Jump to content

Σημάδια και Οιωνοί


Βάρδος

Recommended Posts

Αφού όλοι ανεβάζετε, ζήλεψα και θα ανεβάσω κι εγώ. :p Το ακόλουθο κομμάτι είναι ένα μέρος του προλόγου ενος μυθιστορήματός μου, ο οποίος, όμως, μπορεί να διαβαστεί αυτούσιος και ως διήγημα.

 

Αναμένω σχόλια.

 

 

1. Το Χάρισμά μου

 

Από μικρή είχα αυτό το παράξενο χάρισμα… το οποίο ίσως και να ήταν κατάρα, δεν ξέρω… Μπορούσα να αισθανθώ πράγματα που οι άλλοι δεν τα αισθάνονταν. Ή, για την ακρίβεια, μπορούσα ν’ακούσω το κάλεσμα διάφορων ανώτερων όντων· και τα ανώτερα όντα, υποθέτω, μπορούσαν να με ξεχωρίσουν ευκολότερα ανάμεσα από τους υπόλοιπους θνητούς, γιατί πάντοτε με αναζητούσαν ποικιλοτρόπως. Ωστόσο, το χάρισμά μου δεν περιοριζόταν μονάχα σ’ετούτο· μπορούσα, επίσης, να προδώ τα μελλούμενα, ορισμένες φορές: μπορούσα να δω οιωνούς εκεί όπου οι άλλοι έβλεπαν, απλά, ένα γεράκι να πέφτει απ’τον ουρανό ή μια αρκούδα να πεθαίνει.

Όλα αυτά, βέβαια, οι δικοί μου δεν τα ήξεραν, στην αρχή· και ακόμα και τώρα, αμφιβάλλω αν έχουν κατανοήσει απόλυτα τι μου συνέβαινε. Ή, μάλλον, κάτι τέτοιο αποκλείεται, γιατί κανείς δεν το κατανοεί, εκτός από εμένα.

Όμως ας ξεκαθαρίσω εκ προοιμίου πως δεν ήμουν μια οποιαδήποτε στο Βασίλειο Άζμαρκωθ, το νότιο-ανατολικότερο βασίλειο της Αυτοκρατορίας. Ανήκα στον Βασιλικό Οίκο, και ήμουν η πρώτη κόρη του πατέρα μου, Βασιληά Θέναρτωρ· επομένως, θα κληρονομούσα το Θρόνο, όταν εκείνος, οι Θεοί του Πάγου να τον φυλάνε, απεβίωνε. Ωστόσο, αυτό δεν ήταν γραφτό να συμβεί. Και, για να πω την αλήθεια, το είχα αισθανθεί αρκετές φορές, μπαίνοντας στη βασιλική αίθουσα και πλησιάζοντας το Σμιλοδόντινο Θρόνο. Είχα αισθανθεί ότι το κάθισμα το ίδιο με έδιωχνε, ότι ήθελε να μ’απομακρύνει, να με στείλει αλλού, έξω απ’το παλάτι, έξω απ’την πρωτεύουσα, έξω απ’το Βασίλειο. Μάλιστα, κάποτε, αγγίζοντας τον αριστερό του βραχίονα, είδα ένα όραμα: είδα το θρόνο ν’αλλάζει μορφή εμπρός μου, να γίνεται ένας οστέινος σμιλόδοντας –ο σμιλόδοντας από τον οποίο είχε κατασκευαστεί το κάθισμα– και να μου γρυλίζει, ανοίγοντας το γεμάτο με δόντια στόμα του, ενώ τα μάτια του γυάλιζαν, κατακόκκινα. Εκείνο το θέαμα με τρομοκράτησε, κι έτσι δεν ξαναζύγωσα το θρόνο.

Έχω τρία αδέλφια: τον Σαρνταμώθ, τον Καρντέμων, και τη Σιγκρέβαθ. Ωστόσο, σε κανέναν τους δεν τολμούσα να μιλήσω για το χάρισμά μου. Γιατί φοβόμουν ότι ίσως, ξαφνικά, η γνώμη τους για εμένα να άλλαζε. Ήμουν αγαπητή ανάμεσά τους, και δεν ήθελα αυτό να χαλάσει· δεν ήθελα ν’αρχίσουν να με φοβούνται ή –ακόμα χειρότερα– να με αποστρέφονται. Έτσι, κράτησα τις εξωφυσικές μου δυνάμεις για τον εαυτό μου και μόνο. Εξάλλου, δεν αφορούσαν κανέναν άλλο· μονάχα εμένα…

Άκουγα φωνές, είτε το επιθυμούσα είτε όχι, όποια ώρα της ημέρας –ή της νύχτας– κι αν ήταν. Ευτυχώς, κάτι τέτοιο δε συνέβαινε συνέχεια, αλλά, όποτε συνέβαινε, με τρομοκρατούσε, ή, παραδόξως, με γαλήνευε. Θυμάμαι να έχω ξυπνήσει το βράδυ, έντρομη, από δυνατά ουρλιαχτά τα οποία, όπως αμέσως μετά αποδείχτηκε, υπήρχαν μονάχα στο νου μου. Θυμάμαι να είμαι θυμωμένη με τον Σαρνταμώθ και μια γλυκιά, μελωδική φωνή να έρχεται στ’αφτιά μου, για ν’απομακρύνει το θυμό.

Οι φωνές δεν ήταν τόσο ενοχλητικές, όσο τα καλέσματα. Τα καλέσματα έρχονταν πιο σπάνια, αλλά ήταν επίμονα, τόσο επίμονα· και ύπουλα, επίσης. Γιατί δεν μπορούσα να τα ακούσω, παρά μονάχα να τα αισθανθώ· και, τις περισσότερες φορές, έπαιρναν μορφή παρόρμησης, υποσυνείδητης παρόρμησης, σα να ήθελα να κάνω κάτι η ίδια και όχι κάποιος άλλος να με έβαζε. Θυμάμαι πως στεκόμουν σ’ένα μπαλκόνι του παλατιού και ατένιζα τα όρη, βόρεια της Άζμαρκωθ, πέρα απ’τα οποία βρίσκεται το Βασίλειο Ένμερακ, όταν ένιωσα ένα κάλεσμα από εκεί, από τα ίδια τα βουνά: και μια επιθυμία με κατέλαβε, να φύγω απ’την Νόλγκεβραθ, την πόλη μου, ώστε να ταξιδέψω στα όρη, για να συναντήσω έναν άντρα άγνωστο ο οποίος είχε εισβάλει, ξαφνικά, στις σκέψεις μου. Κατάφερα, όμως, να αντισταθώ. Μια άλλη φορά, δεν αποδείχτηκα τόσο ισχυρή: Είχα πάει στο κυνήγι, μαζί με τον πατέρα, στο δάσος νότια της πρωτεύουσας, το επονομαζόμενο Λυκοδάσος, που πολλοί λένε ότι είναι στοιχειωμένο, και εκεί το βράδυ αισθάνθηκα ότι έπρεπε να φύγω, ν’ακολουθήσω ένα μονοπάτι ανάμεσα στα δέντρα, και να βουτήξω μέσα σε μια λίμνη, για να μιλήσω μ’ένα ερπετό των υπόγειων ρεμάτων. Έτσι, βγήκα από τη σκηνή μου και ξεκίνησα. Ένας από τους φρουρούς του πατέρα μου με πήρε στο κατόπι, χωρίς να τον αντιληφθώ· τόσο συνεπαρμένη ήμουν από το εξώκοσμο κάλεσμα. Διέσχισα το μονοπάτι και έφτασα στη λίμνη, η οποία βρισκόταν στο σημείο όπου την περίμενα. Ήταν χειμώνας και το νερό της είχε κρυσταλλώσει εντελώς. Έσκυψα και σήκωσα μια πέτρα, αρχίζοντας να χτυπώ τον κρύσταλλο, ξανά και ξανά, επιθυμώντας όσο τίποτ’άλλο να κάνω τρύπα και να βουτήξω στο παγωμένο νερό (το οποίο, κατά πάσα πιθανότητα, θα με είχε σκοτώσει, γιατί ακόμα και εμείς, οι Καρμώζ, πεθαίνουμε σε τόσο χαμηλές θερμοκρασίες, εκτός κι αν είμαστε ειδικά εκπαιδευμένοι, πράγμα που δεν ήμουν).

Ξαφνικά, ένα χέρι έπιασε τον ώμο μου και με τράβηξε πίσω. «Πριγκίπισσά μου, τι κάνετε εκεί;» άκουσα μια φωνή, που νόμιζα πως είχε έρθει, σαν τις άλλες φωνές, από το πουθενά, όμως δεν ήταν έτσι· και, στρεφόμενη, είδα το στρατιώτη του πατέρα μου να με κοιτάζει.

Συνήλθα απότομα, λες και κάποιος να με είχε λούσει με κρύο νερό από το Σήγκμονλωρ, το Στόμα του Πάγου. Το κάλεσμα έπαψε, και νόμιζα ότι αισθάνθηκα οργή από κάπου, βαθιά κάτω απ’τον πάγο της κρυσταλλωμένης λίμνης.

Επέστρεψα στην κατασκήνωση του Βασιληά, μαζί με τον σκοπό· και του είπα πως πρέπει να υπνοβατούσα: δεν ήξερα τι ακριβώς με είχε πιάσει, αλλά εκείνος καλύτερα να μην ανέφερε τίποτα σε κανέναν· εξάλλου, δεν είχα πάθει κακό. «Όπως επιθυμείτε, Υψηλοτάτη,» αποκρίθηκε ο άντρας, ατενίζοντάς με παραξενεμένος, σα να ήμουν παγοστοιχειό. Έτσι, μπήκα στη σκηνή μου, τυλίχτηκα σφιχτά στις κουβέρτες μου, και κοιμήθηκα, προσπαθώντας να κλείσω τα ενδότερά μου αφτιά σε περαιτέρω καλέσματα από τα βάθη της κρυσταλλωμένης λίμνης, ή από οποιοδήποτε άλλο μέρος.

Αυτά ήταν τα πρώτα δύο καλέσματα που είχα αισθανθεί, δίχως κανείς να καταλάβει ότι κάτι παράξενο συνέβαινε μαζί μου (κανείς εκτός από τον νυχτερινό σκοπό, τουλάχιστον). Το επόμενο κάλεσμα τούς έβαλε όλους σε υποψίες: ακόμα και τη μικρή μου αδελφή, Σιγκρέβαθ. Άλλωστε, εκείνη με είδε πρώτη…

 

 

 

 

Φυσικά, η διήγηση δεν τελειώνει εδώ, έχει πολύ ακόμα, και πιθανώς να το ανεβάσω κι αυτό αργότερα.

Link to comment
Share on other sites

Βάρδε πολύ καλό μου φάνηκε, και όμορφη αρχή για κάτι μεγαλύτερο. Πάντως ο τρόπος που γράφεις μου θυμίζει περισσότερο επαγγελματία συγγραφέα παρά χομπίστα ερασιτέχνη, από την άποψη ότι προσέχεις πάρα πολύ το γράψιμό σου. Ίσως βέβαια είναι και της ηλικίας... :p :p :p

Link to comment
Share on other sites

Της ηλικίας είναι' θα μου περάσει. :D

 

Thnx που ανέγνωσες, θα ανεβάσω και συνέχεια.

Link to comment
Share on other sites

ευτυχώς αυτο ήταν στα ελληνικά και το διάβασα. πάρα πολύ καλό αναμένω συνέχεια.

Link to comment
Share on other sites

kala ti ratsistika pragmata einai ayta? akous ekei ''eytixos ayto einai sta ellinika''.

Anywayz, eyge bard, poly kalo.(Min perimeneis parapano apo mena, den eimai tis kritikis).

Link to comment
Share on other sites

τι ρατσιστικά και ιστορίες ακούω μεσα στο καταμεσήμερο????

 

άπλα με κουράζει να διαβάζω μεγάλα κείμενα σε ξένες γλώσσες.

Link to comment
Share on other sites

Ιδού και η συνέχεια...

 

 

Ήταν νύχτα, όταν αισθάνθηκα το τρίτο κάλεσμα. Και είχα την εντύπωση πως κάτι είχε σταματήσει πάνω από το παλάτι της Νόλγκεβραθ· κάτι ίπτατο πάνω από τη Βασιλική Οικία, χτυπώντας τα φτερά του ρυθμικά και περιμένοντας εμένα να παρουσιαστώ. Προσπάθησα να το αγνοήσω, να πείσω τον εαυτό μου ότι δεν υπήρχε, ότι όλα τούτα βρίσκονταν στη φαντασία μου. Όμως το κάλεσμα επέμενε και, καθώς ο χρόνος κυλούσε, γινόταν ολοένα και πιο επίμονο. Έπρεπε, τουλάχιστον, να ρίξω μια ματιά, να δω αν, όντως, κάποιο πελώριο πουλί πετούσε πάνω απ’το παλάτι!

