OxAp0d0 Posted May 7, 2005 Share Posted May 7, 2005 Κανείς δεν έδωσε ιδιαίτερη σηµασία στο γέρο που έφτασε στην πόλη εκείνο το απόγευµα. Ήταν αρχές καλοκαιριού, αλλά καθώς το Άστρο έγερνε στον ορίζοντα, ένας ψυχρός αέρας έκανε την εµφάνισή του και γύρναγε παραµονεύοντας στους δρόµους, κάνοντας τους περαστικούς να τυλίγονται καλύτερα στα ρούχα που φορούσαν. Οι τελευταίοι έµποροι µάζευαν την πραµάτεια τους από τους πάγκους στο µεγάλο δρόµο και ξεκινούσαν για τα σπίτια τους. Ο γέρος είχε φτάσει στην πόλη µε τα πόδια και ήταν ντυµένος µε παλιά κουρέλια, απροσδιόριστου χρώµατος. Φαινόταν ταλαιπωρηµένος και σε αυτή την εντύπωση συνέβαλε το σκαµµένο από τις ρυτίδες πρόσωπό του σε συνδυασµό µε τα µακριά και ατηµέλητα µαλλιά του και το µακρύ γκρίζο µούσι του. Κάτω από µια µασχάλη κρατούσε ένα σωρό µε κουρέλια και αυτά από ότι φαινόταν ήταν τα µοναδικά του υπάρχοντα. Η εικόνα που έδινε ήταν ενός φτωχού ζητιάνου και όταν έφτασε στην πόλη ανακατεύτηκε µε τους εµπόρους και τους διάφορους αργόσχολους που βρίσκονταν ακόµα στο µεγάλο δρόµο. Περπατούσε µε αργό και κουρασµένο βήµα χωρίς να µιλάει σε κανένα, κοιτώντας πάντα σκυθρωπός µπροστά, προς το κάστρο της πόλης. Κανείς λοιπόν δεν του έδωσε ιδιαίτερη σηµασία, κανείς εκτός από το Σάντικ. Για το Σάντικ η τελευταία εβδοµάδα ήταν πραγµατικά δύσκολη. Του είχαν τελειώσει τα χρήµατα και τις δύο τελευταίες µέρες είχε αναγκαστεί να κοιµηθεί στο δρόµο, µαζί µε τα σκουπίδια και τους αρουραίους της πόλης. ∆υστυχώς γι’ αυτόν µάλλον όλοι στην πόλη είχαν το ίδιο πρόβληµα. Τρεις µέρες πριν είχε βουτήξει από κάποιον µερικά νοµίσµατα, αρκετά µόνο για να µην πεινάσει το βράδυ. Περίµενε πως και πως το καλοκαίρι για να ζωντανέψει και πάλι η πόλη. Τότε θα έφταναν τα µεγαλύτερα καραβάνια και η Ντάσχαν θα γέµιζε µε κόσµο που θα είχε αρκετά χρήµατα στις τσέπες του. Στην πόλη υπήρχαν αρκετές δουλειές βέβαια, δεν ήταν αυτό το πρόβληµα. Απλώς ο Σάντικ δεν ήθελε να δουλέψει. Ο ίδιος δε θα περιέγραφε τον εαυτό του σαν “κλέφτη”, αλλά σαν κάποιον πιο έξυπνο από τους υπόλοιπους που ξέρει πως να περνάει καλά χωρίς πολύ κόπο. Αυτό ήταν και το µυστικό του Σάντικ, όχι πολύ κόπος. Σε µια πόλη που το βλέµµα της Βασίλισσας και οι στρατιώτες της, οι Θρύωνες, έφταναν παντού ένας κλέφτης δε ζούσε για πολύ. Ο Σάντικ προτιµούσε να διατηρεί ένα αρκετά χαµηλό προφίλ. Αντί να προσπαθεί να διαρρήξει τα σπίτια των πλουσίων στην ανατολική πλευρά, προτιµούσε να βγάζει τα προς το ζην από τους διάφορους περαστικούς. Για αυτό το λόγο βρισκόταν εκείνη την ώρα στο δρόµο που γινόταν το παζάρι. Στο τέλος της µέρας (και στην αρχή της νύχτας, όσων αφορά το Σάντικ) όλοι ήταν κουρασµένοι και απρόσεχτοι, τέλεια λεία για κάποιον που µπορούσε να το εκµεταλλευτεί. ∆υστυχώς η µέρα δεν είχε πάει καλά ούτε και για τους εµπόρους της Ντάσχαν και ο Σάντικ δεν είχε και πολύ τύχη. Ένα πουγκί που είχε αρπάξει είχε µόνο τέσσερα µπρούντζινα φεγγάρια, το χαµηλότερο νόµισµα της πόλης, αρκετά µόνο για µια µπύρα στη χειρότερη ταβέρνα της πόλης. Όταν ο γέρος πέρασε από µπροστά του οι αισθήσεις του Σάντικ ήταν τεντωµένες στο έπακρο, παρατηρώντας κάθε λεπτοµέρεια των ανθρώπων γύρω του, προσπαθώντας να προσδιορίσει ποιον θα άξιζε τον κόπο να δοκιµάσει να κλέψει. Όταν λοιπόν κάποιος σκούντησε το γέρο και του έπεσαν τα κουρέλια που κρατούσε, µόνο ο Σάντικ από όλους όσους βρίσκονταν εκεί τα παρατήρησε καλύτερα. Είχε µείνει µε το στόµα ανοιχτό και το αίµα του άρχισε να κυλάει πιο γρήγορα. Είχε κλέψει µόνο µια µατιά από αυτό που ήταν κρυµµένο µέσα στα κουρέλια, αλλά τον είχε συνταράξει. Ήταν το χρώµα του χρυσού, ένα χρώµα γνώριµο και ποθητό. Όχι σαν αυτό των χρυσών φεγγαριών, των νοµισµάτων της Ντάσχαν, όπου εκεί ο χρυσός ήταν µολυσµένος από διάφορα κράµατα, αλλά το χρώµα του καθαρού, πολύτιµου χρυσού. Χωρίς δεύτερη σκέψη άρχισε να ακολουθεί το γέρο. * * * Ο γέρος αν και είχε το βλέµµα του νεοφερµένου στη Ντάσχαν φαινόταν πως ήξερε να προσέχει τους κινδύνους της πόλης. Ακολουθούσε πάντα τους µεγάλους και καλοφωτισµένους δρόµους και απέφευγε τα σκοτεινά δροµάκια, εκεί δηλαδή που ο Σάντικ θα είχε την τέλεια ευκαιρία να πάρει αυτό που κρατούσε. Μετά από µερικά λεπτά έφτασε σε ένα µεγάλο πανδοχείο έξω από τα τείχη του βασιλικού κάστρου και κοντοστάθηκε. «Στη Γέενα κωλόγερε!» τον καταράστηκε ο Σάντικ. «Μη µου πεις πως θα µπεις εδώ µέσα.» Ο γέρος φάνηκε να κάνει αυτό που φοβόταν ο Σάντικ. Στην πόρτα του πανδοχείου υπήρχε ένας φύλακας η δουλειά του οποίου ήταν να εµποδίζει τους ζητιάνους από το να µπουν µέσα. Το “Ανατέλλων Άστρο” ήταν ένα αρκετά καλό και ακριβό πανδοχείο, ένα µέρος που το προτιµούσαν µόνο αυτοί που είχαν αρκετά χρήµατα. ∆εν ήταν από τα καλύτερα της Ντάσχαν, αλλά ούτε και από αυτά που θα µπορούσε ο Σάντικ να κλείσει ένα δωµάτιο. Ο φύλακας όπως φαινόταν προσπαθούσε να εµποδίσει το γέρο να µπει στο πανδοχείο και ο Σάντικ τους έβλεπε να διαφωνούν. ∆ε µπορούσε να ακούσει τι έλεγαν, αλλά έλπιζε τελικά ο φύλακας να διώξει το γέρο. Με έκπληξη όµως τον είδε να βγάζει κάτι από την τσέπη του και να το δίνει στο φύλακα, ο οποίος αµέσως άλλαξε συµπεριφορά και από αυτή του σκληρού πορτιέρη πήρε στάση δουλοπρέπειας. Ο Σάντικ έφριξε. Ο γέρος κουβάλαγε και χρήµατα πάνω του, αρκετά µάλιστα για να µπει σε ένα ακριβό πανδοχείο. Κρίµα που δεν τον είχε προσέξει νωρίτερα. Πήρε µια βαθιά ανάσα και προχώρησε κι αυτός προς τα εκεί. «Που νοµίζεις ότι πας;» τον σταµάτησε, όπως ήταν αναµενόµενο, ο φύλακας. Ο Σάντικ πήρε µια έκφραση σαν να τον είχαν προσβάλλει. «Μέσα; Πανδοχείο δεν είναι αυτό εδώ; Έτσι λέει τουλάχιστον η ταµπέλα που κρέµεται.» «Ναι είναι πανδοχείο. Εσύ όµως που νοµίζεις ότι πας;» Ο Σάντικ αποφάσισε να αλλάξει τακτική.