SymphonyX13 Posted May 7, 2017 Share Posted May 7, 2017 Όνομα Συγγραφέα:SymphonyX13Είδος: ΤρόμουΒία; ΝαιΣεξ; ΌχιΑριθμός Λέξεων: 3500Αυτοτελής; ΝαιΣχόλια: Η συμμετοχή μου για τον 45ο Διαγωνισμό Σύντομης Ιστορίας, Κατηγορία:Τρόμος, Θέμα:ΚληρονομιάΑρχείο: Η χαραμάδα.doc Η χαραμάδα Ανοίγω τα μάτια μου.Ο ύπνος όμως θέλει να τα κρατήσει ακόμα σφαλιστά και τα νιώθω βαριά και να με κόβουν, λες και είναι γεμάτα άμμο. Αυτό μου φαίνεται παράξενο,αφού δεν ξυπνάω από βραδινό ύπνο, αλλά από έναν μεσημεριάτικο υπνάκο. Εχώ κοιμηθεί παραπάνω απ`ότι συνήθως και ο απογευματινός πλέον ήλιος μπαίνει ακόμα μέσα από τα ανοιχτά παράθυρα, μαζί με ένα ελαφρύ αεράκι που κάνει τις κουρτίνες να χορεύουν ανάλαφρα.Η ματιά μου πάει αμέσως στην αριστερή γωνία του ταβανιού. Όσο φως και να έχει το δωμάτιο, πάντα έχω την εντύπωση ότι αυτό το σημείο είναι πιο σκοτεινό. Έχω τον παράξενο φόβο ότι μπορεί να γεννηθεί σκοτάδι από εκεί και να ξεχυθεί πλημμυρίζοντας το δωμάτιο. Καταφέρνω να αποσπάσω την προσοχή μου από την γωνία και αφουγκράζομαι προσεκτικά. Μια φωνή ακούγεται να έρχεται από τον κάτω όροφο, τρεμάμενη,ικετευτική. Είναι παράξενο που την ακούω τόσο καθαρά, ενώ είναι τόσο σιγανή, λίγο δυνατότερη από ψίθυρο. Η φωνή δυναμώνει, την αναγνωρίζω τώρα, είναι της μαμάς. Σκόρπιες λέξεις φτάνουν στα αυτιά μου, μια πρόταση που δεν μπορώ να καταλάβω την σημασία της, αφού είναι σπασμένη σε κομμάτια. «... Αλέξη ... κάνεις ... παρακαλώ ...» Άλλη μια φωνή ακούγεται τώρα, μια φωνή γνώριμη αλλά συγχρόνως και τελείως ξένη. Είναι ο μπαμπάς μου αυτός; Όχι δεν γίνεται, δεν μπορεί αυτή η φωνή να ανήκει στον μπαμπά μου. Η φωνή του μπαμπά μου είναι πάντα χαρούμενη, κελαριστή, χαιδεύει τα αυτιά μου σαν αγαπημένο τραγουδάκι, δεν είναι γεμάτη οργή, θυμό και τρέλα σαν αυτή που ακούω τώρα. Δεν μπορώ να καταλάβω τι λέει, δεν είμαι σίγουρη αν βγαίνουν λέξεις από το στόμα του, πιο πολύ μοιάζει να ουρλιάζει χωρίς νόημα. Οι φωνές δυναμώνουν, ανακατεύονται, καλύπτει η μια την άλλη και ακούω ένα θόρυβο σαν κάτι να σπάει, είναι ο ίδιος ήχος που έκανε το αγαπημένο βάζο της μαμάς όταν το έσπασα κατά λάθος. Ένας γδούπος σαν κάτι να πέφτει βαριά στο πάτωμα ακούγεται και ακολουθείται από βήματα που ανεβαίνουν γρήγορα την ξύλινη σκάλα που οδηγεί στον πάνω όροφο. Κατεβαίνω από το κρεβάτι μου και η ματιά μου πέφτει πάλι στην γωνία. Νομίζω ότι είναι πιο σκοτεινή από πριν. Αν και είμαι αρκετά μεγάλη πια για λούτρινα παιχνίδια, παίρνω το λαγουδάκι που πάντα μου κάνει παρέα όταν κοιμάμαι. Είναι καλύτερα από το να είμαι τελείως μόνη μου, έστω και αν η μοναδική μου παρέα είναι ένας πάνινος λαγός. Πάω να το αγκαλιάσω και βλέπω ότι τα κουμπιά που έχει για μάτια λείπουν. Στην θέση τους είναι δυο ματωμένες τρύπες που αναδύουν έναν μαύρο καπνό. Το πετάω στο πάτωμα την ίδια στιγμή που η πόρτα του δωματίου ανοίγει με θόρυβο. «Μωρό μου;» Η μαμά μπαίνει μέσα αλαφιασμένη, το πρόσωπο της κατακόκκινο, μια μελανιά αρχίζει να απλώνεται κάτω από το αριστερό της μάτι. Τρέχει, γονατίζει μπροστά μου και με αγκαλιάζει σφιχτά, μετά τραβιέται απότομα, το βλέμα της πανικόβλητο, σαν κυνηγημένου ζώου. Σηκώνεται και αρχίζει να με τραβάει κατευθυνόμενη προς την πόρτα. «Γρήγορα, πρέπει να φύγουμε γρήγορα ... ο μπαμπάς ... δεν είναι καλά ... είναι μπερδεμένος ... πρέπει να φύγουμε ... » Η μαυρίλα στην γωνία έχει μεγαλώσει και άλλο, αρχίζει να εξαπλώνεται στους τοίχους, νομίζω πως κάτι κουνήθηκε μέσα της ενώ βγαίνουμε από το δωμάτιο. Της τραβάω το χέρι για να την κάνω να σταματήσει και να με κοιτάξει. «Ο μπαμπάς δεν είναι πια ο μπαμπάς...» της λέω,«...είναι το σπίτι.» Τότε ακούω ένα παράξενο γρύλισμα. Γυρίζουμε και τον βλέπουμε. Είναι πεσμένος στα τέσσερα, ανάσκελα, με την πλάτη κυρτωμένη σε αψίδα πάνω από το πάτωμα και αρχίζει να ανεβαίνει τις σκάλες. Ένας πνιχτός λυγμός ξεφεύγει από την μαμά, που με αρπάζει ξανά από το χέρι και τρέχοντας μπαίνουμε στο δωμάτιο που βρίσκεται στο τέλος του διαδρόμου. Κοιτάζει δεξιά και αριστερά τρέμοντας, ψάχνοντας να βρει μια λύση, μια σωτηρία, και τότε βλέπει την άδεια, παλιά ντουλάπα. Με τραβάει με δύναμη, την ανοίγει και με σπρώχνει μέσα. «Μωρό μου, μείνε εδώ... να είσαι ήσυχη... δεν θα σε βρ-» «Μην με αφήνεις μαμά, μην με αφή-» «-ει εδώ... να είσαι ήσυχη, έτσι μω-» «-νεις, δεν θέλω να μεινω μόνη μου.» «-ρο μου; Η μαμά σε αγαπάει πολύ.» Τα μάτια της είναι ορθάνοιχτα από τον πανικό,τα δικά μου τα νιώθω να καίνε από τα δάκρυα που κυλάνε στα μαγουλά μου. Με φυλάει στο μέτωπό, τραβιέται απότομα μακριά μου και κλείνει την ντουλάπα. Σκοτάδι με τυλίγει και προσέχω αμέσως μια λεπτή ακτίνα φωτός που μπαίνει μέσα από μια χαραμάδα που υπάρχει στο ένα φύλλο της ντουλάπας. Κολάω το προσωπό μου πάνω της, είναι αρκετά μεγάλη για να δω την μαμά να κατευθύνεται προς την πόρτα, Τότε αυτή ανοίγει απότομα, η μαμά αρχίζει να ουρλιάζει και εγώ σηκώνω το χέρι μου για να... Ανοίγω τα μάτια μου, ανασηκώνομαι λίγο από το κρεβάτι και απλώνω το τρεμάμενο χέρι μου. Ψαχουλεύοντας, ανάβω το πορτατίφ και βρίσκω το ποτήρι με το νερό. Πίνω μερικές γουλιές, και παίρνω βαθιές ανάσες, προσπαθώντας να ηρεμήσω λίγο την καρδιά μου που χτυπάει ξέφρενα. Ο φόβος, η φρίκη, του ονείρου που στοιχειώνει συχνά τον ύπνο μου εδώ και εξηντατρία χρόνια, με συντροφεύει ακόμα. Ένα όνειρο που δεν είναι τίποτα άλλο από μια ανάμνηση. Μια ανάμνηση που λυτρωτικά σταματάει σε αυτό το σημείο, αν και θυμάμαι με κάθε λεπτομέρεια όλα όσα ακολούθησαν. Τα γηρατειά έχουν αδυνατίσει το κορμί μου, έχουν κάνει τα χέρια μου να τρέμουν και τα πόδια μου να τρικλίζουν, το μυαλό μου όμως παραμένει καθαρό. Όσο και να λαχταρώ την ευεργετική θολούρα της άνοιας, ξέρω ότι κάτι τέτοιο δεν πρόκειται να συμβεί. Έχω μείνει να θυμάμαι τα πάντα όπως έγιναν, να θυμάμαι και να περιμένω, τον κύκλο να ξαναρχίσει. Αντιπάθησα το σπίτι από την πρώτη κιόλας ματιά που του έριξα. Ενώ ο πατέρας μου χοροπηδούσε ενθουσιασμένος λες και ήταν αυτός το εφτάχρονο, βλέποντας το σπίτι που είχε κληρονομήσει από έναν μακρινό συγγενή που αγνοούσε ακόμα και την ύπαρξη του, εγώ το κοιτούσα ανήσυχα. Ήταν ένα μεγάλο σπίτι, που ήταν καλοδιατηρημένο αφού απ`ότι είχε πει ο πατέρας ενώ είχε να κατοικηθεί πολλά χρόνια, το συντηρούσε αρκετά συχνά ένα συνεργείο καθαρισμού. Δέσποζε στην μέση ενός μεγάλου κτήματος που συνόρευε με ένα πυκνό δάσος, όχι πολύ μακρυά από τον εθνικό δρόμο. Αν και άλλα παιδιά της ηλικίας μου μπορεί να το έβλεπαν σαν ένα μαγεμένο μέρος