Σηκώθηκα απ’το κρεβάτι και πήγα στο παράθυρο του δωματίου μου. Κοίταξα ψηλά, μα δεν ατένισα τίποτα παραπάνω απ’τον συννεφιασμένο, νυχτερινό ουρανό. Οι ασημιές αχτίνες του φεγγαριού περνούσαν με δυσκολία ανάμεσα από τα νεφελώματα ετούτη τη νύχτα· και αναρωτήθηκα μήπως το πουλί πετούσε τόσο ψηλά που δεν μπορούσα να το δω, μήπως ήταν κρυμμένο και περίμενε εγώ να το εντοπίσω. Πώς να τα κατάφερνα, όμως; Δεν είχα φτερά…

Βγήκα απ’τα διαμερίσματά μου και βάδισα, γρήγορα, προς τις σκάλες. Ανέβηκα όσο πιο ψηλά γινόταν, εξακολουθώντας ν’ακούω το χτύπημα των γιγαντιαίων φτερών μέσα στο κεφάλι μου. Τελικά, έφτασα στο ψηλότερο σημείο του παλατιού, στον ψηλότερο πύργο, και έστρεψα το βλέμμα μου στα ουράνια, ελπίζοντας να βρω το πτηνό που μου κρυβόταν ανάμεσα στα σύννεφα. Όμως δεν μπορούσα να το εντοπίσω, μονάχα να τ’ακούσω, να το αισθανθώ.

«Κατέβα!» του φώναξα, απεγνωσμένη. «Κατέβα! Δε μπορώ να σε δω!» Όμως δεν κατέβηκε· κι εγώ παρέμεινα επάνω στον πύργο, νιώθοντας την παρουσία του και αναμένοντας κάποια ανταπόκριση απ’αυτό. Δεν μπορεί, αφού με είχε καλέσει εδώ, θα ερχόταν σε μένα, θα ερχόταν! «Κατέβα· σε περιμένω!»

Εκεί ήταν που με βρήκαν, να στέκομαι στην κορυφή του πύργου και να φωνάζω σε κάτι αόρατο να κατεβεί. Όπως έμαθα αργότερα, η μικρή μου αδελφή με είχε δει να ανεβαίνω τις σκάλες και με είχε παρακολουθήσει, πριν πάει να ειδοποιήσει τη μητέρα μου, Βασίλισσα Αντάρναθ. Έτσι, προτού καλά-καλά καταλάβω τι είχε συμβεί, βρέθηκα στη βασιλική αίθουσα και κοντά στην αναμμένη φωτιά ενός τζακιού. Και τότε ήταν που συνειδητοποίησα πόσο παγωμένη ήμουν. Είχα ανεβεί στον πύργο ντυμένη μονάχα με το νυχτικό μου, ενώ ήταν χειμώνας και ένας δυνατός, παγερός άνεμος φυσούσε. Και, ναι, υπό τέτοιες συνθήκες, ακόμα και οι Καρμώζ μπορεί να αρρωστήσουν… όπως και αρρώστησα, δηλαδή, και πέρασα τον μισό από τον επόμενο μήνα στα διαμερίσματά μου, νιώθοντας απαίσια, όχι μονάχα επειδή είχα κρυολογήσει –παραλίγο να πάθω πνευμονία, για την ακρίβεια–, αλλά, κυρίως, επειδή είχα αντιδράσει τόσο ανόητα στο κάλεσμα εκείνου του… πουλιού, ό,τι κι αν ήταν. Αποφάσισα πως έπρεπε να μάθω να ελέγχω τα καλέσματα: να ασκώ αυτοκυριαρχία και να μην αφήνω αυτά να με κυριαρχούν. Ωστόσο, ετούτο δεν το έχω καταφέρει ακόμα, όχι απόλυτα τουλάχιστον…

Ας επιστρέψουμε, όμως, στα δρώμενα μετά από εκείνο το τρίτο κάλεσμα –το σημαδιακό κάλεσμα· γιατί, όπως έχω διδαχθεί, ο αριθμός τρία είναι σημαδιακός. Ο πατέρας και η μητέρα μου ήθελαν να μάθουν, αμέσως, τι με είχε πιάσει και είχα ανεβεί στον πύργο μέσα στην κρύα νύχτα, καθώς επίσης και σε ποιον φώναζα.

Ό,τι και να τους πω, θα με θεωρήσουν τρελή, συλλογίστηκα. Επομένως, καλύτερα να τους πω την αλήθεια. Και τους την είπα· τους μίλησα για το γιγαντιαίο πτηνό που βρισκόταν πάνω από το παλάτι μας, χτυπώντας τα πελώριά του φτερά και περιμένοντάς με να το συναντήσω. Καλώντας με.

Η αντίδραση των γονιών μου δεν ήταν εκείνη που νόμιζα. Βέβαια, δε νόμιζα ότι θα με πίστευαν αμέσως ή ότι όλα τούτα δε θα τους φαίνονταν καθόλου παράξενα (εξάλλου, και σε μένα φαίνονταν παράξενα!), όμως αυτοί με κοίταξαν σα να παραληρούσα, ή σα να τους έλεγα ψέματα, για κάποιον ακατανόητο λόγο, ή σα να ήμουν άρρωστη στο μυαλό, πράγμα που ήταν το χειρότερο· γιατί δεν ήμουν: το ήξερα πως δεν ήμουν.

«Δε με πιστεύετε;» τους ρώτησα ευθέως. «Νομίζετε ότι είμαι τρελή;»

Ο πατέρας μου κούνησε το κεφάλι, ταραγμένος. «Όχι, φυσικά και όχι.» Έλεγε ψέματα· το καταλάβαινα. «Ωστόσο,» πρόσθεσε αμήχανα, «πρέπει κάτι… ασυνήθιστο να συμβαίνει μαζί σου, Ρικνάβαθ, κόρη μου. Δε συμφωνείς;»

Σ’αυτό είχε δίκιο, και έπρεπε να το παραδεχτώ: όντως, κάτι ασυνήθιστο συνέβαινε μαζί μου. Κατένευσα, αποκρινόμενη πως συμφωνούσα.

«Ίσως οι ιερείς να μπορούν να σε βοηθήσουν,» υπέθεσε η μητέρα μου. Τα λεπτά της φρύδια έσμιξαν, σαν μια ξαφνική σκέψη να ήρθε στο νου της, σαν αναπάντεχα να κατάλαβε κάτι που δεν είχε αντιληφθεί μέχρι στιγμής. «Ναι, ίσως να μπορούν να σε βοηθήσουν πολύ περισσότερο απ’ό,τι πιστεύουμε…»

«Τι εννοείς, Αντάρναθ;» ρώτησε ο πατέρας μου, παραξενεμένος από τα λόγια και την έκφρασή της. «Τι θες να πεις;»

«Θέλω να πω ότι… η κόρη μας άκουσε φτερούγες να χτυπάνε πάνω απ’το παλάτι. Σωστά, Ρικνάβαθ;» Κατένευσα. Η μητέρα συνέχισε: «Και νόμιζε πως ένα τεράστιο πουλί βρισκόταν στα ουράνια. Αυτό μπορεί να έχει κάποια σημασία… κάποια σύνδεση με τους ιερείς του Άσνερωθ του Παγογέρακα.»

Ο Βασιληάς Θέναρτωρ ακούμπησε το σαγόνι στη γροθιά του, σκεπτικός. Αναστέναξε, σαν ένα μεγάλο βάρος να είχε πλακώσει το στήθος του. «Ίσως να έχεις δίκιο,» είπε στη μητέρα μου. Και με ρώτησε: «Ρικνάβαθ, θα ήθελες να μιλήσεις μ’έναν από τους ιερείς του Παγογέρακα;»

«Ναι, πατέρα,» αποκρίθηκα, «αλλά όταν θα είμαι καλύτερα.» Μέχρι τότε, ήλπιζα να μην ερχόταν άλλο κάλεσμα. Όμως, ακόμα κι αν ερχόταν, δεν ήμουν βέβαιη ότι θα είχα τις δυνάμεις να σηκωθώ από το κρεβάτι μου και να πάω εκεί όπου θα μου ζητούσε.

Έτσι, οι ημέρες πέρασαν, και μπορούσα να διαισθανθώ μια γενικότερη ανησυχία μέσα στο παλάτι. Οι υπηρέτες που μου έφερναν φαγητό ή που καθάριζαν το δωμάτιό μου έμοιαζαν νευρικοί, όταν με κοίταζαν, και βιάζονταν να τελειώσουν τις δουλειές τους, όσο το δυνατόν γρηγορότερα. Με φοβόνταν, και δεν ήθελαν να βρίσκονται κοντά μου για πολύ. Ίσως, μάλιστα, να με θεωρούσαν και «καταραμένη» ορισμένοι απ’αυτούς. Αλλά δεν τους κατηγορούσα· ήταν απλοί άνθρωποι.

Το χειρότερο για μένα ήταν όταν είδα και στ’αδέλφια μου τον ίδιο φόβο και την ίδια προκατάληψη. Αν και βέβαια σε λιγότερο βαθμό. Ωστόσο, τούτο δεν μπορούσε να με παρηγορήσει. Δεν άντεχα η οικογένειά μου να με βλέπει έτσι! Φυσικά, ο Σαρνταμώθ και ο Καρντέμων προσπαθούσαν να το κρύψουν, όσο το δυνατόν περισσότερο· μα η Σιγκρέβαθ ήταν σίγουρο πως με θεωρούσε τέρας, ή, στην καλύτερη περίπτωση, κάποιου είδους αλλόκοτη οντότητα.

Άρχισα να ανυπομονώ να γίνω καλά, για να έρθει εκείνος ο ιερέας του Παγογέρακα που ίσως μπορούσε να με βοηθήσει. Πράγμα για το οποίο, ασφαλώς, δεν ήμουν καθόλου, μα καθόλου, βέβαιη. Θα είχε, άραγε, τη δύναμη να με γλιτώσει από τα καλέσματα και από τις φωνές;

Καθώς περίμενα, κλεισμένη στα διαμερίσματά μου, είχα ένα κακό, πολύ κακό προαίσθημα. Όχι, αποκλείεται να είχε τη δύναμη να με βοηθήσει, αποφάσισα. Ωστόσο, όταν έφτασε η ημέρα της συνάντησής μου μαζί του, οι ελπίδες μου άρχισαν, πάλι, να φουντώνουν. Ντύθηκα με τα καλά μου ρούχα και κάθισα στην μεγάλη πολυθρόνα του καθιστικού των διαμερισμάτων μου. Τον είχα δει, από το παράθυρό μου, να μπαίνει στο παλάτι, με τη συνοδεία έξι φρουρών. Από απόσταση, μου φάνηκε γέρος, γιατί ήταν ντυμένος με μακρύ, ασημόλευκο χιτώνα, φορούσε κουκούλα, και στηριζόταν σε ένα μακρύ, μαύρο ραβδί, στην κορυφή του οποίου υπήρχε ένας κρύσταλλος στο σχήμα του Παγογέρακα.

Όταν τον ατένισα από το κοντά, διαπίστωσα πως, τελικά, δεν ήταν τόσο γηραιός, όσο είχα αρχικά πιστέψει. Πρέπει να βρισκόταν στην ηλικία των πενήντα χρόνων, ενώ εγώ τον είχα κάνει για εξήντα-εβδομήντα, τουλάχιστον.

Ο ιερέας του Παγογέρακα μπήκε στο καθιστικό των διαμερισμάτων μου χωρίς τη συνοδεία των έξι φρουρών του. Έκλινε το κεφάλι και με χαιρέτησε, αποκαλώντας με «Υψηλοτάτη».

«Παρακαλώ, καθίστε, Σεβασμιότατε,» αποκρίθηκα, έχοντας σηκωθεί από τη θέση μου και δείχνοντας μια άλλη πολυθρόνα, η οποία βρισκόταν εμπρός μου.

Ο ιερέας κάθισε, εξακολουθώντας να βαστά το ραβδί του. Κάθισα κι εγώ, κι εκείνος μίλησε πρώτος: «Το όνομά μου είναι Τάλγκερωμ, Υψηλοτάτη,» συστήθηκε, «και φέρω το βαθμό του Πρωθιερέα στο Ναό του Άσνερωθ, του Μεγάλου Παγογέρακα. Ο πατέρας σας και Βασιληάς μας μου μίλησε για το πρόβλημά σας, αλλά θα επιθυμούσα να το ακούσω και από εσάς, Πριγκίπισσά μου,» ζήτησε.

Έτσι, του είπα όλα όσα ήξερα για την «ασθένεια» που με μάστιζε. Του είπα περισσότερα απ’ό,τι είχα πει ποτέ σε κανέναν άλλο, και παρατήρησα πως, καθώς του εξηγούσα το πρόβλημά μου, το γαλανό του βλέμμα τη μια σκοτείνιαζε και την άλλη φωτιζόταν. Με παρακολουθούσε επισταμένα, σα να προσπαθούσε να κατανοήσει πράγματα που δεν έλεγα μα υπήρχαν στο υποσυνείδητό μου.

Όταν τελείωσα, είπε: «Υψηλοτάτη, είστε ευαίσθητη στις κοσμικές δυνάμεις των ανώτερων όντων, καθώς και στις δυνάμεις της Μοίρας, πιστεύω.»

«Και τι σημαίνει αυτό; Τι μπορώ να κάνω για να το σταματήσω;» τον ρώτησα.

