Jump to content

Το μισό μου διήγημα για τον 43ο διαγωνισμό


Cassandra Gotha

Recommended Posts

Ταπεινά (αλλά όχι καταφρονεμένα; ) παρουσιάζω (στα πόδια σας; ) την προσπάθειά μου για συμμετοχή στον 43ο fantasy. Όποιος θέλει, του ρίχνει μια ματιά, αφήνει και κάνα βρισίδι :rolleyes: μπας και το τελειώσω.

Ευχαριστώ.

:ph34r:

 

 

 

 

 

                                                                                                                                 «Αγέρας με στάχτη μαγικός»

 

 

Χωμένος στον μαύρο μανδύα του τάγματος και βρεγμένος μέχρι το μεδούλι, ο Παβ τουρτούριζε πάνω στη σέλα. Τα πόδια της φοράδας του βούλιαζαν στη λάσπη, κάθε πάτημα επισφαλές. Μουρμούρισε ένα παράπονο στη Θεά, αλλά αμέσως γύρισε και κοίταξε τη συνοδοιπόρο του με ενοχή. Το άλογό της δίπλα στο δικό του, τα ρούχα της να στάζουν, ο δρόμος εξίσου μακρύς και γι' αυτήν. Κι όμως, ήταν σίγουρος ότι η Αέσθα δεν παραπονιόταν ούτε από μέσα της. Όπως ήταν σίγουρος ότι, παρά το βουητό της καταιγίδας, τον είχε ακούσει και αν ήταν αλλιώς οι συνθήκες θα τον είχε βάλει στη θέση του με μια κοφτή κουβέντα: “Μη βλασφημάς”. Οι ιέρειες της Ραμρόνσα ήξεραν πάντα τι σκέφτονταν οι άλλοι, πριν ακόμη μιλήσουν, μια ικανότητα που τις έκανε τρομακτικές. Ήταν επίσης ξιπασμένες, αυστηρές και απότομες, αλλά ο Παβ δεν τους κάκιωνε. Κατανοούσε την ανάγκη τους για ανθρώπινα πάθη, τη στιγμή που η πίστη τους δεν επέτρεπε κανένα. Ο ίδιος υπηρετούσε στο μοναστήρι κοντά δεκαπέντε χρόνια, κόντευαν να ασπρίσουν τα μαλλιά του. Διακόσιοι άντρες φρουρούσαν πεντακόσιες μοναχές. Χρειαζόταν αυτοπειθαρχία και κατανόηση για να τα πάνε καλά μεταξύ τους, δύο πράγματα που είχε εξασκήσει πολύ με τα χρόνια.

Το πανδοχείο ξεπρόβαλλε, επιτέλους, μέσα από τη γκρίζα θολούρα. Σαν δώρο από τη Θεά, σκέφτηκε με μεταμέλεια. Νοιαζόταν την Αέσθα, προπαντώς. Εκείνη η μυστηριώδης ασθένεια που την ανάγκασε να εγκαταλείψει την ασφάλεια του μοναστηριού, προχωρημένο φθινόπωρο, την εξαντλούσε ώρα με την ώρα. Ήταν πιο άχρωμη από ό,τι συνήθως και μιλούσε σπάνια. Ταξίδευαν ήδη δυο μέρες και είχαν άλλες τρεις μέχρι το χωριό των θεραπευτών. Έπρεπε να τα βγάλει πέρα.

Ο Παβ ξεκαβαλίκεψε και έτεινε το χέρι του στη μοναχή. Εκείνη το αρνήθηκε, όπως πάντα. Σαν να φοβόταν μη χάσει την αγνότητά της, μη μολυνθεί με ένα αντρικό άγγιγμα. Ξεπέζεψε μόνη της, πατώντας βαριά στα μουσκεμένα χόρτα. Βρήκαν, από τη μυρωδιά, τον πρόχειρο στάβλο στην πίσω πλευρά του κτίσματος. Υπήρχαν τρία μουλάρια, το ένα πισωπάτησε ελαφρά μόλις τους είδε, και ένα άλογο, που χτύπαγε ανυπόμονα τις οπλές του στη γη. Η καταιγίδα είχε κάνει τα ζώα νευρικά. Οι δυο ταξιδιώτες βόλεψαν τα δικά τους σε μία κενή θέση και πήγαν σχεδόν τρέχοντας στην είσοδο του πανδοχείου.