γεμάτο πιθανές και απίθανες περιπέτειες και θα ανυπομονούσαν να εξερευνήσουν την κάθε σπιθαμή του, η πρώτη σκέψη που έκανα βλέποντας το, δεν είχε τίποτα το μαγικό. Ένας πυκνός κισσός είχε καλύψει μεγάλο μέρος των τοίχων και μπλεκόταν με μια εξίσου πλούσια μπουκαμβίλια, κάνοντας το σπίτι να δείχνει σαν να είχε γίνει ένα με το δάσος που το περιέβαλε. Αυτή ήταν μια εικόνα που ήταν πρωτόγνωρη για ένα παιδί που ζούσε στην πόλη όπως εγώ και θα έπρεπε να με είχε συνεπάρει. Η σκέψη όμως που έκανα βλέποντας την, ήταν ότι οι ρίζες του κισσού και της μπουκαμβίλιας θα έφταναν βαθιά, πολύ βαθιά μέσα στην γη και θα ήταν μπλεγμένες με πολυκαιρισμένα, σπασμένα κόκκαλα. Η αρχική αίσθηση παρέμεινε μαζί μου και τις μέρες που ακολούθησαν. Συχνά μου φαινόταν ότι φευγαλέες σκιές τρεμόπαιζαν στην άκρη της όρασης μου. Άλλοτε απροσδιόριστοι ψίθυροι έφταναν στα αυτιά μου, και πάντα είχα την αίσθηση, ότι αν γυρνούσα απότομα θα έβλεπα κάποιον... ή κάτι να με παρακολουθεί. Η μητέρα γελούσε καθησυχαστικά και μου έλεγε ότι όλα τα είχε προκαλέσει η αλλαγή του περιβάλλοντος, το άγνωστο μέρος που ζούσαμε αυτές τις ημέρες και με είχε βγάλει από την καθημερινή ρουτίνα μου. Ο τελευταίος μήνας του καλοκαιριού όμως θα περνούσε γρήγορα, θα επιστρέφαμε στο σπίτι μας στην πόλη και όλα θα γυρνούσαν στην προηγούμενη, συνηθισμένη τους κατάσταση.Τίποτε όμως δεν έγινε ξανά όπως πριν. Τις επόμενες μέρες η αλλόκοτη αίσθηση που με είχε κυριεύσει είχε μετριαστεί λίγο, χωρίς όμως ποτέ να με εγκαταλείψει τελείως και ενώ η μητέρα μου ήταν ο συνηθισμένος πρόσχαρος εαυτός της, και ήταν πάντα έτοιμη να με κάνει να γελάσω, ο πατέρας άρχισε να αλλάζει. Ήταν πιο σφιγμένος απ`ότι συνήθως, ο χρόνος που περνούσε μαζί μου όλο και λιγόστευε και άρχισε να μαλώνει και να φωνάζει στην μητέρα, κάτι που δεν έκανε ποτέ πριν. Ήταν μόνιμα αφηρημένος και μερικές φορές έπρεπε να του μιλήσω δύο και τρεις φορές για να γυρίσει να με κοιτάξει, λες και ήταν αφοσιωμένος σε κάτι που μόνο αυτός έβλεπε και άκουγε. Και μετά έγινε το περιστατικό στο δωματιό μου. Είχα το χέρι μου στο πόμολο της πόρτας και ήμουν έτοιμη να το γυρίσω για να την ανοίξω, όταν άκουσα ψίθυρους να έρχονται μέσα από το δωμάτιο. Σταμάτησα και αφουγκράστηκα προσεκτικά. Δεν μπόρεσα να καταλάβω τι έλεγαν, αφού ήταν πολύ χαμηλόφωνοι, αλλά κατάφερα να γνωρίσω την φωνή του πατέρα μου. Άνοιξα την πόρτα σιγά σιγά και μπήκα στο δωμάτιο. Ο μπαμπάς μου έχει γυρισμένη την πλάτη, στέκεται ακούνητος και κοιτάει την αριστερή γωνία του ταβανιού. Ακούω τώρα ξεκάθαρα τι λέει, αλλά και πάλι δεν μπορώ να βγάλω νόημα. Η φωνή του είναι σιγανή και κανένα συναίσθημα δεν την χρωματίζει. «... πρέπει ... το ξέρω ... θα πληρωθεί ... ο κύκλος ... εγώ θα ... κλείσω ... θα το ξοφλήσω ... » Σταματάει τώρα και γυρίζει σιγά σιγά προς το μέρος μου. Το πρόσωπο του είναι κενό, το βλέμμα του απλανές, αλλά τελικά καρφώνεται πάνω μου. Χαμογελάει, μα τίποτα σε αυτό το χαμόγελο δεν φανερώνει την αγάπη ενός πατέρα για την κόρη του. Προσπαθώ να το ερμηνεύσω, να καταλάβω τι μπορεί να είναι αυτό που σκέφτεται ο μπαμπάς μου και μόνο μια λέξη μου έρχεται στο μυαλό: πείνα. Το χαμόγελο του πλαταίνει και άλλο, τα δόντια ξεγυμνώνονται, και απλώνει το χέρι του προς το μέρος μου. Κάνω ένα βήμα προς τα πίσω...«Μπαμπά; Είσαι καλά;» Το χέρι του σταματάει λίγα εκατοστά μακριά μου και το βλέμμα του καθαρίζει. Κοιτάζει τριγύρω του μπερδεμένος, λες και δεν ξέρει που βρίσκεται και μετά γυρίζει και μου χαιδεύει απαλά τα μαλλιά. «Καλά είμαι μικρούλα μου, μην φοβάσαι. Απλώς κάτι σκεφτόμουν και αφαιρέθηκα λίγο, εντάξει;» Γονατίζει, με αγκαλιάζει σφιχτά, μου δίνει ένα γρήγορο φιλί στο μάγουλο, μετά σηκώνεται και βγαίνει από το δωμάτιο. Σηκώνομαι από το κρεβάτι μου και πηγαίνω κουρασμένα στο λουτρό. Κάθε βήμα είναι επίπονο αφού σουβλιές κεντάνε τα πόδια και την μέση μου. Ανάβω το φως, μπαίνω μέσα και ανοίγοντας την βρύση, γεμίζω τις χούφτες μου με νερό και νίβω το πρόσωπο μου. Κοιτάζω την ρυτιδιασμένη αντανακλασή μου στον καθρέφτη και θυμάμαι τις ήσυχες μέρες που ακολούθησαν το περιστατικό με τον πατέρα μου. Όλα κυλούσαν ήρεμα, ευτυχισμένα και οι παράξενες σκέψεις είχαν φύγει από το μυαλό μου. Ο πατέρας μου ήταν ο παλιός καλός εαυτός του, οι εντάσεις του με την μητέρα μου είχαν εξαφανισθεί και τις ώρες μας γέμιζαν εκδρομές στο δάσος, παιχνίδια και γέλια. Οι σταγόνες του νερού που τρέχουν στο πρόσωπο μου μπερδεύονται με τα δάκρυα που αρχίζουν να κυλάνε στα μάγουλα μου, στην θύμηση αυτών των στιγμών, που ήταν οι τελευταίες χαρούμενες που είχαμε σαν οικογένεια. Ήταν η ηρεμία πριν την καταιγίδα, αφού μετά η χαρά μετατράπηκε σε εφιάλτη όταν είδα το παιδί του σκοταδιού. Εκείνο το βράδυ η μητέρα μου με έβαλε στο κρεβάτι όπως πάντα, με σκέπασε μέχρι την μέση με ένα σεντόνι, μου χάιδεψε τα μαλλιά, με φίλησε στο μάγουλο και αφού μου είπε ότι με αγαπάει πολύ, με καληνύχτησε. Έσβησε τα φώτα, αφήνοντας το πορτατίφ ανοιχτό και βγήκε από το δωμάτιο κλείνοντας σιγά σιγά την πόρτα πίσω της. Έμεινα για λίγο ξάγρυπνη, κοιτώντας ανήσυχα την αριστερή γωνία του ταβανιού, αλλά μετά έκλεισα τα μάτια μου και δεν άργησα να αποκοιμηθώ. Ξυπνάω με έναν παράξενο ήχο στα αυτιά μου. Ένώ έχω ακόμα σχεδόν κλειστά τα μάτια μου, μέσα στην νύστα μου, προσπαθώ να καταλάβω τι μου θυμίζει. Μοιάζει λίγο με γουργουρητό γάτας, όχι εκείνο το ευχάριστο, παιχνιδιάρικο γουργουρητό που βγάζει και σου γαργαλάει τα αυτιά όταν την χαιδεύεις, το άλλο που είναι σαν να σου λέει, “μην πλησιάζεις”. Γίνεται πιο έντονος τώρα και έχει και έναν ακόμα ήχο που τον συνοδεύει, αλλά δεν προλαβαίνω να καταλάβω με τι μοιάζει αυτός, αφού νιώθω κάτι βαρύ να με πιέζει και να μου κόβει σχεδόν την ανάσα. Ανοίγω τα μάτια μου απότομα και βλέπω ένα παιδί φτιαγμένο από σκοτάδι να κάθεται πάνω στην κοιλιά μου. Ανοίγω το στόμα μου να ουρλιάξω, να φωνάξω την μαμά μου, αλλά κανένας ήχος δεν ακούγεται.