«Δε μπορείτε να κάνετε τίποτα απολύτως,» δήλωσε ο Πρωθιερέας Τάλγκερωμ, απογοητεύοντάς με. «Ωστόσο, δε θα πρέπει να θεωρείτε αυτές σας τις ικανότητες ως κατάρα, παρά ως ευλογία. Πολλοί εύχονται να μπορούσαν να επικοινωνήσουν τόσο εύκολα με το Αόρατο.»

«Ήταν ο Παγογέρακας το πουλί που άκουσα εκείνο το βράδυ;» θέλησα να μάθω. «Ή, μήπως, κάτι άλλο;»

Ο Πρωθιερέας φάνηκε προβληματισμένος. «Χμ…» έκανε. «Δε θα το απέκλεια να ήταν ο Κύριός μας. Ωστόσο, δεν μπορώ να είμαι βέβαιος, Υψηλοτάτη.»

«Σεβασμιότατε, λέτε πως αυτές… αυτές οι δυνάμεις μου είναι ευλογία, αλλά εγώ θα ήθελα να τις… ξεφορτωθώ, κάπως. Ή, τουλάχιστον, να σταματήσω τα καλέσματα. Είναι επικίνδυνα, και για μένα και για τους άλλους γύρω μου, νομίζω.»

«Θα πρέπει να μάθετε αυτοκυριαρχία, Υψηλοτάτη,» είπε ο Τάλγκερωμ.

«Πώς; Μπορείτε να με διδάξετε;»

«Φοβάμαι ότι θα χρειαστεί να διδάξετε τον εαυτό σας, καθότι εγώ, προσωπικά, δεν έχω ποτέ αισθανθεί τέτοιου είδους ‘καλέσματα’, Υψηλοτάτη.»

Αναστέναξα, αναρωτούμενη πώς θα κατάφερνα να «διδάξω τον εαυτό μου».

«Ωστόσο, υπάρχει και μια εναλλακτική λύση…» είπε ο Πρωθιερέας, εστιάζοντας το βλέμμα του με ένταση επάνω μου.

«Τι εναλλακτική λύση;» ρώτησα, νιώθοντας, ξαφνικά, το λαιμό μου σφιγμένο.

«Εάν επιλέξετε να αφιερωθείτε στο Ναό του Άσνερωθ, τότε ίσως ο Κύριός μας να σας προστατέψει από τα καλέσματα των άλλων ανώτερων όντων.»

Τα λόγια του αντηχούσαν για αρκετή ώρα στ’αφτιά μου, αφότου ο Πρωθιερέας Τάλγκερωμ εγκατέλειψε το καθιστικό των διαμερισμάτων μου και το βασιλικό παλάτι της Νόλγκεβραθ.

…Αν αφιερωνόμουν στον Παγογέρακα, τότε ίσως εκείνος να με προστάτευε από τα καλέσματα…

Η προσφορά ετούτη ήταν δελεαστική. Όμως υπήρχε ένα πρόβλημα, πολύ βασικό για εμένα: Δεν ήθελα να γίνω ιέρεια. Ήμουν ταγμένη για Βασίλισσα, αφότου ο πατέρας μου απεβίωνε. Αλλά, τότε, θυμήθηκα πως ο Σμιλοδόντινος Θρόνος με αποστρεφόταν· θυμήθηκα το όραμα που είχα δει: τον σκελετωμένο σμιλόδοντα να μου γρυλίζει και τα μάτια του να γυαλίζουν κατακόκκινα, φοβερίζοντάς με, ώστε να μη ζυγώσω. Τελικά, φαίνεται, δεν ήμουν ταγμένη για Βασίλισσα, όπως πίστευα…

Παραταύτα, δεν μπορούσα να πάρω την απόφαση να αφιερωθώ στον Παγογέρακα. Κάτι με απωθούσε. Είχα την εντύπωση πως οι ιερείς του επιθυμούσαν να με εκμεταλλευτούν. Είχα δει το γυάλισμα στα μάτια του Τάλγκερωμ, όταν του εξηγούσα τις ικανότητές μου. Μάλλον, ο Κλήρος του Άσνερωθ θα ήθελε πολύ να αποκτήσει ένα… σπάνιο πλάσμα σαν κι εμένα. Θα του έδινε δύναμη εναντίον των άλλων θρησκειών που είχαν επιρροή στο Βασίλειο.

Αποφάσισα, λοιπόν, πως δε θα γινόμουν το «εξωτικό όπλο» κανενός· κι έτσι, προτίμησα να καταπολεμήσω τα καλέσματα μέσω της αυτοκυριαρχίας, όπως μου είχε προτείνει ο Τάλγκερωμ. Ευτυχώς, όμως, δε χρειάστηκε. Ένας χρόνος πέρασε και δεν αισθάνθηκα κανένα καινούργιο κάλεσμα, λες και, ξαφνικά, όλα τα ανώτερα όντα να με είχαν ξεχάσει. Ωστόσο, εξακολούθησα να ακούω φωνές, κάπου-κάπου, ή να έχω προαισθήματα.

Τον επόμενο χρόνο –στο δέκατο-ένατο έτος της ηλικίας μου– ήταν που οι γονείς μου ζήτησαν να με δουν, για να μου μιλήσουν για ένα πολύ σημαντικό θέμα. Το βράδυ πριν από τη συνάντησή μας, είχα δει στον ύπνο μου τρεις νεκρούς άντρες, οι οποίοι δεν έφεραν κανένα φανερό τραύμα επάνω τους· έτσι, είχα ένα κακό προαίσθημα, όταν μπήκα στην αίθουσα του θρόνου, όπου ο Βασιληάς Θέναρτωρ και η Βασίλισσα Αντάρναθ με περίμεναν, μόνοι, χωρίς κανένας άλλος να βρίσκεται εκεί, πέραν από μερικούς φρουρούς και υπηρέτες.

«Ο Ράναρωμ είχε πάει, τελευταία, ένα ταξίδι στο γειτονικό Βασίλειο Ένμερακ,» άρχισε ο πατέρας μου, «και έφερε από εκεί κάποια ευχάριστα, θα έλεγα, νέα.» Ο Ράναρωμ ήταν θείος μου, από την πλευρά της μητέρας, και επίσημος βασιλικός διπλωμάτης του παλατιού.

«Τι νέα;» ρώτησα, πίνοντας μια γουλιά από το υδρόμελι που μου είχαν προσφέρει οι υπηρέτες μέσα σε ένα επιχρυσωμένο κέρας.

«Η Βασίλισσα Φέρνταναθ εξέφρασε το ενδιαφέρον της για εσένα, κόρη μου,» είπε η Αντάρναθ.

«Τι είδους ενδιαφέρον εξέφρασε για μένα;…» ρώτησα, κάπως ξαφνιασμένη, πρέπει να παραδεχτώ.

Οι γονείς μου έμοιαζαν λιγάκι προβληματισμένοι και αμήχανοι, αλλά η μητέρα συνέχισε: «Επιθυμεί ένα γάμο ανάμεσα σε σένα και στο δεύτερό της γιο, Ηάρμωκ.»

«…Μάλιστα…» είπα, μην ξέροντας τι άλλο ν’αποκριθώ σ’αυτό. Ήταν, όντως, ξαφνικό! Ή, μάλλον, όχι και τόσο… σκέφτηκα, ύστερα· γιατί ήξερα πως από καιρό οι γονείς μου επιθυμούσαν μια «πιο στενή σχέση» –όπως έλεγαν– με το Βασίλειο Ένμερακ. Και πιθανώς ετούτη η πρόταση γάμου να μην αποτελούσε μονάχα επιθυμία της Βασίλισσας Φέρνταναθ, αλλά και επιμονή του θείου Ράναρωμ.

Έκλεισα, προς στιγμή, τα μάτια, προσπαθώντας να συγκροτήσω τον εαυτό μου, ώστε να μην απαντήσω βιαστικά ή ανόητα. Γνώριζα ότι οι γονείς μου ήθελαν να γίνει αυτός ο γάμος –αυτή η «πιο στενή σχέση» μεταξύ των δύο βασιλείων, για την ακρίβεια–, και δεν επιθυμούσα να τους απογοητεύσω. Το πρόβλημα, βέβαια, ήταν πως δεν ήξερα καν αυτόν τον Πρίγκιπα Ηάρμωκ. Μπορεί να ήταν κακομούτσουνος, χοντρός, χαζός, αδέξιος, ή κάτι ακόμα χειρότερο. Φυσικά, είχα αρχίσει αμέσως να κάνω άσχημες υποθέσεις. Έπρεπε να πάψω να σκέφτομαι έτσι.

«Τι λέει ο Πρίγκιπας για εμένα;» ρώτησα, γιατί δεν αποκλείεται κι εκείνος να αναρωτιόταν ακριβώς τα ίδια πράγματα για το άτομό μου.

Οι γονείς μου αλληλοκοιτάχτηκαν. Μάλλον, δεν περίμεναν να τους κάνω αυτή την ερώτηση και τους είχα πιάσει απροετοίμαστους.

«Εμ… δεν ξέρουμε,» είπε, τελικά, ο πατέρας. «Δε μας ανέφερε κάτι ο Ράναρωμ, καλή μου.»

«Ναι,» πρόσθεσε η μητέρα, «αλλά είμαι βέβαιη πως θα έχει ακούσει τα καλύτερα λόγια για σένα.» Μου χαμογέλασε.

Φυσικά και θα του είχαν πει τα καλύτερα λόγια· ο θείος μου θα είχε φροντίσει γι’αυτό… Σκέφτηκα να ρωτήσω τους γονείς μου πώς ήταν ο Πρίγκιπας Ηάρμωκ, στην εμφάνιση και στη συμπεριφορά· αλλά αποφάσισα να μην το κάνω, γιατί, κατ’αρχήν, δεν ήμουν βέβαιη ότι ήξεραν και, κατά δεύτερο λόγο, ήμουν βέβαιη ότι θα μου έκρυβαν όλα του τα μειονεκτήματα, αρνούμενοι να φανερώσουν οτιδήποτε πίστευαν πως ίσως να με απωθούσε από το γάμο. Έτσι, είπα:

«Θέλω, όμως, να τον γνωρίσω, πρώτα, και εκείνος να γνωρίσει εμένα.»

«Ασφαλώς!» αποκρίθηκε η Βασίλισσα Αντάρναθ, πλαταίνοντας το χαμόγελό της. «Θα φροντίσουμε ο Πρίγκιπας να έρθει εδώ, στο παλάτι, ώστε να μας επισκεφτεί. Σίγουρα, ο θείος σου θα μπορεί να κανονίσει κάτι τέτοιο…» Έριξε ένα ερωτηματικό βλέμμα στον πατέρα.

Εκείνος έγνεψε καταφατικά. «Ναι,» αποκρίθηκε, «δε θα είναι δύσκολο. Εξάλλου, υποθέτω πως αυτό θα επιθυμούν και η Βασίλισσα Φέρνταναθ κι ο γιος της.»

 

 

 

 

Εδώ τελειώνει το 1ο μέρος της ιστορίας. Διαβάστε αυτό και θα σας ανεβάσω και το 2ο.

Link to comment
Share on other sites

Καταπληκτικό Βάρδε!!! Έλα, στείλε και το επόμενο! Αφού διάβασα και αυτό το μέρος δε μπορώ να περιμένω. Αν είχα το βιβλίο σου μπροστά μου θα είχα μόλις περάσει τη φάση του αρχικού ενδιαφέροντος και θα το καταβρόχθιζα! :D

Link to comment
Share on other sites

Βάρδε ωραίος!

Ρε άτιμε που βρίσκεις τοσο ωραία ονόματα για τους χαρακτήρες; B)

 

 

«Δε με πιστεύετε;» τους ρώτησα ευθέως. «Νομίζετε ότι είμαι τρελή;»

 

Κι εδώ αξίζεις τα συγχαρητήριά μου. Ξέρεις γιατί υποθέτω ;) ...

Link to comment
Share on other sites

Τι να πω, παιδιά, ευχαριστώ πολύ!! Γουστάρω που γουστάρετε. :) Αύριο, θα ανεβάσω και τη συνέχεια, για ν'αφήσω και τους υπόλοιπους να το διαβάσουν και να μην πέσει όλο μαζί. :)

 

 

 

 

Κι εδώ αξίζεις τα συγχαρητήριά μου. Ξέρεις γιατί υποθέτω ;)  ...

 

Χαχα. Θα δεις ότι δεν ήταν και τόσο τρελλλλή, τελικά... ή ίσως και να ήταν. ;)

Link to comment
Share on other sites

Όπως υποσχέθηκα, εδώ είναι το 2ο μέρος.

 

Και από εδώ και πέρα, αρχίζει το σκληρό ρόκ. ;)

 

 

2. Η Κατάρα μου

 

O πατέρας μου έστειλε την απαραίτητη πρόσκληση στον Πρίγκιπα Ηάρμωκ του Ένμερακ, ώστε να έρθει να μας επισκεφτεί στο παλάτι και να γνωρίσει τη μελλοντική του νύφη –εμένα, δηλαδή. Συγχρόνως, έστειλε επιστολή και στον θείο Ράναρωμ, ενημερώνοντάς τον για την κατάσταση, καθώς και στη Βασίλισσα Φέρνταναθ, εκφράζοντάς της πόσο ευχαριστημένος και τιμημένος αισθανόταν από ετούτη την πρόταση γάμου, και ευχόμενος ειρήνη και ευδαιμονία και για τα δύο βασίλεια.