«Θέλω ένα δωµάτιο για τη νύχτα.» Μάλλον και ο φύλακας αποφάσισε να αλλάξει τακτική. «Α, µάλιστα αγαπητέ µου κύριε.» είπε ειρωνικά. «Το δωµάτιο κοστίζει ένα χρυσό τη νύχτα, αλλά κλείνουµε µόνο µε τη βδοµάδα, δηλαδή θα χρειαστείτε εφτά χρυσά.» «Εφτά χρυσά; Τρελός είσαι; Τι στο καλό αξίζει για εφτά χρυσά;» «Από ότι φαίνεται δεν έχεις αρκετά για να σου εξηγήσω τις υπηρεσίες που προσφέρουµε, τις οποίες σε οποιαδήποτε άλλη περίπτωση θα ήµουν διατεθειµένος να παραθέσω, οπότε δε θα το κάνω. Τώρα φύγε γιατί εµποδίζεις την είσοδο.» Ο Σάντικ κοίταξε γύρω του. «∆ε βλέπω κανένα να προσπαθεί να µπει.» «Κοίτα, στρίβε πριν καλέσω τη φρουρά.» «Καλά, µη νευριάζεις. ∆ε µπορεί να γίνει κάποια καλύτερη τιµή;» «Όχι.» «∆εν έχετε φτηνότερα δωµάτια;» «Όχι!» «∆εν υπάρχει περίπτωση να µε αφήσεις να µπω, ε;» «Φύγε από ‘δω!» Και ο Σάντικ γύρισε να φύγει µουρµουρίζοντας µερικές φράσεις που εξέφραζαν επακριβώς τα συναισθήµατά του, µεταξύ άλλων και µάλλον µια από τις πιο επιεικείς ήταν η “εφτά να είναι οι ώρες σου”. Του είχε ξεφύγει ανάµεσα από τα χέρια, αλλά δε πείραζε. Θα πήγαινε στου Γκάζιµ µέχρι να νυχτώσει καλύτερα και µετά θα σκεφτόταν τι να κάνει. * * * Η ταβέρνα του Γκάζιµ ήταν µια από τις πιο άθλιες, αν όχι η πιο άθλια ταβέρνα της Ντάσχαν. Με το που άνοιγε κανείς την ξύλινη πόρτα τον αγκάλιαζε η χαρακτηριστική µυρωδιά της ταβέρνας, ένα συνοθύλευµα παλιού καπνού, ιδρώτα και φτηνού αλκοόλ. Το µπαρ, βρισκόταν στην πέρα άκρη του δωµατίου, δίπλα από τις σκάλες και τον υπόλοιπο χώρο τον γέµιζαν µικρά στρογγυλά τραπέζια µε την επιφάνειά τους λιγδωµένη και γδαρµένη από τους διάφορους πελάτες. Στον πάνω όροφο υπήρχαν κάµποσα δωµάτια, αλλά όχι από αυτά που θα µπορούσε κάποιος να κλείσει για µέρες. Οι µόνοι ένοικοι ήταν αυτοί που πήγαιναν επάνω συνοδευόµενοι από τα “κορίτσια” του Γκάζιµ. Η λέξη “κορίτσια” χρησιµοποιούταν κατ’ ευφηµισµό και µόνο από τον Γκάζιµ. Αξίζει να ειπωθεί πάντως πως ούτε καν ο Σάντικ δεν είχε απελπιστεί ποτέ τόσο για να ανέβει επάνω µε µια από αυτές. Ο Γκάζιµ βρισκόταν συνήθως πίσω από τον πάγκο του, σερβίροντας ποτά (πολλά από τα οποία, όπως φανταζόταν ο Σάντικ, µάλλον τα έφτιαχνε µόνος του ανακατεύοντας αλκοόλ µε νερό από τους υπονόµους) και παρακολουθώντας τους πελάτες του. Ήταν ένας κοντός, αλλά γεροδεµένος άντρας και αρκετά ικανός να επιβάλει την τάξη στο µαγαζί του. Πάντα κάτω από τον πάγκο του βρισκόταν ένα µεγάλο τσεκούρι και πολλοί το είχαν δει να χρησιµοποιείται για τον τερµατισµό κάποιου καυγά µε τον ταυτόχρονο τερµατισµό της ζωής όσων καυγάδιζαν. Όποτε ερχόταν κάποιος θερµόαιµος νεοφερµένος στην ταβέρνα του Γκάζιµ, οι µόνιµοι θαµώνες έµοιαζε να εξαφανίζονται µε περίεργο τρόπο. Στην ταβέρνα αυτή µαζευόταν ένα µεγάλο ποσοστό από ανθρώπους της νύχτας ή τους αποτυχηµένους της Ντάσχαν. Πολλές σκοτεινές συνεργασίες ξεκινούσαν εκεί, στα χαµηλοφωτισµένα τραπεζάκια του Γκάζιµ, ενώ οι µόνιµοι θαµώνες έµοιαζαν αποκλεισµένοι στον εαυτό τους, έχοντας ο καθένας και από ένα σκοτεινό µυστικό, κάτι προσωπικό που δεν θέλει να το µοιραστεί µε τους υπόλοιπους. Κάπως έτσι ήταν κι ο Σάντικ. Καθόταν αποµονωµένος σε ένα σκοτεινό τραπέζι σε µια γωνία, πίνοντας αργά κάτι που ο Γκάζιµ το πουλούσε για µπύρα, σκέφτοντας τι θα µπορούσε να κάνει µε τον γέρο και αν θα άξιζε τον κόπο να τον κυνηγήσει. Η ταβέρνα δεν ήταν και ιδιαίτερα ζωντανή σήµερα. Εκτός από αυτόν υπήρχε µόνο άλλη µια παρέα νεαρών που έπιναν και αστειεύονταν µε τις ιερόδουλες του µαγαζιού και ένας άλλος µοναχικός πελάτης σε ένα τραπέζι κοντά στον πάγκο. Ο Σάντικ τον αναγνώρισε, ήταν ο Γκραβ. Ένας ψηλός και κάπως αδύνατος νεαρός που πέρναγε πότε πότε τα βράδια του σε εκείνη την ταβέρνα. Η πρώτη εντύπωση που του είχε δηµιουργήσει όταν τον είχε πρωτοδεί ήταν αυτή του κλασικού κορόιδου που θα έχανε τα λεφτά του και ίσως και τη ζωή του αρκετά γρήγορα, αν συνέχιζε να έρχεται στην ταβέρνα. Μια νύχτα όµως κάποιος µεθυσµένος, που όπως φάνηκε είχε παρόµοια εντύπωση, άρχισε να τον πειράζει και να τον σπρώχνει, γυρεύοντας έναυσµα για καυγά. Ο Σάντικ είχε σηκωθεί για να φύγει, φοβούµενος την παρέµβαση του Γκάζιµ, αλλά τον πρόλαβε ο Γκραβ. Ο νεαρός είχε βγάλει ένα στιλέτο µε απίστευτη ταχύτητα και µε ένα γρήγορο χτύπηµα είχε κόψει το λαιµό του παλικαρά που του κόλλαγε. Ενώ ο άλλος προσπαθούσε να συγκρατήσει τη ζωή που κυλούσε γοργά µαζί µε το αίµα του, βγάζοντας διάφορους λαρυγγισµούς, ο Γκραβ είχε καθίσει ατάραχος ξανά στο τραπέζι του για να συνεχίσει το ποτό του. Ο Σάντικ είχε καταλάβει πως ο νεαρός αυτός ήταν αδίστακτος όταν ήθελε και είχε αποφασίσει πως δεν τον ήθελε για εχθρό του. Ο Γκραβ τον αναγνώρισε επίσης και σήκωσε το ποτό του για να χαιρετίσει. Ο Σάντικ ανταπέδωσε το χαιρετισµό και γύρισε ξανά στους συλλογισµούς του. Αρκετή ώρα πέρασε κάπως έτσι. Ένας από τους νεαρούς είχε υποκύψει στο ποτό του και καθόταν στο τραπέζι µισολιπόθυµος, µε το κεφάλι του να ισορροπεί επικίνδυνα στο άδειο ποτήρι της µπύρας, ενώ δύο άλλοι είχαν µεθύσει αρκετά για να ανέβουν επάνω. (Ο Σάντικ είχε ανακαλύψει πως υπήρχε µια αναλογική σχέση ανάµεσα στην ποσότητα ποτού που κατανάλωνε κάποιος και στην οµορφιά των “κοριτσιών” του Γκάζιµ – ιδιαίτερα αν το ποτό ήταν του ίδιου του Γκάζιµ.) Ο τελευταίος της παρέας τραγουδούσε παράφωνα κουνώντας το ποτήρι του και πιτσιλώντας τον αφρό του ποτού του στο ήδη βρώµικο πάτωµα. Όταν ο Σάντικ σηκώθηκε να φύγει η ώρα της νύχτας ήταν προχωρηµένη. Ήταν εκείνη η ώρα που στους δρόµους της Ντάσχαν κυκλοφορούσαν µόνο οι µεθυσµένοι, οι µαχαιροβγάλτες, οι λαθρέµποροι και οι κλέφτες. Ήταν η ώρα του Σάντικ. Έγινε ένα µε τις σκιές των κακοφωτισµένων πλακόστρωτων στενών και περπατούσε απαρατήρητος κάτω από τις αψίδες και τα µπαλκόνια της πόλης που δηµιουργούσαν µια ευχάριστη κάλυψη από τις λάµπες των δρόµων. Προχωρούσε σκεφτικός προς το “Ανατέλλων Άστρο”, εκεί που ήξερε πως σε κάποιο από τα δωµάτιά του βρισκόταν ένα µικρό χρυσό κουτί και ποιος ξέρει τι να βρισκόταν µέσα σε αυτό. Μια σκιά πάνω από µια αψίδα ζωντάνεψε ξαφνικά και πήδηξε για να συναντήσει τον κοντό άντρα. Ο Σάντικ αρχικά εξεπλάγη, αργότερα φοβήθηκε, αλλά όταν είδε ποιος ήταν µπροστά του, ο θυµός έγινε το κυρίαρχο συναίσθηµα. «Ναράµονα!» «Τι υποδοχή είναι αυτή φίλε µου; Θα έλεγε κανείς πως δε σου έλειψα καθόλου.» Ο Ναράµονας ήταν ο τελευταίος που ήθελε να συναντήσει ο Σάντικ, ειδικά εκείνη τη νύχτα, αλλά αν και είχε να τον δει τρεις εβδοµάδες, βαθιά µέσα του ήξερε πως ο νεαρός δε θα τον ξεχνούσε και πως κάποτε θα εµφανιζόταν ξανά. Σαν κακιά συνήθεια όµως ή σαν επίµονη αλλεργία, ο καταραµένος εµφανιζόταν ειδικά στις πιο ακατάλληλες στιγµές. Ο Σάντικ τράβηξε το µαχαίρι που κουβαλούσε πάντα µαζί του, αλλά ο άλλος ήταν πιο γρήγορος. Με µια αστραπιαία κίνηση έπιασε το χέρι του από τον καρπό και το γύρισε, µέχρι που ο Σάντικ αναγκάστηκε να αφήσει το µαχαίρι να πέσει. «Εκπλήσσοµαι µε τη συµπεριφορά σου Σάντικ!» είπε ενώ κρατούσε ακόµα το χέρι του. «Έτσι καλωσορίζεις το συνέταιρό σου;» «Συνέταιρος του κώλου.» είπε ο κλέφτης και τίναξε το χέρι του. Ο Ναράµονας ήταν ντυµένος στα µαύρα, όπως συνήθιζε άλλωστε. Ήταν δυο κεφάλια ψηλότερος από τον Σάντικ και σίγουρα πιο δυνατός. Ο Σάντικ ήξερε πως δε θα µπορούσε να τον αντιµετωπίσει ποτέ πρόσωπο µε πρόσωπο και αµφέβαλλε αν ποτέ ο νεαρός θα ήταν αρκετά απρόσεκτος για να τον “αντιµετωπίσει” µε άλλον τρόπο. Μάζεψε το µαχαίρι του από κάτω, το έβαλε στη θήκη του και άρχιζε να περπατά. «Λοιπόν;» «Λοιπόν τι;» Όπως φοβόταν, ο σκασµένος δεν είχε σκοπό να τον αφήσει