Προσπαθώ να σηκωθώ, να πετάξω αυτό το φρικτό πλάσμα από πάνω μου, αλλά το σώμα μου έχει παραλύσει. Το μόνο που μπορώ να κάνω είναι να κοιτάω κάτι που ενώ δεν πρέπει να υπάρχει, μου ανταποδίδει το βλέμμα μέσα από άδειες κόγχες που ξερνάνε μαυρίλα. Οι κόγχες είναι το μοναδικό χαρακτηριστικό που διακρίνω, αφού το πλάσμα που έχει σκαρφαλώσει πάνω μου, δείχνει να είναι φτιαγμένο από πηχτό σκοτάδι. Έχει το μέγεθος παιδιού της ηλικίας μου, έχει κάτσει πάνω μου αγκαλιάζοντας τα γόνατα του που έχουν κολλήσει στο στήθος του και σε σημεία το περίγραμμα του κορμιού του τρεμοπαίζει σαν καπνός που αναδεύεται στο αέρα. Μια χαρακιά εμφανίζεται ξαφνικά στο πρόσωπο του, ένα χαμόγελό σχηματίζεται που φανερώνει σειρές από κατάλευκα, μυτερά δόντια. Συνεχίζει να απλώνεται, μέχρι που διατρέχει το πρόσωπο του από άκρη σε άκρη. Σηκώνει το δεξί του χέρι, ο δείκτης είναι απλωμένος, ένα σουβλερό νύχι ξεπετάγεται από την άκρη του. Το δάχτυλο κάνει μια κυκλική κίνηση και απότομα το πλάσμα τινάζει το χέρι του. Το νύχι καρφώνεται στο μέτωπο μου, το νιώθω να χώνεται βαθιά στο κεφάλι μου, αλλά αυτή είναι η μόνη αίσθηση που καταλαβαίνω, αφού δεν υπάρχει κανένας πόνος. Το πλάσμα πηδάει απότομα από την κοιλιά μου, προσγειώνεται στον τοίχο, κολλάει επάνω του και προχωρώντας στα τέσσερα φτάνει στην αριστερή γωνία του ταβανιού και χώνεται μέσα της. Η παράλυση σπάει και φωνάζω με όλη μου την δύναμη... «ΜΑΜΑ!» Ξαπλώνω στο κρεβάτι μου και αναρωτιέμαι για άλλη μια φορά, αν θα είχε αλλάξει κάτι εάν η μητέρα μου με είχε πιστέψει. Μου είπε ότι δεν είχα δει τίποτα άλλο από ένα ιδιαίτερα ζωντανό εφιάλτη. Ακόμα και το σημάδι στο μέτωπο μου δεν αποδείκνυε τίποτα, αφού δεν ήταν παρά μόνο ένα τσίμπημα κουνουπιού που είχε μολυνθεί. Ένα τσίμπημα κουνουπιού. Κλείνω τα μάτια μου ελπίζοντας να βυθιστώ σε έναν ύπνο χωρίς όνειρα. ...καλύψω το στόμα μου και να εμποδίσω έτσι το ουρλιαχτό που πάει να βγει από μέσα μου. Ο μπαμπάς δεν είναι ο μπαμπάς μου πια. Τα χαρακτηριστικά του προσώπου του έχουν αλλοιωθεί, το σώμα του έχει στραβώσει σε παράξενες γωνίες, το στόμα του ανοιχτό, ένα παράξενο μαύρο υγρό τρέχει από μέσα του. Αρπάζει την μαμά μου που ουρλιάζει από τον λαιμό, το ουρλιαχτό της κόβεται απότομα.Το άλλο του χέρι πάει στην μέση της, την σηκώνει εύκολα πάνω από το κεφάλι του λες και είναι μια πάνινη κούκλα, και την πετάει με δύναμη στο πάτωμα. Θέλω να του φωνάξω να μην το κάνει, η μαμά δεν είναι πάνινη κούκλα, οι πάνινες κούκλες δεν έχουν κόκκαλα που σπάνε με τόσο τρομακτικό ήχο. Καμιά φωνή δεν βγαίνει από μέσα μου. Η μαμά μου όμως φωνάζει, φωνάζει από πόνο και ανάμεσα στα ουρλιαχτά της τον παρακαλά να σταματήσει. Εκείνος σκύβει πάνω της, την αρπάζει από τα μαλλιά και τότε με βλέπει. Το βλέμμα του κολλάει πάνω μου, είναι λες και η ματιά του διαπερνάει το ξύλο που με κρύβει. Μου προσφέρει ένα φριχτό χαμόγελο και αρχίζει να σέρνει την μαμά προς την ντουλάπα. Είμαι ακόμα κολλημένη πάνω στην χαραμάδα, λες και κάτι με κρατάει εκεί και βλέπω τον μπαμπά να σηκώνει την μαμά, σε απόσταση ικανή να την βλέπω ξεκάθαρα. Αυτή κάτι πάει να πει αλλά δεν προλαβαίνει γιατί ο μπαμπάς της χτυπάει με δύναμη το κεφάλι στην ντουλάπα, ακριβώς πάνω στο φύλλο με την χαραμάδα. Ο χρόνος δείχνει να αργεί να κυλήσει και βλέπω τα πάντα με κάθε λεπτομέρεια. Το κεφάλι της τραβιέται πάλι προς τα πίσω, το δεξί φρύδι έχει σχιστεί και αίματα τρέχουν στο πρόσωπο της. Πάλι μπροστά, ακούω δύο ήχους, το ξύλο της ντουλάπας να τρίζει και κάποιο κόκκαλο να σπάει. Πίσω πάλι, η μύτη έχει στραβώσει, χοντρές σταγόνες αίματος πετάγονται στον αέρα. Μπροστά, μια αδύναμη κραυγή της ξεφεύγει, πίσω, τα χείλη έχουν γίνει μια κόκκινη μάζα, κομμάτια δοντιών γλυστράνε ανάμεσα τους. Μπροστά, η χαραμάδα ανοίγει πολύ περισσότερο, ενώ ο ήχος που κάνει τώρα το κεφάλι της μαμάς όταν χτυπά την ντουλάπα, έχει μια υγρή αίσθηση. Πίσω, η μύτη έχει εξαφανιστεί τώρα, έχει χωθεί σχεδόν ολόκληρη στο κρανίο και εγώ αρχίζω να ουρλιάζω κλαίγοντας. «ΣΤΑΜΑΤΑ ΣΕ ΠΑΡΑΚΑΛΩ ΣΤΑΜΑΤΑ! ΜΗΝ ΤΟ ΚΑΝΕΙΣ ΑΥΤΟ, ΕΙΝΑΙ Η ΜΑΜΑ ΜΟΥ, ΜΗΝ ΤΟ ΚΑΝΕΙΣ ΑΥΤΟ ΣΤΗΝ ΜΑΜΑ ΜΟΥ!» Καταλαβαίνω ότι δεν ουρλιάζω, η φωνή μου είναι λίγο δυνατότερη από ψίθυρο, αλλά ο μπαμπάς σταματάει. Συνεχίζει να κρατάει την μαμά μου, που κρέμεται σαν άψυχη κούκλα, κάνει λίγα βήματα προς τα πίσω και το πρόσωπο του αρχίζει να λιώνει. Το ίδιο συμβαίνει και με το κατεστραμένο πρόσωπο της μαμάς. Οι σάρκες ρέουν, τα όστα σπάνε, ξανακολλάνε. Το ίδιο πρέπει να γίνεται και με τα κορμιά τους, αφού τα βλέπω να κάνουν απότομες κινήσεις κάτω από τα ρούχα τους. Τα πρόσωπα αλλάζουν, δημιουργούνται ξανά και σε λίγο είναι η μαμά που κρατάει τον μπαμπά στα χέρια της, είναι ο μπαμπάς τώρα που έχει διαλυμένο πρόσωπο.Τα σώματα τους μοιάζουν να έχουν ενωθεί σε σημεία, και αρχίζουν να ουρλιάζουν. Σαν σε απάντηση στα ουρλιαχτά τους, φωνές γεμίζουν το σπίτι. Παντού ολόγυρα στο δωμάτιο, σε διάφορα σημεία, οι τοίχοι φουσκώνουν, εξωγκώνονται, και μορφές αρχίζουν να εμφανίζονται από μέσα τους. Είναι γυμνές, το δέρμα τους ζαρωμένο, γεμάτο πληγές και δεν έχουν στόμα, ούτε μάτια. Μερικές περπατάνε σπασμωδικά, άλλες σέρνονται, και όλες κατευθύνονται στους γονείς μου. Τους φτάνουν, απλώνουν τα χέρια τους πάνω τους, οι σάρκες ενώνονται και σύντομα μια φρικτή, άμορφη μάζα δημιουργείται. Τα πρόσωπα της μαμάς και του μπαμπά έχουν ενωθεί, ανοίγουν το στόμα τους και ακούω πολλές φωνές να ουρλιάζουν όλες μαζί. Τώρα τα ουρλιαχτά σταματούν απότομα και ακούω τις φωνές να μιλάνε. «Υπήρξαμε... σε ότι υπήρξε πριν...» «...θα υπάρξουμε... σε ότι θα υπάρξει μετά...» «...το χρέος πληρώθηκε...» «...ο κύκλος έκλεισε...» «...μα θα ανοίξει ξανά...» «...θα περιμένουμε...» «...θα περιμένουμε...» «...θα περιμένουμε...» Τώρα τα μπλεγμένα κορμιά αρχίζουν να κουνιούται πολύ γρήγορα, χέρια προσπαθούν να αρπάξουν κάτι από τον αέρα, σώματα σπαρταράνε και κεφάλια πηγαινοέρχονται τόσο έντονα δεξιά αριστερά, που νομίζω ότι θέλουν να ουρλιάξουν, αλλά δεν μπορούν αφού δεν έχουν στόματα. Ένα σημείο στην μέση της μάζας ανασηκώνεται στιγμιαία μια, δυο, τρεις φορές, είναι λες και κάτι από μέσα προσπαθεί να βγει έξω.Το μοναδικό στόμα του μπαμπά και της μαμάς ανοίγει, πολλές φωνές ακούγονται να ουρλιάζουν πονεμένα, το σημείο στην μέση σκίζεται, και δυο κατάμαυρα χέρια ξεπετάγονται.Πιάνουν τις άκρες της πληγής και σπρώχνουν, μεγαλώνοντας την με έναν φρικτό ήχο από σάρκα που ξεσκίζεται. Στριμώχνεται και παλεύει να βγει από το άνοιγμα, και σε λίγο το παιδί του σκοταδιού ξαναγεννιέται εκεί, μπροστά στα μάτια μου. Σηκώνεται όρθιο, κατεβαίνει από το συμπλεγμα των κορμιών που αρχίζει να μαυρίζει και να διαλύεται σε κομμάτια, και ξεκινά να περπατάει προς το μέρος μου. Με κάθε βήμα όμως τα πόδια του χώνονται στο πάτωμα. Πρώτα μέχρι τους αστραγάλους, μετά μέχρι τα γόνατα.