Jump to content

Barrath Miel - Αυτοβιογραφικό


kaygee

Recommended Posts

Όνομα Συγγραφέα: Καράκης Γεώργιος -> KG - > KayGee - > kaygee 😉
Είδος: Ηρωική Φαντασία
Βία; Τσου
Σεξ; Όχι
Αριθμός Λέξεων: 3084
Αυτοτελής; Ναι.
Σχόλια: Το παρόν αποτελεί τη σύντομη ιστορία ενός ήρωα που σχεδίασα για ένα επιτραπέζιο παιγνίδι. Θα χαρώ να ακούσω τις γνώμες σας!
Αρχείο

 

Barrath Miel - Αυτοβιογραφικό

 

Εισαγωγικό:

Ονομάζομαι Μπάραθ Μίελ.

 Είμαι ημίαιμο Ξωτικό δεύτερης γενιάς

Ο πατέρας μου είχε βρεθεί ως μωρό, από μία αποστολή Ξωτικών που είχαν σπεύσει να βοηθήσουν μία μικρή κοινότητα στα όρια του δάσους του Κορμανθόρ και νοτιοδυτικά προς την Κοιλάδα της Ουλής από τις συχνές επιδρομές Ορκς. Η παρέμβασή τους ωστόσο, δεν είχε καταφέρει ν’ αποτρέψει την καταστροφή. Τον ίδιο περιέσωσαν ως απαχθέντα από μία ομάδα επιδρομέων, οι οποίοι επέστρεφαν ως θριαμβευτές πίσω στην «αγέλη» τους με τα τρόπαια της νίκης τους.

 Τα Ξωτικά δε φημίζονται για τη φιλοξενία τους και δη προς πλάσματα που δε μοιράζονται την ίδια κληρονομιά μαζί τους. Παρά ταύτα, μη μπορώντας να τον εγκαταλείψουν στο έλεος της Τυμόρα, της θεάς της τύχης και αναγνωρίζοντας ότι στις φλέβες του κυλούσε και αίμα ξωτικών, των πήραν μαζί τους. Όντας ένας απόκληρος για τις γαλαζοαίματες φυλές των Ξωτικών, δε μπορούσε να μείνει και να μεγαλώσει ανάμεσά τους, εκτός και αν κάποια οικογένεια αναλάμβανε την κηδεμονία του, αλλά και τις ευθύνες - περιορισμούς που περιελάμβανε κάτι τέτοιο. Στο πρόσωπο ενός από τους φρουρούς της αποστολής εκείνης – του Μπάερνορ Γουίριελ, βρήκε έναν μοναχικό μα στοργικό πατέρα. Σε αυτόν δόθηκε το όνομα Γκαελ-ρίν, το οποίο σημαίνει Ημίαιμο Τέκνο. Μεγάλωσε με όλες τις αρχές και τις αξίες των Ξωτικών κι έγινε ένας σπουδαίος Φύλακας των Δασών.

 Ερωτεύτηκε, αγάπησε και παντρεύτηκε την κόρη ενός από τους πιο σημαίνοντες μάγους της φυλής – του Άροβακ του μεγάλου Μύστη – την Ιέρνια. Πανέμορφη σαν φως της Πανσελήνου στην πιο όμορφη νύκτα του καλοκαιριού! Η Ιέρνια παρά το γεγονός ότι δεν κληρονόμησε πολλά από το μεγάλο ταλέντο του πατέρα της, ήταν χρήστης έμφυτης μαγείας που εκπορευόταν από τη φύση.

*****

Μεγάλωσα σε μία πανέμορφη οικογένεια και υπήρξα ο πρωτότοκος γιος από 3 παιδιά. Ο πατέρας μου από μικρό με έπαιρνε στο κυνήγι διδάσκοντας μου τις αξίες της φύσης, ενώ έμαθα από τη μητέρα μου τις πιο ενδόμυχες μαγείες του φυσικού κόσμου, αλλά και το δόγμα της μητέρας και προστάτιδας των δασών, της Μιελίκι.

Ο παππούς με είχε πάντα από κοντά, τον θυμάμαι συχνά να με περιεργάζεται και άλλες φορές να σιγοψιθυρίζει σε μία βαρύγδουπη γλώσσα που αργότερα έμαθα ότι ήταν η γλώσσα των Δράκων. Συχνά παραμιλούσε για κάποια περίεργα σύμβολα που υπήρχαν πάνω στο κορμί μου και τα οποία έδειχναν να τον προβληματίζουν πολύ και ακόμη περισσότερο εκείνη η μεγάλη ελιά μέσα στη δεξιά παλάμη μου.

