Jump to content

Ήρθε μέσα απ’ τη φουρτούνα


Κατακαλών

Recommended Posts

Όνομα Συγγραφέα: Στυλιανός Κιλημάντζος
Είδος: Τρόμος
Βία; Ναι
Σεξ; Όχι
Αριθμός Λέξεων: 5112
Αυτοτελής; Ναι

 

 

 

Ήρθε μέσα απ’ τη φουρτούνα

 

Η αγρύπνια για το νεκρό έφτανε στο τέλος της. Σε λίγες ώρες θα ακολουθούσε η τελετή της ταφής στο τοπικό νεκροταφείο. Είχε καλλωπίσει το πτώμα και ήταν έτοιμο για να το αποχαιρετίσει ολόκληρη η κοινότητα, που θα έδινε το παρόν εκείνη την ημέρα, όπως επέβαλε η κοινωνική σύμβαση. Η συγκεκριμένη οικογένεια τον είχε ξαναπροσλάβει στο παρελθόν για τη μητέρα τους. Εκείνη τη νύχτα ήταν η σειρά του πατέρα να πάει στον άλλον κόσμο για να βρει την επί χρόνια σύζυγό του. Του φόρεσε την καλή στολή με τα άσπρα γάντια, σύμφωνα με τις επιθυμίες της οικογένειας. Ο μακαρίτης ήταν ναυτικός και μάλιστα διάσημος στην περιοχή, από τότε που είχε ηγηθεί της διάσωσης του πληρώματος ενός καραβιού, που είχε βυθιστεί ανοιχτά της κωμόπολης. Πολλές οικογένειες τού χρωστούσαν χάρη και το όνομα είχε αποκτήσει μεγάλη αίγλη μετά από το συμβάν. Σε αυτό έπαιζε σημαντικό ρόλο και η σοβαρή του έκφραση και κόσμια συμπεριφορά σε όλες τις κοινωνικές εκδηλώσεις της κωμόπολης.

Είχε τον αέρα του αυστηρού οικογενειάρχη, που παρόλο που έλειπε μήνες ολόκληρους σε ταξίδια, κρατούσε παράλληλα το σπιτικό του σε τάξη. Η γυναίκα του ήταν υπάκουη και καθωσπρέπει, αλλά και η αρχόντισσα του σπιτιού κατά την απουσία του. Τα τέσσερα παιδιά του, τρία αγόρια και ένα κορίτσι, ήταν άριστοι μαθητές και εξαιρετικοί χαρακτήρες. Δεν αντιμιλούσαν ποτέ στους μεγαλύτερους και απαντούσαν μόνο όποτε κάποιος τούς απηύθυνε το λόγο, τηρώντας τον κανόνα «η σιωπή είναι χρυσός». Δε συναναστρέφονταν με τα υπόλοιπα παιδιά και μοναδική τους διασκέδαση και διακοπή από τη μελέτη ήταν οι τοπικές κοινωνικές εκδηλώσεις, στο πλευρό των γονιών τους και φορώντας τα καλύτερά τους ρούχα, φυλαγμένα ειδικά για αυτές τις περιστάσεις, ώστε να μην υπάρχει ο κίνδυνος φθοράς. Όλον τον υπόλοιπο χρόνο φορούσαν τα πιο ταπεινά τους ρούχα, για τις καθημερινές τους εργασίες, τα οποία δεν ξεχώριζαν από τα ρούχα των παιδιών φτωχότερων οικογενειών. Δεν έπρεπε να ξεχωρίζουν και να επιδεικνύουν την καλύτερή τους τύχη, σε σχέση με τους απλούς αγρότες και ψαράδες, γιατί αυτό θα προκαλούσε το φθόνο και την αντιπάθεια των υπολοίπων και άλλωστε κάτι τέτοιο θα αποτελούσε και ύβρη απέναντι στα θεία.

Στις εκδηλώσεις έπρεπε να μένουν στο πλευρό των γονιών τους, με σεμνότητα και αυτοσυγκράτηση. Η κόρη όφειλε να αρνείται ευγενικά τις ουκ ολίγες προτάσεις για χορό από τους νεαρούς της κωμόπολης. Όταν έφτανε η ώρα, ο πατέρας της θα της υποδείκνυε το μελλοντικό της σύζυγο και αν ήταν τυχερή μπορεί να τον έβλεπε για μια φορά και πριν τη γαμήλια τελετή. Οι τρεις γιοι θα ακολουθούσαν την ίδια καριέρα με τον πατέρα τους, περνώντας για χρόνια από την απαιτούμενη εκπαίδευση και προετοιμασία. Η μητέρα είχε αρρωστήσει πριν δύο χρόνια και είχε πεθάνει μέσα σε φρικτούς πόνους. Στην κηδεία, όλα τα μέλη της οικογένειας την αποχαιρέτισαν με βουβή οδύνη, δίχως δάκρυ. Όταν τα χείλια του μικρότερου γιου τρεμόπαιξαν για μια στιγμή και φάνηκε να χάνει τον έλεγχο, ένα βλέμμα επίπληξης από τον πατέρα ήταν αρκετό, ώστε τα δάκρυα να στεγνώσουν πριν καν εμφανιστούν στα μάτια. Ο πατέρας στάθηκε πιο τυχερός στο θάνατο. Έφυγε ξαφνικά στον ύπνο του και δεν ταλαιπωρήθηκε καθόλου. Τον είχε βρει η γκουβερνάντα που φρόντιζε το σπίτι και τα παιδιά μετά το θάνατο της συζύγου.

