Jump to content
Ο σχολιασμός και η ψηφοφορία για τον 61ο Γενικό Διαγωνισμό Σύντομης Ιστορίας βρίσκεται σε εξέλιξη. Κάντε κλικ εδώ για να μάθετε περισσότερα. ×

Write off #92 (Roubiliana vs elgalla vs Cassandra Gotha vs xrusaki)


Ιρμάντα

Ποια είναι η αγαπημένη σου ιστορία;  

11 members have voted

  1. 1. Η αγαπημένη μου ιστορία είναι:

    • Η Τελευταία Έξοδος - Cassandra Gotha
    • ΕΚΕΙ ΟΠΟΥ ΓΕΝΝΙΟΥΝΤΑΙ ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ - Roubiliana
      0
    • Ο Μικρός ταξιδευτής - xrusaki
      0
    • Ο Κήπος στο Κέντρο του Ονειρέματος - elgalla

This poll is closed to new votes

  • Please sign in or register to vote in this poll.
  • Poll closed on 08/27/2019 at 06:43 AM

Recommended Posts

Λοιπόν, 1067 λέξεις. Ας κάνει και κάποιος την αρχή. 

Spoiler

ΕΚΕΙ ΟΠΟΥ ΓΕΝΝΙΟΥΝΤΑΙ ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ

 «Είχε ήδη νυχτώσει όταν μπήκα στον Κήπο, αλλά πάλι χρειάστηκε να περιμένω. Το φεγγάρι ανέβαινε αργά, θυμάμαι, κάθισα με την πλάτη στη βελανιδιά και κοιτούσα. Ο Κήπος ήταν γεμάτος με όλων των ειδών τις μυρωδιές. Ένα σύμπλεγμα από δρομάκια στρωμένα με άσπρο χαλίκι οδηγούσε στο κέντρο του με τα σιντριβάνια. Την ημέρα η πριγκίπισσα έπινε τσάι δίπλα στα σιντριβάνια, μαζί με τις δούλες της. Τη νύχτα καθόταν στο παράθυρό της, ελπίζοντας να περάσει από κάτω της το Περιπλανώμενο Λουλούδι. Μα δεν θα το έβλεπε. Δεν πήγαινε ο νους της τι ήταν, εγώ όμως ήξερα. Δεν έψαξα στον Κήπο, απλώς καθόμουν και το περίμενα. Το Λουλούδι δεν το βρίσκεις, σε βρίσκει, μου είχαν πει. Κάποτε, όταν το φεγγάρι είχε σηκωθεί ψηλά στο στερέωμα, άκουσα ένα απαλό χαρχάλεμα στο μονοπάτι με τα χαλίκια. Ένα σύρσιμο σαν να βάδιζαν πάνω εκεί μικροσκοπικά, νεραϊδίσια πόδια. Με κατέκλυσε μια μυρωδιά, τέτοια που δεν είχα ξανανιώσει. Και που, συνάμα, έκλεινε μέσα της όλα τα ομορφότερα και πιο γνώριμα πράγματα της ζωής μου. Έκλεισα λίγο τα μάτια μου κι όταν τα ξανάνοιξα, το είδα: τη γέρικη χελώνα με τα σοφά, θαμπά της μάτια, με το μεγάλο σαν βράχο καύκαλό της όπου απάνω του φύτρωνε το Λουλούδι. Το Περιπλανώμενο Λουλούδι, που ήταν σπάνιο όχι γιατί, όπως νόμιζε ο κόσμος, μπορούσε να μετακινείται. Αλλά γιατί φύτρωνε μονάχα πάνω στο καύκαλο εκατόχρονης χελώνας. Και η χελώνα το έπαιρνε μαζί της, όπου πήγαινε.»

 

«Και μετά;» ρώτησε ο τυφλός μετά από μια στιγμή.

 

«Τι και μετά; Δεν θυμάμαι άλλα.»

 

«Αυτό έχεις μονάχα δηλαδή; Για αυτό με ξεσήκωσες;» Ο νεαρός ένιωσε να τον κατακλύζει μαύρος τρόμος. Αλίμονο, τι τον περίμενε τώρα; Ξεροκατάπιε, νιώθοντας το στόμα του φαρμάκι από την αγωνία. Στο μεταξύ, ο τυφλός άντρας σήκωσε το χέρι του με την άδεια κούπα και μια σκλάβα έσπευσε να του τη γεμίσει ξανά. Ήπιε λίγο, βολεύτηκε καλύτερα στα μαξιλάρια του. Φαινόταν να σκέφτεται πώς θα έπρεπε να του μιλήσει. «Ξέρεις, αγόρι μου, ποιο είναι το θέμα» είπε κάποτε, τραβώντας το ένα του πόδι από την άλλη σκλάβα που του έκοβε τα ποδόνυχα, και απλώνοντας στα μαλακά της χέρια το άλλο. «Τα όνειρα που μου πουλάς μου αρέσουν όλο και λιγότερο. Στερεύεις μου φαίνεται. Δεν ξέρω αν πρέπει να συνεχίσω να σε συντηρώ, τη στιγμή που εκεί έξω έχει παλικάρια με όνειρα δέκα φορές πιο λαμπρά.»

