Jump to content

Επτά (Δεύτερο μέρος)


Recommended Posts

Όνομα Συγγραφέα: Αλέξης Αργύρης

Είδος: Επιστημονική φαντασία

Βία; Ναι

Σεξ; Όχι

Αριθμός Λέξεων:

Αυτοτελής; Οχι, 2ο μέρος

Σχόλια: Τα κεφάλαια 5-7. Το κείμενο σε italics είναι flashback. Οποιοδήποτε σχόλιο θα μου είναι πολύ χρήσιμο. Ευχαριστώ.

Η μηχανή χαλάρωσε το αγκάλιασμα της. Σημάδι πως η Καθαρότητα τελείωνε όπου να' ταν.

Η Επτά τρεμόπαιξε τα μάτια της. Έκανε ν' ανασηκωθεί. Ένα απρόσμενο τράβηγμα τράνταξε το χέρι της. Έχασε την ισορροπία της. Έπεσε πλάι. Γύρισε να δει. Το χέρι της, είχε πιαστεί μέσ' τη μηχανή. Πανικοβλήθηκε. Με το άλλο της χέρι προσπάθησε να ξεμπλοκάρει τον μηχανισμό. Όμως είχε μαγκώσει, δεν τα κατάφερνε να ελευθερωθεί. Μάταια τραβούσε σπασμωδικά από δω κι' από εκεί, χειρότερα τα έκανε. Στο τέλος, σωριάστηκε κάτω. Έμεινε εκεί, με το χέρι να κρέμεται απ’ την συσκευή σαν σπασμένη μαριονέτα. Το θέαμα θα ήταν θλιβερό, αν δεν ήταν τόσο παράλογο. Τα μάτια της πλημμύρισαν δάκρυα.

Πίσω, στο δωμάτιο, άναψε φως. Ήταν ο 7Δ82Χ11Ν252, είχε μόλις επιστρέψει. Είδε τι συνέβαινε και έτρεξε να βοηθήσει. Ο Δύο ήξερε να χειριστεί την μηχανή. Έσπρωξε ένα συγκεκριμένο σημείο και το χέρι της Επτά απελευθερώθηκε αμέσως. Όμως η Επτά δεν κουνήθηκε. Έμεινε εκεί που βρισκόταν, με το κεφάλι κατεβασμένο. Έκλαιγε. Κάτι πήγε να της πει ο Δύο, αλλά άλλαξε γνώμη. Στάθηκε για μια στιγμή από πάνω της και μετά έσκυψε και την αγκάλιασε, εκεί που βρισκόταν. Έμειναν για λίγο στο πάτωμα, κρατώντας ο ένας τον άλλο. Η στάση όμως ήταν άβολη, και για τους δύο. Τα αναφιλητά της Επτά πήραν να λιγοστεύουν. Μόλις ηρέμησε κάπως, ο Δύο την έπιασε απ’ το χέρι και την βοήθησε ν' ανασηκωθεί.

«Έλα πεταλουδίτσα μου», της είπε. «Έλα. Έχουμε αργήσει».

«Τι ώρα είναι;» ρώτησε η Επτά, ενώ ρουφούσε τη μύτη της.

«Αργά. Έλα».

Η Επτά στηρίχτηκε στον ώμο του Δύο και έκανε ένα βήμα.

«Ένα μου... Δεν ξέρω πώς έγινε. Πιάστηκα... Μου θύμισε...». Η φωνή της έσβησε και η φράση της έμεινε να κρέμεται στον αέρα.

Ο Δύο περίμενε λίγο και μετά την πήρε απ' το χέρι και την οδήγησε πίσω, στο δωμάτιο. Έκανε μια χειρονομία. Χαμηλός φωτισμός πλημμύρισε αμέσως τον χώρο.

Το δωμάτιο ήταν άδειο. Μόνο ο όγκος του κρεβατιού τους διακρινόταν στο βάθος. Ο Δύο έκανε άλλη μια χειρονομία και ένας ολόκληρος τοίχος χάθηκε. Πίσω του αποκαλύφθηκε μια δαιδαλώδης γκαρνταρόμπα. Το θέαμα της ήταν πολύ εντυπωσιακό, έτσι όπως έχασκε μέσ’ το άδειο, μέχρι λίγο πριν, δωμάτιο. Ήταν σαν ν΄ άνοιξε ένα παράθυρο κατ΄ ευθείαν μέσα σ’ ένα πολύχρωμο παζάρι.

«Πού είχες εξαφανιστεί τόση ώρα, ανθρωπούτσα*4*;»

Ο Δύο έτοιμος ήταν να μπει μέσ΄ την γκαρνταρόμπα, όταν του ρίχτηκε η Επτά. Αιφνιδιάστηκε, για μια ελάχιστη στιγμή. Αυτοκυριαρχήθηκε όμως, πολύ γρήγορα. Ούτε λέξη δεν είπε, ούτε μια κίνηση δεν του ξέφυγε. Σαν να μην υπήρχε κανείς μέσ’ το δωμάτιο έκανε. Την τρέλανε τελείως αυτό την Επτά.