Είχε ειδοποιήσει το μεγάλο γιο, που πλέον γινόταν η κεφαλή της οικογένειας, και εκείνος με τη σειρά του είχε ειδοποιήσει το νεκροθάφτη. Εκείνος του είχε βγάλει τη μεταξωτή ρόμπα του σπιτιού και του είχε βάλει την καλή στολή. Είχε χτενίσει τα μαλλιά, κόψει τα νύχια, καθαρίσει το σώμα και είχε χρησιμοποιήσει καλλυντικά για να κρύψει τη θαμπάδα του δέρματος. Ο καπετάνιος ήταν τόσο επιβλητικός στο θάνατο όσο ήταν και στη ζωή, με το χάρο να μην έχει καταφέρει να μετριάσει το καμαρωτό του παράστημα. Το μόνο που έμενε πλέον ήταν να φορεθούν τα λουστρίνια για να ολοκληρωθεί η αρχοντική εμφάνιση. Ο νεκροθάφτης άνοιξε το κουτί με τα παπούτσια και βγάζοντας έξω το ζευγάρι, είδε ένα χρυσαφένιο αντικείμενο να πέφτει στο χαλί. Έσκυψε να το πάρει και διαπίστωσε ότι ήταν μια καρφίτσα η οποία είχε μείνει κρυμμένη μέσα στο ένα από τα δύο παπούτσια. Τα παιδιά του καπετάνιου φαίνεται ότι δεν είχαν ανοίξει το κουτί και το είχαν δώσει κατευθείαν στο νεκροθάφτη. Στην καρφίτσα απεικονιζόταν μια φουρτουνιασμένη θάλασσα φωτισμένη από κεραυνούς. Στο βάθος βρισκόταν μια παράξενη μορφή, της οποίας τα χαρακτηριστικά ο νεκροθάφτης δεν μπορούσε να ξεχωρίσει.

Άκουσε βήματα έξω από το υπνοδωμάτιο και έκρυψε αυθόρμητα την καρφίτσα στην τσέπη του. Όταν άνοιξε η πόρτα, εμφανίστηκε ο μεγάλος γιος που ήθελε να διαπιστώσει πώς προχωρούσαν οι ετοιμασίες. Ο νεκροθάφτης τον ενημέρωσε ότι είχε σχεδόν τελειώσει και δεν του είπε τίποτα για το κρυμμένο αντικείμενο. Δεν είχε προλάβει να το δει καλά αλλά πίστευε ότι θα έπιανε καλή τιμή και μπορεί η οικογένεια να μην αντιλαμβανόταν καν την απώλειά του. Ολοκλήρωσε τις ετοιμασίες και φώναξε τους βοηθούς του για να μεταφέρουν με τη νεκροφόρα το σώμα στην τελευταία του κατοικία. Ο γιος δεν είχε δείξει τη συνηθισμένη αυτοσυγκράτηση της οικογένειας στα έξοδα και είχε νοικιάσει την πιο όμορφη αμαξήλατη νεκροφόρα με μωβ βελούδινες κουρτίνες και δύο άλογα, με στιλπνό μαύρο τρίχωμα, να τη σέρνουν. Όπως ήταν αναμενόμενο, όλος ο πληθυσμός της μικρής πόλης είχε συρρεύσει για να παρακολουθήσει την ταφή του καπετάνιου και σωτήρα τους. Τα παιδιά για άλλη μια φορά αποδείχθηκαν πρότυπα ψυχραιμίας, καθοδηγούμενα από το μεγάλο γιο και νέο αρχηγό του σπιτικού. Δεν έβγαλαν άχνα και δε φάνηκε ούτε ένα δάκρυ στα μάτια τους. Καθώς οι παριστάμενοι περνούσαν ένας-ένας μετά το πέρας της τελετής για να εκφράσουν τα συλλυπητήριά τους, εκείνα στέκονταν αξιοπρεπώς και απαντούσαν στα συμπονετικά λόγια όπως όριζε η περίσταση και τους είχε διδάξει η μητέρα τους.

Ο νεκροθάφτης πληρώθηκε γενναιόδωρα με ποσό που υπερέβαινε κατά πολύ το αρχικά συμφωνηθέν. Επέστρεψε στο σπίτι του ικανοποιημένος με το διπλό κέρδος που είχε εξασφαλίσει από την κηδεία. Παχυλή αμοιβή και ένα κόσμημα που θα του απέφερε ακόμα περισσότερα. Άναψε τις λάμπες πετρελαίου και έβγαλε την καρφίτσα από την τσέπη για να την εξετάσει καλύτερα. Είχε πλέον μια καλύτερη ιδέα για το τι ήταν η δυσδιάκριτη φιγούρα στο βάθος της εικόνας. Επρόκειτο για μια γυναίκα που φαινόταν να αιωρείται πάνω από τα κύματα, ενώ τα μακριά μαλλιά της παρασέρνονταν από τους ισχυρούς ανέμους της κακοκαιρίας. Το βλέμμα του είχε καρφωθεί στο κόσμημα και μετά από ώρα παρατήρησης, νόμισε ότι μπορούσε να ακούσει τα κύματα της ανταριασμένης θάλασσας. Ο καιρός όμως εκείνο το βράδυ ήταν ήπιος και σίγουρα ο ήχος ήταν απλά η ιδέα του. Έκρυψε την καρφίτσα μέσα σε ένα μπαούλο και το κλείδωσε. Πήγε για ύπνο ξέροντας ότι την επόμενη μέρα πριν πάει για δουλειά, θα έπρεπε να συναντήσει μερικά άτομα αμφιβόλου ηθικής, προκειμένου να τους πουλήσει το εύρημά του. Ξύπνησε τις πρώτες πρωινές ώρες από τα παράθυρα που έτρεμαν και τις εκτυφλωτικές λάμψεις στον ουρανό. Έξω μαινόταν η χειρότερη καταιγίδα που είχε ζήσει ποτέ του.

Τα κύματα στη θάλασσα έμοιαζαν με βουνά, ο ήλιος δεν τολμούσε να τρυπήσει με τις ακτίνες του τα κατάμαυρα και αγριεμένα σύννεφα, τα δέντρα παρασέρνονταν από τους αέρηδες σαν κλαδάκια και τα σπίτια έδειχναν και αυτά έτοιμα να γείρουν, υποχωρώντας στη μανία της φύσης. Όμως αυτό που τράβηξε την προσοχή του νεκροθάφτη ήταν πιο τρομακτικό και από τις συνέπειες της λυσσαλέας θύελλας. Στην ερημιά του νεκροταφείου, ανάμεσα στους σταυρούς και στα μνήματα, περπατούσε μια γυναικεία μορφή με λυτά μακριά μαλλιά, που της έφταναν μέχρι τα γόνατα. Φορούσε ένα ξεσκισμένο φόρεμα που άφηνε τα μπράτσα και τα πόδια της ακάλυπτα και περπατούσε αγέρωχη πάνω από τους νεκρούς, χωρίς να σκιάζεται και χωρίς να την απασχολεί μην τη χτυπήσει κανένας κεραυνός ή την παρασύρει ο άνεμος. Ήταν τρελή; Τι γύρευε τέτοιαν ώρα και με τέτοιον καιρό στο νεκροταφείο; Τι μπορεί να ήταν τόσο επείγον, που την είχε αναγκάσει να βρεθεί στο μακάβριο εκείνον τόπο με κίνδυνο της ζωής της; Ήταν έτοιμος να κλείσει και να ασφαλίσει όσο πιο καλά μπορούσε τα παραθυρόφυλλα και να αφήσει τη γυναίκα στη μοίρα της. Μέσα όμως από τον αχό της κακοκαιρίας, άκουσε ένα διαπεραστικό ψίθυρο, ο οποίος ερχόταν μέσα από το σπίτι.