«Λυπάμαι, αφέντη», ψιθύρισε, «την επόμενη φορά θα σου έχω ένα όνειρο που όμοιο του δεν έχεις ξανακούσει».

«Αν συνεχίσεις έτσι, δε θα υπάρξουν πολλές επόμενες φορές ακόμα», είπε ο γέρος και διέταξε να του φέρουν το μαντηλάκι με το αιθέριο έλαιο λεβάντας, σημάδι ότι είχε συγχυστεί και ήθελε να χαλαρώσει.

Χολωμένος, ο νεαρός άντρας βγήκε από την έπαυλη και διέσχισε το μονοπάτι από άσπρο χαλίκι του ροδόκηπου. Μέσα από μια θαμνώδη τριανταφυλλιά διέκρινε ένα καύκαλο χελώνας. Μάλιστα, αυτή η έμπνευση δεν είχε πάει και πολύ καλά.

Οι σκλάβοι τού άνοιξαν την πόρτα του κήπου και σύντομα βρέθηκε στους δρόμους της Άνω Συνοικίας, στρωμένοι με λευκό μάρμαρο και αστραφτεροί. Από τους ψηλούς τοίχους των επαύλεων ερχόντουσαν αρώματα από τριαντάφυλλα και άνθη πορτοκαλιάς, τιτιβίσματα πουλιών και κάπου κάπου γελαστές φωνές. Είχε όλες τις αισθήσεις του σε επιφυλακή, να συλλάβει την επόμενη ιστορία.

Πράγματι, παραμυθάδες υπήρχαν πολλοί στην πόλη και κάποιοι μάλιστα είχαν αποκτήσει μεγάλη φήμη. Ισχυρίζονταν ότι τις ιστορίες τις έβλεπαν στα όνειρα της, δίνοντας τους έτσι μια μεταφυσική αύρα. Ακολούθησε κι εκείνος το παράδειγμα τους και το ψέμα τους. Οτιδήποτε για να επιβιώσει.

Ωστόσο οι άλλοι παραμυθάδες, οι άλλοι ονειρευτές, δεν είχαν να αντιμετωπίσουν τις δικές του δυσκολίες. Να μπορέσει μέσα από τα λόγια του ο γέρος να δει όσα δε μπορούσαν τα τυφλά του μάτια, να ταξιδέψει εκεί όπου δε μπορούσε λόγω ηλικίας και αναπηρίας. Γι’ αυτό του προσέφερε ο αφέντης του μια στέγη και φαγητό και ακριβά ρούχα. Γι’ αυτό τον είχε βγάλει από τον βούρκο του λιμανιού και τον είχε ανεβάσει στην Άνω Συνοικία.

Θολωμένος από την τυραννία μιας έμπνευσης που δεν ερχόταν, ούτε που κατάλαβε πότε τα πόδια του δεν περπατούσαν πια πάνω σε μάρμαρο αλλά σε πέτρα. Είχε φθάσει στην εμπορική συνοικία, εκεί που βρίσκονταν τα περισσότερα καταστήματα, εκεί που ζούσαν και οι περισσότεροι ελεύθεροι επαγγελματίες, γιατροί, δικηγόροι, γραφιάδες. Εκεί κάτι θα έβρισκε. Την περασμένη βδομάδα δεν είχε δει εκείνο το εξωτικό πουλί σε μια βιτρίνα και έφτιαξε για χάρη του το παραμύθι με τον θλιμμένο Αυτοκράτορα; Κι όμως, αυτή τη φορά, όσο και να προσπαθούσε, το μυαλό του παρέμενε κενό, η ψυχή του στείρα.

Οι πέτρινοι δρόμοι αντικαταστάθηκαν από χώμα και λάσπη και κατέληξαν στο λιμάνι, εκεί που, μικρό αγόρι, τριγυρνούσε ξυπόλητο και προσπαθούσε να κλέψει λίγο φαγητό από τους πλανόδιους πωλητές. Ένα πλούσιο γεύμα τον περίμενε σίγουρα στο σπίτι του γέρου χορηγού του. Προτίμησε να αγοράσει λίγο παστό ψάρι από έναν πλανόδιο. Κάθισε σε μια γωνία στην προβλήτα κι άρχισε να μασουλάει. Η γεύση του μπακαλιάρου έσμιξε με τη μυρωδιά από τα απόνερα του λιμανιού, τον γέμισε αναμνήσεις. Πιο πέρα μερικοί ναύτες κουβαλούσαν βαρέλια με μουρουνέλαιο και τα ανέβαζαν στο πλοίο τους, ένα ετοιμόρροπο σκαρί.

