακαλούσε για την ζωή του. Έζησε μέχρι το τέλος όπως ήθελε.

 

Τρεις μέρες μετά, άγνωστη τοποθεσία κάπου στον κυβερνητικό τομέα της πόλης

Ο πόνος στα σώματα τους ήταν λίγο πολύ ασήμαντος σε σχέση με το τι περίμεναν να υποστούν. Δεν τους είχαν βασανίσει, και πέρα από την βία των φρουρών δεν υπήρχε κάποια παραβίαση κανονισμών από την μεριά της εξουσίας.

Είχαν αφαιρέσει κάθε βιονικό μέλος που είχαν στο σώμα τους και το είχαν αντικαταστήσει με ένα βασικό μοντέλο, μόνο και μόνο για να μπορούν να κινούνται και να τρώνε. Το φορούσαν μόνο όταν έτρωγαν τα γεύματα, ενώ όταν καθόντουσαν στα κελιά τους τα έβγαζαν και τα έδιναν στις αρχές. Ο μόνος που δεν είχε ολόκληρο προσθετικό μέλος ήταν το παιδί, που σήμαινε πως για να περιορίσουν τις κινήσεις του είχαν βάλει χειροπέδες που είχαν μαγνητικά πεδία συνδεδεμένα με ένα χειριστήριο σε περίπτωση που προσπαθούσε να κάνει κάτι.

Χτύπησε το κουδούνι για να σημάνει την ώρα φαγητού. Έφεραν τα κομμάτια έξω από τα κλουβιά και τους βοήθησαν να τα εγκαταστήσουν. Τους οδήγησαν στην αίθουσα που είχαν τους δίσκους και τους έδωσαν το φαγητό. Ο καθένας έτρωγε μόνος του με το σώμα στον αυτόματο πιλότο, ενώ το μυαλό τους το έβαζαν σε υποχρεωτικό λήθαργο. Μόλις έφαγαν αντί να επιστρέψουν στα κλουβιά τους, τους κάλεσαν όλους μαζί να ακούσουν μια ανακοίνωση.

Το δωμάτιο ήταν μεγάλο και παλιό, όπως όλο το κτίριο που βρισκόντουσαν. Σαν τα κλουβιά, ο σοβάς είχε αρχίσει να ξεφλουδίζει από τους τοίχους και το γκρίζο χρώμα του τσιμέντου γινόταν πιο έντονο από την υγρασία. Με την απώλεια χρώματος να είναι το κύριο οπτικό ερέθισμα που δεχόντουσαν, η ψηφιακή οθόνη που εμφανίστηκε στον τοίχο ήταν μια απότομη αλλαγή τόνου. Οι λάμπες φθορίου που είχαν συνηθίσει ήταν τόσο αδύναμες σε σύγκριση με τον προτζέκτορα που έκλεισαν τα μάτια τους για μερικές στιγμές πριν μπορέσουν να κοιτάξουν ευθέως τον πίνακα. Ένας άντρας ανέβηκε στο βήμα που βρισκόταν στο κέντρο του μικρού υπερυψωμένου κομματιού και έβηξε για να καθαρίσει τον λαιμό του.

- Όπως μπορείτε να καταλάβετε δεν είσαστε σε μια επίσημη φυλακή της κυβέρνησης. Δεδομένης της πλέον αυθαίρετης πορείας δράσης της ομάδας μας, έχουμε υπό την δικαιοδοσία μας όλο αυτό το κτίριο μέχρι να αποφασίσουμε τι να κάνουμε με εσάς. Και για καλή σας τύχη, έχουμε την κατάλληλη διαδικασία υπ όψιν.

Έκανε μια σύντομη παύση και έδειξε με έναν χάρακα τον πίνακα, πάνω στον οποίο εμφανίστηκαν μερικά σύμβολα και γραφικές αναπαραστάσεις δεδομένων.

-Μετά από τόσο καιρό που το σύστημα έχει αναπτυχθεί στην πόλη του σήμερα, ομάδες σαν την δική μας ήταν κατά πολύ ασήμαντες. Οι πολίτες είχαν παύσει τις περισσότερες εγκληματικές δραστηριότητες, καθώς η διαδικασία ελέγχου γεννήσεων και περιορισμού είναι τόσο απόλυτη που δεν υπάρχει κάποιο άτομο χωρίς σκοπό. Έτσι πολύ δύσκολα βρίσκεται κανείς χωρίς δουλειά. Τα παιδιά μπορούν να γκρινιάζουν όσο θέλουν για την απώλεια ελευθερίας, όμως είναι πολύ καλύτερο από το να μην υπάρχει ισορροπία.
>>Παρόλα ‘υτα, επειδή άνθρωποι σαν εσάς που και που βρίσκουν τον δρόμο τους στην ενηλικίωση, κράτησαν εμάς για να τους προστατεύουν. Αλλά δεν νομίζω πως σας ενδιαφέρει ιδιαίτερα κάτι τέτοιο, ας μπούμε στο ψητό. Γενικά λίγοι άνθρωποι θέλουν να πάρουν μέρος σε μια τέτοια ομάδα και δεν μπορούν να υποχρεώσουν κανέναν καθώς είναι επικίνδυνη, που σημαίνει πως έχουμε σαν σύνολο απώλεια προσωπικού. Όμως, εσείς με τις ικανότητες σας θα ήσασταν οι καλύτεροι υποψήφιοι για να πάρετε μέρος. Και πέρα από αυτό, είσαστε έτσι και αλλιώς καταδικασμένοι σε θάνατο.

Κανείς δεν απάντησε. Ήταν σίγουροι πως δεν είχαν δικαίωμα να μιλήσουν, και αν το έκαναν τότε θα ακολουθούσε κάποιου είδους ποινή.

-Οπότε! Τι θα λέγατε να παίρνατε μέρος σε ένα παιχνίδι; Εσείς οι πέντε θα πολεμήσετε μεταξύ σας, χωρίς προφανώς ποτέ κανείς να το μάθει και το άτομο που θα νικήσει παίρνει μια και μοναδική ευκαιρία στο να γίνει μέλος της ομάδας μας. Τι λέτε;

Είχαν μείνει άφωνοι. Ήταν ηλίθια η πρόταση, όμως η ιδέα οτι είχαν ελπίδα να συνεχίσουν να ζουν ακουγόταν υπέροχη σχεδόν σε όλους.

-Οι μάχες θα είναι ένας-με-έναν, το πεδίο ένας όροφος του κτιρίου. Αρχίζουμε μεθαύριο. Αν προσπαθήσετε να φύγετε, θα έχουμε βάλει εκρηκτικά στα βιονικά σας κομμάτια και θα σας κάνουμε σκόνη. Και εσύ, που δεν έχεις, έτσι και αλλιώς δεν μπορείς να πας μακριά. Σε περίπτωση που τα καταφέρεις, όμως, να ξέρεις πως ο παίχτης με τον οποίο παίζεις θα ανατιναχθεί την στιγμή που ξεφύγεις .

Τι συνέβαινε εκείνην την στιγμή; Όντως θα έκαναν κάτι τέτοιο; Δεν ήταν λίγο παράλογο; Δεν υπήρχε περίπτωση να παλέψουν μεταξύ τους, έτσι δεν είναι;

-Α, ναι, σε περίπτωση που κάποιος δεν θέλει να παλέψει έχουμε κάθε πιθανή προσωπική πληροφορία. Αν δεν θέλει να δει κάποιον αγαπημένο να παθαίνει κάτι καλά θα κάνει να μας παρουσιάσει ένα ενδιαφέρον ματς.

Επέστρεψαν στα κελιά τους χωρίς να τους δοθεί η δυνατότητα να ρωτήσουν ή να συζητήσουν. Δυο ημέρες και τα πάντα θα τελείωναν.

Πως κάτι τέτοιο θα μπορούσε να συμβεί σε ένα δημοκρατικό κράτος; Όσο άθλιο και αν είχε καταλήξει…

lets-start-dis-1.rtf

Edited by LoL4NevEr
  • Like 1
Link to comment
Share on other sites

Αλέξανδρε, καταρχάς καλωσόρισες στο φόρουμ και στις Βιβλιοθήκες του.

 

Αρκετά ενδιαφέρον το κείμενο με το οποίο σύστησες τον εαυτό σου. Μία μίξη πολιτικής ΕΦ και μετα-αποκαλυπτικού κόσμου, χωρίς, βέβαια, να έχουμε πολλές βασικές λεπτομέρειες/πληροφορίες. Λογικό, μιας και, όπως αναφέρεις κι εσύ, αυτό είναι ένα μικρό δείγμα του κόσμου.

 

Ο τρόπος που επιλέγεις να πεις την ιστορία σου είναι κάπως αποστασιοποιημένος. Δεν ακολουθείς τους χαρακτήρες, αλλά τα γεγονότα. Αυτό, από τη μία είναι βολικό, αν θες να επικεντρωθείς στη γρήγορη εξέλιξη της ιστορίας και στην παράθεση των γεγονότων, από την άλλη αφαιρεί το συναίσθημα και την κάνει να μοιάζει με ντοκιμαντέρ. Θα μπορούσε να υπάρχει μια καλύτερη ισορροπία αυτών των δύο. Αυτό, φυσικά, εξαρτάται κι απ' το πώς θες εσύ να πεις την ιστορία σου, αν αυτό είναι απλά ένα εισαγωγικό κομμάτι κι όχι ο βασικός κορμός, αν οι υπόλοιπες ιστορίες θα ακολουθήσουν διαφορετικούς τρόπους αφήγησης κτλ.

 

Από άποψη γραφής, πάντως, φαίνεται ότι έχεις τις δυνατότητες. Υπάρχουν μερικά λαθάκια, τόσο γραμματικά όσο και συντακτικά, και σημεία που θα μπορούσαν να γραφούν καλύτερα, αλλά γενικά, είναι καλογραμμένο και υπάρχει μια πολύ καλή ροή.

 

Αυτά προς το παρόν. Ελπίζω να δούμε κι άλλες ιστορίες σου.

 

Καλή συνέχεια!

  • Like 1
Link to comment
Share on other sites

Όνομα Συγγραφέα: Βουγιουκαλάκης Αλέξανδρος
Είδος: Δυστοπική φαντασία 
Βία: Ναι
Σεξ: Ναι (implied, not direct)
Αριθμός Λέξεων: 17,431
Αυτοτελής: Όχι (Μέρος δεύτερο, βασικός κορμός) Το πρώτο μέρος μπορεί να βρεθεί εδώ 
Σχόλια: Αυτό είναι το δεύτερο μέρος και ο κύριος κορμός, όπως αναφέρω. Περιέχει τις ιστορίες των χαρακτήρων, από που προέρχονται και τι πέρασαν για να φτάσουν εκεί που είναι. 

Αν και δεν έχετε ξαναδεί κείμενο μου, μπορώ με ασφάλεια να σας πω πως δεν έχω ξαναγράψει κάτι τέτοιου στυλ. Όπως είπα, είναι δοκιμαστικό, πειραματικό if you will, οπότε θα ήθελα να ακούσω σχόλια πάνω στον τρόπο που εξηγώ τους χαρακτήρες και πως μπορώ να τα βελτιώσω, οι χαρακτήρες που έστησα πόσο ενδιαφέροντες είναι και τέλος αν ο κόσμος σας κίνησε το ενδιαφέρον. Μικρή παρένθεση, δεν έχω διορθώσει κάποια κομμάτια των κειμένων, οπότε μερικές επαναλήψεις ή συντακτικά είναι λογικό να υπάρχουν. Επίσης ακόμα μαθαίνω συντακτικό. 

Ευχαριστώ για τον χρόνο σας, so without further ado.

Αρχείο:

 

 

 

 

Ναταλία, αριθμός 1230453 ετών 32

Το σπίτι πάντα ήταν άδειο. Από την ώρα που πήγαινε σχολείο μέχρι την ώρα που έπεφτε για ύπνο δεν συναντούσε κανέναν. Είχε λάβει ως θέση την γραφειοκρατεία, πράγμα σχετικά καλό δεδομένου πως θα της έδιναν δωρεάν τυχών ενισχύσεις προσθετικών άκρων στα χέρια. Πάντα ήθελαν να έχουν ένα φυσικό αντίγραφο κάθε φακέλου και δεδομένου που υπήρχε μέσα στην βιβλιοθήκη. Η μητέρα της δούλευε σαν γιατρός σε βραδινή βάρδια νοσοκομείου, ενώ ο πατέρας της είχε πεθάνει σε ένα ατύχημα στην κατασκευή ενός κτιρίου.

Ξύπνησε και κοίταξε το ταβάνι. Σαν κάθε άλλη μέρα, εφτά παρά είκοσι. Έπρεπε να ντυθεί για να πάει στο σχολείο. Έστριψε μέσα στα σκεπάσματα με τα μάτια κλειστά. Ναταλία! φαντάστηκε την μητέρα της να φωνάζει. Σήκω, θα αργήσεις! Ποτέ δεν είχε ακούσει τέτοια λόγια παρά μόνο στις ταινίες. Πέταξε το πάπλωμα και έριξε μια ματιά γύρω της. Οι τσιμεντένιοι τοίχοι ήταν μέχρι την μέση καλυμμένοι με χρωματιστή ταπετσαρία και όπως πάντα μουντοί. Έκανε ψύχρα οπότε μετάνιωσε γρήγορα την απόφαση να απομακρύνει το πάπλωμα τόσο πολύ, γιατί τα ρούχα ήταν πιο κοντά. Έβγαλε την μπλούζα της κοιτώντας το γραφείο που μελετούσε. Φόρεσε την σχολική στολή της ενώ τα μάτια ανέλυαν κάθε προσωπικό αντικείμενο στο δωμάτιο: Την τσάντα, τα βιβλία, την κασετίνα.

Άνοιξε την ξεθωριασμένη μοβ πόρτα και βγήκε στον διάδρομο. Δεν είχε όρεξη να στρώσει το κρεβάτι, οπότε του έριξε μια επιθετική ματιά καθώς πήγαινε προς το μπάνιο, σέρνοντας την τσάντα πίσω της. Το μοναδικό παράθυρο στο δωμάτιο της ήταν το μισό καλυμμένο από το διπλανό κτίριο οπότε απέφευγε να το ανοίξει, πράγμα που σήμαινε πως το φως δεν ήταν ιδιαίτερα δυνατό. Άνοιξε το φως και ξεκίνησε να πλένει τα δόντια της. Τα μάτια της ήταν χαμένα στο άπειρο, χωρίς όμως να σκέφτεται κάτι συγκεκριμένα. Η αντανάκλαση στον καθρέπτη ήταν βαρετή, ένα ακόμα άτομο στην μάζα χωρίς καμία ιδιαιτερότητα.

Πήγε στην κουζίνα και ζέστανε λίγο ψωμί στον φούρνο μικροκυμάτων, ενώ έκοβε τυρί που βρήκε στο ψυγείο. Έβαλε νερό στο ποτήρι, και μόλις ο ήχος πως είχε τελειώσει το ζέσταμα ακούστηκε έκατσε στο τραπέζι και έφαγε. Ενώ έτρωγε δεν κοιτούσε τίποτα παρά την μπουκιά που έβαζε στο στόμα της. Δεν σκεφτόταν τίποτα. Δεν ήταν αγχωμένη. Κάθε μέρα το ίδιο πράγμα. Έβαλε τα πιάτα στον νιπτήρα, τα ξέπλυνε και πήγε στην πόρτα να φορέσει τα παπούτσια της. Ενώ έδενε τους κόμπους κοίταξε μια τελευταία φορά στα περιεχόμενα της τσάντας. Είχε τα πάντα. Έφυγε. Κοιτούσε το πάτωμα. Τσιμέντο, σκάλες, τσιμέντο. Ήταν τυχερή που ήταν μόλις δυο κτίρια μακριά, καθώς μερικοί συμμαθητές έπρεπε να κάνουν πολλές ώρες δρόμο για να φτάσουν αντίθετα με την ίδια.

Έκανε λίγη ώρα να φτάσει, όμως κατάφερε να μπει παρά την πολυκοσμία. Γενικά οι υπεύθυνοι την είχαν μάθει και της έδιναν προτεραιότητα καθώς ήταν πάντα ευγενική μαζί τους. Στριμωγμένη όπως ήταν δίπλα σε δυο μεγαλόσωμους άντρες δεν ένιωθε άβολα. Απλά ένα ακόμα πρωινό. Μάθε να το περνάς, μάθε να ζεις με αυτό. Ήταν απλά ένα παιδί. Της είχαν πει τόσες φορές πως δεν καταλαβαίνει τίποτα που είχε απορρίψει την ιδέα της μάθησης πέρα από τα απαραίτητα. Δεν είναι δύσκολο. Απλά ζήσε όπως σου λένε.

Έφτασε μετά από λίγη ώρα, περίμενε να κατέβουν όλοι και προχώρησε όταν είχε αδειάσει το βαγόνι. Όπως πάντα λόγο αυτής της αργοπορίας άνθρωποι είχαν ήδη αρχίσει να επιβιβάζονται πριν την δουν, όμως μερικά σκουντήματα από εδώ και από κει δεν ήταν τίποτα το ασυνήθιστο σε μια τόσο μεγάλη πόλη. Από το ατσάλι στο τσιμέντο, από το τσιμέντο στο χώμα, από το χώμα στο τσιμέντο. Αυτό έβλεπε. Τα πόδια της να πατάνε στα σωστά μέρη. Είχε μάθει πλέον το μονοπάτι απ'έξω. Δεν είχε ερωτήσεις. Παλαιότερα μπορούσε να σκεφτεί κάτι, όπως για παράδειγμα γιατί να υπάρχει χώμα, γιατί τα φυτά δεν μεγαλώνουν στο τσιμέντο, που είναι αυτός ο ωκεανός που φέρνει την βροχή, τέτοιου είδους πράγματα. Πλέον ήξερε πως οι απαντήσεις το μόνο που θα έκαναν ήταν να δημιουργήσουν περισσότερες ερωτήσεις. Και από εκεί θα συνέχιζε στην κατηφόρα. Δεν θα την βοηθούσε σε τίποτα να σκαλίζει αυτόν τον άψυχο κόσμο. Θα κλεινόταν μέσα της και θα προχωρούσε.

Πέρασε από την πεζογέφυρα και κατέληξε στο σχολείο. Τα παιδιά έμπαιναν λίγα λίγα, όλα με το βλέμμα χαμηλωμένο, από την μεγάλη σιδερένια είσοδο. Δεν είχε προαύλιο, ο τοίχος οδηγούσε σε μια πόρτα, που εν ακολουθία οδηγούσε στα κατώτερα τμήματα του κτιρίου που βρισκόντουσαν οι τάξεις. Δεδομένου του μεγέθους του κτιρίου είχε όλες τις τάξεις, από την πρώτη μέχρι την τελευταία, σε τέσσερις τομείς. Γραφειοκρατία, ιατρική, ειδικές δυνάμεις και μηχανικοί. Αυτοί ήταν οι τέσσερις τομείς που ήταν η βάση της κοινωνίας τους. Σε περίπτωση που κάποιος έμενε πολύ μακριά και το ζητούσε, τα κατώτερα τμήματα λειτουργούσαν σαν εστίες. Αυτό δεν γινόταν συχνά, καθώς η κατάσταση ζωής εκεί κάτω ήταν απαίσια, αλλά μερικές φορές που δεν γινόταν ανατοποθέτηση της οικογένειας ήταν απαραίτητο. Μπήκε στην αριστερή σκάλα και ξεκίνησε την κατηφόρα σε μια σειρά από ατελείωτες σκάλες.

Περίπου εφτά ορόφους πιο κάτω σταμάτησε και έστριψε μέσα στον διάδρομο που οδηγούσε στις τάξεις. Κοίταξε απ' έξω και αναρωτήθηκε πόσο καιρό θα έμενε σε αυτό το κτίριο. Ίσως μέχρι να πεθάνει. Ίσως κατάφερνε να αποφοιτήσει. Σκάσε! Η φωνή της την τρόμαξε. Μην ρωτάς. Συνέχισε να προχωράς, πέρνα την μέρα σου ήρεμα. Είχε δίκιο. Ξύλο, πλακάκι, χαλί. Αυτό το εμετικό πράσινο που είχαν όλες οι τάξεις. Χώθηκε μέσα στο μικρό θρανίο που είχε αρχίσει να αποκαλεί δικό της και έβγαλε τα βιβλία της. Η υπόλοιπη τάξη μαζεύτηκε αργά και μέσα σε λίγες στιγμές ήταν κλεισμένη από παντού. Άτομα που δεν ήξερε, που δεν συμπαθούσε.

Οι τοίχοι ήταν τόσο στενοί που δεν ήταν σίγουρη αν την χωρούσαν. Οι ανάσες γύρω της γινόντουσαν όλο και πιο δυνατές. Γρήγορες. Γιατί ήταν τόσο κοντά της; Πως μπορούσε κάποιος να ζήσει σε τόσο φασαρία; Τα πνευμόνια της είχαν πάρει φωτιά. Η καρδιά της χτυπούσε ασταμάτητα, σαν να ήταν κάποιο τύμπανο που είχαν βάλει στα αυτιά της. Μιλούσαν; Γιατί όλοι μιλούσαν; Μεταξύ τους; Όχι, μόνοι τους μιλούσαν. Πως μπορεί κάποιος να χαμογελάει στον εαυτό του; Τι βλέπει στον καθρέπτη που η ίδια δεν μπορεί να αναγνωρίσει; Σκάσε! Μην ρωτάς, μην ρωτάς.

Μόνη σου. Είσαι μόνη σου. Το σύμπαν είναι απλά αυτός ο δρόμος. Τσιμέντο, σίδερο, χώμα, τσιμέντο. Τσιμέντο, ξύλο, πλακάκι, χαλί. Χαλί πλακάκι ξύλο τσιμέντο. Τσιμέντο χώμα σίδερο τσιμέντο. Τσιμέντο, σίδερο, χώμα, τσιμέντο. Τσιμέντο, ξύλο, πλακάκι, χαλί. Χαλί πλακάκι ξύλο τσιμέντο. Τσιμέντο χώμα σίδερο τσιμέντο. Τσιμέντο, σίδερο, χώμα, τσιμέντο. Τσιμέντο, ξύλο, πλακάκι, χαλί. Χαλί πλακάκι ξύλο τσιμέντο. Τσιμέντο χώμα σίδερο τσιμέντο. Τσιμέντο, σίδερο, χώμα, τσιμέντο. Τσιμέντο, ξύλο, πλακάκι, χαλί. Χαλί πλακάκι ξύλο τσιμέντο. Τσιμέντο χώμα σίδερο τσιμέντο. Τσιμέντο, σίδερο, χώμα, τσιμέντο. Τσιμέντο, ξύλο, πλακάκι, χαλί. Χαλί πλακάκι ξύλο τσιμέντο. Τσιμέντο χώμα σίδερο τσιμέντο. Γιατί ζω; ΣΚΆΣΕ!

ΣΚΆΣΕ!

ΣΚΆΣΕ!

ΣΚΆΣΕ!

ΣΚΆΣΕ!

ΣΚΆΣΕ!

Είχε βάλει τα χέρια της γύρω από τα αυτιά της. Δάγκωνε τα χείλη της με δύναμη. Δεν μπορούσε να δακρύσει. Η δασκάλα μπήκε στην αίθουσα και ξεκίνησε την παράδοση. Παρακολούθησε όπως πάντα με την προσοχή της επικεντρωμένη στον πίνακα. Έξι ώρες και τρία μαθήματα μετά το σχολείο τελείωσε. Κανένα κουδούνι, απλά μια ανακοίνωση από τον καθηγητή που ήταν εκεί.

Έβαλε τα πράγματα της στην τσάντα και έφυγε. Όπως πάντα, το μονοπάτι ήταν το ίδιο. Χαλί, πλακάκι, ξύλο τσιμέντο. Δεν έπρεπε να περιμένει το βαγόνι. Σίδερο τσιμέντο. Τσιμέντο. Τσιμέντο, τσιμέντο, σκάλες, διαμέρισμα.

Μπήκε μέσα και πήγε στο μπάνιο οπού έκανε εμετό. Έβγαλε τα ρούχα της και έκατσε απέναντι από τον καθρέπτη. Οι ουλές στο σώμα της, οι μελανιές. Δεν ήξερε καν αν είχε δικαιολογία. Μόνη της χτυπιόταν. Πήρε την λεπίδα που είχε στο συρτάρι με τα φάρμακα η μητέρα για να ξυρίζεται και χάραξε μια γραμμή κάτω από το γόνατο της. Το αίμα κύλισε παχύ καθώς η σάρκα σκιζόταν. Έτσι νιώθεις. Μην ρωτάς, απλά ζήσε. Συνέχισε έτσι. Ήταν από τους τυχερούς. Όμως ήταν αχάριστη. Παρόλο που είχε φαγητό, δεν ήθελε να αποδεχτεί την ύπαρξη της. Παρότι είχε μητέρα, δεν ήθελε να αποδεχτεί την αγάπη της. Παρόλο που είχε την ίδια της την ζωή, δεν ήθελε να αποδεχτεί την θέση της.

Τα πάντα ήταν μια άπειρη επανάληψη. Ένας ατελείωτος κύκλος. Μπήκε στην μπανιέρα και έβαλε το νερό να τρέχει. Κρύο, όπως πάντα. Δεν θέλεις η μητέρα σου να γυρίσει και να το βρει χωρίς ζεστό, έτσι δεν είναι; Αντί να απαντάς, αποδέξου το πόσο σε τσούζει. Την έτσουζε. Το γυμνό της σώμα ακουμπούσε στο κρύο πλακάκι, το ίδιο το νερό προσπαθούσε να αφαιρέσει την ψυχή από μέσα της. Ήταν απλά αδύναμη. Άρχισε να κλαίει. Κανείς δεν άκουγε. Καλύτερα. Δεν θα σε ρωτάνε αν δεν ξέρουν πως υπάρχεις, άρα δεν θα χρειάζεται να απαντάς. Μα ήθελε να ρωτήσει και να απαντήσει. Σκάσε. Ήταν μόνη της. Δεν ήθελε τίποτα παρά να συνεχίσει αυτήν την άπειρη επανάληψη.

Κάθε μέρα το ίδιο πράγμα.

Το πρωί τα πάντα ήταν φυσιολογικά.

Όμως αυτή η ψευδαίσθηση εξαϋλωνόταν καθώς η μέρα προχωρούσε.

Γιατί υπήρξες; Κανείς δεν μπορεί να σου πει. Όμως τώρα ακόμα υπάρχεις.

Αυτό είναι αρκετό.

Γιατί είσαι εδώ.

Δεν είσαι μόνη γιατί ζεις.

Δεν είσαι νεκρή γιατί υπάρχει κάποιος που γνωρίζει ποιος είσαι.

Ακόμα και αν αυτός ο κάποιος είναι η διεστραμμένη έκδοση του εαυτού σου.

Γιατί μόνον αυτήν εμπιστεύεσαι.

Μερικούς μήνες αργότερα η μητέρα έφερε κάποιον στο σπίτι μαζί της. Έμενε μαζί του και γι'αυτό δεν επέστρεφε καθόλου σπίτι, μέρα νύχτα. Όμως η γυναίκα του πρόσφατα γύρισε και διεκδίκησε το σπίτι. Δεν είχε που να πάει, άρα τον κουβάλησε εδώ. Τον αγαπάει, κάτι που εσύ δεν θα καταλάβεις ποτέ. Αποδέξου τον σαν μέρος της τιμωρίας σου. Αχάριστη. Δεν είχε άδικο. Ποτέ δεν θα μπορούσε να κατανοήσει την αγάπη που ένιωθε κάποιος άλλος. Αγάπη. Αγάπη. Τσιμέντο. ξύλο, πλακάκι. Όχι. Δεν άντεχε.

Μια περίεργη λέξη μπήκε στον κύκλο της. Αγάπη. Γιατί; Τι της είχε κινήσει το ενδιαφέρον; Μην ρωτάς είπα! Ξέχνα την λέξη! Πως μπορούσε; Κάτι τόσο γενικό όμως συνάμα κοινώς αποδεκτό; Ο άντρας όμως δεν θα ήταν απλά μια παραπάνω φιγούρα στην ζωή της. Είχε βάλει αυτήν την ιδέα. Δεν μπορούσε να μείνει στατικός.

Και δεν έμεινε. Ήταν επιθετικός. Η μητέρα της ήταν πολύ πιο συχνά σπίτι τώρα.

Ξυπνούσε, όπως πάντα με μια απαλή αβεβαιότητα. Στην κουζίνα στεκόταν αυτός. Την κοιτούσε που πήγαινε στο μπάνιο. Μπορούσε να αναγνωρίσει τα μάτια του να αναλύουν κάθε κομμάτι της. Γιατί...; Άκουσε την φωνή να ρωτάει κάτι. Τι συμβαίνει; Είναι επικίνδυνος. Τσιμέντο, σκάλες, σίδερο. Σίδερο, τσιμέντο, χώμα τσιμέντο. Σκάλες, ξύλο, πλακάκι χαλί. Χαλί πλακάκι ξύλο σκάλες τσιμέντο χώμα τσιμέντο σίδερο σκάλες τσιμέντο, διαμέρισμα. Κανείς δεν ήταν σπίτι. Ή έτσι νόμισε. Πήγε ξανά στο μπάνιο. Πήγε να βγάλει τα ρούχα της, όμως τον είδε να βγαίνει από το δωμάτιο της μητέρας της.

