Jump to content

[Ναγιούργια]Και σέρνονται οι Αμαρτίες


jjohn

Recommended Posts

Είδος:  Low fantasy/mystery/whodunnit/推 理小説

Λέξεις: 15.131 :wacko:

Βία/Σεξ:  Όχι...

Αυτοτελές: Ναι! Αν και αποτελεί  μέρος μιας συλλογής που υποτίθεται ότι γράφω :p Δεν χάνετε  πάντως και κάτι που δεν έχετε διαβάσει τις προηγούμενες.

Σχόλια:    Λίγο δύσκολο να το διαβάσει κανείς το ξέρω, αλλά πραγματικά δεν μου αρέσει να μένει η συγκεκριμένη ιστορία άλλο  κρυμμένη. Την έχω ήδη πέντε-έξι μήνες :(

 

Πιστεύω πως είναι ό,τι καλύτερο έχω γράψει ποτέ μου και μάλλον ό,τι καλύτερο θα γράψω ποτέ μου :)

 

Απαραίτητο Υπόβαθρο:

   Η συλλογή είναι φανταστικό/αστυνομικό όπου, εχμ, ο ήρωας μεταφέρεται από την Ελλάδα σε ένα φανταστικό νησί την Ναγιούργια και τίθεται Αρχηγός Της Ασφάλειας,  δηλαδή αυτός που λύνει υποθέσεις που συμβαίνουν.

 

Α, για όποιον καλό άνθρωπο το τολμήσει, ας μην σας παρασύρει λίγο το πρώτο κομμάτι (ούτε καν 2-3 σελίδες) που είναι λίγο ανάλαφρο και χαζό.  Απλά είναι ένα κακό  μου χούι να ξεκινάω έτσι :)

 

----

6.Και σέρνονται οι αμαρτίες.pdf

----

Μερσί μποκού! Νιώθω ήδη πιο χαλαρός :)

Edited by jjohn
  • Like 1
Link to comment
Share on other sites

Ok, διάβασα την ιστορία και πέρασα καλά. Κατά τη γνώμη μου έχεις γράψει μια όμορφη «μοναστηριακή» αστυνομική ιστορία και γι αυτό θα ήθελα να σου δώσω την ώθηση ώστε  να την κάνεις ακόμα πιο όμορφη.

 

 

 

α) Πρέπει οπωσδήποτε να την χτενίσεις λίγο το κείμενο από την αρχή ώστε να βρεις ένα-δυο αναγραμματισμούς , τις λέξεις που τους λείπουν γράμματα καθώς επίσης και εκείνες που σου ξέφυγαν όταν διόρθωσες κάποιες προτάσεις

πχ

«να ξεκινήσει τα θαύματ θαύματα.»

«σκύψαμε για τα μαζέψουμ.»

«έκανα και ροσπάθησα να φέρω στο μυαλό μου»

 

Αυτομάτως θα κάνεις πολύ πιο άνετη την ανάγνωση.

 

β) Υπάρχουν κάποιοι «μη χρήσιμοι διάλογοι». Μπορείς να τους χαρακτηρίσεις περιττούς και… DELETE τους άτιμους!

 

Πχ δυο- τρεις φορές μέσα στο κείμενο υπάρχει το παρακάτω

«Μπορείτε να με πάτε στο δωμάτιο του τάδε;»

«Ακολουθήστε με»

 

Θα μπορούσες να πεις Το απόγευμα ο Τάδε1 μοναχός με οδήγησε στο δωμάτιο του Τάδε2.

Ή ακόμα καλύτερα Το απόγευμα επισκέφτηκα τον Τάδε μοναχό στο δωμάτιο του.

 

 

γ) Δώσε διακονήματα στους μοναχούς. Οι μοναχοί είναι αρκετοί. Τα ονόματά τους ελαφρώς ασυνήθιστα. Είναι αρκετά δύσκολο για τον αναγνώστη να γνωρίσει τόσους χαρακτήρες σε τόσο μικρό εύρος κειμένου.  Δεν είναι λίγες οι φορές που «βγήκα» από την ιστορία, μόνο και μόνο για να ψάξω να δω ποιος είναι ο μοναχός που μιλάει τώρα.

Πιστεύω πως αυτό αντιμετωπίζεται κάπως αν ο κάθε μοναχός που εμφανίζεται έχει και ένα διακόνημα και το διακόνημά του τον ακολουθεί μια δυο φορές παρακάτω. Το κάνεις σωστά με τον Νίκο το μάγειρα που τον αναγνωρίζει κάποιος παρακάτω λόγω του αρακά J.

 

δ) Αν δεν κάνω λάθος υπάρχει ένα μικρό μπέρδεμα με τις ηλικίες. Κάπου λες ότι ο Νίκο είναι στην ίδια ηλικία με τον Γιάννη και ότι η σειρά στην εξομολόγηση είναι με βάση την ηλικία. Πρώτος μπαίνει ο Νίκο δεύτερος ο Βίγκαν (μικρότερος ή μεγαλύτερος; Δεν θυμάμαι να το διάβασα κάπου) στη συνέχεια όλοι οι υπόλοιποι μοναχοί και τέλος ο Γιάννης. Κάπου εδώ χάθηκα.

 

ε) Μπορεί να κάνω λάθος αλλά δεν βλέπω κάτι που να συνδέει, στο μυαλό του Γιάννη, τους δύο αδελφούς μοναχούς. Το μόνο που έχω είναι μια αναφορά της μάνας ότι τα παιδιά της έχουν φύγει κάπου για δουλειές. Οκ ο κανονισμός του μοναστηριού για τους συγγενείς σε πονηρεύει λίγο αλλά όχι μέχρι εκεί. Μπορεί κάτι να μου έχει ξεφύγει.

 

 

Φαντάζομαι πως Ζακ – γουρούνια που μιλάνε – μάγισσες – Ιλλιρού είναι στοιχεία του κόσμου που συνδέουν τις ιστορίες σου. Σωστά;

 

Μου αρέσει ο τρόπος που ανακοινώνεται η λύση του μυστηρίου, θυμίζει Αγκάθα και γουστάρω.

 

 

 

 

Εν κατακλείδι, μια πολύ ενδιαφέρουσα ιδέα σε μια ιστορία που διαβάζεται ευχάριστα και που μπορεί, με ελάχιστο κόπο, να γίνει σούπερ και αρκετά μεγαλύτερη!

  • Like 1
Link to comment
Share on other sites

Ευχαριστώ πολύ Κώστα! Χαίρομαι που  πέρασες καλά μαζί του.

 

Για το Α. Έχεις απόλυτο δίκαιο ^_^

 

Για το Β. Όπως και εδώ. Είναι απόρροια από τα πολλά νανόριμα (όπως  είχε πει κι εδώ πέρα ο ΣΤΡ Μορφέας). Ελπίζω ότι κάποτε  θα διορθωθεί :p

 

Για το Γ. Εδώ εν μέρει αυτό ήτανε ηθελημένο. Στο Kindaichi Case Files  η εισαγωγή των χαρακτήρων είναι  περίπου έτσι όπου οι χαρακτήρες πετάγονται 'κατά ριπάς' και ποτέ μου δεν συγκρατω ποιος είναι ποιος :p

 

Πάντως ένα δίκαιο το έχεις κι εδώ γιατί πάντα εκνευρίζομαι όταν δεν θυμάμαι τις φάτσες τους μετά :D

 

Για το Δ. Εδώ με πιάνεις αδιάβαστο στο ίδιο μου το έργο :p   Νομίζω πάντως ότι  μόνο για τον έναν εκ των δυο αναφέρω ηλικία πέραν της σειράς που τελείται το μυστήριο.

 

Για το Ε. Ε... εδώ είναι λίγο η έκτη αίσθηση που έχουν οι ντετέκτιβς αν και ο δικός μου δεν έχει λόγο να την έχει  δεδομένου ότι αυτή είναι μόλις η έκτη υπόθεση που λύνει ^_^

Ακόμα και έτσι, πάντως, μπορείς να καταλάβεις  ότι αυτοί οι δύο είναι  οι ένοχοι. Διά της ατόπου απαγωγής.  Την αποκάλυψη των ταυτοτήτων τους μπορείς να το θεωρήσεις απλώς ένα κερασάκι στην τούρτα!

 

 

Ναι,  και μένα μου αρέσει αυτό που μαζεύονται όλοι και τους λέει το τι έγινε :) :) :)

 

 

Για το Ιλλιρού:

Είναι από μία παλαιότερη ιστορία που είχα γράψει τον Φεβρουάριο. Είναι το σκηνικό που αναφέρει στην εξομολόγηση ότι άφησε κάτι εγκληματίες ελεύθερους. Τώρα πάει σε εκείνο το νησί για να τους βρει  και να τους συλλάβει. Το αν ζουν ακόμα ή όχι το άφησα στην φαντασία του αναγνώστη :p

 

 

---

Ξανά, σ'ευχαριστώ πολύ για τον χρόνο σου. Ξέρω ότι ήταν τεράστια (36 σελίδες!) οπότε  σου είμαι πραγματικά ευγνώμων για τον κόπο σου.

