Popular Post Ιρμάντα Posted March 10, 2017 Popular Post Share Posted March 10, 2017 (edited) Μία συνέντευξη -ποταμός με τον Περικλή Μποζινάκη. (Χορταστική, περιεκτική, αλλόκοτη) ...πώς αλλιώς; 1. Περικλή, πότε ξεκίνησες να γράφεις; Πότε κατάλαβες ότι θα ήταν η συγγραφή ένα σημαντικό κομμάτι της ζωής σου; Έγραφα αποσπασματικά, θραυσματικά και πρωτόλεια από 12 χρόνων, το 1978, όταν ήρθα σε επαφή με το κοσμογονικό ‘Η Παράξενη Περίπτωση του Δρα Τζέκιλ και του Κου Χάιντ’ του Robert Luis Stevenson. Η μητέρα μου συνήθιζε να μου διηγείται την ιστορία από πιο πριν, γύρω στα 1976 – 77, μετά από επίμονες πιέσεις δικές μου: κάπου είχα ακούσει ή εντοπίσει κάποια εικόνα ή πληροφορία και με είχε μαγέψει. Αλλά μη φανταστείς τίποτα συγκροτημένο: σκόρπιες παραγράφους με ορνιθοσκαλίσματα. Μετά, άρχισα να προσπαθώ πιο συνειδητά, όταν διάβασα τις ιστορίες του Ray Bradbury, γύρω στο 1979 – 80, και ιδιαίτερα το ερεβώδες και υπερρεαλιστικό ‘Skeleton’. Η αισθητική του εφιάλτη που το διαπερνάει και το στοιχείο του ‘σωματικού’, βιολογικού τρόμου με είχαν αφήσει άναυδο. Όμως όλα αυτά δεν ήταν παρά προμηνύματα. Το πρώτο μου διήγημα το έγραψα το 1988. Το 1996 συνειδητοποίησα οριστικά την ιδιότητά μου και άρχισα να οργανώνω ένα συγκεκριμένο σχέδιο: ξαναέγραψα το συγκεκριμένο διήγημα από μνήμης, και διάφορα άλλα, με την απόφαση να δημοσιεύσω το πρώτο μου βιβλίο, μια συλλογή διηγημάτων. Κυκλοφόρησε το 2001 από τις εκδόσεις Futura με τον τίτλο ‘Σκοτεινά Ανέκδοτα και Ιστορίες Εφιαλτών’, το ντεμπούτο της περιπέτειάς μου στη λογοτεχνία. 2. Θέλεις να μου πεις λίγα λόγια για τη συγγραφική σου πορεία –αυστηρά; Νομίζω ότι η πρώτη μου απάντηση περιλαμβάνει και την απάντηση στη δεύτερη ερώτηση. Να προσθέσω απλά ότι είχα την τύχη να με προσέξουν λογοτέχνες και κριτικοί όπως ο Μάκης Πανώριος, ο αείμνηστος Κωστής Παπαγιώργης, η Τιτίκα Δημητρούλια και αρκετοί άλλοι, όταν υπήρχε ακόμη ‘έντυπος’ τύπος, οπότε κάθε βιβλίο μου τύγχανε και μεγαλύτερης αποδοχής από το προηγούμενο – σε έναν πυρήνα εξοικειωμένου κοινού, φυσικά. Οι περισσότεροι, στην αρχή τουλάχιστον, ένοιωθαν αποτροπιασμό απέναντι στα κείμενά μου. Κάποιοι μάλιστα με πολέμησαν με εμπάθεια – ευτυχώς. Μόνο διαφήμιση μού έκαναν. 3. Ζώνη ερήμωσης, Απόκρημνος χρόνος, Άβυσσος πίσω από την πόρτα, Σελίδες από το πουθενά. Σαν ορόσημα από χαρτογράφηση του χάους ακούγονται όλοι σου οι τίτλοι. Ας κάνουμε λοιπόν μία υπόθεση εργασίας: ο συγγραφέας επιθυμεί σε όλη του τη ζωή να γράψει ένα μονάχα έργο, κι ίσως αυτό προσπαθεί διαρκώς με όλα του τα έργα. Ποιο θα έλεγες ότι είναι το έργο που προσπαθείς να γράψεις; Τι είναι εκείνο που θέλεις να πεις; «Ένας άνθρωπος», γράφει ο Μπόρχες στον επίλογο του ‘Ποιητή’, «βάζει σκοπό της ζωής του να ζωγραφίσει τον κόσμο. Χρόνια ολόκληρα γεμίζει μια επιφάνεια με εικόνες από επαρχίες, βασίλεια, βουνά, κόλπους, καράβια, νησιά, ψάρια, σπίτια, εργαλεία, άστρα, άλογα κι ανθρώπους. Λίγο πριν πεθάνει, ανακαλύπτει ότι αυτός ο υπομονετικός λαβύρινθος των γραμμών σχηματίζει την εικόνα του προσώπου του». Νομίζω ότι σου απάντησα. 