Jump to content

Η λεία του κορακιού


Sir Byronas

Recommended Posts

Χαιρετώ! Είμαι καινούργιος στο forum για αυτό άμα κάνω κάτι λάθος συγχωρέστε με. Θα τα μάθω με τον καιρό. Η ιστορία μου διαδραματίζεται στον Πελοποννησιακό Πόλεμο. Είναι η πρώτη μου ολοκληρωμένη ιστορία.

Καλή ανάγνωση!

 

Η λεία του κορακιού

 

Μέσα στο κρύο πρωϊνό αεράκι ένα κοράκι πετούσε σχεδόν αμέριμνα πάνω από το μικρό δά-σος που είχε μετατραπεί σε ένα έξοχο πλέγμα από φλογερές κόκκινες, πορτοκαλί και κίτρινες αποχρώσεις εν αναμονή του επερχόμενου χειμώνα. Οι σκιές ίσα που φαίνονταν στο μουντό φως, καθώς ο ήλιος δεν είχε ξεπροβάλει ακόμα στον ορίζοντα. Το κελάιδισμα μερικών πουλιών, που δεν είχαν φύγει με τα πρώτα κρύα, αντηχούσε στην κοιλάδα, αν και το πρόδηλο κρόξιμο των κορακιών δέσποζε.

Το κοράκι συνέχισε την πτήση του και, εντοπίζοντας έναν δέντρο σχεδόν γυμνό από τα φύλλα του, προσγειώθηκε απαλά στο χαμηλότερο κλαδί του. Κοιτάζοντας κάτω, έβγαλε ένα βραχνό κράξιμο, πήδηξε από το κλαδί και κατήρθε πάνω σε ένα νεκρό άλογο με καφέ χαίτη, άσπρα πεδούκλια και ανοιχτό τρίχωμα κηλιδωμένο σε μερικά σημεία από ένα σκούρο κόκκινο χρώμα, που το κοράκι βρήκε αρκετά ελκυστικό. Το θραύσμα από ένα σπασμένο δόρυ εξείχε από το στήθος του σε μια περίεργη γωνία, σχηματίζοντας μια λιμνούλα ζωηρού ερυθρού υγρού ανάμεικτου με την λάσπη από το νοτερό έδαφος. Ένα άλλο κράξιμο, πιο ήπιο αυτή τη φορά για να μην προσελκύσει άλλα κοράκια, και το κοράκι πήγε πιο κοντά για να εξετάσει το καινούργιο του εύρημα. Βρίσκοντας το κεφάλι του τεράστιου ζώου, άρχισε να τσιμπάει στο πιο τρυφερό σημείο-δίπλα στο ανοιχτό, γουρλωμένο μάτι.

Ένα χέρι πετάχτηκε πίσω από το λαιμό του αλόγου προσπαθώντας να χτυπήσει το κοράκι, αστοχώντας μόλις και με τα βίας. Ξαφνιασμένο, το κοράκι πέταξε μακριά, διαλέγοντας το ίδιο δέντρο για να επανεκτιμήσει την κατάσταση.

«Φύγε μακριά απαίσιο κτήνος! Κανένας δεν πρόκειται να έχει για γεύμα του τον γερο-Πύγμωνα, μ’ ακούς;!» φώναξε ένας άντρας βραχνά. Μετά μουρμουρίζοντας στον εαυτό του πρόσθεσε, «Τουλάχιστον, όχι όσο έχω κρασί για να απαλύνω τον πόνο...»

Ο στρατιώτης άφησε τους ώμους του να σωριαστούν μουλιάζοντας σε ένα μίγμα αίματος, φύλλων και λάσπης και απλώνοντας το χέρι του προς την θήκη της σέλας του αλόγου του, πήρε ένα φθαρμένο φλασκί κρασιού. Βγάζοντας το καπάκι, το έβαλε στα χείλη του και τράβηξε μια βαθιά ρουφηξιά του δυνατού υγρού, χύνοντας τις τελευταίες σταγόνες στα καλοδιατηρημένα γένια του.

«Άδειο...» Ο άνδρας πέταξε με μια ξυνισμένη έκφραση στο πρόσωπό του το άδειο φλασκί προς το μέρος του κορακιού. Το κοράκι έκραξε, πετάρισε σε έναν μικρό κύκλο και επέστρεψε στο κλαδί, καρφώνοντας ελπιδοφόρα το θήραμά του.

«Ναι, είμαι σίγουρος πως θα ήθελες να ξαπλώσω απλώς και να πεθάνω, έτσι δεν είναι;» είπε ο άνδρας με περιφρόνηση, «Λοιπόν, μάλλον δεν είμαι τόσο εύκολος! Έχεις ιδέα τι πέρασα τις τελευταίες μέρες;»

Το κοράκι άκουγε σιωπηλά, γυρίζοντας το κεφάλι του κοροϊδευτικά.

Μορφάζοντας, ο στρατιώτης ανακάθισε και κοίταξε γύρω του. Έβγαλε την μπρούτζινη περικεφαλαία του με το κόκκινο λοφίο, αποκαλύπτοντας τα καστανά, σγουρά μαλλιά του που ήταν λερωμένα από την λάσπη και το αίμα και κρέμονταν ως τους ώμους του. Βγάζοντας τον χαρακτηριστικό κόκκινο μανδύα των Σπαρτιατών ομοίων από τη θήκη της σέλας του, σκεπάστηκε καλύπτοντας την μπρούτζινη πανοπλία του.

«Όλα σίγουρα δείχνουν διαφορετικά στο φως.» είπε στον εαυτό του «Όχι ότι έδινα μεγάλη προσοχή σε ό,τι συνέβαινε χτες το βράδυ. Που άφησα την...α, εδώ μου είσαι.»

Μια μεγάλη στρογγυλή μπρούτζινη ασπίδα με το έμβλημα ενός ταύρου ήταν σχεδόν θαμμένη μέσα στα φύλλα στα δεξιά του. Προσπάθησε να την φτάσει, αλλά ήταν ένα μέτρο μακριά από εκεί που μπορούσε να φτάσει. Άρχισε να σπρώχνει και να πιέζει το νεκρό άλογο, αλλά με κανένα αποτέλεσμα.

«Φτωχέ μου Πύγμωνα. Σε αγαπούσαν τόσο πίσω στην Σπάρτη. Ήσουν το καλύτερο άλογο που ένας πολεμιστής θα ήλπιζε να έχει. Τι δύναμη...» είπε ο άνδρας αναπολώντας «Αλλά τώρα θέλω την βοήθειά σου. Αν μπορούσες να κουνηθείς λίγο...»

Γρυλίζοντας, έσπρωξε με όλη του την δύναμη, μετακινώντας ελάχιστα το νεκρό άλογο. Ενο-χλημένος και κουρασμένος, σταμάτησε την προσπάθεια.

«Έλα τώρα Πύγμωνα! Δεν μπορώ να μείνω εδώ! Αυτοί μπορεί να πλησιάζουν καθώς εμείς μιλάμε!» Κοντοστάθηκε για μια στιγμή, αναλογιζόμενος τι είχε μόλις πει «Εννοώ καθώς εγώ μιλάω! Κοίτα, έχω ήδη αρχίσει να τρελαίνομαι! Μα τα γένια του Διονύσου, μιλάω σε ένα άλογο!» Οι μύες του τεντώθηκαν για να ελευθερώσουν τα πόδια του από το τεράστιο άλογο.

