Jump to content

Ουλκάν ο Χαλκευμένος


Clerk1038

Recommended Posts

Όνομα Συγγραφέα: Κώστας
Είδος: φαντασία
Βία; Ναι
Σεξ; Όχι
Αριθμός Λέξεων: 2.534
Αυτοτελής; Όχι
Σχόλια: Μια σειρά μικρών σκηνών. Δεν ξέρω αν μπορεί να σταθεί σαν ιστορία. Έχω καιρό να γράψω. Περιμένω με πολύ ενδιαφέρον σχόλια. Ευχαριστώ.
 

 

Ουλκάν ο Χαλκευμένος

 

Το γλυκό χάραμα έμοιαζε μια ροζ κουρτίνα στον ουρανό των φαραγγιών της Ναζλικέτ. Ο Ουλκάν τελείωσε την φάση καταστολής. Με άλλα λόγια ξύπνησε. Αλλά με άλλα λόγια δεν κοιμήθηκε καν. Ένα πλάσμα σφυρηλατημένο από μαγεία και μέταλλο. Ύψος όσο ο πιο ψηλός άνθρωπος και πρόσωπο μια κρύα ανέκφραστη μάσκα με μάτια δυο σμαραγδένιες πέτρες. Ήξερε να συνεχίζει χωρίς να δίνει σημασία στην αμφιβολία.

Είμαι ζωντανός; Είμαι; Είμαι πλάσμα με δικαίωμα σε αυτόν τον κόσμο της σάρκας και του αίματος; Δεν νιώθω πόνο. Όχι τον τωρινό πάντως. Νιώθω μόνο την μνήμη. Όρνεο η μνήμη, μου ξεσκίζει της σάρκες, τις ανύπαρκτες πλέον, με κάθε ευκαιρία. Κάποτε κάηκα και πέθανα, ή δεν πέθανα ποτέ. Μετράει για ζωή αυτό που είμαι τώρα;

 

Τα αγριοκάτσικα ξεπήδησαν σε πλήθος από τις σπηλιές τους. Για κάποιο παράξενο λόγο τα ζώα ποτέ δεν του έδιναν σημασία. Η αλλόκοτη μαγεία που τον συντηρούσε στην ύπαρξη τα έκανε να ηρεμούν. Αυτό δεν ίσχυε για τα πλάσματα που έτρεχαν πεινασμένα πίσω από το ταραγμένο κοπάδι. Σκυλάνθρωποι. Τέρατα με ανθρωποειδή μορφή αλλά βίαια ένστικτα. Αυτοί είχαν μια ξεκάθαρη λύση στο πρόβλημα της παρουσίας του. Θάνατος.

 

Με κίνηση έμπειρου δρομέα έπεσε επάνω στον τριχωτό κανίβαλο. Το τέρας ούρλιαξε. Του την έπεσαν όλοι μαζί. Μια ντουζίνα σαγόνια προσπαθούσαν να τον τρυπήσουν. Το “δέρμα” του δεν καταλάβαινε τίποτε. Έμπηξε την γροθιά του μέσα στο λαιμό του σκυλάνθρωπου και του διέλυσε τον σβέρκο. Το αίμα τον έλουσε. Λύσσα έπιασε τους υπόλοιπους. Ποτέ δεν ήξεραν να κάνουν πίσω. Σώμα με σώμα έπνιξε τον ένα μετά τον άλλο. Τα μηχανικά χέρια του δεν κουράζονταν. Τα σμαραγδένια του μάτια δεν ήξεραν φόβο.