Του κόπηκαν τα πόδια και τον έλουσε κρύος ιδρώτας. Κάποιος είχε μπει στο σπίτι του και ήθελε το κακό του. Άρπαξε το πιο βαρύ βάζο που βρισκόταν στο σαλόνι του και άρχισε διστακτικά να αναζητά την πηγή του ψιθύρου. Τεντώνοντας τα αυτιά του και προσπαθώντας να απομονώσει τους εξωτερικούς ήχους, ανακάλυψε ότι προερχόταν από την ντουλάπα. Με τρεμάμενα χέρια την άνοιξε και ύστερα από ακόμα προσεκτικότερη παρατήρηση, ανακάλυψε ότι ο ήχος ακουγόταν μέσα από το μπαουλάκι. Το μπαουλάκι στο οποίο είχε κρύψει την καρφίτσα του καπετάνιου. Άφησε κάτω το βάζο και δοκίμασε να ανοίξει το μπαουλάκι. Το κλειδί τού έπεσε δύο φορές από τα χέρια, αλλά με την τρίτη προσπάθεια κατάφερε και το έβαλε στην κλειδαριά. Ξεκλειδώνοντας και ανοίγοντας το καπάκι, ο ήχος γέμισε το δωμάτιο πιο δυνατός από πριν και έβγαινε ξεκάθαρα από την κλεμμένη καρφίτσα. Την έφερε διστακτικά κοντά στο αυτί του και τα λόγια που άκουσε ανήκαν σε κάποιαν άγνωστη γλώσσα. Ακόμα και αν δεν καταλάβαινε όμως τη σημασία τους, το κορμί του ανατρίχιασε ολόκληρο σαν να είχε ακούσει τη χειρότερη απειλή. Οι ψίθυροι είχαν ξεκινήσει με την εμφάνιση της γυναίκας.

Ίσως να μην ήταν σύμπτωση και τα δύο γεγονότα να συνδέονταν. Τότε του πέρασε από το μυαλό η πιο παράλογη ιδέα, στην οποίαν όμως ταυτόχρονα δεν μπορούσε να αντισταθεί. Ένιωθε ότι έπρεπε να πάρει την καρφίτσα και να προσεγγίσει τη γυναίκα στο νεκροταφείο. Ακόμα και αν ήταν πιθανότατα τρελή, ίσως να μπορούσε να του δώσει κάποιες απαντήσεις. Έβαλε το αδιάβροχό του, έχωσε την καρφίτσα στην τσέπη και βγήκε έξω στην καταιγίδα. Ο παγωμένος αέρας τον χτύπησε στο πρόσωπο και χρειάστηκε να κρατηθεί από την κολώνα της λάμπας που βρισκόταν έξω από το σπίτι του για να μην παρασυρθεί. Έσκυψε μπροστά και με αργά βήματα και υπεράνθρωπη προσπάθεια, ενώ ραπιζόταν από τη βροχή και τις ριπές του αέρα, έφτασε στην καγκελόπορτα του νεκροταφείου που η γυναίκα είχε αφήσει ανοιχτή, με αποτέλεσμα αυτή να κοπανάει στα κάγκελα με μανία. Κατάφερε, πιέζοντας τους μύες του πέρα από ό,τι ήταν συνηθισμένος, να την κλειδαμπαρώσει και να κατευθυνθεί προς τα μνήματα. Η γυναίκα είχε σταματήσει μπροστά από τον τάφο του καπετάνιου. Μια πράσινη αχλή την περικύκλωνε, η οποία δεν επηρεαζόταν από τον αέρα και τη βροχή, και την ακολουθούσε σε κάθε της βήμα.

Ο νεκροθάφτης κρύφτηκε πίσω από ένα μνήμα. Στον εαυτό του δικαιολόγησε αυτήν του την κίνηση σαν μια ευκαιρία να δει τι θα έκανε η γυναίκα πριν της μιλήσει. Στην πραγματικότητα ήταν κατατρομαγμένος και καταριόταν την καρφίτσα που τον είχε ωθήσει σε εκείνην την πρωινή περιπέτεια. Η γυναίκα σήκωσε το χέρι της πάνω από τον τάφο και τότε ο νεκροθάφτης ένιωσε το σώμα του να παραλύει. Είδε τον καπετάνιο να περνάει μέσα από την πλάκα και να σηκώνεται όρθιος μπροστά στη μυστηριώδη γυναίκα. Ήταν διάφανος και περιβαλλόταν από την ίδια πρασινωπή αχλή που ακολουθούσε και εκείνη. Του έδωσε το χέρι της και μαζί έφυγαν από το νεκροταφείο. Τους είδε να κατευθύνονται προς τη θάλασσα, αλλά το κουράγιο του τον είχε εγκαταλείψει και δεν μπόρεσε να τους ακολουθήσει. Ας έφευγαν μακριά από εκείνον τον τόπο και ας άφηναν αυτόν και την υπόλοιπη πόλη στην ησυχία τους. Τρέμοντας και παλεύοντας να πάρει ανάσα ανάμεσα στα μνήματα, άργησε να διαπιστώσει ότι η καταιγίδα είχε κοπάσει. Ήταν λες και η πρωινή επισκέπτρια την είχε φέρει μαζί της και με την αναχώρησή της είχε διακοπεί και η μανία της φύσης. Γύρισε στο σπίτι του μουσκεμένος μέχρι το κόκκαλο.

