Μπόρχες Posted December 8, 2016 Share Posted December 8, 2016 Όνομα Συγγραφέα: Γιάννης Μαργέτης.Είδος: Ρεαλισμός.Βία; ΟχιΣεξ; ΟχιΑριθμός Λέξεων: 1000Αυτοτελής; ΝαιΣχόλια: Έλειψα μεγάλο διάστημα από τα τεκταινόμενα του χώρου λόγω σοβαρών οικογενειακών προβλημάτων. Είναι Το πρώτο μου κείμενο ύστερα από καιρό και φιλοδοξεί να σημάνει το τέλος μιας περιόδου της ζωής μου και την αρχή μιας καινούργιας. Δεν είναι ιδιαίτερα υψηλού επιπέδου. Γράφτηκε σχετικά γρήγορα. Θα χαρώ αν κάποιος φίλος, θελήσει να το σχολιάσει. Σας χαιρετώ φιλικά, όπως πάντα. Γιάννης. Το πρώτο φως(Επιτάφιος). Οι γάτες είχαν σκαρφαλώσει πάνω στον ξέχειλο δημοτικό κάδο απορριμάτων και προσπαθούσαν να ξεσκίσουν τις σακούλες. Ο άντρας στεκόταν στο απέναντι πεζοδρόμιο και της παρατηρούσε σιωπηλός. Τα χνώτα του άχνιζαν μέσα στο κρύο της νύχτας. Σήκωσε τον γιακά του μάλλινου σακακιού του. Έβγαλε από την τσέπη του το κινητό τηλέφωνο. Έλεγξε την ώρα. 1:20 μετά τα μεσάνυχτα. Εδώ και πάρα πολύ καιρό έπρεπε να είχα μιλήσει. Υπήρχαν πράγματα που έπρεπε να έχω πει. Υπήρχαν μυστικά που έπρεπε να είχα αποκαλύψει. Περπατούσε τώρα στον έρημο δρόμο της γενέτειρας του. Κωμόπολη. Αρκετά μικρή ώστε τέτοια ώρα να μην συναντάς ανθρώπινη ψυχή. Μόνο γάτες και αδέσποτους σκύλους. Αρκετά μεγάλη, όμως, για να την περπατήσεις μέχρι το πρώτο, αληθινό φως. Μέχρι την αυγή. Οι μονοκατοικίες με τους κήπους και τις αυλές δεξιά και αριστερά του ήταν σκοτεινές με κλειστά παραθυρόφυλλα. Κανένα σημάδι ζωής. Μέσα στο σκοτάδι περιφέρομαι μόνος. Ψάχνω να βρω απαντήσεις. Αναζητώ τον χαμένο χρόνο. Την χαμένη Ατλαντίδα. Γυρεύω την Ιθάκη. Φτάνω μέχρι πίσω στα παιδικά μου χρόνια. Το μυαλό μου μηχανή του χρόνου. Επιβάτης σε ξένα όνειρα δίχως χαλινάρια. Σταμάτησε έξω από το κοινό περιφραγμένο και φωταγωγημένο προαύλιο του Γυμνασίου και του Λυκείου. Έβγαλε από την τσέπη του το πακέτο με τα τσιγάρα. Έβαλε στο στόμα του ένα τσιγάρο και το άναψε. Φώτα ήταν αναμμένα και στο εσωτερικό του κτιρίου. Χωρίς ίχνος ζωής. Οι μπασκέτες στο ανοιχτό γήπεδο στέκονταν σαν μακάβριες φιγούρες μέσα στην ερημιά του κρύου και της νύχτας. Έμοιαζαν με ικριώματα. Με κρεμάλες. Όλα είναι ομιχλώδη. Τα σκεπάζει η αχλή της θλίψης. Η καταχνιά της απελπισίας και του πόνου. Προσδοκώ ανάσταση. Προσδοκώ το ζεστό φως. Προσδοκώ τον πρώτο ήλιο. Κάθισε στο παγκάκι έξω από τα κάγκελα του σχολείου. Κάπνιζε νωχελικά. Ο καπνός και το κρύο τον τύλιγαν. Από την άκρη του δρόμου φάνηκαν φώτα. Ήχος μηχανής ακούστηκε που μούγκριζε. Το αυτοκίνητο επιτάχυνε μέσα σε δευτερόλεπτα και διέλυσε την ησυχία