-Ναταλία, τι κάνεις εκεί...;

Δεν ήθελε να απαντήσει. Δεν της άρεσε να απαντάει.

-Τίποτα.

Την έπιασε από τον λαιμό και έσφιξε το λαρύγγι της.

-Το ξέρω πως σου αρέσει να πονάς... βλέπω τις μελανιές και τις χαρακιές... άσε με να σε βοηθήσω...

Τα μάτια του ήταν ήρεμα. Δεν μπορούσε να αναγνωρίσει θυμό.

-Εντάξει.

Δεν ήξερε τι να πει. Όμως δεν θα μπορούσε να είναι χειρότερο από το να αρνηθεί.

Την χτύπησε με το πίσω μέρος της παλάμης του στο μάγουλο και έπεσε στο πάτωμα. Ο λαιμός της προσγειώθηκε στην άκρη της μπανιέρας. Δεν έσπασε. Μην μιλάς. Ένιωθε πόνο. Όμως δεν φοβόταν. Την έπιασε από το πέτο και έβαλε το χέρι του στο στομάχι της. Έμπηξε τα δάχτυλα του όσο πιο βαθιά μπορούσε στο κοκαλιάρικο σώμα της και άρχισε να τραβάει με δύναμη το δέρμα. Πονάς. Πονούσε. Μην φωνάξεις. Το πρόσωπο της είχε παραμορφωθεί, όμως δεν έβγαλε άχνα. Συνέχισε να τραβάει. Πονάς. Δεν μίλησε. Μόλις σταμάτησε την πίεση την άφησε να πέσει στο πάτωμα. Όμως δεν έβαλε τα χέρια της γύρω από την κοιλιά. Δεν έκατσε στην στάση του εμβρύου. Ήθελε. Αλλά δεν το έκανε. Συνέχιζε να θέλει. Ο πόνος την έτσουζε. Όχι όσο το νερό. Όχι. Το νερό δεν ήταν ζωντανό. Δεν είχε συνείδηση αυτών που κάνει. γιατί πονούσε τόσο;

Ένιωσε το χέρι της να πονάει. Πονούσε. Πονάς. Το πατούσε με το παπούτσι του. Είχε βάλει πολύ δύναμη. Ένας περίεργος ήχος ακούστηκε κάτω από την πλαστική σόλα. Μια φρικτή αίσθηση διαπέρασε το σώμα της. Είσαι ζωντανή. Της άρεσε. Γιατί; Σκάσε. Μόλις σήκωσε το πόδι είδε τα δάχτυλα της να έχουν έρθει σε εντελώς ανόμοιες γωνίες μεταξύ τους. Δεν μπορούσε να κινήσει κανένα.

-Θα συνεχίσουμε αύριο, προς το παρών πήγαινε φτοιάξτο.

Και πήγε στο νοσοκομείο. Και το έφτιαξε. Αλλά γιατί; Αν ήταν αύριο απλά να το ξαναχαλάσει; Δεν είχε σημασία. Ήταν υπέροχο! Ναι, ήταν. Μπορούσε να νιώσει το σώμα της.

Γιατί;

Δεν ήξερε.

Αγάπη;

Αγάπη.

Είχε ερωτευτεί.

Τώρα μπορούσε να καταλάβει τι ένιωθε η μητέρα της.

Όμως δεν μπορούσε να το κάνει αυτό. Δεν ήταν δικός της. Έπρεπε να βρει κάποιον άλλον. Γιατί αλλιώς η μητέρα της ίσως αρνιόταν να την αποδεχτεί.

Όταν βγήκε από το κτίριο κοίταξε γύρω της. Είχε να μπει σε τρία- τέσσερα ακόμα βαγόνια για να γυρίσει σπίτι. Τα φώτα της νύχτας έδιναν μια αίσθηση που δεν είχε νιώσει ξανά. Τα πάντα φαινόντουσαν καινούργια, φρέσκα. Σαν να είχαν μόλις βγει από το εργοστάσιο. Η μεγαλύτερη χαρά να είσαι καινούργιος, όλοι σε αγαπάνε. Σε αφήνουν να ρωτάς όσο θέλεις, να απαντάς ο,τι ξέρεις, δεν τους ενδιαφέρει αν αυτά που λες είναι σωστά ή όχι. Είχε δίκιο. Θα ήθελε να είναι καινούργια ξανά. Όμως ολόκληρη. Να αφήσει κάθε κομμάτι του εαυτού της. Αλλά είχε άλλες προτεραιότητες. Έπρεπε να βρει κάποιον να την αγαπήσει. Βίαιοι άνθρωποι έπρεπε να υπήρχαν παντού, σίγουρα υπήρχαν παντού. Προς τον βορά είδε ένα σπίτι που είχε κάποιου είδους γιορτή. Εκεί, που μαζευόταν τόσος κόσμος, θα έβρισκε κάποιον βίαιο άντρα που θα αρκούταν στο άσχημο σώμα της.

Ή αν ήταν γυναίκα; Ναι. Δεν θα ήταν άδικο να αγαπάει μόνο άντρες; Οι γυναίκες έχουν τόσους διαφορετικούς τρόπους να σε κάνουν να νιώσεις ζωντανός. Και ίσως την καταλάβαιναν και καλύτερα. Ανέβηκε στο σιδερένιο βαγόνι. Το πάτωμα ήταν άγνωστο. Σίδερο. Σίδερο. Δεν θα το ξεχνούσε. Μην ρωτάς. Κατέβηκε στο επόμενο κτίριο, από το οποίο πήρε ακόμα ένα βαγόνι για να φτάσει στον στόχο της. Τσιμέντο, σίδερο, τσιμέντο, σίδερο. Το ήξερε. Ακόμα και εκεί που δεν είχε ξαναπατήσει, τα πάντα ήταν τα ίδια.

Μόλις κατέβηκε κοίταξε γύρω της. Τόσος κόσμος. Διαφορετικά πρόσωπα που δεν είχε ξαναδεί. Μίλησε στον πρώτο άντρα που είδες μπροστά της. Τι θα πεις; Αυτό που θέλεις, μην τον κάνεις να ανησυχεί.

-Συγνώμη…

Η φωνή της ήταν χαμηλή. Αν σε ρωτήσει κάτι απλά πες δεν ξέρω. Μην απαντάς. Δεν μπορείς να σπάσεις.

-Μήπως γνωρίζετε… αν υπάρχει καμία κυρία που να μπορεί να με… αγαπήσει…;

Ο άντρας χαμογέλασε φιλικά. Δεν ρωτάει, Ναι, ναι ναι ναι ναι.

Την έπιασε από το χέρι χωρίς να μιλήσει και την πήγε στην άκρη της ταράτσας, από όπου κατέβηκε ένα μικρό κλιμακοστάσιο για δύο ορόφους. Της έδειξε την Τρίτη πόρτα στον διάδρομο που απλωνόταν μπροστά τους και έφυγε.

Οι τοίχοι ήταν όπως κάθε κτιρίου μουχλιασμένοι και γκρίζοι. Ο σοβάς ξεφλούδιζε και μια ιδέα χρώματος που είχε απομείνει ερχόταν σε τόση αντίθεση που έκανε ακόμα πιο καταθλιπτική την ατμόσφαιρα. Σύντομα η Ναταλία κατάλαβε πως είχε κάνει μεγάλο λάθος. Ο αέρας που ανάσαινε ήταν βαρύς, η ορατότητα περιορισμένη. Δεν είσαι ασφαλής. Όμως δεν μπορούν να σου κάνουν και τίποτα. Έκανε μερικά βήματα προς την πόρτα. Η μουσική από την ταράτσα ακόμα ακουγόταν ελαφρά. Ήταν τόσο μονότονη, επαναλαμβανόμενη, μηχανική. Σε έναν κόσμο τόσο μουντό, γιατί να μην δημιουργείς κάτι ιδιαίτερο; Σκάσε. Σωστά. Έκανε μερικά ακόμα αβέβαια βήματα μέχρι που έφτασε μπροστά από το γκρίζο πλαίσιο.

Χτύπησε απαλά. Καμία απάντηση. Ξανά, πιο δυνατά. Κοίταξε κάτω: Ξύλινο πάτωμα. Η πόρτα άνοιξε και μια ψηλή γυναίκα βγήκε με ένα περίεργο χαμόγελο στα χείλη. Έπιασε από την πλάτη την Ναταλία και την οδήγησε μέσα. Εδώ θα μάθω να αγαπώ…

Και έμαθε. Την δίδαξαν κάθε λογής περίεργα πράγματα. Της άρεσε να μαθαίνει. Γιατί ούτε η ίδια δεν ήξερε, αλλά χωρίς καν να ρωτάει της διεύρυναν τους ορίζοντες. Κάθε βράδυ πήγαινε εκεί. Δεν ήταν κάθε φορά οι ίδιοι άνθρωποι, ούτε είχαν πάρτι, αλλά πάντα κάποιος υπήρχε έτοιμος να την μάθει κάτι καινούργιο. Της έδειξαν πως λειτουργούσε το σώμα της, πώς να ευχαριστιέται, πώς να δέχεται άλλους μέσα της. Έμαθε να προστατεύει τον εαυτό της με περίεργους τρόπους, νύχια, δόντια. Φαινομενικά εργαλεία ενός κτήνους, όμως με τις κατάλληλες γνώσεις θανατηφόρα. Την έκαναν δυνατή, γεμάτη. Διάβαζε για το σχολείο κανονικά, δεχόταν την τιμωρία του πατριού της, συνέχιζε να κάνει ντουζ με κρύο νερό.

Ένα βράδυ καθώς περίμενε να ανοίξει η πόρτα κάτι περίεργο συνέβη. Αντί για τις γλυκές φωνές που είχε συνηθίσει να ανταποκρίνονται, ένα άγριο γρύλισμα ακούστηκε. Ένα δυνατό χτύπημα, άλλο ένα. Φύγε. Τρέξε. Δεν είναι ο κύκλος σου αυτός. Το χτύπημα σταμάτησε ενώ μια κραυγή πόνου ακολούθησε. Άκουσε υγρά να χύνονται. Κάτω από την πόρτα είδε αίμα. Τρέξε! Αυτό έκανε.

Άρχισε να τρέχει. Τα πόδια της ήταν σαν να πετούσαν. Δεν μπορούσε να αναγνωρίσει τι συνέβαινε γύρω της, το μόνο που ήθελε ήταν να φύγει. Οι φιγούρες και τα σχήματα γινόντουσαν ένα με τους τοίχους και τα κάγκελα. Ένας δυνατός ήχος σταμάτησε την μανιώδης πορεία της- έπεσε στο πάτωμα. Το χέρι της πονούσε φρικτά. Όταν το είδε δεν το αναγνώρισε. Μικρές τρύπες είχαν μετατρέψει το μεγαλύτερο μέρος της σάρκας σε έναν πολτό από μυς, ενώ τα κόκκαλα είχαν θρυμματιστεί, καρφωμένα πάνω στην μαλακή μάζα. Δεν έβαλε τα κλάματα, απλά το κοιτούσε. Μερικά σκάγια είχαν χτυπήσει και την πλάτη της. Ένιωθε τα πνευμόνια της βαριά.

Η ανάσα της άρχισε να γίνεται αργή και ασταθής, η καρδιά της χτυπούσε δυνατά. Στην άκρη του ματιού της είδε κάποιον να πλησιάζει. Με το πρόσωπο στο πάτωμα όπως ήταν δεν μπορούσε να αναγνωρίσει πολλά, παρά μόνο πως φορούσε ένα κόκκινο παντελόνι- όχι.

Δεν είναι κόκκινο. Αίμα. Τόσο αίμα. Πάτησε με την φτέρνα του την σάρκα που της είχε απομείνει.

-Θέλω να σε δω να πονάς! Όμως αν κάνει έστω και μια γκριμάτσα πόνου θα σε σκοτώσω. Εντάξει;

Δεν κατάλαβε. Αφού ήθελε κάτι, γιατί να της δώσει λόγο να μην το κάνει.

-ΧΑ! Κοίτα την! Δεν είναι καν 15, πάω στοίχημα! Το χέρι της πολτός και το πρόσωπο παγωμένο! Έυ, είσαι ζωντανή;

Την χτύπησε με την άκρη της καραμπίνας στο μάγουλο. Τον κοίταξε με ένα άδειο βλέμμα, όπως κοιτούσε τους πάντες.

-Ναι.

Η φωνή της πνιγόταν από το αίμα που είχε ανέβει στο στόμα της. Θα πέθαινε έτσι και αλλιώς, αλλά δεν θα του έκανε την χάρη να την δει σε μια τόσο αξιολύπητη κατάσταση να παρακαλάει για την ζωή της.

-Αυτή είναι καλή ρε! Από τους άλλους εκεί μέσα δέκα φορές τ’ αρχίδια έχει!

Δεν του έδινε σημασία. Μπορεί μέσα από εκείνο το δωμάτιο να μην γνώριζε κανέναν καθώς όλοι είχαν μάσκες γύρω από τις ψυχές τους, όμως ήταν σίγουρη πως ήταν γενναίοι μέχρι το τέλος. Η ίδια είχε χάσει την δύναμη να πολεμήσει αλλά ήξερε πως δεν θα την κατηγορούσε κανείς. Δεν μπορείς να κάνεις τίποτα. Είσαι έξω από τον κύκλο σου. Παραδώσου. Μπορεί να ζήσεις.

Και αυτό έκανε. Αφέθηκε. Ο άντρας συνέχισε να μιλάει όμως η απώλεια αίματος σύντομα δεν της επέτρεπε να καταλαβαίνει τι έλεγε. Τελικά ούτε το παντελόνι του δεν μπορούσε να δει. Μόνο μια κόκκινη κηλίδα. Τα μάτια της έτσουζαν. Δεν έδωσε καμία αίσθηση πόνου στο μυαλό της. Δεν ήξερε αν την υπάκουσε, όμως τουλάχιστον θα πέθαινε με την χαρά πως η ηθική της δεν την πρόδωσε μέχρι το τέλος. Και τι σε νοιάζει!; Πέθανες! Αντί να κάτσεις σπίτι πήγες και σκοτώθηκες για κάτι ηλίθιο! Σκατά! Καταραμένο πλάσμα! Γι’ αυτό δεν σ’ αγάπησε ποτέ κανείς! Τόσο εγωιστική, δεν βλέπεις τίποτα πέρα από την μύτη σου! Σκατά, δεν θέλω, δεν θέλω, δεν θέλω να πεθάνω! Τσιμέντο, σκάλες, ξύλο, όχι… όχι… ξύλο, σίδερο πλακάκι… όχι όχι…

Είχε χαθεί. Το σκοτάδι την περιτριγύριζε, καλύπτοντας με την κρύα αύρα του κάθε κομμάτι του σώματος της. Τι ωραία αίσθηση. Ναι… Είχε αποδεχτεί τον θάνατο της. Ακόμα και το κομμάτι της που τόσο μισούσε επιτέλους είχε κατανοήσει την θέση στην οποία βρισκόταν.

Μέχρι που ο χρόνος σταμάτησε σε μια λάμψη. Λευκό φως, πλαστικός ήχος. Ένα συνεχές μπιπ μπιπ μπιπ την ενοχλούσε. Τίποτα που αναγνώριζε. Μισό- Νοσοκομείο. Χέρι, πλευρά, καλάμι. Είχε ξαναβρεθεί εδώ αρκετές φορές. Προσπάθησε να θέσει σε λέξεις τα συναισθήματα της. Δεν μπορούσε να μιλήσει. Κανείς γύρω της. Μέχρι και τότε μόνη της ήταν. Πάτησε το κουμπί για την νοσοκόμα. Μην ρωτήσεις.

-Ξύπνησες; Πως νιώθεις; Το χέρι σου; Καλά είναι;

Έκανε μια κίνηση με το δεξί της χέρι.

ΑΊΜΑ

Τα μάτια της κοιτούσαν στο άπειρο. Θυμήθηκε τον πολτό λίγο πριν λιποθυμήσει. Πως… ήταν ακόμα εκεί;

Το κοίταξε. Αντί για το μαλακό σωμών του δέρματος της, ένα σκληρό γκρίζο ήταν στην θέση του. Είχε μια περίεργη αίσθηση, λες και μπορούσε να αναγνωρίσει τις κινήσεις που έκανε μέσω τρίτου. Τα πάντα ήταν τόσο έμμεσα, σαν να πατάει κουμπιά στον υπολογιστή. Κούνησε το αριστερό της χέρι, όμως παρόλο που ήταν κανονικό είχε μια μικρή καθυστέρηση. Τι συμβαίνει; Χωρίς να το καταλάβει είχε βαλθεί να τσεκάρει κάθε μυ του σώματος της. Τα πάντα ήταν περίεργα.

-Δεν ήσουν ξύπνια, οπότε έπρεπε να πάρουμε την απόφαση μόνοι μας. Για να σε κρατήσουμε ζωντανή σου μετατρέψαμε τον σκελετό του σώματος σου με τα πρόσφατα μοντέλα που θα βγουν μέσα στον επόμενο μήνα για μαζική χρήση από το κοινό.

Τι λέει; Ρώτησε; Η ίδια; Σκάσε.

-Σκέψου το σαν βιονικός εγκέφαλος. Κάθε πληροφορία περνάει από το κέντρο ελέγχου και στην συνέχεια αντί για να την μεταδίδει ευθέως όπως κάνει μόνο του το σώμα, την φιλτράρει, βελτιώνει κάθε πιθανή παραπανήσια δράση που ίσως έχεις λόγο περιορισμένου οπτικού πεδίου και την μεταφέρει στα ανάλογα μέλη.

Σωστά… ήθελες πρόσθετα, έπρεπε να βάλεις κάτι. Έτσι είχα ακούσει, τουλάχιστον. Ε; Μαζί δεν το είχαμε ακούσει;

-Το χέρι σου ίσως είναι λίγο περίεργο στην αρχή, όμως μετά από τόσα χρόνια που δοκιμάζουμε αυτήν την τεχνολογία είμαστε σίγουροι πως θα το συνηθίσεις πριν καν προλάβεις να το πάρεις απόφαση. Και μην ανησυχείς, το κόστος το πήρε ο γιατρός στο όνομα του. Είχε μια κόρη κάποτε που πέθανε από σπασμένους σπόνδυλους. Αν υπήρχε αυτή η τεχνολογία ίσως είχε σωθεί, και όταν σε είδε δεν άντεξε.

Ήθελε να κάνει εμετό. Να γυρίσει σπίτι. Να πάει σχολείο. Να ξαπλώσει στο κρεβάτι της. Να δει τα παλιά γνωστά σημεία της πόλης. Με το δεξί της χέρι προσπάθησε να τσιμπήσει το αριστερό. Η νοσοκόμα, γεμάτη περιέργεια παρακολουθούσε. Το αριστερό πονούσε, όμως στο δεξί δεν ένιωθε τίποτα. Σαν να κρατούσε μια πένσα που έσκιζε το ίδιο της το δέρμα.

-Σταμάτα!

Παραξενεμένη και γεμάτη φόβο στα μάτια το ασπροφορεμένο πλάσμα προσπάθησε να τραβήξει το χέρι μακριά, χωρίς αποτέλεσμα. Με μια απότομη κίνηση την έδιωξε, όμως ανίκανη να ελέγξει την δύναμη της την έστειλε πάνω στην καρέκλα που καθόταν μέχρι πριν λίγο, που κατέρρευσε από την πίεση της πτώσης. Περισσότερο σοκαρισμένη παρά σωματικά τραυματισμένη κοίταξε το κορίτσι στα μάτια.

Αυτά τα άδεια, γαλάζια μάτια. Που ερχόντουσαν σε τόσο μεγάλη αντίθεση με τα μαύρα μαλλιά της. Το απότομο πιγούνι, η μεγάλη μύτη. Τα μάγουλα, σχεδόν φουσκωτά όμως προφανώς δεν έτρωγαν αρκετά. Είχε το βλέμμα νεκρού. Σηκώθηκε πανικόβλητη και έφυγε τρέχοντας από το δωμάτιο. Έκλαιγε. Σκάσε.

Τι εννοείς;! Εγώ είμαι αυτή που θα σου πει να σκάσεις, σκύλα! Σκάσε. Ε;! Αρκετά σε ανέχτηκα. Μου βγάζεις τον χειρότερο εαυτό, ενώ θέλω απλά να μην υπάρχω. Μου λες να μην ρωτάω σαν να προσπαθείς να με κάνεις να υποκύψω. Μου λες πως υπάρχω για να με κάνεις να καταταράσσομαι την ζωή μου. Όχι. Δεν αντέχω άλλο. Δεν είμαι άνθρωπος. Δεν είμαι πλάσμα που ζει στην κοινωνία, εντάξει;

Όσοι ξέρω είναι νεκροί πλέον. Η μητέρα μου, ο πατριός μου, οι φίλοι μου. Από απόψε θα αρχίσω να ζω μόνη μου. Τέλος.

Πέρασαν μήνες από τότε, χρόνια. Από σπίτι σε σπίτι πάντα έβρισκε κάπου να πουλήσει το κορμί της για ένα βράδυ. Την αποκήρυξαν από την οικογένεια, την έδιωξαν από το σχολείο, αλλά δεν την ένοιαζε. Αυτή η πόλη ήταν σπίτι για κάθε είδος απολαύσεις και διεστραμμένες και απάνθρωπες ασχολίες. Μπορούσε να αντέξει τα πάντα. Είχε βεβηλώσει τόσο το κορμί της που δεν ήθελε τίποτα άλλο από το να ζει χωρίς να είναι κάποιος.

Στην αρχή μόνο η σαρκική ευχαρίστηση είχαν σημασία. Στην συνέχεια κατάλαβε γιατί ο άντρας δεν ήθελε να δείξει μια γκριμάτσα πόνου. Όσο σου αρνούνται κάτι που θέλεις, τόσο πιο δυνατά το σώμα σου φωνάζει για να το κάνεις δικό σου. Παροχή και ζήτηση, αλλά πάντα εσύ έβγαινες από πάνω.

Δεν είχε κύκλο να ακολουθήσει. Πήγαινε όπου μπορούσε. Τα πάρτυ ήταν τυχερές μέρες, καθώς μπορούσε να βρει μερικούς πελάτες μαζεμένους. Συχνά δεν την έβαζαν καν στο κρεβάτι. Η αίσθηση πως είχαν κάτι κατώτερο από αυτούς ήταν αρκετό. Την χτυπούσαν, την πονούσαν, μόνο και μόνο για να νιώθουν ανώτεροι.

Σπάνια βρίσκεις κάποιον που θα δεχτεί όλα σου τα συναισθήματα τόσο ανοιχτά. Και ήταν έτοιμη για τα πάντα. Ακόμα και για να πεθάνει.

Μέχρι που ένα βράδυ εκείνος ο άντρας της μίλησε. Δεν γνώριζε καν αν ήταν άνθρωπος.

-Είσαι μικρή ακόμα. Ένα παιδί κλεισμένο σε ένα όνειρο. Στο όνειρο της πραγματικότητας σου. Είναι όμορφο να τρέχεις από παντού, έτσι δεν είναι; Από τις ματιές των άλλων, από τις απαιτήσεις. Απλά κοίτα το πάτωμα και πες «μέχρι εκεί μπορώ να πάω». Βρες έναν κύκλο και μην κάνεις τίποτα για να τον σπάσεις. Όμως είσαι αδύναμη, είσαι δειλή. Επειδή δεν έχεις αρκετά κότσια για να κάνεις κάτι δύσκολο, αποδέχεσαι την ύπαρξη σου με το να πονάς το σώμα σου.
»Αντί να αντιμετωπίσεις ποτέ κανέναν απλά τους ξεχνάς και ελπίζεις να σε ξεχάσουν. Δεν φοβάσαι να δεθείς, φοβάσαι μήπως κάποιος σε πειράξει. Δεν σε νοιάζει τι θα νιώσουν αυτοί. Όσο εσύ κλείνεσαι μέσα στο τρυπάκι της απραξίας σου ο κόσμος γύρω σου έχεις την ηλίθια ανάγκη να κινείτε, να συνεχίζει παρόλη την ύπαρξη σου, μόνο και μόνο για να μπορείς να πεις «δεν έχω σημασία, άρα κάνω ο,τι θέλω» Εγώ μπορώ να σου δώσω κάτι να κάνεις με την ζωή σου. Αυτούς που σε μετέτρεψαν σε αυτό το πλάσμα, μπορώ να σου φέρω τα κεφάλια τους. Δώσε μου ο,τι έχει απομείνει μέσα σου από τον πραγματικό εαυτό που κάποτε κατοικούσε εκεί. Κάνε για πρώτη φορά στην ζωή σου αυτό που θέλεις: Πάρε εκδίκηση.

Ναι. Κάντο. Είσαι… πίσω;

Μετά από τρία χρόνια την ξανά άκουσε. Αυτήν την φωνή που έμοιαζε με την δική της. Τόσο κακιά και γεμάτη θράσος. Δεν είναι αυτό που θέλεις, όμως είναι κάτι που ίσως σε βοηθήσει να το βρεις. Δεν έχεις τίποτα να χάσεις. Στην τελική… Μπορώ να ρωτήσω ο,τι θέλω.

Και έτσι αποφάσισε να δεχτεί. Τίποτα περίπλοκο. Απλά ένα ναι. Μέσα από την καρδιά της.

 

 

 

 

 

 

 

Ιωάννης, αριθμός 08203921 ετών 43

 

Από όταν ήταν μικρός δεν ήξερε τι πάει να πει ιδιαιτερότητα. Γνώριζε την έννοια της λέξης, καθώς και το γεγονός πως μερικοί άνθρωποι αντιστοιχούσαν σε αυτήν, αλλά ποτέ δεν βίωσε κάτι που να το αντιπροσωπεύει. Έμενε μόνος του σε ένα διαμέρισμα στο βάθος της τρίτης συνοικίας, περίπου στο κέντρο. Δεν είχε τελειώσει το σχολείο ακόμα, όμως σπάνια πήγαινε. Είχε βρει δουλειά σαν καθαριστής ενός νεαρού που είχε ανοίξει ένα γραφείο με εισαγωγές αλκοόλ και τροφίμων, οπότε η ιδέα της χαμηλής πληρωμής ως κοινωνικός λειτουργός δεν ήταν αρκετά δυνατή για να υπερισχύσει την σίγουρη εργασία. Μέχρι και συμβόλαιο για τρία χρόνια είχε υπογράψει, που έκανε την μακροπρόθεσμη επαγγελματική του αποκατάσταση σχεδόν τέλεια. (;)

 Του άρεσε να ερευνά τα κρυμμένα μυστικά της πόλης τον ελεύθερο του χρόνο, καθώς λόγο της περίεργης αρχιτεκτονικής πολλά σημεία δεν ήταν καταγεγραμμένα ή ήταν απλά ξεχασμένα από την κοινωνία. Ένα κομμάτι του εαυτού του ήθελε να δει πράγματα που λίγοι είχαν καταφέρει, ενώ ένα άλλο ήθελε να καταλάβει την ιδιαιτερότητα. Από μικρό παιδί άκουγε αυτήν την λέξη, ο παππούς την επαναλάμβανε συνέχεια.

Εκείνο το πρωί είχε βγει βόλτα λίγο μετά το απόγευμα. Η νύχτα δεν είχε καλύψει τα πάντα, καθώς το ελάχιστο φως στον ουρανό έδινε το απαλό γαλανό που ήταν τόσο γαλήνιο. Κατέβηκε την ανεμόσκαλα στο πλάι της διπλανής πολυκατοικίας όπως έκανε σχεδόν κάθε φορά και πήγε στο υπόγειο. Από εκεί πήδηξε στο μπαλκόνι του διπλανού κτιρίου και στην συνέχεια σκαρφάλωσε στον ακάλυπτο από παράθυρο σε παράθυρο. Κάθε φορά η διαδρομή ξεκινούσε η ίδια, καθώς είχε μάθει από πού μπορεί να έχει πρόσβαση σε διάφορα περίεργα σημεία, όμως από εκεί αποκτούσε ενδιαφέρον. Με έναν μαρκαδόρο σημείωνε αν και κατά πόσο είχε ολοκληρώσει ένα μονοπάτι, αν κοβόταν κάπου, αν υπήρχε κάποιο εμπόδιο. Είχε δημιουργήσει ένα σχετικά απλό σύστημα για να αναγνωρίζει κάθε διαδρομή με μια ματιά. Βέβαια δεν χρειαζόταν κάτι τέτοιο. Στο μυαλό του κάθε δρομάκι και ξεχωριστή  κατεύθυνση είχαν χαραχθεί βαθιά στην μνήμη του. Καλού κακού, όμως, έδινε αρκετό χώρο στην πιθανότητα να ξεχνούσε όπως περνούσε ο καιρός και από την πρώτη μέρα λειτουργούσε έτσι.