 

Με το που άνοιξαν την πόρτα, ο Παβ κοκάλωσε. Πριν καταλάβει τι έβλεπε, πριν προλάβει η ματιά του να οδηγηθεί από τα σκούρα ίχνη στο πάτωμα μέχρι τα πεσμένα σώματα τριγύρω. Η Αέσθα έβγαλε μια πνιχτή φωνή και κάλυψε το πρόσωπό της με τα χέρια. Το πανδοχείο ήταν ένας μαζικός τάφος, και η παγερή αίσθηση του θανάτου, το αφύσικο κρύο που καμιά εστία δεν μπορούσε να θερμάνει, τους άρπαξε μόλις βρέθηκαν στο κατώφλι του. Ο Παβ προχώρησε με μικρά, προσεκτικά βήματα, κάνοντας σήμα στην Αέσθα να μείνει στη θέση της, ενώ ταυτόχρονα ξεθηκάρωνε το σπαθί του. Αργά, μετρώντας πτώματα και καταστροφές, προσπερνώντας τραπέζια και καρέκλες, άλλα σπασμένα, άλλα αναποδογυρισμένα, έφτασε μέχρι την κουζίνα και μετά στην άλλη πλευρά, στο δωμάτιο με τα κρεβάτια. Έξι άνθρωποι. Ο πανδοχέας, στην κουζίνα, η γυναίκα του, δυο βήματα από το υπνοδωμάτιο, και τέσσερις πελάτες: οι δύο πάνω στα νοικιασμένα τους κρεβάτια, ένας πεσμένος στη μέση της αίθουσας και ο τελευταίος στην καρέκλα του. Όλοι νεκροί. Και οι μακελάρηδες καπνός.

Η Αέσθα είχε κλείσει τα μάτια και ψιθύριζε μια προσευχή, όταν, ξαφνικά, τα άνοιξε και κοίταξε πίσω από τον Παβ, στο πάτωμα. Το είχε ακούσει κι αυτός. Ένα μουγκρητό πόνου. Ακολούθησε το βλέμμα της και ανακάλυψε ότι το πέμπτο σώμα που είχε μετρήσει, στη μέση της αίθουσας, δεν ανήκε σε νεκρό. Έσκυψε από πάνω του, ο άνθρωπος ανέπνεε ακόμα.

«Είναι ζωντανός», είπε.

Η Αέσθα πλησίασε τον άγνωστο με βιασύνη, γονάτισε χωρίς να τη νοιάζει το αίμα που μούσκεψε τα ρούχα της και έπιασε το χέρι του. «Μίλησέ μου», απαίτησε.

Ο άντρας μούγκρισε πάλι. Το στήθος του ανεβοκατέβαινε με προσπάθεια. Άνοιξε τα μάτια και τους κοίταξε ζαλισμένα.

«Τι έγινε 'δω;» τον ρώτησε ο Παβ.

«Το - τραγούδι», κατάφερε να ψελλίσει εκείνος. Ένα γέλιο πνίγηκε στον βήχα.

«Έχεις σπάσει ένα τουλάχιστον πλευρό και έχεις δύο βαθιά κοψίματα που αιμορραγούν», είπε η Αέσθα. «Πρέπει να σε φροντίσουμε.»

«Δεν έχει...» Ο άντρας λιποθύμησε.