Παράτησε το αδιάβροχο, με την καρφίτσα στην τσέπη, στην είσοδο του σπιτιού και άναψε το τζάκι. Κοιτάζοντας τις φλόγες, προσπάθησε να ερμηνεύσει κάπως όσα είχε δει. Στο μόνο συμπέρασμα που μπόρεσε να φτάσει, μετά από αρκετή περίσκεψη, ήταν ότι κάποιου είδους θεότητα ή υπερφυσικό πλάσμα είχε έρθει να πάρει το πνεύμα του καπετάνιου, για να το οδηγήσει μακριά από τον κόσμο των θνητών, με προορισμό κάποιον τόπο για την ξεκούραση και την αιώνια γαλήνη των ψυχών των πεθαμένων. Δεν είχε δει στο βλέμμα του καπετάνιου την αποστροφή ή την έκπληξη. Άρα περίμενε τη γυναίκα από τη θάλασσα. Γνώριζε ότι θα ερχόταν για να τον συνοδεύσει στον επόμενο σταθμό της ύπαρξής του. Επομένως δεν ήταν κακή η μοίρα που τον περίμενε, όποιος και αν ήταν ο προορισμός του. Θα έφευγε από το μέρος της γέννησης και του θανάτου του για να γαληνέψει. Αλλά αντί να έρθει ένας άγγελος εξ ουρανού για να τον συνοδεύσει στον παράδεισο, όπως πίστευαν οι συντοπίτες του ότι συμβαίνει, είχε έρθει μια ζωντανή θύελλα από τα βάθη του ωκεανού, για να ταξιδέψουν μαζί σε κάποιο βασίλειο κάτω από τα κύματα.

            Η καρφίτσα όμως τι ρόλο έπαιζε σε αυτήν την υπόθεση; Ίσως ήταν ο σύνδεσμος ανάμεσα στον κόσμο των θνητών και των πεθαμένων. Ανάμεσα στην επιφάνεια και μια διάσταση που κρυβόταν κάτω από τα κύματα, στα άγνωστα και απέραντα βάθη. Σηκώθηκε από το πάτωμα και έψαξε στην τσέπη του αδιάβροχου. Έβγαλε με τρεμάμενα χέρια την καρφίτσα έξω και την εξέτασε προσεκτικά. Με το βλέμμα καρφωμένο στην εικόνα, μπόρεσε να βγάλει ένα συμπέρασμα ή τουλάχιστον να πείσει τον εαυτό του για το τι έβλεπε. Ίσως ήταν επηρεασμένος από τα όσα είχε παρακολουθήσει στο νεκροταφείο, αλλά ήταν σχεδόν βέβαιος ότι η ξεθωριασμένη ζωγραφιά απεικόνιζε τη γυναίκα από το νεκροταφείο, μέσα σε μια καταιγίδα. Τα μαλλιά της ανακατεύονταν με τα κύματα και μέσα από τα χέρια της ξεπηδούσαν κεραυνοί, καθώς δέσποζε σαν ένα ανθρώπινο βουνό, πάνω από ένα θαλασσοδαρμένο καράβι. Έκατσε πάλι μπροστά από το τζάκι, σκεπασμένος με μια κουβέρτα και την καρφίτσα κρυμμένη μέσα στη σφιγμένη γροθιά του. Έτσι τον βρήκε το μεσημέρι, αφού ήταν τόσο βυθισμένος στην ανησυχία και στην προσπάθεια να αποφασίσει τι θα έκανε με το κλεμμένο αντικείμενο, που ξέχασε όλες του τις άλλες επαγγελματικές υποχρεώσεις και την πρόθεσή του να πουλήσει το αντικείμενο σε κάποιον κλεπταποδόχο.

            Είχε αναπτύξει μια θεωρία, συνδέοντας την επιτυχημένη καριέρα του καπετάνιου, που του είχε αποφέρει μια αμύθητη περιουσία, με το υπερφυσικό εκείνο πλάσμα που μπορούσε να προκαλέσει καταιγίδες κατά το δοκούν και τη σωτηρία των ναυτικών από το ναυάγιο, χάρη στην έγκαιρη επέμβαση του μακαρίτη, εν μέσω μιας τερατώδους θύελλας, που είχε καταστήσει οποιαδήποτε άλλη απόπειρα διάσωσης των αντρών του πλοίου, αδύνατη. Η μεγαλύτερη απειλή για οποιονδήποτε ναυτικό είναι η αγριεμένη θάλασσα. Αν κάποιος μπορούσε να ξεπεράσει αυτό το σκόπελο, τότε θα ανοίγονταν μπροστά του διάπλατοι οι ορίζοντες της ναυτιλίας, επιτρέποντάς του αμέτρητες εμπορικές επιτυχίες, ταξίδια σε μέρη όπου ο ανταγωνισμός δε θα τολμούσε να ζυγώσει και χαρίζοντάς του ζηλευτή υστεροφημία. Αρκεί σε κάθε του ταξίδι να είχε μαζί του μια γητεμένη καρφίτσα που θα του επέτρεπε να επικοινωνεί με το πνεύμα της θάλασσας, που θα ερχόταν με γυναικεία μορφή να καταλαγιάζει τα νερά, όποτε αυτά προσπαθούσαν να καταπιούν και να παρασύρουν στο βυθό το καράβι του ευλογημένου θαλασσοπόρου.

Έτσι είχε καταφέρει ο οικογενειάρχης καπετάνιος να εξασφαλίσει μια ζωή γεμάτη ανέσεις για την οικογένειά του και ο ίδιος να γίνει προύχοντας της μικρής τους κοινότητας. Ίσως ο αυστηρός και λιτός βίος για την αποφυγή του φθόνου, να οφειλόταν στην ανάγκη να περνάει η οικογένεια απαρατήρητη, εξαιτίας του φοβερού μυστικού που έκρυβε. Ένα μυστικό που θα προκαλούσε την καταδίκη της θεοφοβούμενης κοινότητας, αν κάποτε έβγαινε στην επιφάνεια. Ο καπετάνιος είχε ταξιδέψει σε όλες τις ηπείρους του κόσμου, σε μέρη με άγνωστους πολιτισμούς και παράξενα έθιμα. Μπορεί σε ένα από τα ταξίδια του να βρήκε τη γητεμένη καρφίτσα και από τότε η τύχη του και η καριέρα του να απογειώθηκαν. Με αυτή τη διαπίστωση άρχισαν να κλωθογυρίζουν άλλου είδους σκέψεις στο μυαλό του νεκροθάφτη. Άρχισε να αναλογίζεται τις προοπτικές που θα του ανοίγονταν αν δεν πουλούσε την καρφίτσα, αλλά αντίθετα την κρατούσε για τον εαυτό του. Έπρεπε όμως να βρει περισσότερα στοιχεία και λεπτομέρειες για το αντικείμενο και για το πλάσμα που το συνόδευε. Μπορεί να έκανε λάθος στις εκτιμήσεις του και τελικά να έβαζε στη ζωή του ένα όργανο καταστροφής και όχι πρόνοιας, όπως είχε υποθέσει.