Αυτήν την φορά θα έψαχνε ένα καινούργιο μονοπάτι από την αρχή. Μπορεί να κοβόταν σε μερικά μέτρα από ένα μεγάλο κενό με το απέναντι σπίτι, ή μπορούσε να συνεχιστεί μέχρι αύριο. Αυτή ήταν η ομορφιά που τον έκανε να θέλει να συνεχίζει.  Η Τρίτη συνοικία ήταν γνωστή ως η πιο τυχαία δομημένη. Όντας το πρώτο κομμάτι της πόλης που είχε τεθεί κατάλληλο για επιβίωση με σύγχρονα δεδομένα, πολλά λάθη είχαν οδηγήσει σε μια σχεδόν ακατανόητη πορεία αποφάσεων από τους αρχιτέκτονες. Έτσι αντί να είναι απαραίτητη η διάβαση με κουβούκλια ή γέφυρες, πολλές φορές μπορούσες απλά να κάνεις ένα μικρό άλμα και να βρεθείς απέναντι. Με διάφορες ιδέες και ελπίδες στο μυαλό του έκανε το πρώτο βήμα στο άγνωστο μέρος. 

Στην αρχή δεν μπορούσε να διακρίνει πολλές διαφοροποιήσεις χωρίς να αλλάξει κτίριο. Μόνο ένα παράθυρο στον δρόμο του την έδωσε την δυνατότητα να μετακινηθεί, όμως ο διάδρομος στο επίπεδο αυτό συνεχιζόταν αρκετή ώρα. Δεδομένου πως αυτό το κτίσμα δεν ήταν μέρος για να μένουν άνθρωποι αλλά μια βιομηχανική βάση, η έκταση που κάλυπτε ήταν τεράστια σε αναλογία. Σχεδόν ένα ολόκληρο στρέμμα ως βάση και όσο ανέβαινε μειωνόταν με μαθηματικό ρυθμό, κάθε όροφος είχε πολλά πιθανά κρυμμένα κομμάτια και περιοχές που είχαν ξεχαστεί. Μετά από λίγη ώρα πέρασε μπροστά από μια σκουριασμένη πόρτα που οδηγούσε σε έναν στενό διάδρομο που χανόταν στο σκοτάδι. Έριξε μια ματιά μπροστά του και γύρω του. Το τσιμέντο που ξεφλούδιζε, οι φωλιές από πουλιά και οι ιστοί αραχνών έδιναν την αίσθηση εγκαταλελειμμένης πόλης. Έσπρωξε το χερούλι με δύναμη και την έκανε στην άκρη. Ήταν βαριά και οι μεντεσέδες είχαν σχεδόν σπάσει, που σήμαινε πως έπρεπε να σηκώσει τον συμπαγές όγκο για να χωράει να περάσει. Μετά από λίγη προσπάθεια και αρκετή φασαρία μπήκε μέσα στο άγνωστο. Άναψε τον φακό που είχε ενσωματωμένο στην κορυφή του βιονικού του χεριού και έφερε το χέρι του μπροστά. Όντας μέλος σχεδιασμένο για ένοπλες μάχες, η θέση ήταν τέτοια έτσι ώστε να βοηθάει στην χρήση ενώ  κρατούσες όπλο, θέτοντας το άβολο υπό άλλες συνθήκες, όμως έκανε ο,τι μπορούσε με τα λίγα χρήματα που του περίσσευαν.

Σπασμένα τζάμια στο πάτωμα, κουβάδες, σφουγγαρίστρες, ρούχα. Σκουπίδια. Βρωμούσε κλεισούρα και μούχλα, όμως συνέχισε. Έφτασε στο τέλος του διαδρόμου και ξεχώρισε δυο δυνατές λάμψεις που έσπαγαν το απόλυτο μαύρο. Πετάχτηκε για μια στιγμή, όμως δεν έχασε τον αυτοέλεγχο του. Χαμήλωσε την ταχύτητα της αναπνοής του, ξεφύσησε παιχνιδιάρικα και πήγε προς την πηγή. Με τον φακό έβλεπε μια μαύρη μουτζούρα, μέχρι να φτάσει ακριβώς δίπλα του. Ήταν μια μαύρη γάτα. Τον κοιτούσε με μάτια ορθάνοιχτα, το τρίχωμα της φουντωτό και γεμάτο αίματα. Ξαφνιασμένος Έβαλε το χέρι του από κάτω της, την πήρε στην αγκαλιά του και πήγε τρέχοντας προς την έξοδο. Ακολούθησε τα βήματα του μέχρι που έφτασε στο κέντρο των διαδρομών, έγραψε γρήγορα τα σημάδια για να θέσει ακριβώς που είχε πάει και τι είχε κάνει και πήγε στο κοντινότερο νοσοκομείο.

Πως μπορείς να αφήσεις ένα ζώο αβοήθητο σε αυτήν την κατάσταση, σκέφτηκε. Πως γίνεται κάποιος άνθρωπος να κάνει κάτι τόσο βίαιο; Ανίκανος να δώσει μια βάση στον θυμό του περίμενε υπομονετικά για να έρθει κάποιος να τους βοηθήσει. Μόλις η νοσοκόμα τους είπες πως δεν δέχονται ζώα, απλά έφυγε χωρίς να πει κουβέντα. Δεν υπήρχε κάποιο κτηνιατρείο που να γνώριζε. Η γάτα θα πέθαινε οπότε αποφάσισε να την γλυτώσει από τον πόνο ενός αργού θανάτου.

-Συγνώμη, αγαπητή μου.

Μιλούσε τόσο χαμηλά που ούτε ο ίδιος δεν μπορούσε να καταλάβει τι έλεγε. Χτύπησε το χέρι του στο τσιμέντο ενώ κοιτούσε το άπειρο. Η ταράτσα του κτιρίου ήταν άδεια, όπως πάντα. Οι τσιμεντένιες πλάκες που σχημάτιζαν τετράγωνα και ρόμβους ήταν γκρίζα, η σιδερένια πόρτα που είχε πλέον σκουριάσει έτριζε από τον αέρα. Μια κεραία τηλεόρασης φαινόταν σαν την μοναχική παρέα του εκείνη την στιγμή. Έκλεισε τα μάτια του. Έβγαλε το μαχαίρι από την θήκη του και το έφερε δίπλα στον λαιμό της.

-Συγνώμη.

Άφησε το σώμα να πέσει στο κενό, ενώ ο ίδιος ανακάθισε. Έπρεπε να είχα φέρει αλκοόλ, σκέφτηκε. Το φεγγάρι ήταν πράσινο, χωρίς βάθος. Σαν κάποιο παιδί να είχε κόψει ένα κομμάτι χαρτί και το είχε κολλήσει στο ταβάνι, να ομορφύνει την ζωή της μητέρας του. «Όταν ξυπνάς θα βλέπεις το φεγγάρι μου και θα σκέφτεσαι εμένα» Τι γλυκό πλάσμα. Ένα φεγγάρι που δεν είχε μέλλον. Δεν πέρασε πολύς καιρός από την στιγμή που το έμαθαν πριν φύγει. Εγωιστικός αδερφός. Ήθελε ο μικρότερος να ζήσει παραπάνω, γιατί έτσι λέει η φυσική. Έτσι λένε οι μελέτες. Αλλά εσύ ακόμα κολλημένος στο παρελθόν, κοιτάζεις πώς να το διορθώσεις χωρίς να προσπαθείς να γυρίσεις τον χρόνο πίσω. Είσαι μόνος, απλά βρες μια ζωή που να τον κάνει υπερήφανο. Το παρελθόν του ερχόταν τόσο κοντά όταν έβλεπε κάποιον να πεθαίνει, τον έκανε να επαναλαμβάνει τις ίδιες φράσεις ξανά και ξανά.

Κοιτούσε τα σύννεφα να περνούν για λίγη ώρα. Μια στιγμή έκρυβαν τον ουρανό, μια τον αφήναν. Όλη η δόξα του σύμπαντος δεν μπορεί να συγκριθεί με το πόσο ένας άνθρωπος μπορεί να ποθεί κάτι. Ο κόσμος του μικραίνει, η όραση περιορίζεται, αλλά ο στόχος παραμένει ίδιος. Δημιούργησε κάτι. Μην αφήσεις το μέλλον ως έχει. Άλλαξε το για το καλύτερο.

Πήγε σπίτι του και έπεσε για ύπνο. Εκείνη την νύχτα δεν πήγε για δουλειά.

Μόλις ξύπνησε το πρωί πήγε πάλι σε εκείνο το μέρος. Στην ίδια πόρτα, στο ίδιο σημείο που βρήκε την γάτα. Αν θέλεις να δημιουργήσεις, πρέπει πρώτα να σταματήσεις αυτούς που καταστρέφουν. Περίμενε. Αν έστω και κατά τύχη ερχόντουσαν ξανά. Πέρασε πολλές ώρες να κοιτάζει το σκοτάδι. Μια άβυσσος μοναχική, αποτελούμενη μόνο από τα πιο απαίσια ανθρώπινα συναισθήματα. Σιγά σιγά άρχισε να αποδέχεται αυτό το σκοτάδι σαν μέρος του εαυτού του. Μέρα παρά μέρα βρισκόταν στο ίδιο σημείο, ξανά και ξανά. Κρυμμένος από τον έξω κόσμο, χωρίς κανέναν σύνδεσμο. Στην αρχή περίμενε. Μετά από λίγο ξέχασε. Τα μάτια του έμαθαν στο σκοτάδι, αλλά οι λεπτομέρειες ποτέ δεν σταμάτησαν να είναι χαμένες στο πουθενά.

Όταν ένας άνθρωπος περνάει τόσο χρόνο μόνος του αρχίζει και βρίσκει διαφορετικά νοήματα από αυτά που η λογική μας προβάλει. Το σκοτάδι ξεπερνάει την νοόμουνα σκέψη και πηγαίνει στα ένστικτα που έχουμε καταπιέσει μέσα μας με τις χιλιετίες που ζουν οι άνθρωποι. Όσο και αν έχει προχωρήσει η τεχνολογία ποτέ δεν κατάφερε να αναλύσει την έννοια της ψυχής.

Και ο ίδιος ενώ τόσο καιρό ένιωθε αποκομμένος από τον εαυτό του, ξαφνικά είχε αρχίσει να καταλαβαίνει πολλά περισσότερα. Για τον ίδιο, για αυτούς γύρω του. Έβρισκε κομματάκια από καταστάσεις που είχαν περάσει και τα υπερανέλυε, σε σημείο που μόνο παράνοια θα μπορούσε να αποκαλεστεί. Αλλά πάλι το σώμα του ένιωθε δευτερεύων.

Ποιος είμαι; Είπε. Ανίκανος να καταλάβει, συνέχισε να ρωτάει. Ποιος είμαι; Στην αρχή η απάντηση ήρθε εύκολη. Εγώ. Αλλά μετά δεν ήταν σίγουρος. Έτσι είμαι; Τι εννοούσε; Εγώ είμαι αυτός που γνωρίζω ως εγώ; Δεν έβγαζε νόημα. Γιατί αν είμαι εγώ μερικές φορές νιώθω ξένος; Πως μπορούσες να νιώσεις φυσικά σε έναν παράλογο κόσμο; Μα γιατί να λέω ψέματα πως είμαι εγώ τότε; Γιατί αλλιώς πως μπορείς να προσδιορίσεις την οντότητα σου; Σαν έναν ηθοποιό που παίζει τον χαρακτήρα μου. Άρα εσύ δεν θεωρείς πως είσαι το άτομο σου; Όχι. Αν δεν είσαι εσύ τότε το άτομο σου, εσύ ποιος είσαι; Αυτός που είναι βαθιά μέσα μου. Ναι, αλλά γιατί υπάρχεις; Για να…

Δεν απάντησε.

Γιατί υπάρχω;

Πως θέτεις μια απάντηση σε κάτι τέτοιο χωρίς να είσαι εσύ;

Ίσως δεν υπάρχεις, τελικά. Υπάρχω για να δημιουργήσω.

Γιατί εσύ θέλεις να δημιουργήσεις όμως, από την στιγμή που δεν υπάρχει το εσύ για να το εφαρμόσει; Γιατί ελπίζω. Σε τι; Σε εμένα. Παρότι δεν είσαι εσύ;

Δεν ήξερε. Ποιον να εμπιστευτεί;

Μέρα παρά μέρα αναρωτιόταν. Μέχρι που ήρθαν.

Με τα μάτια τους στον αέρα, τα χέρια και οι φωνές έντονες, οι χειρονομίες περίεργες. Τους ρώτησε αν ήταν αυτοί. Δεν απάντησαν. Τον περικύκλωσαν.

Γιατί βία;

Δεν ήθελε να κάνει κακό σε κανέναν. Αλλά αυτοί αποφάσισαν να του κάνουν κακό. Δεν είχε άλλη επιλογή από το να πολεμήσει.

Πριν προλάβει να προετοιμαστεί, η πρώτη γροθιά έφτασε στο σαγόνι του. Καθώς ο λαιμός του είχε σηκωθεί προς τα πάνω, η μέση του είχε τεντωθεί και τα πόδια του οριακά δεν άφησαν το έδαφος, μια σωλήνα έσκισε βίαια τον αέρα χτυπώντας τον στο γόνατο. Ένα δυνατό κρακ ακολούθησε. Χωρίς να μπορεί να κρατήσει την ισορροπία του, έγειρε μπροστά από όπου  μια κλοτσιά έσπασε μερικά πλευρά. Όταν είδε το βλέμμα του ενόχου δεν άντεξε παρά να γελάσει.

Ήταν τόσο άδειο. Σαν να μην έκανε κάτι τέτοιο από ευχαρίστηση, παρά από υποχρέωση. Το σώμα του έκανε έναν μικρό κύκλο γύρω από τον εαυτό του πριν πέσει αναίσθητο στο σκληρό δάπεδο. Δεν θα μπορούσε να πάει δουλειά εκείνο το βράδυ. Ξύπνησε ύστερα από μερικές ώρες στο ίδιο σημείο. Τον είχα αφήσει εκεί για να πεθάνει; Ή απλά δεν ήθελα να τον αποτελειώσουν; Δεν τους ενδιέφερε τι θα πάθει; Όπως και να είχε, έπρεπε να πάει σε κάποιο νοσοκομείο. Σύντομα ο πόνος πέρασε πάνω από το μούδιασμα του ύπνου και το πρόσωπο του παραμορφώθηκε στιγμιαία. Έσυρε με τα δάχτυλα του βιονικού χεριού του τον σωλήνα που είχαν χρησιμοποιήσει για να σπάσουν το πόδι του κοντά, στηρίχτηκε και σηκώθηκε. Προφανώς και δεν υπήρχε περίπτωση να βρεθεί κανείς να τον σώσει. Ήταν μόνος του και δεν ήταν καν σίγουρος αν είχε το ίδιο του το πνεύμα να στηρίζει το σώμα. Με το ένα πόδι να κουνιέται άψυχο, έφτασε μέχρι την σκάλα που οδηγούσε στην κορυφή. Από την στιγμή που δεν ήταν προσωπικό δεν μπορούσε επίσημα να πάρει το ανσασέρ για να ανέβει, οπότε δεν είχε άλλη επιλογή. Έβαλε την πατερίτσα στην μια άκρη, το ένα χέρι στην κουπαστή και έσπρωξε με όλη του την δύναμη Για να προχωρήσει.

Δεν κατάλαβε πότε οι σουβλιές στο στήθος του έγιναν τόσο ισχυρές. Φώναξε από πόνο, γλίστρησε χωρίς να το πάρει χαμπάρι, βρέθηκε πάλι στο πάτωμα. Η πτώση ήταν μετωπική και κατέληξε να σπάει την μύτη του. Ο σωλήνας είχε πεταχτεί αρκετά μακριά. Σκατά. Σκατά, σκατά, αα! Μέσα του ούρλιαζε ενώ το σώμα δεν κινούταν. Γιατί; Γιατί δεν κουνιέσαι! Το χέρι! Είναι εντάξει! Έκλεισε λίγο τα δάχτυλα του. Γιατί να μην μπορώ να είμαι ένα; Σκάσε, γαμώτο και σάλευε! Αν συνεχίσεις έτσι θα πεθάνεις καταραμένε! Ηλίθιε!

Όλοι μας έχουμε κάποιον άλλον μέσα μας. Μια φωνή που μιλάει στο βαθύτερο μέρος του υποσυνειδήτου μας. Μας κινεί την  σκέψη καθώς και είναι ένα μεγάλο κομμάτι του ατόμου που έχουμε στο βάθος. Όταν είσαι σε μια ρουτίνα και ζεις την ζωή σου φυσιολογικά δεν την παρατηρείς. Είσαι εσύ και οι σκέψεις σου, αγνές, σαν λόγια που ηχούν στους τοίχους του μυαλού σου. Όμως μια στιγμή που θα ζήσεις την κατάσταση που ο ίδιος δεν θα ήθελες ποτέ να την ζήσει κάποιος άλλος, εκεί αυτή η φωνή θα γίνει όλο και πιο δυνατή. Αυτή η άπειρη κλήση στο σκοτάδι, η ανικανότητα μου να καταλάβω ποιος είμαι. Χώρισε τον πραγματικό μου εαυτό με το σώμα μου, καθώς η αστάθεια και η ευαισθησία μου δεν έδιναν αρκετό χώρο για να σχηματιστεί κάτι καινούργιο.

ΔΕΝ ΜΕ ΝΟΙΆΖΕΙ

ΖΉΣΕ

Γιατί;

ΓΙΑΤΊ ΠΩΣ ΑΛΛΙΏΣ ΘΑ ΜΠΟΡΈΣΕΙΣ ΝΑ ΟΛΟΚΛΗΡΏΣΕΙΣ ΤΟ ΌΝΕΙΡΟ ΣΟΥ;!

Μόνος. Στο απόλυτο σκοτάδι, φυσικά. Ολομόναχος. Το πραγματικό μου εγώ, χωρίς εσένα.

Το καινούργιο θα ήταν αποφασιστικό, υγιές. Ένα άτομο ικανό να ζήσει και να πάρει αποφάσεις χωρίς να ντρέπεται για την γνώμη των άλλων.

Όμως κάτι τέτοιο απαιτεί ψυχική δύναμη. Εγώ, όταν έχασα τον αδερφό μου, η μητέρα μου τρελάθηκε και αυτοκτόνησε, έχασα κάθε απομεινάρι αυτής που ίσως είχε ξεμείνει. Μόνο να προχωράω με την καθημερινότητα σαν βάρος ήταν αρκετό για να με κάνει αδύναμο.

Η αποδοχή αυτής της ρουτίνας ήταν τόσο εύκολη όταν δεν έπρεπε να πάω σχολείο. Όταν ο κόσμος που με αποκαλούσε φίλο τους εξαφανίστηκε. Με έψαχναν, όμως δεν μπορούσα να τους αφήσω να με βρουν.

Η δικαιολογία της ελευθερίας ήταν απλά μια μάσκα για να καλύψω την αδυναμία μου. Ένας τρόπος για να φύγω από τα μάτια του κοινού.

Οι εξερευνητικές μου τάσεις απλά ένας τρόπος να τρέχω από την πραγματικότητα, ταΐζοντας το πνεύμα μου με ο,τι απομεινάρια είχαν μείνει από ζωές άλλων στις περιοχές που επισκεπτόμουν. Γιατί είναι τόσο όμορφο να βλέπεις τα πράγματα που έχουν χτίσει άλλοι… είναι τόσο γλυκό να παρακολουθείς τον μικρό τους κόσμο σε σχέση με τον δικό σου. Σου δίνει την ψευδαίσθηση πως υπάρχεις.

Σκατά!

Δεν θα ερχόταν κανείς εκεί κάτω. Σπάνια. Έπρεπε να δείξει έλεος στον εαυτό του, περισσότερο από οτιδήποτε άλλο. Σαν την γάτα;! Ναι, σαν την γάτα. Το κενό. Ο κόσμος κάτω από τον δικό τους. Πλέον εκεί ανήκε. Θα έφευγε από αυτόν τον κόσμο μια και καλή.

Ένα δάκρυ χάραξε την πορεία του κάτω από το μέτωπο του. Με το χέρι άρχισε να προχωράει.

Είδε εικόνες από την ζωή του. Την μητέρα του να στέκεται στην καρέκλα, το πιστόλι στα χέρια. Το χαμόγελο της. Όταν τον κοίταζε. Τον κοίταζε όταν τράβηξε την σκανδάλη.

Ήταν βίαιο. Τα μάτια του δεν μπορούσαν να αναλύσουν την εικόνα τότε. Έβλεπε το μοναδικό άτομο που είχε στον κόσμο να εξαφανίζεται. Δεν ήταν δειλή. Ήξερε τι έκανε. Απλά δεν έβρισκε τον λόγο να συνεχίσει μόνο γι’αυτόν. Και έξαλλου, γιατί να το κάνει; Ποτέ δεν ήταν καλό παιδί. Πάντα ο αδερφός του την έκανε να γελάει.

Κοντοστάθηκε. Μισούσε τον αδερφό του που έφυγε τόσο νωρίς. Γιατί όμως τον αποκαλούσε εγωιστή;

Ίσως ήταν αυτή η γνώμη του. Όμως… μήπως ήταν επειδή πήρε ο,τι είχε μαζί του; Το χαμόγελο του που έκανε τον Γιάννη χαρούμενο. Το χαμόγελο της μητέρας του μέχρι την τελευταία στιγμή. Την ίδια την μητέρα του.

Αυτό ίσως ήταν το βάρος που κουβαλούσε. Κατηγορούσε ένα πλάσμα που τον αγαπούσε όλη του την ζωή για κάτι που δεν είχε κανέναν τρόπο να αναστρέψει. Το αίμα στην καρέκλα άρχισε να γυρίζει πίσω. Το όπλο έφαγε την σφαίρα. Η μνήμη του γινόταν όλο και πιο καθαρή.

Τελικά ήταν όντως εγωιστής;

Απλά έπρεπε να το παραδεχτεί. Όλη αυτή η ιδεατή εικόνα που είχε για αυτό το πλάσμα μέχρι τότε κατέστρεφε την όψη του πραγματικού αδερφού του. Ήταν καλός και γλυκός, όμως συνάμα ήταν κακομαθημένος. Ήταν το παιδί που δεχόταν όλη την αγάπη, ήθελε τα πάντα δικά του.

Ναι, αυτό ήταν. Ο αδερφός του προσπάθησε να του κλέψει τα πάντα εκείνη την ημέρα. Από την ευτυχία του μέχρι την ίδια του την ζωή. Όμως δεν ήθελε να αυτοκτονήσει, τον ήξερε πολύ καλά. Ήθελε να πεθάνει έτσι ώστε να κατηγορεί ο Γιάννης τον εαυτό του που πέθανε. Η αρρώστια; Ένα κόλπο! Το έκανε για να συνεχίσει να ζει ο Γιάννης. Αυτός ήταν ο στόχος του. Το σώμα του Γιάννη να συνεχίσει να επιβιώνει, να έχει ψυχολογικές ανισσοροπίες έτσι ώστε να μπορεί να βλέπει από τον παράδεισο και να γελάει!

Ακόμα και τον θεό ξεγέλασε αυτό το πλάσμα! Δεν ήταν καλό! Ήταν ένα κάθαρμα! Τόσο κακό σε ένα πεντάχρονο αγοράκι! Πως ήξερε πως θα γινόταν έτσι; Τόσο έξυπνο! Προφανώς και δεν είχε ελπίδα να κερδίσει την αγάπη της μάνας του! Όταν ο αδερφός του ήταν αρκετά έξυπνος για να σχεδιάσει κάτι που ο ίδιος κατάλαβε δέκα χρόνια αργότερα, η μητέρα του καταριόταν την ώρα και την στιγμή που τον γέννησε!

Η μνήμη του ήρθε πίσω, όπως ήταν. Πριν τραβήξει την σκανδάλη. Τον κοίταξε. Χαμογέλασε.

«Δεν σ’αγαπάω»  του είπε.

Και μετά έκανε το δωμάτιο πίνακα μοντέρνας τέχνης.

Θα συνεχίσω να ζω ρε! Θα είμαι ελεύθερος από τα δεσμά σου! Ούρλιαζε μέσα του.

Ναι! Θα συνεχίσεις! Ζήσε!

Μια φωνή από μακριά έκοψε την πορεία σκέψης του. Ήταν μια γλυκιά γυναικεία φωνή.

Γιατί;

Την κοίταξε καθώς πλησίαζε. Το πρόσωπο της ήταν άσχημο, με το Ψηλό σαγόνι, μεγάλη χοντρή μύτη, μάτια που προεξείχαν να είναι τα βασικά χαρακτηριστικά που έδιναν την αίσθηση ενός πλάσματος που ταίριαζε τέλεια με το περιβάλλον. Μια σειρά από άσχημα κομμάτια, κολλημένα μεταξύ τους έτοιμα να δημιουργήσουν τον λόγο που η ζωή τόσων ανθρώπων θα γινόταν χειρότερη. Έβαλε το καλό του χέρι γύρω από την πλάτη της και πήγε προς το ασανσέρ. Ανίκανος να μιλήσει, απλά αποδέχτηκε την μοίρα του στα χέρια της. Δεν ήξερε τι θα έκανε με το σώμα του. Ίσως αφαιρούσαν την στήλη του, το χέρι του, ίσως απλά χρησιμοποιούσαν τα διάφορα όργανα του με κάποιον περίεργο τρόπο.

Κάπου στην μέση του κτιρίου οι σκέψεις ήταν τόσο μπερδεμένες που δεν μπορούσε να αναγνωρίσει την πραγματικότητα από την φαντασία. Πέρασε λίγη ώρα μέχρι να κάνει κάτι πέρα από το να ανασαίνει. Τον πέρασε από το προσωπικό, οπού έδειξε την κάρτα της, πέρασε τον έλεγχο μιλώντας στον φρουρό και έφτασε στο βαγόνι για να περάσουν απέναντι. Ήταν σχεδόν άδειο, μόνο αυτοί και δύο ακόμα γυναίκες στεκόντουσαν απέναντι τους, κοιτώντας γεμάτες περιέργεια. Ενώ φαινομενικά δεν είχαν ξαναμιλήσει μεταξύ τους, η κοινή απορία ως προς την κατάσταση του τις έφερε πιο κοντά και μιλούσαν ψιθυριστά. Με τα μάτια του αποπροσανατολισμένα δεν μπορούσε να διαβάσει τα χείλη τους, ενώ τα αυτιά ακόμα βούιζαν από τα χτυπήματα των διαφόρων μηχανημάτων που είχαν προσπεράσει για να φτάσουν στην έξοδο του κτιρίου. Από τεράστια σφυριά σε μεγάλες πρέσες, κάθε είδους τερατούργημα βρισκόταν σε αυτόν τον χώρο. Δεν ήξερε αν έπρεπε να εκπλαγεί ή να απογοητευτεί από το πόσο ο άνθρωπος είχε κάνει την ανθρώπινη εργασία όλο και λιγότερο σημαντική. Οι αλγόριθμοι των μηχανών γινόντουσαν όλο και πιο περίπλοκοι κάθε μέρα, αντικαθιστώντας εργατικά χέρια. Η πόλη έβαζε μεγαλύτερους περιορισμούς σε γεννήσεις,  η καινούργια γενιά έχανε κάθε δυνατότητα να κερδίσει την ζωή με την δύναμη της.

Κατέβηκαν από το βαγόνι, αυτός είχε βρει τις δυνάμεις του ξανά. Γρήγορα διαπίστωσε κάτι περίεργο: Η φωνή δεν είχε βγάλει άχνα από τότε που την είδε. Μπορεί αυτό το άσχημο πλάσμα να ήταν κάτι ιδιαίτερο; Κοίταξε το πρόσωπο της ξανά, αυτήν την φορά προσπαθώντας να βρει τι τον έκανε να νιώθει τόσο άνετα. Το βλέμμα της ήταν ανήσυχο. Προφανώς δεν ήθελε να πάθει κάτι. Του θύμισε την γάτα. Ίσως και εγώ να καταλήξω έτσι μια μέρα, όταν πια αποφασίσω πως δεν αξίζω. Περπάτησαν μέχρι την επόμενη αποβάθρα, περίμεναν να έρθει πίσω από το προηγούμενο ταξίδι και μπήκαν μέσα. Αυτό το σιδερένιο κουτί δεν του ήταν γνώριμο. Ήξερε πως σε διαφορετικούς τομείς της πόλης τα χρησιμοποιούσαν σε καθημερινή βάση, αλλά ο ίδιος δεν είχε συνηθίσει να είναι κλεισμένος εκεί. Αλλά σταμάτησε να το σκέφτεται μετά από λίγο. Η αγκαλιά της… ήταν τόσο ζεστή. Από εκεί που προσπαθούσε να σταθεί μόνος χωρίς να τον βοηθάει, άρχισε να γέρνει πάνω της. Η διαδρομή ήταν ήσυχη. Ο αέρας φυσούσε απαλά καθώς οι ράγες έτριζαν. Τα καλώδια έκαναν ένα απαλό πέρα δώθε, ενώ η πόρτα είχε μείνει χαλαρή, μετατρέποντας κάθε ριπή αέρα σε ένα απαλό χτύπημα. Σαν ο κόσμος να είχε φύγει από τα πόδια του, όλες αυτές οι λεπτομέρειες έχαναν την σημασία τους. Η ζέστη του σώματος της να περνάει στο δικό του, το πόσο απαλό ήταν το δέρμα της, ακόμα και η ανάσα της γινόταν όλο και πιο σημαντική. Ένιωθε τον αέρα να φεύγει από το στόμα, σαν να προσπαθούσε η ατμόσφαιρα να κλέψει κάθε τι που μπορούσε.

