Jump to content

Λευκές Νύχτες


Ιρμάντα

Recommended Posts

Για τον διαγωνισμό Come Write In, 1 Οκτωβρίου 2016, στο ΦantastiCon.

 

Είδος: ας πούμε φάντασυ

Σεξ/βία: ας πούμε όχι

Λέξεις: 2210

 

Θέμα που δόθηκε: το Αυγό

 

Σχόλια: Για άγνωστους λόγους το φλασάκι ήρθε τρίτο από την αρχή και όχι πρώτο από το τέλος. Θεωρώ πως πέρασα καλά γράφοντάς το παρέα με το πανάθλιο πηγαδάκι elgalla, Ballerond και Ελένη που πρέπει να γίνει μέλος στο sff.gr και να μην τα πολυλογούμε, διόρθωσα τα ορθογραφικά και το ανέβασα, περάστε να με κανιβαλίσετε. 

 

 

Λευκές Νύχτες

 

Το είχε ακούσει από τη μάνα της κι εκείνη από τη δική της. Το αυγό, το πασχαλινό αυγό που ‘χει γεννήσει η κότα τη Μεγάλη Πέμπτη είναι γούρι για το σπίτι ακατανίκητο. Το φυλάς στα εικονίσματα, ώσπου γίνεται ο κρόκος του σφιχτός και κρυστάλλινος σαν κεχριμπάρι.

Ποτέ της ωστόσο δεν είχε πιστέψει σε γούρια. Σαν πολλούς ανθρώπους, που τους έχουν καταβάλει άτυχα συμβάντα, πίστευε ότι κάτι μπορούσε, ενδεχομένως, να της φέρει κακοτυχία, ωστόσο στα γούρια ήταν επιφυλακτική. Όσες φορές ονειρεύτηκε καλά όνειρα, κανένα δεν της είχε βγει, όσες φορές ονειρεύτηκε άσχημα της έβγαιναν όλα. Στην Ανάσταση, σαν ήταν ακόμη κορίτσι, την είχαν φιλέψει αυγό της Μεγάλης Πέμπτης, βαμμένο από την εκκλησάρισσα. Καμία ευλογία δεν τη βρήκε. Είχαν περάσει χρόνια, κι όταν ήταν μόνη της κουνούσε που και που το αυγό δίπλα στο αυτί της κι άκουγε τον κρυσταλλοποιημένο κρόκο του να κροταλίζει.

Καμιά καλοτυχία δεν ερχόταν.

Ακόμη και της Μεγάλης Πέμπτης τα αυγά αποδεικνύονταν τόσο κάλπικα όσο και οι άνθρωποι.

Είχε ρωτήσει κάποτε τον πνευματικό της, έναν αρχιμανδρίτη που είχε τη φήμη ανοιχτόμυαλου ανθρώπου. Γιατί ποτέ δεν μου συμβαίνει τίποτα καλό; Ο αρχιμανδρίτης δεν την πρόσβαλε απαντώντας της με κάποια θρησκόληπτη κοινοτοπία. Δεν της είπε, επειδή δεν προσεύχεσαι, ή επειδή δεν πιστεύεις. Της είπε, κι ήταν ακόμα χειρότερα: ίσως σου συμβαίνουν πολλά καλά πράγματα και δεν τα νιώθεις. Ίσως χάνεις τις ευκαιρίες σου.

Έφυγε, και δεν ένιωσε την ανάγκη να τον ξαναδεί.

 

