Jump to content

Τα Μαγικά Χαρτιά


elgalla

Recommended Posts

Όνομα Συγγραφέα: Αταλάντη Ευριπίδου
Είδος: λαϊκό παραμυθαφήγημα
Βία; άιντε καλέ
Σεξ; απαπά
Αριθμός Λέξεων: 1380
Αυτοτελής; ναι
Σχόλια: συγγραφική άσκηση με θέμα τα παραμύθια και τον συνδυασμό Ραπουνζέλ, Λίμνη των Κύκνων και μαγική τράπουλα.

 

ΤΑ ΜΑΓΙΚΑ ΧΑΡΤΙΑ

 

Αρχή του παραμυθιού, καλησπέρα της αφεντιάς σας. Ήταν κάποτε ένας χωρικός, που το παράθυρο της καλύβας του έβλεπε στον κήπο μιας δράκαινας. Η γυναίκα του χωρικού περίμενε παιδί και, ένα απομεσήμερο, εκεί που καθόταν, λαχτάρησε να φάει κρομμύδι. Έψαξε από δω, ο χωρικός, έψαξε από κει, μα πουθενά κρομμύδια και γείτονας κανείς δεν είχε να του δώκει. Από φόβο μη μείνει η γυναίκα του με τη λαχτάρα και της πέσει το παιδί, τρύπωσε στον κήπο της δράκαινας, που ήταν πάντα ολάνθιστος κι είχε τα πιο ωραία ζαρζαβατικά, κι έκλεψε ένα κρομμύδι. Έφαγε η γυναίκα το κρομμύδι κι ήταν το πιο νόστιμο κρομμύδι που είχε φάει κι ο χωρικός παρηγορήθηκε κι είπε πως άξιζε το κρίμα. Δυο μέρες μετά, η γκαστρωμένη ποθύμησε μαϊντανό. Ρώτησε ο χωρικός εδώ, ζήτησε εκεί, κανείς δεν είχε να του δώκει. Μπήκε, το λοιπόν, στον κήπο της δράκαινας και ξερίζωσε μια χούφτα μαϊντανό. Μα η δράκαινα παραφυλούσε και τον είδε.

«Συ ‘σαι, κλέφτη, που ξοβγάζεις τα κρομμύδια μου και μου χαλάς τα παρτέρια; Γι’ αυτό που έκαμες, θα σε φάω».

Ο χωρικός έκλαψε και παρακάλεσε.

«Άμα μου δώκεις το παιδί σου, δεν σε τρώω» είπε, τότε, η δράκαινα κι ο χωρικός δέχτηκε.

Και πήγε τον μαϊντανό στη γυναίκα του και τίποτα δεν της είπε για τη συμφωνία, μόνο πως δεν θα έμπαινε ξανά στης δράκαινας τον κήπο. Κι η γυναίκα του γέννησε ένα κοριτσάκι ξανθό και γαλανό και το ‘βγαλε Ανθούσα. Μεγάλωσε η Ανθούσα και γίνηκε εφτά χρονώ κι ήταν το πιο όμορφο παιδί σ’ ολάκερο το βασίλειο. Μια μέρα, εκεί που έπαιζε, εμφανίστηκε μπροστά της μια γριά, καμπούρα κι άσχημη, και της είπε:

«Ανθούσα μου, ξανθούσα μου και χρυσομαλλούσα μου, πες του γονιού που σ’ έσπειρε ακόμη μου χρωστάει».

Και πήγε στο σπίτι η Ανθούσα και το είπε του πατέρα της κι ο χωρικός, που στο μεταξύ είχε αστοχήσει την υπόσχεσή του, είπε στο κορίτσι να μη δώκει σημασία. Την άλλη μέρα, έστειλε η μάνα της την Ανθούσα στην αγορά και να σου πάλι η γριά.

«Ανθούσα μου, ξανθούσα μου και χρυσομαλλούσα μου, πες του γονιού που σ’ έσπειρε ακόμη μου χρωστάει».