4. Διηγήματα ή μυθιστόρημα; Ποιες φόρμες σε ικανοποιούν περισσότερο, είτε σαν αναγνώστη, είτε σαν συγγραφέα; Μην ξεχνάς και τα δοκίμια. Φυσικά και δεν μπορώ να διαλέξω. Αυτονόητο δεν είναι; 5. Κατά πόσο αποφασίζεις πάνω στη φόρμα στο ξεκίνημα της γραφής; Ή αφήνεις το γράψιμο να σε πάει; Όχι, κάθε φόρμα απαιτεί διαφορετική αντιμετώπιση και αρχιτεκτονική. Είναι εντελώς διαφορετικό πράγμα να αναπτύξεις ένα θέμα σε διήγημα από το να το αναπτύξεις σε μυθιστόρημα ή δοκίμιο. 6. Αληθεύει ότι κάθε έργο τέχνης, σε όποιον χώρο, είναι τελικά μία προσπάθεια να αφηγηθούμε μία ιστορία; Φυσικά. Το βασικό χαρακτηριστικό του ανθρώπου είναι ο Λόγος, που πηγάζει από την ‘συμπάθεια’, την ενσυναίσθηση, την αγάπη κοινώς. Την ανάγκη να αφηγηθεί μια από τις μυριάδες εκδοχές του Κόσμου και να την μοιραστεί. 7. (Θα λατρέψεις την ερώτηση:) Τι είδους συγγραφέας θα ήσουν, αν δεν υπήρχε ο Ντέιβιντ Κρόνεμπεργκ; Πώς σου ήρθε αυτή η υπερρεαλιστική ερώτηση; Μου δίνεις απέραντο χώρο. Είναι σα να με ρωτάς τι είδους άνθρωπος θα ήμουν αν δεν υπήρχε ο Salvador Dali, ο John Coltrane ή η Patti Smith. Μα, η ίδια η παγκόσμια ιστορία θα ήταν διαφορετική αν δεν είχε υπάρξει ο οποιοσδήποτε! Ακόμη κι εσύ, που με ρωτάς. Ακόμη περισσότερο: αν δεν υπήρχε ο Borges; Αν δεν υπήρχε ο Kafka; Αν δεν υπήρχε ο Nabokov; Ο Ballard; Ο Burroughs; Ο Philip K Dick; Εξάλλου, το σινεμά αποτελεί δευτερεύουσα επιρροή: Ο Polanski, ο Kubrick, ο Cronenberg που ανέφερες, ο Lynch… Βρίσκω ευκαιρία να αναφέρω μερικούς από τους αγαπημένους μου δημιουργούς, από κάθε χώρο. Διαμορφωνόμαστε πολύ πιο πριν από τις συνειδητές επιρροές μας. Θα ήμουν ακριβώς το ίδιο είδος συγγραφέα που είμαι, αλλά σε έναν ανεπαίσθητα διαφορετικό κόσμο. Οι αισθητικές ή φιλοσοφικές συμπτώσεις με προγενέστερους δημιουργούς ένα μόνο πράγμα κάνουν: μας ενθαρρύνουν. Συνειδητοποιούμε ότι δεν είμαστε μόνοι μας. 8. Η ωραιότερη στιγμή σου, σαν συγγραφέας. Πότε έβαλες τελεία σε μία νουβέλα, σε ένα διήγημα, σε μια δουλειά σου και να είπες: Τώρα το κατάφερα. Αυτό που είχα στο νου μου, αυτό απέδωσα στο χαρτί. Ή μήπως πιστεύεις ότι δεν είναι εφικτό; Κάθε φορά που αποφασίζω ότι κάποιο κείμενό μου θα δημοσιευθεί. Φυσικά και είναι εφικτό. Απλώς στις εκατό σελίδες που γράφω πετάω τις εβδομήντα. 9. Το αγαπημένο έργο σου, όποιο και αν είναι αυτό, και γιατί. Δεν λέω απαραίτητα εκείνο που εκπλήρωσε τις προσδοκίες γραφής του, λέω το αγαπημένο σου. Πολύ δύσκολο να σου απαντήσω. Ίσως ο ‘Απόκρημνος Χρόνος’ και κάποιες αφηγήσεις από το τελευταίο βιβλίο μου ‘Σελίδες από το Πουθενά’. Μάλλον επειδή περιλαμβάνουν πιο εσωτερικά, αυτοβιογραφικά στοιχεία. 