Στο μυαλό του γεννήθηκαν ιστορίες για μακρινά ταξίδια και άγνωστους τόπους, κάπου στον Βορρά ίσως, εκεί που οι άνθρωποι τρώνε σούπα με μουρουνέλαιο για πρωινό και πολεμάνε λευκές αρκούδες σα πέφτει η νύχτα. Θα μπορούσε να πει μια τέτοια ιστορία στον γέρο, αλλά θα έχανε την ουσία της, θα ξέφτιζε, όσο θα την μετέφερε από το λιμάνι προς την Άνω Συνοικία. Θα της έλειπε το αλάτι και τα σαπισμένα ψαροκόκαλα για να νοστιμέψει. Σηκώθηκε και προχώρησε δυτικά.

Η δυσωδία της φτωχής Κάτω Συνοικίας τον παρέσυρε σα μαγνήτης. Εκεί το φαγητό ποτέ δεν ήταν αρκετό και το καθαρό νερό πολυτέλεια. Άραγε θα τον αναγνώριζε κανένας παλιός γνωστός, έτσι ντυμένος στα λευκά όπως ήταν, καλοχτενισμένος και καθαρός; Πολλοί στάθηκαν να περιεργαστούν τον άγνωστο άρχοντα αλλά κανένας δε φάνηκε να τον αναγνωρίζει.

Στο τέλος της Συνοικίας ξεκινούσε η περιοχή με τα πορνεία. Όχι σαν αυτά που κρύβονταν στους πίσω δρόμους της Εμπορικής Συνοικίας, με τις βελούδινες κουρτίνες και τα όμορφα κορίτσια. Όχι, αυτά εδώ στεγάζονταν σε ετοιμόρροπες καλύβες και προσέφεραν εξαθλιωμένα κορίτσια πάνω σε βρώμικες κουβέρτες.

Οι πόρνες, μόλις τον είδαν, έτσι καλοντυμένο, με τον αέρα της Άνω Συνοικίας, έπεσαν επάνω του και άρχισαν τις προσφορές. Μια δεκάρα, δύο δεκάρες. Πόσο άξιζε άραγε το ανθρώπινο σώμα; Πόσο άξιζε η αξιοπρέπεια; Πόσο άξιζε ο ίδιος και πόσο τα όνειρά του;

Από μια πόρτα βγήκε ο «σουβλιστής». Αυτό το παρατσούκλι του είχαν δώσει εκείνος και οι φίλοι του όταν μικρά χαμίνια γυρνούσαν στη γειτονιά. Τον είχαν δει να πλένει τις μεγάλες βελόνες του στη θάλασσα. Αργότερα έμαθε ότι μ’ αυτές φρόντιζε να βγουν από τις κοιλιές των κοριτσιών τα περιττά μωρά. Ερχόταν μια φορά το μήνα κι εκείνη τη μέρα η θάλασσα μπροστά από τα πορνεία γέμιζε αίμα και νεκρά έμβρυα. Τόσες ιστορίες που δε θα έφθαναν ποτέ στα αυτιά του γέρου. Θα τις εμπόδιζε το μαντηλάκι με τη λεβάντα. Τα αρωματισμένα μαντηλάκια δεν ταιριάζουν με τα πορνεία του λιμανιού.

Προχώρησε κι άλλο, μέχρι το σημείο που ο μεγάλος αγωγός ξερνούσε τα λήμματα της Άνω Συνοικίας στη θάλασσα. Κι εκεί, μπροστά στον βούρκο, μπόρεσε επιτέλους να ανασάνει, να ανοίξει την ψυχή του και να υποδεχτεί χιλιάδες ιστορίες. Να πλημμυρίσει από λέξεις που δε θα άρεσαν ποτέ στον γέρο, ούτε στους πλούσιους φίλους του, λέξεις που κανείς δε θα τον πλήρωνε για να τις ακούσει. Και μέσα από τα βρομόνερα, σα να ξεπρόβαλαν χέρια, αυτά των πιθανών ηρώων του, να του γνέφουν, να τον παρακαλούν. Διάλεξε εμένα, σα να του έλεγαν, διάλεξε εμένα. 

Κι εκείνος, ο Δημιουργός, διάλεξε. Μια φιγούρα άρχισε να αναδύεται από τη λάσπη. Το κορίτσι του βούρκου δε θα ήταν πριγκίπισσα ούτε εταίρα κάποιου βασιλιά. Μήπως να την έκανε κόρη ψαρά; Ή τυχοδιώκτη; Ή ναύτη που χάθηκε πρόωρα στη θάλασσα; Τι να θέλει από τη ζωή της; Ποια είναι τα όνειρά της; Να παντρευτεί και να γίνει μητέρα; Όχι, βαρετό. Να ταξιδέψει στον κόσμο; Τώρα κάτι γίνεται. Και πώς θα καταφέρει ένα φτωχό κορίτσι να πραγματοποιήσει τα όνειρα του;

