Jump to content

Μάτια δράκου


wordsmith

Recommended Posts

Όνομα Συγγραφέα: Κέλλυ Θεοδωρακοπούλου
Είδος: Παραμύθι, υποθέτω.
Βία; Ίσως λίγη
Σεξ; Όχι
Αριθμός Λέξεων: 1930
Αυτοτελής; Ναι
Σχόλια: Γράφτηκε για το εργαστήριο της ΑΛΕΦ του Νοεμβρίου 2014. Αφιερώνεται στη γλυκιά μας :wub: Naroualis, επειδή έχει σημερα τα γενέθλιά της (η λέξη "Σαρανταένα" εκεί μέσα είναι σύμπτωση :p) και επειδή το δικό της ύφος προσπάθησα να μιμηθώ (αν και τελικά με πήγε αλλού). Η τελευταία πρόταση διεκδικεί τη θέση της μακρύτερης πρότασης του φόρουμ, τουλάχιστον σε διήγημα, όχι σε ποστ :rolleyes:.
Αρχείο:Μάτια δράκου.doc

 

 

                                                                                                                   Μάτια δράκου

 

 

Ο χειμώνας ήρθε κι έφυγε χωρίς να πάρει μαζί του ούτε την αρρώστια ούτε τη ζωή του βασιλιά. Μπήκε η άνοιξη, η ζέστη ξεπάγωσε τις μυρωδιές των φουρνάρικων και των βυρσοδεψείων, άνοιξε τα πέταλα των λουλουδιών, ξεσκέπασε τα τιτιβίσματα των πουλιών και τις σκληριές των μανάβηδων και ο βασιλιάς ακόμα χαροπάλευε πάνω στα ασημοκεντημένα του σεντόνια. Τις στιγμές που ησύχαζε από τα βογκητά και το παραλήρημα και υπηρέτες και παλατιανοί τον πλησίαζαν κρατώντας την ανάσα τους για να μπορέσουν ν' ακούσουν τη δική του, αυτός τους τρόμαζε με μια κραυγή:

«Μη μ' αφήνετε να πεθάνω, ανόητοι! Σκοτώστε με!»

Και αποσύρονταν χωρίς να τολμήσουν να βγάλουν μιλιά, ούτε για να τον ρωτήσουν αν συμφωνούσε να στείλουν μήνυμα στο διάδοχο, που πολεμούσε από χρόνια σε χώρες μακρινές, ανίδεος και ήσυχος.

Από τους αυλικούς, τις κυρίες των τιμών και τους ιππότες, μέχρι τους κρασέμπορους, τους τελάληδες και τους παραγιούς των τσαγκάρηδων, όλα τα στόματα στο βασίλειο μασούσαν, χωρίς να μπορούν να καταπιούν, το ξόρκι, που άλλοι το έλεγαν ευχή και άλλοι προφητεία: «Όποιος τον σκοτώσει θα αποχτήσει μάτια δράκου». Μόνο ο ζητιάνος, ο ψηλός με το καμένο δέρμα, που κανείς δεν ήξερε τ' όνομά του ή αν είχε τα λογικά του και που έσκιζε τον αέρα με τη σαν δέκα κεραυνούς βροντερή φωνή του, «Δεν υπάρχουν δράκοι, δεν υπάρχουν! Μια δεκάρα για την κοιλιά μου, μια δεκάρα για την ψυχή σας!», μόνο αυτός δεν έδινε σημασία και το ίδιο συχνά χειμώνα καλοκαίρι αλάφιαζε τ' αυτιά του κόσμου.