ήσυχο. Περπατούσε δίπλα του. «Λοιπόν, δε θα µε ρωτήσεις που ήµουν ή πως πέρασα; Έχουµε να ειδωθούµε γύρω στον ένα µήνα.» «Ένας από τους καλύτερους µήνες του χρόνου!» του απάντησε θυµωµένος ο Σάντικ. «Έλπιζα να έχεις χάσει το κεφάλι σου κάπου µακριά από ‘δω, ή να σαπίζεις σε καµιά φυλακή.» «Έλα τώρα Σάντικ, εµείς είµαστε φιλαράκια.» «Μπορεί να µην έχω πολλούς φίλους, αλλά σίγουρα εσύ δεν είσαι ανάµεσά τους. Τι θες από ‘µένα; ∆εν έχεις βαρεθεί να µε βασανίζεις;» Ο Ναράµονας γέλασε. «Μπα, αυτό δεν το έχω βαρεθεί ακόµα. Είσαι ένας από τους αγαπηµένους µου ανθρώπους Σάντικ.» Ο κοντός άντρας µόρφασε. «’Ντάξει. Ειδωθήκαµε, µιλήσαµε, δεν έχεις κάτι άλλο να κάνεις;» Ο Ναράµονας ακούµπησε το χέρι του στο ώµο του Σάντικ και αυτός δέχτηκε το άγγιγµα µε καταπιεσµένη οργή. Αν αντιδρούσε ήξερε πως ο νεαρός θα µπορούσε να τον χτυπήσει άσχηµα, το είχε κάνει άλλωστε κι άλλες φορές στο παρελθόν. «Έχω, βεβαίως και έχω. Θέλω όµως να περάσω µερικές µέρες µε τον φίλο µου, τον Σάντικ και να µάθω από την τέχνη του.» είπε και τα µάτια του γυάλιζαν περίεργα. «Σου έχουν τελειώσει τα λεφτά;» Ο Ναράµονας πήρε ένα απολογητικό ύφος και χαµογέλασε. «Με έπιασες Σάντικ. Ναι, µου τελειώνουν και όπως φαίνεται σε έχω ανάγκη. Και αν δε θες να γνωρίσεις τα βράχια κάτω από τη γέφυρα της πόλης καλύτερα, θα φροντίσεις να µε βοηθήσεις.» είπε και έσφιξε τον ώµο του Σάντικ. Ο Ναράµονας είχε µιλήσει πριν για την τέχνη του Σάντικ. Ο ίδιος ο Σάντικ πίστευε πως είχε µια ιδιαίτερη τέχνη, µια ικανότητα που τον είχε κρατήσει ζωντανό τόσα χρόνια στους δρόµους της Ντάσχαν. Το µυαλό του άρχισε να παίρνει στροφές και προσπάθησε να σκεφτεί τρόπους να χρησιµοποιήσει την τέχνη αυτή προς όφελός του για να απαλλαγεί µια και καλή από το βάσανο του Ναράµονα. Μια ιδέα άρχισε να σχηµατίζεται στο µυαλό του, µια ιδέα που του άρεσε. «Έχεις τίποτα έτοιµο;» συνέχισε ο Ναράµονας. «Μπορεί. Έλα µαζί µου.» Αν έπρεπε να περιγράψει το Ναράµονα ο Σάντικ, θα τον χαρακτήριζε σαν “αντιπαθητικό κωλόπαιδο”. ∆υστυχώς όµως ήταν κάτι παραπάνω. Ήταν ένα ενοχλητικό τσιµπούρι, µια τροχοπέδη στη ζωή του κλέφτη, κάτι που τον βασάνιζε και τον θύµωνε, αλλά ταυτόχρονα κάτι που δε µπορούσε να ξεφορτωθεί εύκολα. Τον είχε γνωρίσει περίπου ένα χρόνο πριν, στα µέσα του προηγούµενου καλοκαιριού, τότε που είχε κανονίσει να κάνει µια διάρρηξη που περίµενε να φέρει αρκετά χρήµατα στην τσέπη του. Ο Ναράµονας και ο Ίρβιν ήταν αυτοί που θα κράταγαν τσίλιες και θα κανόνιζαν όποιον δυσκόλευε το έργο του Σάντικ. Ο ίδιος ο Σάντικ είχε αναλάβει τις δύσκολες δουλειές, δηλαδή να παραβιάζει πόρτες, να ψάχνει για παγίδες και να ξαφρίζει. Η διάρρηξη πήγε αρκετά καλά, µάλλον επειδή υπήρχε και ο Ίρβιν που, αν και δεν ήταν ιδιαίτερα έξυπνος ο ίδιος, είχε την απαιτούµενη ικανότητα να συγκρατεί το Ναράµονα από διάφορες παρεκτροπές. Την επόµενη φορά όµως τα πράγµατα δεν πήγαν το ίδιο καλά. Η επόµενη φορά ήταν στα τέλη του φθινοπώρου, όταν ο Σάντικ αποφάσισε να µπει σε µια αποθήκη ενός έµπορα και να δει τι θα µπορούσε να κλέψει από το καραβάνι που µόλις είχε φτάσει στην πόλη. Ο Ναράµονας του είχε κολλήσει σαν τσιµπούρι εκείνες τις µέρες και ο Σάντικ αναγκάστηκε να τον πάρει µαζί του, σκέφτοντας πως ένα παραπάνω ζευγάρι µάτια δε θα έβλαπτε πουθενά. Το αποτέλεσµα ήταν καταστροφικό. Ο θερµόαιµος νεαρός είχε σκοτώσει δυο φρουρούς. Το είχε κάνει αθόρυβα βέβαια, αλλά ο φόνος ήταν πάντα φόνος. Ο Σάντικ θα προτιµούσε να µην τους ενοχλήσει καθόλου ή στη χειρότερη περίπτωση να τους χτυπήσει αναίσθητους και να τους δέσει. Μόλις διαπίστωσε τι είχε κάνει ο νεαρός, παράτησε τη δουλειά στη µέση και έφυγε πανικόβλητος για να βρει ένα άλλοθι. Στη Ντάσχαν ο φόνος δεν συγχωρούταν εύκολα και η ποινή ήταν επίσης θάνατος. Ο Σάντικ είχε µπει σε µια εκκλησία του Λάεβωρ, κάνοντας πως ήθελε να κλέψει, αλλά ουσιαστικά ήθελε να τον πιάσουν. Οι κληρικοί του Φωτεινού Θεού ήταν επιεικής µαζί του, ειδικά αφού τους κλάφτηκε για λίγο, αλλά παρόλ’ αυτά πέρασε ένα µήνα στη φυλακή. Ένας µήνας σε ένα σκοτεινό και βρώµικο µπουντρούµι εξαιτίας αυτού του βλάκα. Όταν βγήκε, ο Ναράµονας τον περίµενε. Είχε τελειώσει µόνος του τη δουλειά, αλλά είχε ξοδέψει όλα τα χρήµατα που είχε κλέψει µέσα στο µήνα που πέρασε. Τότε ήταν η αρχή της προσωπικής κόλασης του Σάντικ. Ο Ναράµονας τρεφόταν από αυτόν σαν πεινασµένη βδέλλα. Τον ανάγκαζε να κλέβει γι’ αυτόν και του έπαιρνε τα χρήµατα, αφήνοντάς του αρκετά µόνο για τις βασικές του ανάγκες. Άλλες φορές εµφανιζόταν ξαφνικά απαιτώντας λεφτά και πολλές φορές τον είχε χτυπήσει για να τα πάρει. Ο Σάντικ δε µπορούσε να κάνει τίποτα ενάντια στην ωµή βία του Ναράµονα. Τι θα µπορούσε να κάνει άλλωστε; Να πει πως τον εµποδίζει να κλέβει όπως θέλει αυτός; Ο Ναράµονας τον είχε απειλήσει επανελληµένως πως αν προσπαθούσε να του ξεφύγει θα τον κατέδιδε στους Θρύωνες και ο Σάντικ ήξερε πως ο νεαρός είχε αρκετά στοιχεία για να τον κάνει να σαπίσει στα υπόγεια του κάστρου. Αν ήταν µόνο αυτό το κακό, απλώς δηλαδή ο Ναράµονας να ζούσε εις βάρος του, τότε ίσως και να µπορούσε να το αντιµετωπίσει. ∆εν ήταν η πρώτη φορά στη ζωή του άλλωστε που κάποιος τον καταδυνάστευε και τον τροµοκρατούσε. Ο Σάντικ είχε πλάγιες µεθόδους και µπορούσε να επιζήσει από µια τέτοια περίπτωση. Για παράδειγµα, έκρυβε µερικά από τα κλοπιµαία και έδινε στο Ναράµονα µόνο ένα µέρος τους, αφήνοντας κάτι πίσω για τον εαυτό του. Όχι, δεν ήταν αυτό που φοβόταν στο νεαρό. Ο Ναράµονας ήταν απρόσεκτος και αυτό τον έκανε επικίνδυνο για το Σάντικ. Φοβόταν πως κάποτε θα έφτανε µια µέρα που ο νεαρός θα έκανε κάτι τόσο άσχηµο που δε θα υπήρχε σωτηρία για κανέναν από τους δύο. Μπορεί να σκότωνε ξανά, µπορεί να κοκορευόταν µπροστά σε λάθος άτοµα, αλλά το αποτέλεσµα θα ήταν το ίδιο. Θα έπεφτε και θα έπαιρνε και το Σάντικ µαζί του. Ο κοντός άντρας είχε µόνο µια ελπίδα να ξεφύγει από τον τρελαµένο, το είχε σκεφτεί καλά αυτές τις µέρες που κοιµόταν στο δρόµο και έπρεπε να απασχολεί κάπως το µυαλό του για να ξεχνάει το κρύο. Έπρεπε να τον ταΐσει λίγο από το φάρµακό του. Έπρεπε να βρει έναν τρόπο να τον κάνει να πέσει µόνος του, χωρίς κανένα ενοχοποιητικό στοιχείο να βαραίνει τον ίδιο. Και η σηµερινή νύχτα µπορεί να ήταν ιδανική γι’ αυτό. * * * Όταν έφτασαν στο “Ανατέλλων Άστρο” η θερµοκρασία είχε πέσει ακόµα περισσότερο και ο κρύος αέρας που ερχόταν από τη θάλασσα διαπερνούσε εύκολα τα ελαφριά ρούχα του Σάντικ. Σφίγγοντας ακόµα περισσότερο το πανωφόρι του, προχώρησε για να εξετάσει το πανδοχείο καλύτερα. Το σχέδιό του ήταν να εντοπίσει κάποιο σκοτεινό σηµείο από το οποίο θα µπορούσε να µπει µέσα και να φτάσει απαρατήρητος στον