Jump to content

ΣΑ #5 (Απαντήσεις και Σχολιασμοί)


Ιρμάντα

Recommended Posts

732448faa5570181d96009e5841ec590.jpg.....χμχμ.....

 

Ξέρετε τι κάνουμε εδώ, ε;

Η άσκησή μας βρίσκεται εδώ http://community.sff.gr/topic/17106-%CF%83%CE%B1-5-fairy-tales-retold/

 

και ανεβάζουμε απαντήσεις και σχόλια μέχρι τη Μεγάλη Παρασκευή, 14/04.

 

Σας περιμένουμε όλους!

  • Like 1
Link to comment
Share on other sites

Τούτο το παραμυθάκι μου άρεσε πολύ, έως πάρα πολύ, και είχε ελάχιστες, έως καμία, αδυναμία.

Πρώτον λάτρεψα τη γλώσσα. Κρομμύδι. Μα, κρομμύδι; Αγαπώ.

Δεύτερον το πάντρεμα των παραμυθιών. Πολύ δυνατό και αβίαστο. Το αβίαστο είναι ο στόχος της άσκησης αυτής. Τα παραμύθια τα ξέρουμε, και έχουμε διαβάσει και διαφορετικές εκδοχές τους. Πώς τα παντρεύεις μεταξύ τους όμως;

Η χρήση της τράπουλας. Εδώ έχω μία ένσταση, αν θέλω να γκρινιάζω για κάτι καλά και σώνει. Δεν τα αναφέρεις πουθενά ως τράπουλα, παρά ως χαρτιά. Καμία αντίρρηση, αλλά αργούμε να καταλάβουμε περί τίνος πρόκειται. Θα μπορούσες πχ. να πεις, «είχε η δράκαινα στο σεντούκι κάτι χαρτιά που τα ‘στρωνε και έβλεπε τι γένεται. Πάει να τα στρώσει να ιδεί πού επήγε η Ανθούσα, πουθενά τα χαρτιά. Ψάχνει από δω, ψάχνει από κει, α, σου λέει. Θα μου τ’ άρπαξε να ιδείς η ψυχοκόρη».

Λέμε τώρα. Και έτσι έχουμε και χρήση των χαρτιών ίσως (κάπως) αρτιότερη σύμφωνα με αυτό που ζητήθηκε, και ακόμη ένα βήμα όσον αφορά στην αποκάλυψη του πού πήγε η αιχμάλωτη.

 

Πάντως γενικά, εξαιρετική ιστορία. Μπράβο.

Πείτε μπράβο παιδάκια στη συμμαθήτριά σας!

  • Like 3
Link to comment
Share on other sites

(Αναφωνεί με εκνευριστικό τόνο που θυμίζει δεκάχρονο σε παροξυσμό)

 

"ΜΠΡΑΒΟ ΑΤΑΛΑΝΤΗΗΗΗΗΗΗΗΗΗΗ!!!!!!"

  • Like 2
Link to comment
Share on other sites

  • 2 weeks later...

'Αλλη μια ανάγνωση έκανα σε αυτό το παραμύθι, και ήταν εξίσου απολαυστική με την πρώτη. Υπέροχη γραφή και χρήση της γλώσσας. Είναι λες και διαβάζεις παραδοσιακό παραμύθι που έχει διαδοθεί από στόμα σε στόμα. Πολύ καλός συνδιασμός των δύο παραμυθιών, ενώ το ότι δεν χρησιμοποιείται επακριβώς το ζητούμενο μαγικό αντικείμενο, είναι το μόνο που θα μπορούσα να παρατηρήσω.

 

"ΜΠΡΑΑΑΒΟ ΑΤΑΛΑΝΤΗΗΗΗΗΗ!!!" :lol:

 

Υ.Γ. Ελπίζω να διαβάσουμε και τα υπόλοιπα παραμύθια, αφού είναι υπερβολικά ήσυχο το τόπικ εδώ και πολύ καιρό, και έμειναν λίγες μέρες...

  • Like 2
Link to comment
Share on other sites

Θέλω να πιστεύω πως θα "πλακώσουν" όλοι την τελευταία εβδομάδα!

  • Like 2
Link to comment
Share on other sites

Εγώ λέω να κάνω την επανάσταση μου και να μην γράψω.

Έτσι γιατί μπορώ....

 

Τι εννοείς Ειρήνην δεν μπορώ; Α-ου-αααααααααααααααααααα

Link to comment
Share on other sites

ΦΥΣΙΚΆ ΚΑΙ ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΊΣ!

 

Τι έγινε, βρήκατε ευκαιρία που δουλεύει η δασκαλίτσα long hours τελευταία; Για να βγάλω τη βέργα μου!

 

Παιδιά, χωρίς πλακα, θα δοθεί παράταση σε αυτό. Δεν θα μου αφήσετε ανεκμετάλλευτα τόσο νόστιμα πακετάκια! Άντε!

  • Like 2
Link to comment
Share on other sites

  • 2 weeks later...

Μια ιστορία δέκα λεπτών ενώ τα έχω πιει. Η ιδέα έχει αναφερθεί ποια είναι και βασικά ούτε καν καλή σύνδεση με το γριμόριο δεν έκανα. Κλάι-μαιν όμως. Έφυγε η υποχρέωση :p

 

Σταχτοπουτανίτσα

 

 

Το βρήκε περίεργο που δεν υπήρχε κάποιος άντρας  πλάι στο κρεβάτι της. Κοίταξε το ημερολόγιο για να βεβαιωθεί.  Ναι, ήταν Σάββατο. Που σημαίνει ότι εχθές ήταν Πρασκευή που σημαίνει ότι εχθές ήταν μέρα εξόδου, που σημαίνει  ότι όλο και κάποιος  πλούσιος με καύλες θα 'χε βρεθεί  στην βόλτα τις μαζί με τις άλλες φίλες της. Σηκώθηκε και  έριξε μια φορεσιά απάνω της. Εκείνη δεν είχε πρόβλημα να κυκλοφορεί γυμνή στο σπίτι, ακόμα και όταν ο γείτονας απέναντι  ήταν στο μπαλκόνι, αλλά  η μητρία και οι αδερφές της   πάθαιναν φρίκη κάθε φορά που έβλεπαν την γύμνια της. Ίσως να έφταιγε ότι το κορμί της ήταν  γραμωμένο και γυμνασμένο εν αντιθέσει με τα δικά τους πλαδαρά. Ίσως απλά  η γύμνια να ήταν μια υπενθυ΄μιση ότι εκείνη γαμιόταν, ενώ εκείνες δεν τις γαμούσαν ούτε με σακούλα. Όπως και να' χαι, η Σταχτοπουτανίτσα  διψούσε και την δίψα της μοναχά με ένα ποτό μπορούσε να την σβήσει. Αψέντι.

    Στο γριμόριο της είχε γραμμένη την συνταγή για να φτιάξει γρήγορα   ένα δυνατό ποτήρι. Την έκανε και το ήπιε μονορούφι.  Όπως ήταν φυσικό, όλα  άρχισαν να γίνοονται αλλόκοτα. Νεράϊδες, πολλές νεραϊδες αρχίσανε να  μπαινοβγαίνουν στο σπίτι της. Μία από αυτές τις συστήθηκε ως θεια της και της είπε ότι η μητριά της είχε μαψέγει  τον άγαπητικό που έφερε μαζί της στο βράδι και τον έκανε βάτραχο. Το ξόρκι αυτό πορούσε να ανατραπεί μοναχά με ένα φιλί. Η  Σταχτοπουτανίτσα την ρώτησε τότε τι να κάνει κι εκείνη της απάντησε να πάει στο δάσος και να τον βρει, να τον φιλήσει και να τον παντρευτεί. Ήτανε γύρω στα εβδομήντα οπότε  σε κάποια  στιγμή ηδονής  θα κατέληγε. Και δεδομένης της ηλικίας του, αυτές οι στιγμές δεν θα μπορούσαν να 'ναι και πολλές.

   Η σταχτοπουτανίτσα χαμογέλασε και ντύθηκε πρόστυχα. Φόρεσε ένα  μίνι που δεν κάλυπτε ούτε το μουνί και  ξεκίνησε για το δάσος. Για να φτάσει εκεί χρειάστηκε να κάνει κάποια αμφιβόλου ηθικής πράματα με έναν ταρίφα αλλά αυτό δεν είχε σημασία μια που δεν χρειάστηκε να πληρώσει κάτι για  τα είκοσι χιλιόμετρα που έκαμε το ταξί για να φθάσει. Εκεί μπήκε στο δάσος και ξεκίνησε να φιλάει έναν-έναν όποιον βάτραχο έβρισκε στο διάβα  της.  Τα στόματα τους βρωμούσαν, αλλά είχε  φιλήσει και χειρότερα στόματα.

    Όσους βάτραχους, ωστόσο, και να φίλησε,  κανένας τους δεν έγινε πλούσιος. Έτσι, γύρισε σπίτι και το εριξε στο ουίσκι να πνίξει τον καημό που ούτε και σήμερα θα γινόταν πλούσια. Καλό το αψέντι -και πολύ θα ήθελε να το πιει όλο- αλλα΄ μάάλλον δεν το σήκωνε....

 

εδιτ: τα μπολντ ειναι  σημεινή διόρθωση

Edited by jjohn
  • Like 5
Link to comment
Share on other sites

Μάλλον αψέντι θα έπινες Γγιάννη για να γράψεις αυτό το καφρικό σφηνακι, αλλά εγώ το καταδιασκεδασα! Δεν τολμώ ούτε να φανταστώ τι θα διαβάζαμε αν αντί για την Σταχτοπουτανιτσα έγραφες για την Κοκκινομουνιτσα και τον Καυλιάρη Λύκο! Αλλά καλύτερα να μην σου βάζω ιδέες! :) Edit: Α ναι, ξέχασα..... ΜΠΡΑΑΑΑΑΑΒΟΟΟΟΟ ΓΓΙΑΑΑΑΑΑΝΗΗΗΗΗΗΗ!!!!! :lol:

Edited by SymphonyX13
  • Like 2
Link to comment
Share on other sites

Ακομη τρεχει αυτη.