 

Έπιασαν αμέσως δουλειά. Τον έσυραν κοντά στο τζάκι. Κατάφεραν να σταματήσουν την αιμορραγία, πιέζοντας με δύναμη τα κοψίματα στον θώρακα και την κοιλιά του. Έπειτα, τον έγδυσαν και η Αέσθα έπλυνε τις πληγές του με κρασί που βρήκε στην κουζίνα, ενώ ο Παβ έφερε κουβέρτες για να τον ξαπλώσουν και να τον σκεπάσουν. Ο άντρας ήταν γύρω στα πενήντα, ψηλός και αδύνατος σαν στέκα. Παρά το ότι τα μαλλιά του είχαν τόπους-τόπους ασπρίσει, διακρινόταν ακόμη το άλλοτε μαύρο χρώμα τους. Αυτό, μαζί με τα έντονα χαρακτηριστικά του προσώπου του και το σκούρο δέρμα, δήλωναν εύκολα την καταγωγή του. Ήταν, κατά πάσα πιθανότητα, από το Τέλορζ, το μεγάλο νησί στα ανατολικά, και ταξίδευε από το λιμάνι προς την ενδοχώρα, ή το αντίθετο, όπως κι αυτοί. Το αν τον ακολούθησαν οι εγκληματίες ή ήταν κι ο ίδιος τυχαίο θύμα, όπως οι άλλοι στο πανδοχείο, δεν μπορούσαν να το ξέρουν.

 

Όσο η μοναχή τέλειωνε με την περιποίηση του τραυματία και τον σκέπαζε με τη δεύτερη κουβέρτα, ο Παβ έλεγξε, μάταια, τους υπόλοιπους για σφυγμό. Σκέφτηκε την κατάσταση: η φωτιά στο τζάκι έκαιγε ζωηρά, το κούτσουρο ήταν ακόμη ολόκληρο. Τα πτώματα ήταν μεν κρύα, αλλά όχι άκαμπτα. Το μακελειό ήταν πολύ πρόσφατο.

«Πρέπει να φύγουμε.»

Η Αέσθα τον κοίταξε αποφασισμένη. «Όχι», είπε, και σηκώθηκε με κόπο. Πήρε μια αναποδογυρισμένη καρέκλα και την έστησε δίπλα στον ξένο. «Θα μείνουμε. Αυτός ο άνθρωπος θα πεθάνει χωρίς εμάς.»

Ο Παβ ήξερε ότι δεν υπήρχε λόγος να προσπαθήσει να τη μεταπείσει. Όχι μόνο γιατί είχε να κάνει με την ισχυρογνωμοσύνη της, αλλά γιατί εκείνη είχε δίκιο και ο ίδιος άδικο. Κατά μία έννοια. Από την άλλη, οι εγκληματίες δεν θα ήταν μακριά, και μπορεί να είχαν λόγους να επιστρέψουν.

«Θα πεθάνει και με εμάς.»

Η μοναχή δεν έκανε τον κόπο να του απαντήσει, δεν τον κοίταξε καν. Έβγαλε τον μανδύα της και τον άπλωσε στην καρέκλα. Ο Παβ την κοίταζε αμίλητος. Οι κινήσεις της ήταν πάντα αργές, λόγω της βαριάς της κατασκευής, ενώ ο ίδιος ήταν λεπτός και ταχύς, λόγω της χρόνιας εξάσκησης στη μάχη. Κι όμως, μία δυσκίνητη, αδύναμη ιέρεια, μπορούσε να δείχνει σταθερότητα χαρακτήρα κοντά στον κίνδυνο, την ίδια με έναν πολεμιστή. Δεν αναρωτήθηκε πώς, είχε πάψει από χρόνια να αναρωτιέται. Ήξερε την απάντηση.

 

Έβγαλε και τον δικό του μανδύα και πήρε μία καρέκλα. Στο κάτω-κάτω, είχαν όπλα: το σπαθί του και την πίστη της. Πάνω που άπλωνε τα πόδια του στη φωτιά, προσποιούμενος ότι χαλάρωνε, ο τραυματίας μίλησε, χωρίς να ανοίξει τα μάτια. Η Αέσθα έσπευσε να γονατίσει δίπλα του, ο Παβ σηκώθηκε κι έσκυψε από πάνω τους. Εκείνος φαινόταν να μην τους καταλαβαίνει, μουρμούριζε κάτι για έναν μάγο. Η ιέρεια τον ταρακούνησε ελαφρά, περιμένοντας για απόκριση, κι έπειτα πάλι, πιο δυνατά, ώσπου έγινε βίαιη. «Πρέπει να ξυπνήσει», είπε.