Θυμάμαι σαν χθες την ημέρα της μύησής μου στον πιο αρχέγονο δεσμό του Προστάτη των Δασών. Της σύνδεσης της ζωής μου ως φύλακα και συνοδοιπόρου με ένα αγνό πλάσμα της φύσης. Εκείνο το απόγιωμα, ο πατέρας μου με οδήγησε σε μία άκρη του δάσους. Μέσα από τα χοντρά φυλλώματα και την πυκνή βλάστηση, την είδα. Μία μικρή σχισμή στο βράχο. Θυμάμαι ακόμη το σκίρτημα της καρδιάς μου. Φάνταζε σαν μία πύλη προς τον κόσμο των πνευμάτων στα νεανικά και αθώα ακόμη μάτια μου. Θυμάμαι τη φωνή του πατέρα μου. Σχεδόν ψιθυριστή. Αυτό το ταξίδι θα το κάνεις μόνος σου. Αν είσαι πραγματικά αγνός, η ανταμοιβή σου θα είναι τεράστια!

Τα πόδια μου άρχισαν να κινούνται από μόνα τους. Σύρθηκα μέσα από τη σχισμή σε μία σπηλιά η οποία απλωνόταν σαν ένα μεγάλο στρογγυλό δωμάτιο. Το φως έφτανε στο πάτωμα αχνό, διαπερνώντας μικρές σχισμές στην οροφή της σπηλιάς περιδιαβαίνοντας ανάμεσα από ρίζες και φυτά που κρέμονταν σαν τούφες από μαλλιά κάποιου μαγικού πλάσματος.

Στο βάθος βρισκόταν ένας πανέμορφος λευκός λύκος, καθισμένος πάνω σε κάτι που έμοιαζε σαν φωλιά, φτιαγμένη από ξερά κλαδιά, χόρτα και φύλλα. Ανασήκωσε το κεφάλι του καθώς με αντιλήφθηκε και έμεινε να με κοιτάζει ατάραχος. Η καρδιά μου κόντευε να εκραγεί. Συναισθήματα αγάπης, καρτερικότητας και προστασίας, βομβάρδιζαν το μυαλό και την καρδιά μου. Τα πόδια μου συνέχιζαν την πορεία τους προς το λευκό λύκο, λες και μία αόρατη δύναμη τα διέταζε να συνεχίσουν.

Σταμάτησα έξαφνα λιγοστά μέτρα μακριά, όταν μία σκέψη πάγωσε όλες τις δικές μου. Μία σκέψη η οποία ήταν λες και προερχόταν από κάποια άλλη πηγή και όχι από εμένα. Τα μάτια μου έμειναν να κοιτάζουν τον πανέμορφο λευκό λύκο. Για ακόμη μία φορά, εκείνη η σκέψη σχηματοποιήθηκε μέσα στο μυαλό μου. "Είσαι Ικανός;" Τα μάτια μου άνοιξαν διάπλατα στη διαπίστωση ότι η σκέψη δεν ήταν τίποτε άλλο, από τη φωνή του πλάσματος μέσα στο μυαλό μου. "Σε καταλαβαίνω;", αποκρίθηκα και όρμησα με ανοικτές αγκάλες και με την αφέλεια αλλά και την αγνότητα των μικρών παιδιών που δε γνωρίζουν τι θα πει κακία ή πόνος, παρά μόνο αγάπη.

Πήρα το πρόσωπό του στα χέρια μου και τον αγκάλιασα σφιχτά. Τα μάτια μου ανεξήγητα τελείως, άρχισαν να δακρύζουν. Έχω ακόμη τις αναμνήσεις από την υφή του τριχώματος του πλάσματος, πάνω στα χέρια μου. Ήταν εκεί! Είμαι σίγουρος. Δε μπορεί να ήταν όνειρο...

"Να προσέχεις το παιδί μου, γιε μου!", ήταν ο τελευταίος ψίθυρος που άκουσα, μέσα στις σκέψεις μου. Δε μπορεί να ήταν όνειρο. Ο ήχος από χλιμιντρίσματα αλόγου με έκανε να ξυπνήσω, ανοίγοντας τα μάτια μου σε μία σκοτεινή σπηλιά όπου πλέον όλα τα χρώματα είχαν εξαφανιστεί. Η όρασή μου προσαρμόστηκε γοργά στο σκοτάδι της νύκτας, όταν συνειδητοποίησα πως στην αγκαλιά μου κοιμόταν ένα μικροσκοπικό πλάσμα! Με δυσκολία το ξεχώριζα μέσα στο σκοτάδι, καθώς το τρίχωμά του ήταν πιο μαύρο και από την πιο σκοτεινή νύκτα. Μέσα από τα μάτια του όμως αναδύθηκε το πιο λαμπρό φως. «Το Πρώτο Φως» που διαπέρασε εκείνο το πυκνό σκοτάδι. Η Έβεν’Θιλ. Από τότε οι μοίρες μας συνδέθηκαν άρρηκτα.