«Είσαι...πολύ...πεισματάρικο...άλογο!» Αγκομαχώντας, ξάπλωσε καθώς ο κόσμος στροβιλίζονταν γύρω του. Προσπαθώντας να ελέγξει τον εαυτό του, συνειδητοποίησε ότι βρισκόταν σε μια πολύ δύσκολη θέση. Κοίταξε εξεταστικά το κοράκι, που τώρα είχε καθίσει στο σπασμένο δόρυ και κορόιδευε την θλιβερή κατάσταση στην οποία βρισκόταν.

Ο στρατιώτης περίμενε. Τι περίμενε, δεν το ήξερε. Δεν υπήρχε τίποτα να περιμένει και, αν και απεχθανόταν το κάθε λεπτό που περνούσε, ήταν το μόνο πράγμα που μπορούσε να κάνει. Ο ήλιος ανέτειλε όπως πάντα αργά, παρακολούθησε την αναρρίχηση του στην κορυφή του ουρανού και μετά άρχισε να βυθίζεται . Με τα μάτια κλειστά, άκουσε πολλά κοράκια να καυγαδίζουν πάνω από το κουφάρι του αλόγου του. Την τελευταία φορά που τα μέτρησε ήταν δεκατρία αλλά από τη συχνότητα που έκραζαν τώρα, μπορούσε να μαντέψει ότι ήταν πολύ περισσότερα. Είχε αποδεχτεί το γεγονός ότι αυτά τα πουλιά θα είχαν τελικά τον Πύγμωνα για γεύμα τους ό,τι κι αν έκανε. Θα ήταν καλύτερα να φυλάξει την δύναμή του.

Ένα θρόισμα των φύλλων του δάσους τον έδιωξε από τις σκέψεις του. Κοιτάζοντας στην άκρη του δάσους, εντόπισε μια σκοτεινή φιγούρα να πλησιάζει προς το μέρος του. Ο ξένος μπορεί να ήταν φίλος ή εχθρός. Οτιδήποτε θα ήταν μια καλοδεχούμενη αλλαγή, σκέφτηκε βλοσυρά ο άνδρας και φώναξε για βοήθεια. Παρακολούθησε τον ξένο να πλησιάζει αργά. Το φως του ήλιου φανέρωσε έναν άνδρα αρκετά μεγαλύτερο από τον ίδιο, με γκρίζα γένια σαν τα δικά του. Φορούσε μια ελαφριά δερμάτινη πανοπλία και έναν πράσινο μανδύα. Στην πλάτη του κρεμόταν μια μικρή, στρογγυλή, ξύλινη ασπίδα προστατεύοντας μια φαρέτρα με βέλη, ένα από τα οποία ήταν ήδη περασμένο στην χορδή του τόξου του. Μόλις είδε το νεκρό άλογο, χαμήλωσε το τόξο του για να ελέγξει την κατάσταση.

«Μου φαίνεται ότι είσαι σε δύσκολη θέση, αγαπητέ μου.» Μιλούσε με μια βαθιά φωνή και με μια προφορά που του φάνηκε δύσκολο να καταλάβει. «Θα ήθελες καμιά βοήθεια εκεί πέρα; Αντίγονος το όνομά μου και θα ήταν χαρά μου να σε βοηθήσω, αν αυτό θέλεις.»

Ο Αντίγονος άφησε στο έδαφος την ασπίδα, την φαρέτρα, το τόξο και τον μανδύα στο έδαφος και έδιωξε τα κοράκια. Έπεσε στο έδαφος για να εκτιμήσει καλύτερα την κατάσταση.

«Θα πείραζε να ήξερα το όνομά σου, πολεμιστή; Και πως κάποιος σαν κι εσένα μπήκε σε τέτοιο μπελά;»

Ο παγιδευμένος στρατιώτης κοντοστάθηκε λίγο και μετά μίλησε «Διοικητής Μέλανδρος, της ενωμοτίας του συντάγματος του Ηρακλή. Δεν ξέρεις πόσο ευτυχής είμαι που βλέπω κάποιον άλλον εκτός από αυτά τα καταραμένα κοράκια. Είμαι εδώ από το σούρουπο της χθεσινής νύχτας, αν θυμάμαι καλά. Να σου ζητήσω μια χάρη, τοξότη;»

«Πες το κι έγινε» είπε γελώντας ο Αντίγονος «Μάλλον θα ήθελες να βγάλω αυτό το άλογο από πάνω σου;»

«Ε...ναι. Πιστεύεις πως μπορεί να γίνει τίποτα;»

«Δεν χάνουμε και τίποτα να δοκιμάσουμε. Είναι κρίμα πάντως να χάνεται τέτοιο άλογο.» είπε ο Αντίγονος θλιμμένα.

«Όντως. Ήταν ό,τι καλύτερο θα μπορούσε να έχει κάποιος. Πολλοί προσπάθησαν να τον αγοράσουν αλλά δεν μπορούσα να τον αφήσω να φύγει. Τώρα μάλλον δεν μ’ αφήνει εμένα να φύγω.»

«Καλύτερα να κάνουμε κάτι το συντομότερο δυνατό. Οι δικοί σου κάνουν περιπολίες όλο το βράδυ. Τους ξέφυγα παρατρίχα χτες βράδυ» είπε ο Αντίγονος χαμογελώντας. «Λοιπόν, πάμε και οι δύο με το τρία. Έτοιμος; Ένα...δύο...τρία»

Οι δύο άνδρες ζορίστηκαν να μετακινήσουν το τεράστιο άλογο αλλά παρόλες τις προσπάθειές τους, το μόνο που κατάφεραν ήταν να κουράσουν τους εαυτούς τους. Ο Αντίγονος, αφού γλίστρησε στη λάσπη, πήγε να βρει κάτι κορμούς με τους οποίους θα ανύψωνε το άλογο. Αλλά όλοι οι κορμοί στην περιοχή είχαν παραμορφωθεί από την υγρασία και δεν άντεχαν το βάρος του αλόγου. Ο Μέλανδρος ξάπλωσε κάτω καθώς ο Αντίγονος στηρίχτηκε σε ένα δέντρο λαχανιάζοντας. Ένα κοράκι έκραξε.

«Δεν φαίνεται καλά, έτσι δεν είναι;» είπε ο Αντίγονος.

Ο Μέλανδρος ξεκουραζόταν ήσυχα. «Ποτέ δεν πίστευα ότι θα πέθαινα έτσι.» μουρμούρισε, περισσότερο στον εαυτό του παρά στον Αντίγονο.

«Έχε κουράγιο, Σπαρτιάτη! Δεν έχουν χαθεί ακόμα όλα! Ίσως θα μπορούσα να βρω μια από τις περιπόλους σας». Ο Αντίγονος σηκώθηκε και πήρε τον εξοπλισμό του.

«Έχεις ιδέα τι θα πάθεις έτσι και σε εντοπίσουμε; Θα σε σκοτώσουν στην στιγμή. Έχουμε διαταγές να σκοτώσουμε όποιον εχθρό δούμε. Μας δίνουν πέντε ασημένια νομίσματα για το κουφάρι σου και εφτά αν σε πιάσουμε ζωντανό.» Ο Μέλανδρος ανακάθησε εμφανώς ανήσυχος.

«Ναι, σίγουρα αλλά εσύ θα σωθείς.»

«Δεν θα μπορούσα να ζήσω με ένα τέτοιο βάρος. Γύρισε πίσω στο στρατόπεδό σου, θα είμαι μια χαρά.»