δεύτερο όροφο, εκεί που ήταν τα υπνοδωµάτια, ελπίζοντας πως θα κατάφερνε να εντοπίσει το δωµάτιο του γέρου. Μετά θα άφηνε τον Ναράµονα να βγάλει το φίδι από την τρύπα, ενώ ο ίδιος θα έτρεχε και σαν ευυπόληπτος πολίτης θα καλούσε τη φρουρά να τον συλλάβουν. Κάτι δεν πήγαινε καλά όµως και τον έβγαλε από τη ροή των σκέψεών του. Το πανδοχείο ήταν σκοτεινό. Όλα τα φώτα ήταν σβηστά και όλα τα παράθυρά του ήταν σκοτεινά. Αυτό ήταν κάτι αφύσικο και δε µπορούσε να καταλάβει τι θα µπορούσε να σηµαίνει. Κοίταξε το νεαρό. «Εδώ είναι; Αυτό είναι το πανδοχείο που µπήκε;» τον ρώτησε ο Ναράµονας. Στο δρόµο του είχε πει για το γέρο και το χρυσό κουτί που κουβαλούσε. «Ναι, αλλά...» Ο Σάντικ άρχισε να κινείται προς την είσοδο του πανδοχείου. «Σάντικ, τι κάνεις; Έχεις σκοπό να µπούµε από την κεντρική είσοδο;» «Κάτι δε πάει καλά εδώ» του απάντησε κοιτώντας τη βαριά δρύινη πόρτα. Ήταν κλειστή και όταν δοκίµασε να την ανοίξει είδε πως ήταν και κλειδωµένη. «Τι δε πάει καλά;» «Η πόρτα δε θα έπρεπε να είναι κλειστή. Και θα έπρεπε να βλέπουµε κάποιο φως από µέσα. Υπάρχει συνήθως ένα τζάκι που καίει µέχρι αργά και κάµποσοι πελάτες που µένουν µέχρι αυτή την ώρα στο εστιατόριο του πανδοχείου.» Γύρισε να κοιτάξει το νεαρό για να τον κάνει να καταλάβει το παράδοξο της περίπτωσης. «Τα πανδοχεία της Ντάσχαν δεν κλείνουν ποτέ Ναράµονα! Εδώ θα έπρεπε να στέκεται ένας βλάκας φύλακας για να ελέγχει ποιος µπαίνει µέσα. Τον συνάντησα προηγουµένως, όταν έφτασε ο γέρος εδώ.» «Η πόρτα δε θα έπρεπε να είναι κλειστή!» είπε προς την πόρτα, λες και θα τον άκουγε και θα του έκανε το χατίρι να ανοίξει. «Και τι µας νοιάζει;» είπε αδιάφορα ο Ναράµονας. «∆ε σκοπεύαµε να µπούµε από εδώ έτσι;» Μας νοιάζει πανηλίθιο πλάσµα, θα ήθελε να απαντήσει ο Σάντικ, γιατί µπορεί να έχει γίνει κάτι εδώ µέσα, κάτι απρόβλεπτο που θα µας βάλει σε κίνδυνο. Αλλά άτοµα σαν κι εσένα που δε µπορούν να κάνουν πολύπλοκες σκέψεις δε µπορούνε να το καταλάβουν. Αντί γι’ αυτό είπε: «Θα πρέπει να είµαστε περισσότερο προσεκτικοί. Θα µπούµε από πίσω.» Έκαναν τον κύκλο του κτηρίου και έφτασαν πίσω, εκεί που υπήρχε η πόρτα της κουζίνας. Πιο δίπλα υπήρχαν δυο µεγάλα δοχεία µε σκουπίδια που είχαν µείνει αρκετό καιρό εκεί έξω και τώρα µύριζαν άσχηµα. Από πάνω τους υπήρχε ένα µισάνοιχτο παράθυρο. Αφού ο Σάντικ δοκίµασε την πόρτα και είδε πως κι αυτή ήταν κλειδωµένη είπε στο Ναράµονα: «Άκου πως έχει. Θα µε βοηθήσεις να ανέβω στο παράθυρο και να µπω µέσα. Εγώ θα ελένξω την κατάσταση στο πανδοχείο για να δω τι τρέχει. Μπορεί στο κάτω κάτω να κοιµούνται όλοι.» «Ναι αυτό θα µας βόλευε ε;» «Ναι. Εσύ θα µείνεις εδώ, µπας και φτάσει καµιά οµάδα Θρυώνων για να κάνει έλεγχο στο πανδοχείο. Θυµάσαι το σινιάλο του κινδύνου;» «Η φωνή της κουκουβάγιας, την κάνω δυο φορές.» «Ωραία. Μόλις λοιπόν δω πως δεν υπάρχει κίνδυνος θα κατέβω να σου ανοίξω. Κατάλαβες;» «Ναι.» «Μην προσπαθήσεις να µπεις µόνος σου µέσα! Θα σου ανοίξω εγώ.» «Εντάξει Σάντικ!» Ο Σάντικ φοβόταν πως δεν τον είχε πάρει και πολύ στα σοβαρά, αλλά αποφάσισε να το ρισκάρει και να προχωρήσει. * * * Το ένιωσε όταν πάτησε τα πόδια του στο παχύ χαλί του διαδρόµου. Ήταν µια αφύσικη, τροµαχτική αίσθηση. Ο θάνατος ήταν στη γύρα σήµερα το βράδυ και στο πανδοχείο αυτό είχε κάνει γλέντι. Ένα παγερό χέρι είχε αρπάξει τον Σάντικ από το λαιµό τη στιγµή που µπήκε στο πανδοχείο και τώρα τον έσφιγγε ασφυκτικά. Υπήρχε κάτι κακό εδώ µέσα και ο κλέφτης το ένοιωθε, έτσι όπως νοιώθει κάποιος την αλλαγή του καιρού σε ένα σπασµένο κόκαλο. ∆εν υπήρχε κάτι να δικαιολογεί τις σκέψεις του κοντού άντρα. Ο διάδροµος που διέσχιζε το κτήριο από τη µία άκρη στην άλλη ήταν σκοτεινός και ήσυχος. ∆εν φαινόταν κάτι ανησυχητικό ή απειλητικό, δεν υπήρχε καµιά περίεργη µυρωδιά ή κάποιος ανατριχιαστικός ήχος. Παρόλ’ αυτά η αίσθηση της απειλής είχε θρονιαστεί πάνω στον Σάντικ και δεν έλεγε να τον αφήσει ήσυχο. «Έχεις αρχίσει να µωραίνεσαι γέρο – Σάντικ.» ψιθύρισε ο κλέφτης στον εαυτό του. Αφού έµεινε για µια στιγµή ακίνητος να αφουγκραστεί, αποφάσισε πως µια και είχε µπει στο χορό, έπρεπε να δοκιµάσει και να χορέψει, οπότε άρχισε να προχωρά. Στο βάθος του διαδρόµου υπήρχαν οι σκάλες για το ισόγειο, όπου βρισκόταν η µεγάλη σάλα και το εστιατόριο. Εκεί υπήρχαν επίσης σκάλες για ακόµα πιο πάνω, όπου βρίσκονταν τα καλύτερα δωµάτια του πανδοχείου, για όσους µπορούσαν να τα πληρώσουν. Ο όροφος στον οποίο βρισκόταν ο Σάντικ είχε δωµάτια από τη µία και την άλλη πλευρά του διαδρόµου που τον διέσχιζε. Όλες οι λάµπες του διαδρόµου που συνήθως έκαιγαν όλο το βράδυ, σκορπώντας παντού µια χαρακτηριστική µυρωδιά αρωµατισµένου πετρελαίου, τώρα ήταν σβηστές. Σε µια οποιαδήποτε άλλη περίπτωση ο Σάντικ θα δεχόταν το σκοτάδι µε αγαλλίαση και χαρά, αλλά τώρα... ∆εν ήξερε. Κάτι πήγαινε στραβά εδώ µέσα. Κατάλαβε πως το είχε νιώσει για πρώτη φορά όταν ήταν έξω και είδε το πανδοχείο βουτηγµένο στο σκοτάδι, απλώς τώρα ήταν πιο έντονο. Πλησίασε την πρώτη πόρτα στα δεξιά του και είδε πως ήταν µισάνοιχτη. ∆εν ήξερε αν θα έπρεπε να χαρεί ή να ανησυχήσει, παρόλ’ αυτά την άνοιξε προσεκτικά για να κοιτάξει µέσα. Η πόρτα ήταν σε τέλεια κατάσταση και οι µεντεσέδες ήταν τόσο καλολαδωµένοι που αντί για το αναµενόµενο τρίξιµο, ο θόρυβος που έβγαλε έµοιαζε µε ψίθυρο. Στο δωµάτιο δεν ήταν κανείς. ∆εν ήταν άδειο όµως, ο Σάντικ µπορούσε να δει πως ήταν νοικιασµένο, από τη φορεσιά που ήταν κρεµασµένη προσεκτικά για να µη τσαλακωθεί και από τα δυο βιβλία που ήταν παρατηµένα στο κρεβάτι. Το ένα µάλιστα ήταν παρατηµένο ανοιχτό ανάποδα, λες κι αυτός που το διάβασε έφυγε απότοµα και το άφησε έτσι για να µη χαθεί η σελίδα. Υπάρχουν ένοικοι, σκέφτηκε ο Σάντικ. Απλώς ούτε κοιµούνται, ούτε διασκεδάζουν στη σάλα. Το επόµενο δωµάτιο αποδείχθηκε εξίσου άδειο. Στο κοµοδίνο δίπλα στο κρεβάτι ο Σάντικ βρήκε ένα πουγκί µε δέκα χρυσά, κάτι που απάλυνε για λίγο τις φοβίες του. Το γεγονός ότι βρήκε αρκετά χρήµατα για να περάσει αρχοντικά µια ή δύο βδοµάδες τον έκανε να σκέφτεται σοβαρά µήπως θα ήταν καλύτερα να τα παρατήσει και να φύγει από εκεί µέσα, ικανοποιηµένος µε τα λίγα που βρήκε (λίγα σε σύγκριση µε αυτά που θα µπορούσε να βρει) και χωρίς να µάθει τι συνέβαινε πραγµατικά. Αυτή η τακτική όµως δεν ταίριαζε στον χαρακτήρα του Σάντικ. Μπορεί µερικές φορές να φαινόταν απρόσεκτος, αλλά κατά τα άλλα είχε επίγνωση των δυνατοτήτων του και πίστευε πως θα µπορούσε να εξερευνήσει για λίγο ακόµα χωρίς ιδιαίτερο κίνδυνο. Θα ήθελε να δει τι ήταν αυτό που κουβαλούσε ο γέρος, ακόµα και αν δεν κατάφερνε τελικά να το κλέψει. Ήθελε να γνωρίζει τις πιθανότητες και αφού έβλεπε τι