elgalla Posted October 2, 2016 Share Posted October 2, 2016 Όνομα Συγγραφέα: Αταλάντη ΕυριπίδουΕίδος: μαύρη κωμωδία steampunk? Steampunk horror comedy? Όπως σας βολεύει το λέτεΒία; Άντε καλέΣεξ; ΜπαΑριθμός Λέξεων: 1620Αυτοτελής; ΝαιΣχόλια: Το ανοσιούργημα που έγραψα χτες στο Come Write-in του Φantasticon (που κέρδισε μια κολλητή μου φίλη, όχι μέλος του φόρουμ, κάνοντάς με πολύ περήφανη ). Κράχτε ελεύθερα. Α, ναι, το θέμα ήταν "Το Αυγό".Αρχείο: «Κι αν έχει χαλάσει;» αναρωτήθηκε μεγαλόφωνα ο Σερ Μόνταγκιου. Ο νεκρομάντης γύρισε και κοίταξε τον ιππότη της Βασίλισσας με βλέμμα που θα ανέσταινε νεκρό μόνο και μόνο για να τον ξανασκοτώσει. Ήταν πανύψηλος, τόσο που έπρεπε να σκύβει για να περνάει από τις περισσότερες πόρτες, και ισχνός. Είχε αχυρένια μαλλιά και κάτι μάτια σχεδόν διάφανα. Ο Σεν Μόνταγκιου απέφευγε να τον κοιτάζει γιατί η όψη του τον ανατρίχιαζε. Η αλήθεια ήταν πως ο Σέσιλ Ντέβερω έμοιαζε κι ο ίδιος με τα πτώματα στα οποία πειραματιζόταν. «Είναι ένα δαιμονικό αυγό φερμένο από τα βάθη της Κόλασης» σχολίασε παγερά ο νεκρομάντης. «Κάτι μου λέει πως δεν πρόκειται να πάθουμε σαλμονέλα, αν το φάμε. Αν και θα μπορούσαμε να κάνουμε ένα πείραμα. Για το καλό της επιστήμης, καταλαβαίνετε». Ο Σερ Μόνταγκιου ξεροκατάπιε. Ήταν σίγουρος πως ο Σέσιλ Ντέβερω δεν το ‘χε σε τίποτα να τον ταΐσει το αυγό και να καταγράψει τα αποτελέσματα. Όταν είδε πως ο ιππότης δεν απαντούσε, ο Ντέβερω γύρισε και συνέχισε με τη μελέτη του αυγού. Δίπλα του, ένα μικρό κορίτσι, ντυμένο στα λευκά, εργαζόταν αφοσιωμένα. «Είστε σίγουρος πως αυτός είναι κατάλληλος χώρος για ένα παιδί;» τόλμησε να ρωτήσει ο Μόνταγκιου μετά από μερικά λεπτά. Ήξερε μέσα του πως δεν έπρεπε να αποσπά τον νεκρομάντη την ώρα που εργαζόταν, αλλά η ησυχία ήταν δυσβάσταχτη. Ακόμη πιο δυσβάσταχτη ήταν η μπόχα από τα πτώματα και τη φορμόλη, όμως δεν είχε άλλη επιλογή – έπρεπε να μείνει εκεί και να το υπομείνει. Ήταν οι διαταγές της Βασίλισσας και δεν τον έπαιρνε να παρακούσει. Ήδη είχε χάσει αρκετά την εκτίμησή της ώστε να υποπέσει σ’ αυτό το ταπεινό καθήκον: να παριστάνει τον σωματοφύλακα του Σέσιλ Ντέβερω. Αν δεν ήταν εκείνη η υπόθεση με το αερόπλοιο, σκέφτηκε μελαγχολικά. Τα χείλη του νεκρομάντη κύρτωσαν, σχηματίζοντας κάτι που θύμιζε αμυδρά χαμόγελο – αν το χαμόγελο ήταν γκριμάτσα στο πρόσωπο ενός πτώματος που είχε πεθάνει μυρίζοντας κάτι ιδιαίτερα άσχημο. Παρ’ όλα αυτά, δεν απάντησε. Ο Μόνταγκιου αναδεύτηκε αμήχανα. Μήπως δεν τον είχε ακούσει; Μήπως έπρεπε να ξαναρωτήσει; Το κορίτσι στράφηκε προς το μέρος του και ανασήκωσε το πυκνό, λευκό βέλο που κάλυπτε το πρόσωπό του. Ο ιππότης πισωπάτησε αθέλητα κι έπνιξε μια κραυγή έκπληξης. Το μισό κεφάλι της μικρής ήταν πανέμορφο. Είχε μαλλιά αγγέλου, ένα μάτι καταπράσινο και πορσελάνινο δέρμα. Το άλλο μισό, ήταν