Jump to content

Τα Χρονικά του Θανάτου (Τρίτο μέρος)


Rithan

Recommended Posts

Όνομα Συγγραφέα: Ρίτας Θανάσης
Είδος: ηρωική φαντασία, δράμα
Βία; Ναι
Σεξ; όχι
Αριθμός Λέξεων: 5439
Αυτοτελής; όχι, είναι το τρίτο μέρος
Σχόλια: Λοιπόν για σας για μια τρίτη φορά. Σας παρουσιάζω το τρίτο και τελευταίο μέρος της τριλογίας μου. Δύο πράγματα. Πρώτον, αν δεν έχετε διαβάσει τα προηγούμενα μέρη, κάντε το, όχι για κανένα άλλο λόγο, απλά επειδή δεν θα βγάζει τίποτα νόημα. Δεύτερον, παρατήρησα πως κάποιες βρισιές που έβαλα στο μέρος δύο δεν ακούγονται καλά στα Ελληνικά (ενώ είναι σχετικά καλά στα Αγγλικά) και τις διορθωσα. όμως δεν μπορώ να επεξεργαστώ τη διμησήευση, έτσι θα μείνει δυστηχώς έτσι όπως είναι. 

Τέλος πάντων, απολαύστε. Θα εκτιμούσα και τη γνώμη σας στα σχόλια, ακόμη και μια βαθμολογία με νούμερα και μία πρόταση είναι ευπρόσδεκτα.
Αρχείο

 

Τα Χρονικά του Θανάτου:

Κεφάλαιο Ά: Ο τελευταίος των Φόρτεμ:

Μέρος ΄Γ:  Είμαι ο Θάνατος

 

                        Ο Αίηραν περπατούσε μέσα σε ένα σκοτεινό, μακρύ διάδρομο. Κάθε, περίπου, τρία μέτρα υπήρχαν κεριά, τα οποία προσπαθούσαν να με το αδύναμο φως τους να σπάσουν το άγριο και μανιασμένο σκοτάδι. Όμως τελικά, αυτό  καταβρόχθιζε το φως. Μετά από λίγη ώρα επιτάχυνε το περπάτημά του, μέχρι που έφτασε να τρέχει, σε μια ατελέσφορη προσπάθεια να ξεφύγει από το διάδρομο. Δεν πέρασε πολύ ώρα προτού είχε σχεδόν εξαντληθεί και ήταν εμφανώς ιδρωμένος. Ήθελε να ξεφύγει από εκεί πέρα. Ήθελε να φύγει. Ένοιωθε σα να έκλειναν οι τοίχοι γύρω του. Λογικό, αφού εκείνοι όντως ερχόντουσαν  ο ένας κοντά στον άλλο! Με τρόμο στο πρόσωπό του συνέχισε να τρέχει για να βρει κάποια πόρτα, κάποια σωτηρία σε έναν απαίσιο θάνατο. Όμως ο διάδρομος ήταν ατελείωτος. Τελικά οι τοίχοι τον έφτασαν και άρχιζαν να τον πιέζουν ανυπόφορα και λίγο πριν τον διαλύσουν όλα τα κόκαλα στο σώμα του, εξαφανίστηκαν. Όχι όμως μόνο αυτοί, αλλά και το πάτωμα και το ταβάνι και το φως. Έτσι, βρήκε τον εαυτό του να πέφτει στο κενό. Ήταν μια σχετική σύντομη πτώση, όμως επίπονη στο τέλος της, αφού η βαρύτητα τον οδήγησε στο έδαφος. Δεν μπορούσε να δει απολύτως τίποτα, αφού το σκοτάδι ήταν τώρα ο απόλυτος κυρίαρχος. Όμως μπορούσε να νοιώσει. Μπορούσε να νοιώσει τον πόνο τριών σπασμένων πλευρών. Μπορούσε να νοιώσει όμως και κάτι άλλο. Κάτι υγρό να τον έχει βρέξει.

            «Νερό;», σκέφτηκε αρχικά.

            Όμως μετά συνειδητοποίησε πως ήταν κάτι αρκετά πιο πηχτό και κολλώδες. Ένα εκτυφλωτικό φως τον έλουσε, το οποίο προερχόταν από μια άγνωστη πηγή πάνω από το κεφάλι του. Τότε κατάλαβε πως βρισκόταν σε μια λίμνη όχι νερού, αλλά αίματος. Μια στιγμή μετά, ένα δεύτερο φως άναψε, όμως αυτή τη φορά μερικά μέτρα μακριά του, φωτίζοντας μια μορφή με γυρισμένο σε αυτόν το κεφάλι. Η μορφή είχε πύρινα μαλλιά.

            «Σάρα!!» σκέφτηκε με αγωνία.

            Ξεκίνησε να τρέχει με την καρδία του να βροντοχτυπά. Όταν έφτασε δίπλα της έπεσε στα γόνατα και με κρεμάμενα χέρια γύρισε τη μορφή για να δει το πρόσωπό της. Όμως αντί για τα σμαραγδί μάτια της συντρόφου του και τα ρόδινα μάγουλά της είδε κάτι άλλο, τρομακτικό. Πολύ τρομακτικό. Το πρόσωπό της ήταν κενό. Δεν υπήρχαν ούτε μάτια, ούτε μύτη, ούτε στόμα, ούτε οτιδήποτε άλλο. Μονάχα ένα κενό. Με γουρλωμένα μάτια από το φόβο και την έκπληξη, πετάχτηκε μακριά της. Καθώς σηκώθηκε στα πόδια του και απομακρυνόταν, η πλάτη του έπεσε σε έναν άλλο άνθρωπο. Αυτός είχε τα σχεδόν όλα τα χαρακτηριστικά του προσώπου του, όμως του έλειπαν τα μάτια! Το αδύναμο φως και η ενισχυμένη πλέον τρομάρα του Αίηραν τον έκαναν να αργήσει στο να καταλάβει ποιος ήταν ο άνθρωπος μπροστά του.

            «…Μπραντ;;» ψιθύρισε.

Ο άνδρας δίχως μάτια τώρα σχημάτισε ένα χαμόγελο ως τα αυτιά.

            «Καλησπέρα, παλιόφιλε. Καιρό έχουμε να τα πούμε. Φαίνεται πως μας ξέχασες…» είπε ο Μπραντ.

            «Όχι. Όχι όχι όχι, αυτό δεν είναι αληθινό.» είπε ο Αίηραν όσο ξεκινούσε να απομακρύνεται από τον Μπραντ.

            «Όχι, εσύ… Δεν μπορεί να συμβαίνει όλο αυτό.» συμπλήρωσε τρεκλίζοντας.

            «Μα ναι», είπε καλύπτοντας αργά, αλλά σταθερά το κενό ανάμεσα σε αυτόν και τον Αίηραν, «συμβαίνει. Και μάλιστα είναι ΠΟΛΥ αληθινό…»

            Τώρα περισσότερα φώτα άναβαν, αποκαλύπτοντας περισσότερα πτώματα. Πτώματα ξεχασμένα και μη. Πτώματα γνώριμα και μη. Το μη αναμενόμενο ήταν όταν αυτά αργά αργά ξεκίνησαν να σηκώνονται και κάρφωσαν όλα το βλέμμα τους στον Αίηραν.