ακριβώς συµβαίνει, θα αποφάσιζε τότε ποιος θα ήταν ο καλύτερος τρόπος να φερθεί, αλλά όχι νωρίτερα. ∆εν του άρεσε να τον παρασέρνουν οι υποψίες του και να χάνει ευκαιρίες µόνο γι’ αυτό το λόγο. Κυρίως όµως ήταν περίεργος. Ήθελε να καταλάβει τι είχε συµβεί εκεί µέσα, ακόµα κι αν έριχνε µόνο µια κλεφτή µατιά και µετά έφευγε τρέχοντας. Ο Σάντικ είχε µπλεχτεί στα χίλια κέρατα του Ανγκράµπα και κάθε λεπτό που περνούσε µπλεκόταν ακόµα περισσότερο. Προχωρούσε στο διάδροµο, αθόρυβος σαν τη ανάσα του ανέµου πάνω από τις σκεπές, ελέγχοντας προσεκτικά όλα τα δωµάτια στο διάβα του. Μερικά ήταν κλειδωµένα και όταν παραβίασε τις κλειδαριές είδε πως απλώς ήταν άδεια και καθαρά, περιµένοντας κάποιον να περάσει µια νύχτα µέσα τους. Σε κανένα δωµάτιο δε βρήκε τον ενοικιαστή του. Ακόµα κι αν έβρισκε ένα πτώµα µε ένα µαχαίρι στην πλάτη, θα µπορούσε να νοιώσει καλύτερα, αφού θα είχε τουλάχιστον µια αίσθηση για το τι συνέβη. Αυτή η απουσία ανθρώπων και εξηγήσεων τον έκανε να αισθάνεται τροµερά άβολα, αφού δεν ήξερε τι να υποθέσει. Είχαν περάσει περίπου σαράντα λεπτά από τότε που µπήκε από το παράθυρο και είχε ξεχάσει εντελώς το Ναράµονα. Ήταν ίσως σφάλµα του, επειδή ο νεαρός δεν είχε την απαραίτητη υποµονή να περιµένει το Σάντικ για να µπει µέσα, αλλά ο κλέφτης µέσα στην προσπάθειά του να βρει κάποιο ίχνος για την απουσία οποιουδήποτε στο πανδοχείο, τον είχε ξεχάσει εντελώς. Στην έβδοµη πόρτα που δοκίµαζε να ανοίξει κοντοστάθηκε. Υπήρχε µια απροσδιόριστη µυρωδιά που έβγαινε από τη χαραµάδα, κάτι που έµοιαζε µε θυµίαµα ή µε ξερά φύλλα που καίγονταν. Ο Σάντικ προσεκτικός όσο δεν έπαιρνε και αθόρυβος όσο η ανάσα των σκιών, την άνοιξε τόσο αργά που αν κάποιος δεν την παρατηρούσε προσεκτικά, δε θα καταλάβαινε πως κινούνταν. Όταν η πόρτα άνοιξε η µυρωδιά του δωµατίου ξεχύθηκε στο διάδροµο. Ήταν µυρωδιά θυµιάµατος, όπως είχε µαντέψει. Ήταν επίσης και µυρωδιά καµένων βοτάνων. Ο Σάντικ την ήξερε αυτή τη µυρωδιά, ήταν τόσο χαρακτηριστική που του έφερνε αναµνήσεις. Ήταν η µυρωδιά που πότιζε τις ρόµπες των µάγων ή τα ρούχα των κληρικών. ∆εν ήξερε ακόµα αν το δωµάτιο ήταν του γέρου ή όχι, αλλά µάλλον όποιος κι αν ήταν ο ένοικος είχε κάνει την προσευχή στο θεό του ή ότι τέλος πάντων ήταν αυτό που είχε κάνει, σχετικά πρόσφατα, αν έκρινε από την ένταση του αρώµατος. Όταν άνοιξε την πόρτα καλύτερα όµως και πήρε µια – δυο ανάσες από τον αέρα του δωµατίου διέκρινε και µια άλλη µυρωδιά πίσω από τα αρώµατα. Ήταν αχνή και σχεδόν απροσδιόριστη, αλλά ήταν εκεί. Κολλούσε στις υπόλοιπες σαν παράσιτο και έκανε αισθητή την παρουσία της, όχι αµέσως, αλλά σιγά – σιγά, λες και ήθελε να εδραιωθεί καλά και να γίνει απόλυτα αντιληπτή από αυτόν που τη µύριζε. Ήταν µια µυρωδιά τύµβου. Παλιά σκόνη, σαπισµένη σάρκα και µουχλιασµένες γάζες. Μια αναγουλιαστική µυρωδιά που έπαιζε µε τον τρόµο και τον προκαλούσε να σαλέψει για λίγο τα πλοκάµια του. Ο Σάντικ άνοιξε αρκετά την πόρτα για να ρίξει µια µατιά στο δωµάτιο. ∆εν υπήρχε κανένα φως, όπως ούτε και πουθενά αλλού άλλωστε, αλλά οι κουρτίνες ήταν τραβηγµένες και µπόρεσε να δει πως αυτό ήταν το δωµάτιο που έψαχνε. Στο κέντρο του δωµατίου υπήρχε ένα τραπεζάκι, πάνω στο οποίο ήταν τέσσερα κεριά, λιωµένα και σβηστά τώρα και τρία θυµιατά, από τα οποία µάλλον προήλθε το άρωµα που πότισε το χώρο. Στο κέντρο του τραπεζιού, ανάµεσα σε όλα αυτά βρισκόταν µια χρυσή λάρνακα. Το ελάχιστο φως που έµπαινε από το παράθυρο δεν την αδικούσε καθόλου. Είχε το πιο καθαρό χρώµα χρυσού που είχε δει ποτέ ο Σάντικ και αντανακλούσε πάνω της το φως των άστρων. ∆υο τεράστια πετράδια στόλιζαν το καπάκι και έκοβαν την εικόνα του δωµατίου σε χιλιάδες αντανακλάσεις. Ο Σάντικ ξέχασε όλους τους φόβους του µονοµιάς, ακόµα και εκείνη την περίεργη µυρωδιά. ∆εν τον ένοιαζε πια που δεν είχε συναντήσει ψυχή ακόµα, απλώς είχε µείνει να κοιτάζει µαγεµένος τη λάρνακα µε το ύφος υπνωτισµένου ή πεινασµένου που αντικρίζει ένα τεράστιο τραπέζι µε ένα πλουσιοπάροχο γεύµα. Ήθελε να κρατήσει αυτό το κουτί στα χέρια του, χωρίς να τον νοιάζει ποιανού είναι ή τι µπορεί να έχει µέσα. Ο Σάντικ µπορεί να προσπαθεί να είναι πάντα προσεκτικός σε αυτό που κάνει, αλλά γενικά έχει το ελάττωµα της απληστίας. ∆ε µπορεί να αντισταθεί σε κάτι όµορφο και ακριβό, όπως ένας αλκοολικός δε µπορεί να αντισταθεί σε ένα “ακόµα ένα ποτό”. Ίσως κάποια στιγµή της ζωής του η αδυναµία του αυτή να του δηµιουργήσει πρόβληµα, αλλά προτιµούσε να παραβλέψει αυτή την πιθανότητα και να ασχοληθεί µε ένα θέµα κάθε φορά. Μισοµπήκε στο δωµάτιο και έµεινε εντελώς ακίνητος για πέντε λεπτά, να καταλάβει αν βρισκόταν κάποιος άλλος εκεί µέσα. Τίποτα. Καµία κίνηση, κανένας θόρυβος, ούτε καν µια ανάσα. Είχε τόση ησυχία που µπορούσε να ακούσει καθαρά τους διαβάτες που πέρναγαν από το δρόµο έξω από το πανδοχείο. Για µια στιγµή θυµήθηκε το συναίσθηµα που του είχε δηµιουργήσει το µέρος και αποφάσισε να µην προχωρήσει αν δε βεβαιωνόταν εντελώς πως δεν υπήρχε κανείς εκεί µέσα. «Υπηρεσία δωµατίων!» Είπε. «Ήρθα να πάρω τα σκουπίδια σας...» Καµιά απάντηση. Προφανώς, σκέφτηκε, ότι είχε συµβεί µε τους υπόλοιπους ένοικους είχε συµβεί και στο γέρο. Μπήκε µέσα. Τα µάτια του είχαν στυλωθεί στο χρυσό κουτί που βρισκόταν επάνω στο τραπεζάκι και γυάλιζαν από απληστία. Ήταν τα µάτια ενός υπνωτισµένου, κάποιου που δε µπορεί να τραβήξει το βλέµµα του µακριά από εκεί που του υποδεικνύουν. Στεκόταν και παρατηρούσε τη λάρνακα µαγεµένος από την τελειότητα των σκαλισµάτων επάνω της και κυρίως από τα δυο τεράστια πετράδια που στόλιζαν το καπάκι. Μέσα της υπήρχαν κάποια ίχνη από σκόνη ή στάχτη και φαντάστηκε πως από εκεί προερχόταν εκείνη η µυρωδιά που τον είχε ενοχλήσει πιο πριν. Έφερε τα χέρια του στις άκρες του χρυσού κουτιού, αλλά δε µπορούσε να το αγγίξει, φοβόταν πως θα µόλυνε µε τη βρωµιά τους την καθαρότητα του χρυσού. Αυτό που ήταν µπροστά του, του φαινόταν σαν κάτι τέλειο που δε θα ήθελε να το λερώσει. «Ψάχνεις κάτι;» Όλες οι τρίχες στο σβέρκο του Σάντικ ορθώθηκαν µονοµιάς και ένα ρίγος σκαρφάλωσε στην πλάτη του µόλις άκουσε τη φωνή από τη γωνία του δωµατίου. Αυτός που του µίλησε έκανε ένα βήµα µπροστά και του Σάντικ του φάνηκε πως τον γεννούσαν οι ίδιες οι σκιές. Ήταν ο γέρος, αυτός που είχε ακολουθήσει το απόγευµα ως το πανδοχείο, αυτός που σκόπευε να ληστέψει. Ο Σάντικ ήταν έτοιµος να καταπιεί για να υγράνει το λαιµό του και από την τροµάρα του, του κόλλησε το σάλιο στο λαρύγγι. «Εχχχκκκκ....» ήταν το µόνο που µπορούσε να πει. «Πώς ήρθες εδώ;» «Τι;» «Μα τα χίλια κέρατα του Ανγκράµπα, δεν είσαι ένοικος του πανδοχείου...» Ο Σάντικ είχε αρχίσει να κάνει µικρά βήµατα προς τα πίσω, προσπαθώντας να φτάσει την πόρτα. «Ποιανού τα κέρατα;» «∆ε ξέρεις τον Ανγκράµπα άπιστε;» «Καλέ µου κύριε» έκανε ο Σάντικ µε ένα ύφος δουλικότητας «δε ξέρω γιατί πράγµα µιλάτε, εγώ είµαι από το... το...» Ο γέρος είχε κάνει µερικά βήµατα µπροστά και το φως του Λάεβωρ που έµπαινε από το παράθυρο φώτιζε λίγο καλύτερα τα χαρακτηριστικά του. Φορούσε ακόµα τα ίδια ρούχα µε τα οποία τον είχε δει να µπαίνει στην πόλη ο Σάντικ νωρίτερα, τα κουρέλια δηλαδή, και δε φαινόταν να έχει µπει στον κόπο να χρησιµοποιήσει το λουτρό του πανδοχείου. «... το, το προσωπικό του πανδοχείου και...» Τώρα που τον κοίταγε κατάµατα διαπίστωσε πως ο γέρος είχε µια περίεργη έκφραση στο πρόσωπό του, µια έκφραση τρέλας θα µπορούσε να πει κανείς. Κάποιες στιγµές το δεξί µέρος του προσώπου του συσπώταν από ένα τικ που του έδινε µια περισσότερο απειλητική όψη. «...