Άπειρες επιλογές απλώνονταν μπροστά του και κάθε φορά που επέλεγε ένα μονοπάτι και απέκλειε άλλα, η μορφή πλησίαζε περισσότερο στην ακτή. Η λάσπη που την αποτελούσε παλλόταν συνέχεια, άλλαζε ανάλογα με τις αποφάσεις του. Άλλοτε έφτιαχνε μια ψηλή κοπέλα, άλλοτε μια κοντή. Να ήταν όμορφή ή άσχημη; Κι αν είχε κάποια αναπηρία που θα την έκανε ξεχωριστή;

Η κοπέλα έφτασε πια στην ακτή και στάθηκε μπροστά του. Ήρθε η ώρα να βρει ένα όνομα στην ηρωίδα του. Ένα όνομα ξεχωριστό, μήπως; Όχι, αυτά τα φυλούσε για τις πριγκίπισσες. Η κόρη του ψαρά θα είχε συνηθισμένο όνομα.

«Θα σε λέω Γιούρι».

Η Γιούρι του άπλωσε το χέρι κι εκείνος το έπιασε απαλά και το έφερε στα χείλη του, εμφυσώντας μέσα της αυτό που κανένας δε θα μπορούσε ποτέ να αγοράσει κι ούτε εκείνος να πουλήσει. Ένα κομμάτι από την ψυχή του.

 

  • Like 3
Link to comment
Share on other sites

Ελλη, όπως σου βγαίνει, αν σου βγαίνει. Εδώ θα είμαστε και σε κάθε περίπτωση θα χαρούμε τα σχόλιά σου 😁

  • Like 2
Link to comment
Share on other sites

Έλα μέσα και μην ανησυχείς, πάντα σε εμάς φαίνεται χειρότερο το έργο μας απο ό,τι το βρίσκουν οι άλλοι. 

 

  • Like 2
Link to comment
Share on other sites

Δεν υπάρχει πρόβλημα, απλά κολλάω στο γεγονός ότι η εισαγωγή της ιστορίας δεν είναι δική μας. Αν εσύ που έγραψες την εισαγωγή δεν έχεις θέμα...

  • Like 1
Link to comment
Share on other sites

Στο write off ανεβάζουμε στη βιβλιοθήκη γενικά. Βολεύει περισσότερο. Μόνο τα φλασάκια είναι στο ίδιο τόπικ.

  • Like 2
Link to comment
Share on other sites

Έτσι κάνουμε στα παιχνίδια συνήθως και ας έχουν ξ'ενες εισαγωγές.

Μπορεί έτσι να τις δει και πιο πολύς κόσμος.

  • Like 2
Link to comment
Share on other sites

οκ το ανάρτησα. Αν έκανα κάτι λάθος, μου το λέτε. 

 

Edited by Roubiliana
  • Like 4
Link to comment
Share on other sites

Just now, Ιρμάντα said:

Παιδιά μήπως να ανεβάζατε στη βιβλιοθήκη;

Ώπα, το ξέχασα! Διορθώνω το ποστ (βάζω λινκ στη βιβλιοθήκη). :yessir:

  • Like 2
Link to comment
Share on other sites

Μου άρεσε το θέμα και μου βγήκε κάτι. Βέβαια το είδα χτες. Αυριο είναι Δεκαπενταύγουστος. Σε λίγο θα πάω για μπάνιο. Δεν πρόλαβα να το δουλέψω άλλο. Θέλει δουλίτσα στις περιγραφές. 

Spoiler

                                    << Ο Μικρός ταξιδευτής>>

Είχε ήδη νυχτώσει όταν μπήκα στον Κήπο, αλλά πάλι χρειάστηκε να περιμένω. Το φεγγάρι ανέβαινε αργά, θυμάμαι, κάθισα με την πλάτη στη βελανιδιά και κοιτούσα. Ο Κήπος ήταν γεμάτος με όλων των ειδών τις μυρωδιές. Ένα σύμπλεγμα από δρομάκια στρωμένα με άσπρο χαλίκι οδηγούσε στο κέντρο του με τα σιντριβάνια. Την ημέρα η πριγκίπισσα έπινε τσάι δίπλα στα σιντριβάνια, μαζί με τις δούλες της. Τη νύχτα καθόταν στο παράθυρό της, ελπίζοντας να περάσει από κάτω της το Περιπλανώμενο Λουλούδι. Μα δεν θα το έβλεπε. Δεν πήγαινε ο νους της τι ήταν, εγώ όμως ήξερα. Δεν έψαξα στον Κήπο, απλώς καθόμουν και το περίμενα. Το Λουλούδι δεν το βρίσκεις, σε βρίσκει, μου είχαν πει. Κάποτε, όταν το φεγγάρι είχε σηκωθεί ψηλά στο στερέωμα, άκουσα ένα απαλό χαρχάλεμα στο μονοπάτι με τα χαλίκια. Ένα σύρσιμο σαν να βάδιζαν πάνω εκεί μικροσκοπικά, νεραϊδίσια πόδια. Με κατέκλυσε μια μυρωδιά, τέτοια που δεν είχα ξανανιώσει. Και που, συνάμα, έκλεινε μέσα της όλα τα ομορφότερα και πιο γνώριμα πράγματα της ζωής μου. Έκλεισα λίγο τα μάτια μου κι όταν τα ξανάνοιξα, το είδα: τη γέρικη χελώνα με τα σοφά, θαμπά της μάτια, με το μεγάλο σαν βράχο καύκαλό της όπου απάνω του φύτρωνε το Λουλούδι. Το Περιπλανώμενο Λουλούδι, που ήταν σπάνιο όχι γιατί, όπως νόμιζε ο κόσμος, μπορούσε να μετακινείται. Αλλά γιατί φύτρωνε μονάχα πάνω στο καύκαλο εκατόχρονης χελώνας. Και η χελώνα το έπαιρνε μαζί της, όπου πήγαινε.»