Τα χλιμιντρίσματα συνεχίστηκαν μέσα στο σκοτάδι της νύκτας και μας κράτησαν συντροφιά μέχρι του επιστρέψαμε στην Έλβεν-Τρι. Ούτε εκείνο το βράδυ, αλλά ούτε και την επόμενη μέρα βρήκα το παραμικρό ίχνος από οπλές αλόγου. Αργότερα έμαθα ότι το ιερό σύμβολο της Μιελίκι, ήταν ο Μονόκερως...

Ο παππούς μου επέμενε πως έπρεπε να αφιερωθώ στη συμβιωτική μαγεία των Γουόρλοκς, θεωρώντας πως οι δυνατότητές μου ήταν τεράστιες. Ποτέ όμως δε με απέτρεψε από το να ακολουθήσω οποιοδήποτε μονοπάτι επιθυμούσα. Ωστόσο, πάντα θεωρούσα πως η επιθυμία του παππού μου είχε βαθύτερα αίτια κι εκείνο το συναίσθημα ανησυχίας του, φαινόταν ολοένα και πιο έκδηλο.

Οι μέρες που ακολούθησαν φροντίζοντας την Έβεν’Θιλ, είχαν μία μοναδική αίσθηση. Μέσα από την ανατροφή της, ωρίμαζα κι εγώ ο ίδιος. Λες και η φύση πλέον μπορούσε να επικοινωνεί άμεσα μαζί μου κι εγώ μαζί της. Όλα ήταν πολύ διαφορετικά. Είχαν αποκτήσει ξεκάθαρο νόημα. Το δάσος με είχε κερδίσει. Λέγεται πως τα δάση του Κορμανθόρ, είναι από τα πιο επικίνδυνα μέρη πάνω στο Φαερούν. Πάραυτα πάντα ένιωθα την οικειότητα και την ασφάλεια που νιώθουμε μόνο μέσα στο σπίτι μας. Έτρεχα παρέα με την Έβεν’Θιλ, ανάμεσα σε γιγαντιαίες αρκούδες, τεράστια έντομα και λογής λογής άλλα πλάσματα. Είχα την τιμή να γνωρίσω τους μεγάλους αετούς. Περήφανα πλάσματα που προασπίζονται το καλό και δομούν τις κοινότητές τους πάνω σε συγκεκριμένους κανόνες και αρχές. Συζητούσα πάντα τις περιπέτειές μου με τον πατέρα μου και την μητέρα μου, αλλά και τις 2 μικρότερες αδελφές μου. Οι περιπλανήσεις με τον πατέρα μου, ολοένα και λιγόστευαν. Δεν ξέρω αν τον στεναχώρησα. Η όρεξή μου όμως να γνωρίσω τον κόσμο, ήταν μεγάλη. Συχνά έφευγα με το πρώτο φως της ημέρας και όταν γυρνούσα, το σκοτάδι της νύκτας είχε τρυπώσει για τα καλά στην Έλβεν-Τρι. Ακόμη θυμάμαι τη λάμψη και το θαυμασμό στα μάτια της μητέρας μου, όταν είπα στους γονείς μου για τη συνάντησή μου με τους μεγάλους αετούς. Τότε μου είπαν κάτι που ίσως βαθιά μέσα μου το γνώριζα, αλλά οι σκέψεις μου ποτέ μέχρι τότε δεν είχαν μορφοποιήσει. Μου είπαν πως όλα τα πλάσματα έχουν τη δική τους γλώσσα και ένα παραπάνω οι μεγάλοι αετοί. Η περιέργειά μου είχε αποκορυφωθεί. Προσπάθησα να βρω μία ισορροπία στη ζωή μου, ώστε να μην παραμελώ τα μαθήματα μου. Άρχισα να μελετώ γλώσσες. Έμαθα τη γλώσσα των Δασών, τη Σύλβαν. Αν και φάνταζε δύσκολη αρχικά, διαπίστωσα ότι ήταν ένα μίγμα από τους ήχους του δάσους και των πλασμάτων τους, παντρεμένη με αρχαία Έλβεν. Την πρώτη γλώσσα των Ξωτικών. Υποθέτω πως το δύσκολο κομμάτι ήταν τα αρχαία Ελβέν. Σύντομα μετά τη Σύλβαν, κατέκτησα και την Άουραν, μα δεν έτυχε να ξανασυναντήσω τους μεγάλους αετούς για να τους δείξω με περηφάνεια ότι μπορούσα να μιλήσω τη γλώσσα τους.