Ο Αντίγονος χαμογέλασε. «Παλικάρι, δεν πρόκειται να σε αφήσω να πεθάνεις εδώ ακόμα κι αν μου έχουν τελειώσει οι ιδέες. Δεν τα παρατάω έτσι εύκολα»

Ο Αντίγονος ξανακάθησε κλοτσώντας μερικά φύλλα. «Λοιπόν, τι δουλειά είχες σε αυτά τα δάση τέλος πάντων.» ρώτησε ο Μέλανδρος.

Γελώντας ο Αντίγονος απάντησε «Θα έπρεπε να ρωτήσω το ίδιο εσένα.» Τέντωσε τα πόδια του και χασμουρήθηκε ηχηρά. «Λοιπόν, μου φαίνεσαι έντιμος άνδρας. Όλα άρχισαν όταν εσείς οι τύποι μπήκατε στην περιοχή μας και αρχίσατε να κάνετε επιδρομές στα βόρεια. Εγώ ήμουν ένας ήσυχος κυνηγός που πρόσεχα το σπίτι και την κυρά μου. Για να μην τα πολυλέω, η γυναίκα μου σκοτώθηκε σε μια από τις επιδρομές των δικών σου. Αποφάσισα να μπω στο στρατό, πρόθυμος να ξεκοιλιάσω μερικούς από τους φίλους σου. Τέλος πάντων, έγινα μέλος μιας ομάδας επίλεκτων που σκοτώνει τους διοικητές και...να ‘μαι εδώ τώρα»

Ζυγίζοντας τα λόγια του Αντίγονου, ο Μέλανδρος είπε την δική του ιστορία, προσέχοντας να μην αποκαλύψει λεπτομέρειες

«Όπως είπα πριν, είμαι διοικητής της ενωμοτίας του συντάγματος του Ηρακλή. Από μικρός είμαι στις παρατάξεις. Ήρθα να αντικαταστήσω έναν διοικητή που σκοτώθηκε στη μάχη, προφανώς εσύ έβαλες το χεράκι σου εδώ και τις τελευταίες εβδομάδες μαζί με τον ενωμοτία μου κυνηγάμε κάτι τύπους σαν κι εσένα. Χτες το σούρουπο μας επιτέθηκαν κάποιοι δικοί σας και δώσαμε σκληρή μάχη. Δεν νομίζω να επέζησε κανείς, εκτός από εμένα. Το τελευταίο πράγμα που θυμάμαι είναι να με καταπλακώνει ο Πύγμωνας και έναν στρατιώτη να με χτυπάει με το ρόπαλό του. Το επόμενο που ξέρω είναι ότι είμαι κολλημένος εδώ με τα κοράκια περιμένοντας κάποιον να...»

Ο Αντίγονος σήκωσε το χέρι του για να κάνει τον Μέλανδρο να σιωπήσει.

«Άκου» ψιθύρισε. Ο Μέλανδρος έδωσε προσοχή αλλά δεν μπορούσε να ακούσει τίποτα.

«Άλογα, τουλάχιστον δύο. Στοιχηματίζω ότι είναι μια περίπολος. Περίμενε εδώ.» Ο Αντίγονος εξαφανίστηκε στις σκιές του δάσους πριν ο Μέλανδρος να βγάλει τον παραμικρό ήχο. Ο Μέλανδρος περίμενε σιωπηλά.

Τα λεπτά περνούσαν και σύντομα ο Μέλανδρος κατάλαβε ότι ο Αντίγονος τον είχε εγκαταλείψει. Ένα θρόισμα στους θάμνους του τράβηξε την προσοχή και είδε τον Αντίγονο να επιστρέφει. Τέσσερεις στρατιώτες πάνω στα άλογά τους, φορώντας μπρούτζινες πανοπλίες και κράνη, τον παρακολουθούσαν. Είχαν πάρει το τόξο και την φαρέτρα του και έδεσαν τα χέρια του πίσω από την πλάτη του. Ο Αντίγονος γελούσε με τον εαυτό του καθώς ο Μέλανδρος είχε μείνει άφωνος με την αφοβία ή βλακεία του, ό,τι κι αν ήταν. Με τα σπαθιά έξω, τρεις στρατιώτες έλεγξαν τον παγιδευμένο στρατιώτη ενώ ο ένας έδενε τον Αντίγονο σε ένα δέντρο, μακριά από τα όπλα του. Μόλις είδαν την πανοπλία και την ασπίδα του Μέλανδρου αποφάσισαν αμέσως να βοηθήσουν.

«Βαθμός και όνομα;» ρώτησε ένας, καθώς έδενε τα σκοινιά.

«Διοικητής Μέλανδρος, της ενωμοτίας του συντάγματος του Ηρακλή»

Έκπληκτος, ο στρατιώτης απηύθηνε χαιρετισμό στον Μέλανδρο «Διοικητά Μέλανδρε! Σας μετρήσαμε μέσα στους νεκρούς χτες το βράδυ! Είμαστε Θηβαίοι ιππείς που βγήκαμε για περιπολία και περισυλλογή νεκρών.»

«Ήμουν τυχερός, υποθέτω.» είπε ο Μέλανδρος μασώντας τα λόγια του.

Οι τέσσερεις ιππείς, με την βοήθεια μερικών σκοινιών και των αλόγων τους, κατάφεραν τελικά να μετακινήσουν το τεράστιο άλογο από τα πόδια του Μέλανδρου. Ο Μέλανδρος συγκράτησε τις κραυγές πόνου του καθώς αγωνίστηκε να σταθεί όρθιος. Ένιωθε πολύ αδύναμος. Ένας στρατιώτης έτρεξε να εξετάσει τα πόδια του.

«Λοιπόν, δεν έχει σπάσει τίποτα. Μπορεί να είναι αδύναμα για λίγο καιρό αλλά θα είστε μια χαρά με λίγη ξεκούραση. Καιρός τώρα να πάμε πίσω στο στρατόπ...»

«Διοικητά Μέλανδρε, αυτός είναι ένας από τους επικηρυγμένους Μεγαρείς τοξότες!» Σπρώχνοντας τον Αντίγονο στην λάσπη, γέλασε σαρκαστικά. «Μπορούμε να παίξουμε μαζί του πριν τον παραδώσουμε, έτσι;» Οι άλλοι τρεις γέλασαν. Προφανώς δεν ήταν άγνωστα σε αυτούς τα βασανιστήρια των αιχμαλώτων. Ο Μέλανδρος αγωνίστηκε να σταθεί όρθιος και ασθμαίνοντας πήρε την βαριά μπρούτζινη ασπίδα του και έβγαλε το μικρό ξίφος που είχε περασμένο στην ζώνη του. Στηριζόμενος σε ένα δέντρο, κοίταξε τον στρατιώτη στα μάτια και μίλησε άφοβα.

«Όχι. Δεν θα κάνετε κάτι τέτοιο, όχι όσο εγώ είμαι εδώ.» Η φωνή του ήταν άκαμπτη και είχε έναν επιτακτικό τόνο που έκανε τους στρατιώτες να πισωπατήσουν.

«Συγγνώμη, διοικητά, αλλά αυτός είναι στρατιώτης του εχθρού και μάλιστα από τους επίλεκτούς του. Θα πρέπει να είστε τρελός για να αφήστε μια τέτοια ευκαιρία ανεκμετάλλευτη. Σκεφτείτε μόνο την αμοιβή από την επικήρυξη.»

«Είπα, ότι δεν πρόκειται να τον παραδώσετε. Αφήστε τον ελεύθερο.»