Δράκους δεν είχε κανείς δει ποτέ στο βασίλειο. Κανένα όμως παιδί σαν μεγάλωνε δε ρωτούσε με τι έμοιαζαν. Το ήξερε, όχι από τα παραμύθια με τους ιππότες και τις δεσποσύνες, αλλά από τα αγάλματα που ήταν στημένα παντού στην πόλη, τετράποδα καθιστά ερπετά με όρθιες στην πλάτη φολίδες, πελώρια στόματα με δόντια σαν μαχαίρια και μεμβράνες ανάμεσα στα δάχτυλα. Πριν πολύ καιρό, έλεγαν οι γιαγιάδες στα εγγόνια, όταν πολλών μωρών τα κορμάκια είχαν γεμίσει πληγές και οι παπάδες δεν πρόφταιναν να τρέχουν από νεκροταφείο σε νεκροταφείο, πολλοί στο βασίλειο είχαν αρχίσει να ονομάζουν τα παιδιά τους «Δράκους», για να γίνουν δυνατά σαν τα φολιδωτά τέρατα και να τρομάξουν την αρρώστια. Κι ύστερα, αφού έφυγε το κακό, είχαν φοβηθεί ότι οι αληθινοί δράκοι, αν υπήρχαν, θα το έπαιρναν αυτό σαν βλαστήμια και είχαν παραγγείλει τα αγάλματα. Μικρά, μεγάλα, ξύλινα, πέτρινα, μαρμάρινα, ασημένια, ανάλογα με το βαλάντιο του καθενός, στόλιζαν σπίτια και πλατείες και ο κόσμος προσευχόταν μπροστά τους, παρακαλούσε, γονάτιζε, έκλαιγε. Είχαν κοινή μόνο την όψη, τον ίδιο δράκο σε στάση καθιστή με ανοιχτό στόμα, έτοιμο να κάνει μια χαψιά τις ζωές των αμαρτωλών ή τα βάσανα των δικαίων, και το υλικό των ματιών, σμαράγδι της Εσπερίας, αυτό που έβγαζε ιριδισμούς άλλο χρώμα στον ήλιο και άλλο στο φεγγάρι. Όλοι το ήξεραν ότι μόνο μπροστά σε σμαράγδι της Εσπερίας θα έπιαναν οι προσευχές τους και ο βασιλιάς, στον καιρό του, είχε λεηλατήσει χώρες μακρινές και άγριες για να φέρει αρκετά φορτία σμαραγδιού στο βασίλειο. Αλλά για δράκους αληθινούς, ζωντανούς, με τρομαχτικά μουγκρητά και φλογερές ανάσες, όσο κι αν έκαναν μετάνοιες μπροστά σε κάθε φολιδωτό άγαλμα που έβρισκαν στο δρόμο τους, οι άνθρωποι του βασιλείου μόνο στα παραμύθια είχαν ακούσει.

Τη μάγισσα, που πριν τόσα και τόσα χρόνια είχε ρίξει το ξόρκι, την είχαν παραδώσει στο βασιλικό στρατό οι ίδιοι της οι συγχωριανοί, με τσουγκράνες και δικράνια στα χέρια και φωνές «δαίμονας! στοιχειό! ξωτικό!» στα στόματα. Την είχαν δέσει με καπίστρια αλόγων, να μην την αγγίξει τίποτα ανθρώπινο και βρουν τα μάγια της δρόμο για κανενός την ψυχή, και είχαν πει στους στρατιώτες ότι η γριά είχε σηκώσει, βγάζοντας τις κάλτσες της, μια θύελλα που τους είχε τσακίσει τα σπαρτά. Παιδιά δεν είχε, να ορκιστεί στη ζωή τους ότι ήταν αθώα, και άλλον όρκο δεν παραδέχονταν οι χωρικοί. Κι είχαν φύγει φτύνοντας τρεις φορές πάνω από τον αριστερό τους ώμο σε κάθε τους βήμα, μέχρι ο στρατός και η γριά, με τις πληγές της ματωμένες ανάμεσα από τα λουριά, να χαθούν από τα μάτια τους.

Ο βασιλιάς έδωσε τη μάγισσα στον Σαράντα και τον Σαρανταένα, τους δήμιους, μελαψούς γίγαντες ντυμένους με δέρμα και μέταλλο, πρώην ληστές των βουνών, που λέγονταν έτσι από τους άντρες που είχε σκοτώσει ο καθένας πριν τους πιάσει ο στρατός και βαφτίσει τις ζωές που θα ‘παιρναν στο εξής εκτελέσεις. Κι αυτοί την έδεσαν στους τοίχους του πιο σκοτεινού μπουντρουμιού και κάθε μέρα την κεντούσαν με λόγχες και πυρωμένα σίδερα, μέχρι να δεχτεί να βάλει όλη της τη μαγεία σε ένα ξόρκι πλούτου, δόξας, ομορφιάς και να το ρίξει στο βασιλιά. Του κάκου εκείνη κάθε πρωί τους έλεγε ότι έτσι, με το σώμα να ουρλιάζει και την ψυχή καρφιτσωμένη σαν πεταλούδα στο χαρτί, είχε δυνάμεις ίσα ίσα για το μαγικό που έκλεινε κάθε νύχτα τις πληγές της, για να αντέχει και την άλλη μέρα τα βασανιστήρια και να μην παραδώσει το πνεύμα της στους θεούς.