Η Έβεν’Θιλ συνέχιζε να μεγαλώνει. Από μικρή έδειχνε ένα πολύ δυνατό κουτάβι και ότι θα γινόταν ένας μεγάλος και δυνατός λύκος. Δεν αποχωριζόμασταν ποτέ ο ένας τον άλλον. Συμμεριζόταν πάντα τις σκέψεις και τα συναισθήματά μου και εγώ καταλάβαινα πάντα τι ένιωθε ή τι ήθελε να πει. Όσο καλά και αν το έκρυβα, ήξερε πως κάτι μέσα μου με έτρωγε και δεν ήταν μόνο η όρεξή μου να ταξιδέψω απ' άκρη σε άκρη του κόσμου. Κάτι με βάραινε. Κάτι βασάνιζε τον ύπνο μου και πολλές φορές ξάπλωνα για να ξεκουραστώ λιγάκι, μα ξυπνούσα πιο κουρασμένος. Τα όνειρά μου είχαν αποκτήσει ένα συγκεκριμένο μοτίβο. Σαν να υπήρχε μπροστά μου ένα προπέτασμα σκοταδιού και από πίσω ένας συρτός ήχος και όλο αυτό το ξένο σκηνικό ενέτεινε την ανησυχία και την αναστάτωσή μου. Όμως τα πάντα γύρω μου, μου έδιναν τόση ζωή και δύναμη. H Έλβεν-Τρι μπορεί να ήταν το μέρος όπου γεννήθηκα και μεγάλωσα, μα τα δάση ήταν το σπίτι μου. Το απάνεμο λιμάνι όπου έβρισκε φωλιά η ψυχή μου από τις φουρτούνες των σκέψεών μου.

...και τότε ήρθε η τελευταία εξόρμηση με τον πατέρα μου. Θα κυνηγούσαμε μία μικρή ομάδα από τα καταραμένα Ορκς. Βδελυρά πλάσματα που είχαν έμφυτη την ανάγκη να καταστρέφουν τα πάντα στο διάβα τους. Μισητοί εχθροί αν και ποτέ δεν κατάλαβα κατά πόσο το συναίσθημα αυτό που ένιωθα για τα Ορκς, το απέκτησα υποσυνείδητα από τον πατέρα μου, ή απλά μεγάλωσε από μόνο του, μέσα μου.

Εκείνο το πρωινό φάνταζαν όλα πολύ περίεργα. Η Έβεν’Θιλ είχε αντιληφθεί την εντεινόμενη αναστάτωσή μου. Το προηγούμενο βράδυ δεν είχα βρει καθόλου ηρεμία στον ύπνο μου. Μία εντονότατη ανησυχία φώλιαζε στο μυαλό μου. Σαν μία φωνή να προσπαθούσε να φτάσει βαθιά στις σκέψεις μου. Μία διαφορετική φωνή. Μία φωνή κάπως στρεβλή. Οι αισθήσεις μου δε μπορούσαν να συντονιστούν με τον περιβάλλοντα χώρο. Τα αυτιά μου επέμεναν να βουίζουν, ενώ η όρασή μου γινόταν μία καθάρια και μία θολή. Δεν είχα πει τίποτα στον πατέρα μου, για να μην ανησυχήσει. Η Έβεν’Θιλ όμως ήξερε καλά. Φύγαμε πριν το πρώτο φως της ημέρας, από την Έλβεν-Τρι, Θα ταξιδεύαμε 2-3 μέρες μακριά. Ίσως και παραπάνω. Ίσως να χρειαζόταν να ταξιδέψουμε και πέρα από την Ουλή του Τίλβερτον. Ίσως ακόμη και να φτάναμε μέχρι και το Δάσος του Βασιλιά. Θα έπρεπε να μάθουμε τι δουλειές είχαν τα πλάσματα αυτά μέσα στα δάση του Κορμανθόρ. Θα είχαμε απομακρυνθεί λιγότερο από μισή μέρα από την Elventree. Θυμάμαι τα βήματά μου να γίνονται απρόσεκτα και τον πατέρα μου να με κοιτάζει περίεργα. Πάντα θαύμαζα την ικανότητά του να κινείται αθόρυβα και με μεγάλη ταχύτητα μέσα σε οποιοδήποτε περιβάλλον και είχα σκοπό να τον ξεπεράσω. Είχα τις δυνατότητες. Εκείνο το πρωινό όμως τίποτε δε φάνταζε να λειτουργεί σωστά. Ένας έντονος πόνος σαν να καρφώθηκε ένα μαχαίρι στο πίσω μέρος του κρανίου μου, με έριξε στα γόνατα. Το βουητό μέσα στα αυτιά μου πολλαπλασιάστηκε δεκάδες φορές, μέχρι που δε μπορούσα να ακούσω κανέναν άλλο ήχο γύρω μου. Έχω μία αμυδρή θύμηση από την Έβεν’Θιλ να με κοιτάζει τρομοκρατημένη και τον πατέρα μου να τρέχει κατά πάνω μου. Δεν έχω άλλες αναμνήσεις από εκείνο το πρωινό, παρά μόνο όσα μου εξιστόρησε ο πατέρας μου και οι δικοί μου. Φαίνεται πως υπό το ψυχολογικό βάρος και την επί μέρες αϋπνία, λιποθύμησα. Τα μάτια μου είχαν μείνει ανοικτά, όμως οι κόρες των ματιών μου είχαν εξαφανιστεί. Ο πατέρας μου προσπάθησε να με συνεφέρει φτιάχνοντας γρήγορα ένα ισχυρό διάλυμα από Μαραζόχορτο και ρίζες Αγριάνθης. Δεν είχε έμφυτη ικανότητα στη μαγεία και ποτέ δεν κατάφερε να αποκτήσει. Μεγάλωσε ένας σπουδαίος πολεμιστής, μα ήξερε τη φύση τόσο καλά όσο οι μεγάλοι Δρυίδες. Μα η κατάστασή μου ήταν πέρα από τις ικανότητές του. Με κουβάλησε όλο το δρόμο της επιστροφής στην πλάτη του. Ο παππούς μου αργότερα έμαθα πως βρισκόταν ήδη στην είσοδο της πόλης και μας περίμενε, σαν να είχε διαισθανθεί το περιστατικό.