Τελικά έμεινε απέναντι σε έναν κοντοπίθαρο τερατοειδή. Μπορούσε να τον σκοτώσει με ένα άλμα. Δεν το έκανε. Ο μικρόσωμος αρπακτικός έκανε νευρικούς κύκλους. Μέσα του πάλευαν τα ένστικτα. Η εκδίκηση και η επιβίωση. Ο χρόνος πέρασε αργόστροφα. Το γρύλισμα του μοναχικού πλάσματος χάνονταν μέσα στα πνιχτά βογκητά κάποιου από των συντρόφων του που αργοπέθαινε. Περίεργο, αυτός πως την γλίτωσε; Ο σκυλάνθρωπος γύρισε με την ουρά στα σκέλια και άρχισε να τρέχει. Ο Ουλκάν αποτελείωσε τον ετοιμοθάνατο. Ήταν θέμα πρακτικό. Απλά θα προσέλκυε κάτι άλλο με τα βογκητά του.

 

Μάζεψε το ραβδί του και τον μικρό του μπόγο. Ξεκίνησε σε αναζήτηση νερού. Δεν διψούσε. Για την ακρίβεια δεν ένιωθε το παραμικρό. Αλλά παρόλα αυτά ήθελε να ξεπλύνει από πάνω του το αίμα. Μερικά χιλιόμετρα κακοτράχαλου δρόμου αργότερα βρήκε ένα μικρό κοίλωμα στο πανύψηλο βράχο του φαραγγιού που έσταζε νερό. Με περίσσεια σχολαστικότητα βάλθηκε να ξεπλύνει όλες του τις κλειδώσεις. Την ώρα που έτριβε τα χέρια του μια αιχμή ανάμνησης καρφώθηκε στην καρδιά του. Δεν είχε κανονική καρδιά. Είχε ένα δρακοκρύσταλλο. Όμως η μαγεία που τον έφτιαξε ήταν ατελής. Τώρα ένιωθε το κάψιμο στα δάχτυλά του. Τώρα τρελαμένος από πόνο έπεσε στα γόνατα και ούρλιαξε. Η φωνή του μια φωνή σπαραγμού. Το πέρασμα της ανάμνησης τελείωσε. Όσο άτρωτος και αν ήταν εξωτερικά. Κάπου βαθιά μέσα του είχε ραγίσματα.  

                                     

Είμαι περαστικός σε αυτό τον κόσμο. Δεν υπάρχει μέρος που να το αποκαλώ σπίτι. Κοιτούσε τα ερείπια της νεκρόπολης του Τόρτορκαβ. Χαμένοι αιώνες διαλαλούσαν την πραμάτεια τους στα πνεύματα των νεκρών. Λήθη. Εδώ μύριζε θάνατος. Όχι ο φυσιολογικός σαπισμένος θάνατος. Ο θάνατος της αποστασίας. Τα κόκκινα μάτια που τον κοιτούσαν από τα χαλάσματα πολλαπλασιάζονταν κάθε λεπτό. Είχε ακούσει για αυτή τη φάρα, ραπτσάγκ. Απέθαντοι υπηρέτες της νεκροπομπής. Στο μέρος που κάποτε μια πελώρια πλατεία γεμάτη γαλανά λάβαρα τάιζε χιλιάδες απερίσκεπτους τυχοδιώκτες, τώρα ένα πλακόστρωτο γεμάτο βρύα. Η επίθεση του χρόνου αμείλικτη για τους ζωντανούς και τα κατασκευάσματά τους. Εγώ είμαι κατασκεύασμα; Είμαι εγώ ή αυτό; Τι πλάσμα είμαι αν μπορώ να αναλογιστώ την ύπαρξη μου; Καταθλιπτικό πλάσμα.

 

Μια φιγούρα με μακριά σκέλη και χρώμα χιονιού ξεπρόβαλε από τα σκοτάδια. Ο Ουλκάν έβλεπε μέχρι ένα σημείο με την μαγεία που τον συντηρούσε. Είχε ποικίλες εκφάνσεις αυτή η μαγεία, δεν τις ήξερε όλες.

 

“Ξένε είσαι ο πρώτος ζωντανός που περπατά στην Τόρτορκαβ εδώ και έναν αιώνα. Καλωσόρισες.”