 

Ελπίζω να μου δώσεις και λίγο όρεξη να γράψω κάποια επόμενη ιστορία γιατί τελευταία έχω πατώσει :D

---

Καλή χρονια εύχομαι :)

Edited by jjohn
  • Like 1
Link to comment
Share on other sites

  • 5 months later...

Λοιπόν, τόσα χρόνια που βρίσκομαι στο φόρουμ  δεν έχω κάνει ποτέ μου bump δικιά μου ιστορία, αλλά   αυτή τη φορά λέω να κάνω μία εξαίρεση και σας παρακαλώ να με συγχωρήσετε γι' αυτό. Ε, κι αν δεν με συγχωρήστε, τότε τι να κάνουμε, απλά αγνοήστε, δεν θα παρεξηγηθούμε κιόλας ^_^

 

Ο λόγος που κάνω bump  είναι γιατί έχω  θέλω να γράψω μυθιστορηματάκι 30-40 λέξουλες  μέσα στο Καλοκαίρι στο ίδιο περίπου στυλ//είδος της άνω ιστορίας και δεν έχω πολύ έμπνευση για την πλοκή. Νιώθω όμως ότι θέω να το γράψω, γιατί μετά το Καλοκαίρι μπαίνω σε άλλου είδους χωράφια και δεν νομίζω να έχω πολύ χρόνο για να γράφω σαραντάρια. Σκέφτομαι, λοιπόν, ότι κάνα σχολιάκι  ίσως με βοηθήσει.  Πέρσι  είχε συμβεί κάτι αντίστοιχο(και μάλιστα ήταν  όταν έγραφα την εν λόγω ιστορία). 

 

Καταλαβαίνω φυσικά ότι η ιστορία είναι τεράστια και  αυτό τρομάζει κόσμο(+++ το γεγονός ότι την γράφω εγώ :p),  οπότε σκέφτομαι να δοκιμάσω να το χωρίσω σε κεφάλαια. Η ιστορία έχει από μόνη της πέντε κεφάλαια, αλλά ίσως να την χωρίσω σε 7 αφού τα 2-3 είναι πιο μεγάλα. Θα δω πώς θα το κάνω.  Είναι  και άλλο  ζητηματάκι που με προβληματίζει, δηλαδή το  κάθε πότε θα κάνω ανανέωση με κεφάλαιο. Στις  δύο μέρες; Στις τρεις; Στην μια βδομάδα;  Θα το δούμε και αυτό!  Ακόμα και εθελοντή να μην βρούμε  δεσμεύομαι ότι θα ποστάρω όλα τα κεφάλαια(δωρεάν έξι  ποστακια είναι :p)

 

Αυτα! Με τούτα και μ'εκείνα σας σερβίρω την εισαγωγική ενότητα  στις  2.723 λέξεις. Δεν γίνονται πάρα πολλά, αλλά υπόσχομαι ότι από την δεύτερη ενότητα κι έπειτα θα αλλάξει αυτό. 

 

Merci Beaucoup

 

------------------------

Ι

 

Είχε περάσει περίπου ένα τρίμηνο από την στιγμή που  πάτησα το πόδι μου  στο νησί και δεν θυμόμουν να  είχε βρέξει πάνω από δύο ή τρεις φορές. Κι εκείνες τις  φορές, όπως ανακαλώ,  δεν είχε ρίξει παρά μόνο μερικές ψιχάλες για λίγα λεπτά. Ίσα για να μπορεί  τουλάχιστον ο ουρανός να ισχυριστεί μούσκεψε τα  γρασίδια δηλαδή.   

Κι όμως, εκείνο το  πρωινό, ξύπνησα με την μυρωδιά της φρέσκιας βροχής να προσπαθεί να εντρυφήσει στα ρουθούνια μου από το   ανοιχτό παράθυρο της κρεβατοκάμαρας.

Σηκώθηκα  από το κρεβάτι και τράβηξα την κουρτίνα. Πράγματι, παρατήρησα, τα σύννεφα επάνω από την Ναγιούργια ήταν   βαμμένα γκρίζα και  ομοίαζαν με   έργο καποιανού μελαγχολικού ζωγράφου.   Όχι πολύ ταλαντούχου, μα αρκετά  καλού για να  σου μαυρίσει την μέρα.  

 Βγαίνοντας στο σαλόνι,  η ματιά μου έπεσε επάνω στην γουρουνίτσα, που είχε κολλήσει  την μούρη της κυριολεκτικά επάνω στο παράθυρο, λες και ήθελε να περάσει μέσα απ’ αυτό.

«Καλημέρα» της είπα

«Βρέχει...»   απάντησε εκείνη  και κούνησε πέρα δώθε την  ροζ ουρίτσα της.

«Και τι φοβάσαι;»   έκανα, «Το σπίτι δεν είναι φτιαγμένο από ζάχαρη» συνέχισα

«Που τέτοια τύχη...»   ψέλισε

Σκέφτηκα να της εξηγήσω πως αν  ήταν έτσι, θα μας είχε καταντήσει από καιρό  άστεγους στους πέντε δρόμους, αλλά τελικά το κράτησα -κι αυτό- μέσα μου.. Εφόσον ήθελε να ζει  αγκαλιά με  ψευδαισθήσεις, ας το έκανε. Το ίδιο εξάλλου δεν κάναμε όλοι μας;  Αν εκείνη ήθελε να ζει σε μια τούρτα, εγώ ήθελα να ξυπνήσω σπίτι μου….

«Τι  καλό θα φάμε το μεσημέρι;» με  ρώτησε λίγα λεπτά αργότερα, όταν το σπάνιο θέαμα της  βροχής σταμάτησε να την συγκινεί ιδιαίτερα.

«Κάτσε ντε. Ούτε πρωινό δεν  φάγαμε»  έκανα

«Δεν με ταΐζεις καλά»  είπε μ’ ένα παράπονο που μόνο γλυκό δεν το χαρακτήριζες...

«Εγώ δεν σε ταϊζω καλά;» την ρώτησα, «που έχεις γίνει διπλάσια από τότε που ήρθες εδώ πέρα;»

«Μμμμ ...σιγά»

«Αυτός είμαι. Αν δεν σ’αρέσω, η πόρτα είναι εδώ. Βγες έξω και πάνε να βρεις το επόμενο κορρόιδο»

«Καλά...»  ψέλισε και αποφάσισε να το ράψει το στοματάκι της για να μην  καταλήγει όντως κάτω από καμία γέφυρα.

 

Αφότου τελείωσα με   κάτι που κακώς βάφτισα πρωινό, φόρεσα μια  μαύρη κουκούλα στο κεφάλι και κοίταξα την αφεντιά μου στον καθρέφτη.  Δεν  έδειχνα πολύ όμορφος, αλλά δεν  μπορούσες να κατηγορήσεις   εξολοκλήρου η κουκούλα γι’ αυτό...

«Φεύγεις;»   ρώτησε

«Ε, σαν σκληρά εργαζόμενος κι εγώ…»

«Καιρός ήταν…» απάντησε στην ψύχρα

«Τι;» Τόσο άκαρδη ήταν πια...

«Θα αργήσεις...» είπε, λες και ήταν η μάνα μου που φοβόταν μην  τυχόν και χάσω την Προσευχή στο σχολειό.

«Δεν πρέπει να υπάρχει πιο περήφανος ιδιοκτήτης ζώου από μένα»

«Ζώο να πεις το πρώτο σου παιδί»

«Καλά. Πάντως λίγο ύποπτο που θες να με διώξεις; είπα «Τι έγινε; Μήπως περιμένουμε κάνα γκομενούλη;»  την ρώτησα και φαντάστηκα απ’ έξω κουστουμαρισμένο τον Πόρκι Πίγκ  με μία ανθοδέσμη στα χέρια να περιμένει να φύγω από το διαμέρισμα  για να μπορέσει να μπουκάρει.

«Ίου»

«Ίου» είπα κι εγώ με την σειρά μου.  «Ίου»

***

Δυστυχώς για μένα, η μοναδική φορά στην ζωή μου που  είχα κρατήσει ομπρέλα ήταν  την ημέρα που ο  Θεός μοίραζε στους ανθρώπους μυαλά.   Νόμισα πως η κουκούλα θα αρκούσε για να με προστατέψει, αλλά είχα κάνει και  μεγαλύτερα λάθη στο παρελθόν….

Όπως ήταν αναμενόμενο,  έφτασα στο γραφείο σαν  ένα  βρεγμένο γατί.  Τουλάχιστον δεν είχα  φτάσει  σαν  ένα κλαμένο μουνί, σκέφτηκα, μα δεν μπορώ να πω ότι αυτό βελτίωσε πολύ την διάθεση μου.  

Δίχως την διάθεση να υπερβάλω,  ένιωθα  λες και  ολόκληρη η βροχή είχε δημιουργηθεί μόνο και μόνο για να πέσει επάνω στο ξερό το κεφάλι μου. Τα ρούχα μου ήτανε τόσο βρεγμένα που θα μπορούσα να τα  στραγγίζω για μία αιωνιότητα.  Από την άλλη, τα παπούτσια μου  είχανε  βαφτεί καφετί από κάτι που  θα ήθελα πάρα μα πάρα πολύ να  ήταν απλώς λάσπη.