Μπορεί η σοφία του καπετάνιου, όλα αυτά τα χρόνια, να του υποδείκνυε να το κρατάει καλά κρυμμένο, ακόμα και από τα παιδιά του, ώστε να μην το χρησιμοποιήσει κανείς και φέρει άθελά του την καταστροφή. Σηκώθηκε, έβαλε στεγνά ρούχα και πήγε στη βιβλιοθήκη της κωμόπολης, για να ψάξει να βρει βιβλία σχετικά με πνεύματα της θάλασσας και γητεμένα αντικείμενα με δυνατότητες επίκλησης. Η βιβλιοθηκάριος τον κοίταξε περίεργα όταν τη ρώτησε σε ποιο τμήμα θα μπορούσε να βρει αυτό που έψαχνε και του υπέδειξε το τμήμα μυθολογίας και λαϊκών δοξασιών. Όταν έφτασε εκεί, κατάλαβε ότι θα του έπαιρνε ώρες ή και μέρες να ανακαλύψει κάτι. Υπήρχε πάντα και η περίπτωση να μην είχε ξαναδεί ποτέ κανείς την τρομακτική γυναίκα με τα μακριά μαλλιά στη θάλασσα ή να μην είχε ακούσει για την καρφίτσα, οπότε να μην υπήρχε κάποια καταγεγραμμένη μαρτυρία. Το ενδεχόμενο όμως να φτιάξει μια περιουσία σαν αυτή του καπετάνιου τον ώθησε να μελετήσει επιμελώς την πληθώρα των πληροφοριών. Έτσι πήγαινε κάθε μέρα για τις επόμενες εβδομάδες στη βιβλιοθήκη και έμενε εκεί ώρες, παραμελώντας την εργασία του που μετά τα όσα είχε δει του φαινόταν άχαρη και ανιαρή.

Πάντα είχε αυτά τα χαρακτηριστικά, αλλά έχοντας πάρει μια γεύση από το υπερφυσικό, δεν μπορούσε να επιστρέψει στην πεζή καθημερινότητα. Ανακάλυψε ότι πολλοί πολιτισμοί είχαν θεούς της θάλασσας ή γενικότερα του υγρού στοιχείου, όπως άλλωστε και θεούς του θανάτου, που έρχονταν στη γη να παραλάβουν τις ψυχές των νεκρών ή τις περίμεναν στην όχθη αντίπερα από το βασίλειο των ζωντανών. Η γυναίκα με τα πράσινα μαλλιά είχε εξίσου σχέση με τη θάλασσα όσο και με τις ψυχές των νεκρών και έτσι αυτοί ήταν οι δύο θεματικοί πυλώνες της αναζήτησής του. Μετά από εβδομάδες άκαρπης αναζήτησης, τον κυρίευσε η απογοήτευση. Κατάλαβε ότι έπρεπε να πάρει δραστικά μέτρα για να μπορέσει να βρει την άκρη, αλλιώς θα έπρεπε να παρατήσει το όλο εγχείρημα και να επικεντρωθεί και πάλι στην επιχείρησή του η οποία υπέφερε πλέον από την αδιαφορία του. Αποφάσισε να μπει κρυφά στο σπίτι του καπετάνιου και η καλύτερη ευκαιρία θα ήταν την ερχόμενη Κυριακή που όλη η κοινότητα και η οικογένεια θα ήταν στην εκκλησία. Ίσως στο γραφείο του καπετάνιου να μπορούσε να βρει κάποιο στοιχείο από τα προσωπικά αντικείμενα του μακαρίτη.

Το Σάββατο ξάπλωσε από νωρίς, αφού είχε καταστρώσει τα σχέδιά του ενδελεχώς. Όμως ο ύπνος τού αρνήθηκε την ξεκούραση εκείνο το βράδυ. Η ανυπομονησία και οι σκέψεις για τα αποτελέσματα της λαθραίας έρευνάς του το επόμενο πρωινό, δεν τον άφησαν να κλείσει μάτι. Του ερχόταν ξανά και ξανά στο νου η μορφή της γυναίκας που είχε έρθει να πάρει τον καπετάνιο στο τελευταίο του ταξίδι. Όταν οι πρώτες αχτίδες του ήλιου τρύπωσαν μέσα από τα παραθυρόφυλλα, κατάλαβε ότι το μαρτύριο είχε πια τελειώσει. Είχε έρθει η στιγμή να ετοιμαστεί και να τολμήσει τη διάρρηξη που θα του εξασφάλιζε τις απαντήσεις που τόσο απελπισμένα αναζητούσε. Κατευθύνθηκε αποφασισμένος προς τον προορισμό του. Κρυμμένος πίσω από ένα δέντρο, είδε το μεγάλο αδερφό να πηγαίνει τα μικρότερα αδέρφια του στην εκκλησία, ως όφειλε κάθε επικεφαλής οικογένειας στην κωμόπολή τους. Δεν υπήρχαν πια εμπόδια στο μονοπάτι του. Μπορούσε να ξεκινήσει. Επέλεξε την πλευρά του σπιτιού που δεν ήταν θεατή από άλλα σπίτια ή από τους περαστικούς του δρόμου. Παραβίασε την πόρτα της κουζίνας και εισήλθε με ευκολία. Στάθηκε για λίγο, στήνοντας αυτί μήπως αντιληφθεί κάποια παρουσία μέσα στο σπίτι. Η σιγή ήταν απόλυτη, μόλις όμως έκλεισε την πόρτα και προχώρησε στο σαλόνι, ένιωσε την καρφίτσα στην τσέπη του να δονείται και άρχισε πάλι να ακούει τους γνωστούς απόκοσμους ήχους.