 

Το πλάσμα είχε ένα πρόσωπο σχισμένο όπως το ώριμο φρούτο. Μόνο που ανέδιδε μίασμα και βρώμα. Ο Ουλκάν μπορούσε να γευτεί το δηλητήριο, όχι με φυσιολογικές αισθήσεις, όχι με σιγουριά, αλλά το υποψιαζόταν.

 

“Είμαι περαστικός. Με λένε Ουλκάν. Δεν είμαι ζωντανός. Απέχω από τους άνδρες που ρουφάνε παθιασμένα τον αέρα όσο και εσύ. Μόνο η μαγεία με κρατά όρθιο. Καλώς σας βρήκα. Ποιοι είστε;”

 

Μια εισπνοή και μετά ένα φλέγμα όλο χολή. Το πλάσμα έφτυσε ξανά και ξανά. Τα υπόλοιπα άρχισαν να εμφανίζονται ντροπαλά. Ένα έμοιαζε με παιδί που του βγάλαν τα χέρια και του δώσαν φτερούγες. Ένα άλλο έδειχνε να έχει δυο κεφάλια, ένα ταύρου, και ένα ελαφιού. Όλα τα πλάσματα λευκά και νεκρά. Εντελώς νεκρά. Εκτός αν υπολογίσεις την μαγεία. Πάντα έπρεπε να μπερδεύεται κάπως η μαγεία.

 

“Αν δεν είσαι ζωντανός δεν είσαι καν χρήσιμος. Είσαι μάλλον βάρος στον πόνο των σιωπών μας. Διέκοψες μια ανάπαυση χρόνων. Πως θα μας ξεπληρώσεις αν όχι με τις σάρκες σου;”

 

Το πλάσμα δεν είχε καμιά αναστολή. Το καλωσόρισμα ήταν ειλικρινές. Όπως καλοδέχεσαι έναν αγγελιοφόρο που φέρνει τα λύτρα για να σε ελευθερώσει από τους ληστές. Το ίδιο αληθινή και η πείνα στα ξασπρισμένα μάτια.

Ο χαλκευμένος ακούμπησε κάτω τον μπόγο του. Έλυσε την καφετιά του μανδύα και την άφησε να πέσει στο πλακόστρωτο. Στριφογύρισε μερικές φορές το ραβδί του. Έψαχνε στην κίνηση μια συγκεκριμένη ποιότητα. Μια “ακουστική” που ψάχνει ο αφιερωμένος καλλιτέχνης. Σταμάτησε όταν τον περικύκλωσαν από παντού. Η νότα ήταν στα χέρια του.

Ο ραπτσάγκ με το σχισμένο πρόσωπο έφτυσε χολή. Μια υποκίτρινη όξινη ουσία. Ο Ουλκάν κύλισε στο πλάι. Τον γράπωσε ένα απέθαντο και προσπάθησε να τον σωριάσει. Το πέταξε από πάνω του. Έσχισε με το ραβδί ένα μονοπάτι πτωμάτων. Ξανασκοτώνω αυτό που δεν θέλει να πεθάνει. Είμαι λοιπόν υπηρέτης του θανάτου; Γιατί δεν με κερνά από το ποτήρι του; Τι πρέπει να προσφέρω για να κερδίσω αυτήν την τιμή;

Το ένα μετά το άλλο τα πλάσματα επιχειρούσαν εναντίον του. Απρόσεκτα. Ασθενικά. Αηδιαστικά. Τα μέλη τους έσκαγαν, και χολή και σαπίλα σκορπούσε στην πλατεία. Το φεγγάρι του Μερμάλ βυσσινί άπλωνε το φόντο της πικρίας. Κράτησε μόνο όσο χρειάστηκε.

Ένα πλάσμα κομμένο στη μέση σερνόταν με τα χέρια κατά πάνω του. “Σε ελευθερώνω φυλακισμένη ύπαρξη, πέτα μακριά από εδώ.” Του έλιωσε το κεφάλι με το πόδι.