Όμορφα! Είδα που έλεγε μέχρι τη Μεγάλη Παρασκευή, 14/04 και μπερδεύτηκα!

  • Like 2
Link to comment
Share on other sites

Απαντώ στον jjohn. Που μου βάζει σκατζόχοιρους στην έδρα και καπνίζει στα διαλείμματα.

 

Όσον αφορά στο τεχνικό κομμάτι του παραμυθιού τα κατάφερες να το συνδυάσεις. Όλα τα ζητούμενα ήταν εκεί. Σταχτοπούτα και βατράχι και γριμμόριο. Τώρα τι να πω. Τα κακοποίησες βρε πουλάκι μου. Ναι, μου πέρασε από το νου πως ήσουν κομματάκι πιωμένος (αχ η σημερινή νεολαία) όταν το έγραφες. Μα η καημένη η Σταχτοπούτα την ξέσκισες. Εμ του δρόμου, εμ οι άλλες οι κακομοίρες "ούτε με σακούλα". (Θυμήθηκα την ατάκα στο Κλάμα Βγήκε απ' τον Παράδεισο: Κι όταν θα μου ζητάει κεχρί; Φόρα της μια κουκούλα).  Ο ταρίφας πάλι που την πήγε στο δάσος; Το δάσος της Βουλώνης ήταν αυτό; (όπου αν πρέπει το ταξί να περάσει από κει σε ρωτάει πρώτα. Γίνεται το σύστριγγλο.) Μου φάνηκε εκτός παραμυθικού κόσμου το ταξί.

Αλλά πάλι....

Μα κοτζάμ γριμμόριο, να το κάνεις συνταγολόγιο μαστούρας!

 

Λοιπόν το αποφάσισα: την επόμενη φορά ο jjohn για τιμωρία του θα γράψει μία πραγματικά πολύ σοβαρή άσκηση. Ναι, ναι, ναι. Αυτό θα γίνει.

  • Like 2
Link to comment
Share on other sites

Στο σημείο αυτό να υπενθυμίσω ότι την ιδέα την είχα πολύ πριν την περάσω στο χαρτί και την είχα δίχως να χρειαστεί να πιω κάτι ;)

 

Ναι μην φας θα σφάξουμε σκατζόχoιρο που θα γράψω σοβαρή άσκηση :p

  • Like 1
Link to comment
Share on other sites

Λοιπόν, ποστάρω το παραμύθι μου, που περιλάμβανε την πεντάμορφη και το τέρας, τον Πιστό Ιωάννη και ένα ξόρκι παραίσθησης. (Προειδοποίηση: μου βγήκε κάπως μεγάλο).

 

 

Δεύτερη εκδίκηση

Μια φορά κι έναν καιρό, ζούσε μια πεντάμορφη κοπέλα που αναγκάστηκε να μείνει με ένα τέρας. Σιγά-σιγά όμως τον λυπήθηκε και, με τη δύναμη της αγάπης, τα μάγια λύθηκαν και το τέρας ανέκτησε την αληθινή του μορφή, δηλαδή αυτή ενός ωραίου πρίγκιπα.
Το ζευγάρι, ολόχαρο, ανακοίνωσε το γάμο του. Το παλάτι αναστατώθηκε ολόκληρο και προσκλητήρια μοιράστηκαν σε πολλά άτομα, σε κοντινές και μακρινές περιοχές. Εν τω μεταξύ, το ζευγάρι, μαζί με τον πιστότερο ακόλουθο και κολλητό του πρίγκιπα απ’ τα μικράτα του, τον Ιωάννη, έφυγε προγαμιαίο ταξίδι. Στο ταξίδι αυτό, θα πήγαιναν, μεταξύ άλλων, στον τόπο των γονιών της πεντάμορφης, ώστε όλοι μαζί να παραστούν στη γαμήλια τελετουργία, κατά την επιστροφή τους.
Από στόμα σε στόμα, τα νέα του επικείμενου γάμου έφτασαν και στη μάγισσα που μεταμόρφωσε τον πρίγκιπα σε τέρας όταν την είχε προσβάλλει. Αυτή διατηρούσε την εκδικητική διάθεση της απέναντι στον πρίγκιπα και αποφάσισε να βρει τρόπο να χαλάσει το γάμο. Το σχέδιο της περιλάμβανε ολοκληρωτική καταστροφή όχι μόνο του γάμου, αλλά και της ψυχής του πρίγκιπα. Έτσι, προσπάθησε να βρει τι θα τον πλήγωνε ψυχικά περισσότερο. Διάλεξε λοιπόν, ως όργανο της εκδίκησης τον σύντροφο του πρίγκιπα, τον πιστό Ιωάννη.
Την ημέρα της άφιξης του πρίγκιπα, σχηματίστηκε στο λιμάνι μια χαρούμενη πομπή υποδοχής. Η μάγισσα μπλέχτηκε με το πλήθος και μπόρεσε, χάρη στην αναστάτωση, να πλησιάσει απαρατήρητη κατά την επιβίβαση του ζευγαριού και της ακολουθίας του και να ρίξει ένα ξόρκι παραίσθησης στον Ιωάννη. Αυτό θα έκανε τα ακίνδυνα πράγματα να του φαίνονται επικίνδυνα για τον κύριο του.
Η μεταφορά των μελλόνυμφων στο κάστρο θα γινόταν με ένα πανέμορφο αραβικό άτι. Ο Ιωάννης, όμως, με τη θέα του αλόγου, όρμησε και το σκότωσε. Οι φρουροί που το έφεραν διαμαρτυρήθηκαν, αλλά ο πρίγκιπας υπερασπίστηκε τον πιστό του ακόλουθο, λέγοντας ότι μάλλον θα υπήρχε κάποιος κίνδυνος.
Η μάγισσα, απαρατήρητη από τα θύματά της μέσα στο πλήθος, τους ακολούθησε, θέλοντας να ελέγξει τα αποτελέσματα του ξορκιού και να το ισχυροποιήσει, αν χρειαζόταν.
Στα σκαλιά του παλατιού, εμφανίστηκαν μερικές ράφτρες, κρατώντας τον πολύτιμο γαμπριάτικο μανδύα. Μόλις το είδε αυτό, ο Ιωάννης όρμησε, αρπάζοντας ένα δαυλό από τον κοντινότερο φρουρό και, με φωτιά και με σπαθί, κατέστρεψε το ένδυμα.
Οι ράφτρες ζήτησαν την τιμωρία του και κόντεψαν να του επιτεθούν.
Ο πρίγκιπας κοίταξε προβληματισμένος το θέαμα, αλλά τις ησύχασε λέγοντας: «Μην ανησυχείτε καλές μου, άψυχο πράγμα ήταν. Καταλαβαίνω τον κόπο σας, αλλά θα σας πληρώσω για τη δουλειά σας. Κάτι πρέπει να συμβαίνει, πολύ πιο σοβαρό από τα ρούχα και τ’ άλογα».
Μετά απ’ αυτά, η πομπή μπήκε στην εκκλησία και ο γάμος έγινε κανονικά. Η τελετουργία συνεχίστηκε με χορό στη μεγάλη αίθουσα του παλατιού. Ξαφνικά, ο Ιωάννης ορμάει στη νύφη, ακουμπάει τα χέρια του στο στήθος της, τη φιλάει στο στόμα και της ρουφάει τρείς φορές το αριστερό στήθος. Όλοι μέσα στην αίθουσα είχαν μείνει άναυδοι, εκτός της μάγισσας, που χαιρόταν καθώς, επιτέλους, το ξόρκι είχε δράσει καταλυτικά, προκαλώντας επίθεση του πιστού φίλου του πρίγκιπα στη γυναίκα του.
«Έκανες απόπειρα βιασμού στη γυναίκα μου μπροστά στα μάτια μου, και σε θεωρούσα φίλο μου! Η ποινή είναι θάνατος και θα πρέπει να τρελλάθηκες!»
Ο πρίγκιπας διέταξε τους φρουρούς να αλυσοδέσουν τον Ιωάννη και πήγε κοντά στη γυναίκα του, προσπαθώντας να την παρηγορήσει. Αργότερα, κατέβηκε στις φυλακές, να ακούσει την απολογία του Ιωάννη. Εκεί, απομακρυσμένος από τη φυσική παρουσία της μάγισσας, ένιωσε την επίδραση του ξορκιού στο μυαλό του να διαλύεται κάπως και μπόρεσε ν’ απαντήσει στον πρίγκιπα, που θα πιανόταν ακόμη και από μια τρίχα για να μη θανατώσει το φίλο του. Ο Ιωάννης παρακάλεσε θερμά τον πρίγκιπα, ότι κι αν κάνει, αν τον σπλαχνιστεί ή αν τον θανατώσει αδιάφορο, να ακούσει την ιστορία του.
«Για αυτό είμαι εδώ. Λέγε, λοιπόν!»
Ο Ιωάννης εξομολογήθηκε ότι, από την αποβίβασή τους και μετά, όλα τα έβλεπε επικίνδυνα και τα κατέστρεφε για να μην πάθει κακό ο πρίγκιπάς του. Αντί για το άλογο που του ‘φεραν για να καβαλικέψει τιμητικά ως αρχηγός της γαμήλιας συνοδείας έβλεπε ένα τέρας με φτερά που θα ανέβαζε τον πρίγκιπα στους ουρανούς χωρίς να προσγειωθεί ποτέ ξανά, αντί για το πολύτιμο γαμπριάτικο ένδυμα έβλεπε ένα ρούχο φτιαγμένο από δηλητήριο και φωτιά της κόλασης, η οποία σβήνεται μόνο με κανονική φωτιά. Αυτό το ένδυμα, όπως το έβλεπε ο πιστός Ιωάννης, μέσα στην παραίσθηση του, θα έκανε τον πρίγκιπα αμέσως μόλις το φορούσε στάχτη. Όσο για την επίθεση στην κοπέλα, το θέμα ήταν πολύ πιο παράξενο. Την είδε να χλωμιάζει ύποπτα όταν χόρευε με τον άντρα της αλλά νόμισε κιόλας ότι παρατήρησε τα χέρια της να κινούνται σαν να σκόπευαν να τον στραγγαλίσουν. «Η παρθενιά της ήταν, μου φάνηκε, μαγεμένη και βλαβερή για σένα, όταν θα πλαγιάζατε μαζί σαν παντρεμένοι. Είδα ότι είχε δηλητήριο και ερπετά ενάντια σε αυτόν που θα πείραζε την παρθενία της και κατάλαβα, με κάποιο τρόπο, ότι η «αρρώστια» της κρυβόταν στο αίμα και στο γάλα του στήθους της. Έτσι, για να συνευρεθείς μαζί της ακίνδυνα, έπρεπε εγώ να διακυνδυνέψω και να τη θεραπεύσω ρουφώντας μερικές σταγόνες αίμα και γάλα απ’ το στήθος της».
Η αποκάλυψη-απολογία αυτή δεν έγινε ανώδυνα. Το ξόρκι περιλάμβανε τιμωρία για την αποκάλυψή του, δηλαδή το πέτρωμα. Καθώς μιλούσε ο κατηγορούμενος και παρακολουθούσε, γεμάτος δέος, ο πρίγκιπας, σιγά-σιγά μεταμορφωνόταν σε πέτρα, μέχρι που με την τελευταία λέξη της ομολογίας, ο πρίγκιπας είχε μπροστά του ένα άγαλμα με τη μορφή του φίλου του.
Τα χρόνια πέρασαν, ο πρίγκιπας με τη γυναίκα του είχαν κάνει κι ένα μωρό και το άγαλμα φυλασσόταν σε ασφαλή θέση, μήπως με κάποιο τρόπο λύνονταν τα μάγια. Η μάγισσα, νιώθωντας αποφάσισε να περάσει απ’ το παλάτι του πρίγκιπα, για να δει αν πέτυχε η εκδίκησή της. Δεν ένιωθε πολύ ικανοποιημένη απ’ τις φήμες και αποφάσισε να διακυνδυνέψει και να δει τα πράγματα με τα ίδια της τα μάτια. Για κακή της τύχη ο πρίγκιπας την είδε και την αναγνώρισε: «Δεν ξεπλήρωσα με τη δυστυχία μου ως τέρας την προσβολή που σου έκανα; Θες να με βασανίσεις κι άλλο;
Ας είναι: αφού ξέρεις μαγικά, τουλάχιστο να βοηθήσεις έναν άνθρωπο: ο πιστός μου Ιωάννης, από τη χρονιά του γάμου μου, έχει πετρώσει, υπό την επίδραση μαύρης μαγείας.»
«Δηλαδή δεν τον εκτέλεσες; Παρόλο που επιτέθηκε στη γυναίκα σου;» ξέφυγε της γριάς.
«Που τα ξέρεις εσύ αυτά, παλιομάγισσα;» την πρόγκηξε ο πρίγκιπας. «Εσύ τα έκανες αυτά;»
Την τράβηξε ως την κρυψώνα που βρισκόταν το άγαλμα του φίλου του και τη διέταξε να λύσει τα μάγια, αλλιώς θα τη σκότωνε. Η μάγισσα του απάντησε χαιρέκακα ότι αν το ‘κανε αυτό, δε θα λύνονταν ποτέ τα μάγια και φώναξε τη γυναίκα του, η οποία ήρθε με το παιδί στην αγκαλιά. «Για να λυθεί η ισχυρή μαγεία χρειάζεται αίμα και μάλιστα από ένα αθώο και τρυφερό πλάσμα, ένα παιδί» ισχυρίστηκε η κακή γριά.
Απ’ το ζευγάρι υψώθηκε μια τρομαγμένη κραυγή άρνησης. «Όχι, δεν θα γίνει αυτό!» είπε ο πρίγκιπας. «Προτιμώ να πεθάνω εγώ ο ίδιος χύνοντας όλο μου το αίμα, παρά το ίδιο μου το παιδί. Εξάλλου, έμμεσα, είμαι φταίχτης για αυτή την κατάσταση, οπότε θα είναι δίκαιο να θυσιαστώ.»
Λέγοντας αυτά, χάραξε τις φλέβες των μπράτσων του αλλά και την κοιλιά του και αγκάλιασε το άγαλμα. Πέρασε ώρα… Το αίμα του πρίγκιπα έτρεχε πάνω στο άγαλμα και η πεντάμορφη θρηνούσε, αγκαλιάζοντας με το ένα χέρι το παιδί και με τ’ άλλο τον άντρα της. Τελικά, κάτι θαυμάσιο συνέβη: ο πιστός Ιωάννης απέκτησε πάλι το σώμα του από σάρκα και αίμα, ενώ οι πληγές στο κορμί του πρίγκιπα είχαν κλείσει. «Τελικά, τα μάγια λύθηκαν!» φώναξαν και οι τρεις ενθουσιασμένοι. Η μάγισσα τότε υποσχέθηκε να μην τους ξαναενοχλήσει, αφού ο πρίγκιπας-τέρας απέδειξε ότι έχει καρδιά και είναι ικανός για θυσία, και έφυγε για πάντα απ’ τη περιοχή, αφήνοντας το ζευγάρι και τον πιστό ακόλουθο να ζήσουν ήρεμα τη ζωή τους.