Δεν ήθελε να πάει χαράμι. Δεν μπορούσε να επιτρέψει κάποιον άλλον να κλέβει κάτι δικό του. Γύρισε το κεφάλι του και την φίλησε στο στόμα. Ξαφνιασμένη έκανε πίσω για μια στιγμή, αλλά ηρέμισε σχεδόν αμέσως και αφέθηκε στον κόσμο που ζούσε και αυτός ΄ ένας κόσμος που ήταν μόνο οι δυό τους. Μπορεί να μην τον ήξερε, αλλά γνώριζε πως λίγοι άνθρωποι θα είχαν τα κότσια να κάνουν κάτι τέτοιο. Σε μια κοινωνία που ο διπλανός μας μπορεί να είναι ή ευκολία ή βάρος, αλλά ποτέ τίποτα προσωπικό, η αποδοχή των πραγματικών αισθήσεων ήταν σπάνιο. Αυτός ήταν ο λόγος που τον είχε σώσει, γιατί η ίδια αρνιούταν να είναι παθητική ενώ έβλεπε την μιζέρια αυτών γύρω της.

Αφέθηκαν και οι δύο σε αυτά τα λίγα δευτερόλεπτα μαζί. Δεν μπορούσε κανείς να τους σπάσει τον δεσμό που είχαν σχηματίσει, όχι τώρα. Το μέλλον ήταν πλατύ και απροσδιόριστο, ίσως αυτό να φυλούσε κάποια έκπληξη που θα τους έκανε να χωρίσουν. Όμως το τώρα ήταν το μοναδικό πράγμα που ένοιαζε τα σώματα και τις ψυχές τους. Και οι δύο ήθελαν να αλλάξουν αυτόν τον κόσμο της απάθειας και να τον μετατρέψουν σε κάτι όμορφο, ανθρώπινο. Δεν θα το έβαζαν κάτω, ο,τι δυσκολίες και να έβρισκαν μπροστά τους, γιατί είχε ο ένας τον άλλον.

Αφότου έφτασαν στο νοσοκομείο και επισκεύασαν τα σπασμένα κομμάτια, έδεσαν τα πλευρά του με μια πλάκα και άλλαξαν το πόδι του σε βιονικό, καθώς το γόνατο είχε υποστεί μη αναστρέψιμη ζημιά, έκατσαν να μιλήσουν. Έμαθε πολλά για κάθε κομμάτι της ζωής της. Από μικρή ήταν αδύναμη, αλλά προσπαθούσε να ζει με έναν τρόπο που θα μετέτρεπε αυτήν την αδυναμία σε πλεονέκτημα. Είχε μια σφαιρική όψη των καταστάσεων και ήξερε πότε και πώς να αποφασίσει, αλλά σαν δυνατότητα στον κόσμο που ζούσαν δεν ήταν ιδιαίτερα σπάνια. Σε συνεργασία με την ουδετερότητα της, η όψη της και η φωνή της δεν την βοηθούσαν να βρεθεί κάπου εύκολα, οπότε κατέληξε να μεγαλώνει σαν μηχανικός σε εκείνο το εργοστάσιο. Ήταν έξι χρόνια μεγαλύτερη του και δεν θεωρούσε σοφή την απόφαση να παρατήσει το σχολείο, όμως ήταν αρκετά ανοιχτόμυαλη.

Άρχισαν να συναντιούνται σχετικά συχνά, από εβδομάδα σε εβδομάδα μέχρι μέρα σε μέρα. Έψαχναν τον κόσμο μαζί, βοηθούσαν όπου μπορούσαν. Ο Γιάννης αποφάσισε να πάει σε μια σχολή για να μάθει αυτοάμυνα, έτσι ώστε να μπορεί να την προστατεύσει. Έκατσε στο ίδιο μέρος για περίπου δώδεκα χρόνια, κάνοντας σκληρή προπόνηση σε διάφορες πολεμικές τέχνες καθώς και στρατιωτικές τεχνικές, ενώ περνούσε από δουλειά σε δουλειά σταθερά. Μετά ήρθαν τα νέα που άλλαξαν την ζωή του. Είχαν πάρει έγκριση από την οικογένεια της να παντρευτούν. Μπορεί να ήταν περισσότερο μια τυπική κίνηση, όμως μετά από τόσο καιρό που είχαν δει πως ήταν μαζί, επιτέλους τους άφησαν να επισημοποιήσουν την αγάπη τους μέσω της συνηθισμένης τεχνικής. Ο γάμος ήταν απλός και δεν είχε περισσότερο από είκοσι άτομα να είναι παρόντα στην τελετή, αλλά δεν ήθελαν ούτε τόσους. Το μόνο που χρειαζόντουσαν ήταν ο ένας τον άλλον.

Μετά από αυτό έπρεπε να περιμένουν ακόμα μερικά χρόνια για να πάρουν έγκριση από το υπουργείο για να κάνουν παιδιά, αλλά λόγο μερικών διασυνδέσεων που είχαν αναπτύξει μέσω δουλειών που είχε αναλάβει στο παρελθόν, στάθηκαν τυχεροί και τους δόθηκε η δυνατότητα να κάνουν δυο. Με την προϋπόθεση πως ήταν και υγιή, στους επόμενους τέσσερις μήνες είχαν να διαλέξουν μεταξύ σωλήνα ή φυσικής εγκυμοσύνης. Τα οικονομικά τους δεν ήταν ποτέ καλά λόγο της φύσης των εργασιών που είχε ο Γιάννης, οπότε ο σωλήνας φάνηκε η πιο εύκολη επιλογή. Το εργοστάσιο που δούλευε η Δήμητρα είχε κλείσει και καθώς δεν είχαν χρόνο, τον τελευταίο καιρό δεν είχαν ξαναπάει εκεί. Τώρα δούλευε σε μια κακοτυχισμένη εταιρία που παρήγαγε εφευρέσεις νεαρών επιστημόνων πριν εμφανιστούν σε εκθέσεις και διαγωνισμούς. Την πλήρωναν ελάχιστα, όμως ήταν αρκετά για να μπορούν να τα βγάζουν πέρα. Καθώς οι νόμοι εγκυμοσύνης είχαν αναιρεθεί εδώ και χρόνια, το να μην ανταποκρίνεται με το ίδιο πάθος στην δουλειά της για τόσο καιρό ήταν σχεδόν σίγουρο πως θα οδηγούσε στην απόλυση της.

Εκείνη την μέρα πήγαν στο νοσοκομείο για να παραδώσουν τους καρπούς που θα μεγάλωναν για να γίνουν τα παιδιά τους. Μετά την επέμβαση, βγήκαν και οι δύο χαρούμενοι από το κτίριο, κοιτώντας ο ένας τον άλλον με δάκρυα στα μάτια τους.

-Δεν ξέρω αν είναι το σωστό να φέρουμε καινούργια ζωή σε αυτόν τον κόσμο… Αλλά ξέρω πως αν υπήρχε ένα άτομο που θα μπορούσε να είναι το κατάλληλο για να περάσει κάτι τέτοιο μαζί μου είσαι εσύ.

Τα λόγια της ήταν απαλά, ειλικρινή, δεν είχε κανένα ίχνος αμφιβολίας στα μάτια της. Ήξερε πως, όσο διεστραμμένη και να ήταν η πραγματικότητα που θα υποχρεωνόντουσαν τα ζουν τα παιδιά τους, αν τα μεγάλωναν μαζί θα έκαναν κάτι καλό.

-Ούτε εγώ είμαι σίγουρος πλέον, όμως αντί να προσπαθούμε να καλύψουμε τις ανασφάλειες μας με λόγια, το μοναδικό πράγμα που μας μένει να κάνουμε είναι να τις αποδεχτούμε μαζί και να διδάξουμε αυτά τα παιδιά τι σημαίνει να ζεις πραγματικά. Όχι αυτήν την πλαστική ζωή που τους πλασάρουν εκεί έξω.

Πιαστήκαν χέρι χέρι και έφυγαν, το κεφάλι τους ποτέ κοντά στην γη.

Τα πάντα πήγαν σύμφωνα με το σχέδιο. Έναν χρόνο μετά παρέλαβαν τα βρέφη από το νοσοκομείο. Ήταν τόσο μικρά και όμορφα, με πρόσωπα γεμάτα απαλά χαρακτηριστικά που εντόπιζε και στους δυο. Τα επόμενα χρόνια μεγάλωσαν χαρούμενα. Όσο έβλεπαν τους γονείς τους ήταν για να παίζουν και να περνάνε καλά. Δεν είχαν κόντρες μεταξύ τους, απλά ήταν έτοιμα να αντιμετωπίσουν κάθε τι που μπορούσε να σταθεί εμπόδιο. Αυτή η ελπίδα στα μάτια τους έθετε την σκιά στην ψυχή του Γιάννη.

Η παλιά του παράνοια άρχισε να αναβλύζει ξανά από το βάθος της μνήμης του. Καιρό έχουμε να τα πούμε. Δεν ήθελε να το αποδεχτεί. Ένα τόσο άσχημο μέρος του εαυτού του να βγει στην επιφάνεια αυτήν την στιγμή; Πως μπορούσε να είναι τόσο εγωιστής; Γιατί να βάλει την ευτυχία του σε κίνδυνο όταν μπορούσε να επιβεβαιώσει μια ζωή χωρίς προβλήματα; Σκατά, σκατά! Δεν θέλω, δεν μπορώ! Είμαι εγώ, υπάρχω για να δημιουργώ!

Και να! Είχε δημιουργήσει! Τα δυο πιο όμορφα πλάσματα του κόσμου! Ο μικρός παράδεισος που είχε πάρει τόσα χρόνια να στήσουν άρχισε να ραγίζει. Οι ρωγμές έριχναν μέσα μια μαύρη ύλη που κατάπινε τα σωθικά του.

Είμαι εδώ γιατί εσύ με κάλεσες. Βλέπεις, όταν κάποιος οδηγείτε στην απόλυτη ευτυχία, το πρώτο πράγμα που σκέφτεται είναι πώς να την προστατέψει. Και αυτό δεν μπορεί να γίνει παρά μόνο με το να αφήσει τις ιδεολογικές βλακείες που έχει στο μυαλό του και να πολεμήσει μέχρι θανάτου!

Όχι! Αρκετά πολέμησα! Έκανα την δικιά μου μάχη και κέρδισα, γι’αυτό εξαφανίστηκες. Απέδειξα πως είμαι το άτομο που είμαι και μπορώ να κάνω ο,τι θέλω χωρίς να είμαι υποχρεωμένος να σε ακούω. 

Τότε γιατί είμαι εδώ;

Το γέλιο του ήχησε μέχρι τα πέρατα του μικρού του κόσμου.

Ο,τι είχε χτίσει θα ερχόταν στο τέλος του. Κάθε στιγμή που του είχε πάρει να αποδεχτεί τον πόνο που είχε νιώσει και να μοιραστεί τις μνήμες του με κάποιον άλλον, θα ήταν πλέον ανόητες και ποταπές.

Έπρεπε να δράσει ,όμως δεν ήξερε πως θα μπορούσε. Μέσα στα πλαίσια της πόλης που είχε μπροστά του, ένας υπόκοσμος σίγουρα θα υπήρχε, όπου θα μπορούσε να βάλει τις δυνατότητες του σε χρήση. Με δυο βιονικά μέλη και αρκετή εμπειρία με καταστάσεις που ήθελαν προσοχή θα ήταν αρκετά χρήσιμος σε κάποιον οργανισμό που είχε να κάνει με την κυβέρνηση και πέρα από αυτό οι διασυνδέσεις του έδιναν ακόμα περισσότερο ελευθερία. Άρχισε να ψάχνει σχεδόν αμέσως και δεν πέρασε καιρός μέχρι κάποιος να έρθει σε επαφή μαζί του. Δεν ήθελε να δείξει το πρόσωπο του, αλλά αυτό που ζητούσε ερχόταν γάντι: Μια ομάδα για να γυρίσει τον θυμό των ανθρώπων στην κυβέρνηση, να δημιουργήσει έναν κόσμο πιο δίκαιο και κατάλληλο για ανθρώπους.

Δεν ήθελε πολύ σκέψη. Απλά δέχτηκε την πρόσκληση. Εκείνη την φάση δεν είχαν μαζέψει πολύ κόσμο. Μόνο τρία άτομα ήταν μέσα στο «κόλπο», όμως ήταν υπεραρκετά. Έδειχνε πως αυτός ο κόσμος δεν ήταν μόνο πλαστικό. Αποφάσισε να μην πει τίποτα στην γυναίκα του. Στην τελική το μόνο που θα κατάφερνε θα ήταν να την ανησυχεί.

Εδώ μέσα θα συναντήσεις το τέλος σου να μου το θυμηθείς του είπε.

Δεν τον ένοιαζε, όμως. Ήταν άνθρωπος, είχε ανάγκη να δημιουργήσει. Αν έπρεπε πρώτα να χαραμίσει ανθρώπινες ζωές, θα το έκανε. Το αύριο δεν θα ερχόταν αν στην άσπρη σελίδα που άπλωνε μπροστά σου δεν έπαιρνες το θάρρος να ζωγραφίσεις. 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Πως μπορούσε κάτι μαγικό να γίνει εφιάλτης; Για πολλά χρόνια οι άνθρωποι πρέπει να ήθελαν να ζουν στους ουρανούς, με την γη από κάτω πιάτο, ικανοί να πάνε όπου θέλουν. Πως μπορεί μια τόσο απλή ιδέα να μετέτρεψε τον κόσμο που ζούσαν σε ένα μαζικό χοιροτροφείο;  Κοιτώντας το άπειρο απλά του έφερνε ζαλάδα, ένιωθε το μεγάλο πρόσωπο που οδηγούσε τις μοίρες τους να γελάει από ψηλά. Ο θεός; Ή απλά η στατιστική πιθανότητα κάτι να συμβεί;

Ο ίδιος ποτέ δεν ήθελε να πιστέψει στον θεό ως οντότητα γιατί απλά του αφαιρούσε ένα μεγάλο κομμάτι από το ενδιαφέρον που είχε ο κόσμος. Αν ένα πραγματικά παντοδύναμο πλάσμα έκανε κουμάντο, τότε το να ψάχνεις το βάθος των αιτιών ως προς αυτά που συμβαίνουν γύρω σου θα ήταν ουσιαστικά ανούσιο, από την στιγμή που μπορούσε απλά να σου πει «Γιατί έτσι ήθελα».

Αυτές οι σκέψεις δεν ήταν συνηθισμένες. Μέσα στον χώρο του κλουβιού που ζούσε ένιωθε πως αν σκεφτόταν πολύ θα έχανε την λίγη άνεση που είχε. Εκείνη την ημέρα όμως θα έπρεπε να πάρει μέρος στην τελευταία μάχη του γι’ αυτήν την σεζόν, με έναν αντίπαλο που ήταν γνωστός για το ποσοστό θνησιμότητας που είχε στα ματς του, καθώς και για το πόσο βίαιος ήταν. Είχε ακούσει πως ήταν ψυχολογικά διαταραγμένος από παιδί και πως το ρινγκ ήταν το μόνος μέρος που μπορούσε να επιβιώσει.

Δεν έβγαζε αρκετά λεφτά, κυρίως γιατί συνέχεια τον κορόιδευαν και έπαιρναν τις πληρωμές του, αλλά του άφηναν αρκετά για να μπορεί να επιβιώσει και να δώσει μια καλή παράσταση.  Από ο,τι ήξερε δεν ήταν υποχρεωμένος να παίρνει μέρος, απλά το έκανε από ανάγκη. Χτύπησε τα μάγουλα του και ξεφύσησε. Δεν υπήρχε λόγος να έχει τον αντίπαλο στο μυαλό του.

Ο ίδιος είχε βρεθεί σε αυτήν την κατάσταση γιατί χρωστούσε, οπότε το μόνο που έπρεπε να κάνει ήταν να κερδίσει και η υπόθεση θα τελείωνε. Οι κανόνες απλοί: ή αναισθητοποιείς τον αντίπαλο ή τον σκοτώνεις. Μέχρι να επιβεβαιωθεί από τον κριτή πως μια από τις δύο συνθήκες είχε συμπληρωθεί, κανείς από τους δυο δεν μπορούσαν να φύγουν.

Δεν επιτρεπόντουσαν όπλα στα βιονικά μέλη, όμως αν ήθελαν να τροποποιήσουν την λειτουργικότητα ήταν ελεύθεροι. Μπορούσαν για παράδειγμα να προσθέσουν ή να αφαιρέσουν αρθρώσεις, όμως λεπίδες και πιστόλια ή γάντζοι απαγορευόντουσαν. Αν και επιφανειακά απλοί, υπήρχαν διάφοροι που είχαν βρει περίεργους τρόπους για να λυγίσουν τις ιδέες που τους στήριζαν. Για παράδειγμα, ενώ δεν μπορούσες να έχεις καρφιά, αν έβαζες τα δάχτυλα χωρίς αρθρώσεις σε περίεργα σημεία της παλάμης εύκολα λειτουργούσαν σαν καρφιά. Από την άλλη, από την στιγμή που δεν είχαν αρθρώσεις μπορεί να μην τα θεωρούσαν καν δάχτυλα, αλλά αφού δεν υπήρχε επίσημη επιτροπή που έθετε τι μετρούσε και τι όχι σαν παραβίαση, πολλές φορές ήταν δύσκολο να είσαι σίγουρος αν κάτι ήταν δίκαιο ή άδικο.

Στην τελική, μόνο το πόσο ευχαριστημένοι μείνουν οι πελάτες είχε σημασία. Όσο και να παραπονιόντουσαν οι διαγωνιζόμενοι ήξεραν σε τι είδους μέρος είχαν μπλέξει, οπότε ήταν αυτονόητο πως δεν θα ακουγόντουσαν.

Μερικοί ρομαντιστές είχαν αποφασίσει να δείξουν πόσο ανώτερο είναι το ανθρώπινο σώμα  από το μηχανικό με το να παίρνουν μέρος χωρίς καμία ενίσχυση, αλλά σπάνια έφταναν μέχρι τους τελικούς. Συχνά σε κάποια άμυνα τα άκρα τους έσπαγαν και δεν μπορούσαν να συνεχίσουν, ή άλλες φορές δεν μπορούσαν καν να διαπεράσουν βιονικά στήθη.

Αν και όχι ιδιαίτερα διαδεδομένα, σαν προσθετικά ήταν αρκετά χρήσιμα. Το μεγάλο αρνητικό ήταν πως έπρεπε να περάσεις από μια εγχείρηση που είχε πολύ λίγες πιθανότητες να πετύχει, που μπορούσες να βρεις μόνο σε λίγα μαύρα ιατρεία της πόλης και πέρα από αυτό το κόστος ήταν αστρονομικό. Πολλοί γιατροί απλά σκότωναν τον πελάτη και έπαιρναν τα όργανα του και μυς προς πώληση, καθώς έτσι θα ερχόταν πιο φτηνά, και με την προκαταβολή ήδη στην τσέπη το ρίσκο ήταν ελάχιστο.

Έβγαλε μια ανάσα από τα βάθη της ψυχής του. Δεν μπορούσε να σταματήσει να σκέφτεται αρνητικά και σκοτεινά πράγματα μια τόσο πιεστική στιγμή; Κατάρα σε κάθε είδος πλάσματος που του έβαλε αυτές τις ιδέες στο μυαλό, κατάρα!

Ο δήμιος έκανε τα βήματα του θανάτου, σταμάτησε έξω από το κλουβί και μίλησε χωρίς να τον κοιτάει.

-Άντε. Αν κερδίσεις σήμερα τελειώνεις. Θα περάσει σε λίγο ο Μιχάλης από κάτω να σου βάλει το χέρι, μην τον τσιγκλάς, δεν είναι σε καλή διάθεση.

-Δεν έχω διάθεση για να τσιγκλήσω κανέναν. Απλά να ζήσω θέλω, αν κερδίσω χάρη θα μου κάνει.

Ο δήμιος κοίταξε το πρόσωπο του. Ήξερε πως τα μαλλιά του ήταν λαδωμένα και το δέρμα γεμάτο σκόνη, αλλά τουλάχιστον τον άφηναν να ξυρίζεται και να πλένει τα δόντια του. Όμως το βλέμμα του δημίου ήταν περισσότερο ανησυχίας παρά αηδίας. Πόσο κακό μπορούσε να κάνει ένας άνθρωπος; Στην τελική, και ο ίδιος είχε αρκετή εμπειρία με μάχες σώμα με σώμα. Δεν έφτασε εδώ κατά τύχη και δεν σκόπευε να χάσει λίγο πριν το τέλος.

-Σκατά. Όχι ρε, θα κερδίσω. Δεν ήρθα μέχρι εδώ για να με κερδίσουν πριν καν παλέψω. 

-Καλά, καλή σου τύχη.

Κανένα φως. Μόνο απόγνωση.

 

Οι λαμπτήρες περνούσαν δίπλα του μέσα στον διάδρομο και δημιουργούσαν μια περίεργη αίσθηση. Το δέρμα του δημιουργούσε ανάγλυφα καθώς οι σκιές τον έγλυφαν από κάθε μεριά. Αυτό ήταν το δικό του χέρι, το δικό του πόδι. Δεν θα άφηνε κανέναν να του πάρει ο,τι είχε μετά από τόσο κόπο κερδίσει. Ποτέ δεν ήταν σίγουρος αν μπορούσε να αποδεχτεί το μηχανικό του χέρι ως δικό του, αλλά σίγουρα τον βοηθούσε. Να το αποκαλέσει μηχάνημα, όπλο, εργαλείο, όχι μέλος του σώματος του. Από μικρός το είχε χάσει, αλλά επειδή για αρκετό καιρό η τεχνολογία αντικατάστασης δεν ήταν ανοιχτή στο κοινό δεν μπορούσε να το βάλει μέχρι τα αργότερα στάδια της ζωής του. Ίσως αυτός ήταν ο βασικός λόγος. Μπορεί απλά να ήταν επειδή ο πατέρας του ήταν τόσο κάθετα εναντίων αυτής της τεχνολογίας.

Ο πατέρας του. Ένα πρότυπο που κατά την διάρκεια της ζωής του προσπαθούσε να φτάσει. Δεν ήταν σίγουρος πως είχε δίκιο, αν ήταν δηλαδή άξιος. Όμως από την στιγμή που ένα τόσο σημαντικό κομμάτι του εαυτού του είχε πλασθεί από ένα πλάσμα, το να αμφισβητεί κάτι τέτοιο ερχόταν αντιμέτωπο με το μεγαλύτερο μέρος των σκέψεων και ιδεών του.

Μπορεί η σκιά του να ήταν τόσο τρομακτική που τον μετέτρεψε σε δειλό, σε κάποιον που μόνο με την βία μπορεί να αντιμετωπίσει τις καταστάσεις. Και τι είδους αδυναμίας που ήταν κάτι τέτοιο!  Το να φοβάται την γλώσσα περισσότερο από το σώμα, ειδικά ένα σώμα που δεν ήταν καν ολόκληρο δικό του. Ίσως το γεγονός πως όλοι στην οικογένεια ήταν τόσο ικανοί ομιλητές να του έβαλε στο μυαλό κάποιο είδος κόμπλεξ κατωτερότητας, μεγαλώνοντας σε ένα περιβάλλον που είναι οι πάντες γύρω σου καλύτεροι.

Η πόρτα μπροστά του άνοιξε, ο διάδρομος απλωνόταν σαν φίδι που προσπαθούσε να φάει κάθε ίχνος φωτός στο δωμάτιο. Στην άκρη το μεγάλο κλουβί στεκόταν ακίνητο. Οι ήχοι είχαν σβήσει. Καθώς ήταν στο τσιμεντένιο μονοπάτι στο μυαλό του το κοινό θα κραύγαζε. Δεν μπορούσε όμως να αναγνωρίσει ήχο ούτε είχε σκοπό να χαραμίσει πολύτιμη ενέργεια σε κάτι ασήμαντο σαν τον κόσμο γύρω. Ίσως ήταν η μέρα που θα κατάφερνε να ακούσει τους επαίνους. Στο τέλος αυτής της μάχης.

Γιατί οι άνθρωποι δεν μπορούσαν να ευχαριστηθούν την βία αν δεν ήταν με σάρκα και οστά. Υπήρχαν πολλές εκπομπές και με την υποστήριξη της κυβέρνησης που έδιναν ψηφιακή βία, μέσα στον κυβερνοχώρο. Αν δεν ήξερες πως βρισκόσουν στο μυαλό σου δεν θα μπορούσες να καταλάβεις την διαφορά. Η υφή, ο ήχος, η μυρωδιά, τα πάντα ήταν μια τέλεια αναπαράσταση. Όμως εκεί κανείς δεν κινδύνευε. Κανείς δεν φοβόταν μην πεθάνει. Ο κόσμος το θεωρούσε ψεύτικο.

Πάτησε το πόδι του στο ρινγκ. Η ατσάλινη πόρτα έκλεισε πίσω του. Απέναντι ο αντίπαλος έκανε την εμφάνιση του, το κεφάλι κρυμμένο κάτω από μια πετσέτα για τον ιδρώτα.

-Καλησπέρα! Καλησπέρα, καλησπέρα. Παίζουμε!

Δεν μπορούσε να καταλάβει για τι μιλούσε, αν και έβγαζε μερικώς νόημα. Σταμάτησε να του δίνει σημασία. Μόνο το κουδούνι είχε σημασία. Όταν χτυπούσε απλά θα αμυνόταν μέχρι να αναγνωρίσει τις κινήσεις του. Αν στην διαδικασία έχανε μέρος του χεριού του δεν τον ενδιέφερε, καθώς με το κανονικό μπορούσε άνετα να κάνει αρκετή ζημιά για να τον αφήσει αναίσθητο.

Ένας ήχος που δεν περίμενε να ακούσει γύρισε το σύμπαν στο οποίο είχε απομακρυνθεί νοητικά ανάποδα. Η μπαταρία τελειώνει.

Μόλις είχαν αντικαταστήσει το μέλος, πως γίνεται η μπαταρία να είναι σε τόσο χαμηλό επίπεδο; Και αν ήταν όντως κριτικά χαμηλά, πως και δεν είχε δώσει σήμα νωρίτερα;

Σκατά.

-Ώστε έτσι…

Κατάλαβε τι ήθελαν να γίνει.

Το κουδούνι χτύπησε. Μια γροθιά έφτασε τόσο κοντά του πριν καν προλάβει να αντιδράσει που δεν ήταν σίγουρος αν έδινε σημασία στον αντίπαλο.

Με μια κίνηση του σώματος άλλαξε το κέντρο ισορροπίας  από το στομάχι στα πόδια, έκανε ένα βήμα προς τα δεξιά και σήκωσε το πόδι για να ανταποδώσει με μια γρήγορη κλοτσιά στο γόνατο. Μπορούσε να δει πως το δεξί του χέρι και το αριστερό πόδι ήταν βιονικό. Αν και το γεγονός πως είχε δυνατή άμυνα και από τις δύο μεριές ήταν ενοχλητικό καθώς ο ίδιος είχε περιορισμένη επίθεση, μπορούσε να χρησιμοποιήσει της σιγουριά που είχε ο αντίπαλος για να αλλάξει την ροή της μάχης.

Αν αντί να επιτεθεί με το κανονικό του χέρι και να αποκρούσει θα τελείωνε το ματς με μια γροθιά. Μόλις πήγαινε να αμυνθεί, θα χρησιμοποιούσε το βιονικό χέρι του για να γυρίσει την παλάμη του αντιπάλου, μετά με το πόδι θα χτυπούσε το καλάμι του βιονικού ποδιού, θέτοντας την προσοχή εκεί, ενώ με το βιονικό αφότου είχε απελευθερωθεί θα έκανε μια γρήγορη επίθεση στον λαιμό. Σαν σχέδιο ήταν ιδιαίτερα ριψοκίνδυνο, καθώς σήμαινε πως, πρώτον από την στιγμή που γύριζε την παλάμη και μέχρι να επιτεθεί ο αντίπαλος δεν θα προλάβαινε να επιστρέψει στην αρχική θέση του, μετά η προσοχή του μπορεί να μην άλλαζε καν, έτσι βάζοντας το ρίσκο να αποφύγει την επίθεση.

Χτύπησε ξυστά το καλάμι του αντιπάλου, βάζοντας την ισορροπία του ελάχιστα εκτός. Με το χέρι του ακόμα ανίκανο να γυρίσει αρκετά γρήγορα για να αποκρούσει κάποια επίθεση, αποφάσισε με την φόρα που είχε να κάνει μια γρήγορη περιστροφή προς τα πίσω για να δημιουργήσει απόσταση.

Πριν προλάβει να ολοκληρώσει την σύντομη πιρουέτα ο αντίπαλος ήταν ήδη έτοιμος να τον χτυπήσει. Αν εκείνη την στιγμή έκανε κάποια προσποίηση και δεν επιτιθόταν αυτός, τότε σίγουρα δεν υπήρχε περίπτωση να μην λάβει κάποιου είδος ζημιάς. Αποφάσισε να αμυνθεί και αν το ρίσκο δεν απέδιδε είχε αποδεχτεί την ήτα.