Εκεί τον βρήκε η ανάμνηση. Χιλιάδες μύτες βελόνας από τις πατούσες του προς τα πάνω. Ο πολεμιστής γονάτισε από πόνο. Αγωνία. Είμαι δεμένος και με κατεβάζουν σε ένα πηγάδι με σκορπιούς. Είμαι πάλι εκεί για να πεθάνω. Στο στήθος του, στο μέρος της καρδιάς, άστραφτε το βαθύ πράσινο του δρακοκρύσταλλου. Πέταξε το ραβδί μακριά. Άρχισε να χτυπά με μανική αποστροφή το χλωρό πλακόστρωτο. Με καταπίνει. Με καλεί. Με χωνεύει. Αλφιέτη. Μόνη μου πυξίδα. Αστέρι του πολικού ψύχους στην κατασκότεινη καρδιά μου. Αγάπη της ζωής που πέρασε. Αλφιέτη, με ακούς; Αλφιέτη...

 

Συνήλθε κάποτε το μεσημέρι στην παγερή πλατεία. Αποφάσισε να μαζέψει μερικά πολύχρωμα κομματάκια από τα ψηφιδωτά των αρχαίων κατοίκων. Τα έστησε σαν αστέρι. Ένα όνομα του ξέφευγε από τα χείλη. Το πρόσωπο του δεν είχε εκφράσεις. Είμαι καλύτερα όταν συνεχίζω. Ξεκίνησε. Ανάμεσα στους ερειπωμένους δρόμους η φιγούρα μεταλλική ακούγονταν σαν κύμβαλο. Κάλεσμα στους ζωντανούς να μην γυρίσουν ποτέ. Τίποτα δεν τους περίμενε εδώ.   

 

                                    

Η χιονισμένη βουνοπλαγιά έκανε τις αρθρώσεις του να σκούζουν. Το αριστερό του μάτι σουβλιά από μια ανάμνηση. Κάποιο καρβουνιασμένο βάσανο. Σκαρφάλωνε έτσι, μονόφθαλμος και παγερός. Το πυκνό χιόνι τον έλουζε με αγνότητα. Πως μπορεί κάποιος να ξεγράψει το λάθος; Το πάθος; Δεν έχω πάθος πια. Είμαι μόνο ένα λάθος που συνεχίζει να σέρνεται στον κόσμο. Πετάχτηκε με δύναμη δέκα ανδρών. Το απόκρημνο πέρασμα έφτανε σε χαράδρα. Για άλλους απροσπέλαστη. Τα βουνά Τάντους. Περίφημα για την αγριότητα των ανέμων τους. Και των κατοίκων τους.

Μια γαλαζωπή κορφή έμοιαζε να κινείται στην άκρη του ορίζοντα. Ένας παγογίγαντας. Αυτόν καλύτερα να τον αποφύγω. Ακόμα και εγώ. Μια οριστική λύση στο αδιέξοδο της μαγικής μου ύπαρξης θα ήταν καλοδεχούμενη. Μια φυλακή από πάγο για μια αιωνιότητα όχι τόσο. Αν ήξερα ότι μπορεί να με σκοτώσει. Δεν το ξέρω όμως. Αποφάσισε να κάνει μια μεγάλη παράκαμψη και να κατέβει την χαράδρα. Ο αέρας έκοβε χαμηλότερα, αλλά η θερμοκρασία σίγουρα ήταν υπό το μηδέν. Μια αδέσποτη σπηλιά. Ναι τώρα συνεχίζω. Πάντα μπρος.

 

Ώρα μετά ενώ βάδιζε στο σκοτάδι άκουσε ένα γρύλισμα. Μια πολική αρκούδα. Μόλις τον πλησίασε αίφνης άλλαξε τροπάριο. Άρχισε να του γλείφει τα χέρια. Αυτά τα παγωμένα ατσάλινα όργανα αφανισμού. Για πιο σκοπό να πλάσεις ένα μηχανικό τέρας σαν εμένα; Για πια λεγεώνα προοριζόμουν; Όταν έμπηξα το μαχαίρι στο στήθος του Αρχιτεχνουργού δεν σκέφτηκα να τον ρωτήσω.