Θυμάμαι μόνο κάποιους αχνούς ψιθύρους στη γλώσσα των Δράκων. Έμοιαζαν να έχουν ροή και λυρικότητα. Αν μπορώ να τους ανακαλέσω σωστά, έμοιαζαν με επικλήσεις και μπορούσα ξεκάθαρα να ξεχωρίσω τη φωνή του παππού μου, του μεγάλου Άροβακ. Μα υπήρχαν και άλλες ψιθυριστές φωνές που ενώνονταν με τη δική του, ακολουθώντας τον ίδιο ρυθμό. Λένε πως βρισκόμουν σε μία κατάσταση ψυχεδέλειας. Δεν είχα ξανακούσει τη λέξη αυτή. Σαν να ζούσα μέσα στο ασυνείδητό μου. Εγώ όμως ξέρω πως βρισκόμουν σε έναν άλλο κόσμο. Εκείνο τον κόσμο στον οποίο μεταφερόμουν κάθε φορά που έκλεινα τα μάτια μου για να κοιμηθώ. Εκείνη τη σκοτεινή γωνιά κάποιας άγνωστης διάστασης. Όχι! Δεν ήταν αποκύημα της φαντασίας μου. Είμαι σίγουρος και γι' αυτό! Ένας απαλός αέρας φυσούσε προς το πρόσωπό μου και μετέφερε τον γνώριμο εκείνο ψίθυρο. Ή μήπως ήταν η ψιθυριστή εκείνη φωνή που προκαλούσε την απαλή εκείνη αύρα; Ένιωθα μπροστά μου το προπέτασμα του σκοταδιού. Σαν μία κουρτίνα που απέκρυπτε επιμελώς το τι υπήρχε από πίσω. Ο αέρας έγινε άνεμος δυνατός και ένιωσα το πρόσωπό μου να το χαϊδεύει ένα απαλό ύφασμα. Πιο απαλό και από τα αραχνοΰφαντα της φυλής μου. Άπλωσα το χέρι μου και σε μία από τις παλινδρομήσεις εκείνου του περίεργου υφάσματος το έπιασα και το περιεργάστηκα. Η πρώτη μου σκέψη ήταν: "Άραγε τι να κρύβεται από πίσω;" και με μία κίνηση, το σήκωσα για να περάσω από κάτω του. Από πίσω του ξεχώρισα ένα κομμάτι μέταλλο σαν τμήμα από τη λεπίδα κάποιου σπαθιού, να αιωρείται στο κενό. Ελαφρά κυρτό, επίμηκες και σίγουρα ακόμη πολύ κοφτερό. Μία ακτίνα φωτός το περιέβαλε, διατρυπώντας το πυκνό σκοτάδι που τύλιγε την πλάση. Ήταν σαν να κοιτούσα ξανά για πρώτη φορά μέσα στα μάτια της Έβεν’Θιλ, όπως εκείνο το βράδυ, σχεδόν έναν χρόνο πίσω. Όμως δε μπορούσα να πλησιάσω. Δε μπορώ να πω αν ένιωθα την ίδια οικειότητα ή εκείνο το πρωτόγνωρο συναίσθημα - δεν ξέρω πως να το αποκαλέσω... φόβο, δέος, έκπληξη; - ακόμη δε μπορώ να το κατανοήσω... - κρατούσε τα πόδια μου ακινητοποιημένα στο ίδιο σημείο. Και τότε άκουσα τον ψίθυρο πιο ξεκάθαρο από ποτέ.