            «Είμαστε νεκροί…», είπε ένα πτώμα

            «…εξ αιτίας σου.» συμπλήρωσε ένα άλλο.

            «Εξ αιτίας της ανευθυνότητας σου,» είπε ένα άλλο

            «της βλακείας σου» είπε αυτό δίπλα στο προηγούμενο

            «και της απουσίας σου.» είπαν όλα μαζί, βγάζοντας έναν εκκωφαντικό ήχο.

            Ξεκίνησε να τρέχει προς την αντίθετη κατεύθυνση, ενώ σκεπτόταν:

            «Δεν είναι αληθινό, δεν είναι, ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ!»

            Τελικά έπεσε πάνω σε μια άλλη μορφή, η οποία είχε το πρόσωπο, το σώμα και τη φωνή της γυναίκας του. Αλλά και έναν κομμένο λαιμό. Με δάκρυα στα μάτια και ουρλιάζοντας είπε η μορφή της Σάρας στον Αίηραν:

            «ΜΕ ΕΓΚΑΤΕΛΕΙΨΕΣ! ΘΑ  ΖΟΥΣΑ ΑΚΟΜΗ ΑΝ ΔΕΣ ΕΙΧΕΣ ΦΥΓΕΙ! ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΜΑΣ ΘΑ ΖΟΥΣΑΝΕ!»

            Με ένα τρέμουλο, ο Αίηραν τελικά υποχώρησε, έπεσε στα γόνατά του και άρχισε να κλαίει με λυγμούς στα πόδια της μορφής της γυναίκας του. Τότε άρχισε η γη να τον καταπίνει, σχετικά γρήγορα.

            «Όχι Σάρα, ποτέ.», είπε απεγνωσμένα, προσπαθώντας να ξεφύγει από τη γη που τον καταβρόχθιζε. Μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα είχε θαφτεί μέχρι τη μέση, ενώ σε αυτό το χρονικό διάστημα τον είχαν κυκλώσει τα υπόλοιπα πτώματα. Τότε η μορφή της Σάρας έσκυψε και του είπε όσο πιο ήρεμα γινόταν:

            «Έθαψες την οικογένειά σου. Τώρα επέτρεψε αυτή να θάψει εσένα…» Και καθώς σηκωνόταν είδε τον Τζακ και την Τζέην να προβάλουν δεξιά και αριστερά της.  Τότε ήταν που ο Αίηραν ξεκίνησε να φωνάζει.

            «Όχι… Όχι, όχι, ΌΧΙ!!» φώναζε καθώς και το υπόλοιπο σώμα του χανόταν κάτω από τη γη.

            «ΟΧΙ!» φώναξε άλλη μία φορά. Όμως τώρα δε βρισκόταν σε ένα σκοτεινό χώρο, ούτε περιτριγυριζόταν από πτώματα. Ήταν όρθιος σε ένα κρεβάτι, μέσα σε ένα μικρό δωμάτιο. Του πήρε λίγη ώρα μέχρι να συνειδητοποιήσει πως βρισκόταν πίσω στο πανδοχείο όπου τον είχε πάρει ο ύπνος.

            «Ένα όνειρο… ήταν όλα ένα όνειρο… Και μάλιστα ένα αρκετά ρεαλιστικό και τρελό συνάμα…» σκέφτηκε κουρασμένα, και έπρεπε να συμφωνήσω. Ανάμεσα στις… ικανότητες του ανθρώπινου μυαλού συμπεριλαμβανόταν και αυτή της φαντασίας, μέσω της οποίας μπορούσαν να δημιουργηθούν πολύ περίεργα… ερεθίσματα, σε περιπτώσεις που την άφηνε κάποιος ελεύθερη.

            Καθόταν γυμνός και ιδρωμένος πάνω στο κρεβάτι. Μετά σηκώθηκε και κοίταξε το παράθυρο• ο ήλιος είχε ήδη ανατείλει. Έπρεπε να ξεκινήσει τη μέρα του και θα ήταν μια μεγάλη μέρα. Με ένα κουρέλι που είχε σκούπισε τον ιδρώτα του από όπου μπορούσε. Δεν είχε την πολυτέλεια του χρόνου για μπάνιο ή κάτι άλλο. Έτσι, έβαλε τα εσώρουχά του, τα ρούχα του, τις μπότες του και τα γάντια του. Έδεσε το θηκάρι του σπαθιού του, το οποίο είχε αγοράσει χτες με το που είχε φτάσει το Μόουλσταουν, του έβαλε το σπαθί από την αριστερή πλευρά και ένα στιλέτο από την άλλη και έδεσε σφιχτά το πουγκί του στη μέση του. Του είχαν απομείνει ελάχιστα χρήματα, ίσα ίσα για ένα ζεστό γεύμα στο πανδοχείο. Έπρεπε να έχει δυνάμεις για αυτό που θα ερχόταν και αν ήθελε να επιβιώσει, δεν μπορούσε να κάνει περικοπές. Έτσι άνοιξε την πόρτα του και ξεκίνησε να κατεβαίνει στο ισόγειο του πανδοχείου. Όλα αυτά τα έκανε μηχανικά, σα να είχε ορίσει εξαρχής τον εαυτό του να τα κάνει. Καθώς ενώ τα έκανε, τα μάτια του έβλεπαν μακριά, αναπολώντας. Δε χαιρόταν, ούτε χαμογελούσε. Δε μπορούσε πια.

           Κατέβηκε, έφαγε, ήπιε, πλήρωσε και ετοιμαζόταν να φύγει. Όμως έπρεπε να ετοιμάσει και ένα σχέδιο, έναν έξυπνο τρόπο με τον οποίο θα μπορούσε να πολεμήσει. Ήταν όντως ένας εναντίον τριών και σαν να μην έφτανε αυτό ο αρχηγός του ήταν ο Χόλντεν Κρος, ένας μεσήλικας άνδρας, που ότι του έλειπε σε εξυπνάδα το είχε σε δύναμη και παρόλο που ο Αίηραν μπορούσε κάποτε να πολεμήσει πολλούς εχθρούς ταυτόχρονα, οι χρυσές του μέρες είχαν περάσει και έτσι κι αλλιώς δεν περίμενε να έρθει αντιμέτωπος με εύκολους αντιπάλους.

            «Πρέπει να τους αιφνιδιάσω. Ιδανική θα ήταν μια επίθεση το βράδυ. Μάλιστα αυτό το βράδυ έχει Νέα Σελήνη, άρα θα έχω μια επιπλέον κάλυψη.» σκέφτηκε.

            «Πρώτα όμως θα πρέπει να τους βρω… Όχι αδύνατο, όχι εύκολο… Επίσης θα πρέπει να βιαστώ, αν θέλω να τους φτάσω…» συμπλήρωσε στις σκέψεις του. Έτσι, σηκώθηκε και κίνησε για το άλογό του. Όταν έφτασε στους στάβλους, πριν ανέβει στο άλογο έψαξε το παιδί που είδε χτες να το φροντίζει.