 

 

Τώρα, τα σχόλια για τα άλλα παραμύθια που ανέβηκαν:

Η Ανθούσα της Αταλάντης είναι πραγματικά πολύ ωραία, σαν παραδοσιακό παραμύθι. Το μόνο που έχω να παρατηρήσω είναι ότι η χρήση του μαγικού αντικειμένου δεν είναι πολύ ακριβής.

Το σφηνάκι του John είναι πολύ αστείο, πραγματικά γέλασα, απλώς δεν μου φάνηκε και πολύ παραμυθικό. Τα στοιχεία του (ταξί, γερο-πλούσιος, αψέντι, ουίσκι) ήταν όλα πολύ πραγματικά, ήταν δηλαδή περισσότερο σουρεαλιστικό παρά φανταστικό.

  • Like 4
Link to comment
Share on other sites

jjohn: Δεν ξέρω τι να σου γράψω, βρε παλικάρι μου.Τυπικά, στα της άσκησης είσαι σωστός. Αλλά δεν γέλασα ούτε μου φάνηκε αστεία η ιστορία. Sorry :(

 

Βάγια: Μου άρεσε το πώς εκμεταλλεύτηκες το ξόρκι παραίσθησης σε συνδυασμό με την ιστορία του πιστού Ιωάννη. Όμως μου φαίνεται πως έκανες λιγότερο καλή δουλειά με το κομμάτι "Πεντάμορφη-Τέρας", αφού ουσιαστικά η ιστορία σου είναι το παραμύθι του πιστού Ιωάννη με ξόρκι παραίσθησης αντί για πουλιά που μιλάνε. Τώρα, εκτός της άσκησης, παρατήρησα κάτι που είχα προσέξει και στη συμμετοχή σου στον διαγωνισμό φαντασίας και, αν θέλεις,το κρατάς. Η γραφή σου είναι πολύ στεγνή, με αποτέλεσμα να διαβάζεται σχεδόν σαν περίληψη το κείμενο. Δεν λέω ότι χρειάζεται να διανθίζεις κάθε ουσιαστικό με δέκα επίθετα, προς θεού, και η αλήθεια είναι ότι δεν ξέρω πώς μπορείς να το φτιάξεις αυτό πέρα από το να διαβάζεις όσα περισσότερα λογοτεχνικά βιβλία μπορείς. Αλλά από τη στιγμή που σου αρέσει να γράφεις και μάλιστα παραμύθια, νομίζω πως αξίζει να το ψάξεις.

  • Like 3
Link to comment
Share on other sites

Σ' ευχαριστώ πολύ Αταλάντη, για τις παρατηρήσεις σου!

  • Like 2
Link to comment
Share on other sites

Καλησπέρα στην sff παρέα. Ορίστε και η δική μου προσπάθεια. Είχα το πακετάκι με τον Τζακ της φασολιάς και τον μολυβένιο στρατιώτη. Το μαγικό αντικείμενο ήταν το σπαθί:

 

 

 

“Και εξεδίωξε τον Αδάμ και κατά ανατολάς του παραδείσου της Εδέμ έθεσε τα Χερουβείμ και την ρομφαίαν την φλογίνην, την περιστρεφομένην δια να φυλάττωσι την οδόν του ξύλου της ζωής”

- Γένεσις Γ.24

 

‘Ήταν ήδη μεσημέρι και στην ταβέρνα είχε μαζευτεί κόσμος πολύς. Μερικοί είχαν ξεχαστεί εκεί από βραδύς. Χωρικοί, πραματευτάδες… Άνθρωποι κάθε λογής. Περάστε λοιπόν και εσείς, ιστορία να ακούσετε για να ξεχάσετε το άλγος ψυχής.

