Jump to content

Αμερικάνικο παραμύθι


John Ernst

Recommended Posts

Όνομα Συγγραφέα: Νίκος Φερεντίνος
Είδος: Κωμική
Βία; Όχι
Σεξ; Όπως το πάρει κανείς
Αριθμός Λέξεων: 3872  (η εισαγωγή είναι της Elgalla 205 λέξεις)
Αυτοτελής; Ναι
Σχόλια: για το Write off 90
ΑρχείοΑμερικάνικο παραμύθι.docx

Αμερικάνικο παραμύθι.docx

  • Like 5
  • Haha 1
Link to comment
Share on other sites

Μπλιαχ σιχάθηκα στο τέλος!

Λοιπόν Νίκο σε διάβασα και εσένα. Νομίζω είσαι πάνω-κάτω στα ίδια επίπεδα με τους άλλους δύο.  Δηλαδή έχουμε να κάνουμε με μία ευχάριστη ιστορία, αλλά όχι τρομερά αστεία. Θα πω πάντως ότι η δικιά  σου  περιείχε το πιο  αστείο στιγμιότυπο  από τις τρεις με το friendzone όπου κάθε ομοιοπαθής πρέπει να έριξε ένα γελάκι:crybaby:

Κι εσύ  όπως ο μοδεράτορας   έχει  Αμερικάνα που μιλάει σα Ρωσίδα -_-
 

Επίσης οι συμβουλές του μπαμπά μου θύμισαν ένα manga που διάβαζα  και που το παραμέλησα λίγο μέσα στο 2018. Σας το προτείνω κι εσας γιατί  έχει πολύ καλό χιούμορ.

Τέλος  να   παραθέσω κι εγώ την επιστημονική μου άποψη για ένα απολύτως καίριο ζήτημα που θίχτηκε  στο διήγημα. Εγώ που ήμουνα Νορβηγία   μέχρι προχθές  δεν ενθουσιάστηκα με τις Νορβηγίδες. Εντάξει υπήρχαν  σίγουρα μερικά καλά, αλλά  ύστερα από τόσα χρόνια Σκανδιναβικού hype περίμενα κάτι καλύτερο.  Λίγο χοντρούλες, πολλά ταττού ετς...

Δεν ξέρω πάντως αν τα πράγματα  καλυτερεύουν  δίπλα στην Σουηδία αν και ο φίλος μου ο Χρήστος που είναι μύστης σε αυτά τα ζητήματα  είπε ότι  δεν ενθουσιάστηκε με τις Σουηδέζες.

Αυτά!

Καλή επιτυχία!

 

Edited by jjohn
Link to comment
Share on other sites

Πράγματι, ευφυεστατο καζο το οτι τον 

Spoiler

 τον άφησε να φυλαξει τη γιαγιά... κλασικ, τολμω να πω!?

Μου θυμησε το ανέκδοτο:

?Καλά, ρε, και τη γιαγιά;

Ναι, ρε κι τη γιαγιά! Γιατί, μάνα "ς είμι;

Edited by Mournblade
  • Haha 1
Link to comment
Share on other sites

 

 

επειδή κάποιος χρήστης δεν μπόρεσε να το ανοίξει το δίνω στο spoiler

 

 

ΑΜΕΡΙΚΑΝΙΚΟ ΠΑΡΑΜΥΘΙ

 

Spoiler

 

Όταν ήμουν φοιτητής, γούσταρα μια ελληνοαμερικάνα γκόμενα, την Τζωρτζίνα. Είχε ωραίο κώλο και μια φωνή σαν να 'χε μόλις τελειώσει το σεξ. Τη δική μου την παρέα δεν την καταδεχόταν ιδιαίτερα - δεν μας ενέκρινε, με τα σκισμένα μας τζιν και τα ταλαιπωρημένα μας παπούτσια, με τα μακριά μας μούσια και τα άχαρα, ψηλόλιγνα κορμιά μας. Παρ' όλα αυτά, εγώ ήμουν καψούρης και, κάποια στιγμή, μάζεψα τα κουράγια μου και της ζήτησα να βγούμε για ένα ποτό. Εκείνη γέλασε και μου είπε σε σπαστά ελληνικά: «όταν παγκώσει Κόλαση». Και, χωρίς να μου δώσει περαιτέρω σημασία, γύρισε και συνέχισε να μιλάει στη διπλανή της. Χειρότερη χυλόπιτα δεν είχα φάει ως τότε, ούτε έφαγα ποτέ στα χρόνια που ακολούθησαν. Άλλαξα, βέβαια, κι εγώ. Κυρίλεψα. Έκοψα τα μούσια, άρχισα γυμναστήριο, έβγαλα τα σκισμένα τζιν και τα τρύπια παπούτσια. Έπιασα και δουλειά σε ταξιδιωτικό γραφείο. Αλλά την πίτα που μου σέρβιρε η Τζωρτζίνα δεν την ξέχασα. Έτσι, το πρώτο πράγμα που σκέφτηκα να κάνω μόλις άκουσα στις ειδήσεις ότι η Κόλαση είχε όντως παγώσει και ορδές ξενιτεμένων δαιμόνων έφταναν στην Ελλάδα για να απολαύσουν τον ήλιο της Μεσογείου και τους σαράντα δύο βαθμούς Κελσίου που είχαμε, μέσα Ιούλη, ήταν να την ψάξω και να της ξαναζητήσω εκείνο το ραντεβού.

Το να βρεις κάποιον παλιό γνωστό στις μέρες μας είναι ό,τι πιο εύκολο, καθώς υπάρχουν τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Άνοιξα, λοιπόν, το προσωπομπούκι, απέρριψα τα δεκάδες αιτήματα φιλίας που μου έστελναν τα διαβολάκια, και βρήκα το προφίλ της στο ίντερνετ. «Νάις, Νίκος, είμαι Σέριφο» ήταν η απάντηση που μου έδωσε. Το να πέφτει την ίδια μέρα η άδειά μου με τη συντέλεια του κόσμου ήταν θέμα σύμπτωσης. Το ότι βρήκα την ίδια ώρα καράβι και διαμονή θέμα γνωριμιών, μιας και η δουλειά μου ήταν αυτή. Αλλά το να με περιμένει η Τζωρτζίνα σε ένα νησί του Αιγαίου σήμαινε ότι είχα άστρο. Θα την υποδεχόμουν σε μια υπερπολυτελή σουίτα, καθώς κάποιος ρώσος μεγιστάνας φοβήθηκε την επέλαση της κόλασης στη χώρα και ακύρωσε τελευταία στιγμή. Ήταν πρώτης τάξης ευκαιρία για να της το παίξω μούρη.