«Πόσες φορές πρέπει να σου πω να μην εξαφανίζεσαι;» τσίριξε. «Ειδικά το πρωί;... Κοίτα με ανθρωπέλα*5* όταν σου μιλάω, γιατί θα...».

«Για όνομα του Ένα» την διέκοψε ο Δύο ψιθυριστά. «Μην αρχίζεις. Έχουμε αργήσει, σου λέω».

«Δεν θα μου πεις εσύ τι θα κάνω, τ' ακούς;» ούρλιαξε η Επτά ανεξέλεγκτα. «Κάνε τη δουλειά σου και θα κάνω κι’ εγώ τη δική μου. Κατάλαβες, κοψίδι*6*; Έ, κοψίδι... Δεν μου φτάνουν τα δικά μου, πρέπει να' χω κι’ εσένα. Δεν σ' αντέχω άλλο πια. Δεν σ' αντέχω!»

Η Επτά γύρισε και μην ξέροντας πώς αλλιώς να ξεσπάσει, χτύπησε μανιασμένη τον τοίχο με το χέρι της. Πρέπει να πόνεσε, αλλά δεν το έδειξε. Όσο για τον Δύο, δεν αντέδρασε καθόλου πάλι. Περίμενε απλώς, με το βλέμμα γυρισμένο στο πλάι.

Κόχλαζε η αναπνοή της Επτά. Στην δεξιά γωνιά του στόματός της μια γραμμή σάλιου έκανε την εμφάνισή της. Ο Δύο πλησίασε, αργά και προσεκτικά, άπλωσε το χέρι του και την σκούπισε. Μετά γύρισε πίσω στη γκαρνταρόμπα.

«Το σλιπ*7* πρώτα», διέταξε η φωνή της Επτά αυταρχικά.

Ο Δύο γονάτισε στο πάτωμα και αφού ψαχούλεψε λίγο, πίεσε ένα συγκεκριμένο σημείο. Μια μικρή τρύπα εμφανίστηκε. Έχωσε μέσα τα δάχτυλά του και πολύ προσεκτικά, ψάρεψε ένα φιαλίδιο. Μετά, κι’ ένα δεύτερο. Έλεγξε για μια στιγμή το δεύτερο και το έκρυψε στη στολή του. Μετά, πήρε το πρώτο και γύρισε προς την Επτά που τον περίμενε με μάτια, ρουθούνια και στόμα, όλα ορθάνοιχτα. Ακόμα και τους πόρους του δέρματός της θα άνοιγε, αν μπορούσε. Ο Δύο την ψέκασε. Μια φορά, ίσια στο πρόσωπο. Η Επτά έκλεισε τα μάτια της κι' έμεινε ακίνητη. Ο Δύο ψέκασε βιαστικά και στον εαυτό του μια μικρή δόση και μετά επέστρεψε το φιαλίδιο πίσω στη θέση του. Γύρισε πίσω στη Επτά. Προσπαθούσε να κάνει σαν να μην είχε γίνει τίποτα, αλλά το ναρκωτικό τον είχε γλαρώσει κι' αυτόν.

Η Επτά, κάπως πιο ήσυχη τώρα, τον επιθεωρούσε καχύποπτα πίσω απ' τα μισόκλειστα μάτια της.

«Θέλεις κάτι ιδιαίτερο σήμερα;» ρώτησε ο Δύο δείχνοντας την γκαρνταρόμπα.

«Ότι να' ναι, ότι να’ ναι» απάντησε νευρικά η Επτά, αναστενάζοντας. Και μετά από μια μικρή παύση πρόσθεσε. «Ευτυχώς που ήρθες. Δεν το άντεχα». Η φωνή της τώρα ήταν αισθητά πιο διαλλακτική.

Ο Δύο της έριξε μια γρήγορα ματιά για να βεβαιωθεί πως είχε πράγματι αρχίσει να της περνάει η κρίση. «Μην φοβάσαι πεταλουδίτσα μου», της είπε με θέρμη. «Δεν αφήνω εγώ να πάθεις τίποτα».

Η Επτά έκανε μια προσπάθεια να χαμογελάσει. Όταν μίλησε όμως, η φωνή της ακούστηκε ξεκούρδιστη. «Μην μ' αφήνεις μόνη» είπε. «Μην μ' αφήνεις μόνη».

 

-- / --

 

 

Μετά την Καθαρότητα, το επόμενο βήμα στην καθημερινή προετοιμασία της Επτά ήταν η Αμφίεση. Οι ΙΤ*8* και οι υπηρέτες τους ήσαν οι μόνοι άνθρωποι που είχαν δικαίωμα να φορούν στολές Άνομο. Οι υπόλοιπου φορούσαν απλές στολές.