10. Αγαπημένος ήρωας; Δικός σου –ή και όχι δικός σου. Πλάκα μου κάνεις… Πού να βγάλω άκρη τώρα; Καλά. Ο Φίλιππος Μάρκου, στο μυθιστόρημα ‘Απόκρημνος Χρόνος’, η Μίνα και ο Δρ Πολίτης στο μυθιστόρημα ‘Η Άβυσσος Πίσω απ’ την Πόρτα’. Περιορίζομαι σε δικά μου έργα. Αν το δω οικουμενικά, ο Άμλετ, ο Ρασκόλνικοφ και ο Γιόζεφ Κ (ή ίσως ο Γκρέγκορ Σάμσα), που αποτελούν μετενσαρκώσεις του ίδιου αρχέτυπου. Και ο Χένρι Τζέκιλ. Και ο Χάκλμπερι Φιν. Και ο Γουίλιαμ Λη, η περσόνα του William Burroughs. 11. Έχουν κοινά οι ήρωές σου; Κοινή αποστολή αν θες; Κοινούς δαίμονες να τους στοιχειώνουν; Όχι. 12. Θα σταθώ στους δύο τελευταίους τίτλους σου και θα σε ρωτήσω: μολονότι πρόκειται για εντελώς διαφορετικά έργα, το ένα είναι νουβέλα, το άλλο μία σειρά από δοκίμια, παρατηρώ μία αρκετά παρόμοια (μεταξύ τους) διάθεση κριτικής της κοινωνίας μας, μία κατάθεση προβληματισμού σχετικά με το πώς φτάσαμε εδώ που φτάσαμε. Θα μπορούσε να υποθέσει κάποιος ότι δεν παράγεις δυστοπίες εσύ, αλλά μάλλον αποδίδεις την περιρρέουσα δυστοπία όπως εσύ (και πιθανώς λίγοι άλλοι) την αντιλαμβάνονται; Αυτό ισχύει για όλους τους συγγραφείς ‘εναλλακτικής’ ή ‘επιστημονικής’ φαντασίας. Δεν είναι κατάθεση προβληματισμού ‘για το πώς φτάσαμε εδώ που φτάσαμε’. Ευτυχώς που φτάσαμε εδώ που φτάσαμε! Είναι ανίχνευση για το που μπορούμε να καταλήξουμε, λαμβάνοντας υπόψιν το εφιαλτικό παρελθόν μας. Παρεμπιπτόντως, είναι προφανές ότι τα τελευταία 70 χρόνια αποτελούν την καλύτερη και πιο ‘ανθρώπινη’ περίοδο στην παγκόσμια ιστορία της ανθρωπότητας. Όσο πιο πίσω πάμε, τόσο πιο έντονη είναι η φρίκη. Κάθε αιώνας υπήρξε λιγότερο αποτρόπαιος από τον προηγούμενο. Φαντάζεσαι να ζούσες χίλια χρόνια πριν, με μέσο όρο ζωής τα 40, και την πιθανότητα να έχεις ένα φριχτό τέλος ως την πλέον κυρίαρχη; Ή, ακόμη πιο πίσω, όταν η ανθρώπινη ζωή δεν είχε την παραμικρή αξία; Το ‘αποτρόπαιο’ στοιχείο στις ιστορίες μου εκφράζει τον φόβο του να κατρακυλήσουμε ξανά σε εκείνο το αβυσσαλέο, βορβορώδες παρελθόν. Επίσης, πιστεύω ότι το πεπρωμένο του ανθρώπου είναι να αποκοπεί οριστικά από τη φύση, από τον αρχετυπικό βούρκο μιας σαδομαζοχιστικής γης που ανακυκλώνεται μέσω του αφανισμού. Ο άνθρωπος είναι ένα ον σχεδιασμένο να ταξιδεύει στον χωρο-χρόνο, όχι να κυλιέται στο βόρβορο μιας κτηνώδους, ανάλγητης ζούγκλας. Οι ιστορίες μου ανιχνεύουν το μυστηριώδες και το θαυμαστό, το αινιγματικό, που μοιραία εμπεριέχει τον εφιάλτη και τον κίνδυνο του ‘σφάλματος’, της έκπτωσης και του εκφυλισμού. 13. Τελικά Περικλή, οφείλουμε να είμαστε διστακτικοί ή αποφασισμένοι, με όποιο τίμημα; Άμλετ ή Οιδίπους; Ποιος από τους δυο έχει ελπίδα σωτηρίας; Ανάλογα την περίσταση – προφανέστατα. Όσο για την ‘ελπίδα σωτηρίας’ ανέπτυξα στην προηγούμενη ερώτηση ποια είναι. 