Τώρα είναι χωμένο μέχρι την μέση, το στήθος, βουλιάζει κι` άλλο, οι άδειες κόγχες καρφώνονται πάνω μου, μέχρι που ολόκληρο το παιδί εξαφανίζεται μέσα στο πάτωμα. Η παράλυση που με κρατάει κολλημένη στην χαραμάδα σταματάει και τραβιέμαι απότομα. Δάκρυα συνεχίζουν να τρέχουν στα μάγουλα μου, τρέμω ολόκληρη και αναφιλητά με συνταράζουν. Αγκαλιάζομαι μόνη μου και τρίβω τα μπράτσα μου, ενώ μουρμουρίζω χωρίς σταματημό... «Θέλω την μαμά μου... θέλω την μαμά μου... θέλω την μαμά μου...» Καταλαβαίνω ότι κάτι υπάρχει μαζί μου μέσα στην ντουλάπα. Χέρια με πιάνουν από τους ώμους και μαύρα μαλλιά αρχίζουν να κρέμονται χαμηλώνοντας λίγο μπροστά από τα μάτια μου. Το κεφάλι του παιδιού κατεβαίνει, οι κόγχες του απύθμενα σκοτεινά πηγάδια, το χαμόγελο εμφανίζεται ξανά και βλέπω το στόμα του να κουνιέται σαν να μιλάει, αλλά καμιά φωνή δεν ακούγεται. Τώρα το σημάδι στο μέτωπο μου αρχίζει να καίει και μια πρόταση σκάει με δύναμη μέσα στο μυαλό μου... «...Ήρθε η ώρα να ξαναρχίσεις τον κύκλο...» Ξυπνάω με την ανάσα μου κομμένη, το κορμί μου μούσκεμα στον ιδρώτα και προσπαθώ να ανασηκωθώ, αλλά πέφτω ξανά στο κρεβάτι. Όλα, όλα ήταν όπως ακριβώς έγιναν, πιστά στην παραμικρή λεπτομέρεια, όλα, εκτός από την πρόταση του παιδιού. Καταφέρνω να σηκωθώ με κόπο, ανάβω το φως και ανοίγω το συρτάρι του κομοδίνου μου. Παίρνω τον χαρτοφύλακα που υπάρχει εκεί, τον ανοίγω, βγάζω ένα αντίγραφο που έχει μέσα και διαβάζω. «Εγώ, η Αγγελική Κασιμάτη ... έχων σώας τας φρένας... την διαθήκη μου... την εξοχική κατοικία μετά του κτήματος στην θέση... κληροδοτώ στον...» Δάκρυα κυλάνε στα μαγουλά μου και φτάνουν στο στόμα μου. Τα γεύομαι, μερικά έχουν την πικρή γεύση των τύψεων, και αμέσως προσεύχομαι στον Θεό να... Δεν έχει σημασία όμως, αφού είναι πιο δυνατή η γλυκιά γεύση της ανακούφισης. Η αναμονή τελείωσε επιτελούς. Η πρόταση που μου είχε πει το παιδί του σκοταδιού τότε ήταν... «...Εσύ θα ξαναρχίσεις κάποτε τον κύκλο...» Η ώρα έφτασε. Απλώνω ξανά το χέρι μου στο συρτάρι, παίρνω μια λεπίδα που βρίσκεται χρόνια εκεί, και ξαπλώνω ξανά στο κρεβάτι. Νιώθω ήρεμη, γαλήνια και το δάγκωμα του ξυραφιού στον καρπό μου είναι πολύ πιο ανώδυνο απ`ότι φοβόμουν. Μια υγρή ζεστασιά πλημμυρίζει το χέρι μου, απλώνεται στο κρεβάτι μου και γλυστρά κάτω από το νυχτικό μου στο δέρμα μου. Μια γλυκιά νύστα αρχίζει να βαραίνει τα βλέφαρα μου και πριν κλείσω τα μάτια μου σκέφτομαι... “...πόσο παράξενο είναι που μπορείς... ... να αρχίσεις ξανά έναν κύκλο... ... τραβώντας μια οριζόντια...λεπτή...κόκκινη γραμμή...” SymphonyX13 Μαϊος 2017 7 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
wonderergr Posted May 7, 2017 Share Posted May 7, 2017 (edited) Κάτι ανάμεσα από το "Amitiville Horror" και το "The Exorcist". Όση ώρα το διάβαζα μόνο μια λέξη μου ερχόταν στο μυαλό. Τέλειο. Τι θα έλεγες αν στο τέλος κληρονομούσε το σπίτι ο πατέρας της;Αυτό θα έκλεινε ένα σχεδόν τέλειο κύκλο. Edited May 7, 2017 by wonderergr 1 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
jjohn Posted May 12, 2017 Share Posted May 12, 2017 (edited) Καλησπέρα εν μέταλ αδερφέ Δημήτρηη, Διάβασα την ιστορία με ενδιαφέρον. Είναι σίγουρα καλογραμμένη, μου άρεσε ότι στα πλάγια γράμματα κάνεις μια προσπαθεια σε σημεία να είναι πιο παιδική η αφήγηση. Θα ήθελα ίσως να το δω σε πιο εκτεταμένο βαθμό στα πλάγια. Η οπτική ενός παιδιού έχει πάντοτε αναγνωστικό ενδιαφέρον όταν γίνεται καλά . Πέραν της γραφής, η ιστορία είναι μάλλον κλασική και δεν κρύβει πολλές εκπλήξεις, όχι πως είναι κακό αυτό. Νομίζω η σκηνή με την Αγγελική & το 'παίδι' τράβηξε λίγο παραπάν και θα ήθελα να δω λίγο παραπάνω για την μεταστροφή του πατέρα, αν και κατανοώ ότι ο χώρος ίσως να μην έφτανε . Το ίδιο και με τη τελική σκηνή με το ένωμα των κορμιών που επίσης σαν να ζορίζεται λίγο για να γίνει περιγραφική/λυρική/έντονη . Τέλος, για το χόρρορ της υπόθεσης δεν νομίζω ότι τρόμαξα. Αυτά! Συνολικά καλή ιστορία. Το παίζει λίγο safe κατ'εμέ αλλά αυτό που κάνει το κάνει καλά και φαίνεαι ότι έριξες δουλειά. Προσωπικά, την βρήκα καλύτερη από την καρδιά του δαίμονα και δεν καταλαβαίνω γιατί λες έτσι από μόνος σου ότι θα πάρεις την τελευταία θέση. Καλή επιτυχία! Υ.Γ -1 γι' αυτό αν και μου άρεσε σαν φράση Edited May 12, 2017 by jjohn 1 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Cassandra Gotha Posted May 14, 2017 Share Posted May 14, 2017 (edited) Με κέρδισε αυτή η ιστορία. Από ένα σημείο κι έπειτα (που τελειώσαμε με τις εξηγήσεις "μετακομίσαμε κλπ" ) τη διάβασα χωρίς να σηκώσω τα μάτια ούτε στιγμή. Μ' έκανε να νιώσω άσχημα με διάφορους τρόπους, αλλά με κανέναν από αυτούς που συνήθως με κρατούν μακριά από τη λογοτεχνία του "τρόμου". Αυτή η ιστορία ήταν τρόμου, εσωτερικού κι εξωτερικού (συγγνώμη που ακούγομαι σαν διαφήμιση των ταχυδρομείων), αγωνίας, κι είχε αυτή την ενόχληση που έχουμε στους εφιάλτες. Όταν εμφανίστηκε πρώτη φορά εκείνη η σκιά... ε, σκιάχτηκα, πώς να το κάνουμε. Πολύ δυνατή η φράση στο τέλος. Τα αρνητικά ήταν ο διακοπτόμενος διάλογος με τη μαμά,που ήταν ενοχλητικός, και η όλη φάση με τα πίσω-μπρος στον χρόνο και τις εξηγήσεις πώς και μετακόμισαν, τι έγινε αφού μετακόμισαν... Νομίζω ότι σε ένα τόσο μικρό κείμενο αυτά κόβουν πόντους. Δεν ξέρω πώς αλλιώς θα μπορούσες να καλύψεις μια ολόκληρη ζωή, βέβαια, αυτό είναι αλήθεια. Ήταν δύσκολο επιχείρημα. edit: Είχα σημειώσει και το εξής: Λες κάπου "ο πατέρας στα τέσσερα, ανάσκελα". Ή στα τέσσερα μπορεί να είναι, ή ανάσκελα. Edited May 14, 2017 by Cassandra Gotha 1 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Solonor Posted May 14, 2017 Share Posted May 14, 2017 Ξεκινάει συμπαθητικά με πρόζα που θέλει οικονομία και μικροδιορθώσεις. Με την ώρα στρώνει και γενικά είναι ευκολοδιάβαστο. Το μεγαλύτερο θέμα του διηγήματος είναι ο ρυθμός, που σε μια ιστορία τρόμου μάλλον είναι το πιο σημαντικό από όλα, είτε είναι διήγημα, είτε μυθιστόρημα, είτε ταινία. Είναι ο λόγος που κάποιες ιστορίες καταλήγουν να σε κάνουν να γελάς με τη Δευτέρα παρουσία και άλλες σε κάνουν να ψάχνεις πάνες με κουτάλια που κουδουνίζουν. Εσύ πετάς την (ωραιότατη) ακραία σκηνή στην αρχή, χωρίς να τη χτίσεις. Μετά πας στο παρελθόν και δίνεις όλα αυτά που θα έπρεπε να είχαμε διαβάσει νωρίτερα. Τα οποία όμως έχουν χάσει μέρος της αξίας τους, διότι έχουμε μάθει πού καταλήγουν. Γενικά νομίζω πως έπρεπε να διαχειριστείς τη σειρά των γεγονότων λίγο διαφορετικά ή να αποκρύψεις περισσότερα στο ξεκίνημα ίσως. Διότι το τέλος και κυρίως το γράψιμό σου στο τέλος, κάνουν το κείμενο να στέκει μια χαρά. Οι τελευταίες λέξεις μου άρεσαν πολύ. Θα έλεγα να το ξανασκεφτείς και να το δουλέψεις κι άλλο γιατί αξίζει. Καλή επιτυχία! ΥΓ. 1. Τα νιώθω βαριά και να με κόβουν λες και είναι γεμάτα με άμμο, το διάβασα 2 φορές για να το πιάσω. 