Το σημαντικότερο χαρακτηριστικό των στολών αυτών ήταν το χρώμα τους. Απ’ αυτό προσδιοριζόταν το είδος της απασχόλησης και το κοινωνικό επίπεδο αυτού που την φορούσε. Των ΙΤ οι στολές, γενικά, ήσαν σκούρες κόκκινες, σχεδόν πορφυρές. Στην περίπτωση της Επτά, που ήταν Τροφός Κληρικού, η στολή της είχε και χρυσό, μια και αυτό ήταν το χρώμα του Κλήρου. Αντίστοιχα, η στολή του Δύο ήταν γκρι, όπως όλων των Υ*9*, αλλά είχε και λίγο κόκκινο, επειδή η Επτά ήταν Τροφός. Ο Δύο προσέθετε στην στολή του και ελάχιστο χρυσό, επειδή θεωρούσε πως κάποιο μέρος της σχέσης της Επτά με τον Κλήρο έφτανε εξ' αγχιστείας μέχρι και τον ίδιο. Κυρίως όμως για προστασία του το έκανε αυτό ο Δύο, παρά για οποιονδήποτε άλλο λόγο.

Πέρα όμως απ’ το βασικό χρώμα υπήρχαν και οι δευτερεύουσες αποχρώσεις. Αυτές τις δημιουργούσαν τα επικαλυπτόμενα ημιδιαφανή υφάσματα απ’ τα οποία ήταν φτιαγμένη η στολή*10*. Επιπλέον, η δομή του υλικού των ίδιων των υφασμάτων, τα έκανε να λειτουργούν ως εξαιρετικοί αισθητήρες της περιρρέουσας ενέργειας — ακόμα και μεταβολές στην υγεία ή την ψυχική διάθεση μπορούσαν να ανιχνεύσουν. Κάθε τέτοια μικροαλλαγή αποτυπωνόταν αμέσως στο χρώμα της στολής, δημιουργώντας έτσι μια εντελώς φαντασμαγορική συνολική εικόνα.

Το αποτέλεσμα ήταν πως μια απλή ματιά στην στολή ενός Άνομο αρκούσε για να σχηματίσει κανείς μια πρώτη εικόνα, όχι μόνο της κοινωνικής του θέσης, αλλά και της τρέχουσας φυσικής και ψυχικής του κατάστασης.

Με τα μάτια μισόκλειστα ο Δύο διέτρεχε τους διαδρόμους της γκαρνταρόμπας. Τα δάχτυλα του μόλις που άγγιζαν τα αραδιασμένα υφάσματα. Δεν χρειαζόταν να κοιτάει, τα ένοιωθε κατ’ ευθείαν τα χρώματα στ’ ακροδάχτυλά του. Σαν παγοδρόμος ήταν, που και με κλειστά ακόμα μάτια ξέρει πολύ καλά την ποιότητα του πάγου κάτω απ' τα πόδια του.

Τελικά, ξεδιάλεξε γύρω στα είκοσι διαφορετικά υφάσματα και τα έφερε έξω στο δωμάτιο. Τα άπλωσε κάτω και άρχισε να τα τοποθετεί προσεκτικά το ένα πάνω στ’ άλλο, σαν ζωγράφος που ανακατεύει χρώματα στην παλέτα του. Δοκίμασε διάφορους συνδυασμούς και κάθε τόσο διέκοπτε, απομακρυνόταν, και επιθεωρούσε από διάφορες γωνίες το έργο του.

Όταν, με τα πολλά, κατέληξε στον συνδυασμό που θα χρησιμοποιούσε εκείνη τη μέρα, ξεκίνησε την διαδικασία της εφαρμογής τους στο σώμα της Επτά. Με εξαιρετική επιμέλεια τύλιγε ξανά και ξανά κάθε ξεχωριστό ύφασμα στα μέλη της μέχρι που να έρθει να κάτσει τέλεια. Η άψογη εξωτερική εμφάνιση δεν ήταν απλώς επιβεβλημένη, ήταν αυτονόητη για την κοινωνική θέση της Επτά. Οι πολύπλοκες πτυχώσεις που έπρεπε να έχει η στολή μιας ΙΤ δεν ήσαν τυχαίες. Απ’ τις μικρές αυτές λεπτομέρειες ήταν που θα την έκριναν οι επισκέπτες του Αρχιμανδρίτειου. Και η γνώμη τους ήταν ζήτημα ζωής και θανάτου για την Επτά και τον Δύο.

Μετά την στολή, το επόμενο βήμα ήταν οι λίθοι. Οι λίθοι δεν ήσαν απλά σύμβολα της κοινωνικής θέσης. Ήσαν όργανα προστασίας και προσωπικής επιβολής. Μέσω αυτών μπορούσε κανείς όχι μόνο να προστατευθεί απ’ τις αρνητικές σκέψεις και επιρροές του περιβάλλοντος, αλλά και να επιβληθεί ο ίδιος στους γύρω του.