της νύχτας. Τώρα πια φαίνονταν μονάχα τα πίσω του φώτα. Κόκκινα. Αιμάτινα. Διαβολικά και δυσοίωνα. Ο αέρας γύρω μου γίνεται παχύρρευστος. Συμπιέζει κάθε μόριο της ύπαρξης μου. Εισέρχεται στους πνεύμονες και τους κατακλύζει. Νιώθω ότι θα με συνθλίψει. Έσβησε στην σόλα της μπότας του το τσιγάρο και πέταξε την γόπα στον υπόνομο. Σηκώθηκε και συνέχισε. Άκουγε μονάχα την παγωμένη του ανάσα και τα βήματα του. Προχωρούσε αργά και βαριά. Δεν έκανε περίπατο. Περπατούσε στον επιτάφιο της ζωής του. Πως να βρω μια θερμή πηγή να πέσω μέσα. Να γίνω ένα με το νερό. Να αναβαπτιστώ. Να γίνω μάρτυρας της αναγέννησης μου. Να γίνω ο Χριστός του εαυτού μου. Να γίνω ο Σωτήρας μου. Να αντιμετωπίσω το παρελθόν, τα λάθη και τους φόβους. Να δώσω άφεση αμαρτιών στην αμαρτωλή σκιά μου. Να χύσω δάκρυα για μένα και για σένα. Έφτασε στην άκρη του δρόμου. Αν ήθελε να συνεχίσει, έπρεπε να στρίψει αριστερά. Μπροστά του απλωνόταν η πεδιάδα και στο κέντρο της το αεροδρόμιο. Χιλιάδες φώτα στη μέση του πουθενά. Και η εθνική οδός που ξετυλιγόταν σαν φωτεινό ερπετό στον ορίζοντα. Πολύβουος κόσμος. Τόσο κοντινός και τόσο μακρινός. Θα μπορούσε να τον φτάσει. 45 λεπτά με τα πόδια. Αλλά δεν ήθελε. Προτιμούσε την ησυχία της πόλης του. Της δικής του πόλης. Ακολούθησε τον δρόμο στα αριστερά του. Εκεί που ήμουν είχα φτερά μα δεν μπορούσα να πετάξω. Είχα δάκρυα που δεν μπορούσα να κλάψω. 'Ήμουν στόμα και δεν μπορούσα να φωνάξω. Τα συναισθήματα μου έπρεπε να κάψω! Το πατρικό του σπίτι ήταν στην άλλη πλευρά του δρόμου. Τα υπεραιωνόβιο πεύκο υψωνόταν επιβλητικό πάνω από τη μάντρα ακόμη και μέσα στη νύχτα. Όλα ήταν σκοτεινά τούτη την ώρα. Οι γονείς του θα κοιμούνταν. Θα τρόμαζαν αν τον έβλεπαν να στέκεται τέτοια ώρα στην άκρη του δρόμου. Θα έτρεχαν να τον φέρουν μέσα. Να τον φροντίσουν. Σαν να ήταν ακόμη μικρό παιδί. Ευτυχώς όμως κοιμούνταν. Δεν θα τους αναστάτωνε. Πέρασε τον δρόμο και κάθισε στο πεζούλι κάτω από τη μάντρα του πατρικού του. Θα κάπνιζε. Ξέρεις, ήμουν δέσμωτης του σπηλαίου. Αλυσοδεμένος να κοιτάζω τις σκιές. Ήμουν κοινωνός μιας άλλης ψευδούς πραγματικότητας. Αλλά, τώρα έσπασα τις αλυσίδες. Βγήκα από την σπηλιά. Συνάντησα τον ήλιο. Γνώρισα την αλήθεια. Γκρέμισα τα τείχη του σπηλαίου! Το κρύο τώρα τον περόνιαζε. Δεν έπρεπε να κάθεται πολύ ώρα σ' ένα μέρος. Είχε φτάσει στον περιφερειακό δρόμο και συνέχιζε. Ξαφνικός φόβος τον κατέκλεισε, μήπως ήταν επικίνδυνο να περπατά τέτοια ώρα μόνος του. Τον έδιωξε αμέσως. Δεν υπήρχε χώρος για φόβο μέσα του. Δεν θα φοβόταν. Όχι πια. Είχα αδειάσει. Είχε στεγνώσει