«Ιαν, φίλε μου, γιατί είσαι εδώ;»   έκανα στον βοηθό μου που καθόταν αμέριμνος στο γραφειάκι του.

«Τι εννοείτε κύριε;»  με ρώτησε

«Εάν δεν με απατάει η μνήμη μου, δεν σου είχα δώσει δύο βδομάδες άδεια;»

«Ναι,  κύριε αλλά  μου λείψατε κι εσείς και το γραφείο...» είπε

«Αυτό είναι, πραγματικά,  ό,τι χειρότερο έχω ακούσει στην ζωή μου»  έκανα.   Βασικά,  η λέξη που  πέρασε  από το μυαλό μου ήταν καταθλιπτικό,  αλλά προτίμησα να μην του χαλάσω την  ψυχολογία. Έτσι και αλλιώς,  ο φουκαράς προς γάμο πήγαινε. Αργά ή γρήγορα,  θα το πάθαινε κι αυτό..

Ο Ίαν γέλασε   μην συμμεριζόμενος τις δικές μου ανησυχίες. «Μην ανησυχείτε, κύριε, πλάκα σας κάνω. Απλώς η Γιασίρ δεν μπορούσε να λείψει για πάνω από μία βδομάδα κι έτσι γύρισα κι εγώ...»

«Πάλι καλά γιατί προς στιγμήν είχα αρχίσει να ανησυχώ.  Πως πέρασες;»

«Μια χαρά»

«Πως ήταν οι  ξακουστές Καβούριες Νήσοι;» ( Όπου κι αν υποτίθεται πως ήταν…)   

«Πολύ όμορφες κύριε.   Θα σας πρότεινα να πάτε κι εσείς»

«Ίσως στο μέλλον. Προς το παρόν, η λιμνούλα  στο δάσος μου φτάνει και μου παραφτάνει.  Έχει και ωραίους βάτραχους»

«Εσείς ξέρετε»

«Δεν μου λες,   έχουμε καμιά  βούρτσα για να σκουπίσω τα παπούτσια μου;»

«Κοτάξτε σ’ εκείνο το ντουλάπι»

«Ευχαριστώ» του είπα

 

Αφού καθάρισα τις λάσπες, στην συνέχεια, πήρα  μία αλλαξιά ρούχα που’ χα φυλαγμένη σε μία ντουλάπα και πήγα στο μπάνιο για να αλλάξω. Το λευκό, σαν χρώμα, δεν  κολάκευε και πολύ,  αλλά τουλάχιστον έκρυβε το γεγονός ότι είχα περάσει  τα πέντε τελευταία βράδια στο σπίτι της Αράγιας,  τρώγοντας κοτόπουλα, γαλοπούλες και ό,τι άλλο πουλερικό   αρέσκοταν στο  γλου-γλου…

Όταν βγήκα από εκεί, διαπίστωσα ότι   εγώ και ο Ίαν δεν ήμασταν πια μόνοι. Ο άντρας  ήταν ντυμένος  τελείως στα μαύρα και δεν άργησα να  αντιληφθώ  πως ήταν κάποιος Ιερωμένος.  Εξάλλου μόνο αυτοί κι ο χάρος είχανε τέτοια αδυναμία στο  συγκεκριμένο χρώμα.

 Ήταν μεγάλος σε ηλικία. Πιθανότατα πάνω από εξήντα. Η  γκρίζα παχιά γενειάδα του έφερε στον νου μου όλες εκείνες τις φορές που, σαν μικρό παιδί, με ανάγκασαν να πάω  στην εκκλησία  με το ζόρι   πότε με την οικογένεια, πότε με το σχολείο.

«Καλημέρα  σας»  είπε και άφησε την  ομπρέλα του  στο πάτωμα.  Ήδη φαινόταν πιο έξυπνος από μένα

«Καλημερα. Είμαι ο Γιάννης, ο  αρχηγός της Ασφάλειας» του συστήθηκα.  «Καθίστε»  έκανα στην συνέχεια...

«Έχω έρθει από το μοναστήρι του Νούγια. Με λένε Λάνζι. Είμαι μοναχός εκεί» είπε και άγγιξε  ένα δαχτυλίδι με το σήμα του Θεού του που φορούσε στο δείκτη του δεξιού χεριού. Για να πω την αλήθεια,   τα θεολογικά ζητήματα του νησιού δεν ήταν κάτι που με απασχολούσε  ιδιαίτερα. Έτσι και αλλιώς, αν πράγματι υπήρχαν οι Θεοί τους, μάλλον  γραμμένο με είχανε. Είτε, λοιπόν,  τους απέδιδα τιμές  είτε  όχι, την ροχάλα στην μάπα δεν υπήρχε τρόπος να την αποφύγω.

 Παρόλα αυτά τον  Νούγια τον  είχα ακουστά. Μου τον είχε αναφέρει  κατά την διάρκεια ενός δείπνου η Αράγια, όταν είχαμε ξεμείνει εντελώς από άλλα πράγματα για να συζητήσουμε.

Ήταν, λέει, ο Θεός που οδήγησε ένα μάτσο πειρατές στα παράλια της  ακατοίκητης  έως τότε  Ναγιούργιας.  Εξού και το γεγονός ότι τα δύο ονόματα έμοιαζαν τόσο πολύ  μεταξύ τους (και  μάλλον θα έμοιαζαν πιο πολύ εάν οι  πειρατές  ήξεραν  και  λίγη ορθογραφία...).

Παρόλο, λοιπόν, που ο Νούγια με τον έναν ή τον  άλλον τρόπο, ευθυνόταν  για την όλη ανάπτυξη του  νησιού,  ο Νουγιανισμός ή όπως στον κόρακα αποκαλούσε την Θρησκεία του  με το πέρας των χρόνων είχε  σχεδόν εξαφανιστεί. Ήταν λίγοι  αυτοί που τον λάτρευαν ακόμα στο νησί και   ακόμη  λιγότεροι  εκείνοι που αφιέρωναν  την ζωή τους σε αυτόν.

«Μάλιστα» έκανα «Ο Θεός σας είναι  πολύ σημαντικός για το νησί»

«Είναι μεγαλοδύναμος» είπε. Και ξεχασμένος...

«Τι σας φέρνει εδώ πέρα;» τον ρώτησα

«Έχει συμβεί κάτι πολύ άσχημο στο μοναστήρι μας»

«Δηλαδή;»

«Μια κατάρα...»

«Κατάρα; Τι εννοείτε;»

«Δύο αδερφοί μας έχουν πέσει σε κώμα»

«Έτσι ξαφνικά;»

«Δυστυχώς, ναι»

«Μάλιστα» έκανα « Τι ηλικία είχαν;»

«Γύρω στα  τριάντα ήσαν και οι  δύο»

«Πότε συνέβησαν αυτά τα δύο περιστατικά;»

«Τα δύο προηγούμενα βράδια. Πολύ  φοβάμαι πως, αν η κατάρα  συνεχιστεί, θα έχουμε και σήμερα κάποιο  τρίτο θύμα...»

«Το απεύχομαι.  Γιατί όμως  είστε τόσο πεπεισμένος πως  πρόκειται για κάποια κατάρα;»

«Μα, τι άλλο θα μπορούσε να είναι;»

«Περνάνε πολλά από το μυαλό μου αυτή τη στιγμή. Κάποιο δηλητήριο, παραδείγματος χάριν.  Δεν φταίνε για τα πάντα  Θεοί και Δαίμονες» του ’πα, μα δεν περίμενα και να με καταλάβει.

«Αστυνόμε. Είναι τιμωρία. Από τον Θεό μας» ψέλλισε

«Τιμωρία; Για ποιον λόγο τότε;»

«Δεν  το γνωρίζω, αστυνόμε;  Γι’ αυτό θέλησα να έρθω εδώ...»

«Εάν είναι  όπως τα λέτε, τότε εγώ σε τι μπορώ  ακριβώς να σας βοηθήσω;  Δεν είναι δα πως μπορώ να περάσω χειροπέδες σε κάποιον Θεό…»

«Θέλω να ‘ρθείτε στο μοναστήρι μας και να ερευνήσετε. Θέλω να βρείτε τί κάναμε και προκαλέσαμε την οργή του Θεού μας.  Ίσως   έτσι να μας λυπηθεί...»

«Κι αν δεν υπάρχει κάτι;»  ρώτησα

«Δεν μπορεί αστυνόμε, κάτι έχει συμβεί….» έκανε

«Ναι αλλά τι;  Μήπως έχει συμβεί τίποτε στο μοναστήρι   τώρα πρόσφατα;»

«Όχι, όλα  έμοιαζαν να κυλούν φυσιολογικά» είπε

«Χμμ...» έκανα και έτριψα τα  μάτια μου  λες και ήταν γεμάτα  από αόρατη τσίμπλα

«Πολύ καλά. Θα έρθω στο μοναστήρι σας»  έκανα καθαρά και μόνο από πείσμα.  Θα πήγαινα εκεί και θα   φανέρωνα τον ένοχο ανάμεσα τους.   Δεν είχα την διάθεση να πιστέψω  ιστορίες για κατάρες και άλλες τέτοιες μαλακίες. Αυτά  ήταν καλά παραμύθια για να τρομάζεις παιδιά. Και εγώ παιδί πια δεν ήμουνα...