Η πυρωμένη ανάμνηση τον βασάνιζε ακόμα σαν πονοκέφαλος. Ήθελε να πνίξει την αρκούδα. Τι του έφταιγε; Κρατήθηκε. Δεν θα εξυπηρετούσε τίποτα. Δεν μπορούσε να την φάει.

“Άκου φίλη μου. Απόψε θα μοιραστούμε αυτή τη τρύπα στην πέτρα. Εντάξει;” Χάιδεψε την μουσούδα του θηρίου. Ένα γουργουρητό ήρθε για απάντηση.

Το ξημέρωμα το χιόνι σταμάτησε. Η αρκούδα του έδειξε μια έξοδο από τα σκοτάδια του σπηλαίου. Επάνω ένας ήλιος λαμπρός πάσχιζε να αντιστρέψει την παρακμή της ύλης. Όλα θέλουν να πεθάνουν. Σ' ένα τέτοιο τόπο τι νομίζεις ότι θα καταφέρεις; Βάδισε μαζί με το θηρίο. Οι πατημασιές τους δίπλα δίπλα. Τον ακολουθούσε όπως το μικρό παπί την μητέρα που θα βρει τροφή. Ξαφνικά άρχισε να σείεται η πλαγιά ολόκληρη. Πάγος ξεκόλλησε από ψηλά και άρχισε να βρέχει κομμάτια.

 

Ένας πελώριος γαλάζιος γίγαντας τον κοιτούσε με σκυμμένο το κεφάλι. “Κανένας δεν περνά από τα βουνά μου χωρίς να με ρωτήσει. Πέσε στα γόνατα και προσκύνα με. Πες το όνομα μου με λατρεία μεταλλόφτυσμα. Πες Άκασλαρ. Πες το.”

 

Η αρκούδα άρχισε να λυσσά. Γύμνωσε τα δόντια της. Όχι φίλη μου δεν μπορώ να σε προστατέψω. Όχι από αυτόν. Ο Ουλκάν γονάτισε με τη σουβλιά να του κρύβει το μισό τέρας.

“Είμαι ο Ουλκάν ο χαλκευμένος. Σε προσκυνώ Άκασλαρ του Τάντους. Σε εκλιπαρώ για διέλευση από τη γη σου.” Ο πολεμιστής ένιωθε τον πονοκέφαλο να τον ζαλίζει. Ποιον κοροϊδεύω; Είναι ένα σιχαμένο εμπόδιο. Δεν θα με πιστέψει.

 

“Αν μου δώσεις το ζώο σου μεταλλόφτυσμα θα σε αφήσω να περάσεις. Μιλάς με σέβας. Φέρσου με υποταγή. ”Ο γίγαντας κρατούσε ένα απολιθωμένο κορμό δέντρου. Στο δέρμα του χιλιάδες ρούνοι εξιστορούσαν τις σφαγές που απολάμβανε σε τούτο τον καταραμένο τόπο.

 

“Σε προσκύνησα και δεν σου φτάνει. Δεν μπορώ να σου δώσω ότι δεν μου ανήκει.” Ο χαλκευμένος στηρίχτηκε στο ραβδί του και στάθηκε όρθιος. Μια ζάλη αλλόκοσμη. Κάπως με κρεμάσανε με το ένα μάτι να τρέχει αίμα. Άκουγα ώρες το αίμα μου να στάζει. Πέθανα αφού στράγγιξα από αίμα. Ένοχος για νόμους δικανικούς και ιεροπρεπείς.

 

“Ουλκάν θα σε σπάσω σαν φτηνό πάγο. Όλα σπάνε κάτω από το πέρασμα μου.”