και, και...» διαπίστωσε πως δε µπορούσε να αντισταθεί στον πειρασµό να κάνει ένα σχόλιο «... πάντως θα πρέπει να είναι πολύ θυµωµένος µε τη γυναίκα του.» «Τι πράγµα;» «Ο Ανγκράµπα, µε χίλια κέρατα στο κεφάλι, θα πρέπει να είναι πο...» «ΣΩΠΑ ΒΛΑΣΤΗΜΕ!» ο γέρος έκανε µια απότοµη κίνηση εµπρός και ο Σάντικ από το ξάφνιασµά του πετάχτηκε πίσω, χτυπώντας µε τη πλάτη του την ανοιχτή πόρτα. Γύρισε το κεφάλι του για να τη δει να κλείνει. «Ο Ανγκράµπα είναι ο µόνος ισχυρός θεός, ισχυρότερος ακόµα και από τους τρεις που έχουν θρονιαστεί στα φεγγάρια µας! Ο Ανγκράµπα δεν έχει κατοικία, βρίσκεται παντού και έχει ισχύ σε όλους, πιστούς και άπιστους!» «Ότι πεις, ότι πεις, µα τα χίλια κέρατα του Ανγκράµπα, ότι πεις.» «Γιατί είσαι εδώ;» ο γέρος τον κοιτούσε µε ένα βλοσυρό ύφος. Ο Σάντικ δε µπορούσε να σκεφτεί τίποτα πιστικό να απαντήσει. «Μπορεί να µην τον ξέρεις, αλλά έχεις µπλεχτεί στα χίλια του κέρατα...» Ο κλέφτης προσπαθούσε να υπολογίσει πόσο χρόνο θα του έπαιρνε να γυρίσει, να ανοίξει την πόρτα και να φύγει από εκεί που ήρθε, αλλά µε τα πόδια στην πλάτη. «Ούθεγκαρ;» «Τι πράγµα;» «Όχι δε µπορεί να είσαι αυτός.» συνέχισε το παραλήρηµά του ο γέρος. «∆ε θα διάλεγε µια τόσο ποταπή µορφή.» «Συγνώµη κύριε...» έκανε µια µικρή παύση µπας και ο γέρος αποφάσιζε να του πει το όνοµά του, αλλά αφού δεν έγινε κάτι τέτοιο συνέχισε. «Ψάχνω να βρω ένα φίλο µου, µάλλον έκανα λάθος τα δωµάτια. Φαίνεται σαν να έχουν φύγει όλοι από το πανδοχείο.» Ο γέρος τον κοίταξε σαν να ζύγιαζε τα λόγια του για να δει αν του έλεγε ψέµατα. Ο Σάντικ µέτρησε τρεις συσπάσεις του προσώπου του µέχρι να του απαντήσει. «Μα είναι όλοι εδώ.» είπε µε ήρεµη φωνή ο γέρος. «Είναι όλοι κάτω, στη σάλα.» Ο γέρος δε φαινόταν να απασχολείται από το παράλογο των λόγων του Σάντικ, κάτι που ο κλέφτης το πρόσεξε και του έκανε εντύπωση. Όταν είχε µπει στο δωµάτιο είχε πει πως είχε έρθει να πάρει τα σκουπίδια. «Μα... ∆εν είναι κανείς κάτω.» «Ω, µα είναι κάτω, σίγουρα. Έψαξες καλά;» Ο Σάντικ ξεροκατάπιε. «Μάλλον δεν έψαξα καλά, ε;» «Ναι, αυτό είναι.» ο γέρος φάνηκε να ηρεµεί και µια δόση χαράς φάνηκε στο πρόσωπό του. Ο κλέφτης δεν ήξερε πως να το πάρει αυτό. «Είναι κάτω, όλοι ήταν κάτω, τους κράταγε συντροφιά ο γιος µου.» Ποιος; Σκέφτηκε ο Σάντικ και ανατρίχιασε. «Μάλλον θα πρέπει να πάω να ρίξω µια µατιά...» «Ναι, ναι, σίγουρα, ναι. Αυτό πρέπει να κάνεις, ναι. Με συγχωρείς που δε θα έρθω µαζί σου, ε, είµαι κατάκοπος.» «∆ε πειράζει, καληνύχτα σας.» είπε ο Σάντικ και γύρισε να ανοίξει την πόρτα. «Μην ανησυχείς, θα πω στο γιο µου να έρθει να σας κρατήσει παρέα.» είπε ο γέρος τη στιγµή που ο Σάντικ τύλιγε τα δάχτυλά του γύρω από το πόµολο. «Θα χαρώ πολύ.» είπε ενώ σταγόνες κρύου ιδρώτα κυλούσαν στο µέτωπό του. Αυτή η κατάσταση ήταν παράξενη. Πολύ παράξενη. Απορούσε µε τον εαυτό του γιατί δεν είχε αρχίσει να ουρλιάζει από την τροµάρα του ακόµα. Ένα πράγµα ήταν απόλυτα καθαρό στο µυαλό του: ∆εν ήθελε να συναντήσει το γιο του γέρου όποιος κι αν ήταν, ότι κι αν ήταν αυτός. Άνοιξε την πόρτα και βγήκε αργά, προσπαθώντας να κρύψει το φόβο του και να φερθεί φυσιολογικά. «Καληνύχτα και πάλι.» είπε, ρίχνοντας µια τελευταία µατιά στο δωµάτιο. «Μµµµµ...» είπε ο γέρος. Καθόταν πίσω από το τραπεζάκι µε τη λάρνακα τώρα και χάιδευε τη χρυσή της επιφάνεια. Πριν κλείσει την πόρτα πίσω του είδε τα κεριά πάνω στο τραπεζάκι που περιστοίχιζαν το χρυσό κουτί να ανάβουν µόνα τους. Προσποιήθηκε ότι δεν το κατάλαβε και έκλεισε την πόρτα τελείως. Τι στη Γέενα συµβαίνει εδώ; αναρωτήθηκε. Μόλις τώρα διαπίστωσε πως η καρδιά του χτυπούσε τόσο δυνατά που πήγαινε να σπάσει και ένοιωθε το αίµα να σφυροκοπά στη φλέβα του λαιµού του. Αυτό που τον ενοχλούσε, αυτό που τον τρέλαινε ήταν πως ουσιαστικά δεν υπήρχε απτός λόγος που ένοιωθε έτσι, δεν υπήρχε κάτι συγκεκριµένο που τον τρόµαζε. Ο φόβος που είχε φωλιάσει µέσα του ήταν παράλογος και είχε γεννηθεί από κάτι απροσδιόριστο. Βρισκόταν λίγα βήµατα από τις σκάλες που οδηγούσαν πάνω, στο δεύτερο όροφο, αλλά και κάτω στη σάλα του πανδοχείου και τα νεύρα του ήταν τόσο τεντωµένα που κοιτούσε επίµονα τις σκιές, λες και θα µπορούσε µε τη δύναµη της θέλησης και µόνο να τις διαλύσει και να διακρίνει κάτι ώστε να κατευνάσει αυτό που ένοιωθε. «Το ξέρω ότι θα το µετανιώσω αυτό.» µουρµούρισε καθώς µε τρεµάµενα χέρια έψαχνε σε µια εσωτερική τσέπη του για να βρει µερικά πυρόξυλα. «Το ξέρω ότι θα το µετανιώσω, το ξέρω.» Είχε σκοπό να ανάψει µια από τις λάµπες του διαδρόµου για να διαλύσει λίγο το σκοτάδι, αφού το φως που έµπαινε από το παράθυρο στο βάθος του διαδρόµου του φαινόταν τόσο αδύναµο που άρχιζε να αισθάνεται ασφυξία. Μόλις που µπορούσε να διακρίνει τη τελευταία λάµπα του διαδρόµου, λίγο πριν το πλατύσκαλο. Σηκώθηκε στις µύτες των ποδιών του και έβγαλε το γυαλί της. Έπιασε ένα πυρόξυλο και το έτριψε στον τοίχο. Σπίθες διέτρεξαν τη διαδροµή του ξύλου καθώς αυτό σερνόταν στην ακριβή πέτρα του τοίχου, στον πρώτο όροφο του πανδοχείο “Ανατέλλων Άστρο” και αµέσως το φως έδειξε την υπεροχή του πάνω στο σκοτάδι, δηµιουργώντας µέσα του ένα µικρό θύλακα φωτός και κάνοντας τις σκιές να σαλέψουν. Μια µικρή φλόγα γεννήθηκε από το µίγµα των αλχηµιστών και άρχισε να τρέφεται από το µικρό ξύλο, µετέτρεπε την ποθητή γι’ αυτή ύλη σε κάρβουνο, αλλά έδινε και κάτι σε αντάλλαγµα, έδινε θερµότητα, αλλά και φως, το κοκκινοκίτρινο, θερµό φως της φωτιάς. Ήταν µια λάµψη που βρέθηκε ξαφνικά µέσα στο σκοτάδι του διαδρόµου και αποφάσισε να απλωθεί ως εκεί που µπορούσε. Έπεσε πάνω στο ξύλο της σκάλας και γέννησε σκιές όπου συναντούσε εµπόδιο από τα κάγκελα, χτυπούσε στο προστατευτικό γυαλί από τις λάµπες πετρελαίου που βρίσκονταν στο µήκος του διαδρόµου και δηµιουργούσε