            «Ει, μικρέ.» Έδειξε ένα νεαρό που δεν πρέπει να ξεπερνούσε τα έντεκά του χρόνια.

            «Μάλιστα, κύριε.» απάντησε αμέσως.

            «Το άλογο αυτό» έδειξε το άλογο του, «του έδωσες να φάει και να πιεί;»

            «Μάλιστα κύριε. Το άφησα να πιεί όσο τραβούσε η ψυχή του και του έδωσα να φάει λίγο σανό περίπου τρεις ώρες πριν.» απάντησε με αυτοπεποίθηση.

            «Έξυπνος ο μικρός...» σκέφτηκε. Όντως δεν θα ήταν πολύ έξυπνο να ταΐσει κανείς ένα άλογο πριν το βάλει να τρέχει, ενώ τρεις ώρες αναμονή ήταν το ιδανικό.

«Ωραία.» είπε και έκανε να φύγει όμως ο μικρός έμεινε στη θέση του και μετά από λίγο άπλωσε το χέρι του με ανοιχτή την παλάμη. Ο Αίηραν αρχικά σήκωσε το φρύδι του αλλά μετά ξεφύσησε και του πέταξε μια δεκάρα.

            «Ευχαριστώ κύριε.» είπε ο μικρός. «Εύχομαι καλό ταξίδι και να φτάσετε με ασφάλεια στον προορισμό σας» συμπλήρωσε καθώς απομακρυνόταν.

            Έμεινε λίγο σκεπτικός, καθώς παρόλο που πιθανότατα θα έφτανε ασφαλής στον προορισμό του, δεν ήταν καθόλου σίγουρος για το τι θα συναντούσε εκεί. Έτσι, ξεκίνησε να πηγαίνει προς τον καταυλισμό των εχθρών του.

            Είκοσι μίλια καλύφθηκαν σχετικά εύκολα και χωρίς παρεμβολές, με συχνά διαλλείματα για να ξεκουραστεί το άλογο. Στα διαστήματα αυτά που ξεκουραζόταν και ο ίδιος, κατέστρωνε το σχέδιό του. Αν όλα πήγαιναν καλά θα μπορούσε να σκοτώσει και τους τρεις αντιπάλους του. Δεν μπορούσε να ήταν σίγουρος, αφού δεν είχε λεπτομέρειες για τον καταυλισμό και τον εξοπλισμό των ανθρώπων.  Για παράδειγμα, αν είχαν άλογα, θα έπρεπε στην καλύτερη των περιπτώσεων να τα ελευθερώσει για να μην έχουν οι εχθροί του δυνατότητα απόδρασης. Αν ήταν εξοπλισμένοι με βαλλίστρες, τότε θα έπρεπε να μείνει στις σκιές για να τους σκοτώσει, εφόσον δεν είχε ο ίδιος όπλα εξ αποστάσεως για επίθεση, τουλάχιστον αφού άφησε το μισό του τόξο στο κρανίο ενός ανθρώπου, χτες μόλις. Υπήρχαν πολλές περιπτώσεις, και ακόμα περισσότερα πλάνα δράσης. Αποφάσισε το πιο ασφαλές για τον ίδιο• να γίνει όσο λιγότερο αντιληπτός γινόταν, τουλάχιστον μέχρι να έχει τις απαραίτητες πληροφορίες για την επίθεση. Υπολόγισε πόσο περίπου ήταν είκοσι μίλια και μόλις έφτασε σε ένα σημείο μπήκε στο διπλανό δάσος. Ο δρόμος είχε δεξιά και αριστερά του χωράφια, όμως ενώ από δεξιά εκτείνονταν σε μια μεγάλη έκταση, από αριστερά μετά από περίπου τριάντα μέτρα ξεκινούσε ένα δάσος. Μπήκε στο δάσος θέλοντας να αφήσει το άλογό του σε ένα ασφαλές μέρος, καθώς θα πήγαινε μια μικρή απόσταση με τα πόδια, για να δει αν μπορούσε να εντοπίσει τον καταυλισμό, αλλά ταυτόχρονα να γίνει λιγότερο αντιληπτός. Υπάρχει προφανής διαφορά αν άμεσα σε έναν καβαλάρη και έναν πεζό• αν φυσικά μπορέσει κανείς να αντιληφθεί το δεύτερο. Τελικά μετά από περίπου κανένα δεκάλεπτο προσεκτικού βαδίσματος, εντόπισε τον καταυλισμό.

            «Οι χαζοί δε σκέφτηκαν καν να σβήσουν τη φωτιά. Ο καπνός τους πρόδωσε. Εκτός βέβαια και αν δεν τους ένοιαζε να σβηστεί η φωτιά…», είπε στον εαυτό του. Και είχε δίκιο. Βρίσκονταν στα χωράφια από την αριστερή πλευρά, κοντά στο δάσος. Έτσι, αποφάσισε να προχωρήσει αργά και σταθερά. Όντας καλοκαίρι τα χωράφια ήταν πλούσια σε φυτά, αρκετά ψηλά, έτσι ώστε να μπορούν να προσφέρουν κάποια κάλυψη στον Αίηραν. Οι επιδρομείς είχαν κατασκηνώσει δίπλα από μια μικρή αποθήκη, από εκείνα που κανείς χρησιμοποιεί για την αποθήκευση σιτηρών ή εργαλείων. Μάλιστα είχε και ένα παλούκι για να δένει κανείς τα ζώα του• στη συγκεκριμένη περίπτωση μπορούσε να παρατηρήσει τρία μεγάλα και δυνατά άλογα δεμένα.

            «Πρέπει να τα διώξω. Αν είναι να περπατήσει κάποιος από εδώ ζωντανός, αυτός θα είμαι εγώ.» σκέφτηκε με αυτοπεποίθηση, όμως λίγο αργότερα βρήκε μια καλύτερη ιδέα. Είχε εντοπίσει τον σκοπό που είχαν βάλει, για να φυλά τους ίδιους αλλά και τα άλογα. Μετά από τόση ώρα ιππασίας και αναζήτησης ο ήλιος είχε αρχίσει να οδεύει προς τη δύση. Έπρεπε να περιμένει να βραδιάσει για τα καλά, έτσι ώστε να έχει το πλεονέκτημα. Όμως η λαχτάρα για αίμα δεν μπορούσε να τον αφήσει ήρεμο. Έτσι, ξεκίνησε για τον καταυλισμό, με την καρδιά του να χτυπά δυνατά νοιώθοντας πως η εκδίκησή του ήταν κοντά.