Ο Δύο, αφού προβληματίστηκε για λίγο, αποφάσισε πως για εκείνη τη μέρα πιο κατάλληλο ήταν ένα όχι υπερβολικά ενεργητικό σύνολο. Συνέθεσε στα γρήγορα ένα απλό σύμπλεγμα από αμέθυστους (για προστασία και δύναμη), καρνελίτες (για ενέργεια και διάρκεια) και μαύρο όνυχα (για την αναγεννητική του ικανότητα). Μια καλή άμυνα, σκέφτηκε, είναι η καλύτερη επίθεση. Άσε τους άλλους να σπαταλούν τις δυνάμεις τους, σπάζοντας τα μούτρα τους πάνω στην άμυνά σου. Ενώ όμως τα σκεφτόταν αυτά, η αβέβαιη έκφραση του προσώπου του πρόδιδε πως δεν ήταν και τόσο σίγουρος για την θεωρία του.

Δεν ήταν απλή όλη αυτή η υπόθεση. Τα υφάσματα της στολής, οι λίθοι, ο φωτισμός του περιβάλλοντος, η σωματική και ψυχική κατάσταση, η κοινωνική υπόσταση του φορέα — όλα αυτά μαζί σχημάτιζαν ένα δυναμικά μεταβαλλόμενο σύμπλεγμα. Ο Δύο έπρεπε να τις διαχειριστεί όλες μαζί ταυτόχρονα αυτές τις μεταβλητές και μάλιστα κατά τρόπο, ώστε υπό οποιεσδήποτε συνθήκες να προκύπτει πάντα ένα αρμονικό σύνολο που να απηχεί την κοινωνική θέση και τις προοπτικές της Επτά. Χρειαζόταν έμπειρο μάτι και διεξοδική γνώση της Χρωματικής*11*. Αλλά αυτή ήταν η δουλειά ενός Υ — ενός καλού τουλάχιστον. Και ο Δύο ήθελε να πιστεύει πως ήταν τέτοιος.

Παρά την πολυπλοκότητά της όμως, η διαδικασία δεν έπαυε να αποτελεί και μέρος της καθημερινής τους ρουτίνας. Η Επτά και ο Δύο καλά-καλά δεν πρόσεχαν τι έκαναν, γιατί η προσοχή τους όλη ήταν στραμμένη στον διάλογό τους. Στέκονταν ακριβώς κάτω απ΄ το καρφί*12* του δωματίου τους και έπαιζαν με άνεση τους ρόλους τους. Μόνο η ανεπαίσθητη ένταση στη φωνή τους θα μπορούσε να τους προδώσει, αλλά αυτήν δεν ήταν ικανή να την πιάσει καμιά μηχανή.

«Το είδες;» ρώτησε η Επτά ενώ έγλυφε με επιμέλεια τα τελευταία μόρια σλιπ που έλπιζε να είχαν απομείνει στα χείλια της.

«Μμμ» μουρμούρισε ο Δύο αρνητικά. «Πολύ νωρίς».

«Τουλάχιστον άκουσες κάτι;»

«Δεν είναι και τόσο καλή. Έτσι έλεγαν».

«H ΠΗΠ*13* ή των Κριών;»

«Των Κριών. Με τον ωροσκόπο του».

«Ωχ...»

«Και μην νομίσεις πως θέλω να...»

«Τότε, μην...»

«Μα γιατί; Tι το κακό λέω;» ξέσπασε αγανακτισμένος ο Δύο. «Τα Άγια Ζώδια είναι το Α και το Ω. Χωρίς αυτά, δεν θα' μασταν τίποτα. Αλλά... Είναι όπως και με την Καθαρότητα. Πάντα το Όσι το πάει πιο πολύ μακριά – πολύ πιο μακριά από άλλα Άνομο. Ίσως επειδή είναι ακόμα νέος Αρχιμανδρίτης. Με τα ψέματα όμως περιμένει να σε διατηρεί; Έπρεπε να φέρνει πολύ πιο συχνά τη Συντήρηση. Η ΙΤ είναι ακριβή υπόθεση. Θα έπρεπε να το έχει καταλάβει».

«Δεν νομίζω πως δεν θέλει... Δεν μπορεί, μάλλον. Η ενορία του δεν είναι και τόσο μεγάλη ακόμη».