Και το ‘πε πάλι η Ανθούσα του πατέρα της και κάθε μέρα του το ‘λεγε, γιατί κάθε μέρα την έβρισκε η γριά και της έλεγε τα ίδια λόγια. Είδε κι απόειδε ο χωρικός κι είπε του κοριτσιού:

«Την άλλη φορά που θα ‘ρθει η γριά και θα σου πει τα λόγια αυτά, πες της: “πάρε, κυρά, το χρέος σου, ορμήνεψε ο γονιός μου”».

Εκεί που πήγαινε η Ανθούσα την άλλη μέρα στο χωράφι, βγήκε στο δρόμο της η γριά.

«Ανθούσα μου, ξανθούσα μου και χρυσομαλλούσα μου, πες του γονιού που σ’ έσπειρε ακόμη μου χρωστάει».

Κι η Ανθούσα της απάντησε κατά πώς της είχε πει ο πατέρας της:

«Πάρε, κυρά, το χρέος σου, ορμήνεψε ο γονιός μου».

Κι άρπαξε η γριά – που δεν ήταν άλλη από τη δράκαινα – την Ανθούσα και μην την είδατε ξανά, μην την απαντήσατε.

Του χωρικού η γυναίκα ήταν να σκάσει απ’ τον καημό της. Έψαξε από δω, ρώτησε από κει, κανείς δεν ήξερε να της πει πού ήταν η Ανθούσα κι ο άντρας της δεν τόλμαγε. Πήρε, λοιπόν, το δισάκι της και κίνησε να βρει το κορίτσι της η δόλια μάνα. Πρώτα πήγε στου ήλιου το παλάτι.

«Ήλιε μου και τρισήλιε μου και κοσμογυριστή μου, εσύ ψηλά που περπατείς και χαμηλά κοιτάζεις, μην είδες την Ανθούσα μου, την ακριβή μου κόρη;»

«Δεν την είδα, θεία» αποκρίθηκε ο ήλιος. «Πάνε να ρωτήσεις το φεγγάρι».

Δρόμο παίρνει, η χωρική, δρόμο αφήνει, έφτασε στου φεγγαριού την πόρτα.

«Φεγγάρι, φεγγαράκι μου και λαμπρογεμισμένο, εσύ ψηλά που περπατείς και χαμηλά κοιτάζεις, μην είδες την Ανθούσα μου, την ακριβή μου κόρη;»

«Δεν την είδα, θεία» είπε το φεγγάρι. «Να πας στα ξαδέρφια μου τ’ αστέρια, που είναι πολλά. Εκείνα μπορεί να ξέρουν».

Εφτά ζευγάρια ποδήματα έλιωσε η άμοιρη μέχρι να φτάσει στων αστεριών την πόρτα.

«Αστέρια μου ολόφωτα και χιλιοευλογημένα, σεις που ψηλά διαβαίνετε και χαμηλά κοιτάτε, μην είδατε την κόρη μου, την ακριβή μου Ανθούσα;»

«Πού να την ιδούμε;» ρώτησε ο Αυγερινός. «Τη μέρα βασιλεύουμε κι αποβραδίς ξυπνάμε».

«Εγώ την είδα, θεία» πετάχτηκε, τότε, το πιο μικρό αστεράκι. «Την έχει η δράκαινα σ’ έναν πύργο ψηλό, δίχως πόρτα πουθενά, και κάθεται στο παραθύρι της κι όλη τη νύχτα αναστενάζει».

Τα άκουσε αυτά ο Αυγερινός κι είδε τα πόδια της μάνας που ήταν πληγιασμένα και τη λυπήθηκε και είπε:

«Πάρε, θεία, τούτο το δαχτυλίδι και φόρα το και θα γίνεις πουλί».

Πήρε η γυναίκα το δαχτυλίδι και το ‘βαλε και γίνηκε ένας κύκνος κάτασπρος. Και το μικρό το αστεράκι την πήγε στον πύργο της δράκαινας και την ορμήνεψε να μείνει κρυμμένη όλο το πρωί και μόνο το βράδυ να βγει. Κρύφτηκε, το λοιπόν, η χωρική κι είδε τη δράκαινα να γυρνάει απ’ τις δουλειές της και να στέκεται κάτω απ’ το παραθύρι και να φωνάζει:

«Ανθούσα μου, ξανθούσα μου και χρυσομαλλούσα μου, ρίξε τα μαλλάκια σου ν’ ανέβω, να κατέβω».