                                                            …

Όπως κάθε πρωί, ο Γεώργιος περιποιήθηκε το μουστάκι του, ίσιωσε το πουκάμισο του και αφού ήπιε το τσάι του βγήκε για τον καθιερωμένο περίπατο στο χωριό. Όλοι οι συγχωριανοί του έσπευδαν να τον χαιρετήσουν ενώ οι μαγαζάτορες και οι πραματευτάδες του έκαναν ειδικές τιμές για τα προϊόντα τους. Εκείνος συνήθως αρνιόταν ευγενικά τις προσφορές τους, οι οποίες περιελάμβαναν καμιά φορά και κάποιο προξενιό, και συνέχιζε ατάραχος τον περίπατο του. Όταν πλέον κόντευε να μεσημεριάσει έπαιρνε τον δρόμο προς το σπίτι του Καλόκαρδου Τζακ.

 

Η αλήθεια είναι πως ο Τζάκ ο Αγύρτης, όπως τον έλεγαν όλοι στο χωριό πριν το περιστατικό με τον γίγαντα, είχε αλλάξει αρκετά από τότε που έγινε πια πλούσιος. Παρόλο που πήρε την πιο όμορφη κοπέλα για γυναίκα του, παρόλο που η περιουσία του ήταν αμύθητη, παρόλη την λατρεία που του εκδήλωναν όλοι πλέον στο χωριό, εκείνος φαινόταν να κλείνεται όλο και περισσότερο στον εαυτό του. Τον τελευταίο χρόνο μάλιστα είχε διπλασιάσει τον αριθμό των ατόμων που φυλούσαν το σπίτι του ενώ αραίωσε δραματικά τις δημόσιες εμφανίσεις του. Ακόμα και την Κυριακή του Πάσχα κάλεσε τον παπά σπίτι του για να κοινωνήσει αντί να μεταλάβει στην εκκλησία όπως ο καθωσπρέπει κόσμος.

Όλα τα παραπάνω φαίνονταν περίεργα στον Γεώργιο, μα δεν παραπονιόταν κιόλας. Ο Τζάκ τον πλήρωνε καλά για να στέκεται φρουρός στην εξωτερική πόρτα.

 

«Καλησπέρα Θωμά»

«Καλησπέρα Γιώργο. Όλα καλά στο χωριό;»

«Φυσικά αν εξαιρέσεις πως πάλι πήγαν να με παντρολογήσουν»

«Βρε δες μούρη που το παίζει και ανώτερος. Αλλά ξέρω εσύ μόνο για την Μαίρη …»

«Σταμάτα άνθρωπε μου μην μας ακούσουν.»

«Και να μας ακούσουν τι έγινε;»

«Πάντα αλαφρόμυαλος ήσουν.»

«Και συ γερεντογιεγιές.»

 

Για μερικά λεπτά οι δύο άντρες αντάλλαξαν βλοσυρές ματιές, πριν ξεσπάσουν σε γέλια.

 

«Λοιπόν άντε καλή ξεκούραση.»

« Ευχαριστώ. Πάντως σχετικά με την Μαίρη… Πιστεύω πως πρέπει…»

«Θα τα πούμε αύριο Θωμά. Χαιρετίσματα στην κυρά σου.»

« Πάντα ξεροκέφαλος σαν γίδι…» είπε ο Θωμάς εγκάρδια καθώς απομακρυνόταν από το οπτικό πεδίο του Γεώργιου.

 

Πλέον είχε φτάσει η στιγμή που ο Γεώργιος περίμενε κάθε μέρα με ανυπομονησία. Η στιγμή της ονειροπόλησης. Από την σκέψη του περνούσε κάθε δυνατό σενάριο που θα μπορούσε να ζήσει όταν, αν διόρθωσε τον εαυτό του, παντρευόταν με την Μαίρη. Από την πρώτη νύχτα του γάμου τους μέχρι τα βαθιά τους γηρατειά όπου θα περιστοιχίζονταν από τα εγγόνια τους.

Στην πραγματικότητα ο πατέρας της Μαίρης του είχε προσφέρει άπειρες φορές το χέρι της σε γάμο. Όμως ο Γεώργιος ήθελε να σιγουρευτεί πως εκείνη τον ήθελε πραγματικά. Για αυτό που είναι. ‘Όχι απλά επειδή δούλευε για τον Τζάκ. Φυσικά ο μόνος τρόπος για να διαπιστώσει την αλήθεια των συναισθημάτων της ήταν να της μιλήσει προσωπικώς. Απλό σαν σκέψη μα δύσκολο σαν πράξη. Κάθε πρωί που έπαιρνε τον περίπατο του σκεφτόταν να την προσεγγίσει. Κάθε φορά έφτανε μέχρι την πόρτα του κρεοπωλείου του πατέρα της όπου και εκείνη δούλευε. Μα κάθε φορά έστριβε και ανηφόριζε για το σπίτι του Τζάκ. Και κάθε φορά έπρεπε να υπομένει τα πειράγματα του Θωμά. Αύριο όμως θα το έκανε. Το πήρε απόφαση. Τέρμα πια οι αναβολές. Πλέον θα…

 

«Συγγνώμη κύριε, θα ήθελα να δω τον Τζάκ, αν σας είναι εύκολο.»

 

Ο Γεώργιος έριξε μια εξεταστική ματιά στην καμπουριασμένη μορφή. Η κουκούλα κάλυπτε τα χαρακτηριστικά του προσώπου του. Επιπλέον με μια πιο προσεκτική ματιά, ο Γεώργιος διαπίστωσε πως ο άντρας δεν ήταν καμπουριασμένος. Απλά το ανάστημα του ήταν ιδιαίτερα μικρό. Σαν νάνου…

 

«Λυπάμαι αλλά ο κ. Τζάκ δεν θέλει να τον απασχολούν. Αν χρειάζεστε χρήματα, μπορώ να το μεταφέρω στους υπηρέτες και να…»

«Δεν θα χρειαστεί, σας ευχαριστώ. Απλά ήθελα να δω τι κάνει ο παλιόφιλος μου.»   

«Καλησπέρα Γεώργιε. Τι συμβαίνει εδώ;»

 

Η φωνή άνηκε στην κυρά του σπιτιού. Την γυναίκα του Τζακ που εκείνη την ώρα μόλις είχε βγει από το σπίτι.

 

«Τίποτα κυρία. Απλά αυτός εδώ ο εχμ… κύριος θέλει κάποια οικονομική ενίσχυση. Φυσικά του είπα…»

«Συγχωρέστε την αναίδεια μου όμορφη δεσποσύνη.» Ο άντρας σε κλάσματα δευτερολέπτου, είχε αρπάξει το χέρι της και το έφερνε στα χείλη του κάνοντας παράλληλα μια ελαφριά υπόκλιση.

«Δεν είμαι ζητιάνος. Είμαι απλά ένας παλιός γνωστός του Τζάκ που περνούσε από αυτά τα μέρη και σκέφτηκε να του πει ένα γεια.»

«Όπως σας εξήγησα αυτό είναι αδύνατον…» ξεκίνησε να επαναλαμβάνει ο Γεώργιος.

«Γεώργιε. Δεν είναι δυνατόν να αρνηθούμε σε κάποιον παλιό γνωστό τη φιλοξενία.»

«Μα κυρία, οι διαταγές…»

«Αρκετά Γεώργιε. Δεν είναι χριστιανικό να γυρνάμε την πλάτη μας σε όλους. Υπάρχουν και όρια. Ο Τζάκ θα πρέπει να το μάθει αυτό. Βαρέθηκα να ζω σαν φυλακισμένη χωρίς λόγο.»

 

Ο Γεώργιος δεν επέμεινε μα παρακολουθούσε με παρακλητικά μάτια το ξέσπασμα της αφεντικίνας του.

 

«Τέλος πάντων. Αν σε κάνει να νοιώσεις καλύτερα μπορείς να μας ακολουθήσεις. Εγώ θα πω στον ΤΖακ τι συνέβη αν χρειαστεί.»

«Μάλιστα κυρία.» Η παραίτηση στην φωνή του Γέωργιου δεν μπορούσε να κρυφτεί.

 

Η δέσποινα πήρε από το χέρι τον ξένο και τον έσυρε μέσα στο σπιτικό της εξηγώντας του παράλληλα τα διάφορα φυτά, αντικείμενα και έργα τέχνης που συναντούσαν στο διάβα τους. Ο ξένος δεν φάνηκε να συγκινείται από τίποτα. Ο Γεώργιος τους ακολουθούσε σιωπηλός, χωρίς να παίρνει τα μάτια του λεπτό από τον ξένο.

Τελικά έπειτα από μερικά λεπτά έφτασαν σε μια ευρύχωρη αίθουσα η οποία ήταν ιδιαίτερα διακοσμημένη με χρυσές ταπετσαρίες στους τοίχους, περσικά κιλίμια στα πατώματα και μεταξωτά καλύμματα στους καναπέδες.

Στο κέντρο του δωματίου βρισκόταν μια παιδική κούνια καμωμένη από ξύλο αγριοβελανιδιάς.

Τα μάτια του Γεώργιου άνοιξαν διάπλατα μόλις αντίκρισε την κούνια. Δεν γνώριζε πως η δέσποινα του είχε γεννήσει. Ένα χαμόγελο διαγράφηκε στο πρόσωπο του ξένου.

 

« Αν έρθετε πάλι σε μερικές μέρες θα προλάβετε και τα βαφτίσια». Είπε περιχαρής η δέσποινα. «Μα τι ανοησίες λέω, φυσικά θα σας φιλοξενήσουμε…»

Εκείνη την στιγμή μπήκε στο δωμάτιο και ο Τζακ κρατώντας το μωρό στην αγκαλιά του.

«Τζακ παλιόφιλε. Πόσο άλλαξες».

Ο Τζάκ έδειχνε ξαφνιασμένος στην αρχή, μετά όμως άρχισε να πισωπατάει προς την πόρτα η οποία έκλεισε απότομα πίσω του.