Η γροθιά όμως πρόφτασε, οπότε η επιλογή ήταν σωστή. Έπιασε την μπουνιά του αντιπάλου με την παλάμη του και απλά έκανε ένα βήμα πίσω για να εξισορροπήσει το σώμα του. Έκαναν και οι δύο ένα άλμα για να απομακρυνθούν ο ένας από τον άλλο και το πεδίο ήρθε ξανά στην αρχική του φάση. Δεν θα άλλαζε σχέδιο. Δύο βήματα μπροστά από τον αντίπαλο, δεξί κροσέ. Η ευκαιρία του. Έβαλε το χέρι του δίπλα από τον ώμο, ελάχιστα πιο μπροστά από το στήθος του, μόλις η γροθιά έφτασε αντί να την βάλει στην παλάμη, της άλλαξε φορά με το κενό ανάμεσα στον αντίχειρα και τον δείκτη. Μετά το δεξί του πόδι έκανε ένα βήμα πίσω ενώ το αριστερό χτυπούσε το βιονικό, πριν όμως προλάβει να χτυπήσει με το αριστερό χέρι τον λαιμό του αντιπάλου είδε κάτι περίεργο στους μυς του: Είχε τεντώσει το δεξί χέρι προς τα πίσω, αντί να μπει μέσα στο στήθος όπως θα έκανε κάποιος σε ένα φυσιολογικό κροσέ. Κατάλαβε τι πήγαινε να κάνει. 

Αντί να προσπαθήσει με το αριστερό του να ακυρώσει την επίθεση του, ο αντίπαλος θα έκανε ένα μισοφέγγαρο με το αριστερό, καθώς ήταν το πιο δυνατό, με την ελπίδα να χαλάσει το βιονικό χέρι ή στην καλύτερη να τον χτυπήσει στον λαιμό αν δεν αμυνθεί. Η προηγούμενη επίθεση στο πόδι είχε γυρίσει μπούμερανγκ καθώς έτσι είχε δώσει καλύτερο πάτημα στον αντίπαλο ενώ ο ίδιος βρισκόταν σε άβολη θέση να σκύψει προς την αντίθετη μεριά. Όχι. Δεν είχε πολύ χρόνο. Αν κρατούσε για μια ή δυο τέτοιες μικρές μάχες θα τελείωνε η μπαταρία. Έπρεπε να το τελειώσει εκείνη την στιγμή. Θα αποφύγω και στην συνέχεια θα του σπάσω τον λαιμό.

Έδωσε ώθηση με το δεξί του πόδι, έσκυψε το κεφάλι και έσφιξε την γροθιά. Αντί να συνεχίσει να ανακατευθύνει το χέρι του αντιπάλου πιο σημαντικό ήταν να τον προλάβει.  Σε μια μάχη αντοχής, θα έχανε. Μάλλον και δύναμης, τεχνικών και ταχύτητας αν συνέχιζε για ώρα. Όμως κανένας δεν μπορούσε να πει πως ήταν άδικο αν τον κέρδιζε σε μια μάχη αντανακλαστικών.

Δεν κατάφερε να προβλέψει την πορεία του χεριού σωστά, ούτε να προσγειώσει την γροθιά πρώτος. Το σώμα του απλά παραιτήθηκε ενώ ο πόνος στον λαιμό του έτσουξε για μερικά κλάσματα πριν σβήσει τελείως. Μπορούσε να δει αλλά όχι να νιώσει.

Έβλεπε τον αντίπαλο να κάθεται πάνω από το σώμα του και να κατεβάζει το παντελόνι του μπροστά στο κοινό.

Και μετά έβγαλε το δικό του.

Δεν κατάλαβε γιατί.

Οι διαιτητές, αν μπορούσαν να αποκαλεστούν έτσι, έφτασαν μερικά λεπτά αργότερα.

Όμως ο βιασμός ήταν η μικρότερη ανησυχία του.

Ίσως το μεγαλύτερο πρόβλημα που είχε ήταν πως δεν μπορούσε να νιώσει τίποτα.

Και μετά το χαμόγελο.

Αυτό το χαμόγελο. Έσταζε σάλια και αίμα από τα χείλη του.

Κάτι είπε. Δεν μπορούσε να ακούσει τι. Και μετά κατέβασε την γροθιά του.

 

Ανώνυμος - αριθμός άγνωστος.

Τον κοίταξε να στέκεται ακίνητος. Το κεφάλι του είχε γίνει ένα με το πάτωμα, κομματάκια από τον εγκέφαλο και το κρανίο να είναι τα μόνα που έδιναν μια γενική αίσθηση τι υπήρχε εκεί πριν.

Ήταν δυνατός, άρα έπρεπε να τον σκοτώσει. Κάπως έτσι λειτουργούσε ο κόσμος. Θα έφευγε από εκεί χαρούμενος που μια τόσο ενδιαφέρουσα μάχη είχε πάρει μέρος σε έναν τόσο περίεργο τόπο. Το σκοτάδι που ξεδιπλωνόταν μπροστά του ήταν ασήμαντο, το μόνο που τον ένοιαζε ήταν το τώρα.

Δεν μπορούσε ούτε ο ίδιος να βγάλει νόημα από τις σκέψεις του. Λέξεις επαναλαμβανόντουσαν και γύριζαν κύκλους, φράσεις και προτάσεις ήταν γεμάτες ασυνέχειες και λέξεις που δεν χρειαζόντουσαν.

Μπορούσε να αναγνωρίσει αυτές τις μικρές λεπτομέρειες γιατί ήταν επικεντρωμένος τόσο έντονα στο τι συνέβαινε στο μυαλό του. Η ομιλία δεν ήταν κάτι που είχε σημασία. Ήξερε πως πριν τον αντιμετωπίσει ο αντίπαλος φοβόταν. Ήθελε να ξέρει πως φοβόταν. Ήθελε ο ίδιος να έχει μια ανάμνηση πως μπορούσε να είναι ο φόβος.

Από την άλλη δεν είχε την δυνατότητα να βρει τον φόβο στο σώμα του. Πέρα από εκείνο το πλάσμα που καθόταν όπως πάντα στην θέση του, ο φόβος ήταν άγνωστο συναίσθημα. Γι’αυτό προσπαθούσε να δημιουργήσει όσο περισσότερο ήταν ανθρωπίνως δυνατό όσο προλάβαινε.

Ακόμα και εκείνη θα χαιρόταν αν έβλεπε πως είχε κάνει κάτι τόσο αξιοσημείωτο. Μετά από τόσα χρόνια που τον είχε κλεισμένο σε εκείνο το κλουβί, ανίκανο να κουνηθεί, να μιλήσει, η χαρά της πλέον είχε γίνει χαρά του.

Αλλά για να σιγουρευτεί πως ήταν χαρούμενη έπρεπε πρώτα να πάει σπίτι. Δεν είχε και πολύ διάθεση να μείνει εκεί, μύριζε περίεργα. Ιδρώτας και αίμα, τι άσχημη μυρωδιά.

Ποιος ήταν αυτός που στεκόταν μπροστά του; Το κεφάλι του ήταν λιώμα. Άσχημο θέαμα, γιατί να επιτρεπόταν κάτι τέτοιο σε αυτόν τον κόσμο;

Γιατί εσύ το έκανες, βλάάάάκααα.

Να την! Εκείνη. Ήταν μέσα του πάλι, σκατά. Πως μπορούσε να του μιλάει ακόμα και τώρα;

Έπρεπε να φύγει, να γυρίσει σπίτι.        

Τρέχα! Τρέχα! Μπορεί να θυμώσω και δεν θέλεις να θυμώσω ε;!

Γέλασε.

Και αυτή γέλασε.  Δεν ήθελε να θυμώσει. Σηκώθηκε και έβαλε τα χέρια του στην πλάτη. Έκανε μια απότομη κίνηση, έριξε το βιονικό χέρι στο πάτωμα και με ένα σπρώξιμο από το πόδι έσπασε τους μυς, ξεριζώνοντας το . Έφυγε τρέχοντας προς την έξοδο, χωρίς κανέναν να τον κυνηγάει. Κατέσρεψε την ξύλινη πόρτα που βρήκε να τον χωρίζει από την ελευθερία και με ένα υπολογισμένο άλμα προσγειώθηκε στον τοίχο που έστριβε στα αριστερά του. Από την κάθετη στάση έριξε με το βιονικό πόδι ένα χτύπημα στο τσιμέντο, δίνοντας αρκετή ώθηση για να φτάσει στο παράθυρο του από πάνω ορόφου μέσα από το κενό που δημιουργούσαν οι σκάλες. Εκεί κοίταξε γρήγορα που βρισκόταν και μόλις κατάφερε να προσανατολιστεί , έκανε ένα άλμα προς το πλάι του κτιρίου. Από εκεί έβαλε έναν χάρτη να αναλύεται στην ψηφιακή προβολή που είχε θέσει τον πυρήνα του να επεξεργάζεται, οπού στην συνέχεια έβαλε μπροστά του. Από κτίριο σε κτίριο μέσα σε μερικά λεπτά κατάφερε να φτάσει στον προορισμό του.

Το κτίριο ήταν από τα λίγα που είχαν ακόμα φρεσκοβαμμένο εξωτερικό. Εκείνη ήταν πολύ απαιτητική και δεν θα δεχόταν να μένει κάπου που απ ‘έξω έμοιαζε με αχούρι. Τον έβαζε κάθε μερικά χρόνια να ανανεώνει το χρώμα, παρότι της ερχόταν πολύ ακριβό να βρίσκει τα υλικά. Από την στιγμή που οι βιομηχανίες πετρελαίου είχαν γίνει πολύ περιορισμένες και δύσκολο να λειτουργήσουν, τα περισσότερα πλαστικά ήταν δυσεύρετα. Και πέρα από μπογιές με βάση καρπούς ή λουλούδια, που αυτές ήταν ακόμα πιο ακριβές, τα χρώματα που είχαν βάση τον παλιό μαύρο χρυσό ήταν καθαρά για αυτούς που είχαν περισσευούμενο εισόδημα.

«Όσο τα μέταλλα που φτιάχνουμε ή βρίσκουμε είναι τόσο εύκολο να τα προμηθευτούμε, οι άνθρωποι δεν θα πάρουν χαμπάρι πως πρέπει να παλέψουμε ενάντια σε αυτό το πράμα.»  Αυτό έλεγε κάθε φορά που έπρεπε να ξοδέψει σε κάτι που ήταν όμορφο. «Σε έναν κόσμο που έχει αρνηθεί την ίδια του την ύπαρξη, ο μόνος τρόπος για να ζήσεις είναι να κρατάς στο μυαλό σου πόσο όμορφος ήταν κάποτε»

Όντως, πόσο όμορφος ήταν. Κοιτούσε τα βουνά που ακόμα δεν είχαν καλυφθεί από τον πράσινο καρκίνο και έβλεπε ζωή. Ακόμα και αν οι άνθρωποι προτιμούσαν να καταστρέψουν αυτήν την λίγη ομορφιά που είχε απομείνει, εξοφλώντας κάθε επιλογή, για να μπορούν  να ζήσουν ακόμα και εκείνα τα τελευταία λεπτά που μπορούσαν. Ακόμα και τότε εκείνη δεν μισούσε τους ανθρώπους, τους θεωρούσε απλά ανίκανους να κοιτάξουν πέρα από το σήμερα. Έσκαβαν κάθε λόφο ή ύψωμα για να κερδίσουν μερικά μέτρα από την καταστροφή.

Μπήκε μέσα στο δωμάτιο που καθόταν αυτή. Όπως πάντα στην καρέκλα της, έπινε το αγαπημένο της ρόφημα και έβλεπε ταινία στην οθόνη μπροστά της.  Δεν μπορούσε να καταλάβει ο ίδιος γιατί δεν χρησιμοποιούσε τις προβολές μέσα στον πυρήνα της, καθώς ήταν πολύ πιο έντονες και είχαν τελείως διαφορετικό επίπεδο λεπτομέρειας- Πέρα από αυτό τον τελευταίο καιρό κάθε είδους τέχνης ερχόταν αποκλειστικά για την ψηφιακή πραγματικότητα.

-Καλώς ήλθες. Κέρδισες;

Τον κοίταξε. Τα ξανθά μαλλιά της έπεφταν μπροστά στα μεγάλα ροζ μάτια της. Τα γλυκά της χείλη τον ωθούσαν να κάνει ο,τι του πει, ενώ η μυτούλα της έδινε μια αίσθηση μικρού παιδιού που περίμενε να δει το δώρο που του έφεραν. Ακόμα και μέσα στο σπίτι φορούσε ένα όμορφο λευκό φόρεμα, απλό, κλειστό. Έδινε έμφαση  στις γραμμές της, παρότι δεν ήταν ιδιαίτερα έντονες. Τον κοίταξε έντονα για ακόμα μια φορά πριν σταματήσει να του δίνει σημασία.

-Το αίμα. Άσχημο. Πλύσου.

Δεν ήταν δικό του, όμως μπορούσε να καταλάβει γιατί το έλεγε. Πήγε στο μπάνιο και έβγαλε τα ρούχα του. Έκανε ένα γρήγορο ντους και έβαλε την κολόνια του πριν γυρίσει πίσω. Εκείνη του μίλησε χωρίς να σταματήσει να κοιτάει την οθόνη.

-Δεν έχουμε κάτι να συζητήσουμε.

Υποκλίθηκε και γύρισε την πλάτη του. Πέρασε από την πόρτα στο απέναντι διαμέρισμα, οπού μπήκε μέσα σε ένα κλουβί μεγέθους λίγο μεγαλύτερο από σπίτι σκύλου.

Όπως πάντα θα έμενε εκεί μέχρι να του μιλήσει. Θα κοιτούσε τα ίδια κομμάτια του δωματίου ξανά και ξανά. Θα μετρούσε πόσα αστέρια είχε ο ουρανός σε εκείνη την φωτογραφία. Πόσα μαλλιά μπορούσε να αναγνωρίσει πως πετάγονται από το κεφάλι εκείνου του άντρα. Τα πάντα γύρω του ήταν απλά ένας τρόπος για να περνάει την ώρα.

Και η ώρα περνούσε, όπως πάντα αργά. Συνάμα ίσως ήταν γρήγορα. Το βάθος που το σκοτάδι έφτανε ήταν άγνωστο. Ίσως αν συγκεντρωνόταν να μπορούσε να πιάσει το αύριο.

Όμως το τώρα είχε μόλις χαθεί, άρα η ευκαιρία του πέρασε. Δεν μπορούσε να τα καταφέρει, όσο και αν προσπαθούσε. Μόλις του περνούσε η ιδέα να επαναστατήσει το παρόν γινόταν παρελθόν και εκείνη το καταλάβαινε. Την έβλεπε πάντα την στιγμή που ήταν προετοιμασμένος μέσα από την κάσα της πόρτας και του μιλούσε. Όχι νευριασμένη, απλά ο εαυτός της. Μερικές φορές δεν ήταν σίγουρος αν εκείνη είχε καταλάβει πως αυτός ήθελε να φύγει. Όμως χωρίς καν να πει τίποτα, πάντα τον κοιτούσε με εκείνο το ψυχρό βλέμμα σαν να ήξερε πως έκανε κάτι λάθος.

Μπορεί η δύναμη της να ήταν στα μάτια- αυτό ήταν.

Το παρόν είχε μόνο εκείνην την στιγμή να υλοποιηθεί. Θα της έβγαζε τα μάτια. Όμως πότε πέρασε ο χρόνος; Και πόσος;

Είχε ξεχάσει. Τι ώρα ήταν; Όχι, δεν πρέπει να κοιτάξω.

Θα νευριάσει αν κοιτάξω, θα με τιμωρήσει. Έβαλε λίγο από το δέρμα δίπλα από το αυτί του με τα νύχια του. Πέρασε αρκετός χρόνος για να ξεχάσει τον πόνο, άρα θα προλάβαινε.

Αυτό που θέλεις να κάνεις…

Ήταν αυτή. Αυτή. Έπρεπε να την πάρει. Εκείνη του είχε μάθει τα πάντα για το σώμα του, τον είχε διδάξει πώς να φέρεται στους ηττημένους. Και πάντα ακολουθούσε κάθε τι που του έλεγε. Θα το έκανε. Εκείνη θα ήταν η τελευταία στιγμή που θα περνούσε σε εκείνο το κλουβί. Όμως η πόρτα άνοιξε, όπως πάντα.

Πέρασε μπροστά του και του έδωσε το φαγητό του. Δεν ήταν κάτι αξιοσημείωτο. Πολτός, όπως πάντα. Έπιασε με το χέρι του το κάγκελο και την κοίταξε. Αυτή γύρισε την πλάτη της και πήγε πίσω στο δικό της δωμάτιο. Πριν το καταλάβει μια μικρή δόνηση πέρασε στο μυαλό του. Κάποιος προσπαθούσε να επικοινωνήσει. Απάντησε.

-Είναι πολτός. Για την νίκη σου. Σκότωσε την.

Ποιος ήταν;

-Σκότωσε την. Βγάλ’ της τα μάτια. Ξερίζωσε κάθε κομμάτι κρέας που έχει πάνω της.

Πως ήξερε τι σκεφτόταν;

-Δεν είμαι αυτή, ούτε θα γίνω, είμαι εδώ για σένα. Θα σου δώσω όσες θέλεις.

Μα δεν ήθελε μόνο γυναίκες.

-Αυτό νομίζεις επειδή δεν έχεις πάει με καμία.

Που το ήξερε;

Άνοιξε την πόρτα του κλουβιού του και προχώρησε μπροστά στην κάσα που τόσο καιρό τον τρομοκρατούσε. Προφανώς. Ο θεός. Ο θεός του μιλούσε. Γιατί η ομορφιά ήρθε από τον θεό. Και εκείνη είναι η μετενσάρκωση αυτής. Έπρεπε να πεθάνει όταν βρισκόταν στο ζενίθ της ύπαρξης της.

Πως; Ποιος είπε κάτι τέτοιο; Πότε φτάσαμε εκεί; Μην με σκοτώσεις. Γύρνα πίσω.

Του φώναζε, όμως ήξερε πως αυτό έπρεπε να κάνει. Στην τελική, κανείς δεν ήθελε να πεθάνει. Η ίδια μπορεί να δημιουργούσε άτοπα στον λόγος της, αλλά ήξερε πως η ομορφιά ήταν το παν.

-Και όταν τελειώσεις, έλα να με βρεις στην ταράτσα.

 

 

Και εκεί τον περίμενε. Ο άντρας που θα έθετε την ζωή του από εκεί και πέρα σε κίνηση.

-Ξέρω γιατί και πως λειτουργείς, αν και δεν είμαι ο θεός σου. Το μυαλό σου είναι σπασμένο και ασύνδετο, αυτήν την στιγμή σε πλήρη ασυνέχεια. Θα σου αποδείξω πως είμαι ικανός να σε κάνω το υποχείριο μου και εσύ θα με ακολουθείς πιστά. Τι λες;

Εκείνος καθόταν απέναντι του. Έτοιμος να πάρει την θέση της.

-Πρώτα, όμως

Είπε και σήκωσε επιδεκτικά μια τσάντα που είχε στο χέρι του

-Θα σε βοηθήσω να το εγκαταστήσεις για να έχουμε μια δίκαιη μάχη.

Αυτή ήταν η ευκαιρία του. Αν μπορούσε να σπάσει τα δεσμά, θα σήμαινε πως εκείνη ήταν αδύναμη. Αν από την άλλη έχανε, ο καινούργιος του άρχοντας θα ήταν απλά καλύτερος από αυτή, δίνοντας του κάποιον για να υπακούει.

Έκανε υπομονή καθώς εγκαθιστούσαν το χέρι και προετοίμασε τον εαυτό του νοητικά. Έπρεπε να κερδίσει. Έτσι θα μπορούσε να συνεχίσει να ζει χωρίς κάποιος από πάνω του. Από την άλλη, αν έπεφτε εκεί δεν έχανε τα πάντα, άρα δεν είχε νόημα να ρισκάρει την ζωή του.

Μόλις τελείωσαν την διαδικασία δημιούργησαν μια απόσταση μερικών μέτρων και ξεκίνησαν.

-Ο,τι μέσο και να χρησιμοποιήσεις είναι μέσα στους κανονισμούς. Περιμένω πολλά από ‘σένα.

Έκαναν μερικά άλματα επί τόπου για να σιγουρευτούν πως δεν υπήρχε τεχνικό πρόβλημα. Εκείνος ξεκίνησε πρώτος με μια γρήγορη επίθεση. Με την δύναμη που εκτοξεύτηκε από το σημείο που βρισκόταν, καθώς και την πίεση που αναγνώριζε πως το τσιμέντο είχε υποστεί, κατάλαβε πως και τα δύο του πόδια ήταν βιονικά. Το ένα του χέρι σίγουρα ήταν καθώς το είχε δει όταν τοποθετούσαν το βιονικό του κομμάτι οπότε δυο ερωτήσεις έμεναν: Το στήθος και το άλλο χέρι.

Η απάντηση στο δεύτερο ήρθε αμέσως, καθώς η πρώτη γροθιά ήρθε με αυτό. Το αριστερό κροσέ που έριξε ήταν σίγουρα δυνατό και με καλή ισορροπία, οπότε με το βιονικό του κομμάτι το σταμάτησε με το μέρος λίγο πάνω από τον καρπό. Στην συνέχεια αντάλλαξαν επιθέσεις και γυρίσματα, πριν κάνουν μερικά βήματα πίσω.

Από εκεί αποφάσισε ο ίδιος να επιτεθεί. Αν ήταν κάθε κομμάτι του βιονικό, μόνο το στήθος έμενε να σιγουρευτεί πως ήταν φυσικό. Με μια ευθεία γροθιά που περίμενε να αποκρουσθεί πέρασε στο πλάι της άμυνας του αντιπάλου,  οπού με την ισορροπία του στο μπροστά πόδι μπορούσε άνετα να πραγματοποιήσει μια γυριστή κλοτσιά. Όσο αδύναμη και αν ήταν δεδομένου ότι η περισσότερη κίνηση είχε κοπεί από την άμυνα, αν σιγουρευόταν πως το αδύναμο σημείο ήταν το στήθος τότε μπορούσε να κάνει μια τεχνική βάση αυτού.

Όμως για κακή του τύχη ο αντίπαλος προέβλεψε την στρατηγική του, και αντί να συνεχίσει με ασφάλεια να αποκρούει την γροθιά, άφησε το χέρι του να χτυπήσει λίγο, έπιασε το πόδι που είχε φύγει για να γίνει κλοτσιά, έσπασε την κλείδωση του γόνατου και τον τράβηξε προς τα πάνω.

Δεν ήταν σίγουρος γιατί έκανε ένα τόσο μοιραίο λάθος, καθώς με την φόρα τώρα στο μέρος του, έκανε μια σβούρα με τα χέρια τις τελευταίες στιγμές που έφταναν στο έδαφος, ξεκόλλησε το σπασμένο πόδι και κατά την πτώση του έριξε μια δυνατή γροθιά στην άκρη του κρανίου του, που επειδή και τα δύο χέρια ήταν ακινητοποιημένα δεν μπορούσε να αποφύγει.

Όμως αντί να πέσει αναίσθητος από την δύναμη το σώμα του έκανε ένα μισοφέγγαρο και προσγειώθηκε λίγο πιο πέρα. Μέσα σε μερικά δευτερόλεπτα σηκώθηκε και τον κοίταξε γεμάτος πάθος. Το κρανίο ήταν σπασμένο στο πλάι και το μάτι είχε πέσει από το μέρος που θα έπρεπε να ήταν ,αλλά κάτι δεν πήγαινε καλά.

Μεταλλικό;

Είχε βιονικό κεφάλι. Αυτό που η κυβέρνηση είχε θέσει ως ταμπού, η ιδέα πως μια μηχανή μπορεί να θέσει τα νύχια της στον εγκέφαλο κάποιου- αυτό έβλεπε μπροστά του. Με το πόδι του αχρηστεμένο και τις άκρες των δακτύλων του σπασμένες δεν υπήρχε περίπτωση να πολεμήσει. Μπορεί ο αντίπαλος να είχε ένα σοβαρά τραυματισμένο δεξί βιονικό χέρι, και πιθανά δεν θα μπορούσε να του κουνήσει από την μέση και κάτω, τα πόδια και το άλλο χέρι ήταν πλήρως λειτουργικά. Το λυγισμένο κρανίο έκανε μερικούς σπασμούς και πέταξες σπίθες καθώς το σώμα κινούταν αργά προς αυτόν.

-Παραδέχεσαι την ήττα σου;

-Ναι.

-Χαίρομαι. Μετά από τόσο καιρό που αυτή η γυναίκα πιέζει τα συναισθήματα σου και προσπαθεί να σε ελέγξει, έχω την δυνατότητα να δω το πόσο όμορφα είναι τα παιδικά χρόνια ενός ενήλικα. Πραγματικά υπέροχα, σαν εσένα.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Ζωή, αριθμός 220249849 ετών 27

-Καλημέρα! Πως είσαστε;!

Η ζωντανή φωνή διαπέρασε την απαλή μουρμούρα με ένα ύφος που μόνο ένα άτομο μπορούσε να έχει. Μετά από διάφορα γεγονότα που είχαν επηρεάσει το πώς οι συμμαθητές της την έβλεπαν, ο περισσότερος κόσμος είχε απλά αποδεχτεί την ύπαρξη της σαν ένα μέλος της καθημερινότητας. Αφού δεν πήρε καμία απόκριση γέλασε απαλά και πήγε προς το θρανίο της, ακούμπησε την τσάντα πάνω στην πλαστική επιφάνεια και έβγαλε από μέσα ένα τετράδιο με ένα στυλό σφηνωμένο στο σπιράλ του. Χωρίς να κάτσει, άνοιξε μια τυχαία σελίδα και έδειξε το άδειο χαρτί στην κοπέλα που καθόταν από πίσω της.

-Βρήκα ένα πολύ ενδιαφέρον παιχνίδι χθες! Έψαχνα σε κάτι αρχεία των γονιών μου και είναι απλό, θες να παίξουμε;

Το κορίτσι που καθόταν ήσυχο επικεντρωμένο στον απέναντι πίνακα δεν έδωσε καμία σημασία στα λόγια της. Έκλεισε επιδεικτικά τα μάτια της και έβγαλε το βιβλίο για το πρώτο τους μάθημα. Χωρίς να παραξενεύεται από την συμπεριφορά της, η Ζωή έκανε νόημα με το τετράδιο στο αγόρι που καθόταν δίπλα της, εκείνη την στιγμή απορροφημένο σε μια συζήτηση για κάποιο βιντεοπαιχνίδι με έναν συμμαθητή του.

-Ξέρεις, τα βιντεοπαιχνίδια πλέον έχουν γίνει βαρετά, ε; Κάτσε να παίξουμε μαζί, δεν είναι δύσκολο! Εύκολο να το μάθεις, δύσκολο να το τελειοποιήσεις!

Με τα συναισθήματα της να ρέουν μέσα από τα λόγια της, τα χέρια της να ανεβοκατεβαίνουν σχεδόν όσο γρήγορα όσο τα χείλη της, ίσως ήταν το μοναδικό άτομο στην τάξη που το αγόρι μπορούσε να αποκαλέσει όμορφο’ όχι απαραίτητα γιατί ήταν ευπαρουσίαστη, αλλά επειδή ο αέρας που περνούσε στον κόσμο γύρω της ήταν τόσο θετικός που ο καθένας θα τον έβρισκε  γλυκό. Και η ίδια το γνώριζε. Μετά από μερικά δευτερόλεπτα που την κοίταξε γεμάτος περιέργεια, κούνησε το κεφάλι του σαν να ξυπνούσε και συνέχισε την συζήτηση του.

-Χμφ! Εσείς χάνετε.

Με ένα παιχνιδιάρικο ύφος υποτιθέμενου θυμού έκατσε με φόρα στην καρέκλα της. Σύντομα βαρέθηκε την ησυχία του χώρου και άρχισε να τραγουδάει από μέσα της, το βάθος των πνευμονιών της να ακολουθούν με τον ρυθμό. Καθώς κοιτάμε το αύριο, με τα μάτια γεμάτα όνειρα~ ξεχνάμε τον πόνο του σήμερα, τα κεφάλια μας στα σύννεφα~ ♪ Δεν ήταν σίγουρη αν το τραγούδι πήγαινε έτσι. Ο ρυθμός και το περιεχόμενο χόρευαν στο μυαλό της εδώ και καιρό, αλλά δεν μπορούσε να θυμηθεί κάτι συγκεκριμένο ούτε να το βρει στο δίκτυο, οπότε είχε ξεμείνει με το ξεθωριασμένο υποκατάστατο στην μνήμη της.