«Και μετά;» ρώτησε ο τυφλός μετά από μια στιγμή.

«Τι και μετά; Δεν θυμάμαι άλλα.»

«Αυτό έχεις μονάχα δηλαδή; Για αυτό με ξεσήκωσες;»

Ο νεαρός ένιωσε να τον κατακλύζει μαύρος τρόμος. Αλίμονο, τι τον περίμενε τώρα; Ξεροκατάπιε, νιώθοντας το στόμα του φαρμάκι από την αγωνία.

Στο μεταξύ, ο τυφλός άντρας σήκωσε το χέρι του με την άδεια κούπα και μια σκλάβα έσπευσε να του τη γεμίσει ξανά. Ήπιε λίγο, βολεύτηκε καλύτερα στα μαξιλάρια του. Φαινόταν να σκέφτεται πώς θα έπρεπε να του μιλήσει. «Ξέρεις, αγόρι μου, ποιο είναι το θέμα» είπε κάποτε, τραβώντας το ένα του πόδι από την άλλη σκλάβα που του έκοβε τα ποδόνυχα, και απλώνοντας στα μαλακά της χέρια το άλλο. «Τα όνειρα που μου πουλάς μου αρέσουν όλο και λιγότερο. Στερεύεις μου φαίνεται. Δεν ξέρω αν πρέπει να συνεχίσω να σε συντηρώ, τη στιγμή που εκεί έξω έχει παλικάρια με όνειρα δέκα φορές πιο λαμπρά.»

 

 

Ο νεαρός άντρας τον κοίταξε απορημένος, μισοχαμογελώντας . Αναγνώριζε το παιχνίδι που του έπαιζε ο τυφλός γέρος μάγος. Και δεν είχε σκοπό να τον αφήσει να τον ξεγελάσει. Ήδη όσα του είχε πει ήταν αρκετά πολύτιμα στοιχεία αναφορικά με  το <<Περιπλανώμενο Λουλούδι>>. Σίγουρα δεν επαρκούσαν προκείμενου ο μάγος να ξεφορτωθεί τον νεαρό άντρα και να προσπαθήσει να το αποκτήσει μόνος του. Χρησιμοποιώντας τις σκοτεινές του δυνάμεις . Όλες οι υπηρέτριες και οι μαγείρισσες στο παλάτι του τον διαβεβαίωναν ότι ο γέρος έχασε την όραση του ασκώντας μαύρη μαγεία. Τον άκουγαν κάθε βράδυ από το κλειστό του εργαστήριο, όπου δεν έμπαινε κανείς παρά μόνο ο ίδιος να ψάλλει σε μια παλιά αρχέγονη γλώσσα και κάθε φορά έβλεπαν όλο και πιο περίεργα σύμβολα , που ονομάζονταν ρουνοί να είναι χαραγμένα στα χέρια του μάγου και στο λαιμό του.  Αντίθετα με τους άλλους ανθρώπους τα σημάδια σβήνονταν από μόνα τους ως το βράδυ και στη θέση τους εμφανίζονταν άλλα. Ανάλογα με το ξόρκι που κάθε νύχτα επέλεγε να επικαλεστεί ο άντρας.

Ο νεαρός που το όνομα του ήταν Ποντρ , τον φοβόταν , εάν και δεν ήθελε σε καμία περίπτωση να του το αποκαλύψει. Παρότι ηλικιωμένος και τυφλός ο γέρος που κανείς δεν ήξερε πόσα χρόνια ζούσε στο παλάτι , ούτε το όνομά του. Αλλά όλοι τον φώναζαν αφέντη ήταν ψηλός, μεγαλόσωμος και γεροδεμένος. Οι μυς του ξεχώριζαν στα χέρια του, που παρόλο που τα στιγμάτιζαν ρυτίδες μπορούσαν να σφίξουν πολύ εύκολα και να σπάσουν έναν μικρό λαιμό. Σαν του Ποντρ. Ο Ποντρ ήταν ένα μάλλον ψηλό αγόρι αλλά το σώμα του δεν είχε ακόμη ούτε το σχηματισμό , ούτε τη δύναμη ενός άντρα. Ήταν αδύνατος σαν κλαράκι, με τα μακριά του χέρια να φτάνουν σχεδόν ως τα γόνατα του, μελαχρινός  και ένα μάλλον άχαρο παρουσιαστικό που θύμιζε μια ψηλή αράχνη.  Ακόμη και εάν δε γνώριζε για τα σκοτεινά του ξόρκια δεν είχε κανέναν λόγο να τον θυμώσει. Έτσι χρησιμοποίησε όλη την κολακεία που μπορούσε να επιστρατεύσει για να τον ηρεμήσει.