Αντί να χάσει την ψυχραιμία του, το πήρε ως ένα σημάδι πως βρισκόταν στο σωστό δρόμο. Ανέβηκε τα σκαλιά και κατευθύνθηκε προς το γραφείο του καπετάνιου. Η πόρτα ήταν κλειδωμένη αλλά δεν του αντιστάθηκε περισσότερο από την πόρτα της κουζίνας. Σύντομα βρισκόταν μέσα σε ένα σκοτεινό και σκονισμένο χώρο, γεμάτο βιβλία, χάρτες, εξάντες και σημειωματάρια. Αυτά τα τελευταία ήταν που του κίνησαν περισσότερο την περιέργεια και υπό το φως ενός κεριού, άρχισε να τα μελετάει αχόρταγα. Στις σελίδες τους βρήκε πληθώρα πληροφοριών, από εμπορεύματα στα αμπάρια του πλοίου του καπετάνιου, ονόματα των μελών των διαφόρων πληρωμάτων που είχαν τύχει υπό τη διοίκησή του, χρηματικές συναλλαγές και πολλά άλλα διαδικαστικά. Όμως υπήρχαν και ενδιαφέροντα στοιχεία, όπως περιγραφές των εξωτικών τόπων που είχε επισκεφτεί ο μακαρίτης τόσα χρόνια στη θάλασσα. Ανέφερε περιοχές σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της υδρογείου, κάτι που έκανε το νεκροθάφτη να απελπίζεται, αφού δεν είχε κάτι συγκεκριμένο από το οποίο να πιαστεί. Επιμένοντας όμως παρατήρησε όλο και περισσότερες αναφορές στην Πολυνησία και κατευθύνοντας την έρευνά του περισσότερο σε σημειώσεις που αφορούσαν στην αχανή αυτή περιοχή, άρχισε να εντοπίζει αναφορές σε ένα συγκεκριμένο νησί.

Αυτά που διάβασε στη συνέχεια τού προκάλεσαν ανατριχίλα. Ο καπετάνιος και το πλοίο του είχαν παρασυρθεί κάποτε από μια καταιγίδα σε ένα φαινομενικά ακατοίκητο νησί. Είχαν βρει καταφύγιο σε έναν κολπίσκο και η κακοκαιρία τούς προσπέρασε. Αποφάσισε να εξερευνήσει το νησί μαζί με δύο έμπιστους άντρες από το πλήρωμά του. Μέσα στα βάθη της ζούγκλας, εκτός από δηλητηριώδη φίδια, σκορπιούς, χνουδωτές αράχνες και εξωτική βλάστηση, είχαν βρει έναν γκρεμισμένο ναό. Στα βάθη του είχαν ανακαλύψει αμέτρητα πολύτιμα αναθήματα και αποφάσισαν να γεμίσουν τις τσέπες τους με όσους περισσότερους θησαυρούς μπορούσαν. Όμως τότε ο σκοτεινός θάλαμος γέμισε από ένα πράσινο αρρωστιάρικο φως και εμφανίστηκε μπροστά τους μια γυναικεία παρουσία με ξέπλεκα μαλλιά που κάλυπταν όλο της το γυμνό κορμί. Ήταν η θεά προς τιμήν της οποίας είχε ανεγερθεί ο ναός. Και αυτό που έκαναν μέσα στον οίκο της ήταν βεβήλωση. Οι δύο ναύτες που είχαν συνοδεύσει τον καπετάνιο, έκαναν το λάθος να τραβήξουν πιστόλια εναντίον της, μόνο και μόνο για να δουν τις σφαίρες τους να περνούν από μέσα της χωρίς να τη βλάψουν στο παραμικρό. Εκείνη άπλωσε τότε τα μαλλιά της και τους τύλιξε από την κορυφή ως τα νύχια.

Όταν τα τράβηξε πίσω, οι μπούκλες της πήραν μαζί τους το δέρμα, τα μάτια, τις γλώσσες και τα μαλλιά από τους άτυχους θαλασσοπόρους. Τους άφησε να σφαδάζουν στο πέτρινο πάτωμα του ναού. Ο καπετάνιος το χειρίστηκε διαφορετικά. Έπεσε στα γόνατα και ζήτησε συγχώρεση, ενώ ορκίστηκε αιώνια πίστη στη θεά. Εκείνη συμφώνησε να τον αφήσει να ζήσει και μάλιστα του υποσχέθηκε καλοτυχία στην υπόλοιπη ζωή του και μια θέση στην Αυλή της όταν θα έκανε το αναπόφευκτο πέρασμα στον άλλον κόσμο. Η δέσμευση που ανέλαβε ήταν να την επισκέπτεται στο νησί μια φορά το χρόνο και να της επιδίδει μια προσφορά εξιλέωσης. Του έδωσε επίσης την καρφίτσα που βρισκόταν εκείνη τη στιγμή στην τσέπη του νεκροθάφτη, για να νιώθει την παρουσία της και την ευλογία της. Τον προειδοποίησε ότι η δύναμή της μπορούσε να φτάσει μέχρι την άλλην άκρη του κόσμου, οπότε αν την πρόδιδε και δεν ερχόταν να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του, οι μεγαλύτερες κατάρες θα έπεφταν σε αυτόν και τους οικείους του. Ο καπετάνιος την πίστεψε και κάθε χρόνο επέστρεφε στο ναό με μια προσφορά, την οποία δεν ανέφερε με λεπτομέρειες πουθενά στις σημειώσεις του. Η τύχη του άλλαξε από την πρώτη στιγμή. Σε κάθε ταξίδι γινόταν και πλουσιότερος, ενώ αυτός και το σκάφος του έγιναν ονομαστοί στους κύκλους των ναυτικών.