Πάντα θεωρούσε λυπηρό που ήταν τόσο περιορισμένη από την φυσική της ύπαρξη. Γνώριζε πως οι πιθανότητες ήταν άπειρες, η τεχνολογία είχε προχωρήσει τόσο πλέον, αλλά ακόμα δεν είχε την δυνατότητα να κάνει τίποτα. Δεν ήταν έξυπνη, όμορφη, δυναμική, δεν δούλευε όσο σκληρά όσο άλλοι. Το μόνο που είχε σαν ξεχωριστό κομμάτι ήταν η δυνατότητα της να παραμένει ήρεμη και χαρούμενη, σχεδόν ανίκανη να καταλάβει τι συμβαίνει γύρω της σε κάθε κατάσταση που είχε βρεθεί. Δεν την ευχαριστούσε να είναι ενοχλητική, απλά ήθελε από το βάθος της καρδιάς της να περνάει καλά, πράγμα που ο κόσμος που ζούσε δεν είχε καμία γνώση στο πώς να το εφαρμόζεις πέρα από κοινά αποδεχτούς παράγοντες. Ποια είναι η πραγματική επίπτωση του να μην μπορείς να δεις την θάλασσα; Σκεφτόταν εδώ και καιρό την ζωή πριν γίνει όλο αυτό. Προφανώς υπήρχαν ακόμα αρχεία για το τότε, όμως ήταν τόσο διάσπαρτα που είχε πλέον γίνει σχεδόν μύθος. Δεν ήταν απαγορευμένο θέμα, απλά ο κόσμος προτιμούσε να μην συζητάει για κάτι που δεν θα ζούσε.

Σαν πρόβλημα γύρω της αυτό ήταν κάτι που αναγνώριζε: Δεν μπορούσε να δει ελπίδα. Οι άνθρωποι ήταν τόσο κλειστόμυαλοι και σκεφτόντουσαν κοιτώντας το άμεσο μέλλον που μπορούσαν να καταλάβουν χωρίς διαφοροποιήσεις ή εναλλαγές στην καθημερινότητα. Δεν ήθελαν να σκέφτονται πιο βαθιά, με ένα ευρύ φάσμα απόψεων να θέτει αυτές τις σκέψεις και να υποστηρίζει τις ερωτήσεις που θα ξεπηδούσαν. Μπορεί ο παλιός κόσμος να ήταν έτσι; Μπορεί η ανθρωπότητα να ήταν πάντα έτσι. Από την στιγμή που μπορούσε να αναγνωρίσει το πρόβλημα, προφανώς κάποιος άλλος έπρεπε ήδη να το είχε καταλάβει πριν από αυτήν. Ήθελε να γνωρίσει κάποιον τέτοιο άνθρωπο.

Οι σκέψεις της διακόπηκαν απότομα από τον ήχο του μαρκαδόρου να προσγειώνεται στο θρανίο της και στην συνέχεια από την φόρα να γλιστράει στο πάτωμα, ανίκανος να σταματήσει πριν χτυπήσει τον τοίχο. 

-Ξέρω πως έχεις άλλα πράγματα να σκεφτείς. Στην τελική είσαι ζωντανή, αυτό το ‘χουμε καταλάβει. Αλλά αν μπορούσες να παρακολουθείς το μάθημα θα ήμουν ευγνώμων.

Αυτό ήταν ένα άτομο που θαύμαζε.

-Συγνώμη! Συγνώμη! Απλά ήθελα να σας ρωτήσω, ο παλιός κόσμος ήταν σαν τον σημερινό; Άδειος από φαντασία, ανθρώπινη αλληλεπίδραση και γενικά χαρά;

-Προφανώς και ήταν έτσι. Ο ιμπεριαλισμός ήταν ένα βασικό στοιχείο στο πως λειτουργούσαν τότε οι χώρες, μια ιδέα που θα σου σύστηνα να ψάχνεις. Πάντα προσπαθούσαμε να φτάσουμε εκεί που δεν είχαμε ήδη καταφέρει, όμως όχι από υπερβάλλοντα ζήλο, όσο από φθόνο. Δεν μπορούσαν να μην είναι οι καλύτεροι σε αυτό που κάνουν, γιατί έτσι θα είχαν λιγότερα.

Έξυσε λίγο το κεφάλι του πριν συνεχίσει.

-Όμως, όπως βλέπεις σήμερα, αυτό είναι το σύστημα που σας έχουν δώσει να πάρετε στα χέρια σας. Ας κλείσουμε την παρένθεση και ας συνεχίσουμε το μάθημα, ναι; Αυτήν την φορά ξύπνια, παρακαλώ.

Δεν είχε άδικο, έπρεπε να συνεχίσει το μάθημα κανονικά, χωρίς να τον διακόπτει. Αλλά σίγουρα ήταν κάποιος άξιος θαυμασμού. Ήξερε, σκεφτόταν, ανέλυε. Βέβαια από την στιγμή που δίδασκε στην τάξη της δεν επιτρεπόταν να έχουν καμία σχέση που θα έφερνε σε κίνδυνο κάποιον από αυτούς, είτε ήταν για το κατά πόσο αντικειμενική ήταν η βαθμολόγηση είτε ήταν για το αν παρακολουθούσε ή όχι.

Χαμογέλασε ξανά, αυτήν την φορά από φόβο. Πόσο μεγάλος και περίπλοκος ήταν ο κόσμος που ήθελε να ανακαλύψει; Ήταν όσο ενδιαφέρον και περίπλοκος όσο φαινόταν, ή απλά θα κατέρρεε κάτω από το βάρος των προσδοκιών της; Δεν μπορούσε να περιμένει να μάθει.

Έξι κουραστικές ώρες αργότερα η ανακοίνωση έληξε το μάθημα και η καρδιά της άρχισε να χτυπάει δυνατά. Μπορεί εκείνη την ημέρα να γνώριζε κάποιον, να ερωτευόταν, μπορεί να μην γινόταν τίποτα απολύτως. Αυτή ερώτηση κάθε βράδυ γύριζε στο μυαλό της πριν πέσει για ύπνο και αφότου ξυπνήσει το πρωί, σαν την φύλακα άγγελο της. Ίσως ήταν απλά ένας τρόπος να συνεχίσει να ζει, ίσως τίποτα παραπάνω από μια ηλίθια απορία. Χωρίς να το βάζει κάτω μάζεψε τα πράγματα της και μίλησε ξανά στην κοπέλα που καθόταν πίσω της.

-Θέλεις να πάμε καμιά βόλτα; Να βγούμε σε κάνα μαγαζί; Έχω λεφτά μαζί μου, ειδικά τώρα με την υποχρεωτική εγχείρηση για την στήλη, σχεδόν κάθε μέρα έχω! Ο πυρήνας είναι πολύ βολικό πράμα.

Ένα κενό βλέμμα. Τίποτα στον κόσμο του φωτός δεν μπορούσε να περιέχει κάτι τόσο άδειο, απάνθρωπο. Την λυπόταν, όμως ήξερε πως δεν μπορούσε να αλλάξει κάποιον που δεν ήθελε να αλλάξει τον εαυτό του. Έξυσε το μικρό εξόγκωμα στο πίσω μέρος του λαιμού της. Ένιωθε ξένο, σαν κάτι να είχε εισβάλει το σώμα της, όμως δεν είπε τίποτα. Κάθε τι γίνεται για το καλό μας, εμείς απλά πρέπει να βρούμε το γιατί.

Τέσσερις ώρες αργότερα τα μαγαζιά είχαν αδειάσει. Οι γεμάτοι χώρο διάδρομοι που πριν από λίγο φιλοξενούσαν πολλές παρέες τώρα έμεναν άδειοι, ανακλώντας τις χρωματιστές πινακίδες που κάθε μαγαζί κρεμούσε για την προσοχή του κόσμου. Αν δεν βρισκόταν σε αυτό το μέρος της πόλης ήταν σίγουρη πως δεν υπήρχε περίπτωση να δει τόσο καλογυαλισμένο μάρμαρο, όμως ο πιο πλούσιος τομέας προφανώς θα είχε τα θετικά του. Η φορεσιά της δεν ξεχώριζε ιδιαίτερα, καθώς είχε αποφασίσει να αλλάξει από τα ρούχα του σχολείου. Αν και δεν ήταν υποχρεωμένοι να φοράνε συγκεκριμένες στολές, είχαν μια γενική ιδέα κώδικα ντυσίματος, οπότε προτιμούσε να αλλάζει όταν έβγαινε έξω.

Ακόμα μια μέρα με ένα άδειο μυαλό. Δεν υπήρχε τίποτα γύρω της να την ευχαριστήσει αρκετά, μόνο σκουπίδια. Πολλά σκουπίδια. Είτε προερχόντουσαν από την ανθρώπινη γνώση, την άγνοια, τον εγωισμό, τον απόλυτο φονταμενταλισμό που κυριαρχούσε στα μυαλά των ανθρώπων. Αν τρως και κοιμάσαι, είσαι ζωντανός. Αυτό είχαν ακούσει, σε αυτό θα έμεναν. Δεν είχαν λόγο να επεκτείνουν, και έτσι οι συζητήσεις που έκαναν ήταν τόσο ανιαρές και ρηχές, που η ίδια δεν άντεχε άλλο.

Είδε κάποιον στην απέναντι μεριά του διαδρόμου να την κοιτάει έντονα, οπότε αποφάσισε να δει γιατί. Πέρασε πάνω από την γυάλινη γέφυρα που χώριζε τις πλευρές του κτιρίου, κατέβηκε τις σκάλες και βρέθηκε δίπλα του. Ξαφνιασμένος από την γρήγορη και αποφασιστική σειρά δράσεων που είχε μόλις παρατηρήσει από μια κοπέλα μόλις δεκατριών, δεκατεσσάρων ίσως, έλεγξε όλο της το σώμα με τα μάτια του, σπιθαμή προς σπιθαμή.

-Τι θέλεις;

Τον ρώτησε τόσο απότομα, που από την έκπληξη έκανε ένα βήμα πίσω.

-Τ… τι εννοείς; Εσύ ήρθες εδώ και κόλλησες την μούρη σου μπροστά μου!

Με ένα ύφος θυμού στο πρόσωπο του κούνησε απότομα το χέρι του προς το κεφάλι της. Αυτή προετοιμασμένη έκανε να αποφύγει, όμως είδε πως δεν ήθελε να την χτυπήσει, ήταν απλά μια χειρονομία.

-Ναι, αλλά με κοιτούσες τόσο έντονα που δεν μπορώ να βρω λόγο να μην έρθω να σε ρωτήσω! Τι θέλεις;

Ο άντρας γρήγορα κατάλαβε πως το κορίτσι αυτό δεν ήταν απλά ένα φυσιολογικό πλάσμα. Έπρεπε να κανονίσει την παρεξήγηση και να πάει σπίτι του, χωρίς να δημιουργήσει φασαρία.

-Δεν κοιτούσα εσένα, απλά παρακολουθούσα το κατάστημα μπροστά στο οποίο στεκόσουν. Περίμενα την γυναίκα μου, που αυτήν την στιγμή έρχεται προς τα εδώ,

Έδειξε μια ψηλή, λιγνή γυναίκα γύρω στα τριάντα να κατεβαίνει τις σκάλες.

-οπότε κοιτούσα να δω πότε φεύγει.

-Και γιατί δεν πήγες εκεί; Γιατί να έχεις τόσο μεγάλη απόσταση αν ήταν να περιμένεις να έρθει μέχρι εδώ έτσι και αλλιώς;

-Συγνώμη, δεν κατάλαβα, από πού το ύφος; Πρόσεχε πως μιλάς!

-Αυτό δεν απαντάει την ερώτηση μου! Θα ζητήσω συγνώμη μόλις μάθω!

-Απλά δεν βρήκα τον λόγο να κάνω τον κόπο, από εδώ θα φύγουμε έτσι και αλλιώς! Το ανσασέρ προσωπικού είναι στους μονούς ενώ για το κοινό στους ζυγούς, ευχαριστημένη;!

-Αφού η γυναίκα σου είναι προσωπικό τότε γιατί να πάρει αυτό για το κοινό;

-Γιατί σχόλασε! Για όνομα!

ΤΟ πρόσωπο του είχε κοκκινίσει από τον θυμό, όμως περιέργως δεν είχε βρίσει καθόλου. Μόλις η Ζωή κατάλαβε πόσο τον είχε εκνευρίσει έκανε μια βαθιά υπόκλιση και μίλησε γρήγορα, γεμάτη συμπόνια.

-Χίλια συγνώμη! Δεν είχα σκοπό να σας φορτώσω τόσο, απλά μου φάνηκε περίεργο! Ξέρεται πως είναι η πόλη αυτές τις μέρες! Συγνώμη και πάλι!

Ο άντρας έκανε ένα νεύμα και πήρε αγκαλιά την γυναίκα του, με την οποία μπήκαν στον μικρό θάλαμο του ανσασέρ.

Αποφάσισε πως ήταν η ώρα να γυρίσει σπίτι της.

Και μετά τι;

Δεν ξέρω.

Αύριο πάλι.

ΟΙ μέρες της συνέχιζαν λίγο πολύ με το ίδιο ύφος. Προσπαθούσε να μάθει, να καταλάβει, να σπάσει την καθημερινότητα. Έβλεπε τα θετικά, αγνοούσε τα αρνητικά, ακόμα και το σπίτι της έβρισκε ήρεμο. Η μητέρα της ήταν ανάπηρη, καθώς η εγχείρηση είχε γίνει στα αρχικά στάδια της ανάπτυξης και από την στιγμή που τα νεύρα του εγκεφάλου που οδηγούσαν τις βασικές δράσεις είχαν αποκοπεί δεν μπορούσαν να το διορθώσουν. Το μόνο που ήταν ικανή να κάνει πέρα από το να αναπνέει ήταν να ανοιγοκλείνει τα μάτια της. Για λίγο καιρό είχαν ανησυχήσει πως τα πνευμόνια θα σταματούσαν να δουλεύουν, αλλά όλως περιέργως μερικοί μυς είχαν παραμείνει άθικτοι. Όταν είπαν στην ζωή πως έπρεπε να κάνει την ίδια εγχείρηση είχε αμφιβολίες, όμως αποφάσισε πως καλύτερα ήταν να αντιμετωπίζεις τους φόβους σου παρά να τους βάζεις σαν βάρος στην πλάτη σου.

Την επόμενη μέρα πήγε πάλι στο σχολείο γεμάτη όρεξη. Αυτήν την φορά κουβαλούσε μαζί της μια τράπουλα.

-Αυτά τα χαρτιά ήταν ο τρόπος που έπαιζες παλιά! Από την στιγμή που η ψηφιακή πραγματικότητα δεν είχε εξελιχθεί τόσο, ήταν λογικό πως χρειαζόντουσαν τέτοια, ε; Από την στιγμή που είναι δυσεύρετα, θα σας κάνω την χάρη να παίξετε μαζί μου!

Η τάξη ούτε που σάλεψε. Η ίδια αντίδραση όπως κάθε μέρα. Δεν την ένοιαζε. Πήγε πάλι στην θέση της και μίλησε στην κοπέλα που καθόταν πίσω της.

-Έλα! Έλα! Σήμερα;! Παίξε, παίξε! Δεν έχω κανέναν, έλα!

Την κοίταξε βαθιά στα μάτια για μια στιγμή. Τα κομμάτια ήταν εκεί, η κόρη, η ίριδα- γιατί η Ζωή δεν μπορούσε να αναγνωρίσει μια ψυχή πίσω από την σάρκα; Έκρυψε την τράπουλα στην τσάντα και της μίλησε ήρεμα αυτήν την φορά.

-Θέλεις να μου μιλήσεις; Ξέρω πως κάτι σε απασχολεί, αλλά δεν μπορώ να καταλάβω τι. Μπορώ να σε βοηθήσω, απλά δείξε λίγη εμπιστοσύνη.

Όπως πάντα, αντί να αντιδράσει απλά έχωσε το κεφάλι μέσα στα χέρια της και έκανε πως κοιμάται.

-Δεν πειράζει. Αν όχι σήμερα, αύριο. Αν όχι αύριο, την επόμενη εβδομάδα. Να ξέρεις πως πάντα υπάρχει κάποιος εκεί έξω για σένα, δεν είναι όλα αυτός ο υλιστικός χαμός που βλέπεις.

Καμία αντίδραση. Έσφιξε τις γροθιές της και χτύπησε δυνατά το χέρι της στο θρανίο. Η προσοχή της τάξης γύρισε για μια στιγμή προς αυτήν, αλλά μετά από ένα επιθετικό βλέμμα προς όλες τις κατευθύνσεις συνέχισαν τις συζητήσεις τους.

Το μάθημα αυτήν την φορά πέρασε πολύ πιο ομαλά, αλλά συνάμα βαρετά. Δεν μπορούσε να βρει την ενέργεια να παραθέσει κάποια άσχετη γνώμη ή ερώτηση σε αυτά που έλεγαν οι δάσκαλοι, τα χρονικά περιθώρια των διαλειμμάτων για να ηρεμίσει ήταν πολύ σύντομα, η τάξη ένιωθε μοναχική. Ίσως έτσι ένιωθε κανείς όταν ήταν μόνος; Σαν ένας τεράστιος χώρος γεμάτος ανθρώπους, ήχους και μυρωδιές να ήταν άδειος. Κανείς δεν αποδεχόταν την ύπαρξη της σαν άτομο παρά την έβλεπαν σαν ενόχληση, σαν μια ανωμαλία στο σύστημα τελειότητας που είχαν σχηματίσει οι άλλοι για αυτούς.

«Δεν είναι έτσι, όχι. Είμαστε όλοι κομμάτια σε ένα περίεργο παιχνίδι! Αυτό είναι αφύσικο!» Ήθελε να φωνάξει. Τα λόγια έκατσαν στον λαιμό, η ελπίδα αλλαγής βάρυνε το σβέρκο. Πως μπορούσε να κατηγορήσει έναν κόσμο για το πόσο αφύσικος ήταν όταν η ίδια δεν ακολουθούσε τους κανόνες που η φύση είχε θέσει; Η δικαιολογία της υποχρεωτικής συμμετοχής θα ήταν απλά αλάτι στην πληγή.

Κούνησε το κεφάλι της, έτοιμη να ξεσκαρτάρει αυτές τις αρνητικές σκέψεις σαν ιδρώτα μια ζεστή μέρα. Δεν είμαι εγώ αυτή! Ο κόσμος θα αλλάξει αν μπορούμε να αλλάξουμε τους άλλους γύρω μας. Πέρασε τα χέρια γύρω από τον λαιμό της και έβγαλε το κολιέ που φορούσε.

Μια χρυσή αλυσίδα, με σχετικά λεπτούς κρίκους απλού σχηματισμού, χωρίς στυλιζάρισμα, από την μια κατέληγε σε έναν κρίκο που σχημάτιζε ένα στόμα, για να μπορείς να το δένεις. Η άλλη είχε ένα μικρό κλειδί, περίπου το μέγεθος ενός στυλό, χρυσό με λίγες χαραγματιές από εδώ και από κει. Έκανε μια σβούρα γύρω από τον εαυτό της στην καρέκλα και έδωσε το αντικείμενο στην κοπέλα πίσω της.

-Μπορεί να μην έχω την δυνατότητα να αλλάξω πολλά, όμως σίγουρα γνωρίζω πότε κάποιος χρειάζεται να αλλάξει. Δεν είμαι δυνατή, όμως σκοπεύω να γίνω, και ενώ μπορεί να ακουστεί εγωιστικό, θέλω να με βοηθήσεις για να βοηθήσεις και τον εαυτό σου.

Η κοπέλα άφησε το περιδέραιο να πέσει στα χέρια της πριν το κοιτάξει. Πίσω από το χρυσό έβλεπε δυο μεγάλα μάτια, αστραφτερά και ζωντανά να ζητάνε το δικό της κλειδί για την ψυχή της. Δεν ήταν ακόμα έτοιμη. Έφερε την παλάμη πάνω από το μενταγιόν και το έπιασε διστακτικά. Μόλις το έκανε, είδε δάκρυα χαράς να κυλάνε πάνω στα μάγουλα της Ζωής.

-Ευχαριστώ… Αλήθεια.

Εκείνη την ημέρα ο ήλιος έγινε λίγο πιο ζωηρός. Στο βάθος της ομίχλης μπορούσε να δει ένα χθες, να ονειρευτεί ένα αύριο. Αποφάσισε να μην επισκεφτεί το εμπορικό απόψε. Είχε πολλά να σκεφτεί. Μπορεί αυτό να την παγίδευε στην ίδια λούπα προσωπικής ικανοποίησης που τόσο αντιπαθούσε, όμως αν μπορούσε να σώσει έστω και ένα άτομο από μια ζωή μιζέριας και δυστυχίας, θα χαράμιζε τα πάντα.

Και; Τι;

Δεν ξέρω.

Ο καιρός πέρασε με την ίδια συνέχεια ξανά και ξανά. Έμπαινε στην τάξη, χαιρετούσε τους πάντες, την αγνοούσαν. Πήγαινε κοντά της, την αγνοούσε. Κάθε μέρα, χωρίς καμία από τις δυο να χάνει την ελπίδα ότι το αύριο θα έρθει. Δεν μπορούσε να πει το ίδιο πράγμα δυο φορές συνεχόμενα. Από καινούργια παιχνίδια με την τράπουλα που είχε βρει, σε διάφορα πολύπλοκα προβλήματα στο χαρτί, κάθε μέρα της ζητούσε να κάνουν μαζί κάτι διαφορετικό. Το γεγονός πως πάντα αρνούταν να δώσει περισσότερη σημασία δεν την πτοούσε. Ήξερε πως μια μέρα θα της απαντούσε.

Η σχολική χρονιά τελείωσε,  οι διακοπές έφτασαν και αυτή η καθημερινότητα έπρεπε να τεθεί σε προσωρινή παύση. Αφού και οι δύο έμεναν τόσο κοντά και είχαν τον ίδιο τομέα σίγουρα θα κατέληγαν στην ίδια τάξη, αν όχι στον ίδιο όροφο. Και οι δύο από τα βάθη της ψυχής τους ήθελαν να ξαναβρεθούν, τόσο πολύ που ξεχνούσαν να ζήσουν πέρα από αυτό.

Πως περνούσε;

Δεν ξέρω…

Σίγουρα;

Δεν ξέρω…

Σε δυο μήνες.

Δυο μήνες αργότερα είδαν ξανά η μια την άλλη στην τελετή εκκίνησης της σχολικής χρονιάς. Ήταν ένα απλό συμβάν, μερικά λεπτά ένας αντιπρόσωπος της κυβέρνησης έβγαλε λόγο, μοίρασαν φυλλάδια με πολιτικό περιεχόμενο και ξεκίνησαν τα μαθήματα. Ήταν, όπως είχαν προβλέψει, στην ίδια τάξη αλλά οι θέσεις τους ήταν μακριά. Αυτό δεν εμπόδιζε την γεμάτη ενέργεια Ζωή να επιτεθεί στην συμμαθήτρια της με έναν καταιγισμό λέξεων και ιδεών μόλις ακούμπησε τα πράγματα στο θρανίο.

Ανίκανη να σχολιάσει, η κοπέλα απλά άκουγε την ασταμάτητη λογοδιάρροια με το κεφάλι σκυμμένο. Δεν φορούσε το κολιέ, όμως αυτό δεν ήταν νέο. Ποτέ δεν την είχε δει να το φοράει, μάλλον από ντροπή μήπως και παρεξηγήσουν οι δικοί της κάτι τέτοιο. Αυτές οι σκέψεις του έρωτα, όμως, σιγά σιγά είχαν αρχίσει να μεγαλώνουν στο μυαλό της, σαν ένα ενοχλητικό μανιτάρι που δεν μπορείς να ξεφορτωθείς, επειδή έχει μεγαλώσει στο πιο άβολο σημείο.

Οι εβδομάδες πέρασαν, οι εποχές άλλαξαν και η σχέση τους παρέμενε σταθερή. Είχε περάσει πάνω από ένας χρόνος από τότε που της έδωσε το περιδέραιο. Εκείνη δεν είχε βγάλει κουβέντα. Ούτε νεύμα δεν είναι ανταποδώσει, όμως η αποφασιστικότητα της Ζωής ήταν τόσο ισχυρή, που κανένα από αυτά δεν την επηρέαζε.

Έφτασε στο σχολείο γεμάτη όρεξη για ακόμα μια φορά. Ήταν Παρασκευή και τα γενέθλια της ήταν την Κυριακή. Η Ζωή πέρασε τα σκαλοπάτια σαν σίφουνας πριν φτάσει στην τάξη, οπού δεν βρήκε την φίλη της. Απορημένη κοίταξε γύρω μήπως δει κάτι, και τα μάτια έπεσαν στο μικρόσωμο πλάσμα που περνούσε την πόρτα και κατευθυνόταν στο θρανίο. Περίμενε πρώτα να βολευτεί και να φτιάξει τα πράγματα της πριν πλησιάσει να της μιλήσει.

Την πλησίασε και της έδωσε ένα κομμάτι χαρτί, χωρίς να πει τίποτα. Ήταν ίσως η πρώτη φορά που δεν είχε μιλήσει για τόση ώρα. Η κοπέλα το αγνόησε και έριξε μια ματιά στην τάξη. Η Ζωή επέστρεψε στο θρανίο της και άφησε την ατμόσφαιρα όσο πιο ήρεμη μπορούσε. Η μέρα προχώρησε και οι δυο τους δεν μίλησαν, απλά περίμεναν.

Το Σάββατο ήταν επίπονο για την Ζωή. Έψαχνε να βρει τι να βάλει.

Έ;

Δεν ξέρω.

Μπορεί.

Δεν μπορούσε να θυμηθεί το όνομα της συμμαθήτριας της. Όπως το ‘χε στο μυαλό ήταν κάτι που γνώριζε, καθώς η κατάσταση περνούσε κάθε μέρα έλεγχο για τις παρουσίες, όμως το δεν είχε πει ποτέ η ίδια. Περίμενε στην άκρη του κτιρίου που θα βρισκόντουσαν ενώ έκανε άσχετες σκέψεις για να σταματήσει το άγχος που είχε χτίσει μέσα της. Θα της άρεσαν τα ρούχα, θα την έβρισκε όμορφη; Θα μιλούσε καθόλου; Θα ερχόταν; Ίσως αν ερχόταν να διαπίστωνε πως είναι πολύ διαφορετική από ότι φαίνεται…

Όμως δεν είχε νόημα. Αυτή δεν θα ερχόταν ποτέ.

Έτσι δεν είναι;

Δεν ξέρω.

Περίμενε ώρες. Πολλές ώρες. Ο ουρανός σκοτείνιασε, ο ήλιος βούτηξε στο απέραντο κενό, ο κόσμος αραίωσε. Δεν έφευγε. Συνέχισε να περιμένει, όσο και αν χρειαζόταν.

Ήταν περασμένες δώδεκα. Τα καταστήματα στο κτίριο είχαν όλα κλείσει, κανένας πέρα από αυτήν δεν κυκλοφορούσε. Δεν είχε τίποτα να φοβηθεί, δεν υπήρχε κανείς που να μπορούσε να της κάνει κακό.

Κανένας άνθρωπος δεν είχε την δυνατότητα να την πειράξει. Όσο περνούσε η ώρα, οι σκιές μάκραιναν. Τα φώτα έσβηναν, σιγά αλλά σταθερά. Ίσως έπαιζαν τα μάτια της.

Κάθε ήχος ήταν εύκολο να τον διαχωρίσει. To στάξιμο των σωληνώσεων, τα καλώδια του ανσασέρ.  Κάθε τι γύρω της είχε πάρει μια περίεργη μορφή, σαν καρικατούρες των αντικειμένων που αναπαριστούσαν. Γιατί όμως, ένας κόσμος τόσο απλός να είχε τόσα πράγματα που να έβλεπες διαφορετικά; Το ίδιο κουτί μέρα παρά μέρα άλλαζε, παρότι έμενε το ίδιο. Μερικά από τα μυστικά του κρυβόντουσαν ενώ άλλα γινόντουσαν όλο και πιο προφανή.

Οι χαραγματιές στο κλειδί μιας ψυχής είχαν όνομα, μέρος, χρόνο. Κάθε τι έβγαζε νόημα αν σκεφτόσουν από τι είχε περάσει μέσα στα χρόνια που υπήρχε.

Και δεν ήταν απαραίτητα η υλική του ύπαρξη. Από την στιγμή που κάποιος σκέφτηκε το σχέδιο και έδωσε την ελευθερία στην παραγωγή.

Τι σκεφτόταν; Που πήγαινε το μυαλό της; Τα ‘χε χάσει;

Γιατί, ήσουν ποτέ φυσιολογική;

Σωστά.

Η Ζωή δεν υπήρχε.

Ήταν απλά η κραυγή μιας κοπέλας, η διεστραμμένη ψυχολογική διαταραχή της με σάρκα και οστά. Όμως αυτή η σάρκα ήταν σάπια και τα οστά είχαν ασπρίσει από τον χρόνο. Ήταν ήδη νεκρή. Μαζί με τον δάσκαλο, μαζί με τον συμμαθητή της. Είχαν όλοι πεθάνει. Δεν μπορούσε να θυμηθεί πως ή γιατί, πότε ή που. Το μόνο που γνώριζε πως ήταν νεκροί, πλέον απλά ένα παρανάλωμα του πυρός, στάχτη στο άπειρο δοχείο της μνήμης της.

Μισούσε τους περιορισμούς που έθετε το σώμα της. Η κοινωνία ήταν απλά ένα αόρατο κλουβί που κάλυπτε κάθε της ελπίδα.

Η Ζωή κοιτούσε το εμπορικό κέντρο με άδεια μάτια. Η σκάλα που είχε χωθεί έβλεπε απευθείας σε εκείνο το μέρος.