<<Αφέντη μου, για ποιο λόγο με στενοχωρείς ; Εγώ προσπαθώ πάντα να σε ευχαριστήσω. Σου  χρωστώ ευγνωμοσύνη που με εντόπισες με τη σοφία σου, ενώ ήμουν ένα φτωχό ορφανό που γύριζα στους δρόμους. Μη με εγκαταλείψεις σε παρακαλώ. Το ξέρεις ότι σε θεωρώ σαν πατέρα μου. Δε γνώρισα κανέναν άλλον.>> Είπε με όσο δυνατόν πιο χαμηλή και ταπεινωμένη φωνή. <<Ντρέπομαι αλλά αλήθεια δεν ονειρεύτηκα τίποτα άλλο που να μπορέσει να κατατοπίσει.>>

Το πρόσωπο του γέρου έφερε πλέον ένα σαρκαστικό μειδίαμα, γεμάτο κοροϊδία σαν να διασκέδαζε ολοφάνερα με τον πανικό που προκάλεσε στον νεαρό.

<Η ευγένεια σου είναι λίγο καλύτερη από την άσχημη φάτσα σου. Να δω πόσο ακόμη θα ανέχομαι να σε βλέπω. Και να σε συντηρώ τόσα χρόνια στο σπίτι μου. Τι να τα κάνω τα ωραία σου λόγια όταν αντί να δουλεύεις να βρεις αυτό που γνωρίζεις ότι είναι η δουλειά σου. Τρως και πίνεις ως αργά με τις δούλες; Εξαιτίας της τεμπελιάς σου δεν μπορείς να βρεις παραπάνω στοιχεία για το που βρίσκεται το περιπλανώμενο λουλούδι.  Σου δίνω μια μικρή ακόμη προθεσμία . Το πολύ έναν μήνα σου δίνω. Εάν δε βρεις το όνομα του βασιλείου και την πριγκίπισσας που ανέφερες στο όνειρό σου, θα σε πετάξω όπως σε μάζεψα. Και θα εκπαιδεύσω ένα πιο υπάκουο αγόρι στη θέση σου. Που δε θα τρώει τον χρόνο μου άσκοπα. Τσακίσου τώρα.>>

 

Ο Ποντρ πράγματι τσακίστηκε να εξαφανιστεί από την κάμαρα. Η πικρή του πείρα από τον θυμό του γέρου τον είχε διδάξει πως έπρεπε να εφευρίσκει με προσοχή ποιο ψέμα θα έλεγε για να προστατευτεί . Με μια ανάσα βγήκε τρέχοντας από τον μακρύ διάδρομο προσπέρασε τους γεροδεμένους φρουρούς που τον κοιτούσαν καχύποπτα. Γκρεμίστηκε και κουτρουβάλησε στη σκάλα για το μαγειρείο. Εκεί οι δούλες με επικεφαλής την αρχιμαγείρισσα καθάριζαν τις αγριόχηνες που θα αποτελούσαν το σημερινό γεύμα. Βρήκε τη μικρή πόρτα που έφευγαν οι υπηρέτριες από το παλάτι για να ψωνίσουν και όρμησε με όλη τη δύναμη που του είχε απομείνει.  Λίγο πέρα από τον απέραντο αγροκήπιο του παλατιού τα χοιροστάσια και τα κοτέτσια έτρεξε προς εκεί που έβλεπε το βουνό. Που πήγαιναν για κυνήγι. Ανέβηκε τον ανηφορικό δρόμο και όταν έφτασε στη μέση περίπου του βουνού μέσα στην πυκνή βλάστηση ένιωσε επιτέλους ασφαλής.