"Υπάρχουν πολλές «κουρτίνες» που κρύβουν επιμελώς την αλήθεια από τους κόσμους και τα πλάσματα που τους κατοικούν. Εσύ μπόρεσες να δεις πίσω από αυτήν! Δεν είσαι ο μόνος, αλλά ούτε είσαι μόνος σου. Εμείς οι δύο έχουμε πολλά ακόμη να κάνουμε μαζί, που τα έχουμε ξανακάνει. Έχουμε θριαμβεύσει κι έχουμε πεθάνει. Έχουμε χωριστεί κι έχουμε ξανασμίξει. Με βοηθάς και σε βοηθώ. Δέχεσαι;"

"Ένα μέταλλο που μιλάει;" θα στοχάστηκα ή τέλος πάντων, κάτι τέτοιο, καθώς ένιωθα πολύ μπερδεμένος και δε μπορώ να ανασκαλέψω με μεγάλη ακρίβεια εκείνες τις αναμνήσεις μου. Θυμάμαι όμως πεντακάθαρα την επιθυμία μου να πάρω τη θρυμματισμένη εκείνη λεπίδα στα χέρια και να την περιεργαστώ ή ακόμα και να την κάνω δική μου. Όχι δεν ήταν η ανάγκη μου για υλιστικές αξίες. Ποτέ δεν είχα τέτοιες αυταπάτες. Ήταν μία ανεξήγητη ανάγκη για να ξαναγίνουμε και οι δυο μας ολόκληροι.

Μία φωτεινή ιριδίζουσα γραμμή άρχισε να διατρέχει το σώμα μου. και να σχηματίζει γνώριμα σύμβολα. Σύμβολα που είχα ξαναδεί στα βιβλία του παππού μου. Ο αρχικός ψαλμός άρχισε να κορυφώνεται, διαπερνώντας την κατά τ' άλλα εκκωφαντική σιγή του κόσμου εκείνου. Φως ολοένα κι εντονότερο άρχισε να αναβλύζει από τις γραμμές που σιγά σιγά άρχισαν να ντύνουν ολόκληρο το σώμα μου και να δίνει τιτάνια μάχη με το σκοτάδι του τόπου εκείνου. Πόσο οικείο όμως έμοιαζε με το φως που έντυνε το μυστηριώδες εκείνο κομμάτι μετάλλου;

Άκουσα για τελευταία φορά τη φωνή εκείνη που έμοιαζε να εκπορεύεται από την αινιγματική εκείνη λεπίδα.

"Μην το φοβάσαι και μην το πολεμάς. Αγκάλιασέ το. Δέχεσαι;"

Ο αέρας έγινε πιο βίαιος καθώς το φως ισχυροποιούσε τη θέση του ανάμεσα στο σκοτάδι. Θρύμματα άρχισαν να μαστιγώνουν το σώμα και το πρόσωπό μου. Εντελώς μηχανικά, άπλωσα το χέρι μου να σταματήσω ένα που σημάδευε το πρόσωπό μου.

Άνοιξα τα μάτια μου και είδα τον παππού καθισμένο πάνω από το προσκέφαλό μου και γύρω μου μερικούς από τους γηραιούς της φυλής μας. Τα χείλη του ήταν ερμητικά κλειστά. Έπιασε το δεξί μου χέρι και το έφερε προς το στήθος μου. Η γροθιά μου κλειστή και σφιγμένη με όλη μου τη δύναμη. Την πήρε στα χέρια του και την έσφιξε ακόμη πιο δυνατά, μέχρι που την εναπόθεσε απαλά πάνω στο στήθος μου. Παρατήρησα το χέρι μου να το διατρέχουν εκείνες οι ίδιες γραμμές που είχα δει νωρίτερα να διαγράφουν όλο το κορμί μου και να εκπέμπουν φως. Ξαναγύρισα το βλέμμα μου σαστισμένος στον παππού μου. Εκείνος μου έγνεψε συγκαταβατικά.