σαν να ‘χε βγει από τους χειρότερους εφιάλτες του. Σάπιο, με δέρμα γκρίζο και ζαρωμένο, που κάλυπτε σαν ξεραμένο πετσί τα κόκκαλα που διακρίνονταν από κάτω του. Η αριστερή κόγχη ήταν κενή και το ταίρι του πράσινου ματιού κρεμόταν από μερικά νεύρα μονάχα και στριφογύριζε σαν τρελό. Ο Σερ Μόνταγκιου είχε πολεμήσει στην Κίνα και στις Ινδίες, είχε υπερασπιστεί το Στέμμα ενάντια σε χιλιάδες εχθρούς. Δεν ήταν η πρώτη φορά που έβλεπε κάτι άσχημο. Επίσης, είχε ξοδέψει κάμποσα λεφτά στις πουτάνες του Γουάιτ Τσάπελ, οπότε δεν ήταν καν η πρώτη φορά που έβλεπε κάτι άσχημο να περπατάει. Όμως δεν είχε ξαναδεί νεκρό να κουνιέται ή να βαδίζει σαν ζωντανός και το θέαμα του προκάλεσε αναγούλα. Έτρεξε έξω και άδειασε το στομάχι του στο πάτωμα. Ο Σέσιλ Ντέβερω συνοφρυώθηκε. «Αναρωτιέμαι τι μπορεί να τον έπιασε έτσι ξαφνικά» σχολίασε. «Η μυρωδιά ίσως. Έχω ακούσει πως πολλοί δεν την αντέχουν». Η Μπλανς ανασήκωσε τους ώμους και φόρεσε ένα ζευγάρι γάντια. Στάθηκε δίπλα στον πατέρα της κι εξέτασε προσεκτικά το αυγό. «Δεν θα ‘πρεπε να τον ενοχλεί» απάντησε. Η φωνή της ήταν επίπεδη και κενή από κάθε συναίσθημα. «Πολιτικός είναι, θα ‘πρεπε να έχει συνηθίσει τη μπόχα. Για τα πτώματα, τουλάχιστον, υπάρχει επιστημονική εξήγηση. Για την αποσύνθεση των πολιτικών, ακόμη ψάχνουμε την απάντηση». Δεν ήταν λόγια που θα περίμενε κανείς ν’ ακούσει από τα χείλη ενός δεκάχρονου παιδιού. Αλλά η Μπλανς είχε περάσει προ πολλού τα δέκα, παρότι δεν της φαινόταν. Είναι κρίμα που το μόνο που δεν άλλαξε από τότε που πέθανα είναι το ύψος μου, γκρίνιαζε καμιά φορά. Ο Σέσιλ Ντέβερω της χάιδευε τα μαλλιά και της αγόραζε καινούρια φουστάνια και καινούρια παιχνίδια και, για λίγο, η κόρη του ξεχνούσε πως δεν ήταν σαν τα άλλα κορίτσια. Μέχρι την επόμενη φορά που το θυμόταν και την επόμενη και την επόμενη, ξανά και ξανά – ο κύκλος δεν τέλειωνε ποτέ. Επικεντρώθηκαν κι οι δύο στο μικρό αντικείμενο που τους είχε ζητηθεί από το Στέμμα να εξετάσουν. Ήταν σε μέγεθος όσο η χούφτα ενός άντρα και το ωοειδές σχήμα του ευθυνόταν που όλοι επέμεναν να το αποκαλούν αυγό. Ήταν μαύρο με λεπτές, κόκκινες φλέβες, φτιαγμένο από ένα υλικό που θύμιζε μάρμαρο και ήταν εξίσου σκληρό. Ο νεκρομάντης δεν ήξερε αν ήταν πράγματι κάποιου είδους αυγό ∙ αυτό για το οποίο ήταν σίγουρος, όμως, ήταν η δαιμονική του προέλευση. Ο Σερ Μόνταγκιου επέστρεψε στο εργαστήριο, κίτρινος και ιδρωμένος, με τα καστανά, κυματιστά μαλλιά του να έχουν κολλήσει στο πρόσωπό του και τα γουρλωτά του μάτια να μοιάζουν έτοιμα να πεταχτούν από τις κόγχες τους. «Όλα εντάξει, Σερ Μόνταγκιου;» ρώτησε ο Ντέβερω. Το ύφος του μαρτυρούσε πως η απάντηση δεν τον ενδιέφερε καθόλου. Είναι λες κι έμαθε από κάποιο βιβλίο οδηγιών πώς να συμπεριφέρεται, σκέφτηκε ο Μόνταγκιου. Δεν τον πείραζε τόσο η ψυχρότητα του νεκρομάντη