«Αυτό ακριβώς λέω κι’ εγώ. Αφού δεν μπορεί γιατί έρχεται μετά και απαιτεί τόση Καθαρότητα; Στο τέλος-τέλος πόσα χρόνια πια θέλει να ζήσει; Τι την τρέμει τόσο την… Μόλυνση (λέγοντας την λέξη αυτή χαμήλωσε ελαφρά τη φωνή του και μετά συνέχισε πάλι κανονικά); Ως Αρχιμανδρίτης, τα εβδομήντα, έτσι κι' αλλιώς, τα' χει σίγουρα. Πού θέλει να φτάσει; Εκατό; Εκατόν είκοσι;... Τι βαθμό πρέπει να έχει ένας Κληρικός για να φτάσει τέτοιες ηλικίες; Επίσκοπος; Μητροπολίτης;»

«Μητροπολίτης, νομίζω».

«Λες να προλάβει;»

«Πού θες να ξέρω...»

«Μπα... Δεν το έχω ικανό το Όσι. Αν ήταν, θα είχε ήδη...»

«Θα σταματήσεις επιτέλους να το λες Όσι;» τον διέκοψε η Επτά. «Πανοσιολογιότατο Γκρόμο το λένε, όχι Όσι. Πανοσιολογιότατο Γκρόμο. Και στο τέλος-τέλος τι μας νοιάζουν εμάς όλα αυτά; Εμείς, άνθρωποι είμαστε. Άνθρωποι! Το Αρχιμανδρίτη είναι Άνομο! Άνομο και Αρχιμανδρίτη! Και τον ίδιο αέρα που αναπνέουμε, πάλι πολύ είναι. Παρ' το απόφαση» είπε και του έριξε μια ματιά με νόημα. Ο Δύο απάντησε με ένα αδιόρατο νεύμα.

«Εντάξει, εντάξει. Δίκιο έχεις. Ησύχασε».

Έπεσε σιωπή για λίγο. Οι δυο άνθρωποι εργάζονταν μηχανικά.

«Σταμάτα, σταμάτα. Κάτσε λίγο» είπε η Επτά ξαφνικά.

Έκανε μια χειρονομία και άρχισε να εξετάζει τον εαυτό της στην τρισδιάστατη απεικόνιση που εμφανίστηκε απέναντί της. Ο Δύο είχε τελειώσει τις επτά πρώτες στρώσεις υφάσματος και ήταν έτοιμος να προχωρήσει στην επόμενη.

«Πες μου, πώς είμαι;»

«Γιατί, τι έχεις;... Μια χαρά είσαι».

«Μια χαρά!... Χάλια ήμουν τόσες μέρες. Σίγουρα δεν έχω χάσει πάλι;»

«Δεν νομίζω».

«Εμένα έτσι μου φαίνεται».

«Ε, μπορεί λιγάκι. Όχι πολύ όμως. Δεν φαίνεται, μην ανησυχείς».

«Εσύ τότε πώς το βλέπεις»;

«Ίδια σε ξέρουμε το Όσι — το Αρχιμανδρίτη (διόρθωσε αμέσως) κι΄ εγώ — πεταλουδίτσα μου; Δεν θα το προσέξει, σου λέω. Αν θες να ξέρεις, εμένα πιο πολύ με ανησυχεί η Καθαρότητα. Μην μυρίσει αίμα, μην πετύχει καμιά τρίχα. Αυτά. Όχι το βάρος».

«Δεν... Δεν ξέρω. Κάτι δεν μου πάει καλά σήμερα... Λοιπόν… Δεν μ’ αρέσει, έτσι που το πας. Με πλακώνει. Χάθηκε κάτι λίγο πιο αισιόδοξο, πιο ανοιχτόκαρδο; Φέρε λίγο πράσινο…».

«Μα αυτό ακριβώς δεν σε ρώτησα πριν ξεκινήσουμε;» ρώτησε με ένταση ο Δύο.

Η Επτά δεν απάντησε. Τον κοίταξε απλώς.

Ο Δύο είπε να μην δώσει συνέχεια. Επέστρεψε στην γκαρνταρόμπα. Προσπάθησε να θυμίσει στον εαυτό του πως όσο πιο άσχημα αισθανόταν η Επτά, τόσο πιο κραυγαλέα ήθελε να ντύνεται. Άρπαξε ότι πράσινο και φανταχτερό βρήκε μπροστά του και βγήκε ξανά έξω. Άρχισε να αφαιρεί από πάνω της την στρώση υφάσματος που είχε μόλις τοποθετήσει. Όμως οι κινήσεις του ήσαν απότομες και πρόδιδαν τον εκνευρισμό του.

«Τι;» ρώτησε η Επτά.

«Ε, μα τι θέλεις πια από μένα;» ξέσπασε ήπια ο Δύο. «Άνθρωπος είμαι κι' εγώ».

«Καλά, καλά. Μην θυμώνεις...» απάντησε η Επτά συγκαταβατικά.

Για αρκετή ώρα δεν είπαν τίποτα άλλο. Ο Δύο τελείωσε με τα υφάσματα, τακτοποίησε με προσοχή και τους λίθους πάνω της και ολόκληρη η στολή ήταν πια έτοιμη. Απομακρύνθηκε για να μπορέσουν να επιθεωρήσουν το αποτέλεσμα.