αντανακλάσεις, µικρές λάµψεις, αδύναµες αδελφές της µικρής φλόγας. Έπεσε πάνω στις πέτρες του τοίχου, αλλά και στις ταπετσαρίες που τον στόλιζαν, δίνοντας τους µια όψη που το φως του φεγγαριού δε µπορούσε προηγουµένως. Τους έδωσε χρώµα και ο άνθρωπος που είχε ανάψει αυτή τη µικρή φωτιά µέσα στο σκοτάδι του διαδρόµου, είδε τελικά πως ήταν ακριβές, στολισµένες µε χρυσά κεντήµατα και στολίδια, αλλά πως το κύριο χρώµα τους ήταν το κόκκινο. Απαλό κόκκινο, όχι επιθετικό σαν αυτό της φωτιάς, αλλά κόκκινο του αίµατος. Οι ταπετσαρίες διέτρεχαν τους τοίχους του διαδρόµου, αλλά στόλιζαν και την καµπύλη του τοίχου µέσα στην οποία ήταν η σκάλα. Και το χρώµα τους, το κόκκινο χρώµα τους, έµοιαζε να είναι προέκταση αυτού που βρισκόταν κοντά στο πλατύσκαλο του ορόφου. Το άψυχο σώµα είχε παγώσει σε µια έκφραση αγωνίας και τρόµου, ενώ είχε απλωµένο το αριστερό του χέρι προς το πλατύσκαλο, αναζητώντας µια βοήθεια που ποτέ δεν ήρθε. Το δεξί του µάγουλο ήταν σκαµµένο από βαθιές ουλές, έµοιαζε σαν πελώρια νύχια να το είχαν χαράξει. Το δεξί του χέρι έλειπε, όπως και σχεδόν ολόκληρο το υπόλοιπο σώµα από τη µέση και κάτω. Αυτό που είχε αποµείνει ήταν µια τροµερή πληγή από κατακρεουργηµένη σάρκα και κοµµάτια κόκαλου. Το πρόσωπό του, το χέρι που ικέτευε, αλλά και η σκάλα από το σηµείο αυτό µέχρι και κάτω ήταν κόκκινα, βαµµένα στο αίµα. Αίµα που είχε κυλήσει άφθονο και στόλιζε τη σκάλα σαν ένα µεγάλο κόκκινο χαλί, στο ίδιο χρώµα µε τις ταπετσαρίες στους τοίχους. Το φως άρχισε να αποτραβιέται προς την πηγή του, έγινε αδύναµο και τέλος χάθηκε, τόσο ξαφνικά όσο είχε εµφανιστεί. Ο Σάντικ θυµήθηκε να αναπνεύσει ξανά και ανοιγόκλεισε δυο φορές τα µάτια του όταν κατάλαβε πως το πυρόξυλο του έκαψε τα δάχτυλα. Στο τελευταίο τραιµοπαίξιµο της φωτιάς του είχε φανεί πως είδε κάτι να κινείται στον κάτω όροφο. Όπως γίνεται συνήθως σε τέτοιες περιπτώσεις που το ένστικτο ενεργεί γρηγορότερα από τον εγκέφαλο, ο Σάντικ άρχισε να τρέχει προς το ανοιχτό παράθυρο πριν προλάβει καν να το σκεφτεί. ∆εν τον ένοιαζε πλέον να µη κάνει θόρυβο και το τρέξιµό του αντηχούσε στους κρύους, νεκρούς τοίχους του πανδοχείου που πλέον φάνταζε σαν ένας τεράστιος τύµβος στο µυαλό του. Έφτασε στο παράθυρο και πήδηξε κάτω, χωρίς να νοιάζεται για το αν θα χτυπήσει ή όχι. Η πρόσκρουση µε το έδαφος ήταν οδυνηρή, αλλά παρά την ηλικία του ήξερε ακόµα πως να µετατοπίζει το κέντρο βάρος του σε τέτοιες περιπτώσεις και να ελέγχει την πτώση, οπότε δε χτύπησε άσχηµα. Τώρα που βρέθηκε έξω, ένοιωσε αµέσως καλύτερα, σαν όλη αυτή την ώρα να βρισκόταν µέσα στην επήρεια µιας κακόβουλης αύρας, που τα όριά της ήταν η τοίχοι του πανδοχείου. Ο περίεργη αίσθηση µιας επικείµενης απειλής που είχε θρονιαστεί µέσα του από τη στιγµή που πάτησε το πόδι του στον καταραµένο διάδροµο άρχισε να διαλύεται. «Στην άβυσσο του Σαρχάντιν όλοι σας!» ξεστόµισε προς το Ανατέλλων Άστρο. Όταν ηρέµησε λίγο ακόµα, καταρχάς µετάνιωσε που είπε φωναχτά το όνοµα του σκοτεινού Θεού και ύστερα κάτι άρχισε να τον ενοχλεί, κάτι ήταν λάθος. Κάτι που έπρεπε να υπάρχει εδώ, έλειπε. «Ναράµονα!» ψιθύρισε στο σκοτάδι, όταν θυµήθηκε το νεαρό που θα έπρεπε να τον περιµένει σε αυτό το σηµείο. «Ναράµονα! Που είσαι άχρηστο κορµί;» Η απάντηση του ήρθε σχεδόν αµέσως, αλλά δεν ήταν ακριβώς αυτή που περίµενε. Μια κραυγή εισχώρησε στους νυχτερινούς ήχους της πόλης, µια κραυγή που ερχόταν µέσα από το πανδοχείο. Μια κραυγή πανικού, µια κραυγή κάποιου που αντικρίζει κάτι τροµερό, η τελευταία κραυγή ενός ανθρώπου που έρχεται αντιµέτωπος µε το χαµό του. Ο επόµενος ήχος στον οποίο έδωσε προσοχή ο κλέφτης ήταν το χαρακτηριστικό ποδοβολητό των Θρυώνων καθώς οι βαριές µεταλλικές µπότες τους χτυπούσαν τον πλακόστρωτο δρόµο. * * * Πέντε άδεια ποτήρια ήταν πάνω στο τραπέζι και ένα έκτο µε αφρισµένη µπύρα µόλις ερχόταν. Μετά από πέντε µπύρες του Γκάζιµ το µυαλό αρχίζει και µουδιάζει, τα περιγράµµατα του τριγύρω κόσµου γίνονται λιγάκι πιο αχνά και τα πάντα φαίνονται απλούστερα, χωνεύονται πιο εύκολα. «Ελπίζω να έχεις να πληρώσεις για όλα αυτά.» του είπε µια από τις υπαλλήλους του µαγαζιού, που παρεµπιπτόντως θα χρειάζονταν πάρα πολλές µπύρες παραπάνω για να γίνουν πιο αχνά τα δικά της περιγράµµατα, αφήνοντας το ποτήρι στο τραπέζι. «Ξέρεις τι λέω εγώ;» είπε χτυπώντας ένα χρυσό φεγγάρι στο γεµάτο γραντζουνιές ξύλο. «Λέω να πας να βγάλεις το σκασµό ή να ψοφήσεις. ∆ε µε νοιάζει, αρκεί να συνεχίσουν να έρχονται ποτήρια, µα τα χίλια κέρατα του Ανγκράµπα!» Η ελλείψει διαφορετικού είδους πελατείας σερβιτόρα προσπάθησε να κάνει κάποιο ανάλογο µορφασµό, αλλά το χρυσό νόµισµα στο τραπέζι της προκάλεσε ένα βλέµµα απληστίας που διασκέδασε τον κοντό άντρα. Ο Σάντικ διέθετε µια ιδιαίτερη ικανότητα. Μια ικανότητα που, µε τον τρόπο ζωής που έκανε και στο µέρος αυτό της πόλης που ζούσε, του ήταν απαραίτητη και της όφειλε τη ζωή του µέχρι στιγµής. Έδινε πολλές φορές συγχαρητήρια στον εαυτό του για την ικανότητα αυτή και πίστευε πως τελικά ήταν κάτι παραπάνω από αυτό, ήταν µια τέχνη. Η τέχνη του να παραµένει ακίνδυνος. Είχε µπλεχτεί σε διάφορες σκοτεινές δουλειές, είχε κάνει πράγµατα που θα µπορούσαν να του εξασφαλίσουν µια ισόβια θέση στα µπουντρούµια, στην καλύτερη περίπτωση ή στα εργαστήρια της Βασίλισσας στη χειρότερη, αλλά αυτός ήταν εδώ αυτή τη στιγµή, στην ταβέρνα του Γκάζιµ αποφασισµένος να µεθύσει, χωρίς να έχει κάτι σηµαντικό να φοβάται για το άµεσο µέλλον. Ήταν ακίνδυνος προς τη Βασίλισσα και τους Θρύωνες, ακίνδυνος προς τη φρουρά, ακίνδυνος ακόµα και προς τη συντεχνία των κλεφτών της δυτικής Ντάσχαν. Η τέχνη του να παραµένει ακίνδυνος αφορούσε το να καταφέρνει να είναι κάθε στιγµή υπεράνω υποψίας για οτιδήποτε. Ένας καλός κλέφτης θα αρκούνταν στο γεγονός να µην υπάρχουν στοιχεία εναντίον του. Στο Σάντικ όµως δεν αρκούσε µόνο αυτό, ήξερε πως ακόµα και µια υποψία θα µπορούσε να είναι µοιραία εδώ στη νήσο Ντάσχαν. Σήµερα, αν και όχι εξολοκλήρου λόγω δικών του πράξεων, είχε καταφέρει να φτάσει ξανά σε αυτήν την κατάσταση. ∆εν ήξερε τι ακριβώς είχε συµβεί σε εκείνο το πανδοχείο και εδώ που τα λέµε, ούτε και θα ήθελε να µάθει. Ήταν όµως σίγουρος πως ότι κι αν έβρισκαν οι Θρύωνες όταν έµπαιναν µέσα, τίποτα δε θα συνδεόταν µαζί του. Ακόµα και ο µεγαλύτερος κίνδυνος που τον ακολουθούσε τον τελευταίο χρόνο βρισκόταν τώρα µέσα στο Ανατέλλων Άστρο µαζί µε το γέρο και τον παράξενο γιο του. Ο Ναράµονας ήταν νεκρός και κατεβάζοντας µεγάλες γουλιές ο Σάντικ προσπαθούσε να πείσει τον εαυτό του πως αυτό το γεγονός ήταν ουσιαστικά κάτι καλό γι’ αυτόν. Ο ανόητος είχε µπει στο πανδοχείο χωρίς να περιµένει