«Με πληγώνεις. Τόσο πολύ λοιπόν απεχθάνεσαι τον ευεργέτη σου;»

«Τ-τι θέλεις»; Κατάφερε να πει ο Τζακ αφού ξεροκατάπιε.

«Μα Τζακ, ξέρεις πολύ καλά τι θέλω. Το πολυτιμότερο πράγμα που έχεις…»

«Πάρε ότι θέλεις από τους θησαυρούς μου είναι δικοί σου».

Ο Γεώργιος πλησίασε σιωπηλά πίσω από τον ξένο. Ξεθηκάρωσε το σπαθί, και του ρίχτηκε με όλη του την δύναμη. Βρέθηκε χωρίς να καταλάβει πως αιμόφυρτος στο πάτωμα.

«Συγγνώμη για αυτό. Θα γιάνει με τον καιρό δεν είναι κάτι σοβαρό. Σπάσιμο νομίζω».

 

Ο Τζακ έσφιξε σφιχτά το παιδί του στην αγκαλιά του.

 

«Σε παρακαλώ, θα σου δώσω ότι θες. Μην μου το πάρεις.»

«Τζακ, Τζακ, Τζακ. Μην με κάνεις να νοιώθω σαν τον κακό της ιστορίας. Σου έδωσα το φασόλι. Σου έδωσα τις σωστές οδηγίες για να σκοτώσεις τον γίγαντα και να κλέψεις τον θησαυρό του. Δεν είναι δίκαιο να πάρω και γω την ανταμοιβή μου;»

 

Πλέον ο Τζακ είχε αγκαλιαστεί με την γυναίκα του και το παιδί του και είχαν πέσει μαζί στο πάτωμα.

 

«Σε εκλιπαρώ αν είσαι πλάσμα που έχει ψυχή και λατρεύουμε τον ίδιο Θεό, πάρε εμένα αντί για το παιδί μου.»

«Χμμμ καλά δεν μπορώ να σε βλέπω σε αυτή την αξιοθρήνητη κατάσταση, οπότε θα σου πω τι θα γίνει. Έχεις 3 ευκαιρίες να μαντέψεις το όνομα μου. Αν μαντέψεις σωστά σου υπόσχομαι πως θα εξαφανιστώ χωρίς να με ξαναδείς ποτέ».

«Σευχαριστώ, σ’ευχαριστώ πολύ». Τα αναφιλητά του Τζάκ έκαναν τον λόγο του κάπως ακατάληπτο. «Σου υπόσχομαι σε μια εβδομάδα, που θα επιστρέψεις…»

«Ω όχι φτωχέ μου Τζακ. Τις 3 ευκαιρίες σου θα τις εξαντλήσεις τώρα».

«Μααα…»

«Ακούω».

«Το όνομα σου είναι Ιωνάθαν…»

«Λάθος». Τα μάτια του ξένου πετούσαν σπίθες ενώ το τρανταχτό γέλιο του κάλυπτε όλο το δωμάτιο.

«Το όνομα σου είναι… Γαβριήλ. Είσαι άγγελος κυρίου που ήρθε να με τιμωρήσει για τις αμαρτίες μου…»

«Αχ  Τζακ τώρα με κολακεύεις». Είπε ο ξένος κοκκινίζοντας. «Δεν θα με τουμπάρουν όμως αυτά.»

«Το όνομα σου»…  Ο Γεώργιος μιλούσε με δυσκολία εξαιτίας του πόνου. «Το όνομα σου είναι… Ραμπελστίνσκιν».

Τα μάτια του ξένου γέμισαν θυμό.

«Πως το ήξερες»;

«Κάποτε είχες έρθει να ζητήσεις παρόμοιο μερτικό από την γιαγιά μου. Επειδή την βοήθησες να σώσει την σοδιά της και να μην πεινάσει εκείνο τον χειμώνα.»

«Συγχαρητήρια. Έσωσες το αφεντικό σου». Ο Ραμπελστίνσκιν χτυπούσε ρυθμικά παλαμάκια ενώ ένα αμυδρό χαμόγελο είχε σχηματιστεί στα χείλη του.

«Θα έπρεπε όμως να έχεις μάθει μέχρι τώρα, γενναίε μου στρατιώτη να μην με προκαλείς».

 

Ο Ραμπελστίνσκιν χτύπησε τα χέρια του μια τελευταία φορά και ο Γεώργιος ένοιωσε όλα τα μέλη του κορμιού του να μικραίνουν και να γίνονται βαριά και ασήκωτα σαν μολύβι.

 

«Όσο για σένα καλέ μου Τζακ. Για άλλη μια φορά γλίτωσες το τομάρι σου. Προς το παρόν». Με αυτά τα τελευταία λόγια ο Ραμπελστίνσκιν χάθηκε σε μια θύελλα καπνού γελώντας υστερικά.

Ο Τζακ κατέρρευσε σε μια καρέκλα ενώ η γυναίκα του έτριβε το μωρό πάνω στο στήθος της ανακουφισμένη. Κανείς δεν φαινόταν να δίνει σημασία στον κακόμοιρο τον Γεώργιο.

«Τζακ, τι εννοούσε;»

 

Ο Τζακ δεν αποκρίθηκε. Φαινόταν χαμένος στις σκέψεις του.

 

«ΤΖΑΚ!»

Αυτή την φορά σήκωσε το κεφάλι του για να την κοιτάξει.

«Τι εννοούσε λέγοντας πως γλιτώσαμε προς το παρόν;»

«Δε- δεν ξέρω αγάπη μου. Εγώ»…

«Τζάκ! Όχι άλλα ψέματα».

 

Μ’ ένα βαθύ αναστεναγμό ο Τζακ βγήκε από το δωμάτιο για να επιστρέψει μετά από λίγο κρατώντας ένα ξίφος. Αφού το ξεθηκάρωσε έκατσε και πάλι στην καρέκλα και άρχισε να διηγείται αργά πως όταν…

 

«…Βρήκα τον θησαυρό του γίγαντα. Πλούτη αναρίθμητα που μπροστά τους ωχριούσαν ακόμα και οι ευφάνταστοι θρύλοι…»

«Μου τα χεις ξαναπεί αυτά. Αχ Τζακ γιατί έχω την εντύπωση πως πάλι πας να με…»

«…Εγώ όμως δεν έψαχνα κάτι από αυτά. Το μόνο που με ενδιέφερε ήταν κάτι πολύ πιο συγκεκριμένο. Το σπαθί που έθεσε ο Κύριος στην πύλη του παραδείσου για να απαγορέψει την είσοδο στους πρωτόπλαστους.»

«Τζακ. Δεν είναι δυνατόν! Δεν εννοείς ότι…»

 

Η σιωπή καθώς και τα ένοχα μάτια του τα έλεγαν όλα.

 

«Θεέ μου αυτό είναι τρομερό».

«Ο γίγαντας όταν κατάλαβε πως του είχα κλέψει το σπαθί, με κυνήγησε για να το πάρει πίσω. Αναγκάστηκα να κόψω την φασολιά για να τον σκοτώσω.»

 

Η γυναίκα του Τζακ έκλαιγε μην μπορώντας να πιστέψει πως αυτός ο άνθρωπος, ο ίδιος της ο άντρας, ο πατέρας του παιδιού της πλέον της ήταν ένας άγνωστος.

 

«Ο γίγαντας ποτέ δεν ήθελε να με σκοτώσει. Ούτε να πάρει πίσω όσα του είχα κλέψει. Το μόνο που τον ενδιέφερε ήταν το σπαθί. Ένα αντικείμενο πολύ επικίνδυνο για να υπάρχει στον κόσμο των ανθρώπων».

 

Ο Τζάκ σταμάτησε την αφήγηση του. Έψαχνε να ακούσει κάποιο παρηγορητικό λόγο μα του κάκου. Συνέχισε…

 

«Δεν ήθελα να αφήσω το σπαθί. Πίστευα πως με αυτό θα ερχόταν επιτέλους δικαιοσύνη στον κόσμο. Θα γινόμασταν καλύτεροι άνθρωποι. Αλίμονο! Το σπαθί κυνηγά οποιοδήποτε άνθρωπο το έχει στην κατοχή του. Καταγράφει τις αμαρτίες του και… και…»

«Και τι Τζάκ»;

Ο Τζακ έδειξε την λάμα του σπαθιού. Η μία πλευρά ήταν κατακόκκινη και η άλλη σχεδόν ολοκληρωτικά κόκκινη εκτός από μια μικρή άκρη.

«Όταν κοκκινίσουν και οι δύο άκρες ο κάτοχος του σπαθιού πρέπει να πληρώσει για τις αμαρτίες του».

Και άλλη αμήχανη παύση.

«Λοιπόν αγάπη μου δεν θα με ρωτήσεις γιατί δεν ξεφορτώνομαι το σπαθί»;

 

Ο Τζακ πλησίασε προς την γυναίκα του όμως εκείνη τραβήχτηκε μακριά του.

 

«Μην με πλησιάζεις τέρας».

«Σε παρακαλώ αγάπη μου όχι και συ…»

«Μείνε μακριά μας. Δεν θέλω να σε ξαναδώ ποτέ. Ακούς;»

 

Ο Τζακ έμεινε μόνος στην αίθουσα, συντετριμμένος. Τα πάντα γύριζαν γύρω του. Δεν ήξερε τι να κάνει. Με την άκρη του ματιού του, εντόπισε τον Γεώργιο, ο οποίος πλέον είχε μεταμορφωθεί σ’ ένα παιδικό παιχνίδι, ένα μολυβένιο στρατιωτάκι. Τον πήρε στην σφούχτα του και άρχισε να κλαίει για πολύ ώρα με λυγμούς. Κανείς από τους υπηρέτες ή τους υπόλοιπους φύλακες δεν πλησίασε στο δωμάτιο. Τελικά μετά από αρκετή ώρα σφούγγιξε τα δάκρυα του. Άρχισε να παραμιλά.