Κάποτε, για να εξυπηρετηθεί ποιος ήξερε ποιο αόρατο σχέδιο, το αυγό της γλίστρησε κι έσπασε. Ο κρόκος κύλησε έξω σαν κεχριμπάρι, όπως ακριβώς της είχαν πει ότι θα έδειχνε μετά από τόσα χρόνια κι εκεί, μέσα στο κεχριμπάρι, η γυναίκα τον είδε: ένας μικρός διαβολάκος, με ουρά και κέρατα και μάτια κόκκινα, που κουνιόταν απεγνωσμένα μες στην κιτρινωπή φυλακή του και την κοιτούσε πιέζοντας τα τριχωτά και στρεβλά χεράκια του στα τοιχώματα του κρόκου. Η γυναίκα έκανε το σταυρό της, πράγμα που ο διάβολος είτε δεν πρόσεξε, είτε δεν τον πείραξε. Ακόμη μία απόδειξη του πόσο το κακό είχε περισσότερη δύναμη στη ζωή από όση το καλό. Ο διάβολος κάποτε της χαμογέλασε, όπως μονάχα ένας διάβολος μπορεί: επικίνδυνα και συνάμα γοητευτικά, με μία αίσθηση σαν να κοιτάζεις από ένα γκρεμό. Ξέρεις ότι θα σκοτωθείς αν πέσεις, μα το φαντάζεσαι παρ’ όλ’ αυτά. Η γυναίκα χαμογέλασε και κείνη, με το απλό και καθημερινό της χαμόγελο, που δεν είχε κανένα άλλο επίπεδο. Της πέρασε από το νου ότι ο διάβολος και ο άνθρωπος διαφέρουν μονάχα σε τούτο: ο άνθρωπος είναι διάβολος, μα μονάχα πιο απλός. Δεν εμβαθύνει στα μυστήρια της ύπαρξης κι έτσι σύντομα, την αποχαιρετά πεθαίνοντας.

 

Έγιναν φίλοι, η μοναχική γυναίκα με το μοναχικό διάβολο.

Με μεγάλη προσοχή η γυναίκα είχε ανοίξει τη σάρκα του κεχριμπαρένιου κρόκου με ένα μαχαίρι, κι ο διαβολάκος είχε γλιστρήσει έξω, λουσμένος ολόκληρος στο φως του σαν γκρεμός χαμόγελού του. Ο κομμένος κρόκος έμεινε πίσω του, ένα γυάλινο ραγισμένο κομψοτέχνημα κι ο διαβολάκος σκαρφάλωσε στο χέρι της γυναίκας σαν σκίουρος σε κλαδί δέντρου. Έφτασε μέχρι το αυτί της και της μίλησε, και το γένι του, η μύτη του η σουβλερή, η ζεστή του γλώσσα, άγγιζαν τη σάρκα της όπως της μιλούσε: Είσαι τόσο όμορφη, γιατί να ζεις μόνη; Τόσο χαρισματική. Κανείς δεν σε εκτιμάει, και είναι λάθος δικό τους. Πρέπει να αλλάξει αυτό. Με ελευθέρωσες, και σου χρωστώ τρεις χάρες, γλυκιά μου. Πες τρεις επιθυμίες σου, και θα γίνουν πραγματικότητα.

 

Η γυναίκα ξέρει πως δεν μπορεί να ξεγελάσει ένα διάβολο περισσότερο από όσο θα μπορούσε να ξεγελάσει το πνεύμα του λυχναριού. Τρεις επιθυμίες είναι τρεις επιθυμίες ούτε τέσσερις, ούτε δύο, κι ούτε μπορείς να ζητήσεις ως μια εκ των τριών: Θέλω να μου εκπληρώσεις όσες επιθυμίες θέλω. Κι έτσι ξαφνικά, ενώ φυσιολογικά θα έπρεπε να πετά στα ουράνια, το βάρος του περιορισμένου αριθμού αρχίζει να την βασανίζει κατά τρόπο αναπάντεχο. «Τρεις μονάχα επιθυμίες» επαναλαμβάνει ο διάβολος, με αδιάλειπτη επιμονή. «Πες μου. Να γίνεις νεότερη, ομορφότερη, πλουσιότερη; Το μεγάλο έρωτα να βρεις; Πες μου. Πες μου. Πες μου». Η γυναίκα είναι τόσο απηυδισμένη από την εξωπραγματική πολυλογία που κάποτε θα πει: «Άσε με να αποφασίσω με την ησυχία μου!» Ο διαβολάκος χοροπηδάει, λες και έχει κατακτήσει τον κόσμο. «Θα σε αφήσω, καρδιά μου. Αυτή ήταν η πρώτη σου επιθυμία, και θα τη σεβαστώ.»