«Σας ευχαριστώ πολύ» είπε και  έπεσε στα γόνατα για να μου φιλήσει τα χέρια.

«Πόσο μακριά είναι το μοναστήρι σας;» τον ρώτησα. Ήξερα πως ήταν κάπου  έξω από την  πόλη,  αλλά το πού ακριβώς  μου ήτανε άγνωστο..

«Έχω έρθει   εδώ πέρα με μία άμαξα. Εάν θέλετε μπορείτε να  έρθετε μαζί μας.   Θα  χρειαστούμε περίπου δύο ώρες για να φτάσουμε στο μοναστήρι. Ίσως και λίγο παραπάνω εξαιτίας της βροχής»

«Μάλιστα. Ποιος  την οδηγάει την άμαξα;» τον ρώτησα αφού δεν τον έκοβα για δεινό αμαξά

«Ο Άιζακ. Είναι ένας εθελοντής στο μοναστήρι. Μας  βοηθάει με τις δουλειές. Είμαστε λίγοι, ξέρετε και οι δουλειές, δυστυχώς, πολλές»

«Ναι, ναι, καταλαβαίνω. Αν μένει μαζί σας, γιατί δεν γίνεται μοναχός τότε;»

«Πολύ θα  το ήθελε, αστυνόμε, αλλά δυστυχώς δεν είναι εφικτό»

«Γιατί;»

«Είναι μουγγός, αστυνόμε.  Ο Ηγούμενος του το αρνήθηκε. Το απαγορεύει κι η Θρησκεία μας, ξέρετε»

«Μάλιστα»  σιγοψιθύρησα  αμήχανα.  Θα μπορούσα ίσως να πω κάτι, αλλά στην τελική δεν ήταν δική μου υπόθεση.

«Δεν  μπορούμε να εναντιωθούμε στον λόγο του Θεού μας»  προσπάθησε να δικαιολογήθει.

«Ναι, ναι,  το κατανοώ» έκανα,  χωρίς ωστόσο και να το εννοώ.

«Μήπως έχετε να με ρωτήσετε κάτι άλλο;»

«Προς το παρόν όχι»

«Εντάξει τότε. Δεν μου είπατε, αστυνόμε, θα  έρθετε τελικά μαζί μας;»

«Ναι. Φυσικά. Τι ώρα θέλετε να ξεκινήσουμε;»

«Ό,τι ώρα σας βολεύει αστυνόμε.»

«Ας συναντηθούμε τότε  σε τρεις ώρες από τώρα στην πύλη»  είπα

«Εντάξει. Θα σας περιμένουμε εκεί. Σας ευχαριστώ πολύ για την βοήθεια σας. Είθε οι Θεοί να σας έχουν καλά»

«Ας μην το συζητήσουμε αυτό το θέμα, πονάει» έκανα και έριξα ένα χαμόγελο που έκανε κι εμένα κι εκείνον κι όλους μας να νιώσουμε άβολα.

 

«Πώς σου φαίνονται όλα αυτά Ίαν;» ρώτησα τον βοηθό μου  αφότου έφυγε ο μοναχός.

«Τι να σας πω κύριε. Δεν ξέρω»

«Καλά, νωρίς είναι ακόμα.  Θα έρθεις μαζί μου στο μοναστήρι ή και πάλι έχουμε τίποτα θέματα;»  ρώτησα

«Θα προτιμούσα να κάτσω εδώ»

«Γιατί;»

Ο Ίαν δίστασε να μου απαντήσει. «Η Γιασίρ;»  ρώτησα

«Ναι» απάντησε με την ουρά στα σκέλια.    

«Α, ρε, Ίαν. Τι να σε πω, καλό κουράγιο…»

«Θα κάνω  ό,τι μπορώ να σας βοηθήσω από εδώ που είμαι!»

«Άντε να δούμε. Μπορώ να δανειστώ την ομπρέλα σου; Δεν θέλω να γίνω πάλι μούσκεμα» τον ρώτησα

«Που  θα πάτε κύριε;»  

«Πάω να συναντηθώ  με έναν παπάρα»

«Με ποιον απ’ όλους κύριε;»  είπε

«Ίαν, κάνεις κακές παρέες τελευταία. Σε έχουν καταστρέψει...» του απάντησα γελώντας

***

Το νεκροταφείο ποτέ του δεν ήταν  ένα όμορφο μέρος.  Η βροχή, ωστόσο, το έκανε να δείχνει ακόμα πιο άσχημο, ακόμα πιο  μαύρο, ακόμα πιο θλιβερό.  Βλέποντας τις σταγόνες της βροχής να μαστιγώνουν αλύπητα τάφους και ταφόπλακες ένιωθα όλη την αρνητική ενέργεια  που έκρυβε μέσα του ο καταραμένος αυτός τόπος να βγαίνει στην επιφάνεια και να προσπαθεί απεγνωσμένα να με πνίξει.

Αναστέναξα και  έκανα μία απόπειρα να διώξω όλες τις αρνητικές σκέψεις από πάνω μου. Τα φαντάσματα στα νεκροταφεία, ήξερα, έβγαιναν τα μεσάνυχτα. Τι δουλειά είχα εγώ να τα αφήσω ελεύθερα από τώρα;

Ρίχνοντας  μερικές ματιές τριγύρω μου,  για μία ακόμη  φορά   αναρωτήθηκα τι  μπορεί να τον οδήγησε εδώ πέρα   Ακόμα κι εγώ που δεν είχα πολλές επαφές με ανθρώπους, χρειαζόμουν κάπου κάπου να ανταλλάξω κουβέντες με κάποιον γείτονα.  Κι εδώ πέρα οι μόνοι  εν ζωή γείτονες που υπήρχαν ήταν τα σκουλίκια οι κατσαρίδες...

Αφού  κατάλαβα ότι δεν θα καταλάβαινα,  χτύπησα την πόρτα  του σπιτιού του. Ο Ζακ  δεν ήταν η πρώτη μου επιλογή για να μαζέψω πληροφορίες σχετικά με την υπόθεση, αλλά με τρεις ώρες μόνο στην διάθεση μου, ούτε καφέ δεν θα προλάβαινα να πιω με την μάγισσα.

Δεν μου απάντησε. Μιας και οι μόνες πατημασιές στην λάσπη ήταν οι δικιές μου, υπέθεσα ότι  απλώς με αγνοούσε.

«Ζαααααααααααααααααααααααααααααααακ» φώναξα  τότε με όλη μου την δύναμη.

«Τι θες;»  τον άκουσα να μου λέει μετά από λίγο πίσω από την πόρτα

«Έχεις χρόνο; Θα ήθελα να σου κάνω μερικές ερωτήσεις»  είπα με την φωνή μου να πασχίζει να βγει απ’ το λαρύγγι. Το είχα παρακάνει με την προηγούμενη κραυγή μου...

«Κάνω δουλειά μέσα»

«Δεν γίνεται να την σταματήσεις;  Είναι επείγον. Θα πρέπει να φύγω  από την πόλη σε λίγο...»

«Πέρνα» είπε και άνοιξε την πόρτα

«Tα χείλη σου γιατί είναι μπλε;»   τον ρώτησα. Ή τον είχα πετύχει σε μια πραγματικά άβολη -κυρίως για μένα-  στιγμή ή  δοκίμαζε πάλι κάποια μαλακία.

«Α αυτό; Μισό λεπτό» είπε και τα άγγιξε «Τώρα πως ακούγομαι;»

«Ακριβώς σαν και μένα. Τι είναι αυτό το πράγμα;»

«Ωραίο δεν είναι;» είπε και  σκούπισε το μπλε πράγμα με το χέρι του σαν να ήταν κραγιόν.

«Για να κάνεις καμιά πλάκα, καλό είναι..»

«Μου το έδωσε ο εγγονός μίας γιαγιάς που θάψαμε πριν μερικές μέρες. Μου ’πε  λέει ότι την τρόμαξε μέχρι θανάτου. Παρίστανε τον πεθαμένο του παππού ή κάτι τέτοιο...»

«Θα ήθελα να του πω μερικά λογάκια αργότερα τότε...»

«Καλώς.. Τι θες;»

«Εσύ τι λες να θέλω;» είπα και έκανα έναν μορφασμό με το πρόσωπο μου  για να δείξω δυσφορία «Προέκυψε υπόθεση...» πρόσθεσα

«Μάλιστα. Πάλι λάκκους θα πρέπει να ανοίγω δηλαδή;» είπε και το πρόσωπο του πήρε την ίδια γκριμάτσα μ’ εμένα. Εάν ήθελε να  παριστάνει τον καθρέφτη μου, σκέφτηκα, θα έπρεπε πρωτίστως να αλλάξει μούρη….