 

«Θα επανορθώσω. Για το παιδί μου, για την αγάπη μου και για σένα καλέ μου Γεώργιε. Θα βρω ένα τρόπο να σε επαναφέρω και ας χάσω την ζωή μου.»

Ο Τζακ έβαλε σε πράξη τα λόγια του. Είχε αρκετά χρήματα για το ταξίδι που επρόκειτο να ξεκινήσει. Στην ζώνη ζώστηκε το σπαθί. Δεν θα μπορούσε να το ξεφορτωθεί έτσι και αλλιώς. Και να το ήθελε. Το σπαθί άπαξ και ξεκινούσε να βάφεται κόκκινο εξαιτίας των αμαρτιών κάποιου δεν υπήρχε γυρισμός. Θα έβρισκε όμως ένα τρόπο να πετύχει στην αποστολή του. Όλα θα πήγαιναν καλά. Αρκεί να μην υπέπιπτε σε καμιά αμαρτία…

 

 

Edited by Rhialto
  • Like 3
Link to comment
Share on other sites

Είναι τελείως γελοίο, τελείως ασόβαρο, τελείως... αυτά.

Δεν πρόλαβα κάτι άλλο, αλλά ας μην απογοητεύσω την κυρά δασκάλα.

Το τελείωσα σε 45 λεπτά.

Ιδού!

 

«Λοιπόν παιδιά, θέλετε να σας πω παραμύθι;»
«Ναι κύριε!»
«Ωραία... Μία φορά κι έναν καιρό, στην μακρινή και ξακουστή Σαραβία, ζούσε ένας φτωχός και μόνος καουμπόυ. Τώρα θα με ρωτήσετε τι γυρεύει ένας καουμπόυ σε μία χώρα με τουρμπάνια, μαγικά χαλιά και λυχνάρια. Και πολύ καλά θα κάνετε! Αλλά δεν έχω απάντηση.
Ο καουμπόυ λοιπόν, κάθε μέρα ξυπνούσε το πρωί, έπινε το φρέσκο γάλα του από την αγελάδα που είχε στο ράντσο του και-»
«Μα κύριε, πώς είχε ράντσο στην Σαραβία; Αφού εκεί έχει μόνο έρημο».
«Σταμάτα παιδί μου, μην με κόβεις πάνω στο καλύτερο. Τι έλεγα; Α ναι. Ξυπνούσε λοιπόν, έπινε το γάλα του και καβάλα στο κάτασπρο και δυνατό άλογο του που τον έλεγαν Βουκεφάλα-»
«Κύριε, τα έχετε κάνει αχταρμά».
«Σιωπή, ανεδαίστατε! Βάλτε λίγο την φαντασία σας να δουλέψει! Όποιος με ξαναδιακόψει αύριο θα γράψει διαγώνισμα. Έτσι, μπράβο. Παναγίες σας θέλω. Λοιπόν. Καβάλα λοιπόν στον Βουκέφαλα, έκανε βόλτα στην πόλη, ψώνιζε τα φρούτα του, τα κρέατα του και τα δώρα για την κυρά του. Στο τέλος, έκανε μία στάση στο μπαρ “Τα 7 μικρά αδέλφια” για να πιει μία μπιρίτσα να ξαποστάσει».
«Μαύρη ή ξανθή;»
«Γιαννάκη! Αύριο διαγώνισμα. Μη, μη πεις τίποτα, προειδοποίησα. Τσιμουδιά όλοι σας! Λοιπόν... μπαίνοντας στο μπαρ ο καουμπόυ άραζε την πέτς..εεε... άραζε στην μπάρα και παράγγελνε την μπίρα του. Σε αυτό το μπαρ που λέτε, δούλευε μία καλοσυνάτη αλλά θεόχαζη κοπέλα, η Χιονάτη.
ΟΠΟΙΟΣ ΞΑΝΑΚΑΝΕΙ ΟΥΥΥ ΘΑ ΦΑΕΙ ΑΠΟΒΟΛΗ! Ωραία. Η Χιονάτη λοιπόν, δούλευε μεροκάματο στο μπαρ για να βγάλει το ψωμί της και να μπορέσει να φύγει από την Σαραβία ώστε να πάει να σπουδάσει και να γίνει γεωπόνος. Για κάποιον περίεργο λόγο, της άρεσαν πολύ τα μήλα. Το πρόβλημα όμως ήταν άλλο. Οι ιδιοκτήτες του μπαρ, ήταν εφτά κοντά, στραβά και πολύ ζηλιάρικα αδέλφια. Ο ένας χειρότερος από τον άλλον. Την έβαζαν να δουλεύει υπερωρίες χωρίς να πληρώνεται, να καθαρίζει δύο και τρεις φορές το μπαρ και το μοναδικό που της παρείχαν ήταν ένα εξαθλιωμένο δωμάτιο στον πάνω όροφο.
Ο καουμπόυ πολύ την λυπόταν την κακομοίρα την Χιονάτη. Όποτε μπορούσε της άφηνε γερό μπουρμπουάρ αλλά τι να κλάσει κι αυτό.»
«Κύριε! Ντροπή!»
«Ναι, με το μπαρδόν. Παρασύρθηκα. Αφού λοιπόν έπινε 2-3 μπίρες ο καουμπόυ, άφηνε το φιλοδώρημα και έπαιρνε τον δρόμο της επιστροφής. Μία ημέρα όμως, στην πόρτα συνάντησε τον Χαλίφη της Βαγδάτης. Που τον έλεγαν Αλαντίν. Όχι, σταματήστε, δεν είναι κλεμμένο αλήθεια! Ο Αλαντίν λοιπόν, έμοιαζε λίγο με τον διευθυντή του σχολείου μας. Ψηλός, στυφνός, με καμπούρα και γυαλιά. Δύστροπος και γκρινιάρης. Σαν την πεθερά μου αλλά σε άνδρα».
«Τι είναι η πεθερά κύριε;»
«Άστο καλύτερα, θα μάθεις στο μέλλον. Ο Αλαντίν λοιπόν πουλούσε προστασία στο μαγαζί των 7 αδελφιών και μπαίνοντας πάντα τους έλεγε κοροιδευόμενος “Τι χαμπάρια νανάκια;”. Τα 7 αδέλφια πολύ εκνευρίζονταν αλλά δεν τολμούσαν να του πάνε κόντρα. Και πάντα πλήρωναν στην ώρα τους. Ο καουμπόυ όμως ήταν ένας άνδρας γενναίος, μεγαλωμένος στην Άγρια Δύση, στα όρη και στα άγρια βουνά. Δε θα το άφηνε να περάσει έτσι.
Ύψωσε λοιπόν ανάστημα και είπε στον Αλαντίν οτι δε θα περνούσαν άλλο οι τραμπουκισμοί του. Ο Αλαντίν γέλασε με την καρδιά του και έβαλε δύο από τους μπράβους του να τον δείρουν. Ο καημένος ο καουμπόυ προσπάθησε αλλά στο τέλος τις έφαγε για τα καλά. Η Χιονάτη έκλαιγε και τους παρακαλούσε να σταματήσουν, αλλά εκείνοι τίποτα. Τότε πάνω στον θυμό και την οργή της, πήδηξε με δύναμη πάνω τους και τους έδωσε δύο κλωτσιές στα αρχ...»
«ΚΥΡΙΕ!»
«...αχαμνά τους, ξαπλώνοντας τους κάτω. Όλοι έμειναν έκθαμβοι με αυτό που είδαν καθώς τα παπούτσια της Χιονάτης λαμπύριζαν με ένα έντονο κόκκινο χρώμα. Ο Αλαντίν εκνευρίστηκε πάρα πολύ αλλά δε θα τολμούσε να χτυπήσει μία γυναίκα, πόσο μάλλον την Χιονάτη που είχε δαγκώσει την λαμαρίνα μαζί της».
«Κύριε, πώς δαγκώνεις την λαμαρίνα;»
«Πώς έφαγες εσύ χυλόπιτα από το Μαράκι στο διάλειμμα και την γουστάρεις ακόμα; Ε αυτό. Λοιπόν, που ήμουν; Α, ναι. Ο καουμπόυ εντυπωσιάστηκε από την κίνηση της Χιονάτης και έτρεξε να την αγκαλιάσει. Η ίδια είχε σαστίσει καθώς δεν της είχε ξανασυμβεί αυτό ούτε ήξερε ότι είχε τέτοια δύναμη. Τα παπούτσια της πλέον δεν έβγαζαν καμία λάμψη. Τότε ο καουμπόυ θυμήθηκε μία ιστορία που του έλεγε η γιαγιά του, όταν ήταν νιάνιαρο. Υπήρχε ένα λυχνάρι μαγικό, στο οποίο αν έριχνες μέσα μπίρα, θυμάρι και λίγο τσίπουρο μπορούσες να κάνεις ότι ευχή ήθελες».
«Μα...»
«ΑΥΡΙΟ ΟΛΟΙ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΑ! Κι όποιος με ξαναδιακόψει, θα τον βάλω να ξαναπει όλη την ιστορία από την αρχή! Λοιπόν, για να τελειώνουμε. Ο καουμπόυ έψαξε σε όλη την Σαραβία να βρει το λυχνάρι, βρήκε τον Αλή Μπαμπά και τους 52 κλέφτες, εξαγόρασε τους 20, μπήκανε στην σπηλιά του λήσταρχου Νταβέλη, πήραν το λυχνάρι, ρίξανε μέσα τσίπουρο, το ήπιανε από μαλακία τους, ξαναρίξανε, κάνανε μία ευχή, η Χιονάτη βρήκε ένα πουγκί λεφτά, φόρεσε τα κόκκινα παπούτσια της και μαζί με τον Βουκεφάλα έφυγε γι άλλες πολιτείες.
Αυτά. Τι με κοιτάτε, δεν σας άρεσε; ΓΙΑ ΤΟΛΜΗΣΤΕ ΝΑ ΠΕΙΤΕ ΟΧΙ!»