Πρέπει να παραδεχτώ ότι ένιωθα κάποια ανησυχία, όσο περιμέναμε απόκριση από το Βασίλειο Ένμερακ. Δεν ξέρω από πού ακριβώς προερχόταν αυτή η ανησυχία, πάντως υπήρχε. Κι επιπλέον, είχα ένα κακό προαίσθημα, ένα πολύ κακό προαίσθημα για όλα τούτα. Οπότε, άρχισα να πιστεύω πως ο Πρίγκιπας Ηάρμωκ θα ήταν ό,τι χειρότερο είχα φανταστεί: άσχημος, κοντός, χοντρός, ψευδός, βαρήκοος, με ένα σωρό ενοχλητικές συνήθειες και μειονεκτήματα. Όχι, βέβαια, πως είχα κανένα πρόβλημα με τους ανθρώπους αυτού του είδους· αλλά, σίγουρα, δε θα ήθελα να τον παντρευτώ, αν ήταν έτσι. Και φοβόμουν ότι ίσως, τελικά, να αναγκαζόμουν να το κάνω, για χάρη των γονιών μου και του Βασιλείου… Φυσικά, ο πατέρας και η μητέρα δε θα με πίεζαν να τον παντρευτώ, αν δεν ήθελα, όμως θα ήταν σωστό να τους απογοητεύσω; αναρωτιόμουν. Θα ήταν σωστό να θρυμματίσω τα όνειρά τους για δύο στενά δεμένα, ευδαιμονούντα βασίλεια; Δύσκολη απόφαση.

Η απόκριση που ήρθε από τον Πρίγκιπα του Ένμερακ ήταν θετική, δηλώνοντάς μας ότι θα μας επισκεπτόταν μέσα στον επόμενο μήνα.

Η ανησυχία μου μεγάλωσε, καθώς οι προετοιμασίες στο παλάτι της Νόλγκεβραθ ξεκίνησαν. Επίσης, το προαίσθημά μου εξακολουθούσε να είναι κακό. Ευτυχώς που δεν αισθανόμουν και τίποτα καλέσματα, αυτό τον καιρό, γιατί ένιωθα πως ίσως να ήμουν πιο ευάλωτη τώρα…

Μια μέρα, βγήκα από το παλάτι, μαζί με τον αδελφό μου, Σαρνταμώθ. Καβαλώντας ψηλά άλογα, είχαμε αποφασίσει να πάμε ιππασία, για ν’απομακρυνθούμε από τη βαβούρα της πρωτεύουσας, η οποία σταδιακά δυνάμωνε, καθώς πλησίαζε η ώρα του ερχομού του Πρίγκιπα Ηάρμωκ. Επίσης, ο Σαρνταμώθ φαίνεται πως αντιλαμβανόταν την ανησυχία μου, έτσι είχε προτιμήσει να με πάρει, για λίγο, μακριά από τη βασιλική οικία, ώστε ο νους μου να καθαρίσει από τα τελευταία γεγονότα.

«Τι ξέρεις για τον Πρίγκιπα;» τον ρώτησα, καθώς ιππεύαμε κοντά στον ποταμό Νόρλωμ, ο οποίος έτρεχε ορμητικά, κατεβαίνοντας τα βόρεια όρη. Τα νερά του έσπαγαν τους κρυσταλλωμένους πάγους του χειμώνα, κυλώντας ελεύθερα ξανά, με τον ερχομό της άνοιξης.

«Σχεδόν τίποτα,» απάντησε ο Σαρνταμώθ.

«Αν ξέρεις κάτι, σε παρακαλώ, πες το μου.»

«Τι λόγο έχω να σ’το κρύψω, Ρικνάβαθ; Αν ήξερα, θα σ’το έλεγα.» Με κοίταξε, παραξενεμένος.

Αναστέναξα. «Υπάρχει λόγος. Δεν υπάρχει;»

«Τι λόγος;»

«Η ‘πιο στενή σχέση’ που επιθυμεί ο πατέρας ανάμεσα στο δικό μας Βασίλειο και στο Ένμερακ.»

Ο Σαρνταμώθ μειδίασε. «Αυτό είναι πρόβλημά του,» είπε, σκανδαλιάρικα, «και πρόβλημά σου, κατ’επέκταση, Ρικνάβαθ. Εσύ βρίσκεσαι επόμενη στη σειρά για το θρόνο. Εγώ δεν έχω λόγο να πω ψέματα, ώστε να πραγματοποιηθεί τούτος ο γάμος.»

Τα λόγια του με καθησύχασαν, κάπως, γιατί ήξερα πως ο αδελφός μου ήταν… ανήσυχος τύπος και μάθαινε πολλά από όσα συνέβαιναν στην Αυτοκρατορία· έτσι, αν υπήρχε κάποια ιδιαίτερα κακή φήμη για τον Πρίγκιπα Ηάρμωκ, μάλλον, θα την είχε ακούσει…

Είχαμε πλησιάσει την όχθη του ποταμού και ατενίζαμε τα νερά του, όταν πρόσεξα ένα ψάρι το οποίο είχε ξεβραστεί στις πέτρες και σπαρταρούσε. Χωρίς να ξέρω γιατί, το σπαρτάρισμά του έκανε την καρδιά μου να ραγίσει και έφερε δάκρυα στα μάτια μου. Παράξενη αντίδραση· άλλωστε, ήταν μονάχα ένα ψάρι! συλλογίστηκα. Και τότε, κατάλαβα πως δεν ήταν το ψάρι ο λόγος της αναπάντεχης μελαγχολίας μου, αλλά το προαίσθημα που με είχε, πάλι, καταλάβει, δυνατότερο από πριν.

…Το καημένο το ψάρι ήταν έτοιμο να πεθάνει, μην μπορώντας ν’αναπνεύσει έξω απ’το νερό…

Κατέβηκα απ’το άλογό μου και το πλησίασα, ενώ ο Σαρνταμώθ με ρώτησε πού πήγαινα και μου φώναξε να προσέχω, μη γλιστρήσω και πέσω στον ποταμό. Έσκυψα και σήκωσα το ψάρι στα χέρια μου… κι εκείνη τη στιγμή πέθανε· και θλίψη με κυρίεψε. Άρχισα να κλαίω δυνατά, μη μπορώντας να σταματήσω τον εαυτό μου. Ήταν νεκρό… νεκρό… νεκρό…

Ο Σαρνταμώθ αφίππευσε και ήρθε κοντά μου. «Ρικνάβαθ, τι συμβαίνει;» ρώτησε. «Τι σου συμβαίνει;» Γονάτισε, γιατί ήμουν κι εγώ γονατισμένη, κι αγκάλιασε τους ώμους μου. «Τι σου συμβαίνει, αδελφή;»

«Είναι νεκρό…» είπα, μην ξέροντας ακριβώς τι έλεγα, αλλά επιθυμώντας κάπως να εκφράσω τη θλίψη μου. Το κακό προαίσθημα με είχε κυριεύσει. Νεκρό… Είναι νεκρό… Νεκρό… Νεκρό…

«Το ψάρι;» έκανε ο Σαρνταμώθ, παραξενεμένος. «Το ψάρι εννοείς;»

«Ναι,» ένευσα, κλαίγοντας. «Είναι νεκρό…»

Ο αδελφός μου γέλασε. «Δε χρειάζεται να στενοχωριέσαι τόσο για ένα ψάρι! Είναι απλά ένα ψάρι! Σοβαρέψου!…» Το πήρε απ’τα χέρια μου και το πέταξε στον ποταμό. Είδα το ορμητικό νερό να το παρασέρνει προς τα νότια, και αισθάνθηκα ένα μεγάλο βάρος να σηκώνεται απ’το στήθος μου.

Ορθώθηκα, σκουπίζοντας τα δάκρυά μου. Προσπάθησα να χαμογελάσω. «Ναι, έχεις δίκιο, Σανταμώθ. Είναι, απλά, ένα ψάρι,» είπα. Το προαίσθημά μου, όμως, δεν είναι και τόσο «απλό», πρόσθεσα νοερά, γνωρίζοντας πολύ καλά πως είχα μόλις δει έναν οιωνό.

Καθώς ανεβαίναμε, πάλι, στους ίππους μας, αναρωτιόμουν τι μπορεί να σήμαινε η ακούσια οιωνοσκοπία μου. Άραγε, θα πέθαινε κάποιος, ετούτες τις ημέρες; Και, μήπως, αυτός ο κάποιος θα ήμουν εγώ; Είχα προβλέψει το θάνατό μου; Ένα σύγκρυο με διαπέρασε, και αποφάσισα να δίνω περισσότερη προσοχή στα σημάδια, απο δώ και στο εξής. Ίσως μπορούσαν να μου σώσουν τη ζωή, ή τη ζωή ενός συγγενή μου.

Αυτό το νεκρό ψάρι μού είχε θρυμματίσει την καρδιά.

Η ημέρα της επίσκεψης του Πρίγκιπα Ηάρμωκ έφτασε γρηγορότερα απ’ό,τι φανταζόμουν. Και το κακό μου προαίσθημα συνεχιζόταν. Ωστόσο, όταν οι υπηρέτες ανακοίνωσαν την είσοδο του Πρίγκιπα στην πρωτεύουσα, το προαίσθημα χάθηκε· καλύφθηκε από την ανησυχία που ένιωθα για την πρώτη μου συνάντηση μαζί του.

Τον περιμέναμε στην αίθουσα του θρόνου, ο πατέρας μου, η μητέρα μου, τα αδέλφια μου, και εγώ. Αλλά δεν ήμασταν μόνοι· είχαμε καλέσει κι άλλους άρχοντες κι αρχόντισσες της Νόλγκεβραθ, καθώς επίσης και τους βασιλικούς συμβούλους και τον Πολέμαρχο Άγκρανθωβ. Ο θείος Ράναρωμ δεν ήταν εκεί· ερχόταν με τη συνοδεία του Πρίγκιπα από το Ένμερακ.

Η μεγάλη, διπλή πόρτα της αίθουσας του θρόνου –η οποία ήταν καμωμένη από γερό και γυαλιστερό παγόξυλο– άνοιξε, και ένας υπηρέτης ανήγγειλε την άφιξη της Αυτού Υψηλότητος, Πρίγκιπα Ηάρμωκ του Ένμερακ, γιου της Βασίλισσας Φέρνταναθ και δευτέρου στη σειρά της διαδοχής του Θρόνου της Θάλασσας.

Οι στρατιώτες και οι αυλικοί –ανάμεσα στους οποίους βρισκόταν και ο θείος Ράναρωμ– παραμέρισαν, για να παρουσιαστεί ο Πρίγκιπας. Εγώ ατσάλωσα τον εαυτό μου για το θέαμα, πιστεύοντας ότι η πρώτη εντύπωση θα ήταν πολύ σημαντική για μένα. Όταν αντίκρισα τον γιο της Βασίλισσας Φέρνταναθ, πρέπει να παραδεχτώ πως δεν ήταν καθόλου εκείνο που περίμενα. Σχεδόν παραπάτησα, νομίζω. Γιατί ήταν τόσο ευπαρουσίαστος –πανέμορφος, τολμώ να πω– που η εμφάνισή του μ’έκανε να θέλω να γελάσω με τις παλιότερές μου σκέψεις γι’αυτόν και τα δήθεν κακά προαισθήματά μου. Ωστόσο, συγκράτησα τον ενθουσιασμό μου, επειδή σκέφτηκα ότι μπορεί μεν να ήταν όμορφος, αλλά δεν τον ήξερα και τόσο καλά, για να χαίρομαι από τώρα. Άλλωστε, δεν είχε ακόμα ανοίξει το στόμα του για να μιλήσει…

Μαζί με τους υπόλοιπους, πλησίασα και τον χαιρέτησα. Και νομίζω πως του έκανα το ίδιο καλή εντύπωση όπως είχε κάνει κι εκείνος σε μένα. Πήρε το χέρι μου μέσα στο δικό του και το φίλησε, λέγοντας: «Χαίρομαι για τη γνωριμία, Πριγκίπισσα Ρικνάβαθ. Η ομορφιά σας με τιμά.»

Τι να του έλεγα, τώρα; «Παρομοίως, Πρίγκιπά μου,» αποκρίθηκα. «Ούτε εγώ αισθάνομαι λιγότερο τιμημένη από την παρουσία σας.» Ήλπιζα ότι δεν έλεγα βλακείες.

Το χαμόγελό του μου αποκάλυψε ότι είχα πει ακριβώς εκείνο που έπρεπε, τελικά. Τα γκριζογάλαζα μάτια του γυάλιζαν, καθώς με κοιτούσε, υπνωτίζοντάς με όπως κανένα κάλεσμα δε με είχε υπνωτίσει ποτέ.