            Παρατήρησε πως οι δύο επιδρομείς καθόντουσαν στη μια πλευρά του αγροτόσπιτου με την φωτιά και τα αντίσκηνα, ενώ ο σκοπός ήταν στην άλλη πλευρά, προσέχοντας τα άλογα και πιθανούς εισβολείς. Το σημαντικότερο όμως ήταν άλλο• δεν είχαν οπτική επαφή μεταξύ τους. Εκμεταλλευόμενος αυτό, ο Αίηραν συνέχιζε να περπατάει στο χωράφι έχοντας κάλυψη τα ψηλά σιτάρια. Ο σκοπός καθόταν με την πλάτη του στον τοίχο και κοιτούσε το χώμα και τις μπότες του.  Κάποια στιγμή άφησε αυτό το στήριγμα και ξεκίνησε να περπατάει. Όμως πριν το κάνει, ο Αίηραν είδε τα μάτια του. Ήταν μια απειροελάχιστη στιγμή, όμως εκείνος κατάφερε και τα είδε. Και τότε ένα ρίγος διαπέρασε τη ραχοκοκαλιά του. Τα μάτια του δεν ήταν καστανά ή μαύρα. Ούτε πράσινα, μπλε, γκρίζα ούτε κανένα χρώμα που μέχρι τώρα ήξερε. Βασικά θα πρέπει να αναφέρουμε πως δεν είχε κόρες. Δεν είχε τίποτα άλλο πέρα από μια μαυρίλα. Ναι αυτή θα ήτανε η καλύτερη περιγραφή. Το μάτι του ήταν όλο μαύρο, σα να είχε δαιμονιστεί το άτομο. Κάτι το οποίο δεν ήταν πλήρως αναληθές…

            «Ώστε είναι μαζί με εκείνους. Θα πρέπει να είμαι πολύ προσεκτικός και θα είναι δυσκολότερα τώρα που σκέφτηκα να επιτεθώ το δειλινό… Να πάρει… Τουλάχιστον καλά έκανα και δεν περίμενα να νυχτώσει τελείως…» σκέφτηκε από μέσα του. Ως εκείνους αναφερόταν στους Ρίντα , όμως αυτό είναι κομμάτι ενός άλλου κεφαλαίου της ζωής του. Για τώρα αρκεί να γνωρίζει κανείς πως τα άτομα αυτά είναι υπό την επίδραση μαγείας, η οποία τους… ενισχύει με δύναμη και αντοχή. Τα χαρακτηριστικά αυτά γίνονται εντονότερα στην απουσία φωτός. Η διαδικασία γίνεται μέσω μιας τελετής, η οποία κοστίζει φυσικά σε πολλά πράγματα, τόσο σωματικά, όσο και ψυχικά, εάν το κάνει κάποιος οικειοθελώς. Αν όχι, πολλά περισσότερα. Ένα από αυτά τα τιμήματα ήταν και η μαυρίλα στα μάτια. Ωστόσο, αυτό που τον ένοιαζε ήταν πως θα έπρεπε να καταβάλει διπλάσια προσπάθεια έτσι ώστε να τους νικήσει. Σε κάθε περίπτωση, βγήκε όσο πιο αθόρυβα μπορούσε, όταν ο… άνδρας του γύρισε την πλάτη.

            Είχε σκύψει με λυγισμένα τα γόνατά του στο μέγιστο και προχωρούσε προς αυτόν. Η απόστασή τους μίκρυνε όλο και περισσότερο μέχρι που έφτασε από πίσω του σε απόσταση αναπνοής. Είχε φροντίσει να πάρει το κατάλληλο στιλέτο για αυτή τη δουλειά. Σηκώθηκε από τα πόδια του. Παρατήρησε πως είχε το ίδιο ύψος με τον άνδρα και αυτό ήταν ιδανικό. Με την παλάμη του δεξιού του χεριού έκλισε το στόμα του εχθρού του. Την ίδια στιγμή έβαλε το στιλέτο του στο λαιμό του αντιπάλου του, έκλεισε τα μάτια και του άνοιξε το λαιμό. Πρέπει να ήταν αρκετά βαθύ ώστε να του είχε κόψει τις φωνητικές χορδές, όπως ήλπιζε μάλιστα, έτσι ώστε να μην βγάλει κανέναν ήχο. Άνοιξε τα μάτια του, και στη συνέχεια του έμπηξε το στιλέτο από την κλείδα βαθιά μέσα στην καρδιά. Με ένα ανέκφραστο πρόσωπο, έβγαλε το στιλέτο από τον πια νεκρό άνδρα και σκούπισε τα αίματά του πάνω στα ρούχα του νεκρού, αφού τον άφησε απαλά στο έδαφος καθώς ξεψυχούσε, για να μην κάνει επιπλέον θόρυβο. Ο Αίηραν συνειδητοποίησε πως τα ρούχα του είχαν γεμίσει αίμα, το οποίο είχε ποτίσει το άλλοτε πράσινο χιτώνιό του. Δίχως να τον νοιάζει ή να κοιτάξει τον άνδρα που μόλις είχε σκοτώσει κίνησε προς τα άλογά τους.

             Τα είχαν δέσει σε τέτοιο σημείο όπου δεν φαινόντουσαν σε καμία περίπτωση από τους υπόλοιπους δύο εχθρούς. Ήταν λάθος τους. Με το στιλέτο ακόμη στο χέρι του έκοψε τα σχοινιά των δύο από τα τρία άλογα. Έκλεισε τα μάτια του, σκέφτηκε κάτι όσο κρατάει μια ανάσα και μετά τα ξανάνοιξε. Έβαλε το στιλέτο του στη ζώνη του και καβάλησε το τρίτο και τελευταίο άλογο που είχε μείνει. Τότε, ξεθηκάρωσε το σπαθί του. Για πρώτη φορά μετά από πολύ καιρό.

«Όλεθρος» σκέφτηκε το όνομα του σπαθιού που του είχε δώσει όταν ακόμα ζούσε μια άλλη ζωή.

             Άκουσε το τραγούδι αμέτρητων φωνών που έβγαλε η λεπίδα όσο τρίφτηκε με το δέρμα και αυτό του έφερε μια ανατριχίλα. Και αναμνήσεις. Αναμνήσεις πολέμου που τώρα χρειαζόταν περισσότερο από ποτέ. Πήρε μια βαθιά ανάσα και ξεκίνησε να καλπάζει προς τη φωτιά.

          Περίμενε να δει τον Χόλντεν και τον άλλο να κάθονται και να κουβεντιάζουν ή να τρώνε στη φωτιά. Αυτό θα έκανε τα πράγματα πολύ ευκολότερα. Όμως δεν υπήρχε κανείς γύρω από τη φωτιά. Μόνο δύο κούτσουρα για να κάθεται κάποιος. Ο Αίηραν έσμιξε τα φρύδια του σε ένδειξη απορίας. Τότε το άλογο χλιμίντρισε και άρχισε να πηγαίνει πέρα δώθε, ανήσυχο, βγάζοντας θόρυβο.

          «Ήσυχα, ήσυχα», ξεκίνησε να λέει, αρχικά παρηγορητικά, όμως μετά αγχωμένα, καθώς συνειδητοποίησε πως κάποιος θα μπορούσε να είναι μέσα στις σκηνές. Βέβαια μετά από ένα κλάσμα του δευτερολέπτου συνειδητοποίησε πως αυτό ήταν στο όφελος του, αφού ήταν έφιππος. Μάλιστα όχι μετά από πολύ ώρα είδε κάτι να κινείται μέσα σε μια από τις σκηνές. Ο Αίηραν στήθηκε στην κατάλληλη απόσταση και άρχισε να καλπάζει μόλις είδε το άτομο να βγαίνει έξω από την σκηνή.