Εκείνο το μέρος που εκείνη η συμμαθήτρια είχε μιλήσει σε εκείνον τον άγνωστο. Την ακολουθούσε κάθε μέρα, μόνο και μόνο για να καταλάβει πια ήταν, όμως αυτή η στιγμή της έδωσε τα πάντα χωρίς κανένα αντάλλαγμα. Λόγο να ζει, πώς να προχωράει, τι να κάνει.

Και η Ζωή ήταν ζωντανή, ενώ αυτή όχι.

Πως μπορούσε να ξεχάσει κάτι τόσο σημαντικό; Γιατί είχε διαγράψει από την μνήμη της ένα γεγονός τόσο καθοριστικό στο ποια ήταν; Που ζούσε; Το παρελθόν της; Ήταν το πιο σημαντικό κομμάτι της! Δεν μπορείς να πεις πως είσαι κάποιος αν δεν έχεις κάτι να υποστηρίξεις αυτή την ιδέα.

Είμαστε αυτοπροσδιόριστοι μέχρι το τέλος μας. Δεν έχει σημασία πως θα μας θυμούνται οι άλλοι γύρω μας, τι θα λένε για εμάς, το μόνο που μας νοιάζει είναι το πώς νομίζαμε εμείς πως ήμαστε. Όταν πεθάνεις δεν μπορείς να κάνεις και πολλά. Είσαι νεκρός, τέλος.

Άρα γιατί την έβλεπε μπροστά της; Να κάθεται εκεί, να περιμένει την φίλη της να βγουν μαζί; Τι τραβούσε αυτό το πλάσμα τόσο δυνατά να κάτσει κοντά της;

Δεν θα μάθαινε ποτέ. Ίσως ο λόγος που ήταν νεκρή ήταν γιατί δεν ήθελε να αλλάξει τίποτα μεταξύ τους. Αυτή θα παραμείνει σιωπηλή, εκείνη νεκρή. Δύο καταστάσεις που μόνο ο χρόνος μπορεί να αλλάξει, αλλά συνάμα που το πέρασμα αυτού διατηρεί σε ισορροπία.

Δεν γέλασε. Δεν μίλησε. Απλά έφυγε. Την άφησε να περιμένει, όπως θα είχε κάνει αν αυτό ήταν η πραγματικότητα.

Το σχολείο σύντομα τελείωσε. Πήρε το δίπλωμα της. Τρία χρόνια ήταν; Τρεις μήνες; Δεν ήξερε. Άρχισε να δουλεύει σε ένα νοσοκομείο μερικά κτίρια μακριά από το παλιό της σχολείο. Έψαχνε να βρει κάτι να αλλάξει την κατάσταση στην οποία βρισκόταν μέρα παρά μέρα, αλλά το μόνο που μπορούσε να κάνει είναι να ακούει μια φωνή. Η δική της.

Εδώ είσαι γιατί έφερες τον εαυτό σου. Αν θέλεις να αλλάξεις κάτι, αυτό θα είναι το πώς αντιμετωπίζεις τα πράγματα.

Δεν ξέρω.

Απαντούσε. Μπορούσε να αντισταθεί, όμως πόσο;

Αντιμετωπίζεις; Τι εννοούσε; Ήθελε βοήθεια!

Βρες αυτήν την βοήθεια σε αυτούς που μπορούν να στην προσφέρουν.

Δεν ξέρω.

Τι να ξέρει; Δεν έβγαζε καν νόημα! Κοίτα την ροή! Για όνομα!

Γιατί νευρίαζε; Ήταν το άτομο που για τόσο καιρό παρέμενε ήρεμο και σιωπηλό. Η άπειρη επανάληψη της ίδιας ψεύτικης πραγματικότητας.

Μπροστά από τα μάτια της.

Μέρα πάρα μέρα.

Μέχρι το τέλος.

Το δικό σου.

Την ομάδα ποτέ δεν την συνάντησε πριν μαζευτούν και οι πέντε. Ήταν το τελευταίο μέλος που μπήκε, καθαρά από τύχη.  Ήξερε πως η αλλαγή που ζητούσε ήταν βαθιά μέσα τους.

Μπορεί αυτοί να την έψαχναν, ή απλά κάποιος θεός να τους είχε φέρει μαζί.

Θεός;

Είσαι ήδη νεκρή. Μην προσπαθείς να γλυτώσεις τα γεγονότα με το να φτύνεις αηδίες.

Ο θεός έχει πεθάνει από την ημέρα που αυτός ο κόσμος δημιουργήθηκε.  

All pasts nonrev.docx

Edited by LoL4NevEr
  • Like 2
Link to comment
Share on other sites

  • 3 weeks later...

Όνομα Συγγραφέα: Βουγιουκαλάκης Αλέξανδρος
Είδος: Δυστοπική φαντασία 
Βία: Ναι
Σεξ: Όχι
Αριθμός Λέξεων: 4,478
Αυτοτελής: Όχι (Μέρος τρίτο, φινάλε) Το πρώτο μέρος μπορεί να βρεθεί εδώ , το δεύτερο εδώ 
Σχόλια: Αυτή και αν δεν έχει διορθωθεί! Όπως βγήκε από τον φούρνο ανέβηκε. Καθώς με την περίοδο της εξεταστικής δεν θα έχω πολύ χρόνο, πήρα απόφαση να την τελειώσω τώρα αντί για μετά. Δεδομένου πως δεν θέλω να ασχοληθώμε τον κόσμο ή με τους χαρακτήρες για να το συνεχίσω, λογικά δεν θα τις διορθώσω ποτέ, so yeah. Σαν το μεγάλο φινάλε, περίπου, περιμένω σχόλια πάνω στην... μικρή έκπληξη που έχω ετοιμάσει, τον τρόπο που τελείωσε, και το πως νομίζετε πως έκλεισα τα arcs των χαρακτήρων. Πριν κανείς νομίσει πως ήταν βιαστικό, δεν ήταν. Είχα σκοπό από την αρχή να τελειώσει έτσι, και μόλις ετοιμαστούν τα αρχεία του extended universe θα εξηγήσουν τα πάντα. Αν από την άλλη κάποιος δεν θέλει να διαβάζει ή να περιμένει, μέσω PM μπορώ να κάνω μια περίληψη. So, without further ado~ ♪

 

Αρχείο:

 

Μια κόκκινη κηλίδα  περιτριγύριζε το σώμα της. Όταν κοίταξε κάτω, είδε μια μηχανική παλάμη γεμάτη αίμα. Αυτή στεκόταν εκεί, ακίνητη, ανίκανη να μιλήσει ή να αντιδράσει. Δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί, όμως το πρόσωπο της ήταν άσχημο όταν δεν χαμογελούσε.

Την είχε ξαναδεί κάποτε στο παρελθόν, αυτό ήταν βέβαιο, αλλά δεν είχε την δυνατότητα να αναγνωρίσει λεπτομέρειες. Έκανε μερικές κινήσεις για να βεβαιωθεί πως υπήρχε, πως όλο αυτό δεν ήταν μια παραίσθηση. Το σώμα ακολουθούσε τις σκέψεις, όμως δεν ήταν δικό του. Γιατί τα πάντα ήταν τόσο περίεργα; Μπορούσε να νιώσει αλλά όχι να αισθανθεί, σαν τα πάντα να γινόντουσαν μέσω κάποιου τρίτου.

Ένας σιγανός βόμβος στο πίσω μέρος του κεφαλιού του άρχισε να δίνει ζωή στο σιγανό μέχρι τότε δωμάτιο. Άνοιξε το στόμα του αλλά δεν κατάφερε να μιλήσει. Η φωνή του, όμως, ακούστηκε στο βάθος του μυαλού του λίγο πριν η όραση περάσει από τον κόσμο μπροστά του σε ένα περίεργο μέρος.

Το πάτωμα ήταν μαύρο, με γραμμές να περνάνε σχηματίζοντας κάθε είδους  σχέδιο και μορφή, ενώ ο βόμβος είχε μετατραπεί σε έναν ενοχλητικό ήχο. Σαν κάτι να έσκουζε από το βάθος, μια ψιλή συνεχόμενη ταλάντωση στα τύμπανα του τον έκανε να θέλει να φύγει. Χωρίς να πιεστεί βρέθηκε ξανά στο άδειο δωμάτιο.

Μερικά βαζάκια, μπουκαλάκια, μια οθόνη, ένα πράσινο κουκλάκι. Δεν έβρισκε κάποια συνοχή για να δημιουργήσει τον χώρο σε διαφορετικές καταστάσεις. Ίσως να πρέπει να φύγει, ίσως όχι, ποιος ξέρει. Δεν μπορούσε να καταλάβει τίποτα προς το παρών. Τα πάντα γύρω του ήταν περιττές πληροφορίες, όμως ανίκανος να βρει τις κύριες είχε απομείνει κενός.

Όταν ξύπνησε κάποιος καθόταν πάνω από το κεφάλι του. Με ένα μηχάνημα στο χέρι και το χαμόγελο να διαστρεβλώνει  το πρόσωπο του, κανονικά θα τρόμαζε. Όμως ήξερε πως αυτός ο άντρας ήταν καλός. Δεν ήθελε να του κάνει κακό.

Ήταν ένας άγνωστος χωρίς αριθμό, οι πρώτες σκέψεις που πέρασαν από το μυαλό του.

Δεν έχεις σώμα παρά συνείδηση η οποία είναι ουσιαστικά τεχνίτη.

Αυτό που νιώθεις είναι μια σειρά ηλεκτρικών εκκενώσεων προγραμματισμένο να μιμείτο το ανθρώπινο μυαλό.

Άρα γιατί υπάρχω;

Μπορούσε να δημιουργήσει μόνος του, χωρίς κάποιος να το έχει θέσει σαν προδιαγεγραμμένη συνθήκη, ή ήταν απλά η φωνή αυτού του άντρα;

Οι άνθρωποι είναι εγωιστές. Η γη προσπαθεί να τους διώξει από πάνω τους και αυτοί ψάχνουν να βρουν μια λύση για να συνεχίσουν να μένουν, μολύνουν και καταστρέφουν το περιβάλλον γύρω τους.

Είναι αλήθεια αυτό;

Είσαι το πρώτο απόλυτα βιονικό ανθρώπινο ων που καταφέρανε να δημιουργήσουν. Δεν ήσουν πάντα, βέβαια, ψεύτικο, καθώς τα κομμάτια που αποτελούν το κέντρο σκέψης σου ανήκαν κάποτε σε έναν άνθρωπο, αλλά πλέον είσαι μόνο ένα κουφάρι.

Άρα το αντίγραφο δεν μπορεί να γίνει το πρωτότυπο;

 

 

 

Σηκώθηκε από το κρεβάτι με έναν δυνατό πονοκέφαλο. Μπορεί ο βιονικός εγκέφαλος να μην αρρωσταίνει, αλλά η αναπαράσταση των αισθήσεων ήταν τόσο αληθινή που θα ξεγελούσε τον καθένα. Είδε τον καθρέπτη απέναντι του να λαμπυρίζει από το φως του ήλιου.

Είχαν περάσει δυο μέρες από τότε που έπιασαν τους άλλους πέντε και πλέον είχε έρθει η ώρα να δράσει. Άνοιξε το παράθυρο από πίσω του και κοίταξε προς τα πάνω. Η πόλη απλωνόταν προς κάθε κατεύθυνση, με τα κτίρια να γεμίζουν το βλέμμα. Κοίταξε από πού ερχόταν το φως στον καθρέπτη και κατάλαβε πως ήταν μια αντανάκλαση από τα παράθυρα του διπλανού κτιρίου.

Το κομμάτι που έμενε ήταν πιο χαμηλά από το επίπεδο του αερίου, οπότε δεν υπήρχε περίπτωση να τον έβρισκαν, όχι τουλάχιστον αν ήξερε πώς να μην κινεί υποψίες. Είχε εντοπίσει το κτίριο που τους κρατούσαν και γνώριζε τι σχέδια είχαν.

Επίσης είχε καταφέρει, μέσα από διάφορες διασυνδέσεις που είχε κάνει μέσα στον οργανισμό τους, να ενώσει τις τελείες και να βρει τα ανώτερα μέλη που είχαν πάρει μέρος στην επιχείρηση παρακολούθησης.

Αν και δεν είχαν αρκετά δυνατές συνδέσεις για να τα παρουσιάσει σαν στοιχεία, μπορούσε τουλάχιστον να καταλάβει σε μεγαλύτερο βάθος το σύστημα που είχαν θέσει σε κίνηση. Στην τελική, ο στόχος αυτής της ομάδας ήταν να είναι οι θυσίες για να ανακαλύψει περισσότερα γι’ αυτόν τον κόσμο.

Από τότε που άρχισε να ψάχνει, όσο πιο πολλά ανακάλυπτε τόσο περισσότερο ήθελε να αναλύσει το σύμπαν γύρω του. Γνώριζε πως δεν υπήρχε περίπτωση να το καταφέρει, είχε αποδεχτεί τον θάνατο του ως κάτι δεδομένο, απλά η προσπάθεια δεν μπορούσε να σταματήσει εκεί. Όπως είχε πει και εκείνος ο άντρας, μπορεί να έχει σώμα, όμως δεν είναι πραγματικό ζωντανό πλάσμα. Είναι ένα υποκατάστατο, ένα αποτυχημένο πείραμα που κατάφερε να ξεφύγει.

Δεν ήταν απόβλητο- καθώς τα απόβλητα είναι τα αθέλητα κομμάτια ενός μεγαλύτερου συστήματος. Όχι. Ήταν ελαττωματικός. Μέσα του είχε από νωρίς αποδεχτεί αυτήν την διαφοροποίηση με τους άλλους πέντε, έτσι ο θάνατος δεν θα προκαλούσε κάποιο άβολο συναίσθημα.  Στην τελική οι κοινωνικές και ηθικές ιδεολογίες αυτών που ζούσαν εκεί πάνω δεν τον απασχολούσαν, καθώς ο ίδιος ποτέ δεν είχε σχεδιαστεί ούτε προετοιμαστεί για να γίνει μέλος αυτής της κοινότητας. Ίσως στο μέλλον, όταν όλοι γίνουν σαν αυτόν, να γίνει ξεκάθαρο αν οι πράξεις του είναι δικαιολογημένες ή όχι. Αλλά προς το παρών, ως ο μοναδικός αντιπρόσωπος του είδους του, θεωρούσε πως ο,τι έκανε είχε έναν απώτερο σκοπό που άξιζε.

 

 

 

 

 

 

-Καλησπέρα! Καλημέρα, ίσως; Τέλος πάντων!

Η κοπέλα στεκόταν μπροστά από μια οθόνη ψηφιακής προβολής. Το υπόλοιπο δωμάτιο ήταν άδειο, πέρα από το βήμα στο κέντρο και μια πορτούλα απέναντι.

-Αγαπητέ αναγνώστη, ήρθε η ώρα για μερικές εξηγήσεις!

Φορούσε μαύρα σανδάλια, ένα κόκκινο μακρύ αμάνικο φόρεμα λίγο πάνω από τους αστράγαλους, σχεδόν κολλητό στο σώμα της. Στα χέρια είχε δυο λευκά βελούδινα γάντια μέχρι τους καρπούς, στον λαιμό ένα διακριτικό ασημένιο μενταγιόν και έναν μικρό φιόγκο πάνω από το δεξί αυτί της. Τα μαλλιά ήταν πιασμένα κότσο, με μερικές αφέλειες να πέφτουν λίγο πάνω από τα μαύρα μάτια της, ίσα ίσα για να καλύπτουν τα φρύδια.

-Προφανώς μπορεί να σου φαίνεται περίεργο το γεγονός να διαβάζεις αυτό το κείμενο που ευθέως σπάει τον τέταρτο τοίχο, όμως υπάρχει καλός λόγος. Πριν, επίσης, το θεωρήσεις ως απόπειρα για κωμωδία σε ένα κατά τα άλλα δραματικό σύγγραμμα, άκου τι έχουμε να σου πούμε.

Κούνησε το χέρι και έδειξε με περηφάνια την οθόνη, η οποία ενεργοποιήθηκε εμφανίζοντας γραφικές παραστάσεις και φωτογραφίες.

-Η ιστορία παίρνει μέρος το έτος 2553 μετά χριστού, ή όπως καταμετρούν σε αυτήν την περίοδο, 430 μετά αποδήμησης! Ναι, ξέρω, ίσως όχι ο πιο έξυπνος τρόπος για να το θέσεις, αλλά δεν μπορούμε πάντα να περιμένουμε ποιητικούς ορισμούς. Σίγουρα καλύτερο και πιο αντικειμενικά χρήσιμο από το να θεωρούμε ως σημείο αναφοράς παγκοσμίως την γένεση ενός από τους πολλούς θεούς που πίστευε ο παλιός κόσμος.

Έξυσε το κεφάλι της, κατανοώντας πως είχε ξεφύγει από το θέμα.

-Λοιπόν! Καθώς δεν έχω ούτε αρκετό χρόνο, ούτε ο συγγραφέας σκοπεύει να σε κουράσει με τις λεπτομέρειες,  θα κάνω μια σύντομη περίληψη τι έγινε, και από εκεί και πέρα το υπόλοιπο timeline θα πρέπει να το βρεις στο ανάλογο κείμενο που, αν δεν βαριέται, θα αναρτήσει κάποια στιγμή. Όχι δηλαδή πως δεν θέλει, αλλά όπως πάντα προτιμάει να χαραμίζει τον χρόνο του σε λεπτομέρειες όπως ένας χαρακτήρας σαν εμένα που δεν είχε καν λόγο ύπαρξης παρά να δουλεύει σοβαρά. Δηλαδή, στην τελική, δεν νομίζω καν να υπάρχει περίπτωση να καταλάβετε ακριβώς τι είδους άνθρωπος είμαι. Κουβέντα να γίνεται.
>Οπότε! Η σύντομη ιστορία: Ένα αέριο το οποίο από την αρχή της ύπαρξης αυτού του πλανήτη επεκτεινόταν από τον πυρήνα προς τα έξω, σιγά σιγά έφτασε σε επίπεδα που ήρθε σε επαφή με τον ανθρώπινο πληθυσμό. Ο λόγος που είχε πάρει τόσο καιρό να εντοπιστεί είναι πως ουσιαστικά δεν έχει μάζα. Βέβαια η πυκνότητα της ίδιας της γης καθυστερούσε δραματικά την άνοδο του, που σήμαινε πως μέχρι να καταφέρει να φτάσει στην επιφάνεια πήρε δισεκατομμύρια χρόνια. Από την στιγμή όμως που άρχισε να βρίσκει ελεύθερο έδαφος, όπως το νερό και τα ορυχεία που πήγαιναν μέχρι και δύο χιλιόμετρα κάτω από την επιφάνεια της γης, η διαδικασία επιταχύνθηκε δραματικά.
>Αυτό οδήγησε στους επιστήμονες να ψάχνουν κρυφά από το κοινό για μια λύση στο συγκεκριμένο πρόβλημα, χωρίς όμως να καταφέρνουν τίποτα. Καθώς το αέριο δεν έχει μάζα, είναι επίσης απίθανο να χρησιμοποιήσουν αεροστεγή φιαλίδια για να το επεξεργαστούν. Η μοναδική του ιδιότητα που μπορούσαν με σιγουριά να κατανοήσουν ήταν η δυνατότητα του να κινείτε σαν σύνολο, σαν ένας μανδύας κάτω από την επιφάνεια της γης. Αυτό σήμαινε πως σε όλο τον κόσμο θα έφτανε περίπου την ίδια ώρα, εκτός από κάποια κομμάτια που είχαν διαμορφωθεί με τέτοιον τρόπο λόγο κομητών και της τοπογραφίας του εδάφους.
>Τι σημαίνει αυτό, για να μην σας μπερδεύουμε, καθώς έχει ένα πράγμα στο μυαλό του και όταν γράφει δεν ξέρει και ο ίδιος τι θέλει να πει. Το αέριο διογκώνεται σαν μια τέλεια σφαίρα γύρω από τον πυρήνα της γης με σταθερό ρυθμό.  Αυτός ο ρυθμός αναλογεί στην συνολική πίεση που βρίσκει στην επιφάνεια του και όχι σε συγκεκριμένα μέρη. Επειδή η γη δεν είναι επίπεδη, αλλά όπως όλοι γνωρίζουμε έχει σχήμα σαν πορτοκάλι, το αέριο θα βγει πρώτα στις κορυφές και τελευταία στον ισημερινό. Δεδομένης της ταχύτητας κίνησης η διαφορά σε πλανητική κλίμακα δεν είναι τόσο μεγάλη, ίσως μερικές δεκάδες χρόνια, αλλά ως άνθρωποι το βλέπουμε με άλλο μάτι.

Αναστέναξε και έβγαλε ένα τσιγάρο από το συρτάρι του βήματος. Κοίταξε την πόρτα με νοσταλγία και γύρισε ξανά.

-Δεν θα καπνίσω, απλά να το’ χω στο στόμα μου. Έχω πει τα ίδια πράγματα ξανά και ξανά στο μυαλό του τόσες φορές που κουράζομαι.
>Ως τελευταίο τρόπο αποφυγής του αφανισμού της ανθρωπότητας, όπως μπορείτε να φανταστείτε από το προηγούμενο κείμενο, αποφάσισαν να χτίσουν πόλεις σε μέρη με ελάχιστη σεισμική δραστηριότητα που θα επέτρεπαν στην ζωή χωρίς χώμα. Αφού το αέριο είχε επιπτώσεις μόνο σε μορφές ζωής και όχι σε αντικείμενα, ήξεραν λίγο πολύ πως θα μπορούσαν με σχετικά απλές τεχνικές να κρατήσουν ζωντανούς μερικούς. Πολλές από αυτές τις πόλεις δημιουργήθηκαν κοντά σε τροπικά δάση ή ερήμους, με σκοπό να μην κινηθεί η περιέργεια στο κοινό. Τίποτα από αυτά δεν είχε δημοσιευθεί τότε, οπότε ο ΟΗΕ πήρε την απόφαση να κρατήσει κάτι τόσο σημαντικό κρυφό.
>Γαμώτο! Ξεχνιέμαι. Δεν μας νοιάζει το πριν, το μετά, το μετά! Βέβαια έχει στο μυαλό του την αναλυτική επεξήγηση των πάντων, οπότε όσο και να τα συμπιέζει… τι να κάνω, ξεφεύγω και ‘γω. Οπότε, για να μην πολυλογούμε, πόλεις που οι άνθρωποι ζουν στις κορυφές. Μετά από μια σειρά περίπλοκων πολιτικών παιχνιδιών που μάλλον δεν θα κάνει ποτέ τον κόπο να εξηγήσει γιατί ήδη στο μυαλό του είναι μπερδεμένα, η κοινωνία έφτασε στην βασιλευόμενη δημοκρατία που βρίσκεται όταν εμείς βλέπουμε την ιστορία να εξελίσσεται. Τι σημαίνει αυτό: Ο,τι και να κάνει η κυβέρνηση είναι υποχρεωμένη να υπακούει ένα συμβούλιο όταν έρχεται σε θέματα παραγωγικότητας και εργασίας των πολιτών, αλλά πέρα από αυτό έχει ελευθερία σε σχεδόν κάθε σημείο.
>Όπα, όπα. Ξεχάσαμε το πριν που ‘ταν σημαντικό! Γαμώ. Αααχ! Είναι τόσο πολλά.

Άναψε το τσιγάρο και πήρε μια βαθιά τζούρα. Έβγαλε τον καπνό από τα ρουθούνια και χτύπησε το χέρι στο ξύλο.

-Για να τελειώνουμε. Οι επιστήμονες ως βασικό σχήμα χωρίστηκαν σε τρεις κλάδους. Υγεία, μηχανικοί, εξέλιξη. Αν και ο καθένας είναι προφανής, ας κάνουμε για όσους δεν το’ πιασαν.
>Στην υγεία προσπαθούν να αντικαταστήσουν τα άπειρα σχεδόν φάρμακα που παράγονταν  στον παλιό κόσμο, με τις λιγότερες πιθανές πρώτες ύλες. Καθώς ο χώρος καλλιέργειας ήταν ήδη περιορισμένος σε συγκεκριμένες πλατφόρμες που ήταν για αυτόν τον σκοπό και η τροφή στην πόλη ήταν πολύ συγκεκριμένη πέρα από ο,τι εισήγαγαν από γειτονικές, ήταν πάντα ένας περιορισμένος τομέας. Προφανώς αν υπήρχε έλλειψη μπορούσαν να παραγγείλουν, όμως όσο πιο αυτοσυντηρούμενοι ήταν τόσο το καλύτερο.
>Στους μηχανικούς προσπαθούσαν να βρουν λύσεις σε προβλήματα κάτω από το αέριο. Πώς να χτίζουν καινούργια κτίρια, τους καλύτερους τρόπους για να ξοδεύουν το σίδερο που τα εργοστάσια παρήγαγαν, τρόπους για να κάνουν τα αυτοματοποιημένα μηχανήματα πιο αποτελεσματικά, σχεδόν κάθε τι που είχε να κάνει με τεχνολογία. Είχαν εργοστάσια μέσα στην πόλη, που ήταν ο μοναδικός κλάδος από ιδιωτικούς και δημόσιους, θεωρητικά τουλάχιστον, που είχε την άδεια να κάνει βαριά βιομηχανία στο κοινόχρηστο κομμάτι της πόλης.
>Στο κομμάτι της εξέλιξης είναι που βρίσκουμε το ενδιαφέρον, όμως. Βλέπεις, αναγνώστη, αυτό είναι κρυφό. Ένα κυβερνητικό μυστικό μεταξύ του συνδέσμου πόλεων της συγκεκριμένης περίγυρου, που προσπαθεί να βρει την λύση για την ανθρώπινη φυλή. Πώς να αυτοματοποιήσει εντελώς το σώμα μας.
>Χωρίς να αναλύσω και πολύ, ο «πυρήνας» είναι δικό τους δημιούργημα σαν το πρώτο βήμα. Και σε αυτό θα έχει πιο βαθιά ανάλυση, αν και, από την στιγμή που δεν είναι χειρουργός ή γιατρός καν, θα κάνει αρκετά λάθη. Επίσης, πριν ρωτήσει κανείς, τα βιονικά μέλη στην πραγματικότητα χρειάζονται μπαταρίες για να λειτουργήσουν, δεν το ’βγαλε από το κεφάλι του. Σίγουρα θα ‘ταν βολικό να είναι αρκετά τα εγκεφαλικά μας κύματα, αλλά δυστυχώς η τεχνολογία δεν έχει βρει τρόπο να πολλαπλασιάζει σε τέτοιο επίπεδο την ενέργεια.

Πήρε μια ακόμα βαθιά τζούρα και έσβησε το τσιγάρο στο δέρμα του βήματος που ήταν για να ακουμπούν τα χαρτιά τους οι ομιλητές.

-Επίσης, η τελευταία πληροφορία που είναι διαθέσιμος να σου δώσει, είναι πως η περίοδος που γνωστοποιήθηκε η ύπαρξη του «πυρήνα» στο κοινό,  ένα αρκετά μεγάλο κίνημα που τέθηκε εναντίων της τεχνολογίας σηκώθηκε. Παρά κάθε είδους επιβεβαίωση πως δεν υπάρχει θέμα ασφάλειας ή προσωπικών δεδομένων, παρόλα ‘υτά το κίνημα συνέχισε δυνατά μέχρι και το παρών. Φυσικά καθώς δεν είχε ξεκάθαρη δομή ούτε τρόπο έκφρασης, πολλές φορές κατέληγε σε βίαιες εκδηλώσεις που πολλοί τις αποκαλούσαν «τρομοκρατία».
>Βέβαια, χωρίς να θέλω να πω τίποτα στον αναγνώστη για το αν είχαν δίκιο ή όχι, το μόνο που θα κάνω είναι να εισαγάγω τους στοίχους ενός τραγουδιού του οποίου του ρεφρέν τον τελευταίο καιρό δεν έχει σταματήσει να τραγουδάει. «Τόσοι αιώνες, τόσοι θεοί! Είμαστε φυλακισμένοι στην φαντασία μας. Αλλά τώρα βρισκόμαστε απέναντι τους, εμείς.»
>Ας το λήξουμε εδώ! Ελπίζω, όσο περιορισμένες και αν ήταν οι πληροφορίες, να σας δώσουν λίγο καλύτερη ιδέα για την κατακλείδα της ιστορίας! Επίσης, αν και το θεωρώ απίθανο, αν θεωρήσατε πως κάποιος από τους χαρακτήρες που ανέλυσε με τόση αγάπη και σκατοψυχία είναι έστω και λίγο καλοί άνθρωποι.. Δεν έχετε άδικο, αλλά μην περιμένετε πολλά.

Άφησε το συρτάρι ανοιχτό αφότου έβαλε μέσα τον αναπτήρα και έφυγε από την μικρή πόρτα γεμάτη ανησυχία.

Γιατί λίγο πριν το τέλος να νιώθει κάποιος;

Δεν είναι παρά ένα ακόμα παιχνίδι του μυαλού μας.