Η Επτά εξέτασε με εξαιρετική προσοχή και από κάθε πλευρά την τρισδιάστατη απεικόνισή της. Πολύ θα το΄ θελε, να εντοπίσει ψεγάδι στην εργασία του Δύο, αλλά δεν τα κατάφερε. Ήταν άψογη.

«Ε;» έκανε ο Δύο με ενθουσιασμό. «Την πλάκα του θα πάθει ο Όσι μόλις σε δει. Την πλάκα του!»

«Λες;» διερωτήθηκε η Επτά.

«Πεταλουδίτσα», είπε ο Δύο «εσύ, όχι Αρχιμανδρίτη, και Αρχιεπίσκοπο ολόκληρο θα κόλαζες. Τα σάλια θα του τρέξουν του Όσι μόλις σε δει. Όπως σε βλέπω και με βλέπεις».

«Μην το λες Όσι» επανέλαβε η Επτά μηχανικά «Δηλαδή, δεν είμαι πολύ αδύνατη;»

«Αστειεύεσαι;» της είπε ο Δύο και της υπέδειξε το παραφουσκωμένο απ’ τη στολή σώμα της.

Η Επτά κοίταζε απορροφημένη την εικόνα της. Σιγά-σιγά άρχισε να αυθυποβάλλεται. Το ηθικό της σαν να αναπτερώθηκε κάπως.

Ο Δύο παρακολουθούσε. Το βλέμμα του είχε μια τρυφεράδα. Μετά πήγε και στάθηκε κοντά στον τοίχο, εκεί όπου βρισκόταν η έξοδος — ακόμα όμως δεν φαινόταν τίποτα. Η Επτά δεν τον ακολούθησε. Ο Δύο γύρισε, την κοίταξε και κούνησε το κεφάλι του. Επέστρεψε στην γκαρνταρόμπα, έβγαλε — με την ίδια όπως και προηγουμένως διαδικασία — το σλιπ απ΄ την κρυψώνα και πήραν βιαστικά και οι δύο άλλη μια δόση.

Ο Δύο επέστρεψε στη θέση του δίπλα στην έξοδο. Η Επτά έριξε μια τελευταία ματιά στην τρισδιάστατη απεικόνισή της. Φοβόταν ακόμα, αλλά ήταν ώρα πια να φύγουν. Δεν μπορούσαν να καθυστερήσουν άλλο. Έγλειψε ακόμα μια φορά το σλιπ από τα χείλια της και πλησίασε την έξοδο. Καθώς προσπερνούσε, ο Δύο, πολύ γρήγορα, της έκλεισε το μάτι. Αυτή, του χαμογέλασε. Μετά, στάθηκε μπροστά στον τοίχο. Ένα τμήμα του τοίχου εξαφανίστηκε και η Επτά χάθηκε μέσα στο φως. Ο Δύο έριξε μια τελευταία ματιά στο άδειο δωμάτιο και την ακολούθησε. Ο τοίχος επανασχηματίστηκε πίσω του.

Το δωμάτιο ξεκίνησε να μπαίνει σε κατάσταση αναμονής. Τα φώτα έσβησαν, οι μηχανισμοί χωνεύτηκαν πίσω στους τοίχους και το περιεχόμενα της γκαρνταρόμπας τακτοποιήθηκε στις θέσεις του. Μόνο ένας πολύ έμπειρος παρατηρητής θα άκουγε τα αδιόρατα τριξίματα των μηχανισμών ή θα παρατηρούσε την ανεπαίσθητη θαμπάδα των υφασμάτων που διπλώνονταν μηχανικά μέσα στην γκαρνταρόμπα.

-- / --

 

 

Με την πρώτη ματιά φαινόταν πόσο πολυκαιρισμένες ήσαν οι αίθουσες διδασκαλίας της Μπριμ. Οι αναρίθμητες γενιές παιδιών που είχαν περάσει από εκεί μέσα ήταν αναπόφευκτο ν΄ αφήσουν τα χνάρια τους. Οι τοίχοι, το πατωμα, οι ετερόκλητες συσκευές που βρίσκονταν παντού διάσπαρτες, όλα έφεραν τα σημάδια τους, σαν στρατιώτες λαβωμένοι στη μάχη.

Oι ομάδες των παιδιών κυκλοφορούσαν με τάξη, έχοντας κάθε μια έναν Επόπτη επικεφαλής. Οι συντηρητικοί χρωματισμοί των στολών όλων τους – γκρίζο με μια ιδέα χρυσού για τους Επόπτες και γκρι σε διάφορους τόνους για τα παιδιά – συνέτειναν στην δημιουργία μιας εντελώς άχαρης, αν όχι αυστηρής ατμόσφαιρας.