2. Το ότι είναι κορίτσι αργείς να το πεις κι έτσι κάπου νόμισα ότι ο Αλέξης ήταν ο πρωταγωνιστής. 3. Το μάτι σου μελανιάζει μετά από μια μέρα περίπου, αν φας μπουνιά στη μύτη. 4. Η συνειδητοποίηση και η δήλωση ότι είναι το σπίτι μοιάζει να έρχεται γρήγορα καθώς το εξηγείς αργότερα. 5. Έχω την αίσθηση πως την παράγραφο που μπαίνει στο δωμάτιο την ήθελες με πλάγια. 1 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Mournblade Posted May 20, 2017 Share Posted May 20, 2017 (edited) Λοιπόν Δημήτρη, σε κάθε κείμενο σου που διαβάζω τελευταία βλέπω τρομερά άλματα προόδου, σε σημεία που σηκώνω το ένα φρύδι εντυπωσιασμένος! Μου άρεσε πολύ το γράψιμο σου και η ιστορία που διάλεξες να μας πεις. Υπήρξαν σημεία πραγματικά πολύ δυνατά, όπως η σκηνή με την χαραμάδα. Εκεί εντυπωσιάστηκα, αλλά και σφίχτηκα ταυτόχρονα. Μου άρεσαν οι εναλλαγές στην απόδοση της ιστορίας, το τέλος, αλλά κ ο τρόπος που έστησες τον σκελετό της αφήγησης. Ένα αρνητικό μονάχα θα προσάψω στην κατα τ' άλλα άψογη προσπάθεια σου, σύμφωνα πάντα με την προσωπική μου γνώμη: η περιγραφή με το μπλέξιμο των κορμιών και τη σουρεαλιστική κατάσταση που ακολουθεί πιάνει περισσότερο χώρο απ΄ όσο χρειάζεται. Χώρο που άνετα θα μπορούσες να είχεις εκμεταλλευτεί - λέω εγώ τώρα - για να ανεβάσεις κι άλλο το σασπένς με τον πατέρα. Πραγματικά συγχαρητήρια, συνέχισε έτσι! Σου εύχομαι ολόψυχα καλή επιτυχία στον διαγωνισμό! Edited May 20, 2017 by Mournblade 1 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Morfeas Posted May 20, 2017 Share Posted May 20, 2017 Νομίζω ότι είναι η πρώτη μου επαφή με τη γραφή σου κι έμεινα πολύ ευχαριστημένος. Καλογραμμένο διήγημα, με ωραίες εικόνες, κινηματογραφική γραφή όσο πρέπει, κάτι που με έκανε να θέλω να διαβάζω παρόλο που η ίδια η ιστορία μου έβγαλε μια αίσθηση déjà vu. Ναι, θυμίζει Amityville Horror, ίσως να αποτελεί και homage στο συγκεκριμένο είδος (φαντάσματα σε σπίτι που αγόρασαν/κληρονόμησαν, πατέρας τρελαίνεται και σφάζει την οικογένειά του, ακόμη κι ο ίδιος ο κύκλος μου φάνηκε αναμενόμενος), αν και προσωπικά θα εκτιμούσα μια μεγαλύτερη απόκλιση από τα κλισέ του είδους. Το ότι ξεκινάς από τη μέση μου άρεσε, ακόμη κι αν προδίδει μέρος της εξέλιξης, εμένα μου τράβηξε την προσοχή. Συνολικά ενδιαφέρον διήγημα, με ωραία ατμόσφαιρα, που με κάποιο πιο πρωτότυπο εύρημα (στην πλοκή, στο τέλος ή στις εξηγήσεις) θα ανέβαινε επίπεδο. Καλή επιτυχία! 1 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Ballerond Posted May 24, 2017 Share Posted May 24, 2017 Καλησπέρα Δημήτρη! Διάβασα την ιστορία σου δύο φορές ώστε να μπορέσω να σχολιάσω καλύτερα. Κι εγώ πιστεύω, από τα λίγα κείμενα σου που έχω δει, ότι είναι από τις πιο καλογραμμένες και προσεγμένες ιστορίες σου. Έχεις μία ωραία αντίληψη του τρόμου, αν και σε κάποια σημεία πέφτεις λίγο στην πλευρά της υπερβολής χωρίς λόγο. Η γραφή σου είναι καλή, στρωτή, μόνο λίγο στην αρχή θέλει ένα σουλούπωμα. Υπάρχουν σημεία που σκαλώνει και κάποιες επαναλήψεις που πρέπει να κοιτάξεις Παράδειγμα: "Ανοίγω τα μάτια μου.Ο ύπνος όμως θέλει να τα κρατήσει ακόμα σφαλιστά και τα νιώθω βαριά και να με κόβουν, λες και είναι γεμάτα άμμο. Αυτό μου φαίνεται παράξενο,αφού δεν ξυπνάω από βραδινό ύπνο, αλλά από έναν μεσημεριάτικο υπνάκο." παράδειγμα το δεύτερο "και" μπορεί να φύγει στο "και να με κόβουν" ενώ αυτό με τον μεσημεριανό ύπνο δεν χρειάζεται Η αρχική σου εικόνα πάντως σε βάζει απευθείας στο κλίμα κι ειδικά ο διακοπτόμενος διάλογος μεταξύ κόρης και μαμάς είναι πολύ ωραία δοσμένος. Εμένα με χάλασε λίγο η εικόνα του πατέρα που ανεβαίνει έτσι τις σκάλες... μου θύμισε λίγο εξορκιστή και χωρίς λόγο μιας και δεν μου προκάλεσε τρόμο, περισσότερο χιούμορ. Μπορείς να παίξεις με τις αισθήσεις όπως ήχους που θα έκανε αν έξυνε τα νύχια το στον τοίχο, τα βήματα του, τα δόντια του που κροταλίζουν κτλ. Απλά πετάω ιδέες Επίσης: Στο σημείο που περιγράφεις τον πατέρα να χτυπάει την μάνα πάνω στην ντουλάπα είναι πολύ δυνατή. Μετά όμως που άρχισες να τους ενώνεις και να γίνονται μία άμορφη μάζα το κούρασες λίγο. Μία απλή, ακραία σκηνή αρκεί για να μας ιντριγκάρει Γενικά οι περιγραφές σου είναι καλές και το τέλος ταιριαστό αν και μου θύμισε έντονα ένα βιβλίο του Κέλλη (δε θα πω πιο και τι για να μην κάνω spoilers σε όσους δεν τα έχουν διαβάσει), Δεν είμαι σίγουρος ότι κατάλαβα ακριβώς ποια ήταν η κληρονομιά όπως και πώς θα συνέχιζε η ηρωίδα τον κύκλο. Εκεί κάπου το έχασα και με άφησες μετέωρο. 'Ηθελε να αυτοκτονήσει για να μην περάσει στα παιδιά της; Γιατί δεν δόθηκε αυτή η επιλογή στον πατέρα της; Αυτή πώς άντεξε τόσα χρόνια; Η ιδέα δεν είναι κάτι πρωτότυπο αλλά την παρουσιάζεις ωραία και δοσμένη μέσα από φλασμπακς τα οποία συνδέειις ομοιόμορφα. Αυτό που μου χτύπησε περισσότερο ήταν το παιδί από σκοτάδι το οποίο δεν μου έκατσε καλά, αρκέστηκες σε πολύ εύκολη απόδοση του τρόμου και περίμενα κάτι διαφορετικό (και στην εμφάνιση και στο τι κάνει). Ωραία προσπάθεια πάντως, είχε τις καλές στιγμές του και μπορώ να πω ότι το απόλαυσα Καλή επιτυχία! 1 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
elgalla Posted May 25, 2017 Share Posted May 25, 2017 Καλησπέρα, Δημήτρη. Εγώ, πάλι, είμαι σίγουρη ότι έχω διαβάσει καλύτερες ιστορίες σου, αλλά δεν το κοιτάω πολύ αυτό γιατί έκανες διάλειμμα από τη συγγραφή αρκετό καιρό, οπότε απλώς χαίρομαι που έγραψες. Ο τίτλος δεν μου φάνηκε ιδιαίτερα αντιπροσωπευτικός και, ομολογουμένως, η ιστορία καθεαυτή είναι αρκετά συνηθισμένη και κλισέ. Το στοιχειωμένο σπίτι, ο μπαμπάς που επηρεάζεται και επιτίθεται στην οικογένειά του... είναι βασικά η Λάμψη, αλλά σε διήγημα. Κι εμένα μου θύμισε τη "Σκιά στο Σπίτι" σε ένα συγκεκριμένο σημείο. Η κληρονομιά δεν μου φάνηκε απαραίτητη, αν το σπίτι το είχαν αγοράσει θα είχαμε την ίδια ιστορία. Και, όσον αφορά το τέλος, εντάξει, κανένας λόγος να το κάνει, δεν κατάλαβα γιατί να θέλει να ξαναρχίσει τον κύκλο. Η γραφή είναι καλή, έχει κάποια λαθάκια, μπορείς και καλύτερα, όμως. Εν τέλει, θα πω ότι ήταν μια χαρά για να ξεμουδιάσεις, αλλά τώρα περιμένω τα καλύτερα από σένα. Καλή επιτυχία! 1 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Glokta Posted June 2, 2017 Share Posted June 2, 2017 Γεια σου Δημήτρη. Πολύ ωραίες εικόνες. Ωραία και απλή γραφή. Ολοκληρωμένη πλοκή.Δύο πραγματάκια μόνο δεν μου άρεσαν...1)Έμοιαζε με κολάζ πετυχημένων ιστοριών τρόμου (πχ Λάμψη που αναφέρει και η Αταλάντη)Βέβαια δεν με έχουν αρέσει και βιβλία/ταινίες, που είναι αντικειμενικά καλές και πετυχημένες, επειδή είναι απλά retelling μιας κλισέ ιστορίας( στην δικιά σου περίπωση το στοιχειωμένο σπίτι ).Οπότε μπορεί απλά εγώ να μην είμαι ο σωστός αναγνώστης για το κείμενο.2) Αυτό που είπε ο Solonor. Είχα ανεβάσει αδρεναλίνη στην αρχή...και μετά...πουφ...χάθηκε. Το θέμα μου είναι ότι επειδή είχα καταλάβει τι θα συμβεί, δεν μπόρεσαν οι επόμενες μεταφυσικές σκηνές να μου δώσουν ένταση. Σαν λάστιχο που το παρατεντώνεις και μετά το αφήνεις και είναι ξεχειλωμένο.Τέλος μου άρεσε το μπλέξιμο τον διαλόγων και το πέρα δώθε και μου άρεσε (η αν και λίγο cheesy) τελευταία γραμμή.Καλή επιτυχία! 1 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