Το νόημα της ιστορίας αυτής, η γυναίκα το καταλαβαίνει, είναι να εξαντληθούν και οι τρεις ευκαιρίες της στο τίποτα. Ίσως χάνεις τις ευκαιρίες σου. Ένα κακό αστείο, στημένο από κάθε αόρατη δύναμη, εις βάρος της. Σου συμβαίνουν καλά πράγματα και δεν τα νιώθεις. Ο διάβολος δεν μπορεί να θέλει το καλό της. Έτσι την έμαθαν στο σπίτι της, έτσι της είπαν στο κατηχητικό, έτσι ξέρει όλος ο κόσμος. Ο διάβολος δεν θέλει το καλό του ανθρώπου. Έτσι λοιπόν, αποφασίζει να μην ξαναμιλήσει στο μικρό πονηρό πνεύμα για κανένα λόγο και για τίποτα, παρεκτός όταν θα έχει αποφασίσει.

Ο μικρός διάβολος κρύβεται στον σαν σπασμένο κεχριμπάρι κρόκο και περνάει εκεί τις ώρες κατά τις οποίες δεν πειράζει τη γυναίκα. Τις νύχτες, όταν εκείνη διαβάζει ένα βιβλίο στη μοναχική της πολυθρόνα, ή πριν αποκοιμηθεί στο κρεβάτι της, ακούει το διάβολο να ροχαλίζει με έναν ήχο σαν, ακόμη και στον ύπνο του, να τον γαργαλούν και να χασκογελάει.

 

 

Κάποτε, η γυναίκα γνωρίζει κάποιον άντρα που της κινεί το ενδιαφέρον. Δουλεύουν μαζί, μια άχαρη δουλειά γραφείου, κι εκείνος είναι καινούριος και νεότερός της. Δεν θα είχε ελπίδα να την προσέξει διαφορετικά, εκτός και-

 

«Διάβολε». Το πλασματάκι στον κρόκο του αυγού ανοίγει το ένα το μάτι, έπειτα το άλλο. Σε αυτό το διαδοχικό βλέμμα η γυναίκα καταλαβαίνει πως έχει μαντέψει τι θέλει να του ζητήσει. «Ο Φίλιππος, που δουλεύει στην εξυπηρέτηση πελατών. Θέλω να τον κάνεις να με αγαπήσει. Παράφορα».

Ο διαβολάκος λέει: Γένοιτο, γελά όπως μόνο ένα διαβολάκος μπορεί, και εξαφανίζεται από μπρος της, σκάζοντας σαν μικροσκοπικό πυροτέχνημα, ενώ ο αέρας πλαντάζει από τη βρώμα χαλασμένου αυγού. Σε μισό λεπτό έχει επιστρέψει και ξαπλώνει πάλι στο κεχριμπαρένιο του σπίτι, αδιάφορος και με τα μάτια μισόκλειστα. Η γυναίκα, υποψιασμένη όπως κάθε λογικός άνθρωπος θα ήταν, δεν τολμά καν να ρωτήσει τι έχει κάνει, καθώς η απάντηση στην ερώτηση της θα μπορούσε ίσως να θεωρηθεί εκπλήρωση επιθυμίας. Και την επόμενη μέρα, γεμάτη αγωνία, πηγαίνει στη δουλειά της.

Η συμπεριφορά του Φίλιππου έχει αλλάξει απέναντί της, πράγματι. Πιο φιλικός, πιο ομιλητικός, πιο ζεστός. Πριν φτάσει το μεσημέρι της ζήτησε να βγούνε. «Να φάμε κάπου καλά. Να δούμε καμία ταινία.» Η γυναίκα, γυρνώντας στο σπίτι της, θα ήθελε να ευχαριστήσει το διάβολο. Δεν το τολμά, φοβούμενη ότι η παραμικρή λάθος διατύπωση θα μπορούσε να της στοιχίσει την τρίτη και τελευταία της επιθυμία. Ούτε καν του χαμογελά, ούτε καν τον κοιτάζει.