Η ομάδα της Επτά είχε σταθεί μπροστά σε μια σειρά από μικρές εκπαιδευτικές πόρτες. Ο Εποπτεύων*14* παρακολουθούσε, ενώ μια προβολή*15* εξηγούσε στα παιδιά πώς να τις χειρίζονται. Δούλευαν με την σκέψη, αλλά η ενεργοποίηση του μηχανισμού τους δεν ήταν αυτόματη, απαιτούσε κάποια εκπαίδευση. Ο χρήστης έπρεπε να σταθεί στην κατάλληλη απόσταση απ’ την πόρτα και να φροντίσει ώστε η σκέψη του να είναι απλή και εστιασμένη. Μόνο έτσι κατάφερνε η συσκευή να συλλάβει και να αποκωδικοποιήσει την εντολή.

Τα παιδάκια προσπαθούσαν, αλλά δεν τα κατάφερναν και τόσο καλά να ελέγξουν τις σκέψεις τους. Οι πόρτες έστεκαν πεισματικά ακίνητες μπροστά τους. Η προβολή γάβγιζε μονότονα παραγγέλματα.

«Αδειάστε το μυαλό σας. Σκεφτείτε απλά. Πρώτα η αναγνώριση, μετά η ενέργεια. Αναγνώριση-ενέργεια, αναγνώριση-ενέργεια, έτσι πάει. Σκεφτείτε: ποιος είμαι, τι θέλω. Όνομα-ρήμα, όνομα-ρήμα. Εμπρός, προσπαθήστε».

Τα παιδάκια συνέχισαν τις προσπάθειές τους και σιγά-σιγά κάποια απ΄ αυτά άρχισαν να τα καταφέρνουν. Οι πρώτες επιτυχίες ήρθαν στην τύχη, αλλά μόλις το κατάφερνε κανείς μια φορά – έστω και κατά σύμπτωση – άρχιζε να νοιώθει ποια ακριβώς ήταν η εσωτερική διάθεση, που ενεργοποιούσε τον μηχανισμό.

«Μην κολλάτε» συνέχισε η προβολή. «Αν δεν ανοίγει η πόρτα, θα πει πως η σκέψη σας δεν είναι αρκετά εστιασμένη. Δοκιμάστε και κάποια κίνηση. Μια μικρή μόνο φτάνει».

Η προβολή τους έδειξε πως ακόμα και μ’ ένα νεύμα μπορούσαν να κάνουν την πόρτα ν’ ανοίξει. Η πόρτα δεν είχε στην πραγματικότητα τρόπο ν’ αντιληφθεί το νεύμα. Η διαδικασία όμως της εκτέλεση του νεύματος ανάγκαζε τον χρήστη να εστιάσει στιγμιαία την σκέψη του, πράγμα που συνήθως ήταν αρκετό προκειμένου ο δέκτης της πόρτας να συλλάβει και να αποκωδικοποιήσει την εντολή.

Το ένα μετά το άλλο, τα παιδάκια κατάφεραν τελικά όλα ν' ανοίξουν τουλάχιστον μια φορά την πόρτα τους. Μόνο η Επτά στεκόταν ακόμα πεισμωμένη μπροστά στην δική της. Ο Επόπτης την πρόσεξε και την πλησίασε. Δεν ήταν ευχάριστο το βλέμμα του.

«Τι θα γίνει μ’ εσένα; Θα το κάνεις καμιά φορά; Έτσι όπως πας, όχι ΙΤ, ούτε ΔΤ, δεν πρόκειται να γίνεις στις Πόλεις».

Η Επτά κρατιόταν για να μην κλάψει, αλλά τέλικα της ξέφυγε και ψιθύρισε κάτι. Ο Επόπτης επέμεινε. «Τι είπες; Τι είπες;» την ρώτησε απειλητικά.

«ΙΤ θα γίνω όταν πάω τις Πόλεις» απάντησε η Επτά. «ΙΤ! Όχι ΔΤ!».

Ο Επόπτης γύρισε προς τα άλλα παιδάκια. Έκανε μια κοροϊδευτική γκριμάτσα και άρχισε να καγχάζει δυνατά. Το γέλιο του ακούστηκε εντελώς παράταιρο. Τα παιδάκια, άλλα πιο χαιρέκακα, άλλα πιο διστακτικά, μιμήθηκαν το παράδειγμά του. Όλα, εκτός από ένα αγόρι. Αυτό παρέμεινε εντελώς ανέκφραστο. Το βλέμμα του ήταν σκοτεινό και δεν ταίριαζε με την ηλικία του. Ευτυχώς που στεκόταν παράμερα και δεν φαινόταν και τόσο.

