SymphonyX13 Posted May 16, 2016 Share Posted May 16, 2016 Όνομα Συγγραφέα: SymphonyX13Είδος: ΤρόμουΒία; ΌχιΣεξ; ΌχιΑριθμός Λέξεων:1762Αυτοτελής; ΝαιΣχόλια: Η ιστορια που έγραψα με βάση τα δεδομένα του δέκατου τέταρτου πακέτου της πρώτης Συγγραφικής Άσκησης Αρχείο: Να ζει κανεις....doc “Να ζει κανείς..” “Να ζει κανείς ή να μην ζει;” Ο Ίαν είπε τις πρώτες λέξεις ενός μονολόγου που είχε πει αμέτρητες φορές στην καριέρα του, αλλά αντί να συνεχίσει, σταμάτησε και κοίταξε τα άδεια καθίσματα του μικρού θεάτρου που είχε σταματήσει να λειτουργεί εδώ και καιρό. Έμεινε ακίνητος στην σκηνή, λες και περίμενε να ακουστεί από κάπου η απάντηση στο ερώτημα που τον τριβέλιζε τους τελευταίους μήνες. “Να ζει κανείς;” Η κατάθλιψη είχε πρωτοκάνει την εμφάνιση της όταν είχε αναγκαστεί να βάλει λουκέτο στο θέατρο που είχε στεγάσει όλα τα καλλιτεχνικά του όνειρα, και τον σφιχταγκάλιασε με τον θάνατο της Μαίρης. Μια ολόκληρη ζωή είχαν περάσει μαζί και η απουσία της τον είχε συντρίψει. Δεν είχαν κάνει παιδιά, είχαν μόνο ο ένας τον άλλο, και τώρα αυτός είχε μείνει μόνος του. Πάντα πίστευε, πάντα έλπιζε, ότι θα έφευγε πρώτος, αλλά τελικά είχε απομείνει μόνος σε ένα άδειο σπίτι προσπαθώντας να κρατηθεί από τις αναμνήσεις μιας ευτυχισμένης ζωής, που έμοιαζαν να ανήκουν σε κάποιον άλλο. Απομακρύνθηκε από την άκρη της σκηνής και κατευθύνθηκε στο τραπέζι που βρισκόταν λίγο πιο πέρα, προς τα παρασκήνια. Πήρε το ξύλινο, μουσικό κουτί που υπήρχε πάνω του και το άνοιξε. Μελωδικές νότες έσπασαν την σιγή που κυριαρχούσε, νότες που αυτή λάτρευε, γέμισαν τρεμοπαίζοντας σαν αδύναμες φλόγες την αίθουσα για λίγο και μετά χάθηκαν, όπως είχε χαθεί και εκείνη. Έκλεισε το κουτί, το άφησε στο τραπέζι, μετά πήρε το παλτό του από την καρέκλα και το φόρεσε. Έβαλε το μουσικό κουτί στην τσέπη του παλτού του, προχώρησε στα παρασκήνια, έσβησε τα φώτα με τον γενικό διακόπτη, και βγήκε έξω από το θέατρο. Η νυχτερινή αύρα του ανακάτευε τα λιγοστά μαλλιά και τον περιτριγύριζε λες και προσπαθούσε να του φτιάξει την διάθεση, λες και ήταν το καθησυχαστικό άγγιγμα ενός παλιού, καλού φίλου. Αυτός όμως συνέχιζε τον δρόμο του βυθισμένος στις σκέψεις του. Πόσο τους άρεσαν αυτοί οι νυχτερινοί περίπατοι. Μπορούσαν να περπατούν με τις ώρες, απολαμβάνοντας τις εικόνες, τους ήχους, και τις μυρωδιές τις πόλης. Το παραμικρό μπορούσε να τους προκαλέσει την περιέργεια, στο κάθε τι έβρισκαν κάτι αξιοθαύμαστο, κάτι που μπορούσε να εξηγήσει τον λόγο που βρίσκονταν εδώ και να βρουν πάνω του την ομορφιά της ζωής. Και τώρα περιδιάβαινε μόνος του τους δρόμους της πόλης, που τώρα του φαίνονταν μουντοί και αδιάφοροι. Τα χρώματα είχαν χαθεί στα μάτια του, όλα ήταν μια θολούρα που δεν άξιζε ούτε δευτερόλεπτο από την προσοχή του. Οι ήχοι που γέμιζαν την πόλη, τα γέλια των παιδιών ή το αδιάκοπο ψιθύρισμα της βροχής, όλα όσα