 

Ο Φίλιππος είναι όσο γλυκός θα μπορούμε να είναι ο ιδανικός άντρας. Για κείνη τουλάχιστον, αφού το ιδανικό διαφέρει για τον κάθε άνθρωπο. Όταν έρχεται σπίτι της ο Φίλιππος, η γυναίκα κλειδώνει τον ραγισμένο κρόκο με το διάβολο σε ένα συρτάρι. Όταν έρχεται σπίτι της ο Φίλιππος, είναι η πιο ευτυχισμένη γυναίκα στον κόσμο. Ο Φίλιππος είναι ό,τι καλύτερο θα μπορούσε να περιμένει. Θυμάται τις επετείους, τα γενέθλια, τα αγαπημένα της λουλούδια. Ο Φίλιππος έχει το αγαπημένο της όνομα. Ο Φίλιππος την έχει αγαπήσει παράφορα κι έτσι ο διάβολος, το τζίνι, το τυχερό αυγό της Μεγάλης Πέμπτης ή όλα τα παραπάνω αποδεικνύεται τελικά λιγότερο κάλπικο από πολλούς ανθρώπους.

Κάποτε ο Φίλιππος της ζητά να παντρευτούν και εκείνη δέχεται.

 

Το νέο τους σπίτι είναι καλόγουστο, με μοντέρνα έπιπλα. Ο διάβολος είναι κλειδωμένος τώρα σε ένα κουτί για κοσμήματα, και το κουτί είναι κλειδωμένο στο κομοδίνο της. Ο Φίλιππος, τέλειος και σ’ αυτό, δεν επιμένει ποτέ να ανιχνεύσει κανένα από τα κλειδωμένα μυστικά της. Κάθε μέρα κοντά του είναι καλύτερη από την προηγούμενη, ένας ήλιος που δεν δύει ποτέ, ένα, σε φως αγάπης λουσμένο, εικοσιτετράωρο.

 

Ένας ήλιος που δεν δύει ποτέ, ένα ακατάπαυστο μεσημέρι.

Υπάρχουν μέρη στο βορρά που το καλοκαίρι οι μέρες κρατάνε βδομάδες. Ο κόσμος, αν είναι άμαθος, δυσκολεύεται να κοιμηθεί τις λευκές αυτές νύχτες. Ο κόσμος αρρωσταίνει αν δεν κοιμηθεί, καμιά φορά σοβαρά. Εφτά εικοσιτετράωρα χωρίς ύπνο, είχε διαβάσει κάπου, εξαντλούν ολότελα τον οργανισμό. Εφτά εικοσιτετράωρα χωρίς ύπνο μπορεί να σε σκοτώσουν.

Ο Φίλιππος την αγαπά παράφορα, μέρα τη μέρα και περισσότερο, δεν έχει τέρμα το αίσθημά του, δεν έχει τέρμα αυτή η σκάλα. Η αγάπη του την τυλίγει πια σαν ζεστό πανωφόρι, την ακολουθεί σαν σκιά, τη στοιχειώνει σαν φάντασμα. Ο Φίλιππος δεν την αφήνει να κάνει ρούπι μακριά του και τηλεφωνεί τρείς και τέσσερις φορές καμιά φορά στο σπίτι για να δει τι κάνει. Ο Φίλιππος αρχίζει να μην την πιστεύει όταν του λέει ότι βγήκε να ψωνίσει, ή να πιει καφέ με μια φίλη. Ο Φίλιππος φαντάζεται πως κάθε σερνικό στην πόλη δεν έχει άλλο σκοπό από το πώς να πλευρίσει την αγαπημένη του γυναίκα.

Η γυναίκα, που θυμάται τη ζωή της πριν το Φίλιππο και δεν είναι αχάριστος άνθρωπος, κάνει υπομονή. Μεγάλη υπομονή, ως το πανωφόρι να παραβαρύνει στους ώμους της, ως η αγάπη του να στοιχειώσει τόσο που να αρχίσει να θαμπώνει. Τα βράδια της φαίνεται πως ακούει το διάβολο να ροχαλίζει με κείνο τον σαν χάχανο ήχο. Ο διάβολος την περιμένει, να κάνει το σφάλμα, να ξοδέψει την τελευταία της επιθυμία σε κάτι που με κάποιον τρόπο θα το εκμεταλλευτεί μετά εναντίον της και θα την αφήσει πιο δυστυχισμένη και πιο έρημη από ποτέ.