 

 

 

 

 

 

Οι προβολείς άνοιξαν και τους τύφλωσαν. Προφανώς όταν κοιμόντουσαν μετέφεραν τα σώματα τους στην αρένα, σε κάποιο διαφορετικό κτίριο, πέρασαν τα βιονικά κομμάτια και τους έβαλαν σε αυτόματο πιλότο να στέκονται.

Ο άντρας που είχε εμφανιστεί τις προάλλες για να τους εξηγήσει το παιχνίδι που θα έπαιζε μαζί τους αυτή την στιγμή καθόταν από πάνω τους.

-Πριν ξεκινήσουμε την σφαγή, λοιπόν, θέλω να σας πω μερικά πράγματα.

Μια σπασμένη λάμπα, ένα ταβάνι περιτριγυρισμένο από σιδεριές. Τοίχοι με ρωγμές, η μυρωδιά υγρασίας.

-Αυτό που μισώ στον κόσμο που μεγαλώνουμε είναι όταν οι άνθρωποι δεν κάνουν το καλύτερο που μπορούν με τις συνθήκες που τους έχει δοθεί. Έχουν ξεχάσει πως ο λόγος της ύπαρξης τους είναι η κοινωνία που ζουν και όχι η αγάπη ή κάτι τέτοιο. Που τελειώνει ο εαυτός και ξεκινάει το σύνολο; Πουθενά, καθώς δεν υπάρχει εαυτός. Βρισκόμαστε σε μια κατάσταση που οι προσωπικές ανάγκες μας πλέον είναι ανούσιες, καθώς οδηγούμαστε σε σίγουρο αφανισμό. Αν δεν καταφέρουμε να εξελιχθούμε τίποτα από όλα αυτά δεν θα είχε νόημα, οπότε τύποι σαν εσάς… τους αντιπαθώ.

-Σκατά! Τι λες δηλαδή;! Πως επειδή είμαστε στο σημείο της απόλυτης καταστροφής θα πρέπει να σταματήσουμε να είμαστε άτομα; ! Το αντίθετο δεν είναι;!;!

Η Ναταλία ούρλιαξε όσο πιο δυνατά μπορούσε.

-Αν σταματήσουμε να υπάρχουμε δεν θα μας θυμάται κανείς, άρα γιατί να μην περάσουμε όσο πιο καλά μπορούμε;!

Τα δάκρια άρχισαν να κυλάνε από τα μάτια της. Το σκοτάδι του κλουβιού, ο χρόνος που είχε περάσει με τους φίλους της. Είχε αλλάξει μέσα της τόσο πολύ που δεν ήταν σίγουρη αν ο λόγος που ήρθε εκεί ήταν πραγματικά αυτό το ξεθωριασμένο ιδεαλιστικό μυαλό της, ή απλά η αναζήτηση για φίλους.

-Σκατά σκατά! Πως μπορείς να μειώνεις κάτι ζωντανό ουσιαστικά σε ένα εργαλείο! Στο τέλος αν η λύση σας είναι να μας κάνετε όλους ρομπότ, πως θα ξέρουμε αν ήμαστε άνθρωποι μέσα μας!

Ο Γιάννης Έσφιξε την γροθιά του και αποφάσισε να μην μιλήσει. Δεν ήθελε να ρισκάρει την ζωή του πριν καν πολεμήσουν. Ο άντρας αποκρίθηκε με απόλυτη ηρεμία.

-Δηλαδή θέλεις να μου πεις πως προτιμάς έναν κόσμο σαν τον δικό μας να συνεχίσει με ανθρώπους; Και τι σε κάνει να πιστεύεις πως πολλοί δεν είναι σαν εσένα; Ένα πλαστικό κάλυμμα για ένα σάπιο σώμα; Άρα μου λες ουσιαστικά πως θέλεις κι’ άλλους να υποφέρουν σαν εσένα; Επειδή είχες συναισθήματα; Ή μήπως η Ζωή από κει έχει κάτι άλλο να πει, ε;

Η Ζωή έσκυψε το κεφάλι της και έτριξε τα δόντια της.

-Ναι, έχω κάτι να πω. Εκείνη πριν πεθάνει αυτό που προσπαθούσε να μου μάθει είναι να ζω! Σε αυτόν τον κόσμο, όσο σάπιος και εγωκεντρικός και αν ήταν. Να μάθω για το παρελθόν και να κάνω το μέλλον καλύτερο! Το να πονάς σημαίνει πως νοιάζεσαι, όχι πως έχει περισσή ενέργεια! Το κάθε άλλο, αφιερώνεις κάθε μέρος του εαυτού σου στο να γίνει καλύτερη!

-Χα! Είδαμε πως πήγε αυτό ε; όταν ήρθαν να της φυτέψουν την σφαίρα στο κεφάλι επειδή ήθελε να γίνει καλύτερη κατάφερε πολλά! Άλλαξε το αύριο σου λέω!

-Μην την πιάνεις στο στόμα σου! Ένα πλάσμα σαν εσένα δεν έχει κανένα δικαίωμα να βωμολοχεί εις βάρος της!

Ο άντρας ακούμπησε τους αγκώνες στην κουπαστή και γύρισε χαριτωμένα το κεφάλι.

-Πέρασε η ώρα! Αρκετές φιλοσοφίες για σήμερα!

Έκανε ένα νόημα στους στρατιώτες που καθόντουσαν γύρω τους και αυτοί τους έβαλαν σε δύο σειρές, η μια απέναντι από την άλλη. Ο νεαρός είχε μείνει στην άκρη.

-Λοιπόν. Καθώς εδώ βλέπω τέσσερις μαχητές και έναν δειλό, ας παίξουμε το παιχνίδι του φίλου! Οι δυο που κερδίσουν τις μάχες τους θα έχουν να επιλέξουν: Ή ο δειλός πεθαίνει και μαθαίνουν μια αδυναμία που επίτηδες αφήσαμε στο βιονικό κομμάτι του καθένα σας, ή ζει και πολεμά τυφλός! Φυσικά η απόφαση θα γίνει κρυφά, με τον δειλό να παρακολουθεί και τους δύο!

Η απόσταση μεταξύ των δυο ρινγκ ήταν περίπου δέκα μέτρα. Το πάτωμα ήταν ορθογώνιο, περίπου τριάντα επί είκοσι, δίνοντας αρκετό χώρο για να χρησιμοποιήσουν τις ικανότητες τους.

Η ζωή απέναντι στον Γιάννη, η Ναταλία στον τύπο.

-Ξέρεις, να μην γνωρίζω το όνομα σου πάντα θεωρούσα πως ήταν περίεργο. Δεν λέω πως το έκανες επίτηδες, ούτε πως έχεις κάτι ενάντια μου. Απλά να ‘χουμε κάτι να λέμε.

Αυτός απλά κούνησε το κεφάλι. Ήξερε το παρελθόν της, όπως και οι υπόλοιποι το δικό του. Ποτέ δεν μπορούσε να την συμπαθήσει. Μια κοπέλα σε μια τόσο καλή κατάσταση, από καλή οικογένεια, με κάθε δυνατότητα να εξελιχθεί.. ο,τι ευκαιρία δεν είχε δοθεί σε αυτόν αυτή την μετέτρεψε σε ένα ανόητο πλάσμα.

-Η ιδεολογία σου… σε τρώει. Κάνει την ψυχή σου λιώμα. Σταμάτα να υπάρχεις, παρακαλώ.

Η συμπεριφορά της ήταν πάντα ψεύτικη, αυτό δεν το άντεχε. Εκείνη τον είχε μάθει από μικρό να κάνει ο,τι το σώμα του λέει και από εκεί και πέρα μόνο τον βοηθούσε. Ίσως ο θεός να είχε πει ψέματα εκείνη την ημέρα, όμως το σίγουρο ήταν πως αν δεν είχε κάνει αυτό το λάθος δεν θα είχε την ευχαρίστηση να σκοτώσει δύο ανθρώπους με τόσο φθόνο στο βάθος της ψυχής τους.

-Άρα… θα πολεμήσεις. Δεν θέλω. Αλήθεια… ειλικρινά δεν θέλω.  Μπορεί να είχαμε τις διαφορές μας, όμως αυτό δεν σημαίνει πως θα ευχαριστηθώ να σε σκοτώνω. Στην τελική… μπορεί να έρθει εκείνος. Να μας σώσει. Κάποιον τρόπο θα βρει…

Πάλι τα ίδια. Προσπαθούσε να πετάξει τον εαυτό της σε έναν κύκλο από ψέματα και φαύλες ελπίδες παρά να αντιμετωπίσει την πραγματικότητα μπροστά της. Αυτός ο δειλός θα ήταν αντίπαλος της; Σκατά. Πως θα άλλαζε τον κόσμο; Κατάρα.

-Θα πεθάνεις. Παρακαλώ. Κάνε μου την χάρη.

Η Ναταλία από την άλλη δεν ένιωθε θυμό πλέον. Μετά από τόσο καιρό που είχε ξεσπάσει με κάθε τρόπο που μπορούσε να σκεφτεί, είχε ξεμείνει από την ανάγκη να εξωτερικευτεί. Πλέον ήταν απλά ένα σώμα έτοιμο να δράσει και να επιβιώσει. Η κατάλληλη και πιο ταιριαστή κατάληξη για κάποιον που ζούσε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του πίσω από μια μάσκα. Ίσως ο αρχηγός να την είχε βοηθήσει να την βγάλει, έστω και για λίγο, όμως αυτό δεν σήμαινε πως κατάφερε να το ξεπεράσει μέσα της. Και όχι επειδή ήταν τόσο ανώριμη που δεν μπορούσε να μεγαλώσει. Απλά φοβόταν και ντρεπόταν. Πως θα άλλαζε ο κόσμος αν του έδειχνε ποια ήταν; Η πιο εύκολη λύση ήταν απλά να μείνει στατική. Καθώς ο κόσμος δεν αλλάζει, γιατί να αλλάξει η ίδια.

Δίπλα τους οι άλλοι δύο είχαν δυσκολία με τον βασικό διάλογο.

Εκείνος ήξερε πόσο δύσκολη ήταν η ζωή της. Είχε καταφέρει να μεγαλώσει αρκετά τα χρόνια που ήταν μαζί του η Ζωή, χάρης αυτήν είχε κάνει τον κόπο να αγαπήσει πραγματικά την οικογένεια του. Στην αρχή θεώρησε πως αυτή ήταν η πραγματική σύζυγος που έπρεπε να έχει, και της έκανε πρόταση το πρώτο έτος. Αλλά εκείνη αρνήθηκε, όχι από εγωισμό, ούτε από αλτρουισμό. Μέσα από την τραυματική εμπειρία που είχε περάσει, είχε καταλάβει την σημασία των στιγμών.

Ζητούσε συνέχεια την συμβουλή της όταν ήταν αβέβαιος πώς να νιώσει, και εκείνη ήθελε συχνά παρέα που εκείνος ήταν πάντα διαθέσιμος να παρέχει. Πέρα από την ανικανότητα τους να είναι ειλικρινής μεταξύ τους που οδηγούσε σε άβολες στιγμές, ο δεσμός ήταν αρκετά έντονος. Αυτή η μάχη δεν θα μπορούσε να είναι όντως μια μέχρι θανάτου, όχι ο ένας από το χέρι του άλλου τουλάχιστον.

-Τόση ώρα που με κοιτάς…

Η φωνή της έσπασε την μονοτονία του διαλόγου του άλλου ζευγαριού.

-Ξέρω πως δεν θέλεις να με σκοτώσεις. Όμως δεν μπορώ παρά να σκεφτώ τα παιδιά σου.

Εκείνη την είχε ερωτευτεί σχεδόν αμέσως. Η συμπεριφορά του ήταν ακριβώς αυτή που έλειπε στον κόσμο. Χαζή, δειλή, πολλές φορές αυτοκαταστροφική- όμως σπάνια συμφεροντολογικά. Ήθελε το καλύτερο αύριο, όχι μόνο για την οικογένεια αλλά και για τον εαυτό του. Προσπαθούσε να πείσει τον εαυτό του πως η ίδια του η ζωή ήταν ένα έρμαιο της αδυναμίας του, όμως αυτό ήταν το μεγαλύτερο ψέμα που μπορούσε να σκαρφιστεί.

Κανείς δεν αποδέχεται την αδυναμία του σε αυτόν τον βαθμό, και αν το κάνει τότε είναι ακόμα πιο αξιοθαύμαστο. Το γεγονός πως έμενε μαζί τους σήμαινε πως βαθιά μέσα του είχε ήδη δημιουργήσει μια εικόνα του πως θα ήθελε η ζωή να εξελιχθεί . Και όχι μόνο για το αύριο που εκείνος είχε στο μυαλό του. Ήθελε πολλά παραπάνω.

-Θα σιγουρευτώ να τους πως χαιρετίσματα.

Έγνεψαν ο ένας στον άλλον.

Ο άντρας γέλασε.

-ΠΆΜΕ!

Στην αρχή ο ήχος του τσιμέντου να ραγίζει και μερικές κούφιες συγκρούσεις ακούστηκαν. Καθώς και οι τέσσερις πάλευαν, από ψηλά τα αποτελέσματα ήταν εμφανή από την αρχή, αλλά η έκβαση απρόσμενη.

Αν η Ναταλία μπορούσε να συνεχίσει να αποφεύγει τις μανιασμένες ριπές από επιθέσεις χωρίς να χρειαστεί να αμυνθεί, καθώς τα βιονικά της ήταν αδύναμα αλλά γρήγορα και μετά από κάποιο λάθος που θα προέκυπτε από την ψυχολογική του φόρτιση έσπαγε έστω και ένα από τα μέρη του θα νικούσε.

Η Γιάννης από την άλλη, έπαιζε σχετικά αμυντικά σε αντίθεση με το συνηθισμένο στυλ του. Η αποδοχή φόνου κάποιου τόσο σημαντικού για αυτόν είχε μεγάλο αντίκτυπο. Η Ζωή από την άλλη, με τον υπολογιστικό της χορό πάντα χτυπούσε εκεί που έπρεπε.

Για σχεδόν ένα λεπτό τα πάντα ήταν φαινομενικά ίδια, όμως τότε θα ξεκινούσε το ενδιαφέρον κομμάτι. Μπορεί να είχαν καιρό που ήταν μαζί, όμως η εξυπνάδα και τα ένστικτα ήταν έτοιμα να χτυπήσουν τον συναγερμό στους λιγότερο δυνατούς. Δεν είχαν πολύ χρόνο.

Η αλλαγή έγινε πρώτα στο ματς της Ναταλίας. Αφότου εκείνος έκανε μερικά λάθος βήματα και η ισορροπία του είχε βασιστεί στο αριστερό πόδι, η Ναταλία με μια αστραπιαία γυριστή κλοτσιά στο πάτωμα τον έστειλε στον αέρα, από όπου με ένα κατακόρυφο από το σημείο που είχε προσγειωθεί το πόδι της έριξε μια κάθετη κλοτσιά στο στομάχι του τύπου. Καθώς σηκωνόταν με τα πόδια πάνω του, έκανε ένα μικρό άλμα και με όλη της την δύναμη προσγειώθηκε με το βιονικό της χέρι στο δικό του. Αυτός, γνωρίζοντας τι είχε σκοπό να κάνει, με τα πόδια γύρισε το σώμα σχεδόν ενενήντα μοίρες, βάζοντας στην θέση του βιονικού το κανονικό του χέρι. Αφότου έγινε θρύψαλα ο ώμος του, όπως το σώμα είχε ολοκληρώσει την στροφή και κοιτούσε το πάτωμα, με το βιονικό του χέρι έπιασε το τσιμέντο, γύρισε την πλάτη του κάθετα στο έδαφος και κλότσησε με το βιονικό χέρι την Ναταλία που δεν είχε προλάβει να ξεφύγει μέσα σε εκείνα τα λίγα πλάσματα λόγο της ταχύτητας που είχε συμβεί.

Χωρίς να ξέρει πώς να αντιδράσει, έβαλε τα πόδια για να μειώσει την πτώση, λίγο πριν το βιονικό του χέρι φτάσει στο στήθος της. Μετά από μια σειρά απότομων κρακ που την έστειλαν σχεδόν μέχρι το όριο της πίστας έπεσε στο πάτωμα ανάσκελα. Ανίκανη να κάνει τίποτα, αφότου έφτασε από πάνω της τον έφτυσε στο πρόσωπο. Εκείνος έπιασε τον λαιμό και, μέσα στα λίγα δευτερόλεπτα πριν σπάσει, η Ναταλία φώναξε γεμάτη όσο πάθος όσο δεν είχε ξαναδεί ποτέ στην ζωή της.

-KIMOCHI- WARUI! [気持ち悪い]

Ποιητικός θάνατος. Σχεδόν αστείος, αν σκεφτείς σε τι αναφερόταν. Λοιπόν, νικητής από ‘δω! Για να δούμε απέναντι!

Όμως εκείνες οι στιγμές ήταν οι αποφασίστηκες και για το άλλο ζευγάρι. Μετά από μια γρήγορη γροθιά στο βιονικό του χέρι, ο Γιάννης έκανε μια σύντομη αβέβαιη επίθεση στα αριστερά της Ζωής, που σύντομα σήμανε το τέλος του. Έχοντας υπολογίσει την πιθανότητα, με το πόδι της έσπασε το καλάμι του, που στην συνέχεια από την σύντομη πτώση ήρθε κάθετα στο πρόσωπο του. Καθώς το σώμα του έκανε ένα μισοφέγγαρο προς τα πίσω, έπιασε με την βιονική της παλάμη το στήθος του, έχωσε τα δάκτυλα στα πλευρά του και με το δεξί πόδι να κρατάει κόντρα ξερίζωσε το κομμάτι σάρκας και οστών που είχε πιάσει. Με τα μάτια γεμάτα δάκρια έφτασε πάνω στο σχεδόν ακίνητο πλέον σώμα, που μόνο μερικές μπουρμπουλήθρες αίμα μπορούσαν να υπονοήσουν το γεγονός πως ήταν ζωντανός, πέρα από την κίνηση των ματιών και με το χέρι της έσπασε τον λαιμό του.

Οι επόμενες στιγμές ήταν αβέβαιες. Και για τους δύο που είχαν ζήσει. Ανίκανοι να σηκωθούν από τα γόνατα. Η ψυχή τους είχε γίνει ένα με το σώμα τους: ανίκανο να λυγίσει.


Moving away to walk ahead and
Never looking back as I leave you
Was it the real you that I knew?
Lesson learned, I don’t need to turn the page of
My life goes on, so I’ll rot away here
A time machine turning back to the day would be nice
Years fly by but I’m living, ‘fraid of dying
And drawing out hopes of “maybe someday”
Though I know that I am never to see you again

Η Ζωή τραγουδούσε χωρίς να ενδιαφέρεται.

-Ξέρει τι λέει αυτό το τραγούδι…;

Ο άντρας στην σκάλα δεν απάντησε.

-Προφανώς και όχι… Μπορεί καν να μην γνωρίζεις ότι υπάρχει. Όμως, ένας στοίχος που πάντα με στοίχειωνε…

Γύρισε το κεφάλι της προς τον ουρανό.

-«Συγνώμη, αλλά πέθανα. Μπορεί να μην με ξαναδείς ποτέ, όμως δεν πειράζει.»

Η σιγή κράτησε για πάντα.

Η συνέχεια δεν ήρθε, καθώς ο χρόνος σταμάτησε.

Η πραγματικότητα ράγισε, ο χρόνος, η φύση γύρω τους.

Τα πάντα έγιναν μια άμορφη μάζα ζωής.

Και μετά το τέλος. 

the other things.docx

Edited by LoL4NevEr
Link to comment
Share on other sites

  • 2 weeks later...

Φίλε μου, μία συμβουλή. Διάβασα τις πρώτες 12 γραμμές και σταμάτησα. Το κείμενο σου θέλει δουλειά. Δεν μιλάω για τις ιδέες, μην παρεξηγηθώ, αλλά για την επιμέλεια. Σε καταλαβαίνω όταν λες ότι δεν έχεις χρόνο, αλλά δεν γίνεται να ανεβάζεις κάτι που ο ίδιος παραδέχεσαι ότι δεν έχει καμία διόρθωση και, αν κατάλαβα σωστα, ούτε πρόκειται ποτέ να το διορθώσεις γιατί δεν έχεις σκοπό να ασχοληθείς με αυτόν τον κόσμο.

Είναι σαν να δίνεις σε κάποιον ενα παιχνίδι και να του λες "Οι οδηγίες είναι όπως να ναι, το game είναι γεμάτο bugs τα οποία δεν πρόκειται να φτιάξω ποτέ γιατί δε θέλω να ασχοληθώ. Αν το τερματίσεις πες μου". Δεν πρόκειται να το τερματίσει, δεν πρόκειται να το παίξει καν γιατί εσύ τον προιδέασες να μην το κάνει.

Αν αποφασισεις να ασχοληθείς σοβαρά και να το φτιάξεις τότε ευχαρίστως να το διαβάσω και να σου πω μία αναλυτική γνώμη. Αλλά μέχρι τότε, θα κάνω ότι δήλωσες ότι θα κάνεις κι εσύ. Δε θα ασχοληθώ :p

Link to comment
Share on other sites

  • 2 weeks later...

Θα 'θελα να προσθέσω πως εμένα προσωπικά μου άρεσε ο αποστασιοποιημένος τρόπος που προσεγγίζεις τους χαρακτήρες. Τα κίνητρά τους με ικανοποίησαν αρκετά ώστε να μη με ενοχλήσει και ίσως και να με βοήθησε να καταλάβω καλύτερα το τι γινόταν, Πέρα απ' αυτό θέλει ένα editing για ορθογραφικά κλπ, αλλά whatever. Πάω να διαβάσω τα επόμενα!

Link to comment
Share on other sites

Όπως είπα και στον Ballerond, τα ορθογραφικά και συντακτικά είναι μια τρύπα που ποτέ δεν κατάφερα να σκάψω. Απλά από ένα σημείο και μετά, συνήθως μετά την τέταρτη ή πέμπτη προσεκτική ανάγνωση και διόρθωση, παραιτούμαι, καθώς δεν ξέρω τι άλλο να γράψω.

 

Αποφεύγω επαναλήψεις και κάνω ο,τι μπορώ για να γράφω σωστά, αλλά με την ελληνική γλώσσα ποτέ δεν τα πήγαινα καλά :p 

 

Τώρα, περί αφήγησης:

 

Οι ιστορίες που γράφω δεν έχουν απαραίτητα έναν πρωταγωνιστή. Προσπαθώ να δίνω σημασία στο σύμπαν, αλλά και στο πως η ηθική των πάντων είναι με τον τρόπο της λάθος. Μου αρέσει η υποκειμενικότητα και η αμφισβήτηση των πάντων, που στην συνέχεια οδηγεί σε έναν τρόπο γραφής που, αφού κανείς δεν έχει δίκιο, όλοι έχουν! 

 

Προσπαθώ να περάσω το ύφος της ανθρώπινης κατάρρευσης, μέσω της αφαίρεσης συναισθημάτων από κάθε κομμάτι. Δεν θέλω οι χαρακτήρες να είναι αρεστοί από το κοινό, όμως θέλω να είναι αληθοφανείς. 

 

Αποδεκτές και οι δύο απόψεις πάνω στο θέμα, και ευχαριστώ για τα καλά σας σχόλια. 

 

Πάνω σε αυτήν την κριτική σκοπεύω να δουλέψω την επόμενη ιστορία που θέλω να γράψω, αυτήν την φορά σε fantasy κόσμο και όχι cyberpunk, με λιγότερες ιδιαιτερότητες στο πως τις προσεγγίζω. 

 

Ελπίζω τα επόμενα κεφάλαια να σας αρέσουν περισσότερο, καθώς έχουν περισσότερη ουσία και βάθος! 

 

Ευχαριστώ για τα σχόλια, σκοπεύω να βελτιωθώ! :3 

 

  • Like 1
Link to comment
Share on other sites

Τι εννοείς, "παραιτούμαι"; Στην ορθογραφία και σύνταξη;! Προφανώς αυτό είναι αδύνατον, οπότε κατέβασε spell checker!! Γράφεις στα αγγλικά συνήθως;

Edited by arjunk
Link to comment
Share on other sites

Δεν γράφω αγγλικά, και έχω spellchecker, απλά δεν ξέρω γιατί επιμένετε όταν το δικό μου δεν βγάζει κάτι λάθος. 

 

Πάντα, από τα 10 μου, λογοτεχνία ελληνικά έγραφα παρότι ήμουν ανορθόγραφος. Απλά... ναι. Δεν το ξεπέρασα μέσα στα επόμενα 10 χρόνια xD 

 

Link to comment
Share on other sites

Φίλε μου αν θες να το πας πιο σοβαρα το θεμα της συγγραφης τοτε δεν γινεται να λες "παραιτουμαι απο ορθογραφικα/συντακτικα". Ειναι σαν να σου λεει ενας γιατρος "εγω κανω επεμβασεις αλλα δεν μπορω με το νυστερι. Μονο μπαλτα".

Αν το θες για φαση χαλαρο τοτε πασο. Αν κμως θες ο αλλος να κρινει πιο σοβαρα και αξιοκρατικα την δουλεια σου πρεπει να δωσεις σημασια σε αυτα παρα πολυ ;)

Link to comment
Share on other sites

Δεν σκοπεύω να γίνω συγγραφέας, οπότε δεν μπορώ να πω πως είναι κάτι που θα το πάρω στα σοβαρά. 

Όμως από την άλλη, η αναλογία σου δεν είναι ακριβώς σωστή. Βλέπεις, με την μία μέθοδο η δουλειά είναι πιθανή, ενώ με την άλλη όχι. 

Το γεγονός πως δεν δίνω την σημασία που θα έπρεπε στα ορθογραφικά είναι καθαρά και μόνο γιατί με ενδιαφέρει η ουσία του γραπτού. 

Καταλαβαίνω γιατί έχουν σημασία, όμως παράλληλα δεν μπορείς να απορρίπτεις το υπόλοιπο κείμενο μόνο βάση σε αυτό.

Από την στιγμή που η ροή και το περιεχόμενο εκφράζεται με έναν τρόπο που μπορείς να καταλάβεις σε αρεστό σημείο τι συμβαίνει, η κριτική χωρίς να έχει ολοκληρώσει το κείμενο, στα δικά μου μάτια τουλάχιστον, είναι πρακτικά ανούσια. 

Δεν αρνούμαι πως υπάρχουν ζητήματα που θέλω να διορθώσω, όμως από την άλλη δεν είναι η κύρια ασχολία μου αυτόν τον καιρό. Προτιμώ να δίνω σημασία στο σύμπαν και στους χαρακτήρες, που είναι το κομμάτι που θα τραβήξει κάποιον, παρά να διορθώσω κάτι που στην τελική, μπορώ απλά να βάλω κάποιον άλλον να κάνει για εμένα.

Ξέρω πως ακούγεται υπεροπτικό, όμως δεδομένου πως έχω μια μορφή δυσλεξίας (όπως πολύς κόσμος), που σημαίνει πως θέλει πολύ περισσότερη προσπάθεια από οτι είμαι διατεθειμένος να προσφέρω σε κάτι σχετικά επιφανειακό, προσωπικά το θεωρώ ορθό. 

Μιλάω για τα ορθογραφικά αυτήν την στιγμή, γιατί τα ορθογραφικά είναι ένα κομμάτι του κειμένου που δεν αλλάζουν την έννοια και την σημασία των λέξεων, καθώς και επειδή οι διορθώσεις τους είναι αντικειμενικές και απόλυτες.

Τώρα περί συντακτικού, προσπαθώ. Δεν νομίζω πως κάνω ιδιαίτερη πρόοδο, όμως τον τελευταίο καιρό κοιτάω τρόπους και εκφραστικές μεθόδους από άλλα βιβλία για να διορθώνω τις δικές μου, σε μια προσπάθεια να βελτιωθεί η μορφή του κειμένου μου γενικά. 

  • Like 1
Link to comment
Share on other sites

Καλά τα λες. Και συντακτικά/εκφραστικά θα αποκτήσεις περισσότερα διαβάζοντας (απλά η διγλωσσία εκεί μπορεί να σε καθυστερήσει imho, εγώ προσωπικά γράφω πιο εύκολα στη γλώσσα που διαβάζω). Στην τελική όλα αυτά είναι κάτι που μπορείς να περάσεις σε κάποιον έντιτορ - απλά είναι καλή φόρμα να συνειδητοποιείς πως είναι σημαντικό για το τελικό προϊόν. Αν διαβάσω κάτι σε ένα φόρουμ είναι δικαιολογημένο να υπάρχουν μικρο-λαθάκια αλλά αν το διάβαζα πχ στο 9, το παραμικρό ορθογραφικό θα μείωνε τον επαγγελματισμό και του γραπτού αλλά και του περιοδικού.

Link to comment
Share on other sites

Join the conversation

You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.

Guest
Reply to this topic...

×   Pasted as rich text.   Paste as plain text instead

  Only 75 emoji are allowed.

×   Your link has been automatically embedded.   Display as a link instead

×   Your previous content has been restored.   Clear editor

×   You cannot paste images directly. Upload or insert images from URL.

Loading...
×
×
  • Create New...

Important Information

You agree to the Terms of Use, Privacy Policy and Guidelines. We have placed cookies on your device to help make this website better. You can adjust your cookie settings, otherwise we'll assume you're okay to continue..