Βγήκε, τότε, στο παραθύρι η Ανθούσα κι έλαμψε ο κόσμος απ’ την ομορφιά της γιατί είχε γίνει σωστή κοπέλα. Κι έριξε τα μαλλιά της κι ανέβηκε η δράκαινα.

Η γυναίκα έμεινε κρυμμένη μέχρι το σούρουπο, όπως την είχε δασκαλέψει το αστεράκι, κι είδε τη δράκαινα να φεύγει. Βγήκε απ’ την κρυψώνα της και πέταξε μέχρι το παραθύρι και βρήκε την Ανθούσα να ζυμώνει.

«Τι θα τα κάμεις, κόρη μου, τόσα ψωμιά;» τη ρώτησε.

Κοίταξε τριγύρω η Ανθούσα κι είδε τον κύκνο κι αποκρίθηκε:

«Εφτά ψωμιά τρώει η δράκαινα όταν έρχεται κι εφτά όταν φεύγει. Άμα δεν της τα ‘χω έτοιμα, θα φάει κι εμένα».

Έβγαλε, τότε, η μάνα της το δαχτυλίδι και γίνηκε άνθρωπος πάλι. Αγκαλιαστήκανε και φιληθήκανε και κάτσαν κάτω να τα μιλήσουν και να ιδούν πώς θα γλιτώσουν απ’ τη δράκαινα. Σηκώθηκε, τότε, η κοπέλα κι άνοιξε ένα σεντούκι κι έβγαλε από μέσα κάτι χαρτιά μαγεμένα, που η δράκαινα τα φύλαγε σαν τα μάτια της γιατί τα 'στρωνε και της δείχναν τα μελλούμενα. Και φόρεσε η μάνα το δαχτυλίδι που την έκαμε πουλί και πήρε στα νύχια της την Ανθούσα και κίνησαν να φύγουν.

Σαν ξημέρωσε, γύρισε η δράκαινα και στάθηκε κάτω απ’ το παραθύρι και φώναξε:

«Ανθούσα μου, ξανθούσα μου και χρυσομαλλούσα μου, ρίξε τα μαλλάκια σου ν’ ανέβω, να κατέβω».

Κι απόκριση δεν πήρε. Κατάλαβε, τότε, πως την είχαν γελάσει κι έπιασε να ρωτάει όλα τα ζώα και τα λουλούδια του αγρού ποιος είχε κλέψει την Ανθούσα. Και κανένα δεν της έλεγε, μόνο μια οχιά:

«Ένας κύκνος την πήρε, κυρά, έχουν φύγει απ’ το μεσημέρι».

Ευθύς, γίνηκε κι η δράκαινα ένας κύκνος μαύρος και τόσο μεγάλος που τα φτερά του έκρυβαν τον ήλιο και βάλθηκε να προφτάσει μάνα και κόρη.

Όπως πετούσαν, κοίταξε πίσω η Ανθούσα κι είδε πως ο ήλιος είχε κρυφτεί κι η πλάση είχε σκοτεινιάσει και κατάλαβε πως η δράκαινα τις είχε πάρει στο κατόπι. Κι έβγαλε απ’ το σακούλι της ένα από τα μαγεμένα χαρτιά και το πέταξε και γίνηκε το χαρτί ένα άρμα ολόχρυσο που το σέρναν εφτά άλογα ασημένια, οι εφτά γιοι του ανέμου. Ανέβηκε το κορίτσι στο άρμα μαζί με τη μάνα του και τόσο γρήγοροι ήταν οι γιοι του ανέμου που αφήσαν πίσω τους τη δράκαινα.

Σαν έπιασε να βραδιάζει, πάλι κοίταξε πίσω της η Ανθούσα κι είδε πως δεν υπήρχε φεγγάρι στον ουρανό και κατάλαβε πως η δράκαινα τις έφτανε πάλι. Έβγαλε ένα άλλο χαρτί απ’ το σακούλι και το πέταξε και γίνηκε το χαρτί ένας τροχός μεγάλος, με καρφιά μυτερά κι η δράκαινα καρφώθηκε πάνω του κι η Ανθούσα με τη μάνα της ξέφυγε.