Άκουσα –απόμακρα, σα να βρισκόμουν μέσα σε κάποια σπηλιά– τον πατέρα μου να δίνει μια προσταγή που δεν κατάλαβα ακριβώς –ή, μάλλον, δεν έδωσα την απαραίτητη σημασία, ώστε να καταλάβω–, και μια γλυκιά μουσική γέμισε, ξαφνικά, την αίθουσα του θρόνου.

«Παρακαλώ, Πρίγκιπά μου,» είπα, «ελάτε μαζί μου. Καθίστε.» Και, μην έχοντας ακόμα αφήσει το χέρι του Ηάρμωκ, τον οδήγησα στο μεγάλο τραπέζι που είχαν προετοιμάσει οι υπηρέτες, μόλις οι βασιλικοί ανιχνευτές μάς ενημέρωσαν πως είχαν δει από απόσταση τη συνοδεία του Πρίγκιπα του Ένμερακ να πλησιάζει στην πρωτεύουσα.

Ήταν μεσημέρι και φάγαμε όλοι μαζί το γεύμα που ήταν στρωμένο επάνω στο κατάλευκο, περίτεχνα κεντημένο τραπεζομάντιλο. Χωρίς να το συνειδητοποιήσω, δεν άφησα κανέναν άλλο να μιλήσει με τον Ηάρμωκ, γιατί συνέχεια τού μιλούσα εγώ. Ωστόσο, απ’ό,τι κατάλαβα αργότερα, που είχα καιρό να το σκεφτώ, οι υπόλοιποι δεν πρέπει να έκαναν και καμια ιδιαίτερη προσπάθεια, για να με διακόψουν· μάλλον, ήταν ικανοποιημένοι που έβρισκα την παρέα του Πρίγκιπα ευχάριστη και, επομένως, υπήρχε μεγάλη πιθανότητα να θέλω να τον παντρευτώ.

Τότε, λοιπόν, καθώς καθόμουν στο τραπέζι, κοντά στον πανέμορφο, έξυπνο, ετοιμόλογο γιο της Βασίλισσας Φέρνταναθ, τρώγοντας δίχως να αντιλαμβάνομαι τι ακριβώς έτρωγα, και λουσμένη από το μεσημεριανό φως που περνούσε απ’τα παράθυρα της βασιλικής αίθουσας του πατέρα μου, αναρωτήθηκα γιατί μπορεί ποτέ να είχα κακό προαίσθημα σχετικά μ’αυτή τη συνάντηση!

Ωστόσο, δεν ήξερα τι θα επακολουθούσε. Δεν είχα καμία, μα καμία, ιδέα ότι τα βάσανά μου σήμερα θα άρχιζαν…

Η ημέρα πέρασε γρήγορα μαζί με τον Πρίγκιπα Ηάρμωκ. Πραγματικά, δε θυμάμαι ποτέ καμία άλλη ημέρα που να πέρασε το ίδιο γρήγορα μ’αυτήν: οι ώρες κυλούσαν όπως το νερό στους καλοκαιρινούς ποταμούς. Οι συγγενείς μου, φυσικά, δε με ενόχλησαν καθόλου, αλλά ούτε και κάποιος από τους συνοδούς του Ηάρμωκ ήρθε να τον βρει για τον οποιονδήποτε λόγο. Προφανώς, όλοι τους ήταν ευχαριστημένοι που ο Πρίγκιπας και η Πριγκίπισσα τα πήγαιναν καλά. Ήταν θετικό σημάδι για το μελλοντικό γάμο που σχεδίαζαν.

Και, όντως, τα πράγματα θα μπορούσαν να είχαν εξελιχτεί τόσο καλά… Θα μπορούσαν, αν δεν ήμουν αυτή που είμαι… καταραμένη και χαρισματική, συγχρόνως.

Το σούρουπο ήρθε και ακόμα δεν είχα χωρίσει από τον Ηάρμωκ. Ωστόσο, υποψιαζόμουν πως εκείνος πρέπει, σίγουρα, να ήταν κουρασμένος από το ταξίδι του, και του το είπα. «Δε χρειάζεται να αναβάλεις την ανάπαυσή σου για μένα. Μπορούμε να βρεθούμε και πάλι αύριο.»

Ο Πρίγκιπας γέλασε. «Δεν έχω ανάγκη από ανάπαυση, τώρα,» μου αποκρίθηκε. «Νομίζω πως ποτέ δεν ταξίδεψα για να φτάσω εδώ.»

Δεν έπρεπε να το είχε πει αυτό, γιατί μ’έκανε να χαμογελάσω πλατιά και μου δημιούργησε μια επιθυμία να τον φιλήσω δυνατά στο μάγουλο. Οπότε και τον φίλησα. Και με φίλησε κι εκείνος, στο μάγουλο επίσης. Και το ένα φιλί διαδέχτηκε το άλλο, μέχρι που πλέον δε φιλιόμασταν μόνο στα μάγουλα.

Ήταν η πρώτη φορά που πλάγιαζα με άντρα, και δε νομίζω ότι θα μπορούσα να είχα κάνει καλύτερη επιλογή. Ακόμα τον αγαπώ, τον Πρίγκιπά μου· ποτέ δε θα τον ξεχάσω…

Καθώς πέσαμε στο μεγάλο κρεβάτι των διαμερισμάτων μου, ήμουν μεθυσμένη από τις αναστατωμένες μου αισθήσεις. Είχα την εντύπωση πως δε θα μπορούσα με τίποτα να χορτάσω τον Ηάρμωκ· τα χέρια και τα πόδια μου δε μου φαίνονταν αρκετά, για να τον αγκαλιάσουν ολόκληρο και να τον κρατήσουν κοντά μου, για πάντα.

Στην αρχή, όλα ήταν υπέροχα.

Στο τέλος, όμως, το όνειρο μετατράπηκε σε εφιάλτη.

Όταν έφτασα στην κορύφωσή μου, παρατήρησα μια παράξενη έκφραση στο πρόσωπό του –την οποία, πλέον, ξέρω πολύ καλά, μα τότε δεν είχα ιδέα τι ήταν· εξάλλου δεν είχα ποτέ ξανά συνευρεθεί με άντρα– και είδα τα μάτια του να θολώνουν, να χάνουν τη γυαλάδα τους, θαρρείς και η ζωή να εγκατέλειπε τον όμορφο Πρίγκιπα. Αλλά δεν έδωσα ιδιαίτερη σημασία· ήμουν συνεπαρμένη από την ηδονή που τύλιγε το σώμα και την ψυχή μου.

Δεν κατάλαβα ότι ο Ηάρμωκ, εκείνη τη στιγμή, πέθανε στην αγκαλιά μου.

Μετά το αντιλήφθηκα, όταν του μίλησα αλλά εκείνος δεν αποκρίθηκε· παρέμεινε ξαπλωμένος στο κρεβάτι, από κάτω μου, με μια ανέκφραστη όψη στο πρόσωπό του. Η γυαλάδα είχε χαθεί εντελώς από τα μάτια του.

«Πρίγκιπά μου;…» είπα, παραξενεμένη. «Μην παίζεις μαζί μου!» Γέλασα, και πήρα το πρόσωπό του ανάμεσα στα χέρια μου, φιλώντας τον στα χείλη… για να συνειδητοποιήσω ότι δεν ανέπνεε!

«Πρίγκιπά μου! Απάντησέ μου! Μίλησέ μου!» Καμία απόκριση από εκείνον. Τον χαστούκισα. «Μίλησέ μου!» Πάλι, καμία απόκριση.

Ήταν νεκρός. Όπως το ψάρι που είχα δει στις όχθες του ποταμού Νόρλωμ.

Σηκώθηκα από το κρεβάτι, έντρομη και ουρλιάζοντας. Δάκρυα έτρεχαν στα μάγουλά μου, και η καρδιά μου είχε ραγίσει. Δεν ήξερα τι έλεγα, εκείνη την εφιαλτική στιγμή· νόμιζα ότι πήγαινα να τρελαθώ.

Η πόρτα του υπνοδωματίου μου άνοιξε, ενώ ακόμα φώναζα ασυνείδητα. Άνθρωποι συγκεντρώθηκαν γύρω μου. Με πήραν από τα διαμερίσματά μου, ενώ άκουγα παντού μια βαβούρα. Τα λόγια τους μπερδεύονταν στ’αφτιά μου· έκαναν το κεφάλι μου να πονά. Ωστόσο, μία συγκεκριμένη λέξη αντήχησε σχετικά καθαρά, νομίζω:

«Φόνος!»

Φόνος; σκέφτηκα, πανικόβλητη. Μα τι λένε; Δεν τον σκότωσα! Δε φταίω εγώ! Δε φταίω εγώ!!!

«Γλυκιά μου, σταμάτα· σταμάτα να φωνάζεις, σε παρακαλώ. Μίλησέ μου. Όχι, δε σου λέει κανείς ότι φταις εσύ. Πες μου τι συνέβη. Σε παρακαλώ, Ρικνάβαθ, πες μου τι συνέβη, γλυκιά μου.»

Η φωνή αυτή ήταν γνώριμη. Βλεφάρισα, και καθάρισα τα μάτια μου από τα δάκρυα, κάνοντας τον εαυτό μου να πάψει να ουρλιάζει. Ανασηκώθηκα επάνω στον μεγάλο καναπέ –ναι, είχα βρεθεί επάνω σε καναπέ, συνειδητοποίησα· κάποιος με είχε βάλει εδώ, χωρίς να το αντιληφθώ– και κοίταξα εμπρός μου, για ν’αντικρίσω το πρόσωπο της μητέρας μου. Αμέσως, χώθηκα στην αγκαλιά της, κλαίγοντας γοερά.

Εκείνη χάιδεψε τα μαλλιά μου. «Ηρέμησε, γλυκιά μου· σε παρακαλώ, ηρέμησε. Πες μου τι συνέβη,» μου ψιθύρισε κοντά στ’αφτί. «Πώς πέθανε ο Πρίγκιπας, Ρικνάβαθ; Σε ικετεύω, πες μου. Είναι σημαντικό.»

Προσπάθησα να αποκτήσω αυτοκυριαρχία. Απομακρύνθηκα από την αγκαλιά της μητέρας μου, καταπίνοντας τα δάκρυά μου. «Μαμά, πέθανε…» είπα μονάχα.

«Πώς πέθανε;» με ρώτησε η Βασίλισσα Αντάρναθ. «Τι συνέβη;»

«Δεν ξέρω. Πέθανε…»

«Έκανες έρωτας μαζί του;»

«Ναι,» αποκρίθηκα, κατεβάζοντας το βλέμμα. «Και πέθανε… Δεν ξέρω γιατί… Πέθανε…» Κατάλαβα, τότε, το λόγο εκείνου του δυνατού κακού προαισθήματος. Έπρεπε να το είχα ακούσει· έπρεπε να είχα ακούσει το ένστικτό μου. Αλλά, τώρα, ήταν πολύ αργά.

Έτσι, λοιπόν, πέθανε ο πρώτος μου εραστής, χωρίς να ξέρω γιατί είχε συμβεί αυτό. Χωρίς να ξέρω πως εγώ ήμουν η αιτία. Και χωρίς να ξέρω πως αυτό θα ξανασυνέβαινε στο μέλλον, θα ξανασυνέβαινε κάθε φορά που πλάγιαζα με άντρα…

Η Βασίλισσα Φέρνταναθ του Ένμερακ εξοργίστηκε με μένα, με τον πατέρα μου, και με το Βασίλειό μας. Τελικά, ετούτη η συνάντηση είχε ακριβώς τα αντίθετα αποτελέσματα απ’ό,τι περίμεναν οι γονείς μου. Οι σχέσεις με τους γείτονές μας δεν βελτιώθηκαν στο ελάχιστο· τουναντίον, οξύνθηκαν: έφτασαν σε σημείο η Βασίλισσα Φέρνταναθ να μας απειλεί με έναν πιθανό πόλεμο. Γιατί ο πατέρας μου αρνείτο να της παραδώσει εμένα ως πληρωμή για το θάνατο του γιου της, τον οποίο εκείνη πίστευε ότι είχαμε δολοφονήσει. Ό,τι κι αν της έλεγαν οι γονείς μου, μέσω του θείου Ράναρωμ, η Βασίλισσα του Ένμερακ δεν πειθόταν. Έμοιαζε να είχε χάσει κάθε ίχνος λογικής. Γιατί τι λόγο μπορεί να είχαμε εμείς, για να θέλουμε τον Πρίγκιπα Ηάρμωκ νεκρό; Η Φέρνταναθ, απλά, έψαχνε να κατηγορήσει κάποιον για το θάνατό του.

Και σύντομα, μάθαμε ότι είχε αιχμαλωτίσει τον θείο Ράναρωμ και τον κρατούσε στα μπουντρούμια του παλατιού της, ζητώντας από τον πατέρα μου να με παραδώσει αμέσως σ’εκείνη, αν δεν ήθελε ο διπλωμάτης του να πεθάνει ύστερα από ατελείωτα βασανιστήρια.