εκείνη έβρισκε να έχουν μια αιθέρια μελωδία μέσα τους, είχαν γίνει ένα ενοχλητικό, απροσδιόριστο βουητό. Συνέχισε να προχωράει σκυφτός, χαμένος μέσα σε σκέψεις και αναμνήσεις, όταν ένας οξύς πόνος καρφώθηκε στο κεφάλι του. Σταμάτησε και έτριψε τα μελίγγια του προσπαθώντας και καταφέρνοντας να ανακουφιστεί λίγο, όταν ένας ήχος κατάφερε να του αποσπάσει την προσοχή. Ήταν ένα σιγανό γρύλισμα. Κοίταξε γύρω του και είδε μέσα από τις σκιές ενός σοκακιού να ξεπροβάλει ένας σκύλος. Ήταν μεσαίου μεγέθους και το άσπρο τρίχωμα του ήταν γεμάτο μαύρες πιτσιλιές. Σταμάτησε σε απόσταση λίγων μέτρων από τον Ίαν, και η επιφυλακτική στάση του έδειχνε ότι η ζωή του αδέσποτου του είχε προσφέρει περισσότερες κλωτσιές, παρά χάδια. Κοίταξε τον Ίαν με τον τρόπο που έχουν τα σκυλιά και νομίζεις ότι έχουν ένα μόνιμο χαμόγελο στο πρόσωπο τους, και κούνησε σιγά την ουρά του. «Τι συμβαίνει φιλαράκο...» ξεκίνησε να λέει ο Ίαν, αλλά σταμάτησε όταν πρόσεξε τα μάτια του σκύλου. Η γαλακτώδης επιφάνεια του καταρράκτη τα κάλυπτε και τα δύο, φανερώνοντας ότι το ζώο ήταν εντελώς τυφλό. Το βλέμμα του όμως συνέχιζε να είναι με κάποιο τρόπο καρφωμένο πάνω του. Έβγαλε ένα σιγανό γάβγισμα, προχώρησε λίγα βήματα πίσω στο σοκάκι, γύρισε, και τον ξανακοίταξε περιμένοντάς τον. Ο Ίαν χωρίς δεύτερη σκέψη άρχισε να τον ακολουθεί. Κάτι πάνω σε αυτόν τον παράξενο σκύλο είχε καταφέρει να του εξάψει την περιέργεια, να τον κάνει να ενδιαφερθεί για κάτι πρώτη φορά μετά από πολύ καιρό. Προχώρησε στο σκοτεινό δρομάκι, στο κατόπι του ζώου που κάθε τόσο σταματούσε για να σιγουρευτεί ότι ο άντρας το ακολουθεί. Έστριψαν σε δύο γωνίες προχωρώντας όλο και βαθύτερα, με το σκύλο να έχει επιταχύνει το βηματισμό του, έτσι που ο Ίαν, ίσα που προλάβαινε να τον δει πριν χαθεί εντελώς από το βλέμμα του. Επιτάχυνε και αυτός τον δικό του ρυθμό και στρίβοντας σε άλλη μια γωνία, είδε τον σκύλο να τον περιμένει μπροστά από μια πόρτα, που έχασκε ορθάνοιχτη σαν στόμα.Το σκυλί δεν περίμενε να τον φτάσει, παρά χώθηκε στον σκοτεινό διάδρομο και απομακρύνθηκε, στρέφοντας για λίγο το κεφάλι προς το μέρος του. Τα άσπρα μάτια του, ξεχώριζαν μέσα στο σκοτάδι, κάνοντας το να μοιάζει απόκοσμο και απειλητικό. Ο Ίαν μπήκε στον διάδρομο ενώ το σκυλί χανόταν στην γωνία που υπήρχε μερικά μέτρα μακριά. «Περίμενε!» είπε, και τάχυνε το βήμα του. Όταν έφτασε στην γωνία, το σκυλί χανόταν στην επόμενη που έστριβε αριστερά. Μα πόσο μακρύς ήταν αυτός ο διάδρομος; Και που οδηγούσε; Καμιά πόρτα δεν υπήρχε για να οδηγεί κάπου. Μόνο ο διάδρομος που φιδογύριζε, και μερικές φορές οδηγούσε σε αδιέξοδα, ενώ σε άλλα σημεία διακλαδώνονταν. Έφτασε τελικά σε ένα σταυροδρόμι, αφού ο διάδρομος που ακολουθούσε συνέχιζε μπροστά, αλλά και αριστερά και δεξιά του. Κοντοστάθηκε, κοίταξε τριγύρω του και μια ανησυχία τον κυρίευσε. Ήταν λες και είχε χαθεί μέσα