 

Το δέντρο ρόπαλο κατέβηκε με φόρα. Ο Ουλκάν το είδε πολύ αργά. Σήκωσε τα χέρια και κράτησε κόντρα στο δεκάμετρο τέρας. Μια ζωώδης ένταση τον κατέλαβε. Η αρκούδα του μετέδωσε όλη της την λύσσα, μετά πήγε και δάγκωσε τον γίγαντα στο γαλάζιο του πόδι. Δάγκωσε παγωμένη σάρκα.

Η κόντρα συνέχισε. Το έδαφος κάτω από τον Ουλκάν άρχισε να υποχωρεί. Θρυμματίστηκε η οροφή κάποιας ανόητης εσοχής των βράχων. Ο Ουλκάν βρέθηκε να γλιστρά στο χαντάκι του πάγου. Πάνω ψηλά άκουσε το γδούπο του δέντρου. Η αρκούδα σίγουρα ξεψύχησε. Το κατρακύλισμα τον έφερε σε μια χαράδρα. Αρπάχτηκε λυσσασμένα στα μισότυφλα. Ένα τεράστιο δέντρο κάποτε άπλωνε ρίζες πριν σχιστούν τα βουνά στα δυο. Ξανά και ξανά επιχείρησε να ανεβεί. Σήκωσε το ασήκωτο σώμα του με τα χέρια. Τύλιξε τα πόδια του σαν κάποια γυαλιστερή ασημένια μαϊμού. Ανάποδα κρεμασμένος με το ραβδί και τον μπόγο να κρέμονται στο κενό έβρισε τρανταχτά τον γίγαντα.

Τελικά βρέθηκε μετά από πολύ σύρσιμο σε στέρεο έδαφος. Πήρε τον πιο απαλό κατήφορο που βρήκε. Ποιος είμαι εγώ που θα θυσιάσω τον εγωισμό μου για να σώσω ένα ζωντανό; Τι μετράει ο εγωισμός ενός φονιά; Φονιάς. Σίγουρα είμαι φονιάς. Αλλιώς πως βρέθηκα εδώ. Δεν έχω ανάγκη τον πάγο σου γίγαντα. Με αγκαλιάζει σφιχτά ο δικός μου. Η κουκούλα του γέμισε χιόνι. Είχε αρχίσει να ρίχνει πριν λίγο. Το κουφάρι της αρκούδας ήδη γύριζε σε μια αυτοσχέδια σούβλα. Το μάτι του του πέρασε, τυχαία, όπως του άρχισε.

 

                                         

Ένας αέρας που σαρώνει ανακάτωνε τις σκισμένες σελίδες. Παντού γύρω του βιβλιοκτίσματα. Ο πύργος Γκεμέσλ των ατέλειωτων βίβλων. Ανέβαινε τα σκαλοπάτια πακτωμένα με αναρίθμητες γλώσσες. Η γραφή εξυπηρετούσε τον απώτατο σκοπό της σε ένα απόλυτα πρακτικό επίπεδο. Εξύψωση. Κάποιος παλαβός έφτιαξε ένα πύργο από βιβλία.

Ανέβαινε και ο αέρας δυνάμωνε. Διακόσια. Τριακόσια. Εκατοντάδες μέτρα. Απλά θέλω να δω την θέα από εκεί πάνω. Μια στιγμή αξίζει όσο χίλιες σκέψεις. Μια κορφή όσο χίλιες πεδιάδες. Ένα περίεργο βουητό έρχονταν από ψηλά. Έφτασε. Ο ανεμοστρόβιλος των σελίδων εδώ σταματούσε από ένα αόρατο μαγικό πεδίο. Μια μικρούλικη μορφή. Ένα ανθρωποειδές στο μέγεθος γάτας. Κίτρινο και με πελώρια αυτιά και μύτη. Καθόταν αναπαυτικά πάνω σε μια ιπτάμενη κοτρόνα. Η κοτρόνα είχε δυο φορές το μέγεθος του και έβγαζε το μόνιμο βουητό.