Περιττό είναι να πω ότι είχα τρομοκρατηθεί όσο ποτέ στη ζωή μου. Σκέφτηκα πως, τελικά, ίσως να ήταν σωστό να παραδοθώ στη Βασίλισσα του Ένμερακ, αλλά, όταν το πρότεινα στον πατέρα, εκείνος μου το απαγόρεψε· δεν ήθελε ούτε καν να ακούσει γι’αυτό. Και μου είπε τι θα μου έκανε η Φέρνταναθ, μόλις με έπιανε στα χέρια της· μου μίλησε για τα βασανιστήρια που εκτελούσαν οι βασανιστές της· με τρομοκράτησε ακόμα περισσότερο απ’ό,τι ήμουν. Επίτηδες μου τα ανέφερε τόσο αναλυτικά, νομίζω, ώστε να βγάλει από το μυαλό μου κάθε σκέψη παράδοσης στη Βασίλισσα.

«Θα βρούμε έναν άλλο τρόπο για να την ησυχάσουμε,» μου υποσχέθηκε.

«Κι ο θείος Ράναρωμ;» τον ρώτησα, νιώθοντας να πνίγομαι. Γιατί έπρεπε εκείνος να πληρώσει για το δικό μου έγκλημα; Ή, μάλλον, όχι έγκλημα· δεν ήθελα να συμβεί αυτό που συνέβη. Ήταν… ατύχημα.

«Θα τον σώσουμε,» είπε ο Βασιληάς Θέναρτωρ, προβληματισμένος και μελαγχολικός. «Θα τον πάρουμε απ’το παλάτι της.»

Αλλά δεν έμοιαζε καθόλου σίγουρος για τα λόγια του. Και το ήξερα ότι έλεγε ψέματα. Δεν μπορούσε να πάρει τον θείο από το παλάτι της Βασίλισσας Φέρνταναθ, εκτός κι αν άνοιγε πόλεμο μαζί της, πράγμα που, προφανώς, ήθελε να αποφύγει.

Έτσι, αντιλαμβανόμουν ότι όλα εξαρτώνταν από εμένα. Όμως δεν είχα ιδέα τι έπρεπε να κάνω. Και, καθώς καθόμουν αργότερα στα διαμερίσματά μου, με μοναδικό φως αυτό του τζακιού, ευχήθηκα να μπορούσα, για μία φορά, να χρησιμοποιήσω τις δυνάμεις μου προς όφελός μου. Να δω πώς όφειλα να ενεργήσω. Σηκώθηκα από την πολυθρόνα και έκανα βόλτα μέσα στο καθιστικό, ψάχνοντας για σημάδια παντού και ζητώντας –ναι, ζητώντας– κάποιο από τα ανώτερα όντα να έρθει σε επικοινωνία μαζί μου, για να με βοηθήσει, για να μου δείξει ένα δρόμο.

Και άκουσα μια φωνή… ένα αλύχτημα, για την ακρίβεια· αλλά ένα αλύχτημα που κατανοούσα. Ένιωθα ότι με καλούσε, νότια από εδώ, νότια από το παλάτι και τη Νόλγκεβραθ. Με προέτρεπε να φύγω, να τρέξω σαν τον άνεμο, να απομακρυνθώ από ετούτα τα μέρη, γιατί μεγάλος κίνδυνος ερχόταν. Να πάω σ’εκείνον, κι εκείνος θα φρόντιζε να με κρατήσει κοντά του, για πάντα…

Ήμουν μπερδεμένη και απεγνωσμένη, τότε, έτσι άφησα την παρόρμηση να με κυριεύσει. Δεν ήταν ιδιαίτερα ισχυρή και ίσως να κατάφερνα να την αγνοήσω, αν προσπαθούσα· αλλά δεν προσπάθησα, γιατί αναζητούσα μια λύση, και υπήρχε πιθανότητα –μια μικρή πιθανότητα, έστω– να την είχα βρει. Εξάλλου, με το να κάθομαι εδώ, στο παλάτι, δεν κατόρθωνα τίποτα. Απλά, έβαζα και τον πατέρα μου σε μπελάδες. Ή, μάλλον, όλο το Βασίλειο…

Έλα, ήταν σα να μου έλεγε το νοτιόθεν αλύχτημα, έλα σε μένα, γιατί κινδυνεύεις. Εκεί όπου βρίσκεσαι, οι κυνηγοί σου σύντομα θα σ’εντοπίσουν και θα σε δαγκώσουν. Έλα σε μένα. Ακολούθησε το κάλεσμά μου.

Έκανα ένα μπάνιο και άρχισα να ετοιμάζομαι για το ταξίδι. Στα κρυφά, βέβαια. Δεν ήθελα κανείς να μάθει πως θα έφευγα. Έτσι, δεν πήρα και πολλά πράγματα μαζί μου. Φόρεσα ταξιδιωτικά ρούχα και γέμισα έναν σάκο με τα απαραίτητα: τρεις αλλαξιές ρούχα ακόμα, μια κουβέρτα, δύο στολισμένα ξιφίδια, και χρήματα. Φαγητό θα αγόραζα στο δρόμο, γιατί, αν πήγαινα να το ζητήσω από το μαγειρείο του παλατιού, αυτό θα φαινόταν περίεργο στους υπηρέτες, και οι γονείς θα μάθαιναν σύντομα για την αναχώρησή μου, πράγμα που δεν επιθυμούσα.

Όταν ήμουν έτοιμη, στράφηκα στον καθρέφτη, για να ρίξω μια ματιά στα μαλλιά μου –και το θέαμα που αντίκρισα μ’έκανε να παραπατήσω.

Είδα τον εαυτό μου σωριασμένο στο πάτωμα του καθιστικού, νεκρό. Δεν υπήρχε σημάδι αίματος επάνω μου, αλλά ήμουν βέβαιη πως ήμουν πεθαμένη.

Θα προσπαθήσουν να με δηλητηριάσουν! συνειδητοποίησα, νιώθοντας ξαφνικά μια ακόμα μεγαλύτερη επιθυμία να απομακρυνθώ από εδώ, ακολουθώντας το εξώκοσμο αλύχτημα που μου υποσχόταν ασφάλεια.

 

 

 

 

Συνεχίζεται στο 3ο μέρος "Η Εξορία μου"...

Link to comment
Share on other sites

  • 6 months later...

Νόμιζα ότι κανείς δεν ήταν τόσο γενναίος ώστε να φτάσει ως εδώ! :D

 

Γενναίε πολεμιστή: αν θέλεις, πες μου να ανεβάσω και τις συνέχειες.

Link to comment
Share on other sites

Μέχρι στιγμής έχω διαβάσει το πρώτο κεφάλαιο και μου έχει κερδίσει το ενδιαφέρον.

Τι, ακόμη δεν κατάλαβες;

Άντε βρε παιδάκι μου. Ανέβασε και το υπόλοιπο.

Link to comment
Share on other sites

Πώς μου ξέφυγε αυτό? Πώς μου ξέφυγε αυτό, Βάρδε και δεν το είχε δει τόσον καιρό? Save και διάβασμα για σήμερα! Σχόλια coming soon!

Link to comment
Share on other sites

Αφού θέλετε, εδώ είναι το 1ο μέρος του 3ου κεφαλαίου. Όταν το διαβάσετε και αυτό, πείτε μου και θα ανεβάσω κι όλα τα υπόλοιπα.

 

Βέβαια, δεν είναι ακριβώς ολοκληρωμένη ιστορία' είναι ο πρόλογος στο 2ο τόμο του Παιχνιδιού των Ράζλερ, που γράφω τώρα. Αλλά μπορεί να διαβαστεί και ως ξεχωριστή ιστορία.

 

Η Ρικνάβαθ είναι ο πιο τραγικός χαρακτήρας που έχω γράψει στη ζωή μου. Και, στο σημείο της ιστορίας που γράφω τώρα, έχει συμβεί κάτι τελείως mind-blowing με αυτήν.

 

 

3. Η Εξορία μου

(μέρος 1ο)

 

Έχοντας φορέσει κάπα και κουκούλα, και τραβώντας τη φοράδα μου από τα ηνία, βγήκα από το παλάτι της Νόλγκεβραθ. Οι φύλακες στην πύλη του κήπου μού άνοιξαν χωρίς ερωτήσεις· άλλωστε, αυτοί βρίσκονταν εκεί για να εμποδίζουν τους εισβολείς από το να μπαίνουν, όχι τους ενοικούντες από το να βγαίνουν.

Βάδισα μέσα στους νυχτερινούς δρόμους της πρωτεύουσας και, σύντομα, βγήκα από τη νότια πύλη της πόλης. Δίχως να το έχω πολυαντιληφθεί, η αιώνιά μου εξορία από τα βασίλεια των Καρμώζ είχε αρχίσει.

Το κάλεσμα της εξωφυσικής οντότητας ερχόταν από το Νότο· έτσι, προς τα κει πήγα κι εγώ, αποφεύγοντας τη μεγάλη, λιθόστρωτη δημοσιά και ακολουθώντας τα μονοπάτια που διέσχιζαν τις αγροικίες· γιατί είχα ξανά ένα άσχημο προαίσθημα, κι ετούτη τη φορά δε θα το αγνοούσα. Το προαίσθημά μου μου έλεγε πως βρισκόμουν σε μεγάλο κίνδυνο ταξιδεύοντας στα ανοιχτά, ενώ ο κίνδυνος μειωνόταν όταν ταξίδευα σε πιο… σκοτεινά μέρη. Και, ακούσια, έπρεπε να αναρωτηθώ: Ποιος ήταν ο «κίνδυνος»; Κάποιος με καταδίωκε; Άνθρωποι της Βασίλισσας Φέρνταναθ, ίσως; Φονιάδες και κατάσκοποί της, που είχαν εισβάλει στο Άζμαρκωθ; Οι ίδιοι που θα με σκότωναν και μέσα στα διαμερίσματά μου, αν έμενα εκεί;

Η απορία με έτρωγε, αλλά καλύτερα να μη μάθαινα ποιοι με κυνηγούσαν. Να μη μάθαινα και να κατάφερνα να τους αποφύγω, και να μείνω ζωντανή… για να πάω στην οντότητα που με καλούσε, αλυχτώντας μέσα στο νου μου και οδηγώντας με νότια, εκεί όπου, εξ αποστάσεως, μπορούσα ν’ατενίσω το Λυκοδάσος, το οποίο δεν βρισκόταν πολύ μακριά από την πρωτεύουσα του Βασιλείου. Ίσως να κατόρθωνα να το φτάσω ως την αυγή, αν ταξίδευα γρήγορα. Και δε σκόπευα να αργοπορήσω καθόλου.

Καθώς ίππευα σταθερά επάνω στα χωμάτινα μονοπάτια, ακούγοντας το βουητό του νυχτερινού ανέμου και το θρόισμα των φύλλων απόμακρων δέντρων, στο νου μου άρχισαν να έρχονται οι ιστορίες που είχα ακούσει για το Λυκοδάσος. Εκτός από το γεγονός ότι είχε πολλούς λύκους –όπως υπαινισσόταν το όνομά του–, υπήρχαν και δοξασίες που μιλούσαν για ξωτικά κι αερικά σ’αυτές τις περιοχές, τα οποία σκλάβωναν τους ανθρώπους και τους έκαναν δούλους τους, ή τους έκλειναν σε τόσο ισχυρούς παγοτάφους, που ούτε οι πιο δυνατοί Καρμώζ δεν μπορούσαν ν’αντέξουν, και πέθαιναν. Τα περισσότερα από αυτά, αναμφίβολα, ήταν ψέματα… ωστόσο, η αόρατη παρουσία που με καλούσε με οδηγούσε προς το Λυκοδάσος… Κι επομένως, ήταν αναπόφευκτο παρά να αναρωτηθώ μήπως επρόκειτο για κάποιο ξωτικό που επιθυμούσε να με παγιδέψει, ή για κάποιον κατώτερο θεό που αποζητούσε να με υποδουλώσει.

Όμως, όχι, ετούτο δεν ήταν αλήθεια· η οντότητα ήθελε μονάχα να με προστατέψει από τους μοχθηρούς κυνηγούς.

Ξαφνικά, συνειδητοποίησα πως αυτή η τελευταία σκέψη δεν ήταν δική μου, αλλά του όντος που με καλούσε. Όπως και να είχε, όμως, δεν σκόπευα να καταπολεμήσω το κάλεσμά του. Αν επέστρεφα, θα με σκότωναν· το είχα προδεί.

Έτσι, συνέχισα, σχεδόν υπνωτισμένη επάνω στο άλογό μου· και έφτανα στους πρόποδες του Λυκοδάσους, όταν ο ήλιος ξεμύτισε από την ανατολή, λούζοντας το τοπίο με τις αχτίνες του, αλλά μην κατορθώνοντας να εισχωρήσει στα βαθύτερα σημεία της πυκνής, δενδρώδους έκτασης εμπρός μου.