Τα κατάφερε, γιατί ο άντρας άνοιξε τα μάτια και τη γράπωσε από το ρούχο. Ο τρόμος του έδινε δύναμη, στο πρόσωπό του ήταν φανερή η προσπάθεια να συγκεντρωθεί. «Βρείτε τον μάγο», μούγκρισε με πόνο, «αλλιώς είμαι χαμένος.»

«Ησύχασε», είπε η Αέσθα, και τον βοήθησε να πιει λίγο κρασί. «Τα τραύματά σου δεν είναι έργο μαγείας. Τι συνέβη εδώ;»

Ο άνθρωπος έβηξε, η αναπνοή του ήταν ακανόνιστη. «Κι όμως,», είπε, «ο θάνατός μου θα είναι, το ίδιο και η ζωή μου.»

Οι δύο ταξιδιώτες κοιτάχτηκαν. Δεν ήταν το παραμιλητό ενός ετοιμοθάνατου. Μιλούσε σταθερά, το βλέμμα του είχε καθαρίσει, ήταν απύρετος.

«Πες μας τα πάντα», είπε ο Παβ, και γονάτισε δίπλα του.

«Το φυλαχτό μου, το έκλεψαν. Χωρίς αυτό θα πεθάνω.»

«Αφού η κατάστασή σου δεν είναι αποτέλεσμα μαγείας, ένα φυλαχτό δεν μπορεί...», ξεκίνησε η Αέσθα, αλλά ο Παβ τη σταμάτησε.

«Μη τον διακόπτουμε.»

Η ιέρεια δε μίλησε άλλο.

«Δεν είναι τέτοιο φυλαχτό», συνέχισε ο άντρας. «Δεν είναι ασπίδα για ξόρκια, ούτε γούρι. Με κρατάει ζωντανό. Αν το είχα, τώρα θα κόντευαν να κλείσουν οι πληγές και αύριο θα ξανάπαιρνα τους δρόμους.»

Κοιτάχτηκαν. Δεν είχαν ξανακούσει για τέτοιο πράγμα ποτέ τους. Μήπως ο άτυχος άντρας ήταν τρελός;

«Ξέρω τι σκέφτεστε. Είμαι, όμως, μεγαλύτερος από ό,τι δείχνω, και σας λέω ότι έχω ανάγκη το φυλαχτό μου. Πρέπει να βιαστείτε, αν θέλετε να με...» Ένα ρίγος τον συντάραξε. Ερχόταν και ο πυρετός.

Η Αέσθα έβαλε το χέρι της στο μέτωπό του. «Δεν σε αφήνω μόνο, αν δεν πειστώ ότι υπάρχει αλήθεια στα λόγια σου», είπε.

«Άκουσέ την», τον συμβούλεψε ο Παβ.

Ο άντρας έκλεισε τα μάτια. «Μου το έδωσε ένας φίλος πριν πεθάνει», ξεκίνησε, με κόπο. «Ήξερε ότι χωρίς αυτό δεν θα ζούσε άλλο πια, αφού η κατάρα του είχε λυθεί. Κάποιος τον είχε καταραστεί, κάποιος από την παλιά του ζωή. Έζησε πολλά, πάρα πολλά χρόνια, μόνος, χωρίς να είναι κανείς, για κανέναν. Δεν είχε γυναίκα ή παιδιά, είχε μόνο αυτό το σακουλάκι με τις στάχτες από την καμμένη του πατρίδα. Λίγη από την κατάρα του πέρασε και σ' αυτό, δεν ξέρω πώς. Αυτό είναι το φυλαχτό μου, το φυλαχτό του, μια χούφτα στάχτες από μια καταραμένη-» Εκεί σταμάτησε. Σαν να είχε πει πολλά. Πήρε μια βαθιά ανάσα και άνοιξε τα μάτια του, που ήταν υγρά. Έδειχνε πάλι ζαλισμένος.