SymphonyX13 Posted June 3, 2017 Author Share Posted June 3, 2017 (edited) Σας ευχαριστώ όλους πολύ για την ανάγνωση και τα πολύτιμα σχόλια. Χαίρομαι που σε γενικές γραμμές η "Χαραμάδα" σας άρεσε και την βρήκατε καλογραμμένη. Σαφώς και διάλεξα ένα κλισέ θέμα που έχει χρησιμοποιηθεί τόσο σε βιβλία άλλα και σε ταινίες. Προσπάθησα φυσικά να το παρουσιάσω από τη δική μου οπτική και χαίρομαι αν για κάποιους λειτούργησε. Με λυπεί φυσικά το γεγονός ότι για άλλους ήταν αντιγραφή γνωστών βιβλίων ή κολάζ επιτυχημένων σκηνών από ταινίες. Σαφώς και σαν τρομολάγνος εδώ και δεκαετίες έχω τις επιρροές μου που άλλοτε βγαίνουν συνειδητά ή ασυνείδητα αν και σε αυτή την ιστορία δεν μου πέρασε ούτε μια στιγμή από το μυαλό όταν την έγραφα, η "Λάμψη" ή το "Αmityville...". Αντίθετα όταν μου ήρθε στο μυαλό η σκηνή με την χαραμάδα, σκέφτηκα ότι μακάρι να κατάφερνα να βγάλω την μισή έστω από την ένταση, που είχε η σκηνή με την Αντωνία και το τασάκι, από το "Η σκιά στο σπίτι" (που ενώ έχει βασικές ομοιότητες με την "Λάμψη", για μένα σαφώς και δεν αποτελεί εκδοχή της σε ελληνικό setting) που είναι το πιο πρόσφατο, εξαιρετικό βιβλίο που έχω διαβάσει και έχει σχετικό θέμα. Aπόλαυσα την συγγραφή αυτής της ιστορίας, προσωπικά πάντα, νομίζω είναι μια από τις πιο δυνατές ιστορίες τρόμου που έχω γράψει. Υπάρχουν πάρα πολλά μέσα στο μυαλό μου σχετικά με αυτήν, που θα μπορούσαν να προστεθούν για να την απλώσουν και να την εξηγήσουν καλύτερα. Για παράδειγμα, τι έγινε όταν το παιδί κάρφωσε το νύχι του στο μέτωπο της Αγγελικής. Τι "είδε τότε η μικρή από το παρελθόν, τι την ανάγκασε να κάνει ή να μην κάνει στην πορεία της ζωής της. Φυσικά δεν υπήρχε περίπτωση να χωρέσουν όλα αυτά στο όριο των λέξεων, οπότε αποφάσισα να επικεντρωθώ στον τρόμο. Και πάλι σας ευχαριστώ πολύ για τα σχόλια και τις παρατηρήσεις! Κάτι ανάμεσα από το "Amitiville Horror" και το "The Exorcist". Όση ώρα το διάβαζα μόνο μια λέξη μου ερχόταν στο μυαλό. Τέλειο. Τι θα έλεγες αν στο τέλος κληρονομούσε το σπίτι ο πατέρας της;Αυτό θα έκλεινε ένα σχεδόν τέλειο κύκλο. Χαίρομαι που σου άρεσε τόσο Πέτρο. Αυτό που αναφέρεις δεν μου πέρασε από το μυαλό. Νομίζω ότι θα παραήταν σουρεαλιστικό όμως, άσε που και αυτό έχει χρησιμοποιηθεί πολύ, οπότε θα ήταν κάτι ακόμα που θα είχα αντιγράψει! Καλησπέρα εν μέταλ αδερφέ Δημήτρηη, Διάβασα την ιστορία με ενδιαφέρον. Είναι σίγουρα καλογραμμένη, μου άρεσε ότι στα πλάγια γράμματα κάνεις μια προσπαθεια σε σημεία να είναι πιο παιδική η αφήγηση. Θα ήθελα ίσως να το δω σε πιο εκτεταμένο βαθμό στα πλάγια. Η οπτική ενός παιδιού έχει πάντοτε αναγνωστικό ενδιαφέρον όταν γίνεται καλά . Πέραν της γραφής, η ιστορία είναι μάλλον κλασική και δεν κρύβει πολλές εκπλήξεις, όχι πως είναι κακό αυτό. Νομίζω η σκηνή με την Αγγελική & το 'παίδι' τράβηξε λίγο παραπάν και θα ήθελα να δω λίγο παραπάνω για την μεταστροφή του πατέρα, αν και κατανοώ ότι ο χώρος ίσως να μην έφτανε . Το ίδιο και με τη τελική σκηνή με το ένωμα των κορμιών που επίσης σαν να ζορίζεται λίγο για να γίνει περιγραφική/λυρική/έντονη . Τέλος, για το χόρρορ της υπόθεσης δεν νομίζω ότι τρόμαξα. Αυτά! Συνολικά καλή ιστορία. Το παίζει λίγο safe κατ'εμέ αλλά αυτό που κάνει το κάνει καλά και φαίνεαι ότι έριξες δουλειά. Προσωπικά, την βρήκα καλύτερη από την καρδιά του δαίμονα και δεν καταλαβαίνω γιατί λες έτσι από μόνος σου ότι θα πάρεις την τελευταία θέση. Καλή επιτυχία! Υ.Γ -1 γι' αυτό αν και μου άρεσε σαν φράση Και εμένα μου άρεσε το να πω εν μέρει την ιστορία από την οπτική ενός μικρού παιδιού. Και είναι κάτι που έχω ξαναδοκιμάσει να κάνω στο παρελθόν, στην ιστορία μου..."Μπαμπούλες". Εμένα αυτό το τραγούδι ήταν στο μυαλό μου όταν σκεφτόμουν την γραμμή... Με κέρδισε αυτή η ιστορία. Από ένα σημείο κι έπειτα (που τελειώσαμε με τις εξηγήσεις "μετακομίσαμε κλπ" ) τη διάβασα χωρίς να σηκώσω τα μάτια ούτε στιγμή. Μ' έκανε να νιώσω άσχημα με διάφορους τρόπους, αλλά με κανέναν από αυτούς που συνήθως με κρατούν μακριά από τη λογοτεχνία του "τρόμου". Αυτή η ιστορία ήταν τρόμου, εσωτερικού κι εξωτερικού (συγγνώμη που ακούγομαι σαν διαφήμιση των ταχυδρομείων), αγωνίας, κι είχε αυτή την ενόχληση που έχουμε στους εφιάλτες. Όταν εμφανίστηκε πρώτη φορά εκείνη η σκιά... ε, σκιάχτηκα, πώς να το κάνουμε. Πολύ δυνατή η φράση στο τέλος. Τα αρνητικά ήταν ο διακοπτόμενος διάλογος με τη μαμά,που ήταν ενοχλητικός, και η όλη φάση με τα πίσω-μπρος στον χρόνο και τις εξηγήσεις πώς και μετακόμισαν, τι έγινε αφού μετακόμισαν... Νομίζω ότι σε ένα τόσο μικρό κείμενο αυτά κόβουν πόντους. Δεν ξέρω πώς αλλιώς θα μπορούσες να καλύψεις μια ολόκληρη ζωή, βέβαια, αυτό είναι αλήθεια. Ήταν δύσκολο επιχείρημα. edit: Είχα σημειώσει και το εξής: Λες κάπου "ο πατέρας στα τέσσερα, ανάσκελα". Ή στα τέσσερα μπορεί να είναι, ή ανάσκελα. 'Οταν έγραφα την πρώτη σκηνή με το παιδί του σκοταδιού, γύρισα και έδειξα στην γυναίκα μου το χέρι μου που δεν είχε ούτε μια τρίχα που δεν ήταν όρθια. "Μακάρι" της είπα "να έχει και σε άλλους αυτήν την επίδραση" Χαίρομαι πολύ Αννα που κατάφερε να σε επιρεάσει το συγκεκριμένο σημείο, αλλά και γενικότερα η ιστορία! Ξεκινάει συμπαθητικά με πρόζα που θέλει οικονομία και μικροδιορθώσεις. Με την ώρα στρώνει και γενικά είναι ευκολοδιάβαστο. Το μεγαλύτερο θέμα του διηγήματος είναι ο ρυθμός, που σε μια ιστορία τρόμου μάλλον είναι το πιο σημαντικό από όλα, είτε είναι διήγημα, είτε μυθιστόρημα, είτε ταινία. Είναι ο λόγος που κάποιες ιστορίες καταλήγουν να σε κάνουν να γελάς με τη Δευτέρα παρουσία και άλλες σε κάνουν να ψάχνεις πάνες με κουτάλια που κουδουνίζουν. Εσύ πετάς την (ωραιότατη) ακραία σκηνή στην αρχή, χωρίς να τη χτίσεις. Μετά πας στο παρελθόν και δίνεις όλα αυτά που θα έπρεπε να είχαμε διαβάσει νωρίτερα. Τα οποία όμως έχουν χάσει μέρος της αξίας τους, διότι έχουμε μάθει πού καταλήγουν. Γενικά νομίζω πως έπρεπε να διαχειριστείς τη σειρά των γεγονότων λίγο διαφορετικά ή να αποκρύψεις περισσότερα στο ξεκίνημα ίσως. Διότι το τέλος και κυρίως το γράψιμό σου στο τέλος, κάνουν το κείμενο να στέκει μια χαρά. Οι τελευταίες λέξεις μου άρεσαν πολύ. Θα έλεγα να το ξανασκεφτείς και να το δουλέψεις κι άλλο γιατί αξίζει. Καλή επιτυχία! ΥΓ. 1. Τα νιώθω βαριά και να με κόβουν λες και είναι γεμάτα με άμμο, το διάβασα 2 φορές για να το πιάσω. 