Για εμάς, τους Καρμώζ, ο Ήλιος είναι μια από τις θεές μας, την οποία αποκαλούμε Θεντραγκάλ η Παγοκτόνος, γιατί εκείνη είναι που διώχνει τους πάγους από τα νερά και τα εδάφη μας, τις εποχές του χρόνου που η δύναμή της είναι κραταιά. Η Θεντραγκάλ, επίσης, είναι μια θεά-παντογνώστρια· γνωρίζει τα πάντα που ορά. Ωστόσο, δεν είναι πανταχού παρούσα· εκεί όπου το φως της δε φτάνει, εκεί δεν μπορεί να δει: εκεί είναι τυφλή και δε γνωρίζει τι συμβαίνει.

Και, απ’ό,τι παρατηρούσα, μάλλον υπήρχαν αρκετά σημεία στο Λυκοδάσος που ήταν κρυφά σ’αυτήν. Πράγμα όχι και τόσο ενθαρρυντικό, επειδή λέγεται πως όποιος προσπαθεί να κρυφτεί από τη Θεά-Ήλιο πάντοτε έχει κάτι κακό κατά νου· ή, γενικά, κάτι υποχθόνιο συμβαίνει σ’όλα τα μέρη που είναι κρυμμένα από τα μάτια της Θεντραγκάλ. Γιατί σ’αυτά ακριβώς τα σημεία είναι που κυριαρχεί η Σκιά, μια άλλη μας θεά, η οποία καλύπτει τ’απόκρυφα και τα μυστικά από τα μάτια του Ήλιου και κρύβει τα κακοποιά πνεύματα και τους κακοπράγμονες ανθρώπους.

Πολλοί ισχυρίζονται ότι η Σκιά δεν είναι θεά, αλλά θεός. Ωστόσο, υπάρχει ο ίδιος ισχυρισμός και για τον Ήλιο. Επίσης, υπάρχει και μια τρίτη θεωρία: πώς η Σκιά και ο Ήλιος είναι άφυλες οντότητες. Έτσι, προσωπικά, δεν μπορώ να είμαι σίγουρη επάνω στο τι πραγματικά ισχύει, αλλά την Θεντραγκάλ πάντοτε την ορώ ως θεά· για τη Σκιά –η οποία ονομάζεται Ασραντγκάλ– δε με απασχολεί: δεν ασχολούμαι με τέτοιου είδους μοχθηρές οντότητες.

Αυτές ήταν οι σκέψεις μου, λοιπόν, καθώς ζύγωνα το Λυκοδάσος με την αυγή, και δεν ήξερα αν αποτελούσαν κάποιου είδους προμήνυμα, γιατί συνήθως δε συλλογιέμαι θεολογικά ζητήματα. Άραγε, θα επηρεαζόταν το μέλλον μου από τη Θεντραγκάλ… ή –ρίγησα– από τον Ασραντγκάλ;

Οι ανησυχίες μου διαλύθηκαν από έναν πολύ πιο άμεσο κίνδυνο. Άκουσα καλπασμό πίσω μου. Και στράφηκα, αμέσως, για ν’αντικρίσω τρεις καβαλάρηδες να έρχονται. Δεν έμοιαζαν με στρατιωτικούς, παρά με ταξιδιώτες, ντυμένους με κάπες και κουκούλες, αλλά εγώ μπορούσα να δω ποιοι πραγματικά ήταν. Πίσω τους ατένισα, στιγμιαία, μια σημαία να κυματίζει και να χάνεται: Επάνω στη σημαία ήταν κεντημένος ο Σιδηρούς Ιχθύς, το έμβλημα του Βασιλείου Ένμερακ και της Βασίλισσας Φέρνταναθ! Τελικά, όντως, είχε ανθρώπους της μέσα στο Άζμαρκωθ, ή ίσως να τους είχε στείλει τώρα, για να με σκοτώσουν και να εκδικηθεί το θάνατο του γιου της. Αλλά αδιαφορούσα εκείνη τη στιγμή ποιο από τα δύο ίσχυε.

Στρεφόμενη στο δάσος, έμπηξα τα τακούνια των μποτών μου στα πλευρά της φοράδας μου και ξεκίνησα να καλπάζω, σκύβοντας επάνω στη χαίτη του ζώου, για να μην πέσω από τον δυνατό αέρα που με χτυπούσε.

Πίσω μου, άκουσα τον βρόντο από τις οπλές των άλογων που καβαλούσαν οι διώκτες μου.

Έπρεπε να βιαστώ –να βιαστώ –και θα με έχαναν. Η σκέψη διαπέρασε το νου μου σα λόγχη· δεν ήταν δική μου: ανήκε στην οντότητα που με καλούσε από το Λυκοδάσος. Έπρεπε να μπω ανάμεσα στα δέντρα, και ποτέ δε θα με έβρισκαν.

Γρήγορα!

Οι φονιάδες έρχονταν. Δε μπορούσα να τους δω –μονάχα να τους ακούσω–, αλλά ήξερα –το αισθανόμουν– ότι ξίφη βρίσκονταν υψωμένα στα γαντοφορεμένα χέρια τους, γυαλίζοντας στο φως της αυγής, διψώντας για το αίμα μου.

Με έναν μεγάλο σάλτο, η φοράδα μου πήδησε πάνω από μερικούς θάμνους και βρέθηκε μέσα στο δάσος.

Απο δώ! νόμισα πως άκουσα κάποιον να μου ψιθυρίζει. Απο δώ!

Στράφηκα, για να δω ένα στριφτό μονοπάτι ν’απλώνεται εμπρός μου. Οδήγησα το λαχανιασμένο μου άλογο προς τα κει… και, ξαφνικά, ένιωσα παράξενα. Όμως ετούτη τη φορά δεν επρόκειτο για κάποιο από τα προαισθήματά μου, για κάποιο από τα καλέσματα, ή για κάποια αλλόκοσμη φωνή. Αυτό ήταν διαφορετικό· ήταν ασυνήθιστο.

Όλοι οι ήχοι γύρω μου έμοιαζαν να είχαν σταματήσει, και μια γενικότερη ηρεμία να είχε απλωθεί. Απόμακρα, πίσω μου, άκουσα καλπασμό. Γύρισα, για να κοιτάξω πάνω απ’τον ώμο, και είδα τους φονιάδες να περνάνε. Ούτε πού με είχαν προσέξει… Κάτι με είχε κρύψει από τα μάτια τους.

Ξεφύσησα, ανακουφισμένη. Λίγο έλειψε… σκέφτηκα. Πού βρίσκομαι, όμως;

Κοίταξα γύρω μου, όπου τα πάντα ήταν τόσο γαλήνια, σαν όνειρο… ένα μη-όνειρο. Κατέβηκα από τη λαχανιασμένη μου φοράδα και την πήρα από τα ηνία, ξεκινώντας να πορεύομαι αργά μέσα στο δάσος. Το μέρος δεν έμοιαζε καθόλου, μα καθόλου, απειλητικό. Αντιθέτως, έμοιαζε μαγευτικό. Όμως είχα την αίσθηση ότι δεν βάδιζα φυσιολογικά· νόμιζα ότι βάδιζα… δίπλα από εκεί όπου θα έπρεπε να βαδίζει κανονικά ένας ταξιδιώτης. Το ξέρω, ακούγεται περίεργο, και ήταν. Γιατί, τότε, δεν είχα τις απαραίτητες γνώσεις, ώστε να καταλάβω σε τι είδους τόπο βρισκόμουν. Τώρα, τις έχω, και γνωρίζω πολύ καλά πως είχα εισβάλει σε έναν Αρχέτοπο. Εδώ ο χρόνος δεν κυλούσε το ίδιο, όπως στην υπόλοιπη Κουαλανάρα. Και είναι πολύ εύκολο να χαθεί κανείς σ’ένα τέτοιο μέρος…

Συνέχισα να προχωρώ, ψάχνοντας να βρω την οντότητα που με καλούσε, γιατί το κάλεσμά της δε με είχε εγκαταλείψει· εξακολουθούσε να υφίσταται, και, μάλιστα, ισχυρότερο από πριν. Είχα την εντύπωση πως το αόρατο ον ανυπομονούσε να με γνωρίσει· και έπρεπε να παραδεχτώ ότι αυτό με τρόμαζε κάπως.

«Πού είσαι;» ψιθύρισα, φοβούμενη να υψώσω τη φωνή μου, μην τυχόν και μ’ακούσουν οι φονιάδες της Βασίλισσας Φέρνταναθ. «Πού είσαι;»

Καμια απάντηση, αλλά το κάλεσμα συνεχιζόταν.

Άρχισα να βαδίζω γρηγορότερα, νιώθοντας κι εγώ μια σχετική ανυπομονησία, τώρα –μια ανυπομονησία να γνωρίσω το σωτήρα μου. Ακολούθησα ένα σκοτεινό μονοπάτι. Από πάνω μου ο ουρανός κρυβόταν από φυλλώματα, τόσο πυκνά που ακτίνα ηλιακού φωτός δεν περνούσε. Είχα φύγει από το Βασίλειο του Ήλιου και είχα μπει στο Βασίλειο της Σκιάς…

Επίσης, αντιλήφθηκα πως δεν έπρεπε, πλέον, να ήμουν σε κείνο το παράξενο μέρος του δάσους –τον Αρχέτοπο–, παρά σε κάποιο πιο… κανονικό μέρος, αφού μπορούσα ν’ακούσω όλους τους συνηθισμένους θορύβους, και δεν υπήρχε τώρα εκείνο το αίσθημα γαλήνης διάχυτο παντού.

Το σκοτάδι ήταν απόλυτο γύρω μου· δεν έβλεπα τίποτα. Πρότεινα το δεξί μου χέρι, για να μη χτυπήσω πουθενά, ενώ με το αριστερό βαστούσε τα χαλινάρια της φοράδας μου, η οποία χρεμέτιζε ταραγμένη. Κάτι κακό κατοικεί εδώ… συνειδητοποίησα, και σκέφτηκα να φύγω. Ή, μάλλον, μια δυνατή παρόρμηση φυγής με κατέλαβε· μα το κάλεσμα της άγνωστης οντότητας ήταν ισχυρότερο: δε μ’άφησε ν’απομακρυνθώ. Και άκουσα το αλύχτημα εντός μου, αλλά και τριγύρω, στο δάσος. Έτρεμα ολόκορμη, και έσφιξα τα ηνία του αλόγου γερά στο αριστερό μου χέρι, αναλογιζόμενη πως ίσως, τελικά, αυτό να ήταν η μοναδική μου σωτηρία.

Προσπάθησα να θραύσω το ψυχικό κάλεσμα της οντότητας. Μα απέτυχα παταγωδώς, και συνέχισα να βαδίζω προς τα εκεί όπου μου ζητούσε το κακοποιό πνεύμα. Το πνεύμα που, τώρα πλέον, ήξερα πως υπηρετούσε τη Σκιά.

Είχα πέσει σε χειρότερο κακούργο από τους φονιάδες της Βασίλισσας του Ένμερακ…

Και τώρα, τον αισθανόμουν να πλησιάζει, να έρχεται μέσα από το σκοτάδι, ένας κατώτερος δαίμονας, κάτοικος του δάσους, του οποίου οι δυνάμεις, όμως, ήταν μακράν ανώτερες από τις δικές μου. Ωστόσο, αν δε με είχε πιάσει σε στιγμή αδυναμίας, ίσως και να του αντιστεκόμουν.

Άκουσα τη φωνή του, ξεκάθαρα, όχι σαν συναίσθημα: Καλωσόρισες, Πριγκίπισσα. Η οσμή σου είναι υπέροχη… Είχα την εντύπωση ότι κάτι με οσφραινόταν από πάνω ως κάτω. Αλλά δεν οσφραινόταν το σώμα μου· οσφραινόταν την ψυχή μου. Υπέροχη… τόσο υπέροχη… Γνωρίζεις πόσο ξεχωριστή είσαι ανάμεσα στους θνητούς, Πριγκίπισσα; Πολύ περισσότερο από μια αριστοκράτισσα πρώτη στη διαδοχή του Θρόνου… Ναι, πολύ, πολύ περισσότερο… Τι κρίμα που θα ήταν αν σε σκότωναν αυτοί οι δολοφόνοι, ε; Όλα θα πήγαιναν χαμένα… όλη αυτή η δύναμη!… Μια ανείπωτη λαιμαργία προερχόταν από το μέρος του.

Δε μιλάς, Πριγκίπισσα Ρικνάβαθ; Γρρρρ… Το γρύλισμά του ήταν αργόσυρτο, σκεπτικό, όπως ένας άνθρωπος θα έκανε «Χμμμ…» Μυρίζομαι φόβο εντός σου; Με φοβάσαι;

«Όχι,» κατάφερα να πω. Ήταν ψέματα, αλλά αυτό μου ήρθε εκείνη την ώρα. Έσφιξα δυνατότερα τα ηνία της φοράδας μέσα στη γροθιά μου. «Γιατί να σε φοβάμαι;»

Δεν υπάρχει κανένας λόγος απολύτως, Πριγκίπισσα… Έλα να ξεκουραστείς κοντά μου. Πρέπει να είσαι τόσο κουρασμένη από την καταδίωξή σου… Αισθάνθηκα την παρουσία του να γίνεται πιο θερμή· ή, μήπως, αυτή ήταν η ανάσα του; Το σκοτάδι δε μ’άφηνε να δω τίποτα, μα αναρωτήθηκα αν ετούτο το τέρας είχε, τελικά, υλική υπόσταση…

Το άλογό μου χρεμέτισε.