"Ξεκουράσου για την ώρα. Έχουμε καιρό να συζητήσουμε!", μου είπε με στοργική φωνή.

Ήταν η πρώτη φορά που κοιμήθηκα ήρεμος μετά από τόσους μήνες!

Όταν ξύπνησα, η γροθιά μου ήταν ακόμη σφικτά κλειστή. Τα δάκτυλά μου είχαν μουδιάσει, όμως ένιωθα μία περίεργη αίσθηση στο εσωτερικό της. Πως νιώθεις όταν έχεις κοπεί και σφίγγεις την πληγή αισθανόμενος τους κτύπους της καρδιάς σου; Έτσι ακριβώς ένιωθα. Άνοιξα σιγά σιγά τη γροθιά μου, μα δεν υπήρχε πληγή, παρά ένα κομμάτι από μέταλλο ή μάλλον ένα κομμάτι από εκείνο το μέταλλο... Η αίσθησή του ήταν ζεστή στο δέρμα μου, λες και το ίδιο ήταν ζωντανό. Όμως αυτό δεν ήταν το πιο παράξενο. Το πιο παράξενο ήταν πως εκείνη η μεγάλη ελιά που υπήρχε αρχικά στο εσωτερικό της παλάμης μου, πλέον δεν ήταν εκεί. Τι να σήμαινε άραγε αυτό;

Τις μέρες που ακολούθησαν, τις πέρασα κυρίως με τον παππού μου, μαθαίνοντας τις αρχές της συμβιωτικής μαγείας. Πάντα όμως έβρισκα το χρόνο να ξεγλιστράω και να καταφεύγω στο πραγματικό μου σπίτι παρέα με την Έβεν΄Θιλ, το δάσος μας!

Εντούτοις, η ώρα μου που έπρεπε να αφήσω τους αγαπημένους μου και την πόλη που μεγάλωσα, ακόμα και το σπίτι μου, το δάσος του Κορμανθόρ, πλησίαζαν ολοένα και πιο γοργά.

Από εκείνο το μεσημέρι που τους αποχαιρέτησα, έχουν περάσει κιόλα 4 χρόνια.

Μου λείπουν. Τα μάτια τους θα με συνοδεύουν πάντα, μα το υπόσχομαι πως σύντομα θα τους ξαναδώ.

Κρατάω την τελευταία κουβέντα της μητέρας μου:


"Το ταξίδι της γνώσης ξεκινάει από μέσα μας και έχει τα όρια που επιλέγουμε μόνο εμείς και κανείς άλλος. Να προσέχεις, μικρέ μου Μπάραθ!"

Τη συνάντησή μου με τον Άουτεκ, τον Φέροθ και τον Ντάνακ, δεν την θεωρώ καθόλου τυχαία. Άσχημα οράματα μίας επερχόμενης τεράστιας καταστροφής βομβαρδίζουν συχνά το μυαλό μου κατά τη διάρκεια του διαλογισμού ή του ύπνου μου. Ίσως ο Σράπνελ ο Σέντιεντ να μου μιλάει και πάλι μέσα από τα οράματα μου. Δεν το γνωρίζω. Δεν αφήνουμε όμως ποτέ ο ένας του άλλου τη λαβή! Αν κάτι κακό έρχεται, δε μπορώ να μείνω αμέτοχος. Έχω ορκιστεί πως θα προστατέψω τη φύση και θα το κάνω. Αυτό το ταξίδι όμως δε χρειάζεται να του κάνουμε μόνοι μας η Έβεν’Θιλ κι εγώ!

Είθε η θεά Μιελίκι να καθοδηγεί πάντα τα βήματά μας.

6e1874b9ff837d3907f99afaf2249598.jpg

Barrath Miel - Αυτοβιογραφικό.pdf

Edited by kaygee
Link to comment
Share on other sites

Καλησπέρα! Διάβασα το αυτοβιογραφικό του Μπάραθ Μίελ. 

Πρώτα απ' όλα πρέπει να πω ότι υπάρχουν θέματα γλώσσας. Υπάρχουν σημεία που χρειάζονται μια καλύτερη σύνταξη, γιατί έτσι όπως είναι τώρα δυσχαιρένουν την ανάγνωση. Παράδειγμα: Ο πατέρας μου είχε βρεθεί ως μωρό, από μία αποστολή Ξωτικών που είχαν σπεύσει να βοηθήσουν μία μικρή κοινότητα στα όρια του δάσους του Κορμανθόρ και νοτιοδυτικά προς την Κοιλάδα της Ουλής από τις συχνές επιδρομές Ορκς.