Πήρα το πρώτο ταχύπλοο για το νησί. Κάποια στιγμή έκλεισα τα μάτια και σκεφτόμουν τη συνάντησή μας. Τότε, σαν όραμα, πέρασε η εικόνα της Τζωρτζίνας δεμένης σε ένα στύλο στη μέση ενός έρημου μέρους με φωτιές γύρω της. Ένα ημιδιαφανές πέπλο κάλυπτε το ιδρωμένο της κορμί. Δεκάδες διαβολάκια την περιτριγύριζαν. Είχαν μεθύσει και χόρευαν γύρω της σατανικούς χορούς. Και τότε εμφανιζόμουν εγώ, ντυμένος με στολή υπερήρωα, με τους κοιλιακούς φέτες να διαγράφονται κάτω από το κόκκινο ύφασμα. Τα διαβολάκια και οι δαίμονες σαστίζαν, έναν-έναν τους άρχιζα στις γρήγορες. Στο τέλος της σκηνής βρισκόμουν στη μέση του τοπίου να κουβαλάω την Τζωρτζίνα στα στιβαρά μου μπράτσα και όλα τα πλάσματα της κόλασης γύρω μου αναίσθητα, ίσα που να κουνάνε τα άκρα τους, σαν αναποδογυρισμένες κατσαρίδες. Όταν άνοιξα τα μάτια σκέφτηκα ότι τέτοιες μαλακίες σκέφτονται οι έφηβοι και άρχισα να ανακατεύω τον καφέ φίλτρο που κρατούσα στο χέρι μου.

Αφού ταχτοποιήθηκα στο ξενοδοχείο, μία ώρα αργότερα, γύρισα για μια βόλτα στα στενά της χώρας του νησιού. Κάθισα στο πρώτο καφενείο που βρήκα να πιω τον τρίτο καφέ της μέρας και πήρα το έξυπνο κινητό μου για να επικοινωνήσω πάλι με την Τζωρτζίνα. Εκείνη την ώρα στο μέρος επικρατούσε αναβρασμός, καθώς όλοι περίμεναν τους δαίμονες. Ο ταβερνιάρης απέναντι έξυνε τη φαλάκρα του και αναρωτιόταν τι να ταΐσει τα πλάσματα της κόλασης. Ένας λιγδιάρης γέρος στο βάθος του καφενείου, που από την κουβέντα του με τον ιδιοκτήτη κατάλαβα ότι ήταν θαμώνας, έλεγε ότι οι διάολοι δε θα μπορούσε να ήταν χειρότεροι από αυτούς που μας κυβερνάνε τόσα χρόνια. Ένα μωρό πιο κάτω έκλαιγε, αλλά μάλλον επειδή είχε λερωθεί, απλά το αναφέρω για να κάνω ατμόσφαιρα. Και στη μέση όλων αυτών εγώ, ντυμένος στην τρίχα, σενιαρισμένος, να καλώ το απωθημένο στο τηλέφωνο κι εκείνη να απαντά: «Νίκος, δεν αργκώ, θα έρθω σε δέκα λεπτά», που για μια γυναίκα δέκα λεπτά σημαίνει περίπου μιάμισυ ώρα. 

Όσο χρόνο την περίμενα άρχισα να κάνω διάφορες υποθέσεις. Η ευκολία με την οποία δέχτηκε το ραντεβού με έβαλε σε υποψίες. Μπορούσε να με στήσει με τις ώρες, ίσα-ίσα για να με κοροϊδέψει ή να εμφανισθεί και να με κοιτάξει με ένα υπεροπτικό ύφος και να πει «α, εσύ είσαι;» ή να στείλει κάποια απελπισμένη, άσχημη, γεροντοκόρη φίλη της στη θέση της. Σκεφτόμουν ότι είχαν μεσολαβήσει τόσα χρόνια και θα μπορούσε να έχει αλλάξει ριζικά. Να είναι πολύ χοντρή, όχι ότι έχω προσωπικά πρόβλημα με τη συμπαθή τάξη των χοντρών, απλά θα ξενέρωνα. Ή να έχει γίνει ακτιβίστρια, με τρίχες στα πόδια και τις μασχάλες. Ή να έχει γίνει καλόγρια, αν και οι σέλφις στο προφίλ της φανέρωναν το αντίθετο. Ή να έβαλε στα μούτρα της μια αντιγηραντική κρέμα και να είχε το αντίθετο αποτέλεσμα. Ή να ήταν κάποτε άνδρας και να πηγαίνει από χειρουργό σε χειρουργό για να εναρμονίσει το μέσα με το έξω. Κάποιο λάκκο είχε η φάβα! Από την άλλη, σκεφτόμουν το καλό σενάριο, να ήταν όπως παλιά και να με ήθελε. Δεν είχα ξαναζήσει τη συντέλεια του κόσμου και ίσως τώρα να συμβαίνουν πράγματα που σε κανονικές συνθήκες δε γίνονται.

Η αγωνία μου έλαβε τέλος όταν έφτασε. Ντυμένη με μαγιό και ένα παρεό να καλύπτουν ό,τι έφταναν, πιο όμορφη και πιο καυτή από αυτό που θυμόμουν. Με φίλησε σταυρωτά, μου είπε ότι δε με είχε ξεχάσει ποτέ και κάθισε απέναντί μου. Μπορεί οι διάβολοι να ήταν καθοδόν, αλλά, δεν μπορούσε, εκείνος που μου έκανε πλάκα ήταν ο Θεός. Όσο την κοιτούσα τον φανταζόμουν σε ένα σύννεφο, με τα μακριά του γένια και τα άσπρα φρύδια να με κοιτάζει και να έχει γίνει κόκκινος από τα πολλά χάχανα. Τη σκέψη μου τη διέκοψε η φωνή της, που ήταν η πιο αισθησιακή που είχα ακούσει στη ζωή μου:

-Νίκος, πες μου τι κάνεις όσο γκαιρό δε σε είδα;

Οπότε και άρχισα να της περιγράφω την καριέρα μου ως ταξιδιωτικός πράκτορας. Ούτε λίγο ούτε πολύ παρουσίασα τον εαυτό μου ως τον γκουρού των ταξιδιών. Μιλούσα ακατάπαυστα, κάτι που μου είχε ρητά απαγορεύσει ο πατέρας μου όταν συμβούλευε το γιόκα του για το τι έπρεπε να κάνει στα ραντεβού: «Οι γυναίκες συμπαθούν τους λιγόλογους, τους βαρείς τύπους». Αλλά εγώ ήθελα να την εντυπωσιάσω. Κι ενώ μια μέση γυναίκα θα είχε βαρεθεί το πρώτο τρίλεπτο, εκείνη είχε ανοίξει τα γαλάζια μάτια της και με κοιτούσε με ιδιαίτερη προσοχή. Όταν τέλειωσα είχε πάρει εκείνη την έκφραση ευχαρίστησης που έχουν οι γυναίκες όταν βγαίνουν από το κομμωτήριο. Συνέχιζε την πλάκα, μεγάλη η χάρη του.

-Νίκος, όλα αυτά τα χρόνια το έκω μετανιώσει. Σου είκα μιλήσει σκληρά, δεν έπρεπε.