«Προς το παρόν, όχι»

«Ε, και τότε, τι θες από μένα;»

«Τι να θέλω; Μου λείψανε τα μαύρα μάτια σου»

«Τι;»

«Σκάσε και άκου. Δύο μοναχοί  στο μοναστήρι του Νούγια έχουν πέσει σε κώμα έτσι ξαφνικά»

«Ενδιαφέρον»

«Υπάρχει κάτι, κάνα δηλητήριο ξέρω ‘γω, που να μπορεί να σου προκαλέσει κάτι τέτοιο;  Έχεις τίποτα υπόψιν σου;»

«Τα πάντα υπάρχουν»

«Είναι εύκολο να το αποκτήσεις;»

«Το εύκολο είναι σχετικό. Αν έχεις καλές διασυνδέσεις, αν ξέρεις ποιον να ρωτήσεις, φαντάζομαι, δεν θα ’ναι και πολύ δύσκολο»

«Ποιον πρέπει να ρωτήσω τότε;»

«Δεν ξέρω ρε φίλε. Για τέτοιο άτομο μ’ έχεις;»

«Είπα μήπως. Σόρρυ...»

«Τι  είναι το σόρρυ;»

«Χέσ’ το.  Υπάρχει κάποια θεραπεία γι’ αυτό το πράγμα;;»

«Ναι. Η προσευχή»

«Τι εννοείς; Δεν  γίνεσαι καλά με τίποτα;»

«Εξαρτάται. Πολλά από αυτά τα φίλτρα είναι απλώς υπνωτικά.  Τα παίρνουν  τίποτα θείτσες για να δουν κάναν γκόμενο στον ύπνο τους...»

«Δεν νομίζω πως απλώς έχουν ξεραθεί στον ύπνο» είπα

«Επαναλαμβάνω. Εξαρτάται από το φίλτρο. Εάν έμπλεξες, ξέρω ‘γω, με κάνα Κιχί, τότε την γάμησες...»

«Τι είναι, πάλι,   αυτό το Κιχί;» ρώτησα

«Όσοι έχουν δοκιμάσει αυτό το φίλτρο, δεν έχουν ξυπνήσει ποτέ. Χάνεσαι, λέει, στους χειρότερους εφιάλτες σου»

«Άουτς» έκανα «Υπάρχει κάποιος τρόπος για να καταλάβω τι είδους φίλτρο έχει χρησιμοποιηθεί;»

«Κοίταξε τα μάτια. Όσο πιο ισχυρό είναι το φίλτρο, τόσο πιο κόκκινα θα είναι εκείνα» έκανε

«Μάλιστα.  Ευχαριστώ. Θα το έχω στα υπόψιν μου.  Οι μοναχοί φοβούνται, λέει, ότι τους το κάνει ο Θεός τους για να τους τιμωρήσει»

«Άλλον καημό δεν είχανε οι Θεοί, μ’ εμάς να ασχολούνται»

«Κι εγώ έτσι του’ πα. Μπορείς να έρθεις μαζί μου να  τους εξετάσεις και να μου πεις μια  γνώμη;»

«Δεν γίνεται, είμαι κομματάκι απασχολημένος αυτό τον καιρό»

«Απασχολημένος με τι; Να φοράς κραγιόν;»

«Ένα πείραμα έκανα….»

«Καλά, μη φοβάσαι, δεν σε υπονοήσαμε και τίποτα.  Ευχαριστώ για την βοήθεια. Φεύγω τώρα.  Πάω να γίνω καλόγερος»

 

Edited by jjohn
Link to comment
Share on other sites

Γεια σου συνονόματε ,

 

Νομίζω μέχρι στιγμής είχα διαβάσει μόνο σκόρπια πράγματα από την Ναγιούργια σου κι είπα τώρα να στρωθώ λίγο να διαβάσω έστω την εισαγωγή που ανέβασες στο τελευταίο ποστ.

 

Θα σου τα πω όσο πιο ειλικρινά μπορώ: Το στυλ που θες να περάσεις μου αρέσει. Ο χαρακτήρας ο κεντρικός έχει χαριτωμένα στοιχεία. Το background φαίνεται ενδιαφέρον (από την Ελλάδα πάει σε μία άγνωστη χώρα και γίνεται διευθυντής αστυνομίας) αλλά θέλει οπωσδήποτε δουλειά. 

 

Αυτό το οποίο με χαλάει είναι το εξής: Δεν είναι καθόλου ξεκάθαρο τι ακριβώς είναι η Ναγιούργια. Ή οι Ναγιουργιανοί. Από την μία μου θυμίζουν Ελληναράδες, από την άλλοι ξενέρωτους Άγγλους, από την τρίτη Ιάπωνες. Είναι ένα περίεργο μιξ με το οποίο δεν μπορώ καθόλου να ταυτιστώ γιατί όλοι μοιάζουν να είναι το ίδιο.

 

Επίσης θέλει προσοχή κάπου στις εκφράσεις σου. «κλαμένο μουνί» δεν μου ταίριαξε καθόλου. Επίσης κάποια «έκανα, είπα» είναι τελείως προφορικά και δεν χρειάζονται μιας και έχεις διάλογο ανάμεσα σε δύο άτομα κι είναι ξεκάθαρο ποιος μιλάει και ποιος όχι (το οποίο είναι καλό).

 

Το κείμενο θέλει ακόμα ξεσκόνισμα σε κάποια θέματα σύνταξης.

Θα ήθελα να δω κάτι πιο ολοκληρωμένο στο οποίο θα μου πεις "ΑΥΤΟ είναι το τελικό, πάρτε το και πείτε μου την γνώμη σας" :)

  • Like 1
Link to comment
Share on other sites

Θενξ  για το σχόλιο κύριε μοδεράτορα! Ήδη χαμογέλασα ελαφρώς :)

 

 

. Ε... οι Ναγιουργιανοί είναι  περίεργη ράτσα πανάθεμα τους. Η αλήθεια είναι  ότι σε αυτό το ερώτημα δεν ξέρω τι να σου απαντήσω, γιατί δεν το είχα  σκεφτεί πιο πριν.  Με βάζεις σε σκέψη  μπορώ να πω και θα το κοιτάξω. Το μόνο που μπορώ να πω για την προκειμένη ιστορία είναι ότι ο αφοσιωμένος παπάς, ο  ξενέρωτος βοηθός και ο βλαμμένος νεκροθάφτης είναι  οι τυπικές καρικατούρες*. 

 

Κοίτα... Αυτή είναι μία ολοκληρωμένη ιστορία, κατ'εμέ και γι' αυτό την είχα δημοσιεύσει κιόλας  μονοκόμματη τον Δεκέμβρη. Κι όπως έγραψα στο αρχικό ποστ  -θεωρώ πώς- είναι από τις (ελάχιστες;) πραγματικά καλές ιστορίες μου.

 

 Στα επόμενα μέρη θα  ξεκινήσω κανονικά με την ιστορία. Αν έχεις υπομονή, όρεξη και χρόνο, μπορείς να παρακολουθήσεις  :marinheiro:

 

*Αυτό -οι τυποποιημένοι χαρακτήρες- είναι το μεγαλύτερο πρόβλημα του  whodunnit/推 理小説   πάντως. Πέφτει τόσο πολύ η έμφαση στο mystery part που οι περισσότεροι χαρακτήρες καταλήγουν  τελείως χωρίς βάθος.   Νιώθω ότι ούτε εγώ -με εξαίρεση τον αφηγητή μου-  έχω μπορέσει να ξεφύγω από αυτή την παγίδα.   Θα προσπαθήσω  στο Καλοκαιρινό να κοιτάξω λίγο και αυτό τον τομέα, αφού είναι κάτι που υστερώ γενικότερα σαν συγγραφέας

 

(π.χ  στο τωρινό διαγωνισμό  απ'ό,τι κατάλαβα  ο  γυναικείος χαρακτήρας  δεν δούλεψε)

Link to comment
Share on other sites

Όντως ο χαρακτήρας δεν δούλεψε καθόλου. 
Γενικά, αν θες την γνώμη μου, να ξέρεις το εξής: Οι χαρακτήρες για να μπορούν να μοιάζουν αληθινοί πρέπει να πετυχαίνουν όταν νιώθει ο αναγνώστης ότι πρέπει να πετύχουν και να αποτυγχάνουν όταν πρέπει να αποτυγχάνουν. Σε κανέναν χαρακτήρα δεν πρέπει να κάνεις "χατήρια" επειδή είναι π.χ. ο κεντρικός ή ο αγαπημένος σου.

 

Ο αστυνόμος δεν μπορεί να λέει όλες τις αστείες ατάκες π.χ. ή να έχει έτοιμη την απάντηση παντού.

Ο παπάς δεν πρέπει να θυμίζει καρικατούρα παπά ο οποίος είναι κολλημένος στην θρησκεία του και δεν ακούει κανέναν

Γενικά, ένας πολυδιάστατος χαρακτήρας μπορεί να γίνει πιο πιστευτός και να μπορείς να τον ακολουθήσεις πιο εύκολα από έναν μονοδιάστατο που ο αναγνώστης, μετά από ένα σημείο, ξέρει πώς θα αντιδράσει και τί θα πει ακριβώς.

 

Ωραίο το mystery και το "whodunnit" αλλά αν δεν έχεις στιβαρούς χαρακτήρες θα χαθεί η πλοκή ;)

Link to comment
Share on other sites

Λολ το ξέχασα αυτό...

 

Δεύτερο μέρος.  Πρώτο μισό του δευτέρου Κεφαλαίο με  2.596 λαχταριστές λεξούλες.