 

  • Like 6
Link to comment
Share on other sites

Βάγια: Σε αυτό που λέει η Αταλάντη συμφωνώ, περί στεγνής γραφής. Εδώ όμως κατ' εξαίρεση ταιριάζει επειδή έχουμε να κάνουμε με παραμύθι. Μου άρεσε ο συνδυασμός των παραμυθιών, θα μπορούσες να είχες δώσει λίγο περισσότερο βάρος στην Πεντάμορφη και το Τέρας, αλλά ΟΚ όπως και να έχει. Έστεκε. Το κομμάτι όπου της δαγκώνει το στήθος, είναι για μένα το λιγότερο επαρκώς διακαιολογημένο. Μου δίνεις μάλιστα την εντύπωση πως το γνωρίζεις και εσύ αυτό. Από τον τρόπο που προσπαθείς να το εξηγήσεις στη φυλακή, ας πούμε, μου δίνεις την εντύπωση πως αισθάνεσαι πως τα κίνητρα εδώ φαντάζουν πολύ σκαιά και πρέπει να διασαφηνιστούν. Μου πέρασε από το νου ότι ο Ιωάννης θα προσπαθούσε όντως να βιάσει την κοπέλα, προκειμένου να πάρει επάνω του την κατάρα της παρθενιάς της. Να πάθει δηλαδή αυτός ό,τι θα πάθαινε ο πρίγκιπας (διάβασε το Μανδραγόρα του Μακιαβέλι, έχει ακριβώς τέτοια σκηνή). Το αίμα και το γάλα κάπως με μπέρδεψαν. Δεν έπιασα δηλαδή εκατό τοις εκατό τί ήθελε να κάνει ακριβώς ο Ιωάννης.

Εκείνο που επίσης θα ήθελε δουλίτσα είναι το σημείο όπου πετρώνει. Εννοώ, το παραμύθι είναι μεν γνωστό αλλά επειδή είναι και retold και cross-over θα έπρεπε ίσως να έχει τη θέση του στο καινούριο πλαίσιο και αυτό το στοιχείο. Πετρώνει γιατί....αυτό.

Πολύ καλή η ιδέα και το ταίριασμα με το ξόρκι παραίσθησης πάντως. Και γενικά, πολύ ωραίο βγήκε και το δικό σου παραμύθι.

Συγχαρητήρια!

Link to comment
Share on other sites

Rhialto.....

Με μπέρδεψες όμως, Τρελά.

 

1. Πρώτον που είχα πάρει στα σοβαρά την ιστορία μέχρι το διάλογο μεταξύ Θωμά και Γεώργιου. Έγινε Γιώργος και με πέταξε τελείως εκτός κλίματος και μετά έγινε γεροντογιεγιές. Ασχολίαστο. Δεν ταίριαζε με το πλαίσιο το κομμάτι αυτό.

2. Δεν θα είχα πρόβλημα που ανακάτεψες και τον Ραμπλστίλτσκιν στην ιστορία σου, αρκεί να ερχόταν λίγο πιο μαλακά το πώς ήξερε ο Γεώργιος το όνομά του. Ήταν κάπως ευκολάκι να έχει τύχει τέτοιο πράγμα και στη γιαγιά του. Ή πάντως ήθελα πέντε κουβέντες παραπάνω εκεί. Γενικώς είχες μία βιασύνη στο γράψιμό σου. Και οι διάλογοί σου θέλουν λούστρο. Όχι μονάχα οι δυο φρουροί. Και με την κυρά, και όλοι.

3. Το μολυβένιο στρατιωτάκι είχε πολύ λίγο ρόλο. Ας πούμε, πώς θα μπορούσε να είχε γίνει. Ο νάνος στη μάχη έχει κόψει το πόδι του Γεώργιου (αν θυμάσαι ήταν κουτσό το στρατιωτάκι). Μετά που μεταμορφώνεται σε μολύβι παραμένει κουτσό. Ο Τζακ στο ταξίδι του εμπιστεύεται το Γεώργιο σε κάποιον έμπορο. Κάπως με κάποιον τρόπο καταλήγει στον παιχνιδοποιό που τον ανακατεύει με τον υπόλοιπο μολυβένιο στρατό. Βασικά παπάδες μπορούσες να κάνεις. Ο Τζακ από τη μία προσπαθεί να εξιλεωθεί, μπλέκει σε περιπέτειες και από την άλλη παρακολουθούμε τον Γεώργιο πώς και τι. Η Μαίρη τον ψάχνει, πάει σε μία μάγισσα να τη βοηθήσει να τον βρει, η μάγισσα για χ-ψ λόγους τη μεταμορφώνει σε μπαλαρίνα -παιχνίδι (να το πάλι το μολυβένιο στρατιωτάκι) και τους σώζει και τους δυο ο Τζακ.

Παπάδες μπορούσες να κάνεις.

4. Το τέλος, δεν ξέρω αν έγινε επίτηδες, αλλά μου θύμισε επίσης ένα άλλο παραμύθι. Ο Στρατιώτης και το πνεύμα του κακού, ή κάπως έτσι. Που δεν πρέπει να αμαρτήσει για ένα χρόνο....για εφτά χρόνια...δεν θυμάμαι καλά.

 

Αυτά από μένα. Μου άρεσε πολύ πάντως το πώς λειτούργησε η φαντασία σου.

Link to comment
Share on other sites

Είναι τελείως γελοίο, τελείως ασόβαρο, τελείως... αυτά.

Δεν πρόλαβα κάτι άλλο, αλλά ας μην απογοητεύσω την κυρά δασκάλα.

Το τελείωσα σε 45 λεπτά.

Ιδού!

 

«Λοιπόν παιδιά, θέλετε να σας πω παραμύθι;»

«Ναι κύριε!»

«Ωραία... Μία φορά κι έναν καιρό, στην μακρινή και ξακουστή Σαραβία, ζούσε ένας φτωχός και μόνος καουμπόυ. Τώρα θα με ρωτήσετε τι γυρεύει ένας καουμπόυ σε μία χώρα με τουρμπάνια, μαγικά χαλιά και λυχνάρια. Και πολύ καλά θα κάνετε! Αλλά δεν έχω απάντηση.

Ο καουμπόυ λοιπόν, κάθε μέρα ξυπνούσε το πρωί, έπινε το φρέσκο γάλα του από την αγελάδα που είχε στο ράντσο του και-»

«Μα κύριε, πώς είχε ράντσο στην Σαραβία; Αφού εκεί έχει μόνο έρημο».

«Σταμάτα παιδί μου, μην με κόβεις πάνω στο καλύτερο. Τι έλεγα; Α ναι. Ξυπνούσε λοιπόν, έπινε το γάλα του και καβάλα στο κάτασπρο και δυνατό άλογο του που τον έλεγαν Βουκεφάλα-»

«Κύριε, τα έχετε κάνει αχταρμά».

«Σιωπή, ανεδαίστατε! Βάλτε λίγο την φαντασία σας να δουλέψει! Όποιος με ξαναδιακόψει αύριο θα γράψει διαγώνισμα. Έτσι, μπράβο. Παναγίες σας θέλω. Λοιπόν. Καβάλα λοιπόν στον Βουκέφαλα, έκανε βόλτα στην πόλη, ψώνιζε τα φρούτα του, τα κρέατα του και τα δώρα για την κυρά του. Στο τέλος, έκανε μία στάση στο μπαρ “Τα 7 μικρά αδέλφια” για να πιει μία μπιρίτσα να ξαποστάσει».

«Μαύρη ή ξανθή;»

«Γιαννάκη! Αύριο διαγώνισμα. Μη, μη πεις τίποτα, προειδοποίησα. Τσιμουδιά όλοι σας! Λοιπόν... μπαίνοντας στο μπαρ ο καουμπόυ άραζε την πέτς..εεε... άραζε στην μπάρα και παράγγελνε την μπίρα του. Σε αυτό το μπαρ που λέτε, δούλευε μία καλοσυνάτη αλλά θεόχαζη κοπέλα, η Χιονάτη.

ΟΠΟΙΟΣ ΞΑΝΑΚΑΝΕΙ ΟΥΥΥ ΘΑ ΦΑΕΙ ΑΠΟΒΟΛΗ! Ωραία. Η Χιονάτη λοιπόν, δούλευε μεροκάματο στο μπαρ για να βγάλει το ψωμί της και να μπορέσει να φύγει από την Σαραβία ώστε να πάει να σπουδάσει και να γίνει γεωπόνος. Για κάποιον περίεργο λόγο, της άρεσαν πολύ τα μήλα. Το πρόβλημα όμως ήταν άλλο. Οι ιδιοκτήτες του μπαρ, ήταν εφτά κοντά, στραβά και πολύ ζηλιάρικα αδέλφια. Ο ένας χειρότερος από τον άλλον. Την έβαζαν να δουλεύει υπερωρίες χωρίς να πληρώνεται, να καθαρίζει δύο και τρεις φορές το μπαρ και το μοναδικό που της παρείχαν ήταν ένα εξαθλιωμένο δωμάτιο στον πάνω όροφο.

Ο καουμπόυ πολύ την λυπόταν την κακομοίρα την Χιονάτη. Όποτε μπορούσε της άφηνε γερό μπουρμπουάρ αλλά τι να κλάσει κι αυτό.»

«Κύριε! Ντροπή!»