Μα όπως η νύχτα προχωρούσε, κοίταξε πίσω η Ανθούσα μια στερνή φορά και τι να ιδεί, πουθενά τ’ αστέρια. Η δράκαινα κόντευε να τις φτάσει κι η κοπέλα τράβηξε τρίτη φορά ένα μαγεμένο χαρτί και το πέταξε, μα το χαρτί δεν γίνηκε τίποτα κι η δράκαινα έπεσε ξερή εκεί, όπως ήταν, γιατί το τρίτο χαρτί ήταν ο θάνατος.

Έτσι γλιτώσαν η Ανθούσα κι η μάνα της και γυρίσαν πίσω στο χωριό τους, όπου τις υποδέχτηκε ο χωρικός με κλάματα και γονατιστός ζήταγε συγχώρεση. Μα η γυναίκα του, σαν έμαθε ότι εκείνος είχε τάξει στη δράκαινα την κόρη της, τον κυνήγησε με τη βίτσα ως την άκρη του χωριού και, από τότε, κανείς δεν τον ξανάδε. Το χωριό έκαμε μεγάλη χαρά που γύρισε η Ανθούσα και στήσαν ένα γλέντι τρικούβερτο. Κι ήμουνα κι εγώ εκεί και με φίλεψαν πορτοκάλι γλυκό.

 

  • Like 4
Link to comment
Share on other sites

Χμ, βλέπω μία χαρά το μαστόρεψες. Δεν ήθελε και πολλά βέβαια, ήταν ήδη πολύ καλό.

Μπράβο!

Και, παιδάκια, να ανεβάζετε τις διορθωμένες ασκησούλες, είναι πολύ καλή ιδέα.

(Θέλω πορτοκάλι γλυκό....)

  • Like 1
Link to comment
Share on other sites

  • 10 months later...

Μου άρεσε, αλλά το βρήκα κάπως βιαστικό, άδειο. Ήθελε λίγα ακόμη στολίσματα, για να νιώσω την απειλή. Όχι τίποτα μεγάλο, ένα κλικ. Ας πούμε, εκεί που της λέει η δράκαινα "πες του πατέρα σου, ακόμη χρωστάει", να είχε και μια δόση κακοτυχίας η οικογένεια, μέχρι να πληρωθεί το χρέος. Ή, στο κυνήγι, εκτός από τον ουρανό που μαύριζε, να κουραζόταν και η μάνα να τρέχει, ή κάτι τέτοιο.

Πάντως, οι εικόνες ήταν σούπερ, και στο τέλος τα έβαλες όλα στη θέση τους, δεν έμεινε τίποτα ξεχασμένο.

Καιρό είχα να σε διαβάσω, το χάρηκα. :)

  • Like 1
Link to comment
Share on other sites

Άννα, έχεις δίκιο, ήταν όντως βιαστικό, το έγραψα για τις συγγραφικές ασκήσεις και δεν το δούλεψα ιδιαίτερα μετά. Πολύ ωραίες οι προτάσεις σου, άμα το πιάσω κάποια στιγμή (να δω πότε, με τόσα που έχω στο μυαλό μου), θα τις εκμεταλλευτώ ;)

Link to comment
Share on other sites

Αυτή ήταν μία καλή άσκηση, με καλά θέματα και δεν θα ήταν κακή ιδέα να ξαναστρωθούμε κάποια στιγμή και να τα μαζέψουμε όλα αυτά ενδεχομένως και σε μία συλλογή. Σχέδια είναι αυτά, αλλά ξανακοιτώντας αυτό το θυμήθηκα που το λέγαμε και τότε.

  • Like 1
Link to comment
Share on other sites

Join the conversation

You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.

Guest
Reply to this topic...

×   Pasted as rich text.   Paste as plain text instead

  Only 75 emoji are allowed.

×   Your link has been automatically embedded.   Display as a link instead

×   Your previous content has been restored.   Clear editor

×   You cannot paste images directly. Upload or insert images from URL.

Loading...
×
×
  • Create New...

Important Information

You agree to the Terms of Use, Privacy Policy and Guidelines. We have placed cookies on your device to help make this website better. You can adjust your cookie settings, otherwise we'll assume you're okay to continue..