 

“Νάτος νάτος ο επισκέπτης. Και τι σπάνιο πρόσωπο. Τι είσαι διαβάτη; Πρόσεξε ρωτάω τι, και θέλω μια ειλικρινή απάντηση. Αλλιώς θα κατέβεις πολύ πιο γρήγορα απ' ότι ανέβηκες.”

 

Το πλασματάκι έμοιαζε με φούδιζ. Ξερόλας. Να σου απαντήσω με ειλικρίνεια; Ποια απάντηση περιγράφει το άγνωστο; Μόνο μπορώ να σου πω τι δεν είμαι. Μετά βγάλε συμπέρασμα.

 

“Είμαι ο Ουλκάν ο μεταλλοδέρματος, άνδρας φτιαγμένος από τον σμαραγδένιο δρακοκρύσταλλο. Είμαι το μεγάλο τεχνούργημα. Ο ένατος χαλκευμένος και ο τελευταίος.”

 

Το κίτρινο πλάσμα γέλασε χαιρέκακα: “Αλήθεια αλήθεια αλλά και λάθος. Είσαι το τεχνούργημα. Δεν είσαι το τελευταίο.”

 

Ο Ουλκάν έπαιζε με την εικόνα της κοτρόνας να λιώνει το κεφάλι του ξερόλα.

 

“Σκότωσα τον Αρχιτεχνουργό. Κανένας άλλος δεν ξέρει το μυστικό της μαγοδεσίας.” Και αν κάποιος το ξέρει; Αν όντως δεν είμαι μόνος; Υπάρχει ελπίδα;

 

“Μια καινούργια Αρχιτεχνουργός γεννήθηκε. Ποιόν αιώνα κατασκευάστηκες;” Το πλάσμα διασκέδαζε. Κυλούσε βουίζοντας γύρω γύρω. Έδειχνε να μην φοβάται στο παραμικρό.

 

“Σφυρηλατήθηκα την εποχή που βυθίστηκε στα κύματα η Λικμπάρστ η πόλη των δέκα οίκων. Από τότε γυρνάω στον κόσμο και δεν πεθαίνω. Και δεν συνάντησα άλλο χαλκευμένο.” Ελπίδα. Ναι για πρώτη φορά. Τόσος καιρός μαράζι. Κάπου εκεί έξω είναι ένας ίσος μου. Να κοιτάξω από εδώ ψηλά ίσως φαίνεται. Φτάνουν τα λόγια.

 

“Περιδιαβαίνεις τρεις αιώνες. Μοναχικό.” Το φούδιζ σταμάτησε να χαζολογά και να βουίζει. Για μια στιγμή. Παρατήρησε τον χαλκευμένο που προσπαθούσε να κοιτάξει μέσα από τον στρόβιλο.

“Χα χααα αχ αχ χα. Νομίζεις ότι η αφθονία της γνώσης προσφέρει θέα στο επιθυμητό; Προσπάθησε. Τίποτα δεν φαίνεται πέρα από τον άνεμο των σελίδων. Πρέπει να κατέβεις και να συνεχίσεις να σέρνεσαι. Φύγε τώρα, μου έδωσες πολλά να σκεφτώ. Ποτέ δεν μου φτάνει ο χρόνος να σκεφτώ. Φύγε Ουλκάν.”

 

Το πλάσμα βούιζε και πάλι. Να με πάρει έχει δίκιο. Τόσος κόπος για το τίποτα. Ο άνεμος σαρώνει τα ξεφτισμένα βουνά των γραμμένων λέξεων. Μισώ τις γραμμένες σας λέξεις. Τις απρόσιτες τέχνες σας που με μεταμόρφωσαν σε κατάρα χωρίς χαμόγελο. Βαρύθυμα πήρε τον κατήφορο. Η σκάλα τύλιγε τον πύργο φιδογυριστά. Το κατέβασμα ατέλειωτο όπως οι γλώσσες. Μια σελίδα κόλλησε στο πρόσωπο του. Άθελα του την διάβασε προσπαθώντας να την τσαλακώσει.