            «Ποιος είναι εκ…» πήγε να πει, όμως ο Όλεθρος σπάθισε στον αέρα με τη δύναμη ενός καλπάζοντος αλόγου, κόβοντας το κεφάλι του εχθρού του ακαριαία. Στην αρχή παραξενεύτηκε βλέποντας μια ξανθιά πλεξούδα να προεξέχει από το κεφάλι του νεκρού, μέχρι που συνειδητοποίησε πως είχε αποκεφαλίσει μια γυναίκα. Ένοιωσε τύψεις για μια στιγμή, σκεπτόμενος τη γυναίκα που σκότωσε. Σκεπτόμενος την αθωότητά της. Όμως γυρνώντας το ακέφαλο σώμα της παρατήρησε πάλι το δράκο στο στήθος της και τότε το πρόσωπό του σκλήρανε πάλι. Δεν υπήρχε κανένα έλεος. Όχι για αυτούς. Όχι τώρα.

             Έλεγξε και τις υπόλοιπες δύο σκηνές. Τίποτα και κανένας δεν ήταν εκεί. Ήταν έτοιμος να κρυφτεί και να περιμένει. Ο Χόλντεν τον ξεπερνούσε στη δύναμη και ήξερε πως θα χρειαζόταν κάθε πλεονέκτημα, και ήταν πρόθυμος να θυσιάσει το φως του ήλιου, που ήταν ο Χόλντεν λιγότερο δυνατός, έτσι ώστε να έχει το πλεονέκτημα του αιφνιδιασμού. Όμως, ενώ ήταν έτοιμος να κάνει ακριβώς αυτό το πράγμα, είδε το μενταγιόν που είχε χαρίσει στη γυναίκα του. Είδε το φοίνικα και ήρθαν στο μυαλό του αναμνήσεις φωτιάς, στάχτης, πόνου, πτωμάτων και ενός χαμένου σπιτικού. Θυμός άρχισε να σιγοβράζει μέσα του και το αίμα είχε ανέβει στο κεφάλι. Ήξερε πως δεν έπρεπε να κάνει αυτό που είχε σκοπό να κάνει. Όμως δεν τον ένοιαζε. Το μόνο που τον ένοιαζε ήταν να εκδικηθεί την οικογένειά του. Έτσι, άρχισε να ουρλιάζει.

             «ΧΟΛΝΤΕΝ;»

              Τίποτα. Σιωπή.

              «ΧΟΛΝΤΕΝ ΕΜΦΑΝΙΣΟΥ!»

               Όλο το μέρος ήταν ήσυχο σα να βρισκόταν σε μια κρύπτη.

             «ΧΟΛΝΤΕΝ!!!», συνέχισε μέχρι που βαριανάσαινε από τα ουρλιαχτά. Προσπάθησε να συγκεντρωθεί στο περιβάλλον του και άκουσε έναν ήχο. Έναν απειροελάχιστο ήχο, όμως αρκετό για να τον κάνει να γυρίσει προς την αποθήκη του χωραφιού.

           «Για περίμενε μια στιγμή. Δεν έλεγξα την αποθ…» πήγε να σκεφτεί πριν οι σκέψεις του διακοπούν από ένα δόρυ το οποίο εκτοξεύτηκε από την κατεύθυνση της αποθήκης και διαπέρασε το λαιμό το αλόγου του. Εκείνο λόγω αντανακλαστικών σηκώθηκε στιγμιαία στα δύο πόδια, ρίχνοντας τον Αίηραν στη γη, προτού σωριαστεί και το ίδιο κάτω, με τη μόνη διαφορά πως αυτό ήταν νεκρό. Ο Αίηραν έβηξε δυνατά και προσπάθησε να πάρει με δυσκολία μια ανάσα, ενώ κατέβαλε κόπο για να στηριχθεί στον Όλεθρο, έτσι ώστε να ξαναβρεί την ισορροπία του. Έτριψε τα μάτια του για να διώξει τη σκόνη από αυτά, αλλά μόλις το έκανε ευχήθηκε να τα είχε αφήσει έτσι όπως ήταν, καθώς αντίκρισε κάτι τρομακτικό• έναν πραγματικά θηριώδη άνδρα, ο οποίος κρατούσε ένα μεγάλο και βαρύ σπαθί και το κυριότερο… είχε μαύρα μάτια, όπως και ο προηγούμενος.

              «Ωχ όχι… Είναι μαζί με τους Ρίντα.» σκέφτηκε με απόγνωση.

            Ο Χόλντεν προχωρούσε αργά προς τον Αίηραν, που κατέβαλε τις τελευταίες επίπονες προσπάθειες να βρει την ισορροπία του. Τότε ο πρώτος άνοιξε το στόμα του και μίλησε. Η φωνή του ακούστηκε ανατριχιαστική, σα να είχε πρωτύτερα μασήσει πίσσα.

             «Καλώς ήρθε και ο επίτιμος καλεσμένος μας. Ταξίδεψα τόσα μίλια για να σε βρω…» είπε με βροντερή φωνή και ένα μόνιμο χαμόγελο στα χείλη του.

             Μετά συνέχισε.

             «Δεν έλεγες να εμφανιστείς εκεί πίσω οπότε είπαμε να σου αφήσουμε ένα δωράκι μπας και το βρεις…»

              »Τι έγινε ‘’αδελφέ μου στα όπλα’’, φαίνεται πως μας ξέχασες. Δε γράφεις. Δεν μας επισκέπτεσαι. Τίποτα. Γιατί;»

             Το αδελφέ μου στα όπλα το είπε αργόσυρτα, σα να ειρωνευόταν ακόμη περισσότερο. Ο Αίηραν συνέχισε να βήχει προσπαθώντας με δυσκολία να πάρει μια ανάσα. Μόλις τα άκουσε αυτά σήκωσε το κεφάλι του και τον κοίταξε με ένα βλέμμα που έσταζε φαρμάκι.

              «Τολμάς να με αποκαλείς έτσι;! Μετά από όλα έγιναν στο Τάγμα;! Μετά από ότι έγινες; Μετά από…» είπε αλλά κόμπιασε φέρνοντας στο μυαλό του τη Σάρα και τα παιδιά του, ενώ δάκρυα άρχισαν να σχηματίζονται στα μάτια του. Όμως δεν ήθελε να φανεί. Θα τον χλεύαζε ο Χόλντεν περισσότερο και ήταν το τελευταίο πράγμα που ήθελε. Ήδη το χαιρέκακο χαμόγελό του είχε σχεδόν φτάσει ως τα αυτιά. Ο Αίηραν είχε με δυσκολία σηκωθεί στα πόδια του, με το σπαθί του να είναι χωμένο στο χώμα. Μίλησε πρώτος.

               «Κάποτε έφερνες ελπίδα στο πέρασμά σου, Χόλτνεν.»