Ο Φίλιππος γίνεται πια κτητικός, και ζηλιάρης, και άρρωστος. Η αγάπη του δεν φέρνει καμία ευτυχία σε κανέναν από τους δυο τους και κείνη ακόμη υπομένει. Κι όταν δεν μπορεί να υπομείνει άλλο, αποφασίζει να λύσει το ζήτημά της μόνη της, χωρίς θείες ή δαιμονικές επεμβάσεις. Γνωρίζεται με τον Γιώργο, που δεν είναι ούτε καλύτερος, ούτε ωραιότερος, ούτε νεότερος από τον Φίλιππο. Είναι απλώς κάποιος άλλος άντρας, και ξεκινά μια παράλληλη σχέση μαζί του.

Δεν φροντίζει να σβήνει τα μηνύματά του στο κινητό της, είναι απρόσεχτη κι αδιάφορη κι έτσι ο Φίλιππος δεν αργεί αν της ζητήσει το λόγο. Είναι απελπισμένος, η κάρδιά της σκίζεται σαν τον βλέπει σε αυτήν την κατάσταση. Πρόσεχε τι εύχεσαι, αντηχεί η φράση στα αυτιά της. Πρόσεχε τι εύχεσαι γιατί μπορεί να σου συμβεί. Ένα γέλιο σαν ροχαλητό, πνιχτό, από κάπου κρυμμένο, υπογραμμίζει τούτα τα λόγια.

«Ποιος είναι αυτός; Τι παριστάνω εγώ εδώ; Με τι σόι μαλάκα νομίζεις πως έχεις μπλέξει;»

Ζήλια, ζήλια, ζήλια. Ποτέ της δεν περίμενε πως ένας άντρας σαν τον Φίλιππο θα της έκανε σκηνή ζηλοτυπίας, ωστόσο αυτό ακριβώς συμβαίνει και κείνη βαθιά μέσα της εύχεται να βρίσκεται μίλια μακριά. Κάπου όπου δεν θα την έβρισκε εκείνος και δεν θα είναι υποχρεωμένη να υφίσταται την εξαντλητική του αγάπη. Κάπου μακριά, ακόμη καις τις λευκές νύχτες, όπου ο ήλιος δεν βασιλεύει τα καλοκαίρια. Ο Φίλιππος θα τη χτυπούσε αν δεν την αγαπούσε τόσο πολύ. Υποφέρει και οι απαντήσεις της δεν τον ικανοποιούν, και οι μέρες περνούν, και η γυναίκα δεν διακόπτει την παράλληλη σχέση της, ελπίζοντας απλώς πως ο Φίλιππος θα πάψει να τη θέλει και θα φύγει από κοντά της πολιτισμένα, χωρίς να υποχρεωθεί εκείνη να το ζητήσει από το χιχιριστό διαβολάκο του αυγού.

Ώσπου μία μέρα θα βρει το Φίλιππο με τις φλέβες ανοιγμένες μέσα στη γεμάτη κόκκινα νερά μπανιέρα τους. Δεν μπορούσα να το αντέξω. Ξέχασέ με, της είχε αφήσει στο σημείωμά του. Ξέχασέ με, αυτό την θέρισε περισσότερο από το κάθε τι. Όλοι απαιτούν να τους θυμούνται. Ο Φίλιππος δεν ήθελε ούτε σε τούτο να την επιβαρύνει. Η γυναίκα σπαράζει. Οι μέρες και οι νύχτες της τώρα γίνονται μαύρες από τύψεις. Ο ήλιος έδυσε για πάντα, όταν σκέπασαν τον Φίλιππο με χώμα. Ο ήλιος έδυσε για πάντα. Οι συγγενείς και οι φίλοι την συλλυπούνται. Μα ποιος μπορεί να την καταλάβει. Ο χρόνος είναι ο καλύτερος γιατρός, της λένε, μα ποιος από όλους μπορεί πραγματικά να ξέρει;

 