«Οι διαταγές είναι από πιο υψηλόβαθμους από εσάς, διοικητά. Αν κάποιος μάθει ότι τον αφήσαμε να δραπετεύσει θα συμπεριφερθούν σε εμάς σαν αιχμαλώτους. Πρέπει να τον παραδώσουμε αλλιώς πάνε τα δικά μας κεφάλια όχι το δικό του.»

«Τότε μάλλον θα είναι τα δικά σας κεφάλια. Θα τον παραδώσετε μόνο αφού αντιμετωπίσετε εμένα.» Ο Μέλανδρος πήγε κοντά στον Αντίγονο, τον βοήθησε να σηκωθεί και τον ελευθέρωσε από τα δεσμά του. Οι τέσσερεις στρατιώτες πλησίασαν ανήσυχα.

«Διοικητά, δεν θέλετε να κάνετε αυτό...Αν τον υπερασπιστείτε είμαστε αναγκασμένοι να σας παραδώσουμε κι εσάς» είπε ένας στρατιώτης.

«Ελάτε πιο κοντά και θα το μετανιώσετε.» Γυρίζοντας προς τον Αντίγονο, του έκανε νόημα να φύγει. Ο Αντίγονος γέλασε με ένα πλατύ χαμόγελο «Παλικάρι, όπως σου είπα πριν, δεν σ’ αφήνω να πεθάνεις. Μου φαίνεται πως έχουμε μια μάχη να δώσουμε.»

Οι τέσσερεις στρατιώτες πλησίασαν πιο κοντά, με έναν από αυτούς να σημαδεύει με το σπα-θί του τον Μέλανδρο. «Διοικητά Μέλανδρε, είμαστε επί του παρόντος υποχρεωμένη να σας κατηγορήσουμε για εσχάτη προδοσία και...» Ο Μέλανδρος στριφογύρισε με δύναμη το σπαθί του σε τόξο, χτυπώντας την λεπίδα του στρατιώτη. Το σπαθί έπεσε στην λάσπη, αντηχώντας καθώς έπεφτε. Οι άλλοι τρεις στρατιώτες επιτέθηκαν. Ο Μέλανδρος ξαναβρήκε την ισορροπία του στα αδύναμα πόδια του, γέρνοντας προς το δέντρο για στήριξη. Ένας στρατιώτης έκανε ένα ξαφνικό μετωπικό χτύπημα, στοχεύοντας αδέξια την καρδιά του Μέλανδρου. Ο Μέλανδρος το απέκρουσε με την ασπίδα του και έστειλε την δική του λεπίδα με δύναμη προς τον στρατιώτη. Το σπαθί διαπέρασε πέρα για πέρα τον αριστερό ώμο του άνδρα και θα έφτανε στο στέρνο του αν δεν τον είχε σταματήσει η πανοπλία του στρατιώτη που είχε σαν αποτέλεσμα να εγκλωβίσει το όπλο του. Ο άτυχος άνδρας έπεσε στο λασπωμένο έδαφος, σφαδάζοντας από τον πόνο, σχηματίζοντας μια λίμνη αίματος γύρω του. Ο Μέλανδρος είχε μείνει χωρίς όπλο. Απέκρουσε με την ασπίδα του τα αλλεπάλληλα χτυπήματα των δύο στρατιωτών και προσπάθησε απεγνωσμένα να φτάσει το σπαθί του νεκρού στρατιώτη.

Τα κουρασμένα του πόδια τον πρόδωσαν και γλίστρησε στην λάσπη. Είδε ένα ακόντιο να διαπερνά τον Αντίγονο στο στήθος, αφού πρώτα είχε σωριάσει στο έδαφος έναν από τους Θηβαίους στρατιώτες. Ο Μέλανδρος σήκωσε το βλέμμα του για να δει τον τελευταίο στρατιώτη, λασπωμένο από την προσπάθεια του να βρει το σπαθί του, να τον μαχαιρώνει προτού μπορέσει να αντιδράσει. Κρύο σίδερο διαπέρασε την μπρούτζινη πανοπλία του και ο Μέλανδρος ένιωσε την λεπίδα να βυθίζεται στα πλευρά του.

Ακολούθησε μια αηδιαστική αίσθηση, καθώς προσπάθησε να αναφωνήσει, με το αίμα να γεμίζει το στόμα του. Το σώμα του ένιωσε το οικείο μούδιασμα που είχε νιώσει, όταν ήταν κάτω από το άλογο. Κοιτάζοντας στα δέντρα, είδε το κοράκι να τον παρακολουθεί και να τον χλευάζει καθώς πέθαινε. Η εικόνα θόλωσε μπροστά στα μάτια του, καθώς άφηνε την τελευταία του πνοή, νοιώθοντας περήφανος που υπερασπίστηκε τον Αντίγονο, έναν πολεμιστή στο πλευρό του οποίου ήταν ανάξιος να πεθάνει.

 

 

~ ~ ~ ~ ~ ~

 

 

Το κοράκι ήταν παρόν σε όλη την διάρκεια του επεισοδίου. Παρακολούθησε τους εναπομείναντες Θηβαίους ιππείς να καθαρίζουν τα όπλα τους και να μαζεύουν τους νεκρούς συμπολεμιστές τους. Έδεσαν τα πτώματα του Αντίγονου και του Μέλανδρου πάνω σε ένα άλογο. Τους δύο νεκρούς στρατιώτες τους έδεσαν σε ένα άλλο άλογο και αφού επιθεώρησαν την περιοχή αποχώρησαν για το στρατόπεδό τους

Στην σιωπή που τώρα επικρατούσε, το κρόξιμο ενός κορακιού ακούστηκε καθαρό σαν καμπάνα. Πέταξε αθόρυβα προς το έδαφος, προσγειώθηκε πρώτα στο σπασμένο ακόντιο και μετά στο έδαφος. Χοροπηδώντας από το ένα πόδι στο άλλο, με την απορία από που να πρωταρχίσει, το κοράκι γέλασε, μόνο επιτέλους με την λεία του.

Link to comment
Share on other sites

Πωπω!! Σχεδόν καταπληκτικό!

 

Η ματαιότητα και ειρωνία του -εμφυλίου- πολέμου... καταφέρνεις να το περάσεις αυτό πάρα πολύ καλά πιστεύω. Η ιδέα με τη σκηνή του κορακιού στην αρχή και στο τέλος ήταν επίσης πάρα πολύ καλή!

Μου άρεσε πολύ ο τρόπος που γράφεις, με τις παραστατικές και ακριβής περιγραφές. Μπράβο!

 

Σχόλια πάνω στο κείμενο τώρα.