Κανένας ποτέ μόνος. Βρες το άλλο σου μισό μέσα σου. Είσαι σώμα και ψυχή. Είσαι δυο μισά που ζητάνε να γνωριστούν. Κανένας μόνος.

Μια αηδία γραμμένη σε νεκρή γλώσσα. Τόση μαγεία μέσα μου και δεν μπορώ να κάνω το πιο φυσικό και απλό πράγμα, να πεθάνω. Τώρα όμως υπάρχει ελπίδα. Ο δέκατος χαλκευμένος. Αυτός ίσως μπορεί να με σκοτώσει. Τώρα έχω σκοπό στην περιπλάνηση μου. Οι σελίδες αδιάφορα συνέχιζαν το πέταγμα τους. Η φιγούρα του κραταιού πολεμιστή έδειχνε ακίνητη. Ξεκομμένη από το χρόνο και το χώρο.

  • Like 2
  • Thanks 1
Link to comment
Share on other sites

Όμορφο και ατμοσφαιρικό. Ταιριαστό, αφαιρετικό χιούμορ. Η γραφή σου μου αρέσει πολύ (είχες κάποια -λίγα- σημεία που θα τα ήθελα να τα είχες δουλέψει περισσότερο και, ίσως, εδώ κι εκεί, να ήθελε λίγο περισσότερη προσοχή η εικόνα του κειμένου. Λεπτομέρειες, όμως). Μιας και το ρωτάς, ναι, για μένα στέκει σαν ιστορία ή διήγημα (και αυτοτελές, δηλαδή). Στην πρώτη ανάγνωση, μου φάνηκε ότι κινήθηκες σε δυο επίπεδα: ενώ η κακοπλασία σου με τράβηξε, ο κάπως εμβόλιμος, εσωτερικός προβληματισμός του ήρωά σου, μου έδωσε την αίσθηση ότι ξέφευγε λίγο. Πάντως τώρα που το ξαναδιάβασα για να γράψω αυτό το σχόλιο, δεν με πείραξε. Ίσως θα μπορούσες να περάσεις κάποια πράγματα μέσα στο κείμενο λίγο πιο αλληγορικά (π.χ. το σχόλιο του φούδιζ στο τέλος ή το απόσπασμα της σελίδας που κόλλησε στο πρόσωπο του Ουλκάν, δεν μου ταίριαξαν. Δηλαδή, αυτό που με προβληματίζει είναι ότι κάποιες ιδέες όταν τις γράφουμε μπορεί να μας φαίνονται ωραίες αλλά στην πράξη μπορεί να μην είναι και τόσο ιδιαίτερες ή πρωτότυπες και ίσως να θέλουν διαφορετική προσέγγιση. Παρεμπιπτόντως, αυτό το «...βρες το άλλο σου μισό μέσα σου...», μου ακούγεται λίγο κίβδηλο). Σε κάθε περίπτωση, θα είχε ενδιαφέρον να μας πεις και τη συνέχεια της ιστορίας του Ουλκάν του Χαλκευμένου.

Edited by Nick V.
  • Thanks 1
Link to comment
Share on other sites

Join the conversation

You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.

Guest
Reply to this topic...

×   Pasted as rich text.   Paste as plain text instead

  Only 75 emoji are allowed.

×   Your link has been automatically embedded.   Display as a link instead

×   Your previous content has been restored.   Clear editor

×   You cannot paste images directly. Upload or insert images from URL.

Loading...
×
×
  • Create New...

Important Information

You agree to the Terms of Use, Privacy Policy and Guidelines. We have placed cookies on your device to help make this website better. You can adjust your cookie settings, otherwise we'll assume you're okay to continue..