Ο Επόπτης πλησίασε την Επτά. Δεν έκανε καμιά απολύτως κίνηση, όμως η απειλή που απέπνεε ήταν ολοφάνερη. Η Επτά προσπάθησε να κρατηθεί, αλλά τα γόνατά της άρχισαν να τρέμουν. Δάκρυα ανάβλυσαν από τα μάτια της. Ο Επόπτης γύρισε και κοίταξε την συγκεντρωμένη ομάδα. Σήκωσε τους ώμους του. Μετά, πολύ απότομα, στράφηκε και έριξε στη Επτά τρεις συνεχόμενες αγάπες, την μία πίσω απ’ την άλλη. Σαν να την είχαν κλαδέψει, έπεσε κάτω η Επτά. Το σώμα της σπάραξε για λίγο και μετά έμεινε ακίνητο. Ο Επόπτης την πλησίασε. Κοίταξε για λίγο το μικρό σώμα μπροστά του και μετά το σκούντησε με το πόδι του. Η Επτά άνοιξε αργά τα μάτια της. Ο Επόπτης γύρισε ξανά προς την ομάδα των παιδιών.

«Καταλάβατε;» ρώτησε τα παιδιά. Κανείς δεν μίλησε. Όλα είχαν μείνει να κοιτάζουν με ορθάνοιχτα μάτια. «Καταλάβατε;», επανέλαβε ο Επόπτης πιο απειλητικά. Τα παιδιά τώρα βιάστηκαν να απαντήσουν. Οι φωνές τους ακούστηκαν εν χορώ «Μάλιστα κ. Επόπτη». Ο Επόπτης γράπωσε την Επτά απ’ το μπράτσο και, πολύ βάναυσα, την έστησε όρθια. Η Επτά παραπάτησε, αλλά στάθηκε. Ούτε ν΄ αναπνεύσει δεν τολμούσε.

Ο Επόπτης της έριξε μια τελευταία ματιά και μετά πήρε την ομάδα και την προβολή και προχώρησαν προς την επόμενη σειρά συσκευών. Προς στιγμή, η Επτά έμεινε μόνη. Ήταν ακόμα πολύ ζαλισμένη και δεν μπορούσε να περπατήσει. Μόλις όμως συνειδητοποίησε πως είχε απομείνει μόνη, τρόμαξε ακόμα περισσότερο. Χωρίς να συνειδητοποιεί τι κάνει και χωρίς τον παραμικρό δισταγμό άνοιξε την πόρτα, που στεκόταν τόση ώρα πεισματικά κλειστή μπροστά της, και έτρεξε να προλάβει τα υπόλοιπα παιδιά της ομάδας της, που απομακρύνονταν. Η πόρτα πίσω της συνέχισε ν’ ανοιγοκλείνει μηχανικά.

 

 

*4* Υβριστική έκφραση.

*5* Υβριστική έκφραση.

*6* Υβριστική έκφραση.

*7* Είδος ναρκωτικού, παραισθησιογόνο.

*8* Ιδιωτική Τροφός.

*9* Υπηρέτης.

*10* Η στολή χωριζόταν στο υπό-στολο, το μεσό-στολο και το υπέρ-στολο. Κάθε ένα απ’ αυτά τα τμήματα αποτελείτο από τρία έως έξη υφάσματα, ανάλογα με την εποχή. Σε περίπτωση εξόδου, πάνω απ’ τη στολή φοριόταν το επί-στολο.

*11* Η επιστήμη των χρωμάτων. Πρόκειται για επινόηση των Άνομο. Ήταν εντελώς απαραίτητη προκειμένου η ΙΤ (ουσιαστικά, ο Υ της) να μάθει να συνδυάζει τα χρώματα και τους συμβολισμούς τους και να καταφέρει έτσι να γίνει αποδεκτή κοινωνικά.

*12* Αισθητήρας εικόνας και ήχου με (περιορισμένη) ικανότητα τοπικής επεξεργασίας του σήματος.

*13* Περιληπτική Ημερήσια Πρόγνωση.

*14* Οι Επόπτες δεν γνωστοποιούσαν ποτέ το όνομα ή οποιοδήποτε άλλο διακριτικό τους στοιχείο, ώστε να μην υπεισέρχεται το παραμικρό προσωπικό στοιχείο στην εργασία τους.

*15* Ολογραμματική προβολή με διαδραστικές δυνατότητες.

Link to comment
Share on other sites

  • Φάντασμα changed the title to Επτά (Δεύτερο μέρος)

Join the conversation

You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.

Guest
Reply to this topic...

×   Pasted as rich text.   Paste as plain text instead

  Only 75 emoji are allowed.

×   Your link has been automatically embedded.   Display as a link instead

×   Your previous content has been restored.   Clear editor

×   You cannot paste images directly. Upload or insert images from URL.

Loading...
×
×
  • Create New...

Important Information

You agree to the Terms of Use, Privacy Policy and Guidelines. We have placed cookies on your device to help make this website better. You can adjust your cookie settings, otherwise we'll assume you're okay to continue..