ειδοποίηση από τον Σάντικ! Αν ήταν µια οποιαδήποτε άλλη µέρα και στο πανδοχείο δεν είχαν γίνει όσα έγιναν µπορεί να τους τσακώνανε και τους δύο, µόνο και µόνο από αυτή τη βλακεία. Λοιπόν, δε µπορούσε να ρίξει το φταίξιµο για αυτό που έπαθε ο Ναράµονας σε κανέναν, παρά µόνο στον ίδιο το Ναράµονα. Ότι κι αν έπαθε το προκάλεσε ο ίδιος στον εαυτό του. Όµως αυτό το ποτήρι πρέπει να ήταν µικρότερο από τα άλλα, γιατί φάνηκε στον κλέφτη πως τελείωσε πιο γρήγορα. Ο Σάντικ δεν ήθελε να πεθάνει ο Ναράµονας. Ήθελε απλά να τον ξεφορτωθεί. «Γκάζιµ! Έχεις τόσους πολλούς πελάτες που τέλειωσε η µπύρα;» φώναξε. Σε όλο το δρόµο από το µέρος εκείνο µέχρι τη ταβέρνα του Γκάζιµ προσπαθούσε να σκεφτεί αν υπήρχε τρόπος να βοηθήσει το νέο τη στιγµή που τον άκουσε να φωνάζει. ∆ε µπορούσε όµως. Ακόµα και να µπορούσε να αντιµετωπίσει αυτό που ήταν µέσα στο πανδοχείο, δε θα µπορούσε να ανέβει πάλι στο παράθυρο χωρίς βοήθεια, ενώ οι Θρύωνες είχαν φτάσει πολύ γρήγορα. Αν δεν έφευγε ή θα πάθαινε αυτό που έπαθε ο Ναράµονας ή θα τον έπιαναν οι φρουροί. Έλπιζε να πνίξει τις αµφιβολίες του στο ποτό του Γκάζιµ και πίστευε πως θα τα κατάφερνε. Τις σκέψεις του διέκοψαν δυο γεµάτα ποτήρια µπύρας που ήρθαν να κάνουν παρέα στα άλλα έξι άδεια. «Γιορτάζεις κάτι;» τον ρώτησε ο άντρας που έκατσε στο τραπέζι του Σάντικ και του πρόσφερε το ένα ποτήρι. «Μάλλον... Μάλλον ναι, µα τα χίλια κέρατα του Ανγκράµπα, ναι.» είπε ο Σάντικ προσπαθώντας να εστιάσει καλύτερα για να δει ποιος ήταν αυτός που είχε φέρει τα ποτά. «Γκραβ;» «Ήθελα να σου µιλήσω νωρίτερα, αλλά έφυγες βιαστικός. Ποιο είναι το γεγονός;» «Κάποιος είναι εκεί που θα µπορούσα να είµαι» του απάντησε ο Σάντικ σηκώνοντας το ποτήρι «και εγώ είµαι εδώ και µεθάω.» «Μια καλή πρόποση.» είπε ο Γκραβ γελώντας και σήκωσε και αυτός το δικό του ποτήρι. «Να σου πω.» είπε ο Σάντικ αφού ήπιαν. «Πες τι θες τώρα, γιατί αν µου το πεις µετά δε θα το θυµάµαι.» «Μα γιατί νοµίζεις πως θέλω κάτι; Μπορεί απλά να ήρθα να πιω ένα ποτό µαζί σου.» «Βρες ένα βόθρο και βούτα µέσα!» Ο Γκραβ άρχισε να γελάει. «Κάτι τέτοιο σκοπεύω να κάνω! Άνθρωπέ µου, το πέτυχες µε τη µία.» «Κοίτα, άλλη φορά να µη πίνεις τίποτα άλλο εδώ µέσα εκτός από µπύρα. Τη µπύρα τη φτιάχνει ένας νάνος και τη φέρνει στο Γκάζιµ, τον ξέρω. Τα άλλα ποτά απλά σου καίνε το µυαλό.» «Όχι, όχι, σοβαρά τώρα. Ρώτησα τριγύρω και µου είπαν πως είσαι καλός µε τις κλειδαριές.» «Ναι;» «Ναι. Και ξέρεις να προσέχεις όταν τις ανοίγεις.» «Μάλλον.» «Ετοιµάζω κάτι...» «Όχι.» είπε ο Σάντικ και ήπιε δυο µεγάλες γουλιές. «Όχι; ∆ε θες να το ακούσεις καν;» «Ε, άµα θες πες το.» «Είναι για το σπίτι ενός µάγου...» «Σίγουρα όχι! Άκου σπίτι µάγου!» Και ο Σάντικ ήταν έτοιµος να στείλει το Γκραβ στη Γέενα, αλλά αντί γι’ αυτό άρχισε να γελάει φωναχτά και παράγγειλε κι άλλη µπύρα για αυτόν και το φίλο του, όταν ο Γκραβ του είπε: «Ξέρω πως ακούγεται, αλλά έχω ένα σχέδιο που θα µας επιτρέψει να παραµείνουµε ακίνδυνοι.» * * * Το κεφάλι του Άζκον πήγαινε να σπάσει. Είχε προλάβει να κοιµηθεί µόνο δύο ώρες και µε αυτό το χαµό που είχε να αντιµετωπίσει η προοπτική να κοιµηθεί ξανά σύντοµα φαινόταν πολύ µακρινή. Στα χέρια του κρατούσε την αναφορά των Θρυώνων που είχαν µπει πρώτοι στο πανδοχείο και το βιβλίο µε τις υπογραφές των ενοίκων. Και τι δε θα έδινε να είχαν προλάβει τους Θρύωνες οι δικοί του άντρες. ∆εν είχε δει ακόµα πως ήταν η κατάσταση, αλλά περίµενε πως οι ηλίθιοι βασιλικοί φρουροί θα είχαν ανακατώσει τόσο πολύ το µέρος που η έρευνα θα γινόταν ακόµα δυσκολότερη. «Και είναι τόσο άσχηµα;» ρώτησε. Ο στρατιώτης που καθόταν σε µια από τις καρέκλες του γραφείου του ήταν χλωµός και φαινόταν έτοιµος να κάνει εµετό. «Χειρότερα από όσο φαντάζεστε κύριε. Η λίστα µε τις υπογραφές δε θα µας χρησιµεύσει καθόλου. ∆ε νοµίζω να µπορέσουµε να καταλάβουµε πόσοι είναι οι νεκροί.» «Και αυτό που µου είπες για τον πρώτο όροφο;» «Ναι, υπήρχαν µατωµένες πατηµασιές που οδηγούσαν σε ένα παράθυρο και βρέθηκαν µερικά δάχτυλα...» ο στρατιώτης στη σκέψη αυτού που είχε βρει ένοιωσε το στοµάχι του να διαµαρτύρεται. «∆ηλαδή µπορεί κάποιος να γλίτωσε.» «Ε, µάλ...» «Τσακίσου τότε να οργανώσεις την έρευνα! Και άνθρωπέ µου, πήγαινε να ρίξεις λίγο νερό στο πρόσωπό σου!» * * * Η κίνηση στους δρόµους της Ντάσχαν ξεκινά µε το πρώτο φως του Άστρου. Στη µεγάλη πλατειά γέφυρα που συνδέει τη Ντάσχαν µε τη στεριά υπάρχει πάντα κίνηση, καθώς διάφοροι έµποροι ετοιµάζουν τους πάγκους µε τις πραµάτειες τους, ταξιδιώτες ξεκινάν προς τα δυτικά, και άλλοι έρχονται προς τη µεγάλη πόλη. Είναι εκείνη η ώρα που οι λωποδύτες της δυτικής Ντάσχαν πάνε για ύπνο, ενώ οι υπόλοιποι κάτοικοι ετοιµάζονται για άλλη µια µέρα εργασίας. Στη γέφυρα υπάρχει κίνηση, αλλά οι άνθρωποι που τη διασχίζουν είναι ή κουρασµένοι ταξιδιώτες ή αγουροξυπνηµένοι έµποροι, κανείς λοιπόν δε δίνει σηµασία στο διπλανό του και όλοι έχουν τη προσοχή τους στραµµένη στο θέµα που τους απασχολεί εκείνη τη στιγµή. Κανείς δεν έδωσε λοιπόν ιδιαίτερη σηµασία στο γέρο που έφευγε από την πόλη εκείνο το πρωινό. Ήταν αρχές καλοκαιριού, και καθώς το Άστρο ξεπρόβαλλε στον ορίζοντα, ένας ψυχρός αέρας, αποµεινάρι της νύχτας, έκανε µια τελευταία βόλτα στους δρόµους, κάνοντας τους περαστικούς να τυλίγονται καλύτερα στα ρούχα που φορούσαν. Η εικόνα που έδινε ο γέρος ήταν αυτή ενός φτωχού ζητιάνου και αν κάποιος τον θυµόταν από το προηγούµενο βράδυ, θα έβλεπε πως φορούσε τα ίδια βρώµικα ρούχα, τα µαλλιά του ήταν εξίσου ατηµέλητα, ενώ κουβαλούσε και πάλι ένα µπόγο µε κουρέλια. Περπατούσε µε αργό βήµα προς τα δυτικά, φεύγοντας από τη Ντάσχαν, χωρίς να δίνει καµία σηµασία στους τριγύρω του, χωρίς να µιλά σε κανένα, κοιτώντας πάντα µπροστά, σε ένα ση&a Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
northerain Posted May 7, 2005 Share Posted May 7, 2005 Tromera problhmata sto keimeno...einai elafros adynato na to diabaso. Dokimase ksana? Kane attach se word file? Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
RaspK Posted May 7, 2005 Share Posted May 7, 2005 Απλά αντέγραψε το κείμενο, αντικατέστησε σε κάποιο πρόγραμμα κάθε «µ» με «μ», άλλαξε τη δημοσίευση, και όλα είναι μέλι γάλα... Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
OxAp0d0 Posted May 11, 2005 Author Share Posted May 11, 2005 ΦΤΟΥ! Έκανα απλά COPY - PASΤΕ από το κείμενο του WORD! Δεν το είδα μετά! Σορυ παιδιά, θα το ξαναστείλω με Attachment. Απ' ότι φαίνεται δεν άρεσε στη σελίδα το "μ". Quote Link to comment Share on other sites More sharing options...
Recommended Posts
Join the conversation
You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.