Ώσπου μια μέρα τούς έδωσε να καταλάβουν ότι είχε πια λυγίσει, ότι ήταν έτοιμη να φτιάξει το ξόρκι που ήθελε ο άρχοντας και έπρεπε να τον φωνάξουν για να του το δέσει. Και παρουσιάστηκε ο βασιλιάς μπροστά της, με τον ασημοκεντημένο του μανδύα και το χρυσό στέμμα το γεμάτο πετράδια, αλλά δεν πρόλαβε να πάρει ύφος κατακτητή, γιατί λίγες στιγμές τής είχαν μείνει ακόμα. «Όποιος σε σκοτώσει θα αποχτήσει μάτια δράκου» είπε η μάγισσα και ξεψύχησε. Και ο βασιλιάς έβαλε τον Σαράντα να κόψει το αυτί του Σαρανταένα και τον Σαρανταένα να κόψει το αυτί του Σαράντα, επειδή είχαν χάσει το μέτρημα και είχαν αφήσει τη ζωή της γριάς να ξεγλιστρήσει μέσα από τα χέρια τους.

Πολλοί χειμώνες και καλοκαίρια ήρθαν και έφυγαν από τότε και οι μόνοι που ήξεραν για το ξόρκι εκτός από το βασιλιά ήταν οι δυο δήμιοι, κι αυτούς τους είχε απειλήσει να τους κόψει τη γλώσσα αν το 'λεγαν παραέξω. Οι στρατιώτες απορούσαν που ο βασιλιάς δεν ερχόταν μαζί τους στον πόλεμο τόσο συχνά όσο πριν κι όταν ερχόταν δεν έβγαινε πρώτος στη  μάχη, αλλά έμενε παραπίσω και σπαταλούσε άντρες για να τον φυλάνε ενώ στην πρώτη γραμμή ο εχθρός θέριζε τα κορμιά. Κι έλεγαν οι κακές γλώσσες ότι ο βασιλιάς γερνούσε και φοβόταν όλο και περισσότερο ή ότι ήταν άρρωστος και το έκρυβε ή, μερικές φορές, ότι είχε συνεννοηθεί μυστικά με τον εχθρό. Αλλά ούτε αυτοί που είχαν δει τη μάγισσα να την κουβαλάνε δεμένη στα μπουντρούμια του παλατιού δε μάντεψαν την αλήθεια. Μόνο νόμισαν ότι θα είχε κάνει το πολύ πολύ του βασιλιά κάποια προφητεία για το πώς θα πεθάνει και φυλαγόταν.

Μέχρι που γέρασε στ' αλήθεια ο βασιλιάς, είδε τα μαλλιά του να ασπρίζουν, ένιωσε τη δύναμη να φεύγει από τα μέλη του και άρχισε να φοβάται ακόμα περισσότερο ότι το ξόρκι θα πήγαινε χαμένο. Ξύπνησε ένα πρωί με ζαλάδες και πόνους στα κόκαλα που δε μαλάκωσαν όταν ζέστανε ο καιρός και κάλεσε όλους τους γιατρούς και τους μάγους του βασιλείου να τον γιατροπορέψουν. Για μήνες μπαινόβγαιναν στο παλάτι άνθρωποι με αλλόκοτη θωριά, παράξενες φορεσιές και ξωτικές ομιλίες, τέτοια που ούτε οι αυλικοί δεν είχαν ξαναδεί στη ζωή τους. Οι καλύτεροι ιππότες πήραν διαταγές να γυρίσουν τον κόσμο ανάποδα μέχρι να βρουν τα πιο σπάνια βοτάνια και οι μαγείρισσες έφτυναν τρεις φορές πάνω από τον αριστερό τους ώμο με τις παραγγελιές που τους έδιναν οι μάγοι και οι κομπογιαννίτες για τα γιατρικά που ήθελαν να φτιάξουν. Αλλά ο βασιλιάς όλο και χειροτέρευε, ένιωθε τα σωθικά του να τα τρώει σιγά σιγά το κακό και, αφού διέταξε να αποκεφαλίσουν μερικούς γιατρούς, έσπασε γαβάθες με άχρηστα μαντζούνια και έκλαψε μόνος του στα κρυφά, συγκέντρωσε τους αυλικούς και τους είπε το ξόρκι. Και, πριν συνέλθουν αυτοί από την έκπληξη, που κάτι τέτοιο είχε κρατηθεί μυστικό τόσον καιρό, πρόσθεσε στο τέλος «Σκοτώστε με, λοιπόν, πριν πεθάνω». Και βγήκε, χωρίς ούτε μια ματιά στα ανοιχτά στόματα γύρω του, πάντα με βήμα βασιλικό, κουτσαίνοντας λίγο μόνο από τους πόνους.