σε έναν λαβύρινθο, που όσο τον ακολουθούσε, τόσο παγιδέυοταν μέσα του. Δεν ήθελε πλέον να συνεχίσει άλλο, ο σκύλος ας κρατούσε τα μυστικά του, έπρεπε να φύγει. Γύρισε για να πάρει τον δρόμο της επιστροφής, όταν ένα γρύλισμα τον πάγωσε. Ο σκύλος βρισκόταν εκεί, μερικά μέτρα μακριά του, και καθόταν στα πίσω πόδια του έχοντας ξεγυμνώσει απειλητικά τα δόντια του. Φρίκη πλημμύρισε τον Ίαν όταν πρόσεξε ότι τώρα τα μάτια του ζώου έλειπαν. Δυο κόκκινες, ματωμένες τρύπες τα είχαν αντικαταστήσει. Το ζώο σηκώθηκε και άρχισε να προχωράει προς το μέρος του. Σταγόνες αίματος έπεφταν στο πάτωμα, και ο ήχος που έκαναν έμοιαζε εκκωφαντικός. Ο Ίαν άρχισε να πισωπατάει για να μεγαλώσει όσο μπορούσε την απόσταση που τους χώριζε, και τότε ο σκύλος σωριάστηκε στο πάτωμα. Έβγαλε ένα πονεμένο γρύλισμα και σπασμοί άρχισαν να συνταράσσουν το κορμί του, που στρέβλωσε σε παράξενες γωνίες και διογκώθηκε. Τα μπροστινά του πόδια άρχισαν να μεγαλώνουν,ενώ ο ήχος των οστών που έσπαγαν και αναδημιουργούνταν ήταν ανατριχιαστικός. Γαμψόνυχα δάχτυλα εμφανίστηκαν στις άκρες τους, μέσα σε λίγες στιγμές δυο φρικιαστικά χέρια είχαν δημιουργηθεί, ενώ και το υπόλοιπο κορμί του σκύλου μεγάλωνε και άλλαζε. Πριν ο Ίαν γυρίσει και αρχίσει να τρέχει όσο μπορούσε πιο γρήγορα, μην περιμένοντας να ολοκληρωθεί η γέννηση αυτού του εφιαλτικού πλάσματος, πρόλαβε να δει το ρύγχος του σκύλου να ξεφλουδίζει, να ανοίγει στα τέσσερα, και μια τερατώδη μουσούδα να ξεπροβάλει. Έτρεχε, ρίχνοντας κλεφτές, φοβισμένες ματιές προς τα πίσω, με την καρδιά του να βροντοχτυπάει στο στήθος του. Έστριβε σε γωνίες, διάλεγε κατευθύνσεις όπου ήταν παραπάνω από μία, με μια σκέψη να καίει στο μυαλό του. “Μην είναι αδιέξοδο. Θεέ μου, μην είναι αδιέξοδο.” Γρυλίσματα και άναρθρες κραυγές από το πλάσμα έφταναν στα αυτιά του. Κάθε φορά νόμιζε ότι ήταν πιο δυνατά, ότι η απόσταση μεταξύ τους είχε μειωθεί. Συνέχισε να τρέχει στα τυφλά, με τον πανικό να αναβλύζει από κάθε πόρο του κορμιού του, μαζί με τον κρύο ιδρώτα που τον είχε λούσει. Τότε εκτός από τα γρυλίσματα του πλάσματος, ένας άλλος ήχος έφτασε στα αυτιά του. Μελωδικές νότες μόλις που ακούστηκαν, αλλά τις αναγνώρισε αμέσως. Ήταν η μελωδία της Μαίρης. Έψαξε φρενιασμένα στην τσέπη του παλτού του για το μουσικό κουτί, αλλά δεν ήταν εκεί. Σταμάτησε για λίγο και αφουγκράστηκε, νάτες πάλι, πιο δυνατές αυτήν την φορά. Ξανάρχισε να τρέχει αναζητώντας την πηγή τους. Αυτές οι νότες ήταν η σωτηρία του, ένας φωτεινός, μελωδικός φάρος που του έδειχνε τον δρόμο μέσα σε αυτή την σκοτεινή θάλασσα που κόντευε να καταποντιστεί στα βάθη της. Τώρα μόνο δύο ήχοι ακούγονταν, έχοντας υπερκαλύψει όλους τους υπόλοιπους. Οι μανιασμένοι χτύποι της καρδιάς του, οι ήχοι των βημάτων του, η ξέφρενη ανάσα του, τίποτα από αυτά δεν έφτανε στα αυτιά του. Μόνο τα γρυλίσματα και η μελωδία. Ακολουθώντας