Κοίταξε γύρω του και ξάπλωσε στον κορμό μιας μεγάλης καστανιάς με βαθύ ίσκιο. Κούρνιασε και αποκοιμήθηκε ώσπου  πίστεψε ότι είχε γίνει ένα με το δέντρο. Τα πόδια του έφταναν ως τις ρίζες του δέντρο βαθιά στο έδαφος .  Τα χέρια του είχαν γίνει τα κλαδιά. Τα έδερνε ο αέρας . Και το πνεύμα του ταξίδεψε σαν πουλί μέσα από τα δέντρα, πέρασε από παραλίες εξωτικές με φοίνικες, από δάση με καστανιές και πεύκα και δέντρα με πλούσιους καρπούς και έφτασε ανάλαφρος στον κήπο που έψαχνε.  Και βγήκε μέσα από τον κορμό της μεγάλης βελανιδιάς, κάθισε με την πλάτη του να γδέρνεται από τον κορμό της και το πνεύμα του έκανε μια βόλτα μέσα στον κήπο, ανάμεσα στα σιντριβάνια , τα αιωνόβια δέντρα και τους θάμνους με τα λουλούδια. Έψαξε αρχικά ήρεμα και μετά με ανησυχία. Που κρύφτηκε η χελώνα; Που πήγε να αποκοιμηθεί  με το πολύτιμό λουλούδι; Σήμερα βρήκε που παιζόταν η ζωή του από όλη την ιστορία;

Και τότε κατάλαβε ότι κάτι δεν πήγαινε καλά. Κάπου υπήρχε παγίδα και έτρεξε αθόρυβα ψάχνοντας στον κήπο και σε μια γωνιά βρήκε την πριγκίπισσα να κάθεται με τις δούλες της και να πίνει κρασί κάτω από ένα δέντρο. Στην αγκαλιά της κρύβονταν η χελώνα, κούρνιαζε ήρεμα με το άνθος του λουλουδιού κλειστό στο κέλυφος της. Κάτω από τα πέπλα του σμαραγδοπράσινου της φορέματος. Η γυναίκα ήταν μικρόσωμη , μελαχρινή με μαύρα κυματιστά μαλλιά που έπεφταν στους ώμους της. Στο λαιμό της φόραγε ένα βαρύ κόσμημα από σμαράγδια και ρουμπίνια.  Μόλις τον αντίκρισε είχε ένα βλέμμα αυταρέσκειας και χαράς σαν να ανακάλυψε ένα πολύτιμο θησαυρό.

<< Καλώς τον ταξιδευτή. Έχω πολλά χρόνια να δω κάποιον του είδους σου. Όταν ζούσε ακόμη ο παππούς μου θυμάμαι  είχαμε τουλάχιστον δύο τρεις υπηρέτες του είδους σου. Κάνετε εξαιρετικούς κατασκόπους. Αρκεί βέβαια να ελέγχεται που πηγαίνετε με τα όνειρά σας>> Γέλασε σαρκαστικά αποκαλύπτοντας τα λευκά της δόντια.

Ο Ποντρ ανατρίχιασε . <<Τι απέγιναν?>>

< <Ο τελευταίος από όσο ξέρω ταξίδεψε καταλάθος σε μια ζούγκλα και τον έφαγε μια τίγρης>>

<<Δεν είναι τόσο αστείο όσο το παρουσιάζεις.>>

<< Ναι, το γνωρίζω. Αυτός είναι ο λόγος που παρόλο που το είδος σου είναι πολύτιμοι υπηρέτες . Διστάζουμε να εκπαιδεύσουμε καινούριους. Βέβαια ο μάγος που σε έστειλε είναι αδίστακτος. Δεν έχει τέτοιους ηθικούς ενδοιασμούς.  Λοιπόν για να μην μακρηγορώ. Είναι ώρα να διαλέξεις πλευρά. Σε θέλω εδώ μαζί μου για να νιώθω ασφαλής και εγώ και το αγαπημένο μου κατοικίδιο, η φίλη μας η χελώνα.  >>

<<Γιατί να προδώσω τον ευεργέτη μου για εσένα; Δεν ξέρω καν που είσαι.>>

<< Γιατί ο ευεργέτης σου σκοπεύει να σε σκοτώσει ,εάν δε γίνεις λίγο πιο συνεργάσιμος. Το γνωρίζεις αυτό. Επιπλέον εγώ θα σου εξασφαλίσω μια πλούσια ζωή, εάν έρθεις μαζί μου. Δεν υποτιμώ τη δουλειά σου. Σε σέβομαι>>

Τα μάτια του Ποντρ άστραψαν.

<< Πώς μπορώ να σε βρω  τότε;>>

<< Πήγαινε στο καπηλειό του γέρου Τζο στην πόλη σου. Το ξέρεις;>>

<<Βέβαια , σε περιμένει ένα πουγκί με χρυσάφι εκεί. Και μια άμαξα. Θα φτάσεις στον προορισμό σου σε δυο μέρες ταξίδι. Δεν πρόκειται να συναντήσεις ούτε εμένα , ούτε το λουλούδι. Θα σε αναλάβει  μια ομάδα από μοναχούς προκειμένου να σε εκπαιδεύσουν ώστε να μου γίνεις ένας χρήσιμος κατάσκοπος. Σύμφωνοι;>>

<<Σύμφωνοι, θα πάω στο καπηλειό του γέρου. Και εάν είναι γενναιόδωρη η προσφορά σου θα έρθω>>

<<Καλά θα κάνεις. Μου αρέσει να κρατάω όσους μπορούν να γίνουν εχθροί μου κοντά μου.>>

 

…………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………….