Όταν πέθανε η γυναίκα του, δε θρήνησε, γιατί η θεά τού υποσχέθηκε ότι θα την κρατούσε στο πλευρό της και θα τον περίμενε όταν η ψυχή του θα ταξίδευε και εκείνη στη θάλασσα. Λίγο καιρό μετά την πρώτη συνάντηση του καπετάνιου με τη θεά, έλαβε χώρα στα ανοιχτά του χωριού τους, το ναυάγιο το οποίο τον έκανε διάσημο και αγαπητό σε όλη την περιοχή, χάρη στις ζωές που έσωσε με αυτοθυσία. Δεν ήταν όμως αυτοθυσία, συνειδητοποιούσε ο νεκροθάφτης, αλλά μια προμελετημένη πράξη, μέσα από την οποίαν ο καπετάνιος ήταν σίγουρος ότι θα έβγαινε νικητής, αφού είχε την προστάτιδα θεά στο πλευρό του. Και φρόντισε να μη χάσει ποτέ την προστασία της, πηγαίνοντας ευλαβικά να την επισκεφτεί κάθε χρόνο, επιδίδοντας την προσφορά του. Έτσι λοιπόν, μετά το θάνατό του, είχε έρθει η ίδια στο νεκροταφείο της πόλης, για να συνοδεύσει την ψυχή του στη θάλασσα. Δίπλα στο θρόνο της και την ψυχή της γυναίκας του που περίμενε υπομονετικά τόσα χρόνια. Άραγε η ευλογία θα συνέχιζε και στα παιδιά του; Ειδικά τώρα που η καρφίτσα είχε χαθεί; Ο μεγαλύτερος γιος θα συνέχιζε το ετήσιο προσκύνημα του πατέρα του για να έχουν και τα τέκνα την καλοτυχία των γονιών;

Ο νεκροθάφτης άρχισε αμέσως να κάνει μεγαλόπνοα σχέδια. Εκείνος είχε πλέον την καρφίτσα και οι ήχοι που άκουγε πρέπει να ήταν το κάλεσμα της θεάς. Δεν υπήρχε άλλη εξήγηση. Έπρεπε να συμβουλευτεί τους χάρτες του καπετάνιου και με κάποιον τρόπο να φτάσει στο νησί, να παρουσιαστεί μπροστά στη θέα και να δηλώσει την υποταγή του. Εκείνος θα της έφερνε πλέον την ετήσια προσφορά και θα γινόταν μεγάλος και τρανός όπως ο καπετάνιος. Άρχισε να εξετάζει αχόρταγα τους χάρτες με τις κόκκινες γραμμές που είχε χαράξει ο καπετάνιος και έδειχναν την πορεία που ακολουθούσε κάθε φορά. Όλα τα στοιχεία ήταν εκεί, στη διάθεσή του. Μέσα στη μανία του δεν αντιλήφθηκε τη μορφή που τον είχε πλησιάσει αθόρυβα. Ένιωσε μόνο το χτύπημα στο κεφάλι και μετά όλα σκοτείνιασαν. Όταν ξύπνησε, ήταν δεμένος πισθάγκωνα και βρισκόταν σε ένα χώρο με τσουβάλια και κιβώτια μεταφοράς εμπορευμάτων. Από τον απαλό τρόπο που κουνιόταν ο χώρος, κατάλαβε ότι βρισκόταν στη θάλασσα, επάνω σε κάποιο πλοίο. Άρχισε να φωνάζει για βοήθεια και μετά από ώρα μια πόρτα άνοιξε και τότε ο νεκροθάφτης αντίκρισε τον πρωτότοκο της οικογένειας με ένα φανάρι. Έσκυψε από πάνω του και τον κοίταξε μειδιώντας.

«Νόμιζες ότι θα ήταν τόσο εύκολο να κλέψεις τα μυστικά της οικογένειάς μου και την ευλογία της θεάς, απλώς και μόνο επειδή βρήκες την καρφίτσα. Η σχέση του πατέρα μαζί της ξεπερνά ένα απλό μπιχλιμπίδι. Βασίζεται στην αφοσίωση, στην υπακοή και την πραγματική λατρεία. Η ίδια η θεά με ενημέρωσε ότι έπρεπε απλά να περιμένω υπομονετικά μέχρι να έρθει ο κλέφτης της καρφίτσας στο σπίτι μας, αναζητώντας στοιχεία. Έτσι είχαμε την παγίδα έτοιμη για τον κλέφτη, όποιος και αν ήταν αυτός. Η μοίρα σου τώρα είναι στα χέρια της θεάς και να ξέρεις ότι η τιμωρία σου θα είναι ιδιαίτερα σκληρή, αφού πρόδωσες την εμπιστοσύνη μας και δε σεβάστηκες το νεκρό. Αντί να μας προσφέρεις παραμυθία τον καιρό της οδύνης μας, άπλωσες τα βρωμόχερά σου για να μας κλέψεις. Δε θα απλώσεις ξανά το χέρι σου σε περιουσία άλλου. Δε θα έχεις την ευκαιρία».

Με αυτά τα λόγια το μειδίαμα μετατράπηκε σε ένα πλατύ χαμόγελο γεμάτο σκοτεινές υποσχέσεις. Ο νεκροθάφτης άρχισε να φωνάζει προσπαθώντας να μεταπείσει το γιο του καπετάνιου, ο οποίος ήταν απόλυτα ενήμερος για τα σκοτεινά μυστικά του πατέρα του, όπως είχε αποδειχθεί. Δεν του έδωσε όμως καμία σημασία. Έκλεισε την πόρτα πίσω του και τον άφησε με ελάχιστο φως, ανάμεσα στα τσουβάλια και τα κιβώτια. Φώναζε όσην ώρα άντεχαν τα πνευμόνια του και ο λαιμός του. Προσπάθησε να διαπραγματευτεί, να απειλήσει, να εκλιπαρήσει, να βρίσει, να καταραστεί. Όποια τακτική και αν ακολούθησε δεν είδε αποτέλεσμα. Περνούσε την αιχμαλωσία του δεμένος στο αμπάρι, εκτός από δύο φορές την ημέρα που ένας ξένος ναύτης τού έφερνε τροφή και νερό και τον πήγαινε μέχρι την τουαλέτα. Αυτές οι στιγμές ήταν η μοναδική ευκαιρία που είχε να ξεπιαστεί και να δει λίγο τον έξω κόσμο. Ο ναύτης δεν έλεγε κουβέντα και όποτε ο νεκροθάφτης καθυστερούσε, τον έσπρωχνε στα πλευρά με ένα περίστροφο. Δεν είδε ξανά το γιο σε όλη τη διάρκεια του ταξιδιού και όποτε έβγαινε από το αμπάρι για την τουαλέτα, έβλεπε μόνο γαλάζιο μέχρι τον ορίζοντα. Δεν είχε ιδέα πού στην ευχή βρισκόταν, αλλά δεν είχε και τόση σημασία, αφού γνώριζε τον προορισμό. Του τον είχε αποκαλύψει ο πρωτότοκος, δηλώνοντας ταυτόχρονα και ποια θα ήταν η μοίρα του.