 

II

 

Όπως  τα  είχαμε συμφωνήσει, βρήκα τον μοναχό να με περιμένει στην είσοδο της πόλης.   Οι δύο εν υπηρεσία φρουροί  εκεί  με αναγνώρισαν και μου  απέμειναν  έναν στρατιωτικό χαιρετισμό, λες και ήμουν ο μέγας στρατηλάτης. Αφού τους κοίταξα λίγο περίεργα,  ενέδωσα τελικά και τους  ανταπέδωσα την χειρονομία  για να μην μείνουν παραπονεμένοι  ή  -ακόμα χειρότερα- παρεξηγημένοι.

«Καλησπέρα»    είπα στον μοναχό, «Δεν νομίζω να άργησα»

«Όχι, όχι,  προς Θεού, ήρθατε στην ώρα σας» είπε εκείνος χαμογελαστός

«Πάλι καλά»   

«Είσαστε έτοιμος;»

«Θαρρώ πως είμαι εντάξει. Μπορούμε να ξεκινήσουμε...»

«Μπείτε μέσα, τότε» είπε και -σαν να του είχε ανατεθεί ρόλος σοφέρ- άνοιξε την πόρτα.

 

Σαν άλλη  σταχτοπούτα του παραμυθιού,  ανέβηκα κι εγώ επάνω στην άμαξα μου. Η διαφορά μας  βέβαια ήταν ότι εγώ δεν θα πήγαινα  σε κάποιο παλάτι μήτε θα συναντιόμουνα με  κάποιον πρίγκηπα.  Δυστυχώς, εγώ είχα άλλου είδους ζητήματα για να  ασχοληθώ…

Αφού  κάθισα αναπαυτικά στην θέση μου, ξεκίνησα να κόβω τα νύχια των χεριών μου  σκεπτόμενος παράλληλα  όλα εκείνα που ενδεχομένως να  με περίμεναν στο μοναστήρι.

    Ένα με δύο λεπτά αργότερα,  ακούστηκαν    τα χλιμιντρισματα  των αλόγων   και  η άμαξα ξεκίνησε  το μακρύ της ταξίδι  Βγάζοντας το κεφάλι μου έξω από το  παράθυρο, είδα   τα τείχη της Ναγιούργιας να μικραίνουν ώσπου σταδιακά δεν  έμεινε ούτε  πετραδάκι από δαύτα για να μου θυμίζει   ότι η πόλη αυτή, η πόλη  που είχα  ορκιστεί να προστατεύω δεν ήταν παρά μια  μεγάλη φυλακή.

***

«Σκέφτηκατε ποτέ σας να γίνετε μοναχός;» με ρώτησε σε κάποια φάση ο μοναχός.

«Όχι» του απάντησα  με βεβαιότητα. «Αυτή η ζωή δεν είναι για μένα» συμπλήρωσα

«Αυτό δεν το ξέρετε, αστυνόμε. Όλοι έτσι πιστεύουν στην αρχή»

«Κι εσείς;»

«Κι εγώ»

«Και πώς το πήρατε απόφαση τότε;» τον ρώτησα για εγκυκλοπαιδικούς κυρίως λόγους.

«Ο Νούγια μου   στάθηκε  μία πολύ δύσκολη στιγμή στην ζωή μου. Μόλις   τα βάσανα, πέρασαν και οι πληγές επουλώθηκαν,  κατάλαβα τι έπρεπε να κάνω»

«Μάλιστα»  είπα. Θα ήθελα πολύ να τον ρωτήσω  το πως ακριβώς του είχε σταθεί μα ήταν αρκετά νωρίς για να ξεκινήσω να απογοητεύομαι από τώρα.

«Ίσως στο μέλλον να αλλάξετε άποψη.  Είστε μικρός ακόμα»

«Μπορεί….» είπα και κοίταξα  απ’ τα παράθυρα  της άμαξας την  φύση που απλώνονταν  αριστερά και δεξιά μου. Διερχόμασταν από κάποιο δάσος γεμάτο με  παράξενα φυτά και αλλόκοτα  ζώα.  Ένα κτήνος με δυο κεφάλια  κάρφωσε τα τέσσερα μάτια του επάνω μου και προσπάθησε μάταια να με τρομάξει. Αν ήμουν δέκα χρονών,  ίσως και να τα κατάφερνε, αλλά  πλέον το πως  ακριβώς έμοιαζαν τα  πραγματικά τέρατα το ήξερα  πολύ πολύ καλά.

Θα μπορούσα να μιλήσω λίγο ακόμη με τον μοναχό, αλλά, πραγματικά,  τι νόημα είχε; Αδίκως σπαταλούσε  σάλιο  προσπαθώντας να με πείσει να   παρατήσω εγώ τα εγκόσμια και να αφοσιώσω  ζωή και ύπαρξη σε κάποιον Θεό.  Δεν έκανα εγώ για τέτοια. Τα μαύρα με πάχαιναν...

 

«Σε πόση ώρα φτάνουμε;»  τον ρώτησα κάποια στιγμή όταν η  σιωπή είχε γίνει πολύ αβάσταχτη για να την αντέξω.

«Δεν  νομίζω πως έχουμε πολύ ακόμα, αστυνόμε. Σε λίγο πιστεύω να φτάσουμε...»

«Το ελπίζω» έκανα, γιατί το στομάχι μου είχε ήδη αρχίσει να εκφράζει  τις  ανησυχίες του.

***

Ευτυχώς   φτάσαμε στο μοναστήρι, προτού το στομάχι μου   προλάβει να κάνει τις απειλές του πράξη. Κατέβηκα  όπως όπως από την άμαξα και  άρχισα να παίρνω γρήγορα ανάσες  για να διώξω απ’ τον οργανισμό μου την αίσθηση ανακατωσούρας που διέλυε τα σωθικά μου.

    Ο Άιζακ  τότε με πλησίασε και μου  έδωσε κάτι για να  μασήσω. Το έβαλα  στο στόμα μου και, αφότου το μασούλησα  ελαφρώς, το κατάπια.

«Σ’ ευχαριστώ» του είπα και άγγιξα  την καρδιά μου.

Εκείνος χαμογέλασε  και χώθηκε μέσα στο   εσωτερικό της άμαξας. Όταν βγήκε,  κρατούσε απάνω του  τον μικρό σάκο  που’ χα κουβαλήσει μαζί μου..

«Μην κουράζεσαι άδικα.  Άιζακ. Σ ’ευχαριστώ»   του είπα και το πήρα από τα χέρια του.

Δεν πρέπει να ήταν πάνω από δεκαοχτώ-δεκαεννιά χρόνων. Δεν το  απέρριπτα  κιόλας να’ ταν ανήλικος.  Το δέρμα του είχε γίνει ένα με τα κόκαλα του και φαινόταν σαν να’ χε να βάλει μπουκιά στο στόμα του χρόνια ολόκληρα.

Το κίτρινο μπλουζάκι του είχε μερικές τρύπες στα πλάγια.   Αυτό προς στιγμήν με έκανε να αναρωτηθώ κατά πόσο  ενδιαφερόνταν  στο μοναστήρι για τον Άιζακ.  Νοιάζονταν γι’ αυτόν καθόλου ή  τον έβλεπαν απλά και μόνο σαν ένα βοηθό. Ένα  εργαλείο  στην εργαλειοθήκη τους που ‘κάνε το λάθος να γεννηθεί έμψυχο;

 

Στην συνέχεια, η ματιά μου ξεκόλλησε από τον  Άιζακ  και  κοίταξα  το μοναστήρι. Ήταν ένα πέτρινο κατασκεύασμα που δύσκολα θα το  μπέρδευες για οτιδήποτε άλλο.  Ο τρούλος στο κέντρο της οροφής ήταν από τους μεγαλύτερους που είχα  αντικρύσει κι οι καμπάνες του ολόχρυσες, λες και  δεν είχαν περάσει παρά λεπτά από την πρώτη φορά που ήχησαν. Από τα παράθυρα του μοναστηριού,  ανίχνευσα   δύο ή τρία ζευγάρια μάτια να με κοιτάζουν. Πρόσωπα δεν συγκράτησα, αλλά  δεν  ήταν δα πως θα αργούσα και να τα γνωρίσω...

    Το μοναστήρι περικύκλωναν   γέρικα δέντρα και   πλήθος χωραφιών όπου το καθένα φιλοξενούσε και διαφορετικό καρπό μέσα. Στα δεξιά μου   δεκάδες μελίσσια σκορπούσαν  τον τρόμο  ενώ   στα αριστερά μου   κάτι κότες κοκόριζαν από περηφάνια που  έμεναν μέσα στο πιο καλοφτιαγμένο κοτέτσι που είχα αντικρίσει ποτέ μου.

«Πως σας φαίνεται το μοναστήρι μας;» με  ρώτησε ο Λάνζι, γεμάτος υπερηφάνεια  για ό,τι είχανε καταφέρει.

Αρκέστηκα σε  ένα είναι όμορφο   γιατί δεν είχα  σκοπό να πλέξω εγκώμια που αργότερα ίσως να χρειαζόταν να ξεπλέξω.