Κοίτα που δεν ήταν τόσο άσχημα στη συντέλεια του κόσμου! Τότε θυμήθηκα τη δεύτερη συμβουλή του πατέρα μου, «όταν είσαι με μια γκόμενα, της ζητάς να μιλήσει για τον εαυτό της και την ακούς με ενδιαφέρον, ακόμα κι αν είναι πολύ βαρετό». Έτσι τη ρώτησα για τις ασχολίες της. Εκείνη μου μίλησε για το πώς είχε αλλάξει από τότε που ήμασταν νέοι, ότι είχε καταλάβει πως ο σκοπός της ζωής ήταν να κάνεις πάντα το καλό. Ότι ασχολούνταν με τους φτωχούς και τους αδικημένους, είχε συμμετάσχει σε δεκάδες αποστολές για να βοηθήσει τους μετανάστες, δούλευε εθελόντρια σε εμβολιασμούς παιδιών στην Αθήνα. Εδώ κολλούσε η τρίτη συμβουλή του πατέρα: «ο πολύς αλτρουισμός σκοτώνει το σεξ», αλλά εκείνο που είχα μπροστά μου μού έλεγε άλλα. Για να μην τα πολυλογώ, το ραντεβού είχε πάει τέλεια, σαν να  παίζεις τάβλι και να σου δίνουν τα ζάρια να τα κάνεις ό,τι θέλεις. Κι ακόμα καλύτερα… Στο τέλος είχε δεχτεί να έρθει στο ξενοδοχείο και να με βρει, την ίδια μέρα το απόγευμα.

Στο δρόμο για το ξενοδοχείο είδα για πρώτη φορά μια παρέα από δαίμονες να περπατούν στο καλντερίμι, πέντε στον αριθμό. Κοντοί, μυώδεις, με φάτσες αποκρουστικές, με επιβλητικά κέρατα στο μέτωπο. Μέσα στον καύσωνα του καλοκαιριού ήταν ντυμένοι μέχρι το λαιμό, καθώς ήταν συνηθισμένοι σε ακόμα υψηλότερες θερμοκρασίες. Φορούσαν πέτσινα σακάκια με όρθιο γιακά, κοντά παντελόνια και σανδάλια με άσπρη κάλτσα, αλλά αυτοί είχαν δικαιολογία. Ο κόσμος γύρω τους ζάρωνε, τους κοίταζε με αποστροφή. Εγώ ένιωσα όπως, όταν ήμουν ακόμα παιδί, την πρώτη φορά που είδα τους πανκ, όπως τους έλεγε ο κόσμος από το είδος μουσικής που άκουγαν. Θυμήθηκα τα πέτσινά τους ρούχα, τα σηκωμένα, πολύχρωμα μαλλιά, την υπεροψία στο βλέμμα. Μόνο που ετούτοι, σε αντίθεση με τους πανκ των παιδικών μου χρόνων, μου φάνηκαν κομμάτι πιο έξυπνοι, καθώς τις αλυσίδες τις είχαν για να δένουν άλλους, όχι τους εαυτούς τους. Οι δαίμονες πέρασαν, δεν κοίταξαν κανέναν μας κι έστριψαν στη γωνία.

Ξεπέρασα την αναστάτωση όταν βούτηξα τα πόδια στην πισίνα του ξενοδοχείου. Το νερό είναι το καλύτερο καταφύγιο όταν σε κυνηγούν οι διάβολοι. Πέρασα όλο το μεσημέρι με μια γρανίτα στο ένα χέρι, με το αντηλιακό στο άλλο. Όσο χρώμα προλάβαινα να πάρω πριν το ραντεβού, καλό θα ήταν. Βγήκα από το νερό αρκετή ώρα μετά. Στάθηκα μπροστά από τον πάγκο του μπαρ. Δε βρήκα τον μπάρμαν, τέτοια μέρα κανείς δεν ήταν στη θέση του. Περίμενα, μέχρι που το μάτι μου έπεσε στην ανοιχτή τηλεόραση. Είχε ζωντανά στις ειδήσεις ανταπόκριση από την Ίο, όπου διαβολάκια και άνθρωποι χόρευαν ξέγνοιαστα σε ένα παραλιακό μπαρ με ρέιβ μουσική. Δεν έδωσα άλλη σημασία, είχα τις δικές μου σκοτούρες.

Η Τζωρτζίνα έφτασε ακριβώς την ώρα που είχαμε συμφωνήσει. Χτύπησε την πόρτα, της άνοιξα. Ντυμένη με ένα κοντό φουστανάκι που τόνιζε τις γραμμές του σώματός της. Κοίταξε κλεφτά το διαμέρισμα και στη συνέχεια, χωρίς να εκφράσει οποιαδήποτε εντύπωση για την πολυτελή σουίτα μου, μου είπε:

-Νίκος, θέλω τη βοήθειά σου. Το σπίτι μου είναι γκεμάτο νταίμονες, μας έντιωξαν. Πρέπει να το κανονίσω!

-Έρχομαι μαζί σου…

-Όχι, μπορώ και μόνη μου. Θέλω χάρη…

Ποια χάρη, τι καλύτερο από το να έχει έναν άνδρα δίπλα της τούτες τις στιγμές, τόσο επικίνδυνα που ήταν τα πράγματα; Εκείνη συνέχισε:

-Να, σε βλέπω καλό παιδί…

Το χειρότερό μου είναι να με λέει κάποια γκόμενα καλό παιδί. Πώς να το πω, είναι αντισεξουαλικό. Πάλι καλά που ήρθαν κι εκείνοι οι δαίμονες να μας μάθουν πώς να μη φαινόμαστε καλά παιδιά!

-…και είπα, συνέχισε εκείνη, πως δεν έκω άλλον να μου προσέκει τη γκιαγκιά.

Γιαγιά; Ποια γιαγιά;

-Σε παρακαλώ, πρόσθεσε και με κοίταξε με εκείνα τα τεράστια γαλαζοπράσινα μάτια της. Γίνεται να δεις ήρεμα γαλαζοπράσινα νερά και να μη θες να μπεις μέσα;

-Ό,τι θες.

Η Τζωρτζίνα από τον ενθουσιασμό της με αγκάλιασε και με φίλησε στο μάγουλο. Μετά έφυγε χωρίς να πει άλλη λέξη και σε πέντε λεπτά ήρθε πάλι. Δεν ήταν μόνη της, είχε πραγματικά μια γιαγιά μαζί της. Μια γριά ντυμένη στα μαύρα, σκεπασμένο το κεφάλι με ένα τσεμπέρι, ώστε να μη φαίνεται τούφα από τα μαλλιά της. Πέρασαν το κατώφλι και την άφησε να κάθεται στον καναπέ, μπροστά από την πενηνταπεντάρα πλάσμα  τηλεόραση.

-Νίκος, με σώζεις! Εκεί θα κάτσει όλη την ώρα, ντε σε ενοχλεί καθόλου. Είναι η αγαπημένη μου γκιαγκιά, έκω και το όνομά της. Η καημενούλα, έκει αυτό που δε θυμούνται…

-Άννοια…

-Γουατέβερ, σε πολύ βαθμό. Αν δεν πάρει φάρμακα βλέπει φαντάσματα. Είναι μόνη  στη ζωή κι έρκομαι κάθε καλοκαίρι να τη φροντίζω.  