Πριν τα σαράντα του Φίλιππου η γυναίκα έχει σχεδόν πάρει την απόφαση να ανασύρει τον κεχριμπαρένιο κρόκο και να γυρέψει να γίνουν όλα όπως πριν, πριν γνωρίσει τον Γιώργο. Μα αυτό θα σημαίνει πως η τρίτη της επιθυμία θα έχει ξοδευτεί. Πόσον καιρό θα μπορούσε να αντέξει το Φίλιππο; Η γυναίκα κρατά, κάθε βράδυ, τον κρόκο στα χέρια της και διστάζει. Δεν μιλά, μήπως τυχόν μια λάθος διατύπωση την παγιδεύσει. Ο διαβολάκος σκαρφαλώνει στο μπράτσο της σαν σκίουρος σε κλαδί δέντρου, με τα γυαλιστερά του κερατάκια και τα κόκκινα μάτια του και το σγουρό του γένι της χαϊδεύει το αυτί. «Πες μου. Δεν τον θέλεις να ξαναζήσει; Πες το και θα γίνει. Πες τη λέξη. Να ξαναζήσει ο Φίλιππος. Να ‘ναι όλα όπως πρώτα». Οι ευκαιρίες που χάνονται, τα καλά πράγματα που της συμβαίνουν, και δεν τα νιώθει. Περνούν άλλες σαράντα μέρες και κάνεις την τρίτη της ευχή, να γίνει η ζωή μου με τον Φίλιππο όπως ήταν πριν φανεί ο Γιώργος. Τώρα ο διάβολος εξαφανίζεται για τα καλά, αφήνοντας πίσω του μπόχα κλούβιου αυγού, πολύ πιο ανυπόφορη, κι ένα γέλιο ανατριχιαστικό, που της γδέρνει τα αυτιά.

Η γυναίκα πέφτει για ύπνο και ξυπνά στο πλευρό του Φίλιππου. Ευτυχισμένη, συγκινημένη, ερωτευμένη, μα ένα φίδι την παγώνει, κουλουριασμένο γύρω από την καρδιά της. Ο Φίλιππος όπως ήταν πριν τον Γιώργο, σαν ένα ζεστό πανωφόρι στον ώμο της, σαν ένα φάντασμα που στοιχειώνει τα βήματά της με το σκοτεινό του βλέμμα. Ο Φίλιππος είναι όλος μια αγκαλιά και την περικλείει, σαν φυλακή.

Ο ήλιος ξανανεβαίνει στον ουρανό για να μην  δύσει ποτέ.

Λευκές νύχτες, και πάλι.

Οι λευκές νύχτες εξαντλούν ολότελα τους άμαθους στην αγάπη ανθρώπους. Μα εκείνη αντέχει.

Αντέχει.

Αντέχει…

..ως πόσο ακόμη;

  • Like 4
Link to comment
Share on other sites

Πολύ ωραία ιστορία Ειρήνη, σκοτεινή, μελαγχολική που τραβάει αμέσως τον αναγνώστη. Kαμιά διάθεση από εμένα να σε κανιβαλίσω, αφού η ιστορία είχε ωραίο ρυθμό, προσεγμένη γραφή, παρόλο που έγινε  μια και έξω που λέμε. Όσο για το θέμα της, δεν γινόταν να μην μου αρέσει, αφού ξέρεις ότι είμαι φανατικός φίλος του τρόμου και η ιστορία σου μου έφερε στο μυαλό, μια από τις πιο αγαπημένες μου ιστορίες, χωρίς να υπονοώ φυσικά τίποτα το αρνητικό. Η ιστορία που αναφέρομαι είναι το "Χέρι της μαιμούς" (Monkey's Paw) του William Wyman Jacobs. Ακριβώς τα ίδια συναισθήματα μου έβγαλε η ιστορία σου, με το "Χέρι.." που το έχω διαβάσει εδώ και κάτι δεκαετίες! Σε ευχαριστώ πολύ και θα σου πω ότι θα ήθελα να σε ξαναδώ να γράφεις κάτι τρομακτικό. Την σκηνή της τελετής π,χ, στο "Δαιμόνιο.." την θυμάμαι ακόμα και δεν με βλέπω να την ξεχνάω ποτέ! :)

Edited by SymphonyX13
  • Like 1
Link to comment
Share on other sites

Ηθικό δίδαγμα πρόσεχε τι εύχεσαι!