             «Τώρα φέρνω δικαιοσύνη» αντιγύρισε αυτός. Ο Αίηραν είχε το σπαθί του στο χέρι και τώρα ήταν σε απόσταση τριών μέτρων ο ένας από τον άλλο και έκαναν κύκλους, μιλώντας. Με την απάντηση του Χόλτεν, ήρθε το αίμα του Αίηραν στο κεφάλι.

               «ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ; Η δικαιοσύνη είναι τυφλή, όχι άκαρδη Χόλντεν. Αν ήθελες δικαιοσύνη, θα έπρεπε να περιμένεις στο θίασο για να με δικάσεις και να τους αφήσεις ελεύθερους, όχι να τους ΣΚΟΤΩΣΕΙΣ ΟΛΟΥΣ! ΉΤΑΝ ΑΘΏΟΙ!» ξέσπασε εκείνος.

              «Αυτό», είπε αργά με το χαμόγελό του να μεγαλώνει «θεώρησε το ως προκαταβολή για το τίμημα που θα πληρώσεις επειδή μας εγκατέλειψες και έσπασες τους όρκους σου, Αίηραν. Θεώρησέ το ως κάτι το απαραίτητο.»

              Τότε, ο Αίηραν με ένα εκπληκτικό άλμα όρμισε προς τον αντίπαλό του. Το χαμόγελο του Χόλτεν χάθηκε, καθώς έβλεπε τον Αίηραν να καλύπτει σε μια στιγμή μια τόσο μεγάλη απόσταση. Σήκωσε το σπαθί του για να αποκρούσει την οργισμένη επίθεση. Κατέβασε το σπαθί του Αίηραν και του έδωσε μια αγκωνιά στο σαγόνι, κάνοντάς τον να παραπατήσει. Το κεφάλι του τώρα γύριζε, ενώ προσπαθούσε να βρει την ισορροπία του. Όμως δεν ήταν αρκετό για να τον ρίξει κάτω. Λένε πως το πιο δυνατό συναίσθημα είναι ένα •ο φόβος. Στην πλειονότητα των περιπτώσεων συμφωνώ μαζί τους. Όμως τώρα ένα άλλο συναίσθημα κυριαρχούσε μέσα στον Αίηραν που είχε έρθει αντιμέτωπος με το δολοφόνο της οικογένειάς του •το μένος.

            Τόσο μένος είχε συγκεντρωθεί μέσα του που θα έλεγε κανείς πως πετούσαν φλόγες μέσα από τα μάτια του, καταπολεμώντας τον φόβο που είχε για τον αντίπαλό του. Έτσι, βρήκε τη δύναμη να συνεχίσει. Παρόλο που κρατούσε μια αρχέγονη, ουριανή λεπίδα, δε μπορούσε να ανταγωνιστεί τον Χόλντεν στη δύναμη. Οπότε, αφού ήταν και σχετικά ελαφρά οπλισμένος αποφάσισε να γυρνάει γύρω γύρω από αυτόν μέχρι να τον κουράσει, προσπαθώντας να τον πετύχει σε κάποιος ευάλωτο σημείο. Και αυτό έκανε. Προσπαθούσε να τον χτυπήσει εκεί όπου η πανοπλία είχε κενά. Έτσι, χόρευε γύρω από αυτόν, κουνόντας το σπαθί του προς όλες τις πιθανές κατευθύνσεις, ενώ εκείνο τραγουδούσε ξανά ένα τραγούδι που κανένα θνητό αυτί δε μπορούσε να καταλάβει, σκίζοντας τον αέρα σε κάθε κίνηση, προσπαθώντας να βρει ένα ευάλωτο σημείο. Τελικά, βρήκε ένα σημείο στον αριστερό αγκώνα, όπου όρμισε με εκπληκτική ταχύτητα και πέτυχε ένα βαθύ χτύπημα, από το οποίο άρχισε να βγαίνει αρκετό αίμα. Ο Χόλντεν έβγαλε μια κραυγή πόνου και το χαμόγελο που είχε αντικαταστάθηκε από μια έκφραση έκπληξης, αγωνίας και οργής. Ο Αίηραν τώρα είχε αυτό το γεμάτο αυτοπεποίθηση χαμόγελο. Ο θρίαμβός του όμως ήταν σύντομος.

          Ο Χόλτεν όρμησε σε αυτόν με το σπαθί του και όταν απέτυχε να τον διαπεράσει με αυτό, τον άρπαξε και τον έσπρωξε μέσα στη μικρή αποθήκη. Τα αυτιά του Αίηραν τώρα βούιζαν περισσότερο από ποτέ, προσπαθώντας άσκοπα να βρει την ισορροπία του. Σηκώθηκε γρήγορα, όμως πολύ ζαλισμένα και ασυντόνιστα,  και προσπάθησε ανεπιτυχώς να σηκώσει σωστά το σπαθί του για να αμυνθεί. Όμως δεν πρόλαβε. Ο Χόλτεν ήρθε μπροστά του και του έδωσε μια κλοτσιά στο διάφραγμα, τόσο δυνατή που του κόπηκε η ανάσα. Ενώ προσπαθούσε να βάλει λίγο αέρα στα πνευμόνια του, τον ξανάρπαξε και τον πέταξε έξω από την αποθήκη, μέσα από τον τοίχο με τα εργαλεία, γκρεμίζοντάς τον. Ο Αίηραν ένοιωσε ένα επίπονο κάψιμο στα πλευρά του. Ήταν σίγουρος πως τα ραγισμένα του πλευρά είχαν τώρα σπάσει. Τουλάχιστον δύο από τα αριστερά. Άρχισε να βήχει από την πολλή σκόνη και με το που έφυγε αυτή από τα μάτια του, κατάλαβε πως δεν είχε το σπαθί του στο χέρι του. Το εντόπισε μόλις δύο βήματα μακριά του, προς τη μεριά του Χόλντεν. Ανήμπορος να σταθεί, προς το παρόν, στα πόδια του λόγω του πόνου, άρχισε να έρπεται όσο πιο γρήγορα μπορούσε προς αυτό.

              «Έλα τώρα. Λίγο ακόμη, απλά πρέπει τώρα να τεντώσω το χέρι μου.» σκέφτηκε απελπισμένος.

             Φυσικά, ο Χόλντεν τον είδε και έφτασε σε αυτόν πριν γίνει αυτό. Τον έπιασε από τους ώμους και έκανε να τον σηκώσει στα γόνατα. Με τα μάτια του να είναι θολά, προσπάθησε να βρει κάτι για να αμυνθεί, μιας και δεν μπορούσε να φτάσει το σπαθί του. Μαγικά σχεδόν σήκωσε ένα μικρό σφυρί που βρήκε στο χώμα, το οποίο πρέπει να βρέθηκε εκεί αφού διαλύθηκε ο τοίχος με τα εργαλεία. Έτσι, χτύπησε με αυτό το δεξί, καλό χέρι του Χόλντεν, αφοπλίζοντάς τον από το σπαθί του. Ο πόνος που τον κατέβαλε τον έκανε να χάσει τη συγκέντρωσή του, δίνοντας την ευκαιρία στον Αίηραν να του δώσει μία με το σφυρί στα πλευρά, ρίχνοντάς τον στα γόνατά του. Με μια σπίθα αυτοπεποίθησης με γεννιέται μέσα του, και τα πλευρά του να έχουν πάρει φωτιά, ζύγιασε γρήγορα το σφυρί στο χέρι του, καθώς κινδύνευε να του πέσει.