14. Θα έλεγες πως αγγίζεις κάποιες φορές τα όρια του διδακτισμού; Όχι, ποτέ. Μόνο σε μία περίπτωση το έκανα, εσκεμμένα, στον χαρακτήρα του γιατρού Πολίτη, στο μυθιστόρημα ‘Η Άβυσσος Πίσω απ’ την Πόρτα’, διότι ο άνθρωπος αυτός σκιαγραφείται μέσα από ‘μανιφέστα’. Ο αναγνώστης διαβάζει τα κείμενα και τις ομιλίες του, προϊόντα ενός επιστήμονα που έχει κηρύξει τον προσωπικό του πόλεμο απέναντι σε συγκεκριμένα ‘συστήματα’, οπότε ο λόγος του δεν μπορεί παρά να είναι πύρινος και να έχει τη μορφή κηρύγματος. Με την ευκαιρία, να σημειώσω κάτι εδώ: οι άνθρωποι συνήθως θεωρούν ως ‘απειλή’ ή ‘διδακτισμό’ την διαπίστωση και την πληροφόρηση. Αυτό το κάνουν διότι, ως βολεμένοι και εθελοτυφλούντες, αντιστέκονται όταν αναγνωρίζουν δικά τους στοιχεία σε κάτι εν δυνάμει καταστροφικό. Όταν ένας γιατρός σου λέει ότι αν πίνεις δυο μπουκάλια ουίσκι τη μέρα θα πάθεις κύρωση του ήπατος, δεν σε απειλεί, ούτε έχει καμία διάθεση να σε διδάξει. Απλά σε πληροφορεί για το τι θα συμβεί. 15. Μιλώντας για διδαχή, είσαι εδώ και κάποια χρόνια δάσκαλος δημιουργικής γραφής στα Σεμινάρια Δημιουργικής Γραφής υπό τη σκέπη των εκδόσεων Αρς Νοκτούρνα. Θα ήθελες να μιλήσεις και για αυτό το ρόλο σου; Δεν είμαι δάσκαλος, ούτε θέλω ποτέ να γίνω, και απεχθάνομαι τον χαρακτηρισμό. Είμαι συντονιστής σε ένα Εργαστήρι Λογοτεχνίας. Αισθητικές παραινέσεις κάνω, προσπαθώντας να χαλιναγωγήσω τη μαγική δύναμη του Λόγου, όπως εξάλλου και οι συμμετέχοντες. 16. Πόσο σε ενθαρρύνει ή και πόσο σε απογοητεύει η επαφή σου με τους νέους αυτούς συγγραφείς; Υπάρχουν κάποια πρόσωπα, εντός και εκτός σεμιναρίου, που θα ξεχώριζες, θα πρότεινες; Ποτέ δεν με απογοητεύει η οποιαδήποτε επαφή μου με οποιονδήποτε άνθρωπο. Ξέρω εκ των προτέρων ότι θα συναντήσω αυτό που προβάλλω πάνω του: τις δικές μου προσδοκίες δηλαδή, και ίσως τα στοιχεία που έχω μέσα μου και που, ίσως επίσης, δεν βλέπω καθαρά, μέχρι να τα διακρίνω σε κείνον. Δεν μπορώ να προτείνω ‘πρόσωπα’. Τα πρόσωπα δεν είναι προϊόντα, ούτε διέξοδοι για την ανία του κοινού. Ξεχωρίζω τη γραφή του Γιώργου Πρέκα, του Γιώργου Λαγκώνα, τη δική σου (το Δάσος Με τα Πέπλα είναι το μόνο σύγχρονο ελληνικό fantasy που μπορεί να χαρακτηριστεί ως λογοτεχνία), του Αβραάμ Κάουα ο οποίος είναι πλέον απ’ τους παλιούς, και βέβαια της Φράνσης Παπουτσάκη, της οποίας η γραφή είναι τόσο ‘ψυχοδηλωτική’ και βουτηγμένη στην άβυσσο της ύπαρξης, που ακόμη και οι αδυναμίες της συνηγορούν υπέρ της (σπάνιο προσόν). Μου αρέσει η ακέραια και ‘πορφυρή’ ποίηση του Γιάννη Αντιόχου, της υπέροχης Χαριτίνης Ξύδη (πολιτισμικό καλειδοσκόπιο την χαρακτηρίζω, και με λέει υπερβολικό) και της ‘ανθρώπινης βιβλιοθήκης’ Διώνης