Στη συνέχεια έβγαλε μια σακούλα, την αναποδογύρισε, την άδειασε στον πάγκο και πετάχτηκαν δεκάδες συσκευασίες από φάρμακα. «αυτό είναι για πίεση, τούτο ηρεμιστικό, ένα για κοληστερίνη…»

-Να της τα δώσεις όπως σου είπα, αυτή ξεχνάει, είπε στο τέλος.

Βασικά, κι εγώ είχα ξεχάσει, αλλά δεν πρόλαβα να της πω τίποτα. Έφυγε και με άφησε με τη γιαγιά. Της άνοιξα την τηλεόραση, εκείνη τη στιγμή έδειχνε βανδαλισμούς στο κέντρο της Αθήνας από δαίμονες και διαολάκια. Η γριά έμεινε για ώρα ακίνητη και είχε μια έκφραση ικανοποίησης σαν να ήθελε να πει «σας τα ‘λεγα τόσα χρόνια». Μόνος με τη γιαγιά μέσα στη σουίτα, η τηλεόραση να παίζει το τέλος του κόσμου και η Τζωρτζίνα άφαντη. Σε μια στιγμή με έπιασε ένα κόψιμο στην κοιλιά, μάλλον από τις πολλές γρανίτες. Κοίταξα την κυρα-Γεωργία, της είπα ότι είχα μια επείγουσα ανάγκη και να με συγχωρείς, αλλά ο καναπές φάνηκε να ανταποκρίνεται περισσότερο. Όταν κάθισα στη λεκάνη είδα το μήνυμα της Τζωρτζίνας: «όλα καλά;» της απάντησα: «καλά». Σκέφτηκα την ξευτίλα, να είχαμε μείνει μόνοι μας και πάνω στο καλύτερο να με έπιανε η ανάγκη. Στο κακό βρίσκεις κι ένα καλό, καμιά φορά.

Όταν βγήκα από την τουαλέτα, το δωμάτιο ήταν άδειο, πουθενά η γιαγιά. Έψαξα καλά τη σουίτα και δε βρήκα ίχνος της, πέρα από τα φάρμακά της στον πάγκο μου. Με έκοψε κρύος ιδρώτας! Η Τζωρτζίνα μου εμπιστεύτηκε κάτι και το έχασα. Και δεν ήταν οτιδήποτε, ήταν η αγαπημένη της γιαγιά. Δεν είχα που να ψάξω για να επανορθώσω. Όταν χάσεις γιαγιά με άνοια ούτε παπαράτσι δεν τη βρίσκει. Βγήκα από το δωμάτιο, φώναξα σαν τον τρελό στους διαδρόμους του ξενοδοχείου πολλές φορές «κυρα-Γεωργία», έφτασα στην υποδοχή.

-Έχασα μια γιαγιά, είπα λαχανιασμένος στο ρεσεψιονίστα.

Εκείνος με κοίταξε με απορία. Νέος, καλοντυμένος, καλοστημένος, αυτό που θέλει κάθε επιχείρηση στην υποδοχή.

-Μάλιστα κύριε, απάντησε, μπορείτε να της τηλεφωνήσετε από αυτό το τηλέφωνο…

Ευγενικό παλικάρι, αλλά με τις γιαγιάδες που χάνονται δε φάνηκε να το έχει. 

-Μήπως είδατε να περνάει, μαυροντυμένη, κοντή, πολύ γριά;

-Όχι, κύριε, μπορείτε να μιλήσετε στην ασφάλεια του ξενοδοχείου. Όχι τώρα, σε μισή ώρα θα έρθει. Βλέπετε, τέτοια μέρα όλα υπολειτουργούν…

Και πάνω στην ώρα νέο μήνυμα από την Τζωρτζίνα. «να δώσεις στη γκιαγκιά το αμλόντιπιν για πίεση». Που να τη βρω για να της το δώσω; Αν δε πάει από αυτοκίνητο θα πάει σίγουρα από πίεση. Ένιωθα να μην το ελέγχω πια. Προχώρησα στην πισίνα, κοίταξα με απελπισμένη ματιά προς τον πάγκο του μπαρ. Κενός, ούτε μπάρμαν, ούτε πελάτες, ούτε η κυρά-Γεωργία. Μόνο η ανοιχτή τηλεόραση έδειχνε τον αρχιεπίσκοπο σε αποκλειστική συνέντευξη. Δεν ήταν μέρα εκείνη για να χάνεις γριές! 

Πάνω στην ώρα, στο χώρο της πισίνας, εμφανίστηκαν τρεις δαίμονες. Φορούσαν μάλλινη μπλούζα, αλλά από τη μέση και κάτω τα είχαν όλα ελεύθερα. Προχώρησαν δίπλα στο χείλος της πισίνας, κοίταξαν το νερό και αναρίγησαν. Εγώ είχα μείνει στήλη άλατος. Με πλησίασαν. Ένας από αυτούς έφτασε σε απόσταση αναπνοής, με μύρισε. Ρουθούνια ανοιχτά, βαριά μυρωδιά ζώου, ένιωθα σαν να είχα μπροστά μου ένα ροντβάιλερ με ιστορικό επίθεσης σε ανθρώπους. Στη συνέχεια, κάτι μουρμούρισε σε μια γλώσσα που δεν καταλάβαινα και οι άλλοι δύο γέλασαν. Μου γύρισαν την πλάτη κι έφυγαν προς το εσωτερικό του ξενοδοχείου. Καθώς απομακρύνονταν παρατηρούσα τα στραβοκάνικα πόδια τους και το σημείο που αυτά συναντιούνταν. Πολύ κρέας! Έμεινα ακίνητος, με την καρδιά μου να κλωτσάει στο στήθος. Όταν συνήλθα πήγα στην υποδοχή.

-Κύριε, είπα του ρεσεψιονίστα, τρεις δαίμονες είναι μέσα στο ξενοδοχείο.

-Δεν υπέπεσαν στην αντίληψή μου, κύριε.

-Μα τους είδα με τα μάτια μου.

-Θα δω τι μπορώ να κάνω. Όταν έρθει η ασφάλεια του ξενοδοχείου θα το αναφέρω.

Κορυφαία απάντηση! Ούτε στο δημόσιο δεν παίρνεις τέτοιες. Εκείνη τη στιγμή έπεσε το μάτι μου σε μια πόρτα. Σκέφτηκα ότι ήταν ένα πολύ πιθανό μέρος να βρίσκεται εκεί η κυρα-Γεωργία.

-Τι είναι εκεί, ρώτησα.

-Το σαλόνι μας, εκεί γίνονται τα ιατρικά συνέδρια.

Προχώρησα να ελέγξω κι εκείνο το δωμάτιο. Η φωνή του ρεσεψιονίστα με σταμάτησε.