Ο Παβ του έδωσε λίγο κρασί ακόμα, για να μη λιποθυμήσει. «Κάτι ανέφερες για ένα τραγούδι», είπε.

«Ναι, το είπα και το άκουσαν τα λάθος αφτιά. Λίγο ακόμα», κοίταξε τον Παβ, κι εκείνος του έδωσε να πιει κι άλλο. «Ήταν τρεις,», συνέχισε ο άντρας, «ήρθαν λίγο μετά από μένα. Οι δύο με σπαθιά και ρόπαλα, ο τρίτος με ύφος. Κάθισαν, ήπιαν, έφαγαν. Και έστηναν αφτί. Έσφαξαν πέντε, χωρίς να προλάβει κανείς μας να κουνηθεί. Εμένα δεν ξέρω γιατί δεν με σκότωσαν, μπορεί από κακία. Ξέρετε τι μου είπε, ενώ μου έπαιρνε το φυλαχτό; Ότι αν λέω τέτοια τραγούδια στην ερημιά, πρέπει να περιμένω παρατράγουδα.»

«Μόνο αυτό;» ρώτησε η Αέσθα.

«Και ότι είναι μάγος και κάτι τέτοια τον κεντρίζουν.»

«Και γιατί το είπες εκείνο το τραγούδι, αφού ήταν να σε μπλέξει; Δεν τό 'ξερες;» Η Αέσθα κούνησε το κεφάλι της με λύπη.

«Πρέπει. Πρέπει να το λέω, είναι δικό του. Εκείνος το έλεγε, την ιστορία του, τη ζωή του. Πρέπει να συνεχίσω να τη διηγούμαι.»

Ο Παβ δεν άλλαξε το ύφος του, δεν έπαιξε ούτε βλέφαρο. «Πού είναι το λαούτο σου;» είπε.

Ο άντρας χαμογέλασε κουρασμένα. «Πάντα η ίδια ερώτηση. Δεν έχω λαούτο, ούτε κανένα άλλο όργανο. Παίζω μουσική με το στόμα και τα χέρια.»

Ο Παβ δεν κουνήθηκε.

«Με κοιτάς όπως εκείνος. Πάνε πενήντα χρόνια κι είναι σαν να τον βλέπω. Μοιάζετε στη δυσπιστία.» Στράφηκε στην Αέσθα. «Σεβαστή, λέω αλήθεια. Θα βοηθήσεις έναν πιστό της Ραμρόνσα;»

Η Αέσθα πήρε το πιο αυταρχικό της ύφος. «Στο Τέλορζ λατρεύετε την Αλισέρη. Αλλά η Ραμρόνσα δεν κάνει διακρίσεις στη βοήθεια που παρέχει.» Κοίταξε ερωτηματικά τον Παβ. «Τι λες;»

 

Εκείνος κούνησε το κεφάλι σκεπτικός. «Δεν έχει όπλα, οπότε υποθέτω ότι δεν μας κρύβει και πολλά. Υποθέτω ότι θα έπρεπε να σε πάρω με τη βία για να φύγουμε, οπότε ναι, θα τον βοηθήσουμε.»

Την κοίταξε. Φαινόταν εξαντλημένη, μαύροι κύκλοι είχαν αρχίσει να σχηματίζονται κάτω από τα μάτια της. Θα ήταν χειρότερο να ξαναβγεί στη βροχή, από το να μείνει εκεί χωρίς προστάτη. «Αλλά θα πάω μόνος μου. Εσύ θα μείνεις μαζί του, να τον περιποιηθείς», είπε, δείχνοντας με το κεφάλι τον ξένο.

Η Αέσθα έγνεψε καταφατικά. «Η Θεά θα φροντίσει για 'μας.»

 

Εκείνος σηκώθηκε και φόρεσε τον μουσκεμένο του μανδύα. «Θα κατευθυνθώ ανατολικά, γιατί το πιθανότερο είναι να πηγαίνουν στο λιμάνι», είπε. «Δεν νομίζω να παραμείνουν στα περίχωρα της Ραμρόρ μετά από τέτοιο έγκλημα. Αν δεν τους βρω μέχρι να νυχτώσει, όμως, θα γυρίσω.»