Ο πατέρας μου είχε βρεθεί όταν ήταν μωρό από μία αποστολή Ξωτικών, που είχε σπεύσει να βοηθήσει (η αποστολή-καλύτερα να έχουμε ένα υποκείμενο) μία μικρή κοινότητα στα όρια του δάσους του Κορμανθόρ και νοτιοδυτικά προς την Κοιλάδα της Ουλής, από τις συχνές επιδρομές Ορκς. 

Επίσης, υπάρχουν λέξεις που επαναλαμβάνονται και είναι κακό. Την δεύτερη φορά πχ αντί για «άρχισε», μπορείς να πεις «ξεκίνησε».

Τέτοια μικρά πραματάκια όταν διορθώνονται και τους δίνεται προσοχή, κάνουν πιο εύκολη και πιο απολαυστική την ανάγνωση και δεν μπερδεύουν. 

Στο δια ταύτα τώρα. Υπάρχουν όμορφες και ενδιαφέρουσες εικόνες από τις οποίες θα ήθελα κάτι τις παραπάνω για να μην είναι τόσο θολές. Υπάρχουν σημεία στα οποία δεν καταλαβαίνω καθόλου τι είναι αυτό που συμβαίνει ή πρέπει να το ξαναδιαβάσω για να σιγουρευτώ. Αλλά αυτό είναι και πάλι θέμα γλώσσας. Θα ήθελα να καταλάβω τι ακριβώς του συνέβη αυτού του ανθρώπου-ξωτικού ή ότι άλλο είναι. Ή έστω να μου δημιουργηθεί μια υπόνοια για τα σημάδια του, για την λύκαινα που μεγαλώνει, κάτι. Αυτή η θολούρα έχει σκόρπιες όμορφες εικόνες αλλά πρέπει να ξεδιαλύνει για να αποκτήσουν αυτές μεγαλύτερη δύναμη, να αποτυπωθούν στο κεφάλι μου και να τις θυμάμαι.  

Τα κλισέ! Πρέπει να ομολογήσω ότι όταν πρωταγωνιστής είναι ένας νεαρός γεννημένος από έναν απόκληρο που δουλεύοντας σκληρά κατάφερε τελικά να αποκτήσει ευυπόληπτη θέση και να παντρευτεί μία πολύ όμορφη (πάντα είναι πολύ όμορφη) αλλά όχι και τόσο ικανή γυναίκα, κόρη ενός ισχυρού άντρα, που ο μόνος της ρόλος στην ιστορία είναι να κληρονομήσει κάποια μαγική ικανότητα στον γιο, εγώ βαριέμαι. Είναι τόσο προβλέψιμο όσο και μια μεξικάνικη σαπουνόπερα. 

Για να συνοψίσω, κατά τη γνώμη μου μείνε στις εικόνες σου και στην ανάπτυξή τους. Με τις περιγραφές που έρχονται σιγά-σιγά, όταν ανακαλύπτω ότι ο πρωταγωνιστής έχει σημάδια στο σώμα του και μια ελιά στην παλάμη, αδημονώ για την συνέχεια. Το φως που διατρέχει το σώμα του, η σχισμή στον βράχο, όλα αυτά μου εξάπτουν την περιέργεια. Αυτά χρειάζομαι. Επίσης, αν πρόκειται να χτίσεις ένα κλισέ ή με κάνεις να πιστέψω ότι είναι τόσο βαρετός, για να μου το καταρρίψεις μετά με ενδιαφέροντες τρόπους και αυτό που νόμιζα στερεοτυπικό μπορέσει να διαλυθεί, τότε επικροτώ. Και αυτό είναι κυρίως ό,τι χρειάζομαι από μια ιστορία. Να με κάνει να σκεφτώ, ενώ περνάω καλά μαζί της. 

Καλώς ήρθες και πάλι και αναμένω κι άλλα κείμενά σου στο μέλλον! 
 

  • Like 1
Link to comment
Share on other sites

Join the conversation

You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.

Guest
Reply to this topic...

×   Pasted as rich text.   Paste as plain text instead

  Only 75 emoji are allowed.

×   Your link has been automatically embedded.   Display as a link instead

×   Your previous content has been restored.   Clear editor

×   You cannot paste images directly. Upload or insert images from URL.

Loading...
×
×
  • Create New...

Important Information

You agree to the Terms of Use, Privacy Policy and Guidelines. We have placed cookies on your device to help make this website better. You can adjust your cookie settings, otherwise we'll assume you're okay to continue..