τις νότες που η ένταση τους δυνάμωνε συνεχώς, έφτασε τελικά σε έναν μακρύ διάδρομο όπου μια πόρτα βρισκόταν στο τέρμα του. Με τις ελπίδες αναπτερωμένες έτρεχε όσο πιο γρήγορα μπορούσε, και όταν έφτασε στη μέση του διαδρόμου ένα τρομακτικό ουρλιαχτό ακούστηκε. Έριξε μια ματιά πίσω του και είδε έναν ζωντανό εφιάλτη να έχει μπει μόλις στον διάδρομο. Έτρεχε στα τέσσερα, και με μεγάλες δρασκελιές μείωνε γρήγορα την απόσταση που τους χώριζε. Ο Ίαν έτρεξε όσο ποτέ πριν στη ζωή του και έφτασε επιτέλους στην πόρτα, άρπαξε το χερούλι, την άνοιξε, μπήκε μέσα, την έκλεισε και την κλείδωσε την στιγμή ακριβώς που το πλάσμα έπεφτε με θόρυβο πάνω της. Χτυπήματα άρχισαν να ταρακουνούν την πόρτα, ενώ το τέρας έβγαζε ανατριχιαστικά ουρλιαχτά. Ο Ίαν κοίταξε τριγύρω του και είδε ότι βρισκόταν σε ένα μικρό, στενό, γυμνό δωμάτιο. Τίποτα άλλο δεν υπήρχε, παρά μόνο το μουσικό κουτί στο πάτωμα. Έσκυψε, το πήρε στα χέρια του και το άνοιξε. Η μελωδία που τόσο αγαπούσε η Μαίρη άρχισε να παίζει, την στιγμή που με έναν τρομακτικό κρότο το ξύλο της πόρτας έσπασε σκορπώντας θραύσματα και σκλήθρες, και από την τρύπα που δημιουργήθηκε ένα τερατώδες χέρι μπήκε μέσα φτάνοντας λίγα εκατοστά από το πρόσωπο του Ίαν. Ξανατραβήχτηκε έξω, νέα χτυπήματα ακολούθησαν, και στο τέλος η πόρτα γκρεμίστηκε με θόρυβο. Ο Ίαν κράτησε σφιχτά το μουσικό κουτί και σκέφτηκε “Δεν θέλω να πεθάνω, όχι τώρα, όχι έτσι” πριν το πλάσμα πέσει πάνω του με ορθάνοιχτο στόμα. Μισάνοιξε τα μάτια του και ένοιωσε κάτι υγρό και τραχύ να του γλύφει το πρόσωπο. Όταν η όραση του καθάρισε, είδε τον σκύλο από πάνω του. Τα καταγάλανα μάτια του έλαμψαν όταν τον είδε να συνέρχεται και έβγαλε ένα χαρούμενο, κοφτό γάβγισμα. Τον μύρισε έντονα, λες και θα μπορούσε έτσι να βρει τον καλύτερο τρόπο για να τον βοηθήσει και έφυγε τρέχοντας, βγήκε στον δρόμο και άρχισε να γαβγίζει. Χάθηκε για λίγο από τα μάτια του Ίαν που κατάφερε να ανασηκωθεί και να στηριχθεί στον τοίχο. Η αριστερή πλευρά του σώματος του ήταν παράξενα μουδιασμένη και του ήταν δύσκολο να μετακινηθεί παραπάνω. Ο σκύλος ξαναφάνηκε, και χάθηκε πάλι, ενώ συνέχισε να γαβγίζει. Εμφανίστηκε ξανά, και αφού περίμενε για λίγο, άρχισε να τρέχει πάλι προς τον Ίαν. Τον έφτασε και τον ξαναμύρισε, ενώ η ουρά του δεν σταματούσε να πηγαινοέρχεται ενθουσιασμένα. Ο Ίαν είδε δύο αγνώστους να μπαίνουν στο σοκάκι. Όταν τον είδαν έτρεξαν αμέσως προς το μέρος του, ενώ ο ένας έβγαλε το κινητό του και τηλεφωνούσε για να καλέσει ασθενοφόρο. Με το δεξί του χέρι ο Ίαν χάιδεψε το κεφάλι του σκύλου, του είπε “Σε ευχαριστώ πολύ φίλε μου” και μετά αγκάλιασε τον σωτήρα του. SymphonyX13 Απρίλιος 2016 2 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Blacksword Posted December 6, 2016 Share Posted December 6, 2016 Γρήγορος ρυθμός και δυνατό σασπένς είναι αυτά που ξεχωρίζουν σε αυτή την ιστορία σου αγαπητέ Δημήτρη, και πρέπει να πω ότι τα χειρίζεσαι πολύ καλά. Το μόνο αρνητικό που βρήκα είναι το φινάλε, το οποίο, παρ' ότι είχε ένα ενδιαφέρον, ήθελα κάτι παραπάνω να δω που να εξηγεί το συμβάν με τον σκύλο. Κατ' άλλα πάντως είναι μια πολύ καλή ιστορία. 1 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