Μεμιάς γεννήθηκαν χιλιάδες ψίθυροι, απλώθηκαν σε όλο το βασίλειο και φούσκωσαν σαν κύμα φυλακισμένο, που χτυπάει στους τοίχους πέτρινου θεόκλειστου μπουντρουμιού και δε βρίσκει διέξοδο από πουθενά. Δεν ήταν μόνο που μερικοί αριστοκράτες δεν πίστευαν στους δράκους, τους έβλεπαν σαν προλήψεις των χωρικών και δεν τους καταδέχονταν. Ήταν που όλα αυτά για το ξόρκι τα είχαν ακούσει από τον ίδιο το βασιλιά, που το απαγόρευε νόμος του κράτους να σκεφτούν ότι δεν τα είχε τετρακόσια, και το απαγόρευε άλλος νόμος του κράτους να παρακούσουν διαταγή του, πόσο μάλλον να σχεδιάσουν το θάνατό του. Οι πιο γέροι διηγούνταν κιόλας την ιστορία εκείνου του μελαγχολικού βασιλιά που, μαθαίνοντας το χαμό και των τριών γιων του στη μάχη, είχε βάλει να διαρρήξουν την κλειδαριά του φαρμακοτρίφτη του παλατιού και είχε πιει μονοκοπανιά ολόκληρη τη μπουκάλα με το ελιξήριο υπνοβότανου. Και το πτώμα του το είχαν μαστιγώσει, το είχαν κρεμάσει, το είχαν αποκεφαλίσει και τις στάχτες του τις είχαν σκορπίσει στις τέσσερις γωνιές της γης, γιατί αυτή την ποινή όριζε ο νόμος για έναν βασιλοφονιά.

Πέρασαν κι άλλες μέρες, οι γιατροί και οι μάγοι έπαψαν να μπαινοβγαίνουν στα δωμάτια του βασιλιά και αποσύρθηκαν, λίγο απορημένοι όμως, επειδή οι παλατιανοί τούς είχαν αφήσει ήσυχους και δεν τους κυνηγούσαν πια για ειδήσεις και προβλέψεις για την υγεία του αρρώστου. Οι αυλικοί και οι συμβουλάτορες ήταν όλοι μαζεμένοι στη μεγάλη αίθουσα και σουλατσάριζαν πέρα δώθε ξεφυσώντας, λες και κάποιο κακό, σαν αυτό που είχε πάρει τόσων παιδιών τις ζωές τότε παλιά, είχε βγει από το βασιλιά, είχε χωθεί στα δικά τους σώματα και τους έκανε να χοροπηδάνε σχεδόν από την ταραχή. Λύση, όμως, δε βρήκαν, οπότε σταύρωσαν τα χέρια και περίμεναν να γυρίσει ο διάδοχος, που του είχαν στείλει πια γράμμα, να τους πει τι να κάνουν.