-Κύριε, παρακαλείσθε να μην πάτε προς τα εκεί!

Τον κοίταξα με απορία. Την ηλίθια έκφραση του πολύ ευγενικού υπαλλήλου την είχε αντικαταστήσει μια σοβαρή που δεν του την είχα μέχρι εκείνη τη στιγμή.

-Τι γίνεται εκεί;

-Προετοιμασία για το συνέδριο.

-Ποιο συνέδριο;

-Την άλλη βδομάδα γίνεται συνέδριο κι έχω εντολή από τη διεύθυνση να μην περάσουν οι επισκέπτες. 

Είχε περάσει από ΛΟΚ, έβαζα στοίχημα.

-Μα δεν υπάρχει ψυχή εκεί.

-Οι εντολές είναι εντολές…

Δεν πρόλαβα να του απαντήσω αυτό που σκεφτόμουν. Εκείνη τη στιγμή πέρασε την κεντρική είσοδο του ξενοδοχείου μια δαιμονική παρουσία. Από τα στήθη κατάλαβα ότι ήταν γένους θηλυκού, από το σουλούπι και τα κοντά κέρατα κατάλαβα ότι βρισκόταν στην εφηβική ηλικία. Δεν ήξερα ότι οι διάολοι περνούσαν από την ηλικία αυτή, τότε το μάθαινα. Ήταν εντελώς γυμνή. Ερυθρό δέρμα σπαρμένο καφέ στίγματα, στραβά πόδια. Η μικρή δαιμόνισσα περιεργάσθηκε το μέρος γύρω της, μας κοίταξε. Έριξα μια κλεφτή ματιά στο ρεσεψιονίστα, ήταν ατάραχος. Έχει και η βλακεία τα καλά της! Εγώ, απεναντίας, ένιωσα την τρίχα μου να σηκώνεται. Πάνω στην ώρα ακούστηκε στο κινητό μου ήχος ειδοποίησης μηνύματος. Αυτό κίνησε την προσοχή της δαιμόνισσας, η οποία με πλησίασε και κοίταξε το χέρι που το κρατούσα με περιέργεια. Μετά στύλωσε τα αετίσια μάτια της στα δικά μου. Άνοιξα την παλάμη μου κι έφερα το κινητό κοντά στο πρόσωπό της, καλύτερα να μου έπαιρνε το κινητό, παρά το κεφάλι! Το κράτησε στα χέρια, έξυσε την οθόνη αφής με τα απαίσια νύχια της, το άφησε να πέσει. Μετά μούγκρισε κάτι που δεν κατάλαβα κι έφυγε προς το διάδρομο που οδηγούσε στα δωμάτια. Εγώ έσκυψα, πήρα το κινητό μου, αν εξαιρούσες μια γρατσουνιά στην οθόνη ήταν άθικτο. Μίλησα στο ρεσεψιονίστα.

-Την είδες;

-Σας παρακαλώ, μη συνεχίζετε οποιαδήποτε συζήτηση. Απαγορεύεται να σχολιάζω τους επισκέπτες!    

Δεν ασχολήθηκα άλλο μαζί του. Ανασυγκροτήθηκα, η υπόθεση με τη χαμένη γιαγιά είχε μείνει πίσω. Κοίταξα πάλι το κινητό, είδα το νέο μήνυμα από την Τζωρτζίνα: «Βρήκα άκρη. Όπου να’ ναι τελειώνω. Δώσε γκιαγκιά μιρτάζαπιν». Αγχώθηκα ακόμα πιο πολύ. Είχε αρχίσει να σουρουπώνει. Βγήκα από την κεντρική είσοδο του ξενοδοχείου, να ψάξω τη γριά στον κήπο. Από εκείνο το σημείο φαινόταν όλη η χώρα με τον ήλιο στο βάθος να δύει. Τα πρώτα φώτα είχαν ανάψει. Ξαφνικά, ακούστηκαν καμπάνες. Όλα τα σήμαντρα του νησιού χτυπούσαν ταυτόχρονα. Δεν άργησε να έρθει η στιγμή που οι δρόμοι της χώρας γέμισαν κόσμο με κεριά στα χέρια. Από παντού ακούγονταν ψαλμωδίες. Ήταν σαν να είχε έρθει μέσα στο κατακαλόκαιρο το Πάσχα. Ο κόσμος ξόρκιζε το κακό με τον τρόπο που ήξερε, εγώ όμως είχα άλλη αποστολή, να βρω τη γιαγιά. Για μια στιγμή μου πέρασε από το μυαλό να τα παρατήσω και να ακολουθήσω το πλήθος στις λιτανείες, αλλά με σταμάτησε ένας παπάς. Ερχόταν προς το ξενοδοχείο. Χοντρός, βήμα μεθυσμένου, κόκκινο πρόσωπο από το πολύ κρασί, ατημέλητη γενειάδα. Στο ένα χέρι κρατούσε μια ασημένια λεκάνη, στο άλλο βασιλικό. Εγώ είχα ανακουφιστεί, καθώς ήμουν σίγουρος ότι οι δαίμονες θα αντιλαμβάνονταν την παρουσία του ιερέα και θα έφευγαν. Με πλησίασε:

-Τέκνο μου, ευλογημένος να ‘σαι, είπε και με ράντισε με αγιασμό. Όπως παραπάτησε, άδειασε τη μισή λεκάνη στο πόδι μου.

-Είδα δαίμονες, του είπα. Είναι μέσα στο ξενοδοχείο.

Ο παπάς προχώρησε προς την είσοδο του ξενοδοχείου. Τη ράντισε, έκανε τρεις φορές το σταυρό του και γύρισε προς το μέρος μου.

-Δε θα πάτε μέσα, ρώτησα.

-Θεός φυλάξει, είπε και πήρε το δρόμο για τη χώρα.

Κοίταξα το βρεγμένο μου πόδι, το ιδρωμένο μου πουκάμισο, την ώρα που περνούσε. Μπήκα πάλι στο ξενοδοχείο. Όλα ήταν ήσυχα. Ο υπάλληλος δεν ήταν στην υποδοχή, αλλά αυτή τη φορά ήταν ο μπάρμαν πίσω από τον πάγκο του. Κάθισα στο μπαρ.

-Έχω εδώ και ώρα χάσει μια γιαγιά, του είπα, μήπως την είδες;

-Όχι, θα παραγγείλεις κάτι;

-Τι να πάρω, είπα με έναν αναστεναγμό. Πιάσε μια μπύρα!

Πιάσαμε την κουβέντα. Τώρα για ποιο λόγο έμεινα στο μπαρ, αντί να ψάχνω τη γριά, ούτε εγώ μπορώ να εξηγήσω. Μάλλον πίστευα ότι δικαιούμουν ένα μικρό διάλλειμα. Του διηγήθηκα όλα όσα είχα περάσει από το πρωί. Μου συμπαραστάθηκε. Μου μίλησε κι εκείνος, είπε για μια γκόμενα Σουηδέζα που φλέρταρε για πέντε μέρες.