 

Οι διάλογοι σε μερικά σημεία όπως:

Γελώντας ο Αντίγονος απάντησε «Θα έπρεπε να ρωτήσω το ίδιο εσένα.» Τέντωσε τα πόδια του και χασμουρήθηκε ηχηρά. «Λοιπόν, μου φαίνεσαι έντιμος άνδρας. Όλα άρχισαν όταν εσείς οι τύποι μπήκατε στην περιοχή μας και αρχίσατε να κάνετε επιδρομές στα βόρεια. Εγώ ήμουν ένας ήσυχος κυνηγός που πρόσεχα το σπίτι και την κυρά μου. Για να μην τα πολυλέω, η γυναίκα μου σκοτώθηκε σε μια από τις επιδρομές των δικών σου. Αποφάσισα να μπω στο στρατό, πρόθυμος να ξεκοιλιάσω μερικούς από τους φίλους σου. Τέλος πάντων, έγινα μέλος μιας ομάδας επίλεκτων που σκοτώνει τους διοικητές και...να ‘μαι εδώ τώρα»

Ζυγίζοντας τα λόγια του Αντίγονου, ο Μέλανδρος είπε την δική του ιστορία, προσέχοντας να μην αποκαλύψει λεπτομέρειες

«Όπως είπα πριν, είμαι διοικητής της ενωμοτίας του συντάγματος του Ηρακλή. Από μικρός είμαι στις παρατάξεις. Ήρθα να αντικαταστήσω έναν διοικητή που σκοτώθηκε στη μάχη, προφανώς εσύ έβαλες το χεράκι σου εδώ και τις τελευταίες εβδομάδες μαζί με τον ενωμοτία μου κυνηγάμε κάτι τύπους σαν κι εσένα. Χτες το σούρουπο μας επιτέθηκαν κάποιοι δικοί σας και δώσαμε σκληρή μάχη. Δεν νομίζω να επέζησε κανείς, εκτός από εμένα. Το τελευταίο πράγμα που θυμάμαι είναι να με καταπλακώνει ο Πύγμωνας και έναν στρατιώτη να με χτυπάει με το ρόπαλό του. Το επόμενο που ξέρω είναι ότι είμαι κολλημένος εδώ με τα κοράκια περιμένοντας κάποιον να...»

 

και

 

«Διοικητά Μέλανδρε, αυτός είναι ένας από τους επικηρυγμένους Μεγαρείς τοξότες!» Σπρώχνοντας τον Αντίγονο στην λάσπη, γέλασε σαρκαστικά. «Μπορούμε να παίξουμε μαζί του πριν τον παραδώσουμε, έτσι;» Οι άλλοι τρεις γέλασαν. Προφανώς δεν ήταν άγνωστα σε αυτούς τα βασανιστήρια των αιχμαλώτων. Ο Μέλανδρος αγωνίστηκε να σταθεί όρθιος και ασθμαίνοντας πήρε την βαριά μπρούτζινη ασπίδα του και έβγαλε το μικρό ξίφος που είχε περασμένο στην ζώνη του. Στηριζόμενος σε ένα δέντρο, κοίταξε τον στρατιώτη στα μάτια και μίλησε άφοβα.

«Όχι. Δεν θα κάνετε κάτι τέτοιο, όχι όσο εγώ είμαι εδώ.» Η φωνή του ήταν άκαμπτη και είχε έναν επιτακτικό τόνο που έκανε τους στρατιώτες να πισωπατήσουν.

«Συγγνώμη, διοικητά, αλλά αυτός είναι στρατιώτης του εχθρού και μάλιστα από τους επίλεκτούς του. Θα πρέπει να είστε τρελός για να αφήστε μια τέτοια ευκαιρία ανεκμετάλλευτη. Σκεφτείτε μόνο την αμοιβή από την επικήρυξη.»

«Είπα, ότι δεν πρόκειται να τον παραδώσετε. Αφήστε τον ελεύθερο.»

«Οι διαταγές είναι από πιο υψηλόβαθμους από εσάς, διοικητά. Αν κάποιος μάθει ότι τον αφήσαμε να δραπετεύσει θα συμπεριφερθούν σε εμάς σαν αιχμαλώτους. Πρέπει να τον παραδώσουμε αλλιώς πάνε τα δικά μας κεφάλια όχι το δικό του.»

«Τότε μάλλον θα είναι τα δικά σας κεφάλια. Θα τον παραδώσετε μόνο αφού αντιμετωπίσετε εμένα.» Ο Μέλανδρος πήγε κοντά στον Αντίγονο, τον βοήθησε να σηκωθεί και τον ελευθέρωσε από τα δεσμά του. Οι τέσσερεις στρατιώτες πλησίασαν ανήσυχα.

«Διοικητά, δεν θέλετε να κάνετε αυτό...Αν τον υπερασπιστείτε είμαστε αναγκασμένοι να σας παραδώσουμε κι εσάς» είπε ένας στρατιώτης.

«Ελάτε πιο κοντά και θα το μετανιώσετε.» Γυρίζοντας προς τον Αντίγονο, του έκανε νόημα να φύγει. Ο Αντίγονος γέλασε με ένα πλατύ χαμόγελο «Παλικάρι, όπως σου είπα πριν, δεν σ’ αφήνω να πεθάνεις. Μου φαίνεται πως έχουμε μια μάχη να δώσουμε.»

 

δεν μου φάνηκαν πολύ φυσικοί. Ίσως θα έπρεπε να τους προσέξεις καλύτερα. Συγκεκριμένα δεν ήταν το ΤΙ λέγανε που δε μου άρεσε, αλλά το ΠΩΣ το λέγανε.

 

Επίσης εκεί που εμφανίστηκε ξαφνικά ο Αντίγονος μέχρι που λέει

«Καλύτερα να κάνουμε κάτι το συντομότερο δυνατό. Οι δικοί σου κάνουν περιπολίες όλο το βράδυ. Τους ξέφυγα παρατρίχα χτες βράδυ» είπε ο Αντίγονος χαμογελώντας.

μπερδεύτικα γιατί δεν αναφέρεις πουθενά ότι ο Αντίγονος είναι αντίπαλος. Ίσως το λες έμμεσα (η παράξενη προφορά) αλλά θα έπρεπε να το ξεκαθαρίσεις. Άλλωστε και ο Μέλανδρος φαίνεται να το κατάλαβε, γιατί όχι και ο αναγνώστης;

 

Επίσης δεν αναφέρεις ότι ο Μέλανδρος είναι αρχικά πλακωμένος από το άλογο και το καταλαβαίνουμε λίγο αργότερα.

Γενικά παρατήρησα μερικά τέτοια λαθάκια.

 

Κάνε ένα σουλούπωμα με βάση αυτά που σου είπα, διόρθωσε λίγα ορθογραφικά λάθη που πρόσεξα και είσαι τζετ!

 

Και κάτι ακόμη. Όταν ξαναποστάρεις κείμενο στο φόρουμ να βελτιώσεις την εικόνα του... να ξεχωρίζουμε εύκολα τις παραγράφους, να βάζεις σε πλάγια γράμματα τις σκέψεις των χαρακτήρων και τέτοια.

 

 

 

Και πάλι ένα μπράβο! :thmbup:

Περιμένω και άλλες ιστορίες σου.

Link to comment
Share on other sites

Δεν το διάβασα όλο --το άφησα εκεί που διηγείται ο στρατιώτης την ιστορία του. Θα το τελειώσω, όμως, σίγουρα κάποια στιγμή που θα έχω περισσότερο χρόνο.

 

Γράφεις καλά. Αυτό είναι γεγονός. Η δύναμή σου είναι οι σκηνές που δημιουργείς και η ατμόσφαιρα' ήταν σαν να βλέπω τα όσα αφηγιόσουν μπροστά μου. Η αδυναμία σου είναι ο διάλογος: στην αρχή, με το κοράκι, νόμιζα ότι ο στρατιώτης έλεγε πιο πολλά από ό,τι θα έπρεπε' μετά, όταν τον συνάντησε ο Αντίγονος, ο διάλογος φτιάχνει κάπως, αλλά όχι πολύ. Ηχεί αμήχανα, όχι σαν οι χαρακτήρες να είναι αμήχανοι, αλλά σαν ο συγγραφέας να είναι. Είναι δύσκολο να σου πω ακριβώς τι φταεί, εκτός αν καθόμουν και έγραφα πάλι το διάολογο. Τώρα, θα έχεις δίκιο να σκεφτείς: Μαλακίες μου λέει αυτός ο τύπος. Θα σου πρότεινα, όμως, να αποστασιοποιηθείς από το διήγημα για καμια βδομάδα τουλάχιστον και, μετά, να το ξανακοιτάξεις. Μην κάνεις αλλαγές στους διαλόγους, αλλά έχε στο νου σου πώς θα μπορούσες, μελλοντικά, να γράψεις καλύτερο --πιο φυσικό-- διάλογο.