Πήρες μια κλασσική ιδέα, οι συμφωνίες με το διάβολο δεν βγαίνουν ποτέ σε καλό και το έδωσες με έναν νέο και πρωτότυπο τρόπο. Αλήθεια λένε ότι τα αυγά της Μεγάλης Πέμπτης είναι γούρικα; Δεν το είχα ακούσει ποτέ.

  • Like 1
Link to comment
Share on other sites

Ηθικό δίδαγμα πρόσεχε τι εύχεσαι!

Πήρες μια κλασσική ιδέα, οι συμφωνίες με το διάβολο δεν βγαίνουν ποτέ σε καλό και το έδωσες με έναν νέο και πρωτότυπο τρόπο. Αλήθεια λένε ότι τα αυγά της Μεγάλης Πέμπτης είναι γούρικα; Δεν το είχα ακούσει ποτέ.

Έτσι λένε! Έχω ένα από κάποια Ανάσταση....Μένει να το σπάσω να δω τι θα βγει!

Link to comment
Share on other sites

Πολύ ωραίο, δεν είχα την ευκαιρία να δω τις ιστορίες του διαγωνισμού, ευχαριστούμε που το ανέβασες! Είναι πραγματικά πολύ ωραία δοσμένο.

  • Like 1
Link to comment
Share on other sites

  • 6 months later...

Ρε συ Ειρήνη...

 

Τι γαμάτο πράγμα ήταν αυτό που μόλις διάβασα; Εξαιρετικό παραμυθάκι. Μ' αρέσει που έκανες και σχόλιο  ότι δεν βγήκε και τελευταίο. 

Θα με κάνεις να  διαβάσω άλλη ιστορία για τελευταια κριτική για τον διαγωνισμό, αφού σ'αυτή δεν έχω κάτι να πω. Εύγε! Ζήλεψα, το ομολογώ!

 

 

Υ.Γ Δέκα στην επόμενη άσκηση :p :p

 

εδιτ: Άκυρο. Έχω έτοιμη κριτικη yay!

Edited by jjohn
  • Like 1
Link to comment
Share on other sites

Λοιπόν τώρα που την ξαναδιαβάζω σαν καλύτερη μου φάνηκε jjohn...

Edited by Ιρμάντα
  • Like 1
Link to comment
Share on other sites

  • 1 month later...

Ωραίο, Ειρήνη.

 

 

Μου άρεσε πολύ το παιχνίδι που κάνεις με το αυγό, που δεν ξέρεις τι κρύβει μέσα του αν δεν το σπάσεις, και τις ευχές του διαβολάκου.

1. Καλά, διάβαζα και έλεγα «Μα, δεν καταλαβαίνει ότι θα καταλήξει στο αίμα αυτό; Παίζει με παθολογικό ζηλιάρη;» Και έτσι έγινε, φυσικά. Τώρα, ποιανού αίμα θα ήταν... Πιστεύω πως το χειρίστηκες πολύ καλά, αλλά όχι λόγω αγάπης, γιατί αυτό δεν ήταν αγάπη πια, ήταν άρρωστο πάθος. Λόγω του χαρακτήρα του Φιλίππου, υπέθεσα. Θα μπορούσε να είχε σκοτώσει τον άλλο, όμως δεν ήταν στον χαρακτήρα του.

2. Εγώ νόμιζα ότι θα ζητούσε να ξαναγίνουν όλα πριν γνωρίσει τον Φίλιππο. Τι ειρωνία, ε;

 

 

Edited by Cassandra Gotha
  • Like 1
Link to comment
Share on other sites

Join the conversation

You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.

Guest
Reply to this topic...

×   Pasted as rich text.   Paste as plain text instead

  Only 75 emoji are allowed.

×   Your link has been automatically embedded.   Display as a link instead

×   Your previous content has been restored.   Clear editor

×   You cannot paste images directly. Upload or insert images from URL.

Loading...
×
×
  • Create New...

Important Information

You agree to the Terms of Use, Privacy Policy and Guidelines. We have placed cookies on your device to help make this website better. You can adjust your cookie settings, otherwise we'll assume you're okay to continue..