-Και με το που πάει να μου κάτσει, ήρθαν οι διάολοι και την έκανε για τη χώρα της. Να το δεις, με αυτήν την ιστορία θα έχουμε μεγάλη χασούρα φέτος. Σε όλα τα επίπεδα, αν με εννοείς.

Εδώ που τα λέμε για το καλοκαίρι ζούσε κι αυτός. Συνέχισε να μου μιλάει για τους χιλιάδες κώλους που είχαν περάσει από τα χέρια του, κάθε φορά που τους ανέφερε άνοιγε τις παλάμες του σαν να τους κρατούσε εκείνη τη στιγμή. Σε μια δόση σταμάτησε να μιλά κι έμεινε για λίγο σκεφτικός. Στο τέλος είπε κάπως διστακτικά: 

-Τώρα που το σκέφτομαι, είδα μια γιαγιά…

-Που την είδες;

-Δεν είμαι και σίγουρος! Ήταν τρεις από αυτούς τους δαίμονες και μου φάνηκε ότι είχαν μαζί τους ένα μαυροφορεμένο ανθρωπάκι…

Τέτοια μη μου λες!

-Που ήταν;

-Στους διαδρόμους του ξενοδοχείου.

Έφυγα βιαστικά. Για μισή ώρα έψαχνα στους διαδρόμους, κανένα ίχνος της. Γύρισα πάλι στο μπαρ. Ήταν πλέον σκοτάδι, τα φώτα της πισίνας είχαν ανάψει και δημιουργούσαν μια μαγική ατμόσφαιρα. Βρήκα τον μπάρμαν στην ίδια θέση.

-Τι έγινε, έκανες τίποτα, με ρώτησε.

-Πουθενά, τζίφος. Αλήθεια, τόση ώρα αναρωτιέμαι, το ξενοδοχείο έχει κόσμο; Γιατί δε βλέπω κανέναν;

Ο μπάρμαν με κοίταξε με ζωγραφισμένη την απορία στα μάτια. Μάλλον ούτε εκείνος ήξερε.

-Ρώτησε τη ρεσεψιόν. 

Μάλλον, δεν είχα καιρό να ασχοληθώ με κάτι τέτοιο. Εκείνη τη στιγμή ήρθε νέο μήνυμα: «Τέλειωσα, το τέμα λύτηκε. Έρκομαι σε ντίο λεπτά». Με έπιασε πανικός. Η Τζωρτζίνα κατέφτανε από ώρα σε ώρα κι εγώ δεν είχα βρει τη γιαγιά. Έκλεισα το τηλέφωνο, βάσταξα το κεφάλι μου, δεν ήξερα τι να σκεφτώ. Άφησα το μπαρ, κατευθύνθηκα προς την είσοδο του ξενοδοχείου. Το είχα πλέον πάρει απόφαση, θα της έλεγα τι έχει συμβεί, μαζί θα βρίσκαμε λύση. Καθώς περνούσα έξω από τη σάλα του ξενοδοχείου ακούγονταν διάφοροι περίεργοι ήχοι από μέσα. Μπήκα με επιφύλαξη, κοιτούσα γύρω μου μήπως υπήρχε κάποια απειλή. Η αίθουσα ήταν μεγάλη, με χρυσούς πολυελαίους και κόκκινη μοκέτα. Στη μέση οι τρεις δαίμονες είχαν παραμερίσει τις καρέκλες. Με τη μικρή δαιμόνισσα παρέα, ολόγυμνοι, είχαν στήσει ένα όργιο. Πάνω στην πράξη ήταν ακόμα πιο απαίσιοι, με τα κοκκινωπά δέρματά τους γεμάτα στίγματα, σάλια να τρέχουν παντού. Και στη μέση, ακόμα χειρότερο θέαμα, η κυρα-Γεωργία! Ημίγυμνη, κιλότα να φτάνει πάνω από τον αφαλό, βυζιά να κρέμονται πάνω από την κιλότα. Συμμετείχε ενεργά στη διαδικασία. Το όνομά της μπορεί να το είχε ξεχάσει, αυτό όμως καθόλου. Όχι ότι έχω τίποτα με το σεξ στην τρίτη ηλικία, αλλά αηδίασα. Έκλεισα την πόρτα σιγά-σιγά για να μην με καταλάβουν. Με το που γύρισα μεταβολή, μπροστά μου η Τζωρτζίνα!

-Τι έγινε, Νίκος; Πού είναι η γκιαγκιά;

Είχα μείνει ακίνητος και την κοιτούσα. Χάζευα σαν ηλίθιος την ομορφιά της. Εκείνη δε φάνηκε να εκτιμάει το θαυμασμό που εκδήλωνα.

-Απαιτώ να μου πεις, συνέχισε.

-Να, είναι καλά η γιαγιά σου…

-Σαπόουσντ να τη φύλαγες. Γουάτ δε φακ γκίνεται εντώ;

Πάνω στα νεύρα της μπέρδευε τις δύο γλώσσες. Άπλωσα τα χέρια μου να την ακουμπήσω στους ώμους, να την καθησυχάσω, εκείνη εκνευρισμένη μου τα κατέβασε.

-Κάτι γκίνεται εκεί, είπε και κοίταξε προς τη σάλα.

-Μην πάς, είπα σαστισμένος.

Ήταν σαν να έλεγα «πήγαινε». Η Τζωρτζίνα άνοιξε την πόρτα της αίθουσας, κοίταξε μέσα και μετά γύρισε προς το μέρος μου αμίλητη. Κρατούσε τα μαλλιά της, κοιτούσε σε ένα απροσδιόριστο μέρος.

-Ω, γκοντ! ψέλλισε.  

-Να σου εξηγήσω, δεν έχω ξαναφυλάξει γιαγιά με άνοια. Εκεί που καθόμουν εξαφανίστηκε. Χωρίς καμία προειδοποίηση…

-Είσαι χαζός; Τι περίμενες να πει, γκεια σου, φεύγκω;

-Πάρε και τη θετική πλευρά της ιστορίας, δεν περνάει κι άσχημα!

Σας έχει τύχει να πείτε το πιο κακόγουστο αστείο την πιο ακατάλληλη στιγμή; Εμένα πολλές φορές, αλλά τώρα είχα ξεπεράσει τα όρια.  

-Τι σούργκελο είσαι εσύ! Γκιατί είμαι εντώ μαζί σου, τι σε έκανε να με ψάξεις μετά από τόσα χρόνια;

-Να, τότε μου είχες πει ότι θα βρεθούμε όταν πάγωνε η κόλαση…

Η Τζωρτζίνα με κοίταξε αγριωπά. Η έκφρασή της δε μου άφησε περιθώριο να συνεχίσω να της μιλάω. Την επόμενη στιγμή μου γύρισε την πλάτη για να φύγει, αλλά μάλλον μίλησε μέσα της η αμερικάνα και γύρισε να μου πει:

-Ντε θα σου περάσει έτσι αυτό, θα σου κάνω λοουσούιτ, ε, μήνυση. 