η ψυχή μου. Ώρα με την ώρα. Μέρα με την μέρα στέγνωνε. Αποστραγγιζόταν κάθε συναίσθημα από μέσα μου. Αν φοβόμουν λίγο ακόμη θα ήμουν ένα συναισθηματικό κουφάρι. Συνέχιζε να περπατά στον περιφερειακό. Ήταν μεγάλος και ευθύς. Το αντίθετο από την ζωή. Περπατούσε και παρατηρούσε τα φώτα στη νησίδα στη μέση του δρόμου. Διέχεαν από ψηλά το νεκρό φως τους στην άσφαλτο. Ένιωσε ότι ήταν πρωταγωνιστής σε κάποια ταινία τρόμου. Ότι αργά ή γρήγορα θα πεταγόταν από κάποια μεριά το απόκοσμο τέρας για να ρουφήξει την ψυχή του. Ή θα εμφανιζόταν ο Φρέντυ για να ψαλιδίσει ότι είχε απομείνει από εκείνον. Όταν θα έρθει το σκοτάδι, μπορεί να συναντήσω το μόνο αληθινό φως. Χους ει και εις χουν απελεύσει. Κανείς δεν μπορεί να ζήσει αιώνια, καρδιά μου. Ούτε άγιος, ούτε αμαρτωλός. Ακόμη και ο θεός πέθανε για λίγο. Είχε ανάψει κι άλλο τσιγάρο καθώς περπατούσε. Τώρα κόντευε να το αποτελειώσει. Το άφηνε στα χείλη του να κρέμεται ετοιμοθάνατο. Συνειδητοποίησε ότι στα δεξιά του τώρα είχε το δημοτικό κοιμητήριο. Δεν έστρεψε το βλέμμα του. Δεν θα κοίταζε. Επιτάχυνε το βήμα του. Το σπίτι του ήταν πια αρκετά κοντά. Πολύ κοντά. Ιδού, ο Νυμφίος έρχεται εν τω μέσω της νυκτός, και μακάριος ο δούλος, ον ευρήσει γρηγορούντα. Ανάξιος δε πάλιν ον ευρήσει ραθυμούντα. Βλέπε ουν, ψυχή μου, μη τω ύπνω κατενεχθείς, ίνα μη τω θανάτω παραδοθείς. Αλλά ανάνηψον κράζουσα... Έβγαλε τα κλειδιά από την τσέπη του παντελονιού του. Ξεκλείδωσε την κλειδαριά ασφαλείας αργά. Έσπρωξε την πόρτα. Μπροστά του σκοτάδι. Μπήκε μέσα. Πριν να κλείσει την πόρτα με κοίταξε. Στεκόμουν στο κεφαλόσκαλο. Μου χαμογέλασε και μου έκλεισε το μάτι με νόημα. Το πρώτο φως είχε αρχίσει να χαράζει. Οι ουρανοί με σύνθλιψαν μα εγώ θα τους αναστηλώσω. Οι ουρανοί έπεσαν μα εγώ θα τους σηκώσω ξανά ψηλά. Οι ουρανοί γκρεμίστηκαν μα εγώ θα τους ξαναχτίσω! 2 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Prince d’Aquitaine Posted January 14, 2017 Share Posted January 14, 2017 Ωραίο γενικά, απλά η εκτέλεση μου φάνηκε κάπως βιαστική και γρήγορη. Δώσε του λίγο χρόνο. 1 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Μπόρχες Posted January 17, 2017 Author Share Posted January 17, 2017 Ωραίο γενικά, απλά η εκτέλεση μου φάνηκε κάπως βιαστική και γρήγορη. Δώσε του λίγο χρόνο. Το επισημαίνω κι εγώ στα σχόλια μου ότι γράφτηκε γρήγορα. Σίγουρα κάποια στιγμή θα το επεξεργαστώ. Σ' ευχαριστώ για τον κόπο σου. Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Recommended Posts
Join the conversation
You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.