Τι ενοχλητικό ζώο, ε, Πριγκίπισσα; Γιατί δεν το διώχνεις; Διώξτο, να φύγει και να μας αφήσει μόνους, τους δυο μας, να ξεκουραστείς κοντά μου…

Μπορούσα να μυρίσω τον ιδρώτα της φοράδας, η οποία χρεμέτισε ξανά, δυνατότερα από πριν. Ήταν τρομοκρατημένη.

«Όχι,» είπα, κι ανέβηκα, αμέσως, στη σέλα.

Πού πας, Πριγκίπισσα;! γρύλισε λυκίσια η άγνωστη οντότητα της Σκιάς, κι έπεσε επάνω μου, ή, μάλλον, επάνω στην ψυχή μου. Έμπηξε τα δόντια της μέσα μου, και την ένιωσα να προσπαθεί να τραφεί.

Τότε, ήμουν πολύ πανικόβλητη και άπειρη, για να καταλάβω τι συνέβαινε· όμως, αργότερα, κατανόησα τι ζητούσε από μένα αυτός ο λύκος της Σκιάς. Είχε αντιληφθεί από χρόνια το χάρισμά μου και το ήθελε για τον εαυτό του: ήθελε να καταβροχθίσει την ψυχή μου, ώστε να ισχυροποιηθεί και ν’ανεβεί στην ιεραρχία των δαιμόνων όπου ανήκε.

Πάραυτα, έμπηξα τα τακούνια των μποτών μου στα πλευρά της φοράδας μου και κάλπασα μέσα στο δάσος.

Το κακοποιό πνεύμα εξακολουθούσε να είναι πιασμένο επάνω μου. Δεν έλεγε να τα παρατήσει εύκολα, και ήταν δύσκολο για μένα να του αντιστέκομαι· είχε φοβερή δύναμη. Ούρλιαξα μέσα στο δάσος. Έπρεπε να βρω τον Ήλιο, να ξεφύγω από τα μέρη επιρροής της Σκιάς. Όμως αμφέβαλα αν θα προλάβαινα, προτού ο εχθρός μου μου καταβροχθίσει την ψυχή.

Ευτυχώς, έκανα λάθος. Βγήκα στο φως γρηγορότερα απ’ό,τι περίμενα. Ήμουν τυχερή που είχα μπει στο δάσος με το χάραμα, γιατί, τώρα πλέον, ήταν πρωί, πράγμα που σήμαινε πως ο Ήλιος είχε μεγαλύτερη δύναμη, καθώς εισέβαλε σε μέρη που το βράδυ ανήκαν αποκλειστικά στη Σκιά.

Η φοράδα μου σταμάτησε από μόνη της, όταν η παρουσία του λύκου χάθηκε. Κατέβηκα απ’τη σέλα της και στάθηκα στο χορτάρι του δάσους. Τα γόνατά μου έτρεμαν, αλλά ήμουν ζωντανή. Ο εχθρός μου δεν είχε επιτύχει το σκοπό του, αν και με είχε τραυματίσει άσχημα. Αισθανόμουν την πληγή μέσα μου, να χτυπά σα δεύτερη καρδιά.

Κάθισα στο έδαφος, με την πλάτη ακουμπισμένη σ’ένα δέντρο. Ήθελα να ξεκουραστώ όσο τίποτ’άλλο, ετούτη τη στιγμή. Όλη η Κουαλανάρα έμοιαζε να με καταδιώκει, αλλά είχα καταφέρει να ξεφύγω· είχα νικήσει, για την ώρα.

Ένας γλυκός ύπνος με πήρε…

…και ονειρεύτηκα.

Το όνειρο δεν ήταν άσχημο ή εφιαλτικό. Για να πω την αλήθεια, ήταν σα να παρακολουθώ την Ιστορία να ξεδιπλώνεται μπροστά στα μάτια του, χωρίς, όμως, εγώ να υπάρχω και χωρίς, φυσικά, να μπορώ να επέμβω με οποιονδήποτε τρόπο.

Μια αυτοκρατορία απλωνόταν απ’άκρη σ’άκρη της ηπείρου Βάλγκριθμωρ, από την Ανατολή ως τη Δύση. Ψηλά κάστρα και πύργοι άστραφταν στο φως των ήλιων και του φεγγαριού· μεγάλες πόλεις μουρμούριζαν, πλημμυρισμένες από ανθρώπους μιας αρχαίας φυλής, ενώ έμποροι, διαφόρων χωρών κι εθνικοτήτων, περνούσαν από εδώ· αχανείς, λιθόστρωτες δημοσιές εκτείνονταν ανάμεσα στις πόλεις και τα κάστρα, περιπολούμενες από φρουρές πάνοπλων μαχητών και καβαλάρηδων. Ομορφιά και μεγαλείο.

Εκτός από ένα σημείο της Αυτοκρατορίας, όπου ένας μικροπόλεμος είχε αρχινήσει. Ωστόσο, αυτό δεν έμοιαζε και τόσο σοβαρό πρόβλημα. Έτσι, κανείς δεν έδωσε την απαιτούμενη σημασία, ούτε καν ο Αυτοκράτορας. Όλοι συνέχιζαν να ζουν ευδαιμονικά, να εμπορεύονται, να φιλοσοφούν, και να γλεντάνε.

Ύστερα, όμως, ο πόλεμος εξαπλώθηκε, και δεν ήταν πλέον μικρός. Πήδησε από τη μια χώρα στην άλλη, προκαλώντας αναταραχές, σα μανιασμένο θηρίο. Μέχρι που ολάκερη η Αυτοκρατορία βρέθηκε σε αναστάτωση, και το αίμα κύλησε άφθονο στις δημοσιές της, στις λεωφόρους των πόλεών της, και στις επάλξεις των κάστρων της, ενώ οι πανύψηλοι πύργοι έπεσαν σαν αστροπελέκια στη γη, τραντάζοντάς την.

Ο Πόλεμος εξακολουθούσε να είναι κραταιός, έχοντας φτάσει ακόμα και στην καρδιά της Αυτοκρατορίας, όταν, με το πέρασμα των χρόνων, οι θάλασσες φούσκωσαν ανατολικά και δυτικά της ηπείρου Βάλγκριθμωρ, και κατέπνιξαν το κάποτε ένδοξο έθνος και τους κατοίκους του, εξολοθρεύοντας τη φυλή τους.

Τα νερά αποτραβήχτηκαν πάλι, αφότου χρόνια κύλησαν, αλλά, τώρα πλέον, δεν είχε μείνει τίποτα πίσω τους, παρά μονάχα ερείπια σε κάποια σημεία και μια αχανής πεδιάδα, άγονη κατά κύριο λόγο και αμμουδερή.

Όμως τα ερείπια που είχαν απομείνει δεν ήταν ασήμαντα…

Ένα από αυτά βρισκόταν εκεί, κοντά στα βράχια, στην ανατολική μεριά της ηπείρου. Οι θάλασσες το είχαν ρημάξει· δεν το είχαν, όμως, καταστρέψει ολοσχερώς. Και σ’αυτόν τον πανάρχαιο, μισοκατεστραμμένο πύργο ενοικούσε, επί του παρόντος, ένας άντρας που τριγύριζε μόνος μέσα στις έρημες γαλαρίες και τα δωμάτια, ακούγοντας τον άνεμο του πελάγους και τα κύματα να σκάνε στα βράχια. Απόλυτα μόνος. Και θλιμμένος, τόσο θλιμμένος. Γιατί είχε χάσει όλους του τους μαθητές· είχαν ταξιδέψει μακριά, μονάχα εκείνος είχε μείνει…

…Και τώρα, ο άντρας αυτός –ένας γέροντας, μια παρουσία– με καλούσε. Τον ένιωθα να μου φωνάζει να πορευτώ νότια, πέρα από το Βασίλειο Άζμαρκωθ, στη Στέπα, όπου οι μοναδικοί κάτοικοι είναι ένας λαός που οι Καρμώζ ονομάζουν Λαό της Στέπας.

Ξύπνησα, για να ανακαλύψω ότι ήταν μεσημέρι.

Το κάλεσμα της πανάρχαιας παρουσίας δε με είχε εγκαταλείψει. Ακόμα ζητούσε να πάω κοντά της. Είχε πράγματα να με διδάξει…

Παραξενεύτηκα από τούτο. Τι μπορεί να είχε να με διδάξει; αναρωτήθηκα. Κι αμέσως, συμπέρανα πως μονάχα ένα πράγμα υπήρχε για να με διδάξει κανείς –ή, τουλάχιστον, ένα πράγμα που ήθελα εγώ, απελπισμένα, να μάθω–: πώς να ελέγχω το χάρισμά μου.

Σηκώθηκα όρθια, νιώθοντας ξεκούραστη, αν και το ψυχικό τραύμα που μου είχε προκαλέσει ο λύκος της Σκιάς ακόμα με πονούσε, σαν φλεγόμενο έκζεμα.

Η φοράδα μου –που δεν είχε απομακρυνθεί, παρότι, επάνω στην κούρασή μου, δεν την είχα δέσει σε κάποιο δέντρο– χλιμίντρισε, ανυπόμονα. Μάλλον, ήθελε κι εκείνη να φύγει από τούτο το μέρος, τόσο όσο ήθελα κι εγώ. Το Λυκοδάσος με τρόμαζε· και ο τρόμος μου δεν οφειλόταν μονάχα στην πνευματική οντότητα που μου είχε επιτεθεί πριν από μερικές ώρες. Τούτος ο τόπος είχε κάτι… οικείο για μένα (!)· μου θύμιζε τον εαυτό μου, κατά κάποιο τρόπο. Ήταν στοιχειωμένος. Αλλά οι δυνάμεις του ήταν πολύ, πολύ πιο μεγάλες από τις δικές μου. Εγώ ήμουν έντομο· το δάσος ήταν γίγαντας. Δεν μπορούσα να σταθώ άλλο εδώ· βρισκόμασταν σε αντιπαλότητα οι δυο μας. Έπρεπε, λοιπόν, να φύγω, πάλι…

Και πού να πήγαινα, τώρα; Σίγουρα, δεν μπορούσα να επιστρέψω στο παλάτι. Ο καθρέφτης μού είχε δείξει καθαρά ότι θα πέθαινα. Η Βασίλισσα Φέρνταναθ θα με σκότωνε.

Η μπάσταρδη σκύλα!! συλλογίστηκα εξοργισμένη, σφίγγοντας τη γροθιά μου. Καταραμένη νάναι, για πάντα! Έμοιαζε να το έκανε επίτηδες. Έμοιαζε να ήθελε να κατηγορήσει εμένα και τον πατέρα μου για ένα… για ένα ατύχημα! Πώς ήταν δυνατόν να πιστεύει ότι θα δηλητηριάζαμε το γιο της;! Τι λόγο είχαμε; Καταραμένη νάναι!

Θα επιστρέψω και θα τη θάψω κάτω απ’τον πάγο! ορκίστηκα, παρότι γνώριζα πως, μάλλον, κάτι τέτοιο θα ήταν ανέφικτο για μένα.

Κι έτσι, επέστρεψα στο βασικό μου ερώτημα: Πού να πήγαινα, τώρα; Πού να κατευθυνόμουν;

Νότια. Έπρεπε να πάω νότια! Για να τον ελευθερώσω από την παράκτια φυλακή του. Να με διδάξει και να τον ελευθερώσω. Έπρεπε! Με θερμοπαρακαλούσε, με ικέτευε!

Φυσικά, οι παραπάνω σκέψεις δεν ήταν δικές μου: Έρχονταν στο νου μου από εκείνη την οντότητα που τριγύριζε μέσα στον κατεστραμμένο πύργο μιας άγνωστης αρχαίας αυτοκρατορίας.

Τι παραφροσύνη! σκέφτηκα. Ως πότε θα αισθάνομαι τούτα τα καλέσματα; Ελπίζω, τουλάχιστον, αυτό το γέρικο φάντασμα να μου μάθει πώς να παρεμποδίζω τις κλήσεις άλλων του είδους του!…

Καβάλησα τη φοράδα μου και ταξίδεψα μέσα στο Λυκοδάσος, προσπαθώντας να βγω νότια.

Link to comment
Share on other sites

Ανέβασα το υπόλοιπο ως επισύναψη, γιατί λίγο-λίγο θα μας έπαιρνε αιώνες. :-Ρ

 

Ελπίζω να σας αρέσει.

riknavath.doc

Link to comment
Share on other sites

Join the conversation

You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.

Guest
Reply to this topic...

×   Pasted as rich text.   Paste as plain text instead

  Only 75 emoji are allowed.

×   Your link has been automatically embedded.   Display as a link instead

×   Your previous content has been restored.   Clear editor

×   You cannot paste images directly. Upload or insert images from URL.

Loading...
×
×
  • Create New...

Important Information

You agree to the Terms of Use, Privacy Policy and Guidelines. We have placed cookies on your device to help make this website better. You can adjust your cookie settings, otherwise we'll assume you're okay to continue..