Δημητριάδου. Την πρόζα της Αργυρώς Μαντόγλου, και φυσικά τα μυθιστορήματα του φίλτατου Δημήτρη Μαμαλούκα, του σημαντικότερου ελληνόφωνου crime fiction δημιουργού. Θα ήθελα πολύ να δω ένα εκτεταμένο κείμενο από τον φίλο μου τον Βασίλη Μπαμπούρη, έναν από τους σημαντικότερους παράγοντες του ελληνικού εκδοτικού τοπίου τα τελευταία τριάντα χρόνια, αλλά ξέρω ότι δεν το ‘χει σκοπό. Ασχολείται κυρίως με μεταφράσεις και άλλα ‘περίεργα’ πράγματα… Κλείνω με τον Βαγγέλη Ραπτόπουλο, τον άνθρωπο που τόλμησε πριν χρόνια να δώσει στον Κωνσταντίνο Καραμανλή την ευκαιρία να διαβάσει ένα ‘πρόστυχο πορνογράφημα’. Χαίρε, Βαγγέλη. 17. Έλληνες συγγραφείς, μέσα και έξω από το χώρο του φανταστικού. Θέλω να μου πεις κάποια ονόματα που σε ενθουσιάζουν και (αν δεν θες να πεις ονόματα εδώ) να σταθείς σε κάποια «κακώς κείμενα» νεοελλήνων συγγραφέων που σε εξοργίζουν. Τα είπα τα ονόματα, πριν. Δεν θα σταθώ σε κανένα ‘κακώς κείμενο’. Επίσης, τίποτε δεν με εξοργίζει. Απλά το 95% της ‘πιάτσας’ και των συνηθειών της μου είναι παντελώς αδιάφορο. Η ιδιότητά μου δεν είναι να εξοργίζομαι, αλλά να γράφω. Αν εννοείς τους ανταγωνισμούς και τις ‘συκοφαντίες’ (μου φαίνεται ξεκαρδιστικό) θα παραφράσω μια ατάκα: δεν πρέπει να ασχολούμαστε με όσους μας σχολιάζουν πίσω απ’ την πλάτη μας. Υπάρχει σοβαρός λόγος που βρίσκονται πίσω μας. 18. Ποια τα σχέδιά σου για το μέλλον; Το επόμενο μυθιστόρημά μου, που ετοιμάζεται. 19. Γενικά για το μέλλον. Προσδοκάς σε κάποια μελλοντική περίοδο όπου έργα σαν το δικό σου δεν θα είναι πια απαραίτητα; Όχι βέβαια! Η μυθοπλασία θεμελιωδώς ασχολείται με την αντίθεση δημιουργικού – καταστροφικού. Είναι σα να με ρωτάς αν προσδοκώ ένα μέλλον όπου δεν θα είναι απαραίτητη η λογοτεχνία. Άρα δεν θα είναι απαραίτητοι και οι άνθρωποι. Άρα, δεν θα υπάρχουν άνθρωποι! Είναι δυνατόν να προσδοκώ κάτι τέτοιο; 20. Θα μπορούσες ποτέ να γράψεις μία ιστορία με πραγματικά ευτυχισμένο τέλος; Ή θα ήταν κάτι που θα έπρεπε να το αντλήσεις από την πραγματικότητα γύρω σου, και άρα μάλλον απίθανο και να σου συμβεί; Μα, οι ιστορίες μου ΔΕΝ έχουν συγκεκριμένο τέλος! Ή, για να το πω καλύτερα, δεν υπάρχει τίποτα στέρεο μετά την τελευταία αράδα – μόνο το απόλυτο κενό. Ο αναγνώστης αποφασίζει! Ο αναγνώστης, σύμφωνα με τις δικές του προσλαμβάνουσες και επιρροές, προβάλλει το δημιουργικό ή καταστροφικό αποτέλεσμα της ανάγνωσης του κειμένου. Δεν έχουμε παρά να σε ευχαριστήσουμε για τον χρόνο σου, Περικλή! Και ήταν σίγουρα, πολύς χρόνος.... Edited May 3, 2020 by Spark Οι ερωτήσεις έγιναν Bold και μειώθηκε λίγο η απόσταση μεταξύ ερώτησης και απάντησης για εύκολη ανάγνωση. 12 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Recommended Posts
Join the conversation
You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.