Έφυγε με γοργό βήμα προς τη ρεσεψιόν. Δεν έμεινα να δω αν θα έβρισκε άκρη με τον υπάλληλο. Προχώρησα προς το δωμάτιό μου. Σκεφτόμουν. Θυμήθηκα στις ταινίες που την ημέρα της συντέλειας του κόσμου όλοι έχουν τελευταία επιθυμία να κάνουν έρωτα μέχρι να πεθάνουν. Αμερικάνικα παραμύθια!    

      

 

  

 

 

Edited by John Ernst
  • Like 1
  • Thanks 1
Link to comment
Share on other sites

Ω νάις, Νίκος, καλό παιδί!

Εντάξει, πολύ ευχάριστο κείμενο, ρέει γρήγορα και σωστά, στα επιμέρους δεν λέμε βάσταξα αλλά βάστηξα (λάθος βιασύνης είμαι βέβαιη) και έχω να παρατηρήσω ότι από τους τρεις κακομοίρηδες, Μάριος, Νίκος, Ηλίας, ουδείς επήδησε Τζωρτζίνα.

Κρίμα, κρίμα, κρίμα...

Ναι, μάλλον ρωσοφέρνει ετούτη η προφορά. Το παρατήρησαν και πιο πάνω και ισχύει. Το δικό σου κείμενο είχε ωστόσο κάτι το αλλόκοτο, δλδ. κάτι που με έκανε να περιμένω πιο μυστήρια πράγματα. Ας πούμε, γιατί δεν είχε κόσμο στο ξενοδοχείο, γιατί ο της υποδοχής ήταν αλλού για αλλού...σαν να έκρυβαν όλα αυτά ένα σκοτεινό μυστικό.

Ας πούμε, αυτή την ιστορία θα την απολάμβανα και στην πιο σοβαρή εκδοχή της.

Μου άρεσε που οι δαίμονες ήταν και σέξι και σιχαμένοι μαζί. Όχι σκέτα σέξι, γοητευτικοί, ακαταμάχητοι, που τους βλέπεις και πέφτεις τ' ανάσκελα. Wtf διαόλοι είναι.

Όπως και να έχει. Ναις τζομπ Νίκος, καλό παιντί, προσέχεις γκιαγκιά μου για γουίκεντ;:B):

  • Haha 1
Link to comment
Share on other sites

Νίκος, γιου κίνκυ μαν, γουιθ δε γκραντμα ε;

Αγαπητέ Νίκο, πολύ ευχάριστη και χιουμοριστική ιστορία. Είχες δυνατή πρόζα σε κάποια σημεία, λίγο άτσαλη σε κάποια άλλα. Ίσως το βιάστηκες λίγο παραπάνω.

Έξυπνη ιδέα με την γιαγιά, θα μπορούσες να το εκμεταλλευτείς παραπάνω καθώς ένιωσα ότι σε μερικά σημεία δεν ήξερες πώς να το προχωρήσεις κι ήθελες να τα συνδέσεις μεταξύ τους με κάθε τρόπο. Ο ρεσεψιονιστ, ο θυληκός δαίμονας, η δουλειά της Τζωρτζίνας, κάπου εκεί ίσως λίγο χάθηκες.

Σημασία είχε ότι ούτε ο δικός σου πήδηξε, μόνο η γιαγιά πέρασε καλά, είχες έξυπνες ιδέες κι ωραία καυστικά σχόλια για το friendzone και την καυλάντα που μας λούζει εμάς τους άνδρες.

Νομίζω ότι ήταν καλύτερο από τα υπόλοιπά σου κείμενα και με ένα σουλούπωμα θα είναι μία ωραία, ιδιαίτερη και χιουμοριστική ιστορία.
 

  • Like 1
Link to comment
Share on other sites

Πολύ ευχάριστο ανάγνωσμα που με διασκέδασε και το ευχαριστήθηκα. Γρήγορη γραφή, ωραίοι χαρακτήρες(αν και δεν θα ήθελα να ήμουν με τίποτα στην θέση του Νίκου, και τα μάτια κόντεψαν να του βγουν με αυτό που είδε και έμεινε με... την χαρά στο χέρι! :lol: ) αν και η προφορά της Τζωρτζίνας ( πουν ομολογώ θα ήθελα μια ενδελεχή περιγραφή της κω..ρας της, αλλά έμεινα και εγώ με την χαρα :lol: ) μου ρωσόφερνε και εμένα. Κατά κάποιο μυστήριο τρόπο μου έσκασε στο μυαλό η Ivana Humpalot από το Austin Powers! :lol:  

Ωραία ιστορία λοιπόν που με διασκέδασε και σου εύχομαι καλή επιτυχία!

Υ.Γ. Εγώ θυμήθηκα ένα άλλο ανέκδοτο, εκείνο που φωνάζει η γιαγιά στο τέλος: "AMAN ΠΙΑ! ΑΜΑ ΓΙΝΕΤΑΙ ΠΟΛΕΜΟΣ, ΓΙΝΕΤΑΙ ΓΙΑ ΟΛΟΥΣ, ΕΤΣΙ;" :lol:

  • Like 2
Link to comment
Share on other sites

Για πολλούς λόγους γέλασα διαβάζοντας την ιστορία σου, Νίκο, θα σε στενοχωρήσω λιγάκι όμως λέγοντάς σου ότι τις περισσότερες φορές ήταν διάφορα που θυμόμουνα εδώ κι εκεί που με έκαναν να γελάσω κι όχι η ιστορία η ίδια. Καλή η ιδέα, αρκετά καλή η υλοποίησή της, οι εικόνες δημιουργούνταν στο μυαλό μου εύκολα τις περισσότερες φορές που σημαίνει δύο πράγματα: Ότι οι περιγραφές σου ήταν καλές κι ότι "είδα" τη σκηνή με το περιβόητο ουζοπάρτι στη σάλα ολοζώντανα. Κι αυτό το δεύτερο ήταν που με έκανε και να σε ψηφίσω, όχι γιατί μου άρεσε ιδιαίτερα η συγκεκριμένη σκηνή (μπρρρ, θεός φυλάξοι, που είπε κι ο παπάς), αλλά γιατί όπως και σε άλλους μου θύμισε από ανέκδοτο (το έγραψα στο τόπικ του WriteOff) μέχρι μια από τις πιο αστείες στιγμές του Στίφλερ από το Αμέρικαν Πάι. :D 

Για την προφορά θα πω κι εγώ πως δεν είναι ότι καλύτερο, αλλά -όπως είπα και στο σχόλιό μου στον Γιάννη- ήταν η γραμμή της εισαγωγής έτσι και απλά την ακολούθησες κι εσύ, άρα σωστά έπραξες στο πλαίσιο του παιχνιδιού. Στη δική σου ιστορία φαινόταν πιο καθαρά αυτό γιατί ήταν κάνα δυο φορές που σου ξέφευγε η προφορά όπως θα έπρεπε να είναι (πχ "Νάις Νίκος, είμαι Σέριφο") και μου έδωσες την αίσθηση ότι ήξερες πως δεν είναι εντάξει όλα αυτά τα "γκ" κλπ, αλλά σε στρίμωχνε η εισαγωγή. Εδώ να πω πως ούτε στην εισαγωγή ήταν ακριβώς λάθος της Αταλάντης γιατί η έκφραση "όταν παγώσει η Κόλαση" δεν θα λειτουργούσε και τόσο καλά ως "When, αμ, όταν Hell παγώσει" ή κάπως έτσι, you got the point (το "αμ" για μένα αποτελεί τον ορισμό της ελληνοαμερικάνικης προφοράς, το έχω ακούσει στο 99% των περιπτώσεων που μίλησα με ελληνοαμερικάνους ή που άκουσα τεσπά ελληνοαμερικάνους να μιλάνε ελληνικά, πχ Καλομοίρα).