«Ακολουθήστε με. Θα σας  κάνω μία ξενάγηση και  στο εσωτερικό» είπε

«Ναι, βεβαίως…» έκανα

 

Μετά από μία σύντομη περιήγηση σε κάνα δυο τρεις χώρους του μοναστηριού, βρεθήκαμε και πάλι στην είσοδο του. Δεν  μπορώ να πω εντυπωσιάστηκα   Ήταν ένα συνηθισμένο μοναστήρι, ό,τι και αν σήμαινε αυτό το πράγμα. Όλα τα δωμάτια που επισκεφτήκαμε   ήταν πλημμυρισμένα από  βιβλιοθήκες, πορτρέτα αγίων και άλλα εκκλησιαστικά  πράγματα. Δεν υπήρχε κάτι  για να με εντυπωσιάσει.

«Μπορείτε να περιμένετε μια στιγμή εδώ πέρα; Θα πάω να ειδοποιήσω τον Ηγούμενο. Ίσως να θελήσει να σας υποδεχτεί» είπε

«Εντάξει» του  απάντησα

 

Θέλοντας να ροκανίσω λίγο τον χρόνο  μου, στάθηκα απέναντι από μία βιβλιοθήκη  κι ήλεγξα στα γρήγορα τους τίτλους των βιβλίων της.  Κάπως έτσι, άλλωστε, δεν είχα ανακαλύψει την προηγούμενη φορά   τον Βον Στούκερμαν;    EDIT: Αναφορά σε προηγούμενη Ιστορία

    Παρότι τότε, είχα φανεί τυχερός, ετούτη εδώ την φορά τα πράγματα δεν κύλησαν εξίσου καλά. Τα ονόματα των συγγραφέων  δεν μου  λέγανε τίποτα, μήτε κι  οι τίτλοι των βιβλίων μαρτύρησαν κάτι που θύμιζε τον δικό μου κόσμο.  Έτσι,   απλώς   πήρα στα χέρια  μου το βιβλίο  με τον πιο αστείο τίτλο και ξεκίνησα να το ξεφυλλίζω.  Το παράτησα όμως κάπου στις δέκα πρώτες σελίδες. Θα μπορούσα να μάθω για τα νεαρά χρόνια του  Νούγια κάποια άλλη στιγμή και από κάποιον δεξιότερο συγγραφέα. Το έβαλα, λοιπόν, πίσω στην  θέση του και το άφησα να μαραζώσει πλάι στα υπόλοιπα σκονισμένα  βιβλία.

 

«Καλησπέρα» άκουσα μια φωνή πίσω από την πλάτη μου.   

«Καλησπέρα σας»  έκανα όταν γύρισα στον   γέρο μοναχό που μελετούσε.   Δεν ήταν ιδιαίτερα  ψηλός και είχε τόσο χλωμό δέρμα που προς στιγμήν αναρωτήθηκα αν είχα το προνόμιο  να ομιλώ με κάποιον αναστημένο Άγιο.

«Πως σε λένε τέκνον μου;» με ρώτησε

«Γιάννης»

«Από που ήρθες;»

«Από την πόλη»

«Αλήθεια;Πως είναι τα πράγματα εκεί;  Χρόνια έχω να την  επισκεφτώ. Μέσα στο μοναστήρι, ειρωνικά, με  φωνάζουν Ερημίτη.  Έλιοτ ο Ερημίτης, έτσι με λένε»

«Χάρηκα για την γνωριμία. Τώρα για την Ναγιούργια, τι να σας πω;  Θέλω να πιστεύω ότι όλα πάνε καλά» είπα γελώντας

«Τι  γυρεύεις εδώ πέρα;»

«Από την ασφάλεια είμαι. Ο  μοναχός Λάνζι ήρθε το πρωί και με ενημέρωσε για τα περίεργα  περιστατικά  που συνέβησαν τα δύο προηγούμενα βράδια. Μου  ζήτησε να ερευνήσω όσο μπορώ την κατάσταση»

«Μας έχει καταραστεί ο Νούγια» είπε «Δεν υπάρχει άλλη εξήγηση»

«Ίσως»  είπα και δάγκωσα το χείλος μου, «αλλά   εάν δεν είναι;»

«Τι  θέλεις να πεις τέκνον μου;»

«Θέλω να εξετάσω και  άλλα σενάρια.  Είναι υποχρέωση μου να κοιτάξω προς κάθε κατεύθυνση»

«Ο Νούγια να σας προσέχει τότε αστυνόμε» είπε και με άγγιξε με την κρύα παλάμη του στο μέτωπο. Αν αυτό  το ’χε κάνει με σκοπό να μου προκαλέσει κάποια θεϊκή επιφώτιση, τότε είχε αποτύχει εντελώς. Αν πάλι όμως ο σκοπός του ήταν να με κάνει να νιώσω άβολα, τότε τα είχε καταφέρει περίφημα.

«Τα  ξέρατε τα δυο θύματα;»  ρώτησα

«Ελάχιστα. Δεν  κρατώ πολλές επαφές με τους υπόλοιπους μοναχούς»

«Τουλάχιστον γνωρίζετε αν υπήρχε κάποια σχέση μεταξύ τους;»

«Λυπάμαι...»

«Εντάξει, δεν πειράζει, θα την βρω εγώ την άκρη. Αρχή είναι ακόμα άλλωστε»  του είπα γεμάτος αυτοπεποίθηση και του  έριξα κι ένα χαμόγελο για να αναγκαστεί να  με πιστέψει.

«Αδερφέ Έλιοτ»      ακούστηκε μια νεαρή φωνή.  Άνηκε σε έναν νεαρό, στην ίδια ηλικία περίπου μ’ εμένα.  Ήταν πιο όμορφος από ‘μένα, αλλά αυτό δεν  ήταν και κάποιο φανταστικό προνόμιο.

«Τι συμβαίνει Βίγκαν;»  έκανε ο Έλιοτ

«Έχεις χρόνο να με βοηθήσεις με μία δουλειά;» απάντησε ο κοκκινοτρίχης  μοναχός

«Τι δουλειά;» είπε

«Να τακτοποιήσουμε κάτι βιβλία»

«Εντάξει» του είπε «Αστυνόμε, καλή συνέχεια στην  έρευνα σας»

«Αστυνόμε;» απόρησε ο Βίγκαν

«Ναι,  έχω έρθει  για να μάθω τι συμβαίνει εδώ πέρα»  του είπα

«Δεν καταλαβαίνω πως μπορείτε να μας βοηθήσετε αλλά καλή σας επιτυχία» είπα και  το πρόσωπο του πήρε μια γκριμάτσα απορίας.

«Ευχαριστώ» του είπα  και  σχημάτισα την ίδια γκριμάτσα με το πρόσωπο του για να  είμαστε ασορτί. Ούτε εγώ  πάντως έκανα για καθρέφτης. Και ακριβώς για τον ίδιο λόγο...

 

Ένα με δύο λεπτά αργότερα  επέστρεψε κι  ο μοναχός.

«Μιλήσατε με τον Ηγούμενο;» τον ρώτησα

«Λυπάμαι πολύ. Ο Ηγούμενος δεν θα σας δεχτεί»

«Γιατί;» έκανα.

«Χτύπησα την πόρτα  του δωματίου του, αλλά δεν μου απάντησε»

«Μήπως λείπει;»  

«Όχι απλώς  δεν ήθελε να διακόψει την προσευχή του.  Μου το είχε πει το βράδυ πριν ξεκινήσουν όλα...»

«Τι σας είπε δηλαδή;»

«Ότι ένιωσε πως κάτι κακό θα συνέβαινε.   Μου  είπε ότι θα προσεύχεται μέρα και νύχτα αδιάλειπτα για το καλό μας»

«Μάλιστα»

«Ίσως να έχετε την ευκαιρία να μιλήσετε μαζί του το βράδυ, στην εξομολόγηση» είπε

«Στην ποια;» έκανα

«Τα βράδια, πριν κοιμηθούμε, όλοι οι μοναχοί εξομολογούμαστε  τις αμαρτίες και τις ανησυχίες μας στον Ηγούμενο. Εκείνος μας ακούει και μας συμβουλεύει»

«Αυτό γίνεται κάθε βράδυ;» έκανα

«Ναι»

«Συγγνώμη, τότε αν γίνομαι λίγο αδιάκριτος, αλλά τι νόημα έχει;»

«Η ψυχή μας είναι ένα κέλυφος που κουβαλάει επάνω του όλες τις αμαρτίες του κόσμου» έκανε

«Εντάξει» είπα. Η απάντηση  του δεν με ικανοποίησε ούτε στο ελάχιστο, αλλά δεν  υπήρχε και λόγος για να προσπαθήσω να του αλλάξω γνώμη. «Μήπως θα μπορούσα να δω τα δύο θύματα,;»

«Ναι, φυσικά. Ακολουθείστε με»

«Σας ευχαριστώ»

 

Ανεβήκαμε την ελικοειδή σκάλα και καταλήξαμε στον  δεύτερο όροφο. Περπατώντας, φτάσαμε ως το τέλος ενός  μακρόστενου διαδρόμου. Εκεί ο μοναχός έβγαλε ένα κλειδί από την  τσέπη του και  ξεκλείδωσε την  ξύλινη πόρτα.