2. Το ότι είναι κορίτσι αργείς να το πεις κι έτσι κάπου νόμισα ότι ο Αλέξης ήταν ο πρωταγωνιστής. 3. Το μάτι σου μελανιάζει μετά από μια μέρα περίπου, αν φας μπουνιά στη μύτη. 4. Η συνειδητοποίηση και η δήλωση ότι είναι το σπίτι μοιάζει να έρχεται γρήγορα καθώς το εξηγείς αργότερα. 5. Έχω την αίσθηση πως την παράγραφο που μπαίνει στο δωμάτιο την ήθελες με πλάγια. Καταλαβαίνω τον προβληματισμό σου Αντώνη για το θέμα του ρυθμού και για το ότι ίσως αποκάλυψα πολλά από την αρχή. Ήθελα όμως να παίξω με το μοτίβο του κύκλου και για αυτό αποφάσισα να αρχίσω και να τελειώσω την ιστορία με την ίδια βασική σκηνή, όπως και λίγο πιο εξεζητημένα με το άνοιγμα και κλείσιμο των ματιών. Ήθελα επίσης να ξεκινήσω όσο γινόταν δυνατότερα καταφέρνοντας να αιχμαλωτίσω το ενδιαφέρον του αναγνώστη αλλά και να εμφανίσω από την αρχή την χαραμάδα. Αφού είναι στην ουσία η ίδια σκηνή, ήθελα επίσης το τέλος να καταφέρει να ξεπεράσει σε ένταση και ανατριχίλα την αρχή και εν μέρει πιστεύω πως τα κατάφερα. 3.Σαφώς και έχεις δίκιο, έπρεπε να αντικαταστήσω την μελανιά με κοκκινίλα. 5. Όχι, η συγκεκριμένη παράγραφος είναι στο "τώρα" και είναι ανάμνηση της ηλικιωμένης Αγγελικής. Μετά μεταφερόμαστε στο "τώρα" της εφτάχρονης Αγγελικής. Λοιπόν Δημήτρη, σε κάθε κείμενο σου που διαβάζω τελευταία βλέπω τρομερά άλματα προόδου, σε σημεία που σηκώνω το ένα φρύδι εντυπωσιασμένος! Μου άρεσε πολύ το γράψιμο σου και η ιστορία που διάλεξες να μας πεις. Υπήρξαν σημεία πραγματικά πολύ δυνατά, όπως η σκηνή με την χαραμάδα. Εκεί εντυπωσιάστηκα, αλλά και σφίχτηκα ταυτόχρονα. Μου άρεσαν οι εναλλαγές στην απόδοση της ιστορίας, το τέλος, αλλά κ ο τρόπος που έστησες τον σκελετό της αφήγησης. Ένα αρνητικό μονάχα θα προσάψω στην κατα τ' άλλα άψογη προσπάθεια σου, σύμφωνα πάντα με την προσωπική μου γνώμη: η περιγραφή με το μπλέξιμο των κορμιών και τη σουρεαλιστική κατάσταση που ακολουθεί πιάνει περισσότερο χώρο απ΄ όσο χρειάζεται. Χώρο που άνετα θα μπορούσες να είχεις εκμεταλλευτεί - λέω εγώ τώρα - για να ανεβάσεις κι άλλο το σασπένς με τον πατέρα. Πραγματικά συγχαρητήρια, συνέχισε έτσι! Σου εύχομαι ολόψυχα καλή επιτυχία στον διαγωνισμό! Xαίρομαι Γρηγόρη που σου άρεσε η ιστορία, αλλά περισσότερο ότι παρατήρησες σημάδια(θα πω και όχι άλματα ) βελτίωσης στο γράψιμο μου. Μέρος αυτής της βελτίωσης οφείλεται στα σχόλια και στις παρατηρήσεις που έχουν λάβει οι ιστορίες μου από τα μέλη της κοινότητας. Γι`αυτό αναφέρω πάντα πόσο πολύτιμα είναι για μένα! Μου άρεσε που σχολίασες θετικά το στυλ και το σκελετό της αφήγησης. Αυτή η διπλή οπτική του παιδιού/γριας Αγγελικής, είναι κάτι που μου αρέσει και εμένα πολύ. Νομίζω ότι είναι η πρώτη μου επαφή με τη γραφή σου κι έμεινα πολύ ευχαριστημένος. Καλογραμμένο διήγημα, με ωραίες εικόνες, κινηματογραφική γραφή όσο πρέπει, κάτι που με έκανε να θέλω να διαβάζω παρόλο που η ίδια η ιστορία μου έβγαλε μια αίσθηση déjà vu. Ναι, θυμίζει Amityville Horror, ίσως να αποτελεί και homage στο συγκεκριμένο είδος (φαντάσματα σε σπίτι που αγόρασαν/κληρονόμησαν, πατέρας τρελαίνεται και σφάζει την οικογένειά του, ακόμη κι ο ίδιος ο κύκλος μου φάνηκε αναμενόμενος), αν και προσωπικά θα εκτιμούσα μια μεγαλύτερη απόκλιση από τα κλισέ του είδους. Το ότι ξεκινάς από τη μέση μου άρεσε, ακόμη κι αν προδίδει μέρος της εξέλιξης, εμένα μου τράβηξε την προσοχή. Συνολικά ενδιαφέρον διήγημα, με ωραία ατμόσφαιρα, που με κάποιο πιο πρωτότυπο εύρημα (στην πλοκή, στο τέλος ή στις εξηγήσεις) θα ανέβαινε επίπεδο. Καλή επιτυχία! Χαίρομαι Νικόλα που σε ικανοποίησε η πρώτη σου επαφή με την γραφή μου και βρήκες την "Χαραμάδα" καλογραμμένη. Σίγουρα έχει κλισέ θέμα, αλλά δεν τη είδα σαν φόρο τιμής στο είδος όταν την έγραφα. Η μοναδική ιστορία που όταν την εγραφα, την σκεφτόμουν σαν homage σε κάτι, ήταν ο "Καθρέφτης". Καλησπέρα Δημήτρη! Διάβασα την ιστορία σου δύο φορές ώστε να μπορέσω να σχολιάσω καλύτερα. Κι εγώ πιστεύω, από τα λίγα κείμενα σου που έχω δει, ότι είναι από τις πιο καλογραμμένες και προσεγμένες ιστορίες σου. Έχεις μία ωραία αντίληψη του τρόμου, αν και σε κάποια σημεία πέφτεις λίγο στην πλευρά της υπερβολής χωρίς λόγο. Η γραφή σου είναι καλή, στρωτή, μόνο λίγο στην αρχή θέλει ένα σουλούπωμα. Υπάρχουν σημεία που σκαλώνει και κάποιες επαναλήψεις που πρέπει να κοιτάξεις Παράδειγμα: "Ανοίγω τα μάτια μου.Ο ύπνος όμως θέλει να τα κρατήσει ακόμα σφαλιστά και τα νιώθω βαριά και να με κόβουν, λες και είναι γεμάτα άμμο. Αυτό μου φαίνεται παράξενο,αφού δεν ξυπνάω από βραδινό ύπνο, αλλά από έναν μεσημεριάτικο υπνάκο." παράδειγμα το δεύτερο "και" μπορεί να φύγει στο "και να με κόβουν" ενώ αυτό με τον μεσημεριανό ύπνο δεν χρειάζεται Η αρχική σου εικόνα πάντως σε βάζει απευθείας στο κλίμα κι ειδικά ο διακοπτόμενος διάλογος μεταξύ κόρης και μαμάς είναι πολύ ωραία δοσμένος. Εμένα με χάλασε λίγο η εικόνα του πατέρα που ανεβαίνει έτσι τις σκάλες... μου θύμισε λίγο εξορκιστή και χωρίς λόγο μιας και δεν μου προκάλεσε τρόμο, περισσότερο χιούμορ. Μπορείς να παίξεις με τις αισθήσεις όπως ήχους που θα έκανε αν έξυνε τα νύχια το στον τοίχο, τα βήματα του, τα δόντια του που κροταλίζουν κτλ. Απλά πετάω ιδέες Επίσης: Στο σημείο που περιγράφεις τον πατέρα να χτυπάει την μάνα πάνω στην ντουλάπα είναι πολύ δυνατή. Μετά όμως που άρχισες να τους ενώνεις και να γίνονται μία άμορφη μάζα το κούρασες λίγο. Μία απλή, ακραία σκηνή αρκεί για να μας ιντριγκάρει Γενικά οι περιγραφές σου είναι καλές και το τέλος ταιριαστό αν και μου θύμισε έντονα ένα βιβλίο του Κέλλη (δε θα πω πιο και τι για να μην κάνω spoilers σε όσους δεν τα έχουν διαβάσει), Δεν είμαι σίγουρος ότι κατάλαβα ακριβώς ποια ήταν η κληρονομιά όπως και πώς θα συνέχιζε η ηρωίδα τον κύκλο. Εκεί κάπου το έχασα και με άφησες μετέωρο. 