Overall, φίλε Νίκο, ήταν μια καλή προσπάθεια στο πλαίσιο που είχαμε να κινηθούμε. Έτρεχες κι εσύ σφαίρα όπως κάναμε κι οι τρεις, υπερβολικά εύκολα ήρθαν όλα και μου άρεσε που το αντιλαμβανόσουν και το ανέφερες κι ο ίδιος περιφραστικά ή και άμεσα μέσα στην ιστορία, κάποιες αχτενισιές εδώ κι εκεί, κενά που στις περισσότερες περιπτώσεις τα "έβλεπες" και προσπαθούσες να τα καλύψεις με τρόπο (πχ κάπου λες ότι δεν ήξερε γιατί γινόταν όλα αυτά αλλά δεν είχε ξαναζήσει και Συντέλεια για να ξέρει τι παίζει), κλπ, είναι πταίσματα σε μια τέτοια ιστορία κι ανάξια ιδιαίτερης αναφοράς. Όμως, δεν μπορώ να μην σταθώ στην "Συντέλεια". Δεν υπήρξε κάποια νύξη, κάποια τέτοια γραμμή στην εισαγωγή, δεν γινόταν Συντέλεια, απλά οι Δαίμονες έψαχναν για καινούριο τόπο επειδή έχασαν το δικό του κι ερχόταν κατά χιλιάδες στην Ελλάδα μεσοκαλόκαιρα λόγω της ζέστης και το γιατί δεν προτίμησαν ξαπλώστρα στη Νεβάδα, ή πρώτη θέση απέναντι από τη Σφίγγα, στη δική σου περίπτωση (στον Γιάννη νομίζω ξέχασα να το σχολιάσω αυτό) πέρναγε απαρατήρητο ακριβώς λόγω της αναφοράς στη "Συντέλεια του Κόσμου". Ήταν όμως στοιχείο της εισαγωγής ότι έρχονταν στην Ελλάδα συγκεκριμένα λόγω της ζέστης μας και θα ήθελα να παίζει κάπως αλλιώς όλο αυτό γιατί προσωπικά μου δείχνει λίγο σαν να ξέμεινε το στοιχείο αυτό της εισαγωγής στην άκρη. Το χιούμορ κι εδώ πάει σπρώχνοντας και στη δική σου ιδέα, Νίκο, πιστεύω πως θα μπορούσε εύκολα να γίνει σπαρταριστό χωρίς μεγάλη προσπάθεια. :) 

Μην νομίσεις ότι επειδή τα λέω όλα αυτά δεν μου άρεσε η ιστορία, ίσα ίσα, την ψήφισα κιόλας. Good work, λοιπόν, καλή επιτυχία συμπαίκτη! :) 

Υ.Γ.: Δεν θυμάμαι να έχω διαβάσει κάτι άλλο δικό σου, αλλά θα το κάνω το συντομότερο δυνατό γιατί θέλω να δω το εντελώς δικό σου στυλ γραφής. :) 

Υ.Γ.2: Κάπου ο πρωταγωνιστής σου αναρωτιέται μεταξύ άλλων μήπως και η Τζωρτζίνα του βγει Τζωρτζ. Χεχεχε, μια από τις πολύ πρώτες ιδέες μου ήταν ακριβώς αυτή, να τα καταφέρει τελικά ο πρωταγωνιστής μου να βρει τον νεανικό του πόθο, να τα βρουν και να αρχίσει το "παιχνίδι", και να κλείνει η ιστορία μου τη στιγμή που το χέρι του θα πηγαίνει στο "γλυκό" μόνο για να βρει τουλούμπα αντί για προφιτερόλ. Το απέρριψα γιατί την ήξερε από παλιά, δεν θα μπορούσε να μην ήξερε λοιπόν ότι δεν ήταν ακριβώς γυναίκα. :) 

  • Like 1
Link to comment
Share on other sites

  • 4 months later...

Η αλήθεια είναι ότι, πριν το παιχνιδάκι αυτό, δεν μπορούσα να σε φανταστώ σε χιούμορ - μάλλον ακόμα δυσκολεύομαι, δεν ξέρω, δεν μου μοιάζε τόσο του στυλ σου, όχι ότι αυτό είναι κακό, ούτε το δικό μου είναι. Κι όμως, τα κατάφερες και με το παραπάνω.

Μπορεί να μη γέλασα ιδιαίτερα, όμως η ανάγνωση κύλησε ευχάριστα, δεν βαρέθηκα, ακόμη και τώρα που έχει περάσει καιρός θυμόμουν την ιστορία σου (η γιαγιά δεν ξεχνιέται) και βρήκα τη φωνή του αφηγητή σου συνεπή μεν, αν και λιγότερο συνεπή προς τη φωνή της εισαγωγής - που μάλλον παραήταν κάφρικη για τα δεδομένα σου.

Το πλέξιμο της ιστορίας γύρω από τη γιαγιά ήταν πρωτότυπη σκέψη, η Τζωρτζίνα σου ήταν πολύ διαφορετική από τις άλλες δύο Τζωρτζίνες και, γενικά, το διήγημα είχε ωραίες στιγμές και ήταν μια πραγματικά τίμια προσπάθεια.

Εκτιμώ πάνω απ' όλα σε σένα τη διάθεσή σου να δοκιμάζεις πολλά διαφορετικά πράγματα και να εκμεταλλεύεσαι κάθε δραστηριότητα του φόρουμ για να γράψεις, να σχολιαστείς και να βελτιωθείς.

  • Thanks 1
Link to comment
Share on other sites

Join the conversation

You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.

Guest
Reply to this topic...

×   Pasted as rich text.   Paste as plain text instead

  Only 75 emoji are allowed.

×   Your link has been automatically embedded.   Display as a link instead

×   Your previous content has been restored.   Clear editor

×   You cannot paste images directly. Upload or insert images from URL.

Loading...
×
×
  • Create New...

Important Information

You agree to the Terms of Use, Privacy Policy and Guidelines. We have placed cookies on your device to help make this website better. You can adjust your cookie settings, otherwise we'll assume you're okay to continue..