Η αιχμαλωσία του ήταν βασανιστική, περνώντας δεμένος το μεγαλύτερο μέρος της μέρας. Όμως ήξερε ότι ο πραγματικός εφιάλτης θα άρχιζε μόλις έφταναν στο νησί. Εφιάλτης που θα έφερνε και το αναπόδραστο τέλος. Έτσι επένδυσε το χρόνο που του είχε απομείνει να σκέφτεται τα επιχειρήματα που θα επικαλείτο για να σώσει το τομάρι του. Άλλωστε και ο καπετάνιος με λόγια και υποσχέσεις είχε καταφέρει να φύγει ζωντανός από το ναό της θεάς και να εξασφαλίσει τη μοίρα του για πάντα. Αναλώθηκε λοιπόν στο υπόλοιπο του ταξιδιού σε φανταστικούς διαλόγους με τον εαυτό του, προσπαθώντας να μαντέψει τις προθέσεις του παντοδύναμου πλάσματος και χάνοντας μέρα με τη μέρα όλο και περισσότερο τα λογικά του. Βυθίστηκε τόσο πολύ στην προσπάθεια αυτή, που όταν ήρθαν να τον πάρουν για να τον μεταφέρουν στο ναό, συνέχιζε να μιλάει μόνος του και να αγνοεί τι συνέβαινε ολόγυρά του. Η υψωμένη φωνή του γιου τον έβγαλε από τις σκέψεις του και τον επανέφερε στην πραγματικότητα. Δεν απευθυνόταν όμως σε εκείνον αλλά στη θέα.

Της ανέφερε ότι είχε φέρει την ετήσια προσφορά και ότι ζητούσε την ευλογία της ως άξιος συνεχιστής της κληρονομιάς του πατέρα του. Μια άλλη φωνή ακούστηκε σε απάντηση των λόγων του. Μια φωνή που έμοιαζε με την τελευταία πνοή του ετοιμοθάνατου, που έσερνε τις λέξεις και τις εκστόμιζε βασανιστικά, λες και ο κάθε φθόγγος απαιτούσε βαρύ τίμημα για να αφήσει τα χείλη της ομιλήτριας. Ζητούσε από το γιο να φέρουν το νεκροθάφτη στο βωμό. Σφάλισε τα μάτια του και βουβάθηκε. Όλα όσα είχε σχεδιάσει με τόση λεπτομέρεια να πει για να κερδίσει την εύνοιά της, χάθηκαν μέσα σε μια στιγμή, σαν κάποιος να είχε τραβήξει ένα πώμα από το κεφάλι του και όλες οι σκέψεις να είχαν χυθεί στις ραγισμένες πλάκες του ναού. Ένιωσε τα μαλλιά της να θωπεύουν ανατριχιαστικά το σώμα του και τελικά να καταλήγουν στο πρόσωπό του, σαν να αναζητούσαν κάτι. Άνοιξαν διά της βίας τα βλέφαρά του και τότε αντίκρισε αναγκαστικά την τρομερή μορφή που είχε δει εκείνο το βράδυ στο νεκροταφείο. Άρχισε να δακρύζει, του κόπηκε η ανάσα και παραδόθηκε ολόκληρος σε σπασμούς. Εκείνη του έριξε μια παγερή απόκοσμη ματιά και μίλησε κατευθείαν στο μυαλό του, κρατώντας τα πορσελάνινα χείλη της κλειστά.

«Μην προσπαθείς να θυμηθείς τι σκόπευες να μου πεις. Σε ακούω εδώ και καιρό από το πλοίο. Ξέρω όλα όσα θα μου έλεγες και όλα όσα απέρριψες ή ακόμα και όσα δε σκέφτηκες καν. Αυτό που έχει σημασία είναι η επιθυμία σου να με υπηρετήσεις. Μια επιθυμία η οποία ακτινοβολεί από μέσα σου ακόμα και αν εσύ δεν το αντιλαμβάνεσαι. Μαζί μου δε χρειάζεσαι γλώσσα για να μιλήσεις, μάτια για να με δεις ή αυτιά για να με ακούσεις. Ούτε καν χέρια για να με αφουγκραστείς. Θα με νιώθεις με κάθε ίνα της ύπαρξής σου, με τρόπους που δεν έχεις ξανανιώσει άλλο τίποτα στη μίζερη ζωή σου. Όλα λοιπόν τα περιττά θα αφαιρεθούν».

Τα μαλλιά της τον τύλιξαν ολόκληρο και άρχισαν να ξεσκίζουν ό,τι δεν επιθυμούσε εκείνη να παραμείνει. Ο νεκροθάφτης ένιωσε μια αλλόκοτη γαλήνη μέσα από τον αβάσταχτο πόνο. Μια ελπίδα ότι μέσα από το βασανιστήριο θα κατέληγε εκεί που του είχε υποσχεθεί εκείνη. Απαλλαγμένος από τα περιττά και ανεμπόδιστος να βιώσει το μεγαλείο της. Όταν η δοκιμασία έφτασε στο τέλος της, η ψυχή του και το σώμα του βυθίστηκαν στην απόλυτη σιγή. Δεν έπαψε μόνο ο πόνος αλλά και οποιαδήποτε άλλη αίσθηση. Τότε άρχισε να ακούει ένα μακρινό αχό, αν και πλέον δεν είχε αυτιά. Ήταν ο ήχος του ωκεανού και δυνάμωνε ολοένα και περισσότερο μέχρι που στο τέλος τον κατάπιε ολόκληρο.

 

ΤΕΛΟΣ

  • Like 1
Link to comment
Share on other sites

Join the conversation

You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.

Guest
Reply to this topic...

×   Pasted as rich text.   Paste as plain text instead

  Only 75 emoji are allowed.

×   Your link has been automatically embedded.   Display as a link instead

×   Your previous content has been restored.   Clear editor

×   You cannot paste images directly. Upload or insert images from URL.

Loading...
  • Upcoming Events

    • 0
      13 December 2025 05:00 PM
      Until 07:00 PM

×
×
  • Create New...

Important Information

You agree to the Terms of Use, Privacy Policy and Guidelines. We have placed cookies on your device to help make this website better. You can adjust your cookie settings, otherwise we'll assume you're okay to continue..