Και έφτασε ο μονάκριβος πρίγκηπας από τις χώρες που τον είχε στείλει ο πατέρας του με πόνο ψυχής να πολεμήσει, για να κρατήσει ισχυρές τις συμμαχίες και ψηλά το γόητρο του βασιλείου. Πάνω στο άσπρο του άλογο, γαλάζιος στα μάτια, χρυσός στα μαλλιά και λαμπερός στην πανοπλία, στάθηκε μπροστά στις πύλες του παλατιού και οι φρουροί παραμέρισαν, καταπίνοντας την απορία πόσα να ήξερε άραγε για το βασιλιά και το ξόρκι. Αφού μίλησε με τους αυλικούς και έμαθε τι ακριβώς συνέβαινε, γιατί στο γράμμα ελάχιστα σημαντικά είχαν τολμήσει να εμπιστευτούν, έμεινε για πολλή ώρα σκεφτικός, με τα φρύδια να σμίγουν από το βάρος της ευθύνης. Ύστερα γύμνωσε το σπαθί του και πλησίασε στο κρεβάτι με τα ασημοκεντημένα σεντόνια. Ο βασιλιάς, ένα μάτσο κόκαλα και ρυτίδες μόνο πια, έγλειψε τα σάλια του. «Όλοι οι θεοί να σε έχουν καλά, παλικάρι μου» είπε στον πρίγκηπα και τα μάτια του έμοιαζαν σαν η λεπίδα που μπηγόταν στην καρδιά του να τον πήγαινε στον πιο χρυσοντυμένο παράδεισο. Κι ήταν αυτά τα λόγια που πλάι στον ήχο τους πέταξε η ψυχή του αφήνοντας το σώμα του.

Ευθύς αμέσως τα μάτια του πρίγκηπα έπαψαν να βλέπουν, να κινούνται, να είναι από σάρκα, αίμα και δάκρυα, κι έγιναν από σμαράγδι της Εσπερίας, που βγάζει ιριδισμούς άλλο χρώμα στον ήλιο και άλλο στο φεγγάρι. Έπεσε στο πάτωμα ουρλιάζοντας, ενώ οι αυλικοί παραμέριζαν, να βγουν από το δρόμο της κατάρας, που είχαν μάθει πια και δεν την έλεγαν ούτε προφητεία, ούτε ξόρκι.

Κι απλώθηκε σε όλο το βασίλειο η είδηση, και γέμισαν οι δρόμοι μάτια γουρλωμένα, φρύδια σμιχτά και στόματα που έφτυναν τρεις φορές πάνω από τον αριστερό τους ώμο. Αλλά ο ζητιάνος, ο ψηλός με το καμένο δέρμα, που κανείς δεν ήξερε τ' όνομά του ή την τρέλα του και που έσκιζε τον αέρα με τη σαν δέκα κεραυνούς βροντερή φωνή του, «Δεν υπάρχουν δράκοι, δεν υπάρχουν! Μια δεκάρα για την κοιλιά μου, μια δεκάρα για την ψυχή σας!», ήταν ο πρώτος που έχυσε ένα δάκρυ για τον τυφλό πρίγκηπα, πριν ακόμα το μάθει κανείς εκτός από τους αυλικούς ότι είχε αποχτήσει μάτια δράκου.

 

 

 

                                                                                                                                   Κέλλυ Θεοδωρακοπούλου, 9/9/2014

 

 

 

  • Like 9
Link to comment
Share on other sites

Λίγο δυσοίωνο και σκοτεινό το τέλος αλλά ωραίο παραμύθι, μου άρεσε όπως μας το διηγήθηκες. 

Η πρόταση δεν ήταν και πολύ μεγάλη εντάξει.

Link to comment
Share on other sites

Πολύ όμορφο πράγματι. Και ιδέα ωραία, παραμυθένια αλλά και η γλώσσα απόλυτα ταιριαστή στη διήγηση, βγάζει μια γλυκύτητα. Ναι είναι λίγο σκοτεινό το τέλος αλλά δεν έχουν όλα τα παραμύθια "και έζησαν αυτοί καλά". Πιστεύω η εορτάζουσα θα το χαρεί!

 

Υ/Γ Δεν έχεις δει μεγάλη πρόταση...

Link to comment
Share on other sites

Ενώ μου άρεσε πολύ η γλώσσα, η γραφή και το ύφος, ομολογώ οτι σε κάποια σημεία με κούρασε λίγο.

Αρκετά πυκνογραμμένο, μεγάλες προτάσεις που δεν κόβονταν από μικρότερες αλλά συνέχιζαν με μεγαλύτερες.

Κανένας διάλογος το οποίο εμένα δεν με βοηθάει καθόλου να ακολουθήσω την ροή μίας ιστορίας.

 

Ενώ σαν φάντασυ παραμύθι μου άρεσε, σκοτεινό αλλά δεν με χαλάει καθόλου αυτό, ο τρόπος που είναι γραμμένο δεν με βοήθησε πολύ.