Δύο μέρες μετά ξαπλωμένος  και σχεδόν κοιμισμένος μέσα σε μια αρκετά πολυτελή άμαξα ο Ποντρ ένιωσε την άμαξα να σταματάει επιτέλους μπροστά σε έναν μεγάλο ναό. Ένας γέρος μικρόσωμος άντρας άνοιξε την πόρτα. Το κεφάλι του ήταν ξυρισμένο και κρατούσε ένα περίτεχνο ξύλινο ραβδί.

<< Αλήθεια τώρα; Για να κοιμηθείς σε έστειλαν εδώ; Ξύπνα πιτσιρίκο, σε περιμένει δουλειά.>>

<< Τι; Μόλις έφτασα;>>

 

  • Like 4
Link to comment
Share on other sites

Από την μία αυτό που παλεύω, ενώ είναι κοντά στο τέλος, δεν μου αρέσει. Φαίνεται αρκετά βεβιασμένο. Από την άλλη, βλέπω αρκετές συμμετοχές. Θα το παλέψω ακόμα λίγο αλλά δεν νομίζω να ικανοποιηθώ από το αποτέλεσμα.

@Ιρμάντα , πάντως, θα ήθελα πολύ να διαβάσω και την συνέχεια της εισαγωγής από εσένα. Νομίζω ότι είναι τόσο εσύ που θα διαβάζαμε κάτι πολύ καλό.

  • Like 3
Link to comment
Share on other sites

Αγαπημένη δασκάλα, μπορούμε να δώσουμε και την Παρασκευή; Είχα τρεχάματα με το ΙΚΑ και έμεινα πίσω, αύριο δουλεύω πάρα τον δεκαπενταυγουστο. Πληζ; Υπόσχομαι θα τελειώσω, έχω γράψει πάνω από το μισό! 

  • Like 2
Link to comment
Share on other sites

Αφού έτσι κι αλλιώς εσείς πρωτομπήκατε στο παιχνίδι δεν μπορώ να πω όχι.... σοβαρά δουλεύουν άνθρωποι αύριο;

Edited by Ιρμάντα
  • Like 1
  • Sad 2
Link to comment
Share on other sites

Δυστυχώς δασκάλα μου, συμβαίνει και αυτό, από τουριστικά έως επαγγελματα υγείας, και από επισιτιστικά μέχρι εμπορικά σε τουριστικές περιοχές.

Αγαπητή πυργοδέσποινα ελπίζω να μην ήταν για λόγους υγείας η επίσκεψη στο ΙΚΑ αλλά γραφειοκρατική.

  • Like 2
Link to comment
Share on other sites

Εγώ ελπίζω, αφού το τραβήξαμε που το το τραβήξαμε, να συμμετέχουν και οι αναποφάσιστοι τελικά!

  • Like 2
Link to comment
Share on other sites

Εγώ τελείωσα, το βράδυ που θα γυρίσω απ' τη δουλειά θα το μαζέψω και θα το ανεβάσω. 

  • Like 4
Link to comment
Share on other sites

Μόλις μπήκα σπίτι. Ήταν μια δύσκολη μερα, αλλά είμαι αποφασισμένη. 

 

  • Like 3
Link to comment
Share on other sites

Αγαπητή Πυργοδέσποινα, θα σου κάνω παρέα. Δεν θα ολοκληρώσω μα΄λλον αλλά θα σε συντροφεύσω ως το νήμα του τερματισμού.

  • Like 2
  • Thanks 1
Link to comment
Share on other sites

Εγώ είμαι σε συναυλία των λοκομοντο αλλά η ψυχή μου είναι μαζί σας Ω γενναίοι

  • Like 2
Link to comment
Share on other sites

Μπράβο Πυργοδέσποινα! Οποτε κάπου εδώ ολοκληρώνομε τη συγγραφή. εμένα η εισαγωγή μου έβγαλε όπως και την άλλη φορά μια μεγάλη ιστορία που δε χωράει στις λέξεις.

Καλή τύχη στους μετέχοντες.

  • Sad 3
Link to comment
Share on other sites

Ζήτησα και poll. Καλή επιτυχία σε όλες. Ψηφίζουμε μέχρι την άλλη Κυριακή. 😉

  • Like 1
Link to comment
Share on other sites

Join the conversation

You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.

Guest
Reply to this topic...

×   Pasted as rich text.   Paste as plain text instead

  Only 75 emoji are allowed.

×   Your link has been automatically embedded.   Display as a link instead

×   Your previous content has been restored.   Clear editor

×   You cannot paste images directly. Upload or insert images from URL.

Loading...

×
×
  • Create New...

Important Information

You agree to the Terms of Use, Privacy Policy and Guidelines. We have placed cookies on your device to help make this website better. You can adjust your cookie settings, otherwise we'll assume you're okay to continue..