 

Μια απορία μου: τι είναι η πεδούκλια;

 

Και κάτι παρατηρήσεις που, πιστεύω, θα σε βοηθήσουν να βελτιώσεις τη γραφή σου.

 

Ένα άλλο κράξιμο, πιο ήπιο αυτή τη φορά για να μην προσελκύσει άλλα κοράκια, και το κοράκι πήγε πιο κοντά για να εξετάσει το καινούργιο του εύρημα.

 

Μπορείς και καλύτερα. Το υπόλοιπο κείμενο το αποδεικνύει. Ένας καλύτερος τρόπος που θα μπορούσες να το είχες γράψει: Το κοράκι έβγαλε ακόμα ένα κράξιμο --πιο ήπιο, αυτή τη φορά, για να μην προσελκύσει κι άλλα του είδους του-- και πλησίασε, για να εξετάσει το καινούργιο του εύρημα.

 

Το θραύσμα από ένα σπασμένο δόρυ εξείχε από το στήθος του σε μια περίεργη γωνία

 

Πώς είναι οι περίεργες γωνίες; Ενώ είσαι μάστορας στο να δημιουργείς εικόνες, εδώ τα θαλασσώνεις. Είναι οξεία η γωνία; είναι αμβλία; Τι; Να ακριβολογείς, εκτός αν σκόπιμα θες να δημιουργήσεις απορία και μυστήριο.

 

Ο στρατιώτης άφησε τους ώμους του να σωριαστούν μουλιάζοντας σε ένα μίγμα αίματος, φύλλων και λάσπης και απλώνοντας το χέρι του προς την θήκη της σέλας του αλόγου του, πήρε ένα φθαρμένο φλασκί κρασιού.

 

Απ'ό,τι παρατήρησα, γενικά, ακολουθείς κι εσύ αυτό που μας μάθανε στο σχολείο: Ποτέ πριν από το "και" δεν μπαίνει κόμμα. Αυτό είναι λάθος. Στη λογοτεχνία δεν ισχύει. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, χρειάζεσαι, τουλάχιστον, ένα κόμμα πριν από το "και απλώνοντας το χέρι του".

 

Υπάρχουν κι άλλα σημεία που μπορεί να ήθελε κόμμα πριν από το "και", αλλά αναφέρω ένα ενδεικτικά.

 

πάει στο πιο τρυφερό σημείο-δίπλα στο ανοιχτό, γουρλωμένο μάτι.

 

Αυτό είναι σχόλιο καθαρά αισθητικής: Μη βάζεις αυτή τη μικρή παύλα και μην την κολλάς με τις λέξεις. Το βλέπω να το κάνουν και σε δημοσιευμένα βιβλία --που πληρώνεις για να τα πάρεις, φευ!-- και τραβάω τα μαλλιά μου. Είναι, απλά, κακόγουστο. Βάζε τη μεγάλη παύλα και άφηνε κενό.

 

«Όλα σίγουρα δείχνουν διαφορετικά στο φως.» είπε στον εαυτό του «Όχι ότι έδινα μεγάλη προσοχή σε ό,τι συνέβαινε χτες το βράδυ. Που άφησα την...α, εδώ μου είσαι.»

 

«Πες το κι έγινε» είπε γελώντας ο Αντίγονος «Μάλλον θα ήθελες να βγάλω αυτό το άλογο από πάνω σου;»

 

(Διάλογος παρμένος από διαφορετικά σημεία.) Πριν από τα ρήματα διαλόγου πρέπει να βάζεις κόμμα, το κενό ή η τελεία είναι λάθος. Και πάλι, το έχω δει και σε δημοσιευμένα βιβλία --που πληρώνεις, φευ!-- και είναι άθλιο.

 

Ορίστε πώς έπρεπε να είναι η στίξη:

 

«Όλα σίγουρα δείχνουν διαφορετικά στο φως[,]» είπε στον εαυτό του[.] «Όχι ότι έδινα μεγάλη προσοχή σε ό,τι συνέβαινε χτες το βράδυ. Που άφησα την...α, εδώ μου είσαι.»

 

«Πες το κι έγινε[,]» είπε γελώντας ο Αντίγονος[.] «Μάλλον θα ήθελες να βγάλω αυτό το άλογο από πάνω σου;»

 

 

Που άφησα την...α, εδώ μου είσαι.»

 

μακριά από εκεί που μπορούσε να φτάσει.

 

(Παρμένο, πάλι, από διαφορετικά σημεία.) Όταν το "που" δείχνει τόπο, θέλει τόνο -- πού.

 

Ο ήλιος ανέτειλε όπως πάντα αργά, παρακολούθησε την αναρρίχηση του στην κορυφή του ουρανού και μετά άρχισε να βυθίζεται .

 

Αυτή η πρόταση αλλάζει συνέχεια υποκείμενα. Στην αρχή μιλάς για τον ήλιο, μετά για τον στρατιώτη που παρακολουθεί τον ήλιο, και μετά πάλι για τον ήλιο που βυθίζεται.

 

Προτείνω: Ο ήλιος ανέτειλε όπως πάντα αργά· ο στρατιώτης παρακολούθησε την αναρρίχηση του στην κορυφή του ουρανού και, μετά, τον είδε να βυθίζεται.

 

(Επίσης, τα "άρχισε" καλύτερα να τα αποφεύγεις όσο μπορείς. Γιατί θα δεις ότι, αν παρασυρθείς, ξεπετάγονται συνέχεια στο λόγο.)

 

Μιλούσε με μια βαθιά φωνή και με μια προφορά που του φάνηκε δύσκολο να καταλάβει.

 

Αν παρατηρήσεις το κείμενό σου, θα δεις ότι αυτό το "του" μοιάζει να αναφέρεται στον λάθος άνθρωπο. Οπότε, για να είσαι πιο ακριβής, γράψε ακριβώς σε ποιον φάνηκε δύσκολο να καταλάβει.

 

Ο παγιδευμένος στρατιώτης κοντοστάθηκε λίγο και μετά μίλησε

 

Μετά το "μίλησε" θέλεις άνω-κάτω τελεία, γιατί εισάγεις διάλογο.

Link to comment
Share on other sites

Χμμμμ...

 

Αρκετά ως πολύ καλογραμμένο. Το άνοιγμα και το κλείσιμο με το κοράκι (Πόε;)εξαιρετικά. Θα συμφωνήσω με τις προηγούμενες κριτικές στο οτι οι διάλογοι θέλουν λίγη βελτίωση' όχι οτι είναι κακοί, αλλά υστερούν σε σχέση με το εξαιρετικό επίπεδο των περιγραφών.

 

Το βασικό μου πρόβλημα είναι άλλο: Γιατί ο Αντίγονος, εχθρός από μίσος εκδίκησης, αποφασίζει να βοηθήσει τον πεσμένο αντίπαλο; Πως του ήρθε; Είναι κυνηγός διοικητών γιατί του σκότωσαν τη γυναίκα του, και ξαφνικά βάζει σε κίνδυνο τη ζωή του για να σώσει έναν απ'αυτούς; Μέσα στο κείμενο δεν υποννοείται καμμιά εξήγηση, ούτε ξαφνική μεταστροφή διάθεσης, εκτός κι αν το διάβασα πολύ βιαστικά.