Το τέλος είναι πολύ ικανοποιητικό πάντως

Link to comment
Share on other sites

  • 2 months later...

Ωραίο παραμύθι και πετυχημένο το πείραμα, η πρόζα είναι όμορφη και ταιριαστή, κυλάει ωραία κι ας έχει μεγάλες προτάσεις. Έχει και μερικά ωραία στολίδια (τα αυτιά των σαραντατέτοιων).

Η χρήση της οπτικής γωνίας που διάλεξες ήταν επίσης ταιριαστεί, αλλά χωρίς καθόλου πρωταγωνιστή, η ιστορία βάρυνε λίγο. Δεν μπορώ δηλαδή να τη φανταστώ μεγαλύτερη. Νομίζω πως αυτό που ήθελες να πετύχεις, το πέτυχες. Τώρα το να μιμηθούμε εμείς οι κοινοί θνητοί την κυρία Naroualis, δεν ξέρω αν είναι πρέπον, το λες και ασέβεια ναούμ, αλλά νταξ.

  • Like 1
Link to comment
Share on other sites

  • 2 weeks later...

Ωραίο παραμύθι, σε γλώσσα παραμυθιού πλήν ακατάλληλον δι' ανηλίκους, τρομάζουν τα άτιμα. :tease:Από το οποίο τι συμπέρασμα βγάζουμε; Οτι δεν υπάρχουν δράκοι ή μάλλον ότι οι μόνοι δράκοι είναι αγάλματα.

 

Υπάρχει ένα προφανές λογικό πρόβληματακι βέβαια αν είναι τόσο πιστοί... στο γράμμα του νόμου ώστε να εκτελέσουν με βασανιστήρια το πτώμα του βασιλιά που αυτοκτονησε και να αποδέχονται εξ' ορισμού ότι τους λέει ο πολυχρονεμένος τους. Πρώτον οτι κατ' επέκταση το ίδιο θα έπρεπε να κάνουν και στον πρίγκηπα, ο οποίος το ξέρει από πρίν άρα αυτοκτονεί σκοτωνοντας το βασιλιά. Αλλά τότε όσοι έγραψαν το γράμμα είναι υπεύθυνοι για συνομωσία εναντίον του θρόνου και της δυναστείας αού προσπαθούν να σκοτωυεί ο πρίγκηπας, μόνο που για το ίδιο είναι υπεύθυνος ήδη ο βασιλιάς που προτρέπει ανθρώπους να σκοτώσουν το βασιλιά... εντάξει σταματάω εδώ.  :devil2: 

  • Like 1
Link to comment
Share on other sites

  • 1 month later...

Πολύ ενδιαφέρουσα ιστορία! :D

Το τέλος με έκανε σκεπτική χμμμμμ... Τι να ήξερε άραγε ο ζητιάνος παραπάνω από τους αυλικούς...;

 

Τελικά πάντως η μάγισσα δεν έδωσε κατάρα στον βασιλιά, αλλά ευχή! :p (να τυφλωθεί αυτός που θα τον σκοτώσει)

Και πάλι όμως είμαι σκεπτική... Τώρα αναρωτιέμαι αν τα μάτια του πρίγκιπα μπορούνε να πραγματοποιήσουν ευχές... :D

Link to comment
Share on other sites

  • 3 months later...

Πολύ ωραίο, πολύ έξυπνη ιστορία.

Δεν έχω τίποτα άλλο να πω, μου άρεσε πολύ, αυτό μόνο.

  • Like 1
Link to comment
Share on other sites

  • 7 years later...

Πω πω τι ξαναθυμάμαι...   Κέλλυ,:flowers: τι ωραίο! 

Η.Α. 3

Link to comment
Share on other sites

Join the conversation

You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.

Guest
Reply to this topic...

×   Pasted as rich text.   Paste as plain text instead

  Only 75 emoji are allowed.

×   Your link has been automatically embedded.   Display as a link instead

×   Your previous content has been restored.   Clear editor

×   You cannot paste images directly. Upload or insert images from URL.

Loading...
×
×
  • Create New...

Important Information

You agree to the Terms of Use, Privacy Policy and Guidelines. We have placed cookies on your device to help make this website better. You can adjust your cookie settings, otherwise we'll assume you're okay to continue..