απέναντί του – είχε συνηθίσει να τον αντιμετωπίζουν έτσι μετά την υπόθεση με το αερόπλοιο. Πιο πολύ τον ενοχλούσε αυτό που είχε κάνει ο Σέσιλ Ντέβερω στην κόρη του. Ήταν ανήθικο κι ενάντια σε κάθε νόμο των ανθρώπων ή της Εκκλησίας. Όμως η Βασίλισσα τον χρειαζόταν, επομένως ο Σερ Μόνταγκιου έπρεπε να κρατήσει τη γλώσσα του και να μην πει στον νεκρομάντη τι πραγματικά σκεφτόταν για κείνον και τα ανόσια πειράματά του. «Μια χαρά» γρύλισε ο ιππότης. «Ησυχία» πρόσταξε η Μπλανς Ντέβερω, κοιτώντας τους αυστηρά. «Ό,τι κι αν είναι αυτό το ΑΤΔΑ, καλό θα ήταν να μην το ενοχλήσουμε». «ΑΤΔΑ;» απόρησε ο Σερ Μόνταγκιου. «Αγνώστου Ταυτότητας Δαιμονικό Αντικείμενο» εξήγησε χαμηλόφωνα ο νεκρομάντης. «Η Μπλανς αποφεύγει τις εικασίες». «Και το να το αποκαλούμε αυγό είναι εικασία» συμπλήρωσε το κορίτσι με την ανέκφραστη φωνή. Έπιασε μια λαβίδα κι ένα μακρύ, μεταλλικό εργαλείο που έμοιαζε με γάντζο στην άκρη. Έξυσε λίγη από την επιφάνεια του αυγού και μάζεψε τη σκόνη που έπεσε σ’ ένα καθαρό, τετράγωνο κομμάτι γυαλιού. «Για αρχή, υπάρχουν εκατοντάδες γνωστά είδη δαιμόνων που αναπαράγονται μέσω αυγών. Υπάρχουν άλλα τόσα που τα περιττώματά τους έχουν ωοειδή μορφή. Θα πρέπει να κάνουμε κάποιες εξετάσεις προκειμένου να διαπιστώσουμε κατά πόσο το ΑΤΔΑ είναι πράγματι αυγό. Αν δεν είναι, προτείνω να μας βρείτε το πιο ισχυρό αντισηπτικό σ’ ολόκληρη τη Μεγάλη Βρετανία. Εγώ δεν κινδυνεύω, αλλά δεν θα ήθελα να πάθει κάτι ο πατέρας μου. Ή εσείς» συμπλήρωσε μετά από μια στιγμιαία παύση. Ο Σερ Μόνταγκιου είχε αρχίσει να εκνευρίζεται μ’ αυτούς τους δύο. Ακούς εκεί περιττώματα σε σχήμα αυγού! Πού ξανακούστηκε! Ήταν βέβαιος πως το ΑΤΔΑ, όπως το αποκαλούσαν, έκρυβε μέσα του έναν δαίμονα. Απ’ τη στιγμή που το είχε βρει στο αντίσκηνο εκείνου του γυρολόγου είχε καλό προαίσθημα. Φαντάσου πόσο ισχυρή θα γίνει η Βρετανία μ’ ένα τέτοιο όπλο στην κατοχή της, σκέφτηκε. Εκκολαπτήρια δαιμόνων! Κανείς ως τότε δεν είχε καταφέρει κάτι παρόμοιο, αλλά ο ιππότης είχε εμπιστοσύνη στους επιστήμονες της Βασίλισσας. Ήταν, άλλωστε, εκείνοι που έσπρωχναν τον κόσμο προς έναν νέο Διαφωτισμό με τις ανακαλύψεις τους. Το μόνο που τον ανησυχούσε ήταν η στάση της Βασίλισσας απέναντι στον νεκρομάντη. Ένας άνθρωπος που είχε σηκώσει το παιδί του από τον τάφο, πόσο πιστός μπορεί να ήταν στους σκοπούς του Στέμματος και της Εκκλησίας; Ποιος μπορούσε να εγγυηθεί πως δεν θα χρησιμοποιούσε το αυγό για προσωπικό του όφελος; Δεν υπάρχει κανείς καταλληλότερος, Σερ Μόνταγκιου, είχε πει ο πρωθυπουργός, απορρίπτοντας τις ενστάσεις του. Ο Σέσιλ Ντέβερω είναι ο μόνος άνθρωπος με τις γνώσεις και την εμπειρία να εξετάσει το αντικείμενο και να μας πει κατά πόσο μπορεί να χρησιμοποιηθεί. «Αντιδρά με τη φωτιά» παρατήρησε η Μπλανς, μελετώντας τη σκόνη στο μικροσκόπιό της. «Αυτό είναι