Link to comment
Share on other sites

Όπως σου υποσχέθηκα το τελείωσα. Συμφωνώ και με τα σχόλια του LeMirage για το κοράκι (πολύ πετυχημένο το κλείσιμο) και για το ότι χρειαζόταν να τονίσεις λίγο περισσότερο τα κίνητρα του Αντίγονου.

 

Η μάχη έχει κάμποσα προβληματάκια ροής. Αλλά όλες οι μάχες είναι δύσκολες στην περιγραφή τους. Σε γενικές γραμμές, την περιγράφεις καλά, αλλά θα μπορούσες και καλύτερα, γιατί σε κάποια σημεία χάνεις το υποκείμενο. (Αυτό, πιστεύω, πρέπει να το προσέξεις --να είσαι απόλυτα ακριβής σε τι αναφέρεται η κάθε πρόταση, κύρια ή δευτερεύουσα.)

 

Θα γίνω πιο συγκεκριμένος, αλλά πρώτα ένα θέμα στίξης.

 

«Λοιπόν, δεν έχει σπάσει τίποτα. Μπορεί να είναι αδύναμα για λίγο καιρό αλλά θα είστε μια χαρά με λίγη ξεκούραση. Καιρός τώρα να πάμε πίσω στο στρατόπ...»

 

Διοικητά Μέλανδρε, είμαστε επί του παρόντος υποχρεωμένη να σας κατηγορήσουμε για εσχάτη προδοσία και...»

 

Και στις δύο περιπτώσεις δε θέλεις αποσιωπητικά, αλλά παύλα. Τα αποσιωπητικά μπαίνουν όταν η φωνή "αργοσβήνει", ή όταν κάτι υπονοείται, ή όταν κάποιος κομπιάζει, κτλ. Όταν, όμως, τα λόγια διακόπτονται απότομα, μπαίνει παύλα --μεγάλη και φανερή. Κάπως έτσι:

 

«Λοιπόν, δεν έχει σπάσει τίποτα. Μπορεί να είναι αδύναμα για λίγο καιρό αλλά θα είστε μια χαρά με λίγη ξεκούραση. Καιρός τώρα να πάμε πίσω στο στρατόπ--»

 

Ο Μέλανδρος το απέκρουσε με την ασπίδα του και έστειλε την δική του λεπίδα με δύναμη προς τον στρατιώτη.

 

Το "έστειλε" δεν είναι το καλύτερο ρήμα που μπορείς να χρησιμοποιήσεις, διότι δίνει την αίσθηση του "εκτόξευσε".

 

Πρόταση: Ο Μέλανδρος το απέκρουσε με την ασπίδα του και σπάθισε με δύναμη τον στρατιώτη.

 

Το "σπάθισε" λέει ακριβώς τι έγινε με μία μόνο λέξη: επιτέθηκε με το σπαθί.

 

(Επίσης τα "προς" καλό είναι κι αυτά να τα αποφεύγεις, όπως και τα "άρχισε", γιατί εμφανίζονται πολύ συχνά στο λόγο, αν δεν τα έχεις κατά νου. Αυτό δε σημαίνει ότι δεν πρέπει να τα χρησιμοποιείς --οποιοδήποτε "δεν" είναι λάθος στη συγγραφή--, σημαίνει ότι πρέπει να προσέχεις.)

 

Το σπαθί διαπέρασε πέρα για πέρα τον αριστερό ώμο του άνδρα και θα έφτανε στο στέρνο του αν δεν τον είχε σταματήσει η πανοπλία του στρατιώτη που είχε σαν αποτέλεσμα να εγκλωβίσει το όπλο του.

 

Αυτή η πρόταση έχει πρόβλημα. Πρώτον, θα μπορούσε να έχει γραφτεί σε δύο πιο κομψές προτάσεις' δεύτερον, έτσι όπως είναι γραμμένη, "το όπλο του" μπλέκεται αναφορικά, σαν να ανήκει στον αντίπαλο, όχι στον κεντρικό χαρακτήρα.

 

Θα πρότεινα κάτι σαν αυτό: Το σπαθί διαπέρασε πέρα για πέρα τον αριστερό ώμο του άνδρα, και θα έφτανε στο στέρνο του, αλλά η πανοπλία το σταμάτησε, εγκλωβίζοντάς το συγχρόνως.

 

Είδε ένα ακόντιο να διαπερνά τον Αντίγονο στο στήθος, αφού πρώτα είχε σωριάσει στο έδαφος έναν από τους Θηβαίους στρατιώτες.

 

Το ακόντιο είχε σωριάσει έναν από τους Θηβαίους; Προφανώς, όχι. Οπότε: Είδε ένα ακόντιο να διαπερνά τον Αντίγονο στο στήθος, αφού πρώτα εκείνος είχε σωριάσει στο έδαφος έναν από τους Θηβαίους στρατιώτες.

 

Τους δύο νεκρούς στρατιώτες τους έδεσαν σε ένα άλλο άλογο και αφού επιθεώρησαν την περιοχή αποχώρησαν για το στρατόπεδό τους

 

Αυτό το "τους" θέλει τόνο, γιατί πηγαίνει στο "έδεσαν", όχι στους στρατιώτες. Επίσης, το "επιθεώρησαν" δε μου φαίνεται τόσο ταιριαστό για την περίπτωση. Ή θα "κοίταξαν τριγύρω" ή θα "κατόπτευσαν την περιοχή", νομίζω.

 

Στην σιωπή που τώρα επικρατούσε, το κρόξιμο ενός κορακιού ακούστηκε καθαρό σαν καμπάνα. Πέταξε αθόρυβα προς το έδαφος, προσγειώθηκε πρώτα στο σπασμένο ακόντιο και μετά στο έδαφος. Χοροπηδώντας από το ένα πόδι στο άλλο, με την απορία από που να πρωταρχίσει, το κοράκι γέλασε, μόνο επιτέλους με την λεία του.

 

Το "Πέταξε αθόρυβα" μοιάζει να αναφέρεται στο κρώξιμο, έτσι όπως είναι γραμμένο. (Γιαυτό σου λέω ότι, γενικά, πρέπει να προσέχεις να μη χάνεις το υποκείμενο. Τα περισσότερα προβλήματα εκεί τα εντόπισα. Εσύ ξέρεις σε τι αναφέρεσαι, αλλά ο αναγνώστης όχι.)

 

Πρόταση:

Στη σιωπή που τώρα επικρατούσε, ένα κρώξιμο αντήχησε, καθαρό σαν καμπάνα, και ένα κοράκι πέταξε αθόρυβα προς το έδαφος. Προσγειώθηκε πρώτα στο σπασμένο ακόντιο και μετά στο χώμα. Χοροπηδώντας από το ένα πόδι στο άλλο, με την απορία από πού να πρωταρχίσει, γέλασε, μόνο επιτέλους με την λεία του.

 

Τι έκανα εδώ; Έσβησα την επανάλειψη του "εδάφους" και το αντικατέστησα με τη λέξη "γη" στη μία περίπτωση. Έσβησα το δεύτερο "κοράκι", δομώντας όμως έτσι την πρόταση που να φαίνεται ότι από το "και ένα κοράκι" και μετά το υποκείμενο είναι συνέχεια το κοράκι. Έβαλα τόνο στο "που" γιατί είναι τοπικό.