                 «Τώρα… είναι η στιγμή που πληρώνεις…» είπε κουρασμένα και με μια κραυγή έκανε να το κατεβάσει στο κεφάλι του αντιπάλου του.

              Με μια αιφνίδια μεν, πονεμένη δε κίνηση λόγω του τραυματισμού του, ο Χόλντεν σήκωσε το αριστερό του χέρι και σταμάτησε στον αέρα το σφυρί του Αίηραν. Ακούστηκε ένα κρακ και ένα πονεμένο χαμόγελο εμφανίστηκε στα χείλη του Χόλντεν, σημάδι πως είχε σπάσει το χέρι του σίγουρα, όμως ήταν ακόμη ζωντανός. Αντίθετα, στο πρόσωπο του Αίηραν σχηματίστηκε έκπληξη και μετά τρόμος. Όμως αυτά δεν ήταν αρκετά για να τον σταματήσουν. Ο θυμός ακόμα μέσα φούντωνε. Έτσι, άφησε το σφυρί από τα χέρια του και αστραπιαία έσκυψε να σηκώσει το σπαθί του, μιας και τώρα μπορούσε να το φτάσει. Ο Χόλντεν τον μιμήθηκε, μόνο που αυτή τη φορά, ήταν εκείνος που βρισκόταν στα γόνατα, ενώ ο Αίηραν ήταν όρθιος. Ο τελευταίος σήκωσε το σπαθί του για επίθεση και το κατέβασε άγρια πάνω στο σπαθί του πρώτου, που είχε σηκωθεί για άμυνα. Ο Αίηραν συνέχισε να το ανεβοκατεβάζει με πάθος και οργή, ενώ ο Χόλντεν, πληγωμένος στα δύο, εν μέρει σπασμένα , χέρια του και τα πλευρά του, καθόταν ανήμπορος και προσπαθούσε να αμυνθεί σε αυτό το οργισμένος πλάσμα.

               Έτσι, στο τρίτο χτύπημα, η ουριανή λεπίδα έσπασε το κοινό σπαθί του Χόλντεν και έμπηξε τον Πάγο μέσα σε αυτόν, διαπερνώντας την κλείδα, τα πάνω πλευρά και τους πνεύμονες, διαχωρίζοντας τον ώμο του από το υπόλοιπό του σώμα. Ο Αίηραν είχε σταματήσει να ουρλιάζει και γεμάτος με ιδρώτα και αίματα παρατηρούσε τον Χόλντεν, καθώς παρόλο που είχε κυριολεκτικά πετσοκοφτεί, είχε διατηρήσει αυτό το χαιρέκακο χαμόγελο. Τότε ήταν που ο Αίηραν ένοιωσε μια σουβλιά να τον διαπερνάει, συνοδευόμενη από ένα κάψιμο, από την κοιλία του, στο στομάχι και έπειτα πιο βαθιά στα σωθικά του. Γούρλωσε τα μάτια του και κοίταξε την κοιλία του με τον τρόμο να καθρεπτίζεται στα μάτια του. Είδε το σπασμένο σπαθί του Χόλντεν μπηγμένο μέσα του. Ο τελευταίος είχε ήδη γύρω στο πλάι και αιμορραγούσε θανάσιμα.

             «Θα είναι νεκρός σε λίγα δευτερόλεπτα… όπως και εγώ…» σκέφτηκε αδύναμα και με μια πικρία να τον κατακλίζει. Έπεσε στα γόνατά του, δίχως τη θέλησή του. Προσπάθησε ατελέσφορα να σηκωθεί, καρφώνοντας τον Όλεθρο βαθιά μέσα στο χώμα για στήριξη. Όμως δεν τα κατάφερε. Έτσι, προσπαθώντας να τελειώσει το μαρτύριο του πιο νωρίς με μια απεγνωσμένη και πονεμένη έκφραση, έβγαλε το σπαθί από μέσα του και ξεκίνησε να αιμορραγεί μέχρι θανάτου. Δεν μπορούσε να νοιώσει πόνο. Βρισκόταν σε μια μεθυστική κατάσταση σοκ, όπου δεν είχε τη δυνατότητα να νοιώθει ή να σκέφτεται πολλά πράγματα. Όμως είχε τη δύναμη για κάτι τελευταίο. Στο μυαλό του ήρθαν όλες οι περιπέτειες που είχε και όλα τα καμώματά του, καλά και μη. Σκέφτηκε τη ζωή που έζησε , πως αυτή πέρασε και πως τώρα τελείωνε. Προσπάθησε να σκεφτεί τι είδους κόσμο άφηνε πίσω του. «Όταν πεθαίνει κάποιος, όντως περνάει η ζωή του μπροστά του. Να ακόμη ένα ερώτημα που απαντήθηκε..» σκέφτηκε. Κοίταξε στο ηλιοβασίλεμα με δάκρυα στα μάτια. Είδε το πορτοκαλί του ορίζοντα να μάχεται και να εντάσσεται στο γαλάζιο του ουρανού που περίμενε τη νύχτα υπομονετικά να απλώσει τα δικά της χρώματα πάνω του. Ένοιωσε ένα απαλό αεράκι να του χαϊδεύει το πρόσωπο, μαζί με τις τελευταίες ακτίνες του ηλίου. Έσκασε ένα πονεμένο και γεμάτο πικρία χαμόγελο.

              «Ποιος άλλος άραγε πεθαίνει και έχει συνάμα μια ένα τόσο όμορφο τοπίο, ε; Ποιος;» ρώτησε τον εαυτό του.

              Τέλος, σκέφτηκε όλους τους φίλους που είχε κάνει μέσα στα χρόνια, την οικογένεια που γνώρισε, αλλά και αυτή που δημιούργησε. Οι περισσότεροι, αν όχι όλοι, ήταν νεκροί μέχρι τώρα. Όμως αυτό δεν τον έκανε να πτοηθεί.