«Ναι, με το μπαρδόν. Παρασύρθηκα. Αφού λοιπόν έπινε 2-3 μπίρες ο καουμπόυ, άφηνε το φιλοδώρημα και έπαιρνε τον δρόμο της επιστροφής. Μία ημέρα όμως, στην πόρτα συνάντησε τον Χαλίφη της Βαγδάτης. Που τον έλεγαν Αλαντίν. Όχι, σταματήστε, δεν είναι κλεμμένο αλήθεια! Ο Αλαντίν λοιπόν, έμοιαζε λίγο με τον διευθυντή του σχολείου μας. Ψηλός, στυφνός, με καμπούρα και γυαλιά. Δύστροπος και γκρινιάρης. Σαν την πεθερά μου αλλά σε άνδρα».

«Τι είναι η πεθερά κύριε;»

«Άστο καλύτερα, θα μάθεις στο μέλλον. Ο Αλαντίν λοιπόν πουλούσε προστασία στο μαγαζί των 7 αδελφιών και μπαίνοντας πάντα τους έλεγε κοροιδευόμενος “Τι χαμπάρια νανάκια;”. Τα 7 αδέλφια πολύ εκνευρίζονταν αλλά δεν τολμούσαν να του πάνε κόντρα. Και πάντα πλήρωναν στην ώρα τους. Ο καουμπόυ όμως ήταν ένας άνδρας γενναίος, μεγαλωμένος στην Άγρια Δύση, στα όρη και στα άγρια βουνά. Δε θα το άφηνε να περάσει έτσι.

Ύψωσε λοιπόν ανάστημα και είπε στον Αλαντίν οτι δε θα περνούσαν άλλο οι τραμπουκισμοί του. Ο Αλαντίν γέλασε με την καρδιά του και έβαλε δύο από τους μπράβους του να τον δείρουν. Ο καημένος ο καουμπόυ προσπάθησε αλλά στο τέλος τις έφαγε για τα καλά. Η Χιονάτη έκλαιγε και τους παρακαλούσε να σταματήσουν, αλλά εκείνοι τίποτα. Τότε πάνω στον θυμό και την οργή της, πήδηξε με δύναμη πάνω τους και τους έδωσε δύο κλωτσιές στα αρχ...»

«ΚΥΡΙΕ!»

«...αχαμνά τους, ξαπλώνοντας τους κάτω. Όλοι έμειναν έκθαμβοι με αυτό που είδαν καθώς τα παπούτσια της Χιονάτης λαμπύριζαν με ένα έντονο κόκκινο χρώμα. Ο Αλαντίν εκνευρίστηκε πάρα πολύ αλλά δε θα τολμούσε να χτυπήσει μία γυναίκα, πόσο μάλλον την Χιονάτη που είχε δαγκώσει την λαμαρίνα μαζί της».

«Κύριε, πώς δαγκώνεις την λαμαρίνα;»

«Πώς έφαγες εσύ χυλόπιτα από το Μαράκι στο διάλειμμα και την γουστάρεις ακόμα; Ε αυτό. Λοιπόν, που ήμουν; Α, ναι. Ο καουμπόυ εντυπωσιάστηκε από την κίνηση της Χιονάτης και έτρεξε να την αγκαλιάσει. Η ίδια είχε σαστίσει καθώς δεν της είχε ξανασυμβεί αυτό ούτε ήξερε ότι είχε τέτοια δύναμη. Τα παπούτσια της πλέον δεν έβγαζαν καμία λάμψη. Τότε ο καουμπόυ θυμήθηκε μία ιστορία που του έλεγε η γιαγιά του, όταν ήταν νιάνιαρο. Υπήρχε ένα λυχνάρι μαγικό, στο οποίο αν έριχνες μέσα μπίρα, θυμάρι και λίγο τσίπουρο μπορούσες να κάνεις ότι ευχή ήθελες».

«Μα...»

«ΑΥΡΙΟ ΟΛΟΙ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΑ! Κι όποιος με ξαναδιακόψει, θα τον βάλω να ξαναπει όλη την ιστορία από την αρχή! Λοιπόν, για να τελειώνουμε. Ο καουμπόυ έψαξε σε όλη την Σαραβία να βρει το λυχνάρι, βρήκε τον Αλή Μπαμπά και τους 52 κλέφτες, εξαγόρασε τους 20, μπήκανε στην σπηλιά του λήσταρχου Νταβέλη, πήραν το λυχνάρι, ρίξανε μέσα τσίπουρο, το ήπιανε από μαλακία τους, ξαναρίξανε, κάνανε μία ευχή, η Χιονάτη βρήκε ένα πουγκί λεφτά, φόρεσε τα κόκκινα παπούτσια της και μαζί με τον Βουκεφάλα έφυγε γι άλλες πολιτείες.

Αυτά. Τι με κοιτάτε, δεν σας άρεσε; ΓΙΑ ΤΟΛΜΗΣΤΕ ΝΑ ΠΕΙΤΕ ΟΧΙ!»

 

 

 

?????? I mean really?

 

Καλά, δεν τολμάμε να πούμε λέξη...γελάσαμε πάντως!

Link to comment
Share on other sites

Ευχαριστώ πολύ Ιρμάντα, για τα σχόλια. Είναι αλήθεια ότι οι ιστοριούλες μου βγαίνουν συχνά κάπως ξερές, επειδή σχεδόν πάντα τυχαίνει να τις γράφω τελευταία στιγμή. :oops: Πραγματικά, είχα πρόβλημα στη σκηνή που δαγκώνει ο Ιωάννης στην πριγκίπισσα και η αρχική πρόθεσή μου ήταν αυτή που περιγράφεις, δηλαδή να τη βιάσει για να πάρει αυτός την κατάρα της παρθενιάς. Μου φάνηκε όμως πολύ σόκιν και άφησα τη σκηνή όπως είναι στο αρχικό (ότι δηλαδή πρέπει να ρουφήξει 3 σταγόνες αίμα από το στήθος της.) Εγώ πρόσθεσα και το γάλα με το ποίο τρέφουν οι γυναίκες τα μωρά. Μαζί και τα 2αυτά είναι η ζωτική ουσία της πριγκίπισσας, η οποία θα πρέπει να αποδυναμωθεί.

Και με το πέτρωμα είχα μεγάλο πρόβλημα και δεν είχα ιδέα πως να γίνει.

Άσε, είδα κι έπαθα να τα συνδυάσω, ήταν πολύ δύσκολο! :stupid:

 

Για την ιστορία του Rhi;alto δεν έχω, δυστυχώς, να πω τίποτε, εκτός του ότι μπερδεύτηκα.

Του Ballerond ήταν πολύ έξυπνο κι αστείο, με έναν μπερδεμένο δάσκαλο.

  • Like 1
Link to comment
Share on other sites

Αταλάντη

 

Να, ένα ωραίο παραμυθάκι. Ίσως γίνεται υπερβολικό κατ' εμέ που στο τέλος

εμφανίζεται κοτζάμ άρμα

. Συνολικά, πάντως, καλή προσπάθεια κι η τελευταία φράση πετυχημένη!

 

Βάγια

Θα συμφωνήσω και θα διαφωνήσω με Αταλάντα. Ναι, η γραφή όντως μοιάζει στεγνή. Δούλεψε το. Θα διαφωνήσω στα πέρι πλοκής μιας και η ένωση των δύο κομματιών μου φάνηκε  καλή.  Η ιδέα υπάρχει δηλαδή, αλλά θέλει λίγο δουλειά!

 

Μπάμπης

Μπαίνω κι εγώ στο κλαμπ αυτών που μπερδεύτηκαν με την ιστορία. Καλά μου το πήγαινες, αλλά μετά το πήγες σε πιο φιλοσοφικά μονοπάτια και μ'έχασες.  Θα συμφωνήσω με  την δασκάλα όσον αφορά τις παρατηρήσεις 2 και 3. Πραγματικά    

ο ρουμπετέττοιος  -σχωράτε με  μοναχά  μια φορά σ''ένα επεισόδιο στο closer  το έχω ξανακούσει-  μου φάνηκε τελείως ξεκάρφωτος

 

 

Μοδεράτορας

Ναι, σουρέαλ, ναι, ό,τι να'ναι, αλλά  δεν μου έβαλε γέλιο.   Σαν γενική παρατήρηση, επειδή το έχω δει και αλλού, το χιούμορ στα κείμενα σου είναι συχνά αρκετά in your face. Αυτό κάποιες φορές  δουλεύει και κάποιες όχι.  Αυτό που θέλω να πω είναι  περίπου η εξής ατάκα 

 

I’m not a huge fan of Psych, but I can see why so many people are. Every time I watch the show, it’s like being shaken by a 500-pound man with sugary breath who keeps slapping you about the face and screaming, “DAMMIT, BE ENTERTAINED!”

από εδώ    (btw το Psych  ήταν και γαμώ  και καταλαβαίνω γιατί το γράφει, αλλά έχει άδικο :p)

 

Για δοκίμασε και το πιο subtle.

---------

 

jjohn: Δεν ξέρω τι να σου γράψω, βρε παλικάρι μου.Τυπικά, στα της άσκησης είσαι σωστός. Αλλά δεν γέλασα ούτε μου φάνηκε αστεία η ιστορία. Sorry :(

No worries γιατί ούτε κι εμένα μου φάνηκε αστείο. Απλά μου φάνηκε ωραία τρολιά και η τρολιά δεν πρέπει να είναι απαραίτητα  αστεία   :mf_sonne: (αν και καλό θα' ταν :p

  • Like 1
Link to comment
Share on other sites

Guest
This topic is now closed to further replies.
×
×
  • Create New...

Important Information

You agree to the Terms of Use, Privacy Policy and Guidelines. We have placed cookies on your device to help make this website better. You can adjust your cookie settings, otherwise we'll assume you're okay to continue..