    Μπήκαμε μέσα σε ένα μεσαίου μήκους δωμάτιο, το οποίο είχε  έξι κρεβάτια,  τρία  ανά μεριά.

«Τι είναι αυτός ο χώρος;» τον ρώτησα

«Είναι ένα μικρό ιατρείο. Είμαστε μακρυά και  εάν συμβεί κάτι επείγον...»

«Υπάρχει κάποιος γιατρός ανάμεσα σας;»

«Εγώ ξέρω κάτι λίγα. Σπούδαζα για γιατρός κάποτε...»  είπε και τα μάτια του έμοιασαν να μεταφέρθηκαν σε κάποιο άλλο μέρος μακριά από Θεούς και ακόμη πιο μακριά από τις κατάρες τους. Εάν έπρεπε να μαντέψω, θα έλεγα ότι τα μάτια του ταξίδευσαν σε κάποιο  γυναικείο δωμάτιο, αλλά δεν ήταν δουλειά μου...

 

Τα δύο μπροστινά κρεβάτια ήταν κατειλημμένα από δύο άντρες οι οποίοι ήταν ξαπλωμένοι σε αυτά. Δύο  σκουρόχρωμες κουβέρτες τους κρατούσανε ζεστούς. Τα μέτωπα τους ήταν καλυμμένα από δύο  πανιά που πάσχιζαν να δείξουν πιο χλωμά από τις σάρκες που κάλυπταν.

«Ποια  είναι τα ονόματα τους;» τον  ρώτησα

«Στα δεξιά σας είναι ο Λιουν και  στα  αριστερά σας ο Νίνγκε»

«Ποιος ήταν το πρώτο θύμα;»

«Ο Λιουν»

«Μπορώ να τους αγγίξω; Θέλω να ελέγξω κάτι»

«Έχετε  το ελεύθερο,  αστυνόμε Κάνετε ό,τι νομίζετε»

«Σας ευχαριστώ» του  είπα.

Όπως μου συνέστησε ο Ζακ, πλησίασα αμφότερους τους άντρες και ήλεγξα το χρώμα των ματιών τους.  Ενώ τα μάτια του Λιουν έδειχναν κατά βάση φυσιολογικά με μία ελαφρία μόνο δόση κόκκινου, αυτά του Νίνγκε ήταν κατακόκκινα, λες και  κάποιος τα είχε βάψει έτσι με ένα πινέλο.

    Έξυσα το πηγούνι μου και προσπαθήσα να καταλάβω  για ποιον ακριβώς λόγο  υπήρχε αυτή η διαφορά μεταξύ τους. Εν τέλει δεν  κατάφερα  και πολλά.  Το μόνο που περνούσε από το μυαλό μου ήταν  πως έφταιγε γι’ αυτό η χρονική διαφορά, αλλά δεν έπαιρνα  και κανέναν όρκο ότι ήμουνα σωστός.  Οι γνώσεις μου περί μαγείας, φίλτρων και λοιπών  πραγμάτων  ήταν απειροελάχιστες.

Η μάγισσα, θυμάμαι, είχε προτείνει να μου διδάξει κάνα απλό ξόρκι για να μπορώ να υπερασπίζομαι εαυτόν, αλλά  της είχα πει ότι δεν   υπήρχε ανάγκη.  Έτσι κι αλλιώς, την μία και μοναδική  φορά που χρειάστηκα προστασία στο νησί, δεν νομίζω ότι θα με βοηθούσε και πολύ κάποιο ξόρκι.   

«Έχετε κάποιον μάγειρα στο μοναστήρι; Τι τρώτε;» τον ρώτησα

«Την μαγειρική την έχει αναλάβει ο   αδερφός Νίκο»

«Ωραία. Μήπως θα μπορούσα να μιλήσω μαζί του τότε;»

«Τι τον θέλετε;»

«Ίσως να έβαλε κάτι στο  πιάτο από το οποίο έφαγαν τα δύο θύματα»

«Μα, σας είπα…»

«Ναι, το ξέρω, αλλά εγώ θα νιώσω καλύτερα αν το κάνω. Δεν έχω κάτι με τους αδερφούς σας, αλλά πρέπει να το εξερευνήσω και αυτό. Είναι το καθήκον μου, ξέρετε»

«Θα σας πάω, αλλά  δεν πιστεύω ότι θα ανακαλύψετε κάτι»

«Δεν πειράζει. Αν μαθαίνουμε από κάτι άλλωστε, αυτό είναι οι αποτυχίες μας» είπα και κοίταξα  έξω από το παράθυρο τον ήλιο να δύει.  Ναι ήταν η ώρα που ξεκινούσα τις φιλοσοφικές μου μαλακίες...

Ο μοναχός, καταπώς φαινόταν, δεν είχε  όρεξη για φιλοσοφικές  συζητήσεις και ξεκίνησε να περπατάει προς την πόρτα.

***

Οι μυρωδιές που  αναδύοταν από την κουζίνα δεν με προετοίμασαν για  κάτι το ευχάριστο. Κατά πάσα περίπτωση, το  φαγητό μου θα αποτελείτο  από μπιζέλια, φασόλια  ή  κάτι άλλο εξίσου ‘νόστιμο’.

    Ο μάγειρας  ήταν κι αυτός στην ηλικία μου.   Φορούσε έναν άσπρο σκούφο στο κεφάλι και στα χέρια έφερε μια  τεράστια κουτάλα. Με αυτή την αμφίεση έδειχνε  εκτός τόπου και χρόνου  για το μοναστήρι, αλλά ποιος ήμουν εγώ για να τον κατακρίνω;

«Καλησπέρα» του είπα

«Καλησπέρα» απάντησε κι αυτός με την σειρά του και ανακάτεψε  την κατσαρόλα που θα περιείχε τον βραδινό μου εφιάλτη.

«Έχω έρθει από την ασφάλεια.  Μπορώ να σου κάνω μερικές ερωτήσεις;»

«Σχετικά με τι;»

«Με τα δύο περιστατικά που συνέβησαν  στο μοναστήρι τις τελευταίες  δύο μέρες»

«Απαίσιο» είπε και ξεφύσηξε

«Δυστυχώς.  Μπορείς να μου πεις πως γίνεται η μοιρασιά του φαγητού;»

«Ο κάθε μοναχός βάζει ο ίδιος το φαγητό στο πιάτο του. Εγώ απλώς  είμαι εκεί για να επιβλέπω ότι κανείς δεν θα πάρει παραπάνω φαγητό απ’ όσο του αναλογεί»

«Μάλιστα. Πιάτα, πιρούνια, κουτάλια τους τα δίνεις εσύ  ή τα παίρνουν κι αυτά μόνοι τους;»

«Τα έχουμε ακουμπισμένα σε ένα τραπεζάκι. Ο καθένας  διαλέγει  ένα πιάτο από εκεί τυχαία»

«Χμμ. Και όλοι οι μοναχοί χρησιμοποιούν την ίδια κουτάλα για να βάλουν το φαγητό τους;»

«Ναι»

«Ποιος  έβαλε τελευταίος φαγητό εχθές;»

«Εγώ!» άκουσα μια φωνή στο βάθος της κουζίνας. Κοίταξα και   είδαν νεαρό  μοναχό να καθαρίζει κρεμμύδια

«Ποιο είναι το  όνομα σου;»

«Νάσι»

«Είναι βοηθός μου στην Κουζίνα, αστυνόμε»

«Προχθες τότε;»

«Πάλι εγώ» είπε ο Νάσι  «Τρώω τελευταίος, αφού όλοι έχουν βάλει το φαγητό τους»  συμπλήρωσε

«Μάλιστα» έκανα και  έπαιξα λίγο με τις μπούκλες στο μαλλί μου.  Από τα λεγόμενα τους,  η θεωρία που  είχα αναπτύξει δεν  έστεκε και πολύ. Πίστευα πως  ο μάγειρας είχε  βάλει  το δηλητήριο ειδικά στα πιάτα του Λιουν και του Νίνγκε, αλλά  έτσι όπως  μου τα λέγανε αυτό έδειχνε από  δύσκολο μέχρι αδύνατο.  

Αν, πράγματι,  η δουλειά είχε γίνει  με κάποιο δηλητήριο, τότε τους το είχαν δώσει με κάποιον άλλον τρόπο. Τώρα ποιος ήταν αυτός ο τρόπος; Δεν είχα την παραμικρή ιδέα...

«Ευχαριστώ πολύ για την βοήθεια σας. Θα τα πούμε και αργότερα» είπα και γύρισα την πλάτη μου στον μάγειρα. Εάν μπορούσα να κλείσω και την μύτη μου, θα ήμουν ευτυχισμένος...

Edited by jjohn
  • Like 1
Link to comment
Share on other sites

Join the conversation

You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.

Guest
Reply to this topic...

×   Pasted as rich text.   Paste as plain text instead

  Only 75 emoji are allowed.

×   Your link has been automatically embedded.   Display as a link instead

×   Your previous content has been restored.   Clear editor

×   You cannot paste images directly. Upload or insert images from URL.

Loading...
×
×
  • Create New...

Important Information

You agree to the Terms of Use, Privacy Policy and Guidelines. We have placed cookies on your device to help make this website better. You can adjust your cookie settings, otherwise we'll assume you're okay to continue..