 

Παρατήρησε:

Στη σιωπή που τώρα επικρατούσε, ένα κρώξιμο αντήχησε, καθαρό σαν καμπάνα, [ως εδώ, υποκείμενο είναι το κρώξιμο] και ένα κοράκι πέταξε αθόρυβα προς το έδαφος. [Το κοράκι] Προσγειώθηκε πρώτα στο σπασμένο ακόντιο και μετά στο χώμα. Χοροπηδώντας από το ένα πόδι στο άλλο, με την απορία από πού να πρωταρχίσει, [το κοράκι] γέλασε, μόνο επιτέλους με την λεία του.

 

Επίσης, τα κοράκια --και όλα τα ζώα-- δε γελάνε, αλλά, υποθέτω, μιλάς μεταφορικά. :)

 

 

 

 

Εντάξει, μετά απ'αυτή την κριτική έχω λιώσει. Μετά από δύο μήνες πάλι. :dazzled:

Link to comment
Share on other sites

Ευχαριστώ όλους για τα σχόλια και προπάντων τον Βάρδο (τέτοια ανάλυση ομολογώ ότι δεν την περίμενα!)

Συγνώμη για την μορφή του κειμένου, αλλά το έκανα copy-paste στα γρήγορα και δεν πολυπρόσεξα της παραγράφους. Θα το προσέξω την άλλη φορά!

 

Την ιστορία αυτή, λοιπόν, την έγραψα για έναν πανελλήνιο διαγωνισμό λογοτεχνίας γιατί η φιλολογός μου, μου είπε ότι τα ιστορικά μυθιστορήματα δεν λένε. Της είπα, λοιπόν, ότι θα γράψω μια ιστορία τέτοια αλλά οι διάλογοι θα είναι σαν τις μετάφρασεις των έργων του Ομήρου(για αυτό προσπάθησα να τους κάνω επίτηδες κάπως παράξενους, αλλά νομίζω ότι το παράκανα :blush: ), γιατί λέει ότι οι μεταφράσεις του Ομήρου είναι καλές, ενώ εγώ θεωρώ τους διαλόγους σε ορισμένα σημεία γελοίους λόγο κακής μετάφρασης. Τέλως πάντων, τελικά πήρα έπαινο και τα καταχάρηκα :icon_yea: ! Οι κριτές μου είπαν, όπως κι εσείς παιδιά, ότι οι διάλογοι μου είχαν κάποιο πρόβλημα και αν ήταν καλύτεροι, θα έπερνα καλύτερη θέση.

Κάποια μέρα θα το φτιάξω το κείμενο, αλλά φαίνεται πως ο Βάρδος έκανε όλη την δουλειά για μένα :p ! Έχεις δίκιο σε όσα λες και θα προσέξω όσο μου επισήμανες (για να μην έχεις να κάνεις την επόμενη φορά τόση δουλειά :lol: ). Και πάλι ευχαριστώ για τις συμβουλές!

 

Το βασικό μου πρόβλημα είναι άλλο: Γιατί ο Αντίγονος, εχθρός από μίσος εκδίκησης, αποφασίζει να βοηθήσει τον πεσμένο αντίπαλο; Πως του ήρθε; Είναι κυνηγός διοικητών γιατί του σκότωσαν τη γυναίκα του, και ξαφνικά βάζει σε κίνδυνο τη ζωή του για να σώσει έναν απ'αυτούς; Μέσα στο κείμενο δεν υποννοείται καμμιά εξήγηση, ούτε ξαφνική μεταστροφή διάθεσης, εκτός κι αν το διάβασα πολύ βιαστικά.

 

Όντως δεν το απέδωσα τόσο καλά γιατί μ' αρέσει να παρουσιάζω τα κίνητρα και τις σκέψεις των ηρώων μου μέσα από τις πράξεις τους. Εδώ δεν το πέτυχα, αλλά αυτό που ήθελα να πω είναι ότι αυτός ο άνθρωπος έχει σιχαθεί την όλη κατάσταση και η εκδίκηση που αναζητούσε τόσο καιρό δεν πρόκειται να τον ηρεμήσει ψυχικά. Κατάλαβε την ματαιότητα αυτού του πολέμου. Ο Αντίγονος είναι αυτός που θα αλλάξει την ψυχοσύνθεση του Μέλανδρου.

 

μπερδεύτικα γιατί δεν αναφέρεις πουθενά ότι ο Αντίγονος είναι αντίπαλος. Ίσως το λες έμμεσα (η παράξενη προφορά) αλλά θα έπρεπε να το ξεκαθαρίσεις. Άλλωστε και ο Μέλανδρος φαίνεται να το κατάλαβε, γιατί όχι και ο αναγνώστης;

 

Επίσης δεν αναφέρεις ότι ο Μέλανδρος είναι αρχικά πλακωμένος από το άλογο και το καταλαβαίνουμε λίγο αργότερα.

Γενικά παρατήρησα μερικά τέτοια λαθάκια.

Δεν μου αρέσει γενικά να λέω στον αναγνώστη αμέσως όλα τα στοιχεία, αλλά εδώ ίσως να μην το απέδωσα σωστά.

 

 

Ευχαριστώ για τα σχόλια! Αναμείνατε νέα ιστορία μόλις τελειώσω με τις εξετάσεις :book: !

Link to comment
Share on other sites

Όμορφη η ιστορία σου! Κάνεις πολύ καλές -κατά τη γνώμη μου- περιγραφές του χώρου και των κινήσεων, αλλά πιστεύω ότι μπορείς να βλετιωθείς κι άλλο στον τομέα αυτό.

 

Όσο αφορά στους διάλογους, αυτό που παρατήρησα είναι ότι μοιάζουν με το πώς μιλάμε σήμερα, ενώ ίσως θα μπορούσες να έχεις δώσει έναν αλλιώτικο τόνο και χροιά στο λόγο των χαρακτήρων σου. Λεπτομέρεις, βέβαια, αλλά πιστεύω ότι θα έδειχνε καλύτερα έτσι. Δεν ξέρω αν έχεις διαβάσει Steven Pressfield. Εκείνος κατάφερε από τους διαλόγους να με κάνει να αισθανθώ ότι είμαι πράγματι σε μιαν άλλη εποχή.

 

Ένα τρίτο σημείο που θα ήθελα να σταθώ, είναι ότι μερικές φορές οι περίοδοι είναι κάπως σύντομες. Θα μπορούσες να χρησιμοποιήσεις λίγο περισσότερες δευτερεύουσες προτάσεις ώστε να κάνεις ακόμα πιο ωραίο τον λόγο σου. Θα κυλούσε πιο ομαλά, πιστεύω.

 

Μην έχοντας βρει κάτι να μου χτυπάει άσχημα στο γράψιμό σου, έγινα περισσότερο ψείρας από το συνηθισμένο και ανέφερα τα παραπάνω, με την ελπίδα να σε βοηθήσω κάπως. Καλή συνέχεια στο γράψιμό σου και καλή επιτυχία στις εξετάσεις. :)

Link to comment
Share on other sites

Join the conversation

You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.

Guest
Reply to this topic...

×   Pasted as rich text.   Paste as plain text instead

  Only 75 emoji are allowed.

×   Your link has been automatically embedded.   Display as a link instead

×   Your previous content has been restored.   Clear editor

×   You cannot paste images directly. Upload or insert images from URL.

Loading...
×
×
  • Create New...

Important Information

You agree to the Terms of Use, Privacy Policy and Guidelines. We have placed cookies on your device to help make this website better. You can adjust your cookie settings, otherwise we'll assume you're okay to continue..