Αποχώρισε με μεγάλα βήματα, αφήνοντάς τους στο έλεος της τύχης.

*

Η βροχή είχε σταματήσει και καταχνιά απλωνόταν στη γη. Τα σύννεφα βάφονταν κόκκινα στη δύση. Άλλη μία ώρα και δεν θα μπορούσε να βρει τον δρόμο του γυρισμού, αν δεν ξαστέρωνε. Μέχρι στιγμής δεν είχε δει ή ακούσει ψυχή, και με τη νεροποντή αυτής της μέρας ήταν αδύνατο να ανακαλύψει ίχνη. Πήγαινε στα τυφλά. Αλλά, αν υπήρχε μία πιθανότητα η ιστορία του βάρδου να ήταν αληθινή, τότε έπρεπε να βρει εκείνο το φυλαχτό. Αν αυτό το αντικείμενο είχε τη δύναμη της ίασης, η Αέσθα το χρειαζόταν. Και αυτός είχε μόνο καθήκον του να την κρατήσει ζωντανή. Τίποτα άλλο δεν μετρούσε.

Edited by Cassandra Gotha
  • Like 6
Link to comment
Share on other sites

Πάνω που έψαχνα τι να διαβάσω για τις κριτικές που πρέπει να αφήσω προ διαγωνισμού, ανέβασες τούτο δω. Μου άρεσε πάρα πολύ, είναι τρομερά καλογραμμένο, έχει ωραίο ρυθμό, ατμόσφαιρα, ενδιαφέροντες χαρακτήρες και η πλοκή του με τραβάει. Ο τίτλος είναι πολύ όμορφος επίσης, αλλά έχεις δίκιο φυσικά πως δεν θα χωρούσε στις λέξεις του διαγωνισμού. Μια απορία σχετικά με αυτή τη φράση: 

 

"Το αν τον ακολούθησαν οι εγκληματίες ή ήταν κι ο ίδιος τυχαίο θύμα, όπως οι άλλοι στο πανδοχείο, δεν μπορούσαν να το ξέρουν."

 

Τι θα τους έκανε να σκεφτούν πως ίσως τον ακολούθησαν επίτηδες; Είναι κάποιο σχόλιο για το ότι υπάρχει ρατσισμός, π.χ., απέναντι στους ανθρώπους της καταγωγής του; Το νησί του είναι ιδιαίτερα πλούσιο; Ντάξει, δεν είναι τίποτα σημαντικό, απλά αναρωτιόμουν. Ελπίζω να τη συνεχίσεις γιατί πραγματικά θέλω να διαβάσω τη συνέχεια και να δω πώς θα εξελιχθεί η ιστορία. Μας έχουν λείψει τα διηγήματά σου, να ξέρεις. :)

  • Like 2
Link to comment
Share on other sites

 Ευχαριστώ  :)

 

Αυτό που με ρωτάς, θα το σκεφτώ αργότερα αν θα μείνει. Ο Παβ κάτι πήγε να σκεφτεί, αλλά τι και γιατί, ούτε ο ίδιος ξέρει ακόμα. Θες το μοναδικό άλογο παρέα με τα δυο μουλάρια στον στάβλο, θες που ο ξένος είναι ο μόνος ζωντανός;

Πάντως, μπορεί και να φύγει αυτή η φράση, ως αβάσιμη, ευχαριστώ για τη σημείωση!

  • Like 1
Link to comment
Share on other sites

Join the conversation

You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.

Guest
Reply to this topic...

×   Pasted as rich text.   Paste as plain text instead

  Only 75 emoji are allowed.

×   Your link has been automatically embedded.   Display as a link instead

×   Your previous content has been restored.   Clear editor

×   You cannot paste images directly. Upload or insert images from URL.

Loading...
×
×
  • Create New...

Important Information

You agree to the Terms of Use, Privacy Policy and Guidelines. We have placed cookies on your device to help make this website better. You can adjust your cookie settings, otherwise we'll assume you're okay to continue..