            «Έρχομαι να σας συναντήσω…» ψιθύρισε σε έναν ανύπαρκτο ακροατή. Έσκυψε το κεφάλι του πάνω στον Όλεθρο για να το ξεκουράσει και σιγά σιγά, έκλισε τα μάτια του από την κούραση και την απώλεια αίματος για μια τελευταία φορά. Έτσι λοιπόν έχασε τη μάχη για τη  ζωή ο Αίηραν Φόρτεμ, το τελευταίος της γενιάς του και του ονόματος του, επιτρέποντας, παρά τη θέλησή του, να περάσει το όνομά του μόνο στην ανάμνηση ορισμένων, τερματίζοντας  έτσι την πορεία της αρχέγονης οικογένειάς του στο χρόνο.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

             Υπάρχουν πολλές παράμετροι που θα καθόριζαν το βάρος μιας ψυχής. Οι τύψεις του ατόμου για τις αμαρτίες του, οι σκέψεις που μπορεί να γυρόφερναν στο μυαλό του τις τελευταίες στιγμές αγωνίας. Υπάρχουν πολλές περιπτώσεις για πολλές διαφορετικές ψυχές. Η ψυχή του Αίηραν ήταν ελαφριά σαν πούπουλο όταν πέρασε στα χέρια μου και για αρκετές στιγμές θεώρησα πως μπορεί να έφευγε από τα χέρια μου. Δεν έγινε όμως αυτό. Πότε δεν είχε συμβεί και σε καμία περίπτωση δε θα συνέβαινε σήμερα. Τις υπόλοιπες ψυχές τις ανέλαβαν οι Βαλκυρίες. Εγώ είχα έρθει για αυτόν. Έτσι, τοποθέτησα την ψυχή του στο Φανάρι μου, πήρα τη μορφή σκιάς και ξεκίνησα το δικό μου δρόμο για τη Νήσο των Ψυχών. Το σπίτι μου.

               Ναι, νησί. Πολλοί θα θεωρούν την κατοικία μου το χώμα, ή μια υπόγεια σπηλιά. Κάτι τέτοιο είναι για τους νεκρούς, όντως. Όμως όχι για μένα. Είναι ένα νησί, και μάλιστα ένα πολύ φωτεινό, στο κέντρο του ωκεανού, περιτριγυρισμένο φυσικά από την Ομίχλη, για να μη μπορεί να φανεί ακόμα και από τα καλύτερα μέσα. Συγκεκριμένα ζω σε έναν πύργο στο κέντρο του νησιού. Είναι ένας θεόρατος πύργος, σμιλευμένος πάνω στο μαρμάρινο βουνό του νησιού. Μπήκα μέσα από το παράθυρο στην Αίθουσα των Αναμνήσεων. Εκεί είδα ότι έβλεπα κάθε μέρα που γυρνούσα στον Πύργο. Ένα πελώριο δωμάτιο, του οποίου το ταβάνι έφτανε σε ένα εκπληκτικά μεγάλο ύψος, που περιείχε πολλές στον αριθμό αυτόφωτες σφαίρες, σε μια ποικιλία χρωμάτων. Πήρα την ανθρώπινη μορφή μου και περπάτησα προς την Πύλη του Κάτω Κόσμου. Είναι θαρρώ προφανές πως είναι μια πύλη που οδηγεί στον Κάτω Κόσμο. Το μη προφανές είναι πως αυτή δεν ήταν κάποια πελώρια πόρτα, αλλά μια πύλη από καθαρή μαγεία και έμοιαζε με μια λεπτή στρώση νερού που αιωρούνταν. Διέκρινα μια μορφή δίπλα της. Ήξερα ήδη ποιος ήταν και φώναξα το όνομά του.

               «Χέρμοντ!»

               Εκείνος γύρισε έκπληκτος, πιθανότατα επειδή τον διέκοψα από τις σκέψεις του. Πριν μιλήσει γονάτισε μπροστά μου.

                «Άρχοντά μου. Γύρισες.»

             «Σήκω Χέρμοντ» είπα. Σηκώθηκε και στάθηκε στο ύψος μου και με κοίταξε με τα γκρίζα του μάτια. «Σου έχω κάτι ξεχωριστό σήμερα» είπα δίνοντάς του το Φανάρι. Έσμιξε τα φρύδια του παίρνοντας το από απορία.

             «Μόνο μία σήμερα, άρχοντά μου. Και ποιος ήταν τόσο σημαντικός για να πάτε αυτοπροσώπως να την συλλέξετε;» ρώτησε όμως γούρλωσε τα μάτια του από απορία όταν έδωσε μόνος την απάντηση στην ερώτησή του.

                 «Αυτή ήταν του…» είπε αργόσυρτα, όμως δεν πρόλαβε αφού τον διέκοψα συμπληρώνοντάς τον.

              «Ναι. Αυτή ανήκει στον Αίηραν Φόρτεμ. Θέλω να τον πας στην οικογένειά του και τους φίλους του στα Ηλύσια Πεδία. Έχει περάσει αρκετά τις τελευταίες μέρες, δίχως να αναφέρω τα υπόλοιπα γεγονότα της ζωής του, που ήδη ξέρεις τόσο καλά όσο εγώ. Του αξίζει η τοποθεσία.»

            «Όντως άρχοντά μου. Και μάλιστα, θα φροντίσω για την επιθυμία σου.» είπε και με μια βαθιά υπόκλιση, γύρισε την πλάτη του σε μένα και πέρασε μέσα από την Πύλη. Έτσι έμεινα  μόνος μέσα στο Δωμάτιο. Πήρα μια βαθιά ανάσα και κατευθύνθηκα προς το κέντρο του Δωματίου, όπου βρισκόταν άλλη μια σφαίρα, ίδια σε μέγεθος και σχήμα με τις υπόλοιπες στους τοίχους, να αιωρείται. Όπως οι αδελφές της, ήταν μια σφαίρα η οποία αποθήκευε κατ’ εντολή μου τα λεγόμενά μου ή, σε συγκεκριμένες περιπτώσεις όπως τώρα, τις σκέψεις μου. Πήγα από πάνω της, ακούμπησα την παλάμη μου πάνω σε αυτή και ξεκίνησα να μιλάω.

               «Είμαι ο Θάνατος. Ο καταστροφέας των κόσμων. Όμως η σημερινή μέρα είναι μία από τις πολλές όπου ήμουν, είμαι και θα είμαι υπεύθυνος για τη διατήρηση της μνήμης τους.» Έκανα μια σύντομη παύση. Κοίταξα προς την άλλη πλευρά του δωματίου, σε ένα σκοτεινό μέρος, το οποίο λίγοι μπορούσαν να δουν. Εκεί είδα μια κλεψύδρα και παρατήρησα με μια κουρασμένη, αλλά υπομονετική ματιά να πέφτουν οι κόκκοι της άμμου από το επάνω μέρος στο κάτω και έπειτα κοίταξα πόσοι λίγοι είχαν μείνει στο πάνω μέρος, σε σύγκριση με τους πάρα πολλούς στο κάτω μέρος.

             «Τουλάχιστον για όσο χρόνο μου απομένει…» συμπλήρωσα ψιθυρίζοντας.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

ΤΕΛΟΣ ΜΕΡΟΥΣ ΄Γ

ΤΕΛΟΣ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ Ά

Link to comment
Share on other sites

  • Φάντασμα changed the title to Τα Χρονικά του Θανάτου (Τρίτο μέρος)

Join the conversation

You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.

Guest
Reply to this topic...

×   Pasted as rich text.   Paste as plain text instead

  Only 75 emoji are allowed.

×   Your link has been automatically embedded.   Display as a link instead

×   Your previous content has been restored.   Clear editor

×   You cannot paste images directly. Upload or insert images from URL.

Loading...
×
×
  • Create New...

Important Information

You agree to the Terms of Use, Privacy Policy and Guidelines. We have placed cookies on your device to help make this website better. You can adjust your cookie settings, otherwise we'll assume you're okay to continue..