θετικό, έτσι δεν είναι;» την πίεσε ο ιππότης. Δεν μπορούσε πια να κρύψει τα νεύρα του, ούτε τη νευρικότητά του. «Αν ήταν σκ… αν δεν ήταν αυγό» διόρθωσε αμέσως τον εαυτό του, «δεν θα αντιδρούσε, έτσι δεν είναι»; «Μάλλον δεν έχετε ιδέα για το μεθάνιο και την παρασκευή βασικών εκρηκτικών, τότε» είπε ξερά το κορίτσι, αφοσιωμένο στη μελέτη του. Ο Σερ Μόνταγκιου κοκκίνισε, αλλά δεν είπε τίποτα. Αναιδέστατο πλάσμα! σκέφτηκε. Ευτυχώς που οι περισσότεροι νεκροί δεν μιλάνε. «Δεν έχετε άδικο, όμως» πρόσθεσε μετά από μερικά δευτερόλεπτα η Μπλανς. «Νομίζω πως όντως έχουμε να κάνουμε με ένα αυγό». Η κόρη του νεκρομάντη τον κοίταξε με θριαμβευτικό βλέμμα – το μισό, δηλαδή, ήταν θριαμβευτικό, το άλλο μισό ήταν απλά αποτρόπαιο και ανατριχιαστικό. Ο Σέσιλ Ντέβερω, σκυμμένος πάνω από κάτι σκονισμένους τόμους, κούνησε καταφατικά το κεφάλι του. «Τείνω να συμφωνήσω» είπε. «Πιστεύω, μάλιστα, πως ανακάλυψα και με τι είδος δαίμονα έχουμε να κάνουμε». Ο Σερ Μόνταγκιου χτύπησε τα χέρια του με αγαλλίαση. Επιτέλους! Θα κερδίσω ξανά την εύνοια της Βασίλισσας και θα ξεφορτωθώ κι αυτό το συφοριασμένο δίδυμο! Πλησίασε τον πάγκο όπου στεκόταν ο νεκρομάντης και κοίταξε τη σελίδα που κοιτούσε κι εκείνος. Και μετά την ξανακοίταξε, για να βεβαιωθεί. Ο δαίμονας που ήταν ζωγραφισμένος εκεί δεν ήταν κάποιο τρίμετρο πλάσμα με κεντρί στην ουρά του και γιγάντια γαμψόνυχα, όπως εκείνα που είχε πολεμήσει ο ιππότης στο παρελθόν. Ήταν κοντό και μαύρο κι έμοιαζε με κότα. Με κότα! Ένας ακατάληπτος ήχος βγήκε από τα χείλη του. Έκανε μεταβολή και βγήκε πάλι από το εργαστήριο, κοπανώντας την πόρτα πίσω του. «Πολύ οξύθυμος είναι» είπε σκεφτικά η Μπλανς. «Είναι και σε επικίνδυνη ηλικία για έμφραγμα». Ο νεκρομάντης ένευσε και τσέπωσε το αυγό. Από κότα ή όχι, ήταν δαιμονικό και υπήρχαν πολλά πράγματα που μπορούσε να κάνει κάποιος του επαγγέλματός του με ένα δαιμονικό αντικείμενο. «Αν πεθάνει μπορούμε να τον πάρουμε για μπάτλερ;» ρώτησε η κόρη του. Ο Σέσιλ Ντέβερω χαμογέλασε. Δεν ήταν καθόλου άσχημη ιδέα. Μια αλλαγή καριέρας – κι ένας θάνατος – θα μπορούσαν να κάνουν θαύματα για την ιδιοσυγκρασία του Σερ Μόνταγκιου. «Φυσικά, καλή μου. Ό,τι σε ευχαριστεί». 8 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Ιρμάντα Posted October 12, 2016 Share Posted October 12, 2016 Η ιστορία ήταν μια χαρούλα, αλλά η απορία μου είναι η εξής: η μικρή είχε μισό πρόσωπο σάπιο επειδή ήταν πεθαμένη, σωστά; Πώς κατάφερε να σαπίσει έτσι μονάχα κατά το ήμιση; Συμμετρικά δηλαδή; Το μισό πρόσωπο ΟΚ και το άλλο μισό με το μάτι να κόβει βόλτες; Πάντως για φλασάκι είναι πραγματικά πολύ καλό. Κεφάτο και ό,τι πρέπει. Να 'σαι καλά! 2 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Recommended Posts
Join the conversation
You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.