SymphonyX13 Posted December 6, 2016 Author Share Posted December 6, 2016 Xαίρομαι που σου άρεσε η ιστορία φίλε Κώστα και την διάβασες ευχάριστα. Πραγματικά δεν περίμενα να πέσει σχόλιο(ιδιαίτερα μετά από τόσο καιρό) αφού είχε σχολιαστεί στο ανάλογο τόπικ της πρώτης συγγραφικής άσκηση για την οποία γράφτηκε. Την είχα ανεβάσει και ξεχωριστά στην βιβλιοθήκη για να μην "χαθεί" και να διαβαστεί στο μέλλον ίσως, όπως και έγινε! Το τέλος που αναφέρεις είχε σχολιαστεί εκεί, αφού δεν ήταν για όλους εύκολα κατανόητό ότι όλα συνέβησαν στο μυαλό του Ίαν, ενώ βρισκόταν μεταξύ ζωής και θανάτου λόγω του εγκεφαλικού που έπαθε. Σε ευχαριστώ πολύ για την ανάγνωση και το σχόλιο! 1 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Mournblade Posted December 6, 2016 Share Posted December 6, 2016 Ωραίο ηταν Δημήτρη! Περιγραφικός, γλαφυρός εκει που πρέπει και με σωστή αίσθηση της αγωνίας. Το τέλος μου αρεσε επίσης, μα νομίζω πως για μενα το χτισιμο της ατμόσφαιρας ηταν το καλύτερο στοιχείο του διηγήματος! 1 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
SymphonyX13 Posted December 7, 2016 Author Share Posted December 7, 2016 Χαίρομαι που σου άρεσε η ιστορία Γρηγόρη και η ατμόσφαιρα που χτίστηκε παρά το μικρό της μέγεθος. Σε ευχαριστώ τόσο για την ανάγνωση όσο και για το σχόλιο... και αν θελήσεις να διαβάσεις κάτι ακόμα από εμένα, θα σου συνηστούσα μέρες που έρχονται, αυτήν την χριστουγενιάτικη ιστορία...τρόμου!(φυσικά!) 1 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Glokta Posted January 13, 2017 Share Posted January 13, 2017 Γρήγορο, ρυθμικό και έξυπνο. Μου άρεσαν ιδιαίτερα το "κυνήγι" και το τέλος. Λίγο με μπέρδεψε που δεν υπάρχει σκηνή μετάβασης στις παραισθήσεις / όνειρο / εγκεφαλικό. 1 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
SymphonyX13 Posted January 14, 2017 Author Share Posted January 14, 2017 Γρήγορο, ρυθμικό και έξυπνο. Μου άρεσαν ιδιαίτερα το "κυνήγι" και το τέλος. Λίγο με μπέρδεψε που δεν υπάρχει σκηνή μετάβασης στις παραισθήσεις / όνειρο / εγκεφαλικό. Σε ευχαριστώ πολύ για την ανάγνωση και το σχόλιο, φίλε Βασίλη. Χαίρομαι που σου άρεσε η ιστορία μου. Ηθελημένα δεν χρησιμοποίησα σκηνή μετάβασης, στο σημείο που αναφέρεις για να εντείνω παραπάνω την αίσθηση του μυστηρίου, για το τι συμβαίνει, αν και μπέρδεψε αρκετούς τελικά. Και πάλι σε ευχαριστώ. 1 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Recommended Posts
Join the conversation
You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.