'Ηθελε να αυτοκτονήσει για να μην περάσει στα παιδιά της; Γιατί δεν δόθηκε αυτή η επιλογή στον πατέρα της; Αυτή πώς άντεξε τόσα χρόνια; Η ιδέα δεν είναι κάτι πρωτότυπο αλλά την παρουσιάζεις ωραία και δοσμένη μέσα από φλασμπακς τα οποία συνδέειις ομοιόμορφα. Αυτό που μου χτύπησε περισσότερο ήταν το παιδί από σκοτάδι το οποίο δεν μου έκατσε καλά, αρκέστηκες σε πολύ εύκολη απόδοση του τρόμου και περίμενα κάτι διαφορετικό (και στην εμφάνιση και στο τι κάνει). Ωραία προσπάθεια πάντως, είχε τις καλές στιγμές του και μπορώ να πω ότι το απόλαυσα Καλή επιτυχία! Η σκηνή με τον πατέρα στις σκάλες, σαφώς είναι εμπνευσμένη από την ανάλογη στον "Εξορκιστή" και σαν τρομολάγνος Γιάννη, ήξερα οτι δεν υπήρχε ούτε 000,1% πιθανότητα να μην αναγνωρίσει έστω και ένας από που προέρχεται. Εγώ όταν την είχα δει,σαφώς και δεν γέλασα,το αντίθετο θα έλεγα! Φαίνεται πως δεν κατάφερα να την παρουσιάσω όπως της άξιζε. Α ναι υπάρχει και μια βασική διαφορά, η Ρέγκαν κατέβαινε τις σκάλες,ο πατέρας της Αγγελικής τις ανέβαινε! Ωραία ιδέα αυτή με τους θορύβους, αλλά δεν ήθελα να την τραβήξω πολύ την σκηνή, ήθελα η ανατριχίλα... ή το γέλιο να έρθει απότομα! Καλησπέρα, Δημήτρη. Εγώ, πάλι, είμαι σίγουρη ότι έχω διαβάσει καλύτερες ιστορίες σου, αλλά δεν το κοιτάω πολύ αυτό γιατί έκανες διάλειμμα από τη συγγραφή αρκετό καιρό, οπότε απλώς χαίρομαι που έγραψες. Ο τίτλος δεν μου φάνηκε ιδιαίτερα αντιπροσωπευτικός και, ομολογουμένως, η ιστορία καθεαυτή είναι αρκετά συνηθισμένη και κλισέ. Το στοιχειωμένο σπίτι, ο μπαμπάς που επηρεάζεται και επιτίθεται στην οικογένειά του... είναι βασικά η Λάμψη, αλλά σε διήγημα. Κι εμένα μου θύμισε τη "Σκιά στο Σπίτι" σε ένα συγκεκριμένο σημείο. Η κληρονομιά δεν μου φάνηκε απαραίτητη, αν το σπίτι το είχαν αγοράσει θα είχαμε την ίδια ιστορία. Και, όσον αφορά το τέλος, εντάξει, κανένας λόγος να το κάνει, δεν κατάλαβα γιατί να θέλει να ξαναρχίσει τον κύκλο. Η γραφή είναι καλή, έχει κάποια λαθάκια, μπορείς και καλύτερα, όμως. Εν τέλει, θα πω ότι ήταν μια χαρά για να ξεμουδιάσεις, αλλά τώρα περιμένω τα καλύτερα από σένα. Καλή επιτυχία! Λυπάμαι Αταλάντη που δεν κατάφερε να σε τραβήξει η "Χαραμάδα" όσο άλλες ιστορίες μου. Μαζί με όλες τις παρατηρήσεις σου περι πλοκής, θα κρατήσω και αυτό περί καλής γραφής και θα προσπαθήσω να βελτιωθώ περισσότερο στην επόμενη δουλειά μου. Γεια σου Δημήτρη. Πολύ ωραίες εικόνες. Ωραία και απλή γραφή. Ολοκληρωμένη πλοκή.Δύο πραγματάκια μόνο δεν μου άρεσαν...1)Έμοιαζε με κολάζ πετυχημένων ιστοριών τρόμου (πχ Λάμψη που αναφέρει και η Αταλάντη)Βέβαια δεν με έχουν αρέσει και βιβλία/ταινίες, που είναι αντικειμενικά καλές και πετυχημένες, επειδή είναι απλά retelling μιας κλισέ ιστορίας( στην δικιά σου περίπωση το στοιχειωμένο σπίτι ).Οπότε μπορεί απλά εγώ να μην είμαι ο σωστός αναγνώστης για το κείμενο.2) Αυτό που είπε ο Solonor. Είχα ανεβάσει αδρεναλίνη στην αρχή...και μετά...πουφ...χάθηκε. Το θέμα μου είναι ότι επειδή είχα καταλάβει τι θα συμβεί, δεν μπόρεσαν οι επόμενες μεταφυσικές σκηνές να μου δώσουν ένταση. Σαν λάστιχο που το παρατεντώνεις και μετά το αφήνεις και είναι ξεχειλωμένο.Τέλος μου άρεσε το μπλέξιμο τον διαλόγων και το πέρα δώθε και μου άρεσε (η αν και λίγο cheesy) τελευταία γραμμή.Καλή επιτυχία! Βασίλη χαίρομαι που σου άρεσαν οι εικόνες μου, η γραφή και η πλοκή. Με στενοχωρεί βέβαια το γεγονός ότι σου φάνηκε σαν κολάζ από πετυχημένες σκηνές από ταινίες, αλλά φυσικά η γνώμη σου είναι απόλυτα σεβαστή. Χμμ, μια ταινία που γυρόφερνε στο μυαλό μου όταν έγραφα την "Χαραμάδα" ήταν το γιαπωνέζικο "Ju-On". Aν ψάξεις θα βρεις και από εκεί στοιχεία! Και πάλι ένα μεγάλο ευχαριστώ σε όσους σχολίασαν ή απλώς διάβασαν την ιστορία μου. Για άλλη μια φορά θα πω, πόσο πολύτιμες μου είναι οι παρατηρήσεις σας. Να είστε καλά! Υ.Γ. Και μια που ανέφερα επιρροές, εδώ και μήνες ακούω σε καθημερινή βάση το καταπληκτικό "Τheories of Flight" των Fates Warning και ένα από τα τραγούδια που με επιρρέασαν λόγω τίτλου κυρίως ήταν το υπέροχο "Ghosts of Home". Kαμιά σχέση στιχουργικά, αν και ένας στίχος μου άρεσε τόσο, που έφτιαξα μια σκηνή βασισμένη πάνω του.Τον ακούτε στο 1:12... Edited June 3, 2017 by SymphonyX13 4 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Γιώργος77 Posted June 4, 2017 Share Posted June 4, 2017 Θαυμάσιες περιγραφές, δίνουν πολύ ωραία την αίσθηση του εφιάλτη. Μου ήρθαν στο νου ο Εξορκιστής, η Λάμψη και ο πίνακας που παρέθεσε ο ΜακΞάνθη στην αναγγελία του διαγωνισμού. Η υπόθεση είναι κάπως ισχνή, αλλά νομίζω ότι δεν ήταν η προτεραιότητά σου· σημασία εδώ είχε η ατμόσφαιρα και η γενικευμένη φρίκη, όχι η αλληλουχία των γεγονότων. 1 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
SymphonyX13 Posted June 4, 2017 Author Share Posted June 4, 2017 Θαυμάσιες περιγραφές, δίνουν πολύ ωραία την αίσθηση του εφιάλτη. Μου ήρθαν στο νου ο Εξορκιστής, η Λάμψη και ο πίνακας που παρέθεσε ο ΜακΞάνθη στην αναγγελία του διαγωνισμού. Η υπόθεση είναι κάπως ισχνή, αλλά νομίζω ότι δεν ήταν η προτεραιότητά σου· σημασία εδώ είχε η ατμόσφαιρα και η γενικευμένη φρίκη, όχι η αλληλουχία των γεγονότων. Έλεγα και εγώ, "δεν θα βρεθεί κανένας που να κάνει την σύνδεση με την εικόνα;" Όντως, η πρώτη σκηνή με το "παιδί" βασίστηκε στην εικόνα που έβαλε για hint o Kωνσταντίνος. Ξέρω ότι υπάρχει παιχνίδι (παίζει ήδη τώρα) που βασίζεται σε εικόνα, Δεν ξέρω όμως αν στο παρελθόν των διαγωνισμών, έχει ξαναγίνει κάτι τέτοιο. Χάρηκα λοιπόν για την παρατήρηση αλλά και για το σχόλιο γενικότερα. Σε ευχαριστώ πολύ Γιώργο. Υ.Γ. Και κάτι που ξέχασα να αναφέρω στην απάντηση μου στον Ballerond. Σκεφτόμουν όταν έγραφα την ιστορία Γιάννη, ότι θα σε ικανοποιήσει το γεγονός ότι είναι γραμμένη σε ενεστώτα στο μεγαλύτερο μέρος της. Οι ρίζες αυτής της οπτικής βρίσκονται στην "Καρδιά του δαίμονα" και στον πρόλογο σου. Νομίζω ότι ο ενεστώτας έκανε πολύ πιο προσωπικό τον τρόμο σε αυτήν την ιστορία. Φυσικά, το γεγονός ότι οι περισσότερες ιστορίες του διαγωνισμού γράφτηκαν σε αυτόν τον χρόνο, μάλλον θα σε απέτρεψε να κάνεις την σύνδεση. Σε ευχαριστώ λοιπόν για την συνεισφορά σου στην έμπνευση της "Χαραμάδας" 1 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
jjohn Posted June 4, 2017 Share Posted June 4, 2017 Αν σε ικανοποιεί